Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Αλέξης Τραϊανός-Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα



Αλέξης Τραϊανός

(1944 – 1980)

Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα / Cancerpoems

(1977)

Μέρος Β’  

Βράδια που ήρθα κι έφυγα

Εδώ όταν ήρθα το ποίημα κατέβαινε ολοένα στην κόλαση
Από ‘να απόγευμα κοίταζα τη ζωή
Με αέρα και νύχτα
Δρόμους κι εμένα
Εδώ είπα όλα τα τριαντάφυλλα καπνίζουν
Μ’ ένα γενετήσιο μαύρο καπνό
Όταν μπαίνω σπίτι κρεμώ τον εαυτό μου στην κρεμάστρα
Κάθε απόγευμα βγάζω λίγο απ’ τον εαυτό μου
Και στον εαυτό μου το ακουμπώ
Μέρες τώρα δίχως να γράψω
Πήρα ‘ένα ξυράφι να κομματιάζω το δέρμα μου
Να λιγοστεύει λίγο λίγο το χρέος μου   Καλύτερα να κοιμόμουν
Μα ξύπνησα μαζεύοντας άρρωστο φως
Μαραμένους αγγέλους
Ποιήματα άσκημα σαν την ψυχή μου
Από τις χαραμάδες του κορμιού μου άκουγα τον καιρό
Έστελνες κάτι λέξεις παλιές και ξερές
Ξερές και παλιές   Τίποτα δε φυτρώνει
Μια μέρα γίνεται από μπετόν
Ξεκινά ήσυχα απ’ τις μαύρες σάρκες της νύχτας
Μια μέρα όπως για τον Μπετόβεν
Που κοίταζα να σε δω και με κοίταζες και δε φαινόμασταν
Ώσπου η μουσική να σκεπάσει κάθε θόρυβο
Με λέξεις και θρόμβους και κάτι μερικές φορές πολύ τρομερό
Που η γυναίκα με τα φίδια και τα μαύρα μαλλιά της
Τυλίγει και ξετυλίγει σαν το μαύρο κρεβάτι της
Τυλίγει και ξετυλίγει το δέρμα της
Σηκώνεται και με βρίσκει απελπιστικά θανάσιμον
Πέφτουν οι τοίχοι οι κήποι
Οι άρρωστες μέρες απ’ το κεφάλι μου
Μέσα σε βράδια που ήρθα κι έφυγα
Και πέρασα πια πίσω απ την ιστορία της ζωής μου
Με τον κόκκινο άγγελο και τον κόκκινο διάβολο
Το ερωτικό της οξύ χυμένο επάνω μου
Και τον άγριο άνεμο που φύσηξε απ’ το πρόσωπό μου
Τα τελευταία χαρτιά
Για πάντα





Ησυχία και νύχτα


Ησυχία και νύχτα
Ταξιδεύω μέσα στο σπίτι που ταξιδεύει
Είναι κάτι που ανεβαίνει όταν σ’ εγκαταλείπω χαρτί
Κάποιος που γράφει αφού σταμάτησε να γράφει πια
Ως τη νύχτα ως τη ζωή
Ώσπου χειμώνιασε
Τα χρόνια αυτά μαγκώθηκαν πάνω μου σαν ουλή
Ένα ξυράφι σ’ ένα χρατς βαθύ
Σε σας μιλώ απ’ το πηγμένο αίμα της κονσέρβας του σώματος
Γκρίζο και δίχως όνειρο
Πρέπει να ‘χα κάτι το άσκημο μέσα μου
Που επιδεινώθηκε περισσότερο σ’ αυτή τη ζωή
Μ’ όλες τις μέρες της κρεμασμένες σ’ ένα έρημο τέλος
Γιατί το τίποτα έγινε πιο πολύ
Ένα χιονισμένο μάτι πέφτει μες απ’ τον ύπνο μου
Κι αυτός που πιάνει όλο ομίχλη ο εαυτός μου
Αυτός ο εαυτός μου κι ο εαυτός μου
Δεν είναι τίποτα είπα
Σκόνταψα μόνο πάνω στο θάνατό μου
Μες στο δωμάτιο κατρακυλάει κάτι φρικτό
Ως τη νύχτα και τη ζωή
Και την απουσία εμένα από εμένα
Που πέταξα απ’ το παράθυρο
Και κάθομαι σ’ όλα τα μεταχειρισμένα ξημερώματα των ποιητών
Κουρέλι σώμα και μυαλό κουρέλι
Ένα μάτι Ένα της κούκλας πλαστικό
Ένα έγχορδο νεκρό


Σηκώθηκα και κάθησα εδώ

Σηκώθηκα και κάθησα εδώ
Ο σκονισμένος δρόμος του κρανίου μου
Αύριο μια φωτογραφία θα είναι
Κέρινο πόδι ή επουλωμένο δόντι
Τώρα όμως γιατί η πραγματικότητα λύθηκε χίλια κομμάτια
Ένα κλειδί δε θα επαναφέρει στο κάδρο καμιά ζωή
Κι όλο μιλώ για μια ιστορία σκιάς
Σ’ αυτό το άχρηστο βλέμμα από παράθυρα και ορίζοντα
Αυτός είναι ο άχρηστος ορίζοντας
Ένα διάστημα σίδερο και σίγουρο
Παγωμένο μιλώ και πηγαίνω
Να δω το φόβο πίσω απ’ τα μαύρα μαλλιά μου
Στο σκονισμένο δρόμο
Απ’ την ανοιχτή πόρτα στο μαύρο
Που έτρεξε πάλι σ’ ένα φοβισμένο τριγμό
Και χύθηκαν κάτι χειμωνιάτικα χρόνια
Κλεισμένο μαύρο παπούτσι μαύρο παλτό
Χύθηκε η ανατριχίλα
Τι κάνεις
Που πας
Δε βλέπεις ότι τίποτα δε φεύγει
Τα χέρια μου άσπρισαν
Μέρες που ζούνε σιγά και ήσυχα σε τοίχους
Σηκώθηκα και κάθησα εδώ
Τα γόνατά μου στην καρδιά
Και την ψυχή στα δόντια




Κατοικίδιος σκορπιός


Έγινε βράδυ πάλι
Ποίημα του δωματίου
Κατοικίδιος σκορπιός κατεβαίνει απ’ το ταβάνι
Και πρέπει να μείνουν λίγες ώρες μαζί
Αυτός και το βράδυ
Σ’ αυτό το τοπίο μόνο κι επιληπτικό
Απ’ τη λυπημένη σπατάλη μιας σκέψης
Μια Σαχάρα από καθρέφτες
Όπου εγώ και ο θάνατος
Συναντιόμαστε κάθε μέρα σχεδόν
Με τις ίδιες συνηθισμένες κινήσεις
Τις ίδιες νύχτες
Βλέποντας κι απόψε
Αυτό το ζαχαρί ζευγάρι
Με μια σκόρπια διάθεση
Απ’ το καπνισμένο μάτι
Λέξεων μόνον καθώς επιπλέουνε στο ποίημα
Ή με τη σίγουρη σημασία ενός σκορπιού
Να πλέει μέσα σ’ αυτό το κουβαριασμένο
Στο πάτωμα ζευγάρι κάλτσες
Για τι πράγμα   Τι τέλος
Γιατί μιλώ όχι από μένα
Δε διατείνομαι τίποτα ούτε και διαθέτω
Ελάχιστα πράγματα βλέπω
Κάθε λίγο και κάτι χαλάει
Οι σωλήνες οι φλέβες ο ύπνος οι λάμπες
Γιατί έχω ένα μάτι γεμάτο καπνούς Άδειο
Αυτό να φωτογραφίσεις
Μα δεν μπόρεσες ούτε καν να στραφείς
Προς τα ‘κει που αυτό καταστρέφεται
Γιατί δεν μπόρεσα να καταλάβω
Ούτε τον χρόνο ούτε τον τόπο
Πεταμένος σε τούτο το γήινο τοπίο του ‘77
Θυμάμαι πότε πότε διάφορα πράγματα
Απορώ με διάφορα πράγματα
Τι κάνουν τα ρούχα της πεθαμένης
Μετά που φεύγει
Τι κάνουν τις λέξεις του ποιητή
Μετά που μένει
Γιατί τέλειωσα σήμερα το προηγούμενο ποίημα
Με μιαν αμνησία γύρω από τις λέξεις
Που γράψαν τις λέξεις μου
Γιατί τέλειωσα
Αυτή ‘ναι η Σαχάρα
Με τους σκορπιούς της επάνω μου
Πάνω στην πλάτη μου
Στην πλάτη της πλάνης
Σ’ όλα τα πλάτη
Η γεωγραφία μ’ άρεζε κάποτε
Όμως τώρα τόσο χαμένες
Οι πρωτεύουσες της οδύνης μου
Σε μια δίνη




Σημείο μη δυνατής επιστροφής

Αναπνέοντας στεγνά και σκόνη
Με το κάταγμα του καιρού μες στο άκληρο αίμα
Τα φεγγάρι να βγαίνει συλλογισμένος παραλογισμός
Και ματωμένο κουρέλι απ’ το κεφάλι μου
Φτάνοντας ως το διαμέρισμα με τον χρόνο
Και σε μένα που κεντώ με μικρές ραφές μωβ μαρκαδόρου
Πάνω στο παγωμένο λίπος της πόλης
Απ’ το διαμέρισμα με την κόλαση
Και το καλοκαίρι
Που διαμελίζω τον χρόνο
Σκουντώ τα μεσάνυχτα είκοσι χρόνια πιο πριν
Στο πρόσωπο μιας γυναίκας χαμένης
Χιλιάδες χρόνια προτού γεννηθεί
Το κουτί με τη μουσική
Που σε τοποθετώ στη φρίκη του να υπάρχεις
Γύρω απ’ αυτό το σημείο καμιάς δυνατής επιστροφής
Kοιτάζοντας σε πάλι λίγο γυμνή
Με το ψύχος να εισχωρεί μες απ’ τη σβηστή σόμπα
Και ξέφτια της ρόμπας σου
Ως τις ζαρτιέρες και τα μπικουτί
Σε μια προσπάθεια ξανά επαφής
Με την έστω της ζωής
Μα τηλεφωνείς μόνο σ’ αυτό το καλλυντικό σκοτάδι
Kάποιος που σχηματίζει
Τα υπεραστικά ψηφία του Άδη
Ακούγοντας αυτήν την απέραντη ησυχία και σφαγή
Ή εκείνο το ξαφνικό γύρισμα της μουσικής
Μ’ ένα φλάουτο που ρουφούσε το αίμα σου
Και το ‘στελνε μουσικό πάλι μέσα σου
Χτες    Είκοσι χρόνια πιο πριν
Που δεν ξέρω
Ίσως να ήσουν ο εαυτός σου
Σήμερα αυτό το άδειο
Με το μυστήριο του κόσμου ολοκάθαρο να σέρνεται πάνω σου
Εξέλιξη νεκρών κυττάρων




Γράφοντας τις σελίδες της στάχτης


Αρχίζω να συνηθίζω αυτήν τη φωτογραφία που με κοιτά
Αρχίζω να συνηθίζω το μοναχό το μαύρο το πράγμα
Το νυχτωμένο που στράβωσε μέσα μου
Μια μέρα βούτηξα τον εαυτό μου μέσα στο αίμα του
Άνοιξ’ η μέρα μαύρη ομπρέλα
Κατέβαινε ως την κόλαση
Ο ανεμιστήρας έπαιζε τα μαλλιά μου
Το πικ απ το κομμένο κεφάλι μου
Έπειτα η φωνή μου ένα σκουριασμένο σύρμα
Τότε πέσανε από πάνω μου κάτι παιδικές πανάρχαιες μέρες
Ο λασπωμένος δρόμος δίχως το τέρμα
Το φάντασμα λεωφορείο
Το μουσείο ακορντεόν
Τότε είδα πως πάντοτε ήτανε νύχτα
Όπως όταν κάποτε ήτανε μέρα
Μ’ ένα κορδόνι
Κλείσαν κι οι φωτογραφίες των πάγων
Λίγο λίγο το αίμα μου μουσκεύοντας τον εγκέφαλο του τρελού
Γράφοντας τις σελίδες της στάχτης




Το χτικιό στον καθρέφτη

Το χτικιό στον καθρέφτη
Τόσο αίμα κραγιόν τόσο χλωμό
Χρόνια σαν από λίγο πηλό
Έχοντας αλλάξει σ’ ένα ον από μηδέν εμένα
Μια προσπάθεια μόνο
Από λίγη ουσία στο ποίημα και στον κόσμο
Να καρφώσω αυτήν τη στιγμή
Στον αβέβαιο χρόνο κι ένα κάτι απ’ τον εαυτό μου
Σμπρώχνοντας έναν ακόμη άνεμο στην πυρκαγιά
Απ’ το πρόσωπο της νύχτας και το πρόσωπό μου
Θα ρίξω κι άλλα χαρτιά
Κι ό,τι βρω που πιάνει φωτιά
Κι αυτό εδώ που δεν πιάνει φωτιά
Που είναι από στάχτη
Θα προσπαθήσω ακόμη μια φορά
Μεσάνυχτα άγρια μ’ αυτό το μελάνι
Αυτό το μαύρο καπέλο του νεκροθάφτη
Δίχως όμως κεφάλι
Γιατί τίποτα δεν κάηκε
Όλα συνεχίζουν από πολύ παλιά
Με μια τάξη και στάχτη
Χιλιάδες ψεύτικα κοσμήματα στον ουρανό
Όπως και στη γη φυσικά που δεν προχωρά και πολύ
Από τοπία και τίποτα και τι θα πω
Για ένα ποτήρι δίχως καθόλου ποτό
Γυάλινο σαν το άυλο που γλίστρησε
Προκλασική γαλλική έξω απ’ την κάμαρα
Προς τη θάλασσα
Και γύρισε πάλι εδώ
Δίχως διάθεση καμιάς ματαιότητας και φυγής
Από τοπία και τίποτα και τι θα πω
Αυτός ο κύριος λοιπόν ο θάνατος
Εξήμιση το πρωί
Μ’ ένα μαύρο καπέλο δίχως όμως κεφάλι
Από χιλιάδες έτη φωτός μακριά
Σέρνοντας τη φωνή μου και φεύγοντας
Πίσω από μια μάσκα που ξέφτισε
Όπως ξέφτισε η ζωή
Μ’ ένα βραχνό ραδιόφωνο
Εξήμιση το πρωί
Κι έναν σπήκερ μετέωρο στο μετεωρολογικό δελτίο του άδειου
Μιας μέρας θαυμάσιας και νεκρής
Μιας λέξης στο χαρτί τόσο ψυχρής
Σαν από κάπου αλλού ν’ ακούγεται και ο χρόνος
Σε μια παράλογη κατάσταση αυτού και εμένα
Μ’ ‘ένα μάτι χτικιό μες στα έπιπλα ξένο
Μια στάση πριν απ’ την κόλαση
Από τοπία και τίποτα σ’ ένα φεγγάρι από πολτό




Γύρος θανάτου

Τώρα που σου γράφω το νερό τελειώνει, το φως τελειώνει
Στον Αναστάση Βιστωνίτη που το έγραψε


Τι είχες πριν έρθεις εδώ
Βλέποντας κάθε μέρα
Τον ίδιο γέρο να σκουπίζει τα χρόνια του
Και να τα πετάει απ’ το μπαλκόνι
Ώρες που η μέρα προσπαθεί να γίνει μέρα
Σ’ αυτό το πρωί που μαζεύεται γκρίζο γκρίζο
Γύρω απ’ το σκοτωμένο σώμα του Μάρτη
Έπειτα έρχεται η θάλασσα
Μάτια μαζούτ
Το λεξικό δίχως λέξεις πια
Δεν μπορείς να μεταφράσεις το εαυτό σου
Ούτε σ’ αυτό το τίποτα σταχτοδοχείο
Που είχες
Πιο γεμάτο απ’ τις στάχτες του χτες
Κι άλλα πράγματα που αρχίζουν να σε κοιτάζουν
Απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
Ουρανός
Πιο κόκκινος απ’ ό,τι τον ονειρεύτηκε ο Σταέλ
Απόκρημνος
Γρατσουνισμένος από γκρεμισμένα νύχια
Και κάτι σα λέξη που δίστασε
Γλίστρησε απ’ το ποίημα και χάθηκε
Όπως εσύ
Που «αν πηδήξεις απ’ το φλεγόμενο κεφάλι σου θα σκοτωθείς»
Γράφεις τώρα μ’ ένα πρόσωπο πεπρωμένο
Τυλιγμένο σ’ ένα μαύρο πανί
Και μιλάς για το μαύρο ποντάροντας μαύρο
Πάνω σ’ ένα σώμα χαρτί
Είδωλο απ’ το βραχυκύκλωμα της ψυχής
Στο άσπρο μιας οροφής
Όπου στροβιλίζεται ο εαυτός σου
Στεφανωμένος με φως
Σε μια αποστροφή της γραφής προς το τίποτα
Επιστρέφοντας κι επιστρέφοντας
Γυρνώντας τους θεατές μέσα σ’ ένα γύρο θανάτου


Νύχτα νοσοκομείου

Κάποτε λοιπόν υπήρχε ο κόσμος
Και ο φόβος δεν φυσούσε σαν άνεμος
σ’ έναν έρημο χρόνο χωρίς αντικείμενα
για να υποστούν τη φθορά
και χωρίς πρόσωπα τα ρολόγια-
Στη Νανά Ησαΐα που το έγραψε





Έπειτα η προβολή του εαυτού σου διακομμένη απότομα
Όπως τίποτα ήρθε
Σ’ αδειάζει στο σύμπαν
Όμως ίσως να συνεχίζεται μπροστά σ’ έν’ άλλο κοινό
Σ’ έν’ άλλο παραλλαγμένο κενό
Κάτω από μιαν άλλη ομπρέλα για τη θάλασσα
Και το σκισμένο au revoir του έρωτα
Ανάμεσα στις μισάνοιχτες γρίλιες της τρέλας
Ίσως αυτό που έψαχνε εκείνος
Μεσάνυχτα
Μ’ ένα φακό μες στα χόρτα να ‘σουν εσύ
Που δεν πήγες προς τα εκεί
Να σε βρει
Δεν εμφανίστηκες ποτέ στο φιλμ
Συσκεύασες μόνο το μηδέν σ’ ένα πεδίο βολής
Αυτών που θα γίνουν νεκροί
Πυροβολώντας με συχνά διάκενα σιωπής
Σε μια συνέχεια ήσυχη και μεταφυσική
Νύχτα που πέθαναν όλοι στο νοσοκομείο της ποίησης
Και μόνος ο άνθρωπος κόλαση απέναντι σε τόσα μάτια κλειστά
Ή σ’ εκείνα του Μοντιλιάνι
Γεμάτα χίμαιρα και νοσταλγία θαλασσινή




Μαριάνθη

Ασυναίσθητα
Σ’ ένα ποίημα όπου τίποτα δεν μπορεί να κάνει κανείς
Φαντάζεσαι μόνο
Ή κάθεσαι στο κρεβάτι της πεθαμένης
Προσπαθείς να μαζέψεις το αίμα σου
Στο ένα φτερό του αγγέλου σου
Μόλις και λίγο
Το χέρι μου πέφτει στο πάτωμα
Παίρνει απ’ την ανάμνηση το σκουριασμένο ψαλίδι της πεθαμένης
Βυθίζεται ήσυχα στα μυαλά μου
Όπως αύριο και η θάλασσα σαύρα
Σ’ ένα ημερολόγιο δίχως ώρες και μνήμες




Ζέστη κλειστά παράθυρα

Ζέστη κλειστά παράθυρα
Μια ετοιμόρροπη βροχή
Μάζεψαν οι μέρες   Καλά που πήρα τσιγάρα
Ένας καπνός απ’ άλλες μέρες στα χέρια μου
Από ‘κείνο το φως που έσβησε πρόπερσι με κάνεις να κρυώνω
Η νύχτα ένας απόκρημνος φόβος
Ώσπου το σπίτι θηλειά δέθηκε στο λαιμό μου
Το δωμάτιο κλείστηκε μες στο περιεχόμενο του
Έτρεχε κάτι το κόκκινο και πολύ πηχτό
Απ’ τη σεξουαλική τραγωδία των ονείρων
Όμως το σώμα με τις πεσμένες σάρκες του ησύχασε τώρα
Σ’ αυτό το άηχο και πολύ παρελθόν
Αύριο κι αύριο κι αύριο
Να ‘χετε μαζί την ταυτότητά σας
Ένα βλέμμα σκουπίδια   Ποντίκια του ‘50
Και μια κρύα καρδιά
Μπάζει από παντού σ’ αυτό το σαράβαλο ποίημα




Αύριο θα χιονίσει

Αύριο θα χιονίσει
Είχε τόσα χρόνια
Το χιόνι τα μάτια να βρεθούν κάποτε
Ακούω το χάλκινο χιόνι
Χιονίζει πολύ απ’ τις κλειστές χαραμάδες του γέλιου σου
Έναν κόσμο αποφλοιωμένον από κάθε μυαλό
Παρανοϊκή επέρχεται η μνήμη δίχως κανένα ζωικό παρελθόν
Από πράγματα που απουσίασαν στη σιωπή
Σκέφτομαι τη ζωή προτού σχηματιστεί σε ζωή
Από ξανά απουσία ζωής αποσυρμένης απ’ τη ζωή
Μιας νύχτας πολύ απόντων πραγμάτων
Ή μιας αινιγματικής βροχής απ’ το κενό
Ένα τόσο σαθρό
Όμως ο χρόνος βαθύς και απών
Ζαλισμένος σε γαλάζια σύννεφα
Από καπνό
Δε θυμάται ποτέ ξανασυνέβη πάλι αυτό
Αυτό το πούσι από καπνό και σαν τάφος
Χωρίς κανένα ύφος γκρι στους κροτάφους
Σ’ ένα παράθυρο που κάθομαι χωρίς να μιλώ
Γιατί έζησα χρόνια μέσα σε γκρι παράθυρα και στο μαύρο
Γιατί έζησα χρόνια καπνίζοντας μες στο μαύρο
Με την κάθε μου σκέψη διαλυμένη προτού σχηματιστεί σε σκέψη
Από κανέναν κοντά κι ένα στόμα γεμάτο σκουριά
Ώρα της νύχτας κακιά
Μόνο τα έρημα μάτια   Αυτά έχω στα χέρια μου
Μα ήδη αυτό που συνέβη είναι πάρα πολύ
Δεν έχει καμιά σχέση με τη ζωή
Δε θυμάται τίποτα απ’ αυτή
Ίσως να μη συνέβη ποτέ
Ούτε στη μνήμη
Ταραγμένος αναπνέει ο χρόνος
Και τώρα δε συνηθίζω ούτε να σε ξεσκονίζω ζωή
Γυρνώ πότε πότε το μάτι μου μέσα σου
Ό,τι με κουράζει τώρα είναι από πολύ παλιά
Μια αμνησία πολύ απόντων πραγμάτων
Ο χρόνος σε μικρά θραύσματα από πύον και παρελθόν
Με μερικά απαίσια θαύματα
Επανερχόμενος και άσπρος
Ο χώρος σαν χρόνος
Και άσπρος που
Ακούω το χιόνι
Τη ζωή προτού συμβεί
Και σχηματιστεί σε ζωή


Απαγορευμένη ζώνη

Απαγορευμένη ζώνη
Το απορροφημένο στο χαρτί
Βιτριόλι της ποίησης
Με τον ίλιγγο μια ρωγμή στο μυαλό
Τότε απογειώνεσαι απ’ τον εαυτό σου
Κοιτάς ή χαζεύεις
Τον πλυμένο εγκέφαλο ημερών
Από έρεβος συν εσύ
Και το θαλασσί απόγευμα στο τραπέζι
Που ετοιμάζονται να το φάνε κι αυτό
Καθώς όλα γίνανε ζήτημα τάφου
Έγχρωμο ρημάδι ο κόσμος
Μα δεν αλλάζω φρίκη
Δεν αλλάζω Καρούζο
Πάλλοντας με τον ίδιο κόκκινο σφυγμό
Που αν τον ακουμπήσετε
Θα  ‘ναι μόνο μια νάρκη




Παίζοντας με μια φράση που αργεί να τελειώσει


Παίζοντας με μια φράση που αργεί να τελειώσει
Διάθεση
Όμως χωρίς αντανάκλαση
Βράζοντας μόνο με το βρώμικο χρόνο του σώματος
Με τη σκόνη όλο και πιο βαθιά μες στα νύχια
Το πρόσωπο ξεφλουδισμένο στις άκρες
Όχι όπως απ’ την τρύπα αυτού του καλοκαιριού
Ο Βιβάλντι που κοιτά και τραγουδά το χειμώνα
Αλλά μ’ αυτό το σκοτεινό φραστικό μάθημα μες στην τάξη
Το σκισμένο χάρτη
Τον καθηγητή της αράχνης
Το κρέας μακριά απ’ τα κόκαλα και τα δόντια
Το δωμάτιο να γέρνει στο άπειρο
Το μάτι ολοένα να τρίβεται πάνω στο μαύρο


Το πουλημένο παιχνίδι της ποίησης
δεν έχει τελειώσει ακόμη

Σήμερα μου μίλησες για το πρόσωπό μου
Απλά ότι πάχυνε
Δεν το κατάλαβα ούτε κι εγώ
Γιατί δε θα βλέπω σε λίγο
Άσκημο νάρκωμα κι ένα βασανιστικό ταξίδι
Μ’ έσμπρωξαν πάλι εδώ
Έτσι τότε που πήρανε τον καθρέφτη
Κι έμεινε το πρόσωπό μου
Πίσω μέσα στον τοίχο
Τα χέρια μου κατεβαίνοντας
Γράφοντας ποιήματα
Ανοίγοντας την πόρτα και τον καφέ
Το κορίτσι τον Μρούκνερ
Το πέμπτο του πάτωμα
Κι η ζωή μας παίχτηκε κομμένη ταινία στο σινεμά
Κάηκε η ασφάλεια του εαυτού μου
Ανίσχυρη την τόση μου τάση να σηκώσει
Με χάρτινη κούκλα θα σπάσει τους σπάγγους της
Αμφιβάλλω αν περπατήσει
Αμφιβάλλω αν θα μπορέσει να συρθεί
Ως τα ψίχουλα
Μην περπατάς   Το πάτωμα τρίζει    Η γη τρίζει
Είν’ επικίνδυνα εδώ στο πέμπτο το πάτωμα αν θα πέσεις
Είν’ επικίνδυνα σ’ αυτό το ερημονήσι του ύψους
Ο ουρανός τρίζει   Το τηλέφωνο κουλουριάζεται   Μια μαύρη γάτα
Κοιμάται ήσυχα   Δεν ξυπνάει ποτέ του
Παρά μόνον όταν θέλω ν’ ακούω την ώρα και τον καιρό
Τα έργα της εβδομάδας τ’ άλογα τα λαχεία και το ΠΡΟ- ΠΟ
Κάποιοι φέρνουν κάτι μέσα
Δεν καταλαβαίνω καλά
Δυναμίτη ή βόμβες
Θα υπονομεύσουν την πολυκατοικία
Τον πλανήτη την πόλη
Το τηλέφωνο κουλουριάζεται πάλι
Το σκεπάζω με μια κουβέρτα
Σκεπάζω τα βιβλία τα τζάμια τα μάτια μου
Βυθίζω τα δάχτυλα στο πρόσωπό μου
Κι ανακαλύπτω τη λάσπη
Το πουλημένο παιχνίδι της ποίησης
Δεν έχει τελειώσει ακόμη
...................................................................................................................................................................

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: Μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες. Μην την εξευτελίζεις πηγαίνοντας την, γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία, ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική. ......Κ. Καβάφης
 

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Αλέξης Τραϊανός


Αλέξης Τραϊανός
[Αλέξανδρος Ζαβατάρης] (1944-1980)

Ο Αλέξης Τραϊανός (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Ζαβατάρη) γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1944 στη Θεσσαλονίκη.
To 1963 εισάγεται στο Οικονομικό της Νομικής του ΑΠΘ. Έχει ήδη ξεκινήσει να ασχολείται με την ποίηση, όταν το 1967, μεταφράζει νέγρικη ποίηση. Λίγο αργότερα, πραγματοποίησε την πρώτη του αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας.

Υπήρξε ο πρώτος που μετέφρασε beat ποίηση στα ελληνικά, καθώς και μέρος από το έργο του Τσέζαρε Παβέζε και του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Η ποίηση του λείπει από τις περισσότερες ανθολογίες σύγχρονων Ελλήνων ποιητών, όπως και από τα βιβλία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και της Ακαδημίας.
Η γραφή του είναι ελλειπτική και συνάμα καταγγελτική. Η φόρμα παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς τα όρια καραδοκούν στον εσωτερικό και στον εξωτερικό κόσμο του ποιητή. Η γλώσσα είναι ανανεωτική και άμεση. Ο Βασίλης Στεριάδης έγραψε στην Καθημερινή το 1978:
Η φιλοσοφική-υπαρξιακή θέση του Α. Τ. είναι ακραία. Η ατμόσφαιρα των ποιημάτων του είναι σε οριακό σημείο φορτισμένη από τον κίνδυνο της ακροβασίας του μυαλού και σαν τοξινωμένη, σε μια λειτουργία όπου κάθε στιγμή το παιχνίδι με τα νεύρα μπορεί να χαθεί...

Αυτοκτόνησε στις 7 Μαΐου του 1980 στο Καπανδρίτι Αττικής

Στις 7 Μαΐου, στο Καπανδρίτι. Aπό ασφυξία που προκάλεσε διοχετεύοντας στο εσωτερικό του αυτοκινήτου του τα καυσαέρια από την εξάτμιση.

Image and video hosting by TinyPic

Το γκάζι μιλά καλύτερα απ' την σιωπή ή τους ανθρώπους.
Μυρίζει όταν κανένας δεν έρχεται να μυρίσεις.
Τ' ανοίγεις εσύ ή οι άλλοι για σένα ή για τους άλλους
Ένα ουδέτερο ρύγχος ίσως απ' το ταβάνι.


"Μια βραδιά με τη Σύλβια Πλαθ"





…………………………………….

ο Αλέξης Τραϊανός προς τη Νανά Ησαΐα



...[Ο] κόσμος ήταν και είναι κάτι άλλο από εμάς. Η ύπαρξή μας, και ό,τι είναι έξω από την ύπαρξή μας, είναι δύο στοιχεία που τελούν αναμεταξύ τους σε ένταση, παρόλο που όταν λέμε πως υπάρχουμε εννοούμε πως υπάρχουμε μέσα στα πράγματα του κόσμου. Εδώ στεριώνεται αυτός ο διχασμός υποκειμένου και αντικειμένου μαζί μ' όλη του την ένταση, που δεν έπαψε να υπάρχει, κι όλον τον μηδενισμό που προέρχεται απ' το σφάλμα του πεπερασμένου. Εδώ όμως βρίσκεται η δυσκολία και το αδιέξοδο ύστερα απ' την έλευση και συνειδητοποίηση του μηδενός. Πώς να μιλήσεις για το μηδέν, το κενό, το τίποτα;
... ... ...
Από το βιβλίο του Πέτρου Χαρτοκόλλη Ιδανικοί αυτόχειρες

                                                  Νανά Ησαΐα: Η ωραιότητα, του τίποτα            

…………………………………….



Φύλακας ερειπίων

Μέρες σέρνοντας πίσω τους
Άδεια περίεργα αντικείμενα

Ώστε να ζεις πάλι με πράγματα
Απ' όπου κάποτε αναχώρησες για πάντα

Βρώμικα παγωμένα νερά
Σκόνη νεκρών αετών βαθιά
Σε τεράστια κοιμισμένα κτίρια
Το απαγχονισμένο τοπίο κι η φρίκη του
Με τους τέσσερις τοίχους του ορίζοντα
Να κλείνει το πρωινό
Γκρίζα κηλίδα μέσα στο μάτι σου

Ν' ανοίγει το καφενείο πληγή
Για να μοιράσεις ξανά τα χαρτιά σου
Στο τίποτα
Αδόλφε παλιέ αδελφέ του Θανάτου
Σε μαγαζί στη στοά
Στο πάτωμα πριονίδια
Και μια μαύρη γριά
Μ' έναν αργό μπόγο μοναξιάς
Σε μια δίχως τέλος κι αρχή
Τρίτης Κατηγορίας ιστορία
Όπου εσύ πεθαμένος θαμώνας
Ξύνεις τα μολύβια σου
Ξύνεις τα χρόνια σου
Ξύνεις τον εγκέφαλο
Όλων αυτών των τρελών
Να δεις αν μπορούν να ξεχωρίζουν
Μερικά βασικά χρώματα

Ίσως να γράψεις το αριστούργημά σου
Σ' ένα κοσμικό ψυχιατρείο
Να κοιτάς συνέχεια το χειμώνα

Βέβαια καθόλου παράξενο
Αφού σε τόσες περιπτώσεις
Μ' αυτό τ' αφηνιασμένο
Απ' την αιμορραγία αίμα σου
Κατορθώνεις την πτώση
Έτσι
Που με τα μάτια σου της νυχτερίδας
Ακουμπάς το σκοτάδι
Και με τα δάχτυλά σου της νυχτερίδας
Περπατάς πετάς
Μέσα στις φέτες του καλοριφέρ
Που τόσα καλοκαίρια έχεις φωλιάσει

Νιώθεις έτσι τον κρότο της νύχτας
Ήσυχη μες στα έπιπλα πλήξη
Εσύ που θα φύγεις
Με τα πρώτα σκουπίδια
Τ' αποτσίγαρα τ' άδεια μπουκάλια
Τα ξεραμένα λουλούδια
Φύλακας ερειπίων
Βαλμένος κι εσύ σε μια νάιλον σακούλα
Με μια υποψία πως κλέφτες θα έρθουν
Γι' αυτά τα λείψανα έστω
Κι αυτό το μακρύ
Κίτρινο χαλασμένο
Δόντι του ήλιου

Από τη συλλογή Το σύνδρομο του Ελπήνορα (1984) του Αλέξη Τραϊανού
…………………………………….

Aλέξης Τραϊανός: Κλείνουν οι δρόμοι ένας-ένας

Υιοθετήσαμε τις απεγνωσμένες
Χειρονομίες των πουλιών
Το ζεστό γλίστρημα των ψαριών

Κι όλ' αυτά για να μην πεθάνουμε
Τώρα που ο θάνατος
Έγινε μια υπόθεση τόσο εύκολη
Και λογική τόσο...

Ο χώρος όπου και να κοιτάξεις σου επιστρέφει τον πόνο του
Ζω κλεισμένος σ' ένα φιλί
Κανείς δεν είναι μέσα στο ρίγος της νύχτας
Τα κοιμισμένα όνειρα στις παλάμες μου
Γνώρισαν το σφυγμό ενός ήλιου που μάτωνε
Άλικες πέτρες και σύννεφα
Κι οι βουνοσειρές άλικες
Πώς να 'ναι ωραίες δίχως εσένα
Δίχως τα μάτια σου να 'ναι επάνω τους

Είναι μια μακρινή γιορτή χειλιών
Που τα έβαψε όλα

Άλικα βήματα κι η ζωή ξεγυμνώνοντας τη ζωή σου
Που άρχιζε και τέλειωνε
Μέσα στο κάθε πράγμα
Μέσα στο κάθε σήμερα
Μέσα στο κάθε που έζησα

Έτσι έζησα έτσι ζω έτσι θα ζήσω
Χνούδι από άνεμο
Ίσκιωμα φύλλου
Δάκρυ νερού
Άνθρωπος τελειώνοντας μέσα σου
Χνούδι ίσκιωμα δάκρυ


Πιλάτοι

Δεν είμαι παρά απ' αυτό μόνο που έρχομαι
Κάθε μέρα υπάρχοντας σε κάτι το άλλο

Αυτό που δε θα γίνω ποτέ

Απ' αυτό είναι που είμαι φτιαγμένος
Απ' αυτό κι έναν τρόμο

Κι είναι
Σα να 'χεις ταχυδρομηθεί στο διάστημα
Ένα φτωχό ανόητο μήνυμα

Σκουριασμένος ύπνος
Με τον προβολέα των θέλω
Που διαλύει τα μέταλλα
Γαντζώνει την αγωνία στο μυαλό

Μια πληγή δίπλα σου να την αγγίζεις
Ανάμεσα στα χόρτα και τα τροχοφόρα
Στο αλκοολικό δωμάτιο
Και τα φτηνά βγαλμένα εσώρουχα
Και να παίρνεσαι
Από μαγικά χαμένα ονόματα
Μες σ' έναν ουρανό γεμάτο τζιν
Με τους αγγέλους του
Να μασουλάν αστέρια

Σύμπαν της κίτρινης σκονισμένης λάμπας
Τώρα που μου χορεύουν
Τώρα που μου φεύγουν
Ο κύριος Ίβνινγκ
Η Εσμεράλδα ο Κουασιμόδος

Τώρα π' ανοίγουν
Οι τελευταίες καταπακτές
Βγάζοντας νάνους
Κι ηλίθιους κι ουδέτερους

Καθένας τους κι ένας Πιλάτος

Όλοι τους μαχαίρια
Σαπούνια κι αποσμητικά
Ενώ εγώ περπατώ και θυμάμαι
Παρακολουθώ πάντα
Απ' το απέναντι πεζοδρόμιο
Τον εαυτό μου
Δεν κοιμάμαι


Παραδοχή εποχής

Εκείνο το καλοκαίρι
Δαγκάνοντας με τους φλοίσβους του
Τα χείλια της άμμου
Ήρθε
Συναυλία κοχυλιών
Χορός οστράκων
Στην πίστα της παλάμης σου
Ατέρμονη προσδοκία
Του μετώπου μου

Εκείνο το καλοκαίρι
Σταματημένη ηλικία
Ετοίμασε τη βαριά του σφραγίδα


Παρουσία

Υπήρξα ίσως στο παρελθόν ίσως πάλι να μην υπήρξα
Να 'μαι το δημιούργημα μιας ιστορίας φανταστικής
Αφού τίποτα δεν ορίζω δεν ξέρω
Μόνον ορίζομαι περιορίζομαι απ' ομορφιά και θάνατο
Πέφτοντας απ' ομορφιά σ' άλλη ομορφιά
Από θάνατο σε θάνατο
Σηκώνοντας στα χέρια μου το κρανίο του κόσμου
Κύματα της πέτρας χρυσά κάτω απ' το χειμωνιάτικο ήλιο
Στο στόμα του χρόνου ως την άκρη της ματιάς
Και το ξεψύχισμα μιας εποχής αργό τεφρό
Στο πρόσωπό μου


Μιλούσε όλο για μια γυναίκα...

Μιλούσε όλο για μια γυναίκα
Χαμένη μέσα σ' απέραντες πανεπιστημιακές αίθουσες
Με παγωμένους υαλοπίνακες
Για ένα όνομα που δεν ξανάκουσε πια
"Άλλωστε φίλε μου τι σημασία
Να 'χει ένα τόσο κοινό όνομα
Τι σημασία"

Μετά την πτώση και πριν την άλλη πτώση
Μετά τον ένα θάνατο και πριν τον άλλο
Όταν οι μέρες λυγίζουν μία μία
Χωνεύονται γίνονται μνήμη
Και ίσκιοι μες στη μνήμη
Ανοίγουν κύκλο γύρω τα παράθυρα
Τραβιούνται άξαφνα στις άκρες οι κουρτίνες
"Προσπάθησε να δεις
Προσπάθησε επί τέλους
Κοίταξε όρισε προσδιόρισε"

"Ζωή μας αυτό που ποτέ μας δε ζήσαμε
Αυτό το κενό - η ζωή μας"


Ένιωθα το χρόνο να φεύγει
Πάνω απ' τα πράγματα
Ξαφνικά έτσι
Όπως στεγνώνει κάτι το υγρό
Ξαφνικά έτσι ο χρόνος έφευγε
Τα πράγματα μέναν γυμνά πανάρχαια
Στεγνά όρθια και αμίλητα

(Τα κοίταζα τα ένιωθα
Πάντοτε έτσι)



                        Η ΜΙΚΡΗ ΒΟΛΤΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ (ΑΛΕΞΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΣ)

Σ' ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΑΜΟΝΤΑΡΙΣΤΗ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ ΧΩΡΙΣ ΗΧΟ ΤΑΙΝΙΟΥΛΑ ΤΩΝ 8mm ΤΟΥ 1' ΚΑΙ 47'',ΠΟΥ ΓΥΡΙΣΤΗΚΕ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΤΟΥ 1968, Ο ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΥ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ ΣΤΑ 36 ΤΟΥ ΤΟ 1980, ΑΛΕΞΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΣ, ΥΠΟΔΥΕΤΑΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΜΙΚΡΗ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΗ ΤΟΥ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΤΟΥ, ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΝΑΛΗΨΗΣ-ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
…………………………………….

ΥΔΡΙΑ

Δεν έχω ήλιο να σε κρατήσω

Δεν έχω ήλιο να σε κρατήσω
Φόρεμα να σε ντύσω

Μένει μόνο ο ύπνος μου να σε δέχεται
Στίς μυστικές του κρύπτες
Στίς ανεκπλήρωτες διαθέσεις του
Να σε μαζεύει λίγο λίγο
Σταγόνα σταγόνα μέσα στίς φούχτες μου
Τόσο θρυμματισμένα τόσο επώδυνα
Σαν ένα καθρέφτη ραγίζοντας στο πρόσωπό μου

Έτσι ράγισες έτσι νυχτώνεις
Σβήνοντας ένα ένα όλα τα φώτα
Να γίνει η μεγάλη σιωπή
Να γίνει η μεγάλη στέρηση
Τίμημα της πολλής αγάπης
Τίμημα της πολλής στοργής

Ο Φρέντυ Γερμανός διαβάζει το ποίημα «Πρέβεζα» (1928) του Κώστα Καρυωτάκη.

Όνειρο του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη

2.


Να φανείς έτσι έπρεπε μες στου φωτός την αγκαθένια δάφνη
Σιωπηλός στου εαυτού σου το νεκρόδειπνο
Πετώντας απ' τ' άρρωστο κορμί
Σαν πατημένο ρόδο την καρδιά σου χάμου
Κι αφού την ξόδεψες την πιο τελευταία σου πλάνη
Το στρεβλωμένο αίμα σου στα μάτια μου ένιωσα
Να με τραβά και να με παίρνει
Πάμε μ' είπες πάμε μες στη νεκρή
Την έρημη σταματημένη επαρχία να βαδίσουμε

Από τη συλλογή Η κλεψύδρα με τις στάχτες (1975)
Όνειρο του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη              
 4.


Εδώ σταμάτησες μέσα σ' αυτά τα ίδια σπίτια που ναυάγησες
Εδώ σε κοίταξα δέντρο γυμνό δίχως το πρόσχημά σου
Στ' αριστερό σου μάγουλο δυο ξυραφιές μένανε ξεραμένες
Για να μην ξέρω πια αν απ' το θάνατο έρχεσαι ή τη ζωή
Για να μην ξέρω πια αν διαιωνίζεται ακόμα η ταραχή σου
Αν άψογος και μες στο θάνατό σου παραμένεις

Εδώ σε κοίταξα με το καρφί και με τις λέξεις
Εδώ με άφησες σηκώνοντας τα τσακισμένα σου φτερά
Μες στο λιωμένο φως μιας πενιχρής μπαλάντας
Ξανά για να 'μπεις

Από τη συλλογή Η κλεψύδρα με τις στάχτες (1975)
Αλέξης Τραϊανός, Χάι-Κάι
για μιαν απογραφή αγρύπνιας


[Από την ενότητα Υδρία]

Βαριά αυλαία
Σε νύχτας παραθύρι
Πέφτ' η κουρτίνα

Χορός ονείρων
Στ' ανοιγμένο βλέφαρο
Κι ο φόρος δάκρυ

Πρωινή σιγή
Πριν τ' αλέκτορα τις τρεις
Λαλιές βυθίσου

Από τη συλλογή Μικρές μέρες (1973)
Αλέξης Τραϊανός, Παρουσία

[Από τα Αδημοσίευτα ποιήματα της περιόδου 1968-1972]

Υπήρξα ίσως στο παρελθόν ίσως πάλι να μην υπήρξα
Να 'μαι το δημιούργημα μιας ιστορίας φανταστικής
Αφού τίποτα δεν ορίζω δεν ξέρω
Μόνον ορίζομαι περιορίζομαι απ' ομορφιά και θάνατο
Πέφτοντας απ' ομορφιά σ' άλλη ομορφιά
Από θάνατο σε θάνατο
Σηκώνοντας στα χέρια μου το κρανίο του κόσμου
Κύματα της πέτρας χρυσά κάτω απ' το χειμωνιάτικο ήλιο
Στο στόμα του χρόνου ως την άκρη της ματιάς
Και το ξεψύχισμα μιας εποχής αργό τεφρό
Στο πρόσωπό μου

[27 του Νοέμβρη 1969]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Φύλακας ερειπίων - τα ποιήματα (1991)

Αλέξης Τραϊανός, Άτιτλο (Ένιωθα το χρόνο να φεύγει...)

[Από τα Αδημοσίευτα ποιήματα της περιόδου 1968-1972]

Ένιωθα το χρόνο να φεύγει
Πάνω απ' τα πράγματα
Ξαφνικά έτσι
Όπως στεγνώνει κάτι το υγρό
Ξαφνικά έτσι ο χρόνος έφευγε
Τα πράγματα μέναν γυμνά πανάρχαια
Στεγνά όρθια και αμίλητα

(Τα κοίταζα τα ένιωθα
Πάντοτε έτσι)
                     
[Οκτώβριος 1970]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Φύλακας ερειπίων - τα ποιήματα (1991)

Αλέξης Τραϊανός, Γράφοντας τις σελίδες της στάχτης

[Από την ενότητα Cancerpoems]

Αρχίζω να συνηθίζω αυτήν τη φωτογραφία που με κοιτά
Αρχίζω να συνηθίζω το μονάχο το μαύρο το πράγμα
Το νυχτωμένο που στράβωσε μέσα μου

Μια μέρα βούτηξα τον εαυτό μου μέσα στο αίμα του
Άνοιξ' η μέρα μαύρη ομπρέλα
Κατέβαινε ως την κόλαση

                 Ο ανεμιστήρας έπαιξε τα μαλλιά μου
                 Το πικ απ το κομμένο κεφάλι μου

                 Έπειτα η φωνή μου ένα σκουριασμένο σύρμα

Τότε πέσανε από πάνω μου κάτι παιδικές πανάρχαιες μέρες

                 Ο λασπωμένος δρόμος δίχως το τέρμα
                 Το φάντασμα λεωφορείο
                 Το μουσείο ακορντεόν

Τότε είδα πως πάντοτε ήτανε νύχτα
Όπως όταν κάποτε ήτανε μέρα
Μ' ένα κορδόνι
Κλείσαν κι οι φωτογραφίες των πάγων
Λίγο λίγο το αίμα μου μουσκεύοντας τον εγκέφαλο του τρελού
                 Γράφοντας τις σελίδες της στάχτης

Από τη συλλογή Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα / Cancerpoems (1977)
Αλέξης Τραϊανός, [Υιοθετήσαμε...]

[Από τα Αδημοσίευτα ποιήματα της περιόδου 1968-1972]

Στον Ηλία

Υιοθετήσαμε τις απεγνωσμένες
Χειρονομίες των πουλιών
Το ζεστό γλίστρημα των ψαριών

Κι όλ' αυτά για να μην πεθάνουμε
Τώρα που ο θάνατος
Έγινε μια υπόθεση τόσο εύκολη
Και λογική τόσο

Σάββατο 4.5.68

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Φύλακας ερειπίων - τα ποιήματα (1991)
Αλέξης Τραϊανός, Πορτρέτο μιας εαρινής μέρας

[Από τα Αδημοσίευτα ποιήματα της περιόδου 1968-1972]

Ξεκούραστα όνειρα κάτω απ' τ' άστρα

Ο τράχηλός μου στη βορά των ανέμων

Την αυγή όλα σκληραίνουν κι εξατμίζονται
Τοπία μοναξιάς πιασμένα μες στο φως
Δίχως διέξοδο

[Αχρονολόγητο]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Φύλακας ερειπίων - τα ποιήματα (1991)

Αλέξης Τραϊανός, Κατοικίδιος σκορπιός

[Από την ενότητα Cancerpoems]

Έγινε βράδυ πάλι

Ποίημα του δωματίου
Κατοικίδιος σκορπιός κατεβαίνει απ' το ταβάνι
Και πρέπει να μείνουν λίγες ώρες μαζί
Σ' αυτό το τοπίο μόνο κι επιληπτικό
Απ' τη λυπημένη σπατάλη μιας σκέψης

                Μια Σαχάρα από καθρέφτες
                Όπου εγώ και ο θάνατος
                Συναντιόμαστε κάθε μέρα σχεδόν
                Με τις ίδιες συνηθισμένες κινήσεις
                Τις ίδιες νύχτες
                Βλέποντας κι απόψε
                Αυτό το ζαχαρί ζευγάρι
                Με μια σκόρπια διάθεση
                Απ' το καπνισμένο μάτι
                Λέξεων μόνον καθώς επιπλέουνε στο ποίημα
                Ή με τη σίγουρη σημασία ενός σκορπιού
                Να πλέει σ' αυτό το κουβαριασμένο
                Στο πάτωμα ζευγάρι κάλτσες

Για τι πράγμα    Τι τέλος
Γιατί μιλώ όχι από μένα
Δε διατείνομαι τίποτα ούτε και διαθέτω
Ελάχιστα πράγματα βλέπω

Κάθε λίγο και κάτι χαλάει
Οι σωλήνες οι φλέβες ο ύπνος οι λάμπες

                Γιατί έχω ένα μάτι γεμάτο καπνούς    Άδειο

                Αυτό να φωτογραφίσεις
                Μα δεν μπόρεσες ούτε καν να στραφείς
                Προς τα 'κει που αυτό καταστρέφεται

Γιατί δεν μπόρεσα να καταλάβω
Ούτε τον χρόνο ούτε τον τόπο
Πεταμένος σε τούτο το γήινο τοπίο του '77
Θυμάμαι πότε πότε διάφορα πράγματα
Απορώ με διάφορα πράγματα

                Τι κάνουν τα ρούχα της πεθαμένης
                Μετά που φεύγει
                Τι κάνουν τις λέξεις του ποιητή
                Μετά που μένει

Γιατί τελείωσα σήμερα το προηγούμενο ποίημα
Με μιαν αμνησία γύρω από τις λέξεις
Πού γράψαν τις λέξεις μου

Γιατί τέλειωσα

Αυτή 'ναι η Σαχάρα
Με τους σκορπιούς της επάνω μου
Πάνω στην πλάτη μου
Στην πλάτη της πλάνης
Σ' όλα τα πλάτη

                Η γεωγραφία μ' άρεζε κάποτε
                Όμως τώρα τόσο χαμένες
                Οι πρωτεύουσες της οδύνης μου
                Σε μια δίνη.

Από τη συλλογή Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα / Cancerpoems (1977)

Αλέξης Τραϊανός, Δεν έμεινε κανείς

[Από την ενότητα Θανάτοψις]

Θα τη θυμάμαι αυτή την πολιτεία
Με τα τελειωμένα πρόσωπα στη σειρά
Εκεί που και το δικό σου πρόσωπο τέλειωνε
Ανάμεσα σε παραλλαγές σπιτιών σύνολα λουλουδιών
Καθώς χτυπούσε δυο κίτρινα φτερά το καλοκαίρι
πάνω απ' τη βρεμένη εξουσία άλλων χρωμάτων
Το φθινόπωρο ύστερα από κάθε καλοκαίρι
Νεκρά έντομα και συλημένες ήσυχες ακρογιαλιές
Σκύβοντας κι ακούγοντας μόνον την καρδιά τους
Δίχως κανέναν
Δεν έμεινε κανείς μέσα στην πέτρινη καρδιά
Αυτής της αδέσποτης πολιτείας που τόσο περπάτησα
Τις αναμνήσεις της τα άσπρα άδεια της σπίτια
Με τις παλιές κάμαρες γυρισμένες κατά το νοτιά
Μέσα στον πυρετό που ολοένα ανεβαίνει
Γυμνώνοντας τα πουλιά
Στην πιο έντονη μουσική των χρωμάτων
Χέρια άδεια σα λυμένα μαλλιά
Δικά σου
Ορθωμένα σαν προαιώνια θλίψη μες στο άφεγγο ψύχος
Που περιμένουν το τίποτα
Την αυγή ή τη νύχτα τόσα χρόνια

Από τη συλλογή Μικρές μέρες (1973)
Αλέξης Τραϊανός, Μετέωρο σπίτι

[Από την ενότητα Θανάτοψις]

Μένω πάντα στο ίδιο σπίτι εδώ και χρόνια
Εδώ και χρόνια ανεβαίνοντας την παλιά στριφτή σκάλα
Αφήνω τις μέρες μου πίσω μου πίσω απ' τα βήματα
Στην παλιά στριφτή σκάλα που ανεβαίνει μαζί μου
Στο σπίτι στο ίδιο σπίτι με τ' αρρωστημένα χρώματα
Μ' όσους ξεχάστηκαν σε μια καρέκλα και δεν φύγανε
Γιατί 'ταν πολύ αργά για να φύγουν πια
Γιατί βολεύτηκαν έτσι κι αλλιώς μες στην παραδοχή
Να περιφέρονται σαν κάτι που δεν πρόκειται να πεθάνει
Σαν το φεγγάρι που κρεμιέται στο παράθυρο
Βουλιάζοντας μέσα στο χρώμα του
Τη νύχτα το σπίτι τη σιωπή
Αυτά που θέλησα και δεν τα βρήκα
Αυτά που θέλησα και δεν θα έρθουν
Σ' αυτό το χρώμα του χαμού το φεγγαρίσιο
Περισσεμένο σα σπατάλη απ' το θάνατο
Σα μνήμη που ίσως και ποτέ να μην υπήρξε
Αφού μπορώ και το ανύπαρχτο ακόμα να θυμάμαι
Στο ίδιο σπίτι που ανεβαίνει και ψηλότερα
Καθώς περνούν τα χρόνια
Στο ίδιο σπίτι χρόνια τώρα

Από τη συλλογή Μικρές μέρες (1973)
Αλέξης Τραϊανός, Κάποιος έφυγε

[Από την ενότητα Θανάτοψις]

Κάποιος έφυγε από μέσα μας
Ξεκλείδωσε κάποτε τους αρμούς μας
Φόρεσε τα πιο ωραία μας ρούχα
Και κάνοντας μια ραγισματιά αιφνίδια
Πετάχτηκε
Όπως απ' το νεκρό πετιέται η στερνή πνοή
Πετάχτηκε με τους πολλούς καθρέφτες
Τους αμέτρητους ήλιους

Έφυγε
Δεν ήθελε να ζει μαζί μας
Σφίγγοντας νεκρά πουλιά
Κλείνοντας τον παγωμένο αέρα στα γόνατα
Έριξε το κορμί του στη νύχτα
Στην άλλη υπόσταση των πραγμάτων
Έφυγε αφήνοντάς μας μια ραγισματιά αιφνίδια
Τις μικρές λυπημένες φωνές των πραγμάτων
Κάτι σωπασμένους αδύνατους ήχους
Ανέκφραστα πενιχρά πράγματα
Που τον βαστάζουν και τον θυμούνται
Όπως η άνοιξη κάθε φορά που έρχεται τον θυμάται
Κι η γυρισμένη ζωή
Και τ' ανοιγμένο μας στήθος

Εμείς τον κλαίμε ακόμη

Από τη συλλογή Μικρές μέρες (1973)
Αλέξης Τραϊανός, Το πέτρινο πουλί

Σαν κομμένες απ' άλλον καιρό
Αυτές οι πλατείες οι δρόμοι
Άλλαξαν όλα τόσο
Το θυμάσαι
Δεν μπορείς παρά να θυμάσαι
Υπάρχουν πάντα τα λείψανα
Ανθρώπινες μνείες
Αποχρόνια χαμόγελα
Σε ηλικίες σπασμένες
Κι αυτό το πανί της ομίχλης
Κι η λάσπη

Μόνο τα παιδιά δεν άλλαξαν
Τα παιδιά με πλαστικά παλτά
Σαν υγραμένη ζάχαρη
Εξασκούν τη νέα φωνή τους στην καθομιλουμένη
Ενώ η παλιά υπάρχει για σένα
Και για το πέτρινο πουλί
Να τη σφυρίζει

Δημοσιευμένο στο περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 51 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000)
  
…………………………………….
                                         
              Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΤΑΣΟΣ ΨΑΡΡΑΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΑΛΕΞΗ ΤΡΑΙΑΝΟ ΚΑΙ 
ΓΙΑ  ΤΗΝ ΤΑΝΙΑ ΤΟΥ 'ΑΛΕΞΗΣ ΤΡΑΙΑΝΟΣ' 

Ο ΤΡΑΙΑΝΟΣ ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ ΚΑΒΑΦΗ  'ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ'

Ο ΤΡΑΙΑΝΟΣ ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ ΚΑΒΑΦΗ 'ΤΑ ΚΕΡΙΑ'