Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

ΕΛΥΤΗΣ- ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ-ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ








ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Ξημερωνοντας τ'
Αγιαννιου, με την αυριο των φωτων, λαβαμε
τη διαταγη να κινησουμε παλι μπροστα,για τα μερη οπου δεν εχει καθημερινες και σκολες.
Επρεπε, λεει, να πιασουμε τις
γραμμες που κρατουσανε ως τοτε οι Αρτινοι,απο Χειμαρρα ως Τεπελενι.
Λογω που εκεινοι πολεμουσανε απ' την πρωτη μερα,
συνεχεια, και ειχαν μεινει σκεδον οι μισοι και δεν αντεχανε αλλο.
Δωδεκα μερες κιολας ειχαμε μεις πιο πισω,στα χωρια
Κι απανω που συνηθιζε τ'
αυτι μας παλι στα γλυκα τριξιματα της γης,και δειλα συλλαβιζαμε το γαβγισμα του σκυλου ή τον αχο της μακρινης καμπανας,
να που ηταν αναγκη, λεει, να γυρισουμε στο μονο αχολόι που ξεραμε:
στο αργο και στο βαρυ των κανονιων , στο ξερο και στο γρηγορο των πολυβολων.
Νυχτα πανω στη νυχτα βαδιζαμε ασταματητα, ενας πισω απ' τον αλλο, ιδια τυφλοι. Με κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο τη λασπη, οπου, φορες, εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο. Επειδη
το πιο συχνα ψιχαλιζε στους δρομους εξω, καθως μες στην ψυχη μας.
Και τις λιγες φορες οπου καναμε σταση να ξεκουραστουμε,μητε που αλλαζαμε κουβεντα, μοναχοι σοβαροι κι αμιλητοι,φεγγοντας μ' ενα μικρο δαδι, μια-μια εμοιραζομασταν τη σταφιδα.
Η φορες παλι, αν ηταν βολετο, λυναμε βιαστικα τα ρουχα και ξυνομασταν με λυσσα ωρες πολλες,
οσο να τρεξουν τα αιματα.
Τι μας ειχε ανεβει η ψειρα ως το λαιμο, κι ηταν αυτο πιο κι απ' την κουραση ανυποφερτο.
Τελος, καποτε, ακουγοτανε στα σκοτεινα η σφυριχτρα, σημαδι οτι κινουσαμε, και παλι σαν τα ζα τραβουσαμε μπροστα να κερδισουμε δρομο, πριχου ξημερωσει και μας βαλουνε στοχο τ' αεροπλανα. Επειδη ο Θεος δεν κατεχε απο στοχους ή τετοια,
κι οπως το 'χε συνηθιο του, στην ιδια παντοτε ωρα ξημερωνε το φως.
Τοτες, χωμενοι μες στις ρεματιες, γερναμε το κεφαλι απο το μερος το βαρυ, οπου δε βγαινουνε ονειρα. Και τα πουλια μάς θυμωναν, που δε διναμε ταχα σημασια στα λογια τους - ισως και που ασκημιζαμε χωρις αιτια την πλαση.
 Αλλης λογης εμεις χωριατες,μ' αλλω λογιω ξιναρια και σιδερικα στα χερια μας, που ξορκισμενα να'ναι.Δωδεκα μερες κιολας, ειχαμε μεις πιο πισω στα χωρια κοιταξει σε καθρεφτη,
ωρες πολλες, το γυρο του προσωπου μας. Κι απανω που συνηθιζε ξανα το ματι τα γνωριμα παλια σημαδια, και δειλα συλλαβιζαμε το χείλο το γυμνο ή το χορτατο απο τον υπνο μαγουλο,
να που τη δευτερη τη νυχτα σαμπως παλι αλλαζαμε, την τριτη ακομη πιο πολυ, την υστερη, την τεταρτη, πια φανερο, δεν ειμασταν οι ιδιοι.Μονε σα να πηγαιναμε μπουλουκι ανακατο, θαρρουσες, απ' ολες τις γενιες και τις χρονιες, αλλοι των τωρινων καιρων κι αλλοι πολλα παλιων,
πού 'χαν λευκανει απ' τα περισσια γενια. Καπεταναιοι αγελαστοι με το κεφαλοπανι,
και παπαδες θερια, λοχιες του 97 ή του 12, μπαλτατζηδες
βλοσυροι πανου απ ' τον ωμο σειώντας το πελεκι, απελάτες και
σκουταροφοροι με το αιμα επανω τους ακομη Βουργαρων και Τουρκών.


Ολοι μαζι , διχως μιλια, χρονους αμετρητους αγκομαχωντας πλάι-πλάι,
διαβαιναμε τις ραχες, τα φαραγγια, διχως να λογαριαζουμε αλλο τιποτε.
Γιατι καθως οταν βαρουν απανωτες αναποδιες τους ιδιους τους
ανθρωπους παντα, συνηθαν στο Κακο, τελος του αλλαζουν ονομα, το
λεν Γραμμενο ή Μοιρα - ετσι κι εμεις επροχωρουσαμε ισια πανου σ'
αυτο που λεγαμε Καταρα , οπως θα λεγαμε Ανταρα ή Συννεφο. Με
κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο τη λασπη οπου πολλες φορες εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο.
 Επειδη το πιο συχνα, ψιχαλιζε στους δρομους εξω καθως μες στην ψυχη μας.
Κι οτι ημασταν σιμα πολυ στα μερη οπου δεν εχει καθημερινες και σκολες,
μητε αρρωστους και γερούς, μητε φτωχους και πλουσιους,το καταλαβαιναμε.
Γιατι κι ο βροντος περα, κατι σαν πισω απ' τα βουνα,δυναμωνε ολοενα,
 τοσο που καθαρα στο τελος να διαβαζουμε το αργο και το βαρυ των κανονιων ,
το ξερο και το γρηγορο των πολυβολων.
Υστερα και γιατι ολοενα πιο συχνα , τυχαινε τωρα ν' απαντουμε, απ' τ' αλλο μερος
vα 'ρχονται, οι αργες οι συνοδειες με τους λαβωμενους.
Οπου απιθωνανε χαμου τα φορεια οι νοσοκομοι , με τον κοκκινο σταυρο στο περιβραχιωνιο ,
 φτυνοντας μεσα στις παλαμες, και το ματι τους αγριο για τσιγαρο .
Κι οπου σαν ακουγανε για που τραβουσαμε, κουνουσαν το κεφαλι ,
αρχινωντας ιστοριες για σημεια και τερατα. Ομως εμεις το μονο
που προσεχαμε ηταν εκεινες οι φωνες μεσα στα σκοτεινα , που ανεβαιναν,
καυτες ακομη απο την πισσα του βυθου ή το θειαφι . "Όι, όι μανα μου","
όι , όι μανα μου", και καποτε, πιο σπανια, ενα πνιχτο μουσουνισμα, ιδιο ροχαλητο,
 που 'λεγαν, οσοι ξερανε, ειναι αυτος ο ρογχος του θανατου.
Ηταν φορες που εσερνανε μαζι τους κι αιχμαλωτους , μολις πιασμενους λιγες ωρες πριν,
 στα ξαφνικα γιουρουσια που κάναν τα περιπολα.
Βρωμουσανε κρασι τα χνωτα τους , κι οι τσεπες γιοματες κονσερβα ή σοκολατες.
Ομως εμεις δεν ειχαμε , οτι κομμενα τα γιοφυρια πισω μας, και τα λιγα μουλαρια
μας κι εκεινα ανημπορα μεσα στο χιονι και στη γλιστραδα της λασπουριας.
Τελος καποια φορα , φανηκανε μακρια οι καπνοι που ανεβαιναν
μεριες-μεριες, κι οι πρωτες στον οριζοντα κοκκινες, λαμπερες φωτοβολιδες.
β'
 
Νεος πολυ και γνωρισα των εκατο χρονω φωνες
Οχι του δασους μια στιγμη στα στέρνα ο πευκινος τριγμος
Μονο του σκυλου που αλυχτα στα βουνα τ'ανδροβαδιστα
 Των χαμηλων σπιτιων καπνοι και κεινων που ψυχορραγουν
Η ανομολογητη ματια του κοσμου του αλλου η ταραχη
Οχι που αργουν στον ανεμο των πελαργων μικρες κρωξιες
Πεφτει η γαληνη σα βροχη και γρουζουν τα κηπευτικα
Μονο του ζωου που σπαρταρα τα πνιχτα κι ασυλλαβιστα
Της Παναγιας δυο φορες ο μαυρος γυρος των ματιων
Στην πεδιαδα της ταφης και στην ποδια των γυναικων
Μονο της θυρας χτυπημα κι οταν ανοιξεις πια κανεις
Μητε σημαδι καν χεριου στη λιγη παχνη των μαλλιων
Χρονους πολλους κι αν καρτερω γαληνεμο δεν ελαβα
Στων αδερφων τη μοιρασια μου δοθη ο κληρος ο λειψος
Η πετροκολλητη σαγη24και το ζακονι25 των φιδιων.
 
 
Γ'


ΤΟΝ πλουτο δεν εδωκες ποτε σε μενα
τον ολοενα ερημουμενο απο τις φυλες των Ηπειρων κι απ'
αυτες παλι αλαζονικα, ολοενα, δοξαζομενο!
Ελαβε τον Βοτρυ26 ο Βορρας και τον Σταχυ ο Νοτος
τη φορα του ανεμου εξαγοραζοντας
και των δεντρων τον καματο δυο και τρεις φορες
ανοσια εξαργυρωνοντας.

Αλλο εγω,παρεξ θυμαρι στην καρφιδα του ηλιου δεν εγνωρισα
και παρεξ τη σταγονα του νερου στ' ακοπα γενια μου δεν ενιωσα
μα τραχυ το μαγουλο εθεσα στο τραχυτερο της πετρας αιωνες και αιωνες.
Εκοιμηθηκα πανω στην εγνοια της αυριανης ημερας
οπως ο στρατιωτης επανω στο ντουφεκι του.
Και τα ελεη της νυχτας ερευνησα οπως ο ασκητης το Θεο του.

Απο τον ιδρωτα μου εδεσαν διαμαντι
και στα κρυφα μου αντικαταστησανε την παρθενα του βλεμματος.Εζυγισανε τη χαρα μου και τη βρηκανε, λεει, μικρη και την πατησανε χαμου σαν εντομο.
Τη χαρα μου πατησανε και στην πετρα την κλεισανε και στερνά την πετρα μού αφησανε,
την τρομερη ζωγραφια μου.
Με πελεκι βαρυ τη χτυπουν,
με σκαρπελο σκληρο την τρυπουν,
με καλεμι πικρο τη χαραζουν, την πετρα μου.
Κι οσο τρωει την υλη ο καιρος, τοσο βγαινει πιο καθαρος ο χρησμος απ' την οψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ



Δ'


Τις ημερες μου αθροισα και δε σε βρηκα πουθενα,
ποτε, να μου κρατεις το χερι
στη βοη των γκρεμων και των αστρων τον κυκεωνα μου !
Πηραν αλλοι τη Γνωση και αλλοι την Ισχυ
το σκοταδι με κοπο χαραζοντας
και μικρες προσωπιδες, τη χαρα και τη θλιψη,

στη φθαρμενη την οψη αρμοζονζας.
Μονος, οχι εγω, προσωπιδες δεν αρμοσα,
τη χαρα και τη θλιψη μου πισω εριξα,
γενναιοδωρα πισω μου εριξα,την Ισχυ και τη Γνωση.
 


Τις ημερες μου αθροισα κι εμεινα μονος.
Ειπαν οι αλλοι: γιατι; κι αυτος να κατοικησει
το σπιτι με τις γλαστρες και τη λευκη μνηστη.
Αλογα τα πυρρα και τα μαυρα μου αναψαν γινατι γι' αλλες, πιο λευκες Ελενες !
Γι' αλλη, πιο μυστικην αντρεια λαχταρησα κι απο κει που με μποδισαν,
ο αορατος, καλπασα στους αγρους τις βροχες να γυρισω
και το αιμα πισω να παρω των νεκρων μου των αθαφτων!  


Ειπαν οι αλλοι: γιατι; κι εκεινος να γνωρισει

κι εκεινος τη ζωη μεσα στα ματια του αλλου.

Αλλου ματια δεν ειδα, δεν αντικρισα
παρα δακρυα μεσα στο Κενο που αγκαλιαζα
παρα μπορες μεσα στη γαληνη που αντεχα . 


Τις ημερες μου αθροισα και δε σε βρηκα
και τα οπλα ζωστηκα και μονος βγηκα
στη βοη των γκρεμων και στων αστρων τον κυκεωνα μου!
γ'
 

Μονος κυβερνησα τη θλιψη μου
Μονος αποικησα τον εγκαταλειμμενο Μάιο
Μονος εκολπωσα τις ευωδιες
Επανω στον αγρο με τις αλκυονιδες
Τάισα τα λουλουδια κιτρινο βουκολισα τους λοφους
Επυροβολησα την ερημια με κοκκινο!
Ειπα : δε θά 'ναι το Αδικο τιμιοτερο απ' το αιμα !
Το χερι των σεισμων το χερι των λιμων
Το χερι των εχτρων το χερι των δικων
Μου
, εφρενιασαν εχαλασαν ερημαξαν αφανησαν
Μια και δυο και τρεις φορες
Παραδοθηκα κι απομεινα στον καμπο μονος
Παρθηκα και πατηθηκα σαν καστρο μονος
Το μυνημα που σηκωνα τ' αντεξα μονος !
Μονος απελπισα το θανατο
Μονος εδαγκωσα μες στον Καιρο με τα δοντια πετρινα
Μονος εκινησα για το μακρυ
Ταξιδι σαν της σαλλπιγγας μες στους αιθερες!
ηταν στη δυναμη μου η Νεμεση το ατσαλι κι η ατιμια

Να προχωρησω με τον κορνιαχτο και τ' αρματα
Ειπα : με μονο το σπαθι του κρυου νερου θα παραβγω
Και ειπα : με μονο το Ασπιλο του νου μου θα χτυπησω !
Στο πεισμα των σεισμων στο πεισμα των λιμων
Στο πεισμα των εχτρων στο πεισμα των δικων
Μου
, αναντισα κρατηθηκα ψυχωθηκα κραταιωθηκα
Μια και δυο και τρεις φορες
Θεμελιωσα τα σπιτια μου στη μνημη μονος
Πηρα και στεφανωθηκα την αλω μονος
Το σταρι που ευαγγελισα το'δρεψα μονος !



ΑΝΑΦΟΡΕΣ


24
σαγή: εξαρτηματα υποζυγιου του αλογου (αλλα και οπλισμος).
Εδω ισως: βαρυ φορτιο
 
25
ζακόνι: συνηθεια, χούι

26 Σταφυλι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου