Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Κώστας Καρυωτάκης


Κώστας Καρυωτάκης: Ένας «Ιδανικός Αυτόχειρας»

(1896-1928)

 

Κώστας Καρυωτάκης

Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του '20 και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές (Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος) και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση.

 

 Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και ήταν γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από τη Συκιά Κορινθίας και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.

 

Το 1917 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με λίαν καλώς. Στην αρχή επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον Ελληνικό Στρατό για λόγους υγείας, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία, εξού και οι πολλές μεταθέσεις του.

 

 Το Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του.

 

 Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων», δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα», η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921.

 

 

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Η σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη

Η επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη το 1920 σε δημόσια υπηρεσία της Αθήνας όπου αμφότεροι εργάζονταν προσωρινά, και τον ερωτεύτηκε. Έχει γράψει σε επιστολή της σε κάποια φίλη της το εξής ιστορικό για τον Καρυωτάκη: «Στο κάτω-κάτω εγώ αγάπησα έναν ποιητή. Δεν αγάπησα έναν ήρωα. Αν ήθελα ήρωα, θα αγαπούσα τον Ανδρούτσο». Άλλη πληροφορία επίσης αναφέρει ότι η Μαρία Πολυδούρη τού είχε προτείνει γάμο, αλλά αυτός αρνήθηκε με τη δικαιολογία ότι «πάσχει από ανίατο αφροδίσιο νόσημα και δεν θέλει να πάρει στο λαιμό του καμιά γυναίκα». Αυτό, φαίνεται να ευσταθεί πλήρως, δεδομένου ότι έγραψε και το σχετικό ποίημα «Ωχρά Σπειροχαίτη», που είναι το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη.



Οι τελευταίες στιγμές και η αυτοκτονία


Το πιστόλι Pieper Bayard , οι σφαίρες, η αποχαιρετηστήρια επιστολή, όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Ο δήμαρχος Πρέβεζας τη διετία 1977-1978, Ηρακλής Ντούσιας, περιέγραψε ότι, δύο ώρες προ της αυτοκτονίας του, περί τις 2.30 μ.μ., ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στη θέση Βρυσούλα, ιδιοκτησίας τότε Νιόνιου Καλλίνικου, όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί (τετράδιο) όπου έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν. Στο τέλος των σημειώσεων αυτών έγραψε μεταξύ των άλλων: «Συνιστώ σε όσους σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν, να αποφύγουν τη μέθοδο του πνιγμού, εάν γνωρίζουν καλό κολύμπι. Εγώ ταλαιπωρήθηκα στη θάλασσα 10 ώρες και δεν κατάφερα τίποτα!». Ο γιος του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, πολιτικός μηχανικός ΤΕ,δηλώνει  ότι «την προηγουμένη ημέρα τής αυτοκτονίας ο Καρυωτάκης αγόρασε από το κατάστημα του πατέρα του ένα περίστροφο, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια». Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν. Το περίστροφο αυτό είναι τύπου Pieper Bayard 9mm, παραχωρήθηκε από τους απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη και εκτίθεται από το 2003 στο «Μουσείο Μπενάκη» στην Αθήνα (κτίριο Α, Βασ. Σοφίας). Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».
…………………………………….                                          

Η τελευταία επιστολή



Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός, στο Βαθύ Πρέβεζας (1928)

Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής: «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ.

 [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ.

(Κώστας Γ. Καρυωτάκης).Ακόμα και σήμερα υπάρχουν απορίες και αντιθέσεις στην ερμηνεία αυτής της επιστολής.
 …………………………………….                                                 

Άλλες απόψεις για τα αίτια της αυτοκτονίας

Ένας λόγος που φαίνεται να ώθησε τον Καρυωτάκη στην αυτοκτονία είναι και η σύφιλη από την οποία πιθανολογείται ότι έπασχε. Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες Λογοτέχνες, ερχόμενος σε επαφή με φίλους και συγγενείς του ποιητή, αποκάλυψε ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, και, μάλιστα, ο αδελφός του, Θανάσης Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια. Ο Γιώργος Μακρίδης, στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, διατυπώνει την άποψη ότι "ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι πιεζόμενος από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη". Θέλοντας, μάλιστα, να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του, τονίζει ότι "δεν είναι δυνατόν ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του". Σύμφωνα με τον σύγχρονο ορισμό της κλινικής κατάθλιψης, ο ποιητής είναι βέβαιο ότι έπασχε από τη νόσο. Το έργο, πολύ πριν μάθει ότι πάσχει από σύφιλη το καλοκαίρι του 1922, η ζωή και ο θάνατος του συνιστούν ακράδαντες αποδείξεις για αυτό. Το πως η πρώτη νόσος ουσιαστικά τον οδήγησε στη δεύτερη, περιγράφεται στο τελευταίο του σημείωμα.



Η Εφημερίδα Εμπρός αναγγέλει το θάνατο του Καρυωτάκη
…………………………………….

Αξιόλογο το ποίημα του Μίνου Ζώτου για τον Καρυωτάκη, γραμμένο αμέσως μετά τον  αυτοπυροβολισμό της Πρέβεζας.

Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

 Του κόσμου οι φαύλοι, ευγενικέ ποιητή, που σε θρηνούμε
τόσες φορές απάνω σου πατήσαν να περάσουν•
μα εκεί που πας και γρήγορα θα ’ρθούμε να σε βρούμε,
δε γίνεται θλιμμένε μου για να σε φτάσουν.

Αλήθεια στέρεψε η ζωή κι’ είναι η γενιά μας στείρα,
Η Ποίηση παραλήρημα, τι θέμε πια εδώ κάτου;
Δεν έχει τόπο εδώ για μας κι’ μόνη εμπρός μας θύρα,
για να διαβούμε απόμεινε μονάχα του θανάτου.

Επιπροσθέτως, ο Μίνως Ζώτος, θρήνησε και την αγαπημένη του Μαρία Πολυδούρη.

                                              
                                          Κώστας Καριωτάκης, χαλκογραφία του Βαρλάμου

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Ψέμα ήταν, δε μας έζωσε στυγνή
Σιωπή, κακό ήταν όνειρο η πληγή μας,
Λαμπρές μηνούσαν νίκες οι οιωνοί
Κι’ ήτανε λάθος η έντρομη φυγή μας.

Αυτοί που απάνω μας ωρμούσαν, λαός,
φίλοι ήταν κι’ έφερναν το ωραίο στεφάνι;
Κι’ ήταν ο κόσμος δίκαιος και καλός;
Μα γιατί τότε νάχουμε πεθάνει;

Όλοι και μ’ όλη την οργή, γοερός
μ’ έπνιξε ο θρήνος στη στρωμνή του αρρώστου,
μα αν ήταν πρώτα η χλεύη τώρα εχθρός
του τραγουδιού σου μέγας ο έπαινός του.

Τώρα εμπαιγμός η ανώφελη στοργή
κι’ εδώ σ’ επιβουλεύεται, μονάχα
κρύψου και φτάνουν οι άνθρωποι γοργοί
να σου διαψεύσουν το τραγούδι τάχα…

ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ
…………………………………….

     Magnify Image
                                                         Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά 'ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Aμάλθειο κέρας.

(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθώ κοντά σου
κατακορύφως.

Oι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

Ά! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.

                                                        EMΒΑΤΗΡΙΟ ΠΕΝΘΙΜΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ
                                                                            'ΜΩΡΑ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ'
…………………………………….

Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν έχει ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού και φιλαρέσκειας, που υπάρχει σε αφθονία στους παλιότερους ποιητές. Αποπνέει την αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, η στάση του είναι αντιηρωική και αντιδανική. Ο Καρυωτάκης γράφει ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που φθάνει στο σαρκασμό.


Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.


Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων

Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»


Επιστροφή ("Ελεγείες και Σάτιρες")

Εγώ δεν επλανήθηκα σε δάση απάρθενα, βουερά,
μηδέ η ριπή μ' εχτύπησε του ωκεάνειου ανέμου.
Σκλάβο πουλί, τ' ανώφελα πηγαίνω σέρνοντας φτερά
και δε θα ιδώ τους ουρανούς που νοσταλγώ, ποτέ μου.
Μα πάντα, ω φύση, αλίμονο! πόσο η ψυχή μου ταπεινή
λάτρισσα στο παραμικρό γίνεται μάντεμά σου,
και πόσο, τώρα που η βραδιά θα πέσει φθινοπωρινή,
το καθετί περσότερο μου λέει την ομορφιά σου!

Με μιαν ακρούλα σύννεφου ταξιδεμένου με καλείς,
με το χρυσίο χαμόγελο του μαραμένου βρύου,
μ' ένα χορτάρι ανάμεσα στις πλάκες όλες της αυλής,
που το σαλεύει μοναχό η πνοή του Σεπτεμβρίου.

Και τη φωνή σου ακούγοντας, τη μυστικιά, τη δυνατή,
ω φύση, θα 'ρθω κάποτε φέρνοντας το σταυρό μου.
Θα' ναι το χώμα σου ελαφρό, και θα 'ναι πάντα ονειρευτή
η ώρα με τ' αναπάντεχο τέλος του μάταιου δρόμου!




ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΜΟΥ

Δικά μου οἱ στίχοι, ἀπ᾿ τὸ αἷμα μου, παιδιά.
Μιλοῦνε, μὰ τὰ λόγια σὰν κομμάτια
τὰ δίνω ἀπὸ τὴν ἴδια μου καρδιά,
σὰ δάκρυα τοὺς τὰ δίνω ἀπὸ τὰ μάτια.

Πηγαίνουν μὲ χαμόγελο πικρό,
ἀφοῦ τὴ ζωὴν ἀνιστορίζω τόσο.
Ἥλιο καὶ μέρα καὶ ἥλιο τοὺς φορῶ,
ζώνη νὰν τά ῾χουν ὅταν θὰ νυχτώσω.

Τὸν οὐρανὸν ὁρίζουν, τὴ γῆ.
Ὅμως ρωτιοῦνται ἀκόμα σὰν τί λείπει
καὶ πλήττουνε καὶ λιώνουν πάντα οἱ γιοὶ
μητέρα ποὺ γνωρίσανε τὴ Λύπη

Τὸ γέλιο τοῦ ἁπαλότερου σκοποῦ,
τὸ πάθος μάταια χύνω τοῦ φλαούτου·
εἶμαι γι᾿ αὐτοὺς ἀνίδεος ρήγας ποὺ
ἔχασε τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ του.

Κεῖ ρεύουνε καὶ σβήνουν καὶ ποτὲ
δὲν παύουνε σιγά-σιγὰ νὰ κλαῖνε.
Ἀλλοῦ κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ·
Λήθη, τὸ πλοῖο σου φέρε μου νὰ πλένε


ΥΠΝΟΣ

Θὰ μᾶς δοθεῖ τὸ χάρισμα καὶ ἡ μοῖρα
νὰ πᾶμε νὰ πεθάνουμε μία νύχτα
στὸ πράσινο ἀκρογιάλι τῆς πατρίδας;
Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια
γλυκά. Κι ἀπάνωθέ μας θὲ νὰ φεύγουν,
στὸν οὐρανό, τ᾿ ἀστέρια καὶ τὰ ἐγκόσμια.
Θὰ μᾶς χαϊδεύει ὡς ὄνειρο τὸ κῦμα.
Καὶ γαλανὸ σὰν κῦμα τ᾿ ὄνειρό μας
θὰ μᾶς τραβάει σὲ χῶρες ποὺ δὲν εἶναι.
Ἀγάπες θά ῾ναι στὰ μαλλιά μας οἱ αὖρες,
ἡ ἀνάσα τῶν φυκιῶν θὰ μᾶς μυρώνει,
καὶ κάτου ἀπ᾿ τὰ μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρὶς νὰν τὸ γρικοῦμε θὰ γελᾶμε.
Τὰ ρόδα θὰ κινήσουν ἀπ᾿ τοὺς φράχτες,
καὶ θά ῾ρθουν νὰ μᾶς γίνουν προσκεφάλι.
Γιὰ νὰ μᾶς κάνουν ἁρμονία τὸν ὕπνο,
θὰ ἀφήσουνε τὸν ὕπνο τους ἀηδόνια.
Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια
γλυκά. Καὶ τὰ κορίτσια τοῦ χωριοῦ μας,
ἀγριαπιδιές, θὰ στέκουνε τριγύρω
καί, σκύβοντας, κρυφὰ θὰ μᾶς μιλοῦνε
γιὰ τὰ χρυσὰ καλύβια, γιὰ τὸν ἥλιο
τῆς Κυριακῆς, γιὰ τὶς ὀλάσπρες γάστρες,
γιὰ τὰ καλὰ τὰ χρόνια μας ποὺ πᾶνε.
Τὸ χέρι μας κρατώντας ἡ κυρούλα,
κι ὅπως ἀργὰ θὰ κλείνουμε τὰ μάτια,
θὰ μᾶς διηγιέται -- ὠχρὴ -- σὰν παραμύθι
τὴν πίκρα τῆς ζωῆς. Καὶ τὸ φεγγάρι
θὰ κατέβει στὰ πόδια μας λαμπάδα
τὴν ὥρα ποὺ στερνὰ θὰ κοιμηθοῦμε
στὸ πράσινο ἀκρογιάλι τῆς πατρίδας.
Γλυκὰ θὰ κοιμηθοῦμε σὰν παιδάκια
ποὺ ὅλη τὴ μέρα ἔκλαψαν κι ἀποστάσαν.

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ

Οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶνε ὀμπρὸς καὶ βλέπουνε ὡς τὴν ἄκρη
τοῦ κονταριοῦ ποὺ ἐκρέμασαν σημαία τους τὴν Ἰδέα.
Κοντόφθαλμοι ὁραματιστές, ἕνα δὲν ἔχουν δάκρυ
γιὰ νὰ δεχτοῦν ἀνθρώπινα κάθε βρισιὰ χυδαία.

Σκοντάφτουνε στὴ Λογικὴ καὶ στὰ ραβδιὰ τῶν ἄλλων
ἀστεῖα δαρμένοι σέρνονται καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
ὁ Σάντσος λέει «δὲ σ᾿ τὸ ῾λεγα;» μὰ ἐκεῖνοι τῶν μεγάλων
σχεδίων, ἀντάξιοι μένουνε καί: «Σάντσο, τ᾿ ἄλογό μου!»

Ἔτσι ἂν τὸ θέλει ὁ Θερβάντες, ἐγὼ τοὺς εἶδα, μέσα
στὴν μίαν ἀνάλγητη Ζωή, τοῦ Ὀνείρου τοὺς ἱππότες
ἄναντρα νὰ πεζέψουνε καί, μὲ πικρὴν ἀνέσα,
μὲ μάτια ὀγρά, τὶς χίμαιρες ν᾿ ἀπαρνηθοῦν τὶς πρῶτες.

Τοὺς εἶδα πίσω νά ῾ρθουνε -- παράφρονες, ὡραῖοι
ρηγάδες ποὺ ἐπολέμησαν γι᾿ ἀνύπαρχτο βασίλειο --
καὶ σὰν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πὼς ρέει,
τὴν ἀνοιχτὴ νὰ δείξουνε μάταιη πληγῆ στὸν ἥλιο!

Eις Aνδρέαν Kάλβον

Ω μεγάλε Zακύνθιε,
των ωδών σου τα μέτρα,
υψηλά, σοβαρά,
τους αγώνες εκάλυπτον
    εκτεταμένους.

Tης δουλείας τα βάρβαρα
σκοτάδια κατεξέσχισεν,
όταν εγράφη πύρινος,
η αστραπή των όπλων
    (και η αρετή σου).

Ως ήλιος, αναβάν
τον Όλυμπον, εστάθη
πάνω εις γυμνά χωράφια,
εις ανθισμένα ερείπια,
    γνώριμον κλέος.

Aλλά το θείον έναυσμα
η φωνή σου δεν είναι
τώρα πλέον. Mας έρχεται
μακρινός και παράταιρος
    ήχος τυμπάνου.

Oλόκληρος αιών,
χείμαρρος, την Eλλάδα,
ταραγμένος, εσάρωσεν
από τα ιδανικά σου,
    την οικουμένην.

Kράτει λοιπόν, ω γέροντα,
την επιτύμβιον πλάκα.
Tο πεπαλαιωμένον σου
τραγούδι κράτει. Φύγε,
    παραίτησόν μας.

Ή, αν προτιμάς, εξύμνησον,
αντίς γεγυμνωμένων
ξιφών, όσα μαστίγια
προς θρίαμβον επισείονται
    των καφενείων.

Ίππους δεν επιβαίνουσι,
αμή την εξουσίαν
και του λαού τον τράχηλον,
ιδού, μάχονται οι ήρωες
    μέσα εις τα ντάνσιγκ.

Tις δάφνες του Σαγγάριου
η Eλευθερία φορέσασα,
γοργά από μίαν χείρα
σ' άλλην περνά και σύρεται,
    δούλη στρατώνος.

Kαθώς, όταν την εύκολον
λείαν αποκομίσει,
φεύγει, διστάζει, κι έπειτα
σε μια γραμμήν ελίσσεται
    πλήθος μυρμήγκων,

μεγάλα προπορεύονται
έντομα, μέγα φέροντα
βάρος, ακολουθούσι,
με φορτίο ελαφρότερο,
    μικρότερα άλλα,

και δε βλέπουν στο πλάγι τους
το παιδάκι που στέκει
να γελά τον αγώνα των,
και δε βλέπουν ότι ύψωσε
    τώρα το πέλμα ―

ούτω την χώραν νέμεται
η στρατιά της ήττης,
του λαού την απόφασιν,
άτεγκτον, φοβεράν,
    περιφρονούσα.

Aλλά τι λέγω; Θρήνησε,
θρήνησε την πατρίδα,
νεκράν όπου σκυλεύουν
αλλοφρονούντα τέκνα της,
    ω Aνδρέα Kάλβε.

Mικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχήν έχουν αι μάζαι,
ιδιοτελή καρδίαν,
και παρειάν αναίσθητον
    εις τους κολάφους.

Yστεροφημία
Tο θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Aν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.

Tο θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ηλίου.
Tέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Aπριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.

Mόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.
…………………………………….                      

 «Κράτησε τὰ ὄνειρά σου· οἱ συνετοὶ δὲν ἔχουν ἔτσι ὡραῖα σὰν τοὺς τρελούς!»

CHARLES BAUDELAIRE

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ναπολέων Λαπαθιώτης


Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

ένας ακόμη «καταραμένος» και αυτόχειρας ποιητής…
    
7 Ιανουαρίου, με περίστροφο, στο σπίτι του,
στην Αθήνα.


 Όλη η ψυχή μου είναι ένας Θάνατος,
Είμαι ένας Θάνατος μα ζωντανός… 




Ποιητής, που άκμασε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1888 στην Αθήνα. Ήταν γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη (1852-1942), αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του αντιστρατήγου και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε κανονικά, χωρίς ν’ ασκήσει  το επάγγελμα του δικηγόρου.

Ο Λαπαθιώτης ανήκει στους λεγόμενους «καταραμένους» ποιητές του μεσοπολέμου και είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες. Ό,τι μπορούσε να μαζέψει πάνω του για να γίνει ο καταραμένος ποιητής της εποχής του το μάζεψε. Ομοφυλόφιλος, άθεος, ναρκομανής και στα ύστερα χρόνια συμπαθών του ΚΚΕ. Η ειρωνία είναι ότι τον κατατάσσουν στους ρομαντικούς ποιητές, αλλά οι συμβολικοί και υπαινικτικοί στίχοι του, πάνε πολύ πιο πέρα από τα τυπικά χαρακτηριστικά του ρομαντικού κινήματος.


Με τη στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και το 1917 συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας μαζί με τον πατέρα του, που είχε αναλάβει την οργάνωσή του. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και πέντε χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν γνωστός δανδής της αθηναϊκής κοινωνίας στα νιάτα του, με εκκεντρικές εμφανίσεις και με δεδηλωμένη την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο εθισμός τους στις ναρκωτικές ουσίες τού προκάλεσε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, μέχρι του σημείου να αναγκαστεί να πουλήσει το πιάνο και τη σπάνια βιβλιοθήκη του.

 Έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερεις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του.



Η οικία Λαπαθιώτη

Ζούσε σε διώροφο νεοκλασικό αρχοντικό κάτω από το λόφο του Στρέφη. Στο σπίτι αυτό έζησε πάνω από 40 χρόνια και εκεί έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και αυτοκτόνησε.

Το κινηματογραφικό έργο Μετέωρο και σκιά (1985) βασίζεται στην ζωή του.

                                                                
…………………………………….




 Ναπολέων Λαπαθιώτης

Κατά τη διάρκεια τής Κατοχής, πληγωμένος βαθύτατα και ξεχασμένος σε περήφανη αλλά οδυνηρή εγκατάλειψη, προτίμησε την αιωνία σιγή προς την όποια και έφυγεν αυτοχειριασθείς, τη νύχτα τής 7ης προς την 8ην Ιανουαρίου 1944. Κηδεύτηκε, κατά την επιθυμία του, μετά τέσσερις μέρες και με έξοδα πού συγκεντρώθηκαν από έρανο.

Η ιδέα του θεληματικού θανάτου του έγινεν οδυνηρότατα έμμονη στο τέλος του 1943 και την τραγούδησε με σειρά τραγουδιών. Εκείνο πού σχεδιάζονταν μέσα του σαν πένθιμο προοιώνισμα ελεγειακής ιδιοσυγκρασίας, στερεώθηκε, βρεμένο από την πίκρα των γεγονότων, σε θανατερή απελπισία, λίγο ύστερα από την κατοχή. Χάνοντας τα κτήματα του της Πάτρας έμεινε δίχως εισόδημα. Χάνοντας τον πατέρα του, έμεινε χωρίς συντροφιά. Αδέξιος ο ίδιος για την πρακτική ζωή, έπεσε θύμα επιτήδειων και ύποπτων προσώπων, που αγόραζαν τα βιβλία του, τα έπιπλα του, τα μπιμπλώ του — μικρούς πολύτιμους θησαυρούς, αποκτήματα τής άκρας καλαισθησίας του, για τα όποια καμώνονταν τώρα πώς δεν τον ενδιαφέρουν, πως άδικα πιάνουν χώρο... Έμεινε μόνος, πολύ μόνος, σ’ ένα σπίτι πού άδειαζε, στο παλιό σπίτι — φρούριο των Εξαρχείων, με τον απάνω όροφο σκοτεινό και ακατοίκητον, με το ισόγειο εξίσου σκοτεινό, με τα παράθυρα σφαλισμένα, με την ψυχή του άδεια. Πιο οξύ, ωστόσο, επήγαζε το πένθος από μέσα του. Το κατοχικό δράμα ταυτίζονταν με την εσωτερική αγωνία του, πού τη διέχεε, με την έξαρση των ναρκωτικών, σε τεχνητούς κόσμους φαντασίας, όπου εκέρδιζαν άλλην απόχρωση και η ένταση των απαγορευμένων παθών του και ο τρόμος τής πληγωμένης του ευπάθειας. Ο Λαπαθιώτης είχε γίνει πλέον σκιά, μια νυχτοδίαιτη εξαΰλωση με τη χλωμή διαφάνεια του θανάτου που τον ζούσε μέσα του πολύ πριν του δοθεί.


Μοναχή συντροφιά σου μένει ή θύμηση τώρα,
το στοιχείο του σπιτιού σου,
όλο πάει να σημάνει κι αναβάλλεται η ώρα του στέρνου λυτρωμού σου...

…………………………………….

Σε νεαρή ηλικία, ένας από τους πιο σπαρακτικούς ποιητές(φωτο:tovima.gr)
Σε νεαρή ηλικία, ένας από τους πιο σπαρακτικούς ποιητές

Λυπήσου…

Λυπήσου εκείνους που πονούν,
βουβά κι ανώφελα, για κάτι,
και παίρνουν, για να λησμονούν,
της ζωής κάποιο άθλιο μονοπάτι


λυπήσου αυτούς που έχουν χαθή,
μες στη θλιμμένην ύπαρξή μας,
κι έγιναν αίνιγμα βαθύ,
μια και δεν είναι μεταξύ μας

κι αυτόν, κι αυτόν που αναπολεί
τα περασμένα του, λυπήσου:
μα όμως, ακόμα πιο πολύ,
τις ώρες της βαθιάς σιωπής σου,

λυπήσου αυτούς, που, μια φορά,
με φτερά ζούσαν, και τα χάνουν,
και δεν τους μένει άλλη χαρά,
παρά η χαρά πως θα πεθάνουν…



Επιστροφή

Κι όταν θα ρθει η στιγμή, και πάλι
να κατεβώ προς το βυθό,
χωρίς την πίστη, που έχουν άλλοι,
μα και χωρίς να φοβηθώ,

με την ψυχή που περιμένει
την ώρ' αυτή, σαν εραστή,
(τόσο είναι ταλαιπωρημένη,
και τόσο που έχει κουραστεί),

δε θα 'χω να με συντροφέψει,
καμιά παρήγορη φωνή,
- μα θανατώνοντας τη Σκέψη,
που τώρα με δολοφονεί,

σαν ένα φέρετρο που κλείνει,
θα γείρω, πάλι, στο βυθό,
ζητώντας, μόνο, τη γαλήνη,
που είχα προτού να γεννηθώ...



To τραγούδι του θανάτου

Στο μεγάλο τ' ακρογιάλι
που η ψυχή μου πάει ν' αράξει,
καμιά θλίψη, καμιά τύψη,
δε θα ρθει να με ταράξει,

και το μαύρο το σκοτάδι,
που θα ρθει να με τυλίξει,
θα γιατρέψει μια για πάντα,
την αγιάτρευτή μου πλήξη'

θα γιατρέψει, μια για πάντα
και τον πόνο, και τον πόθο,
και τ' αλάλητα θλιμμένο
το παράπονο που νιώθω'

μια για πάντα, θα γιατρέψει
και την τύχη, και την πλήξη,
το μεγάλο το σκοτάδι,
που θα ρθει να με τυλίξει...



Θάνατος

 Η σάλπιγγα του Θριάμβου αργά σημαίνει,
για μιαν απάτη Πρώτη Παρουσία,
που μήτε θα μπορούσε, κι η εξημμένη,
ποτέ, να τη συλλάβει φαντασία!

Χρώματα και ήχοι, αρώματα, - ενωμένα
σ' ένα Μεγάλο φως, όλο Γαλήνη,
- κι ό,τι ποθούσα, τώρα πια, για μένα,
σαν ένα παραπέτασμα που κλείνει...

Τίποτα πια της γης δεν απομένει,
- κι ο Αρχάγγελος υψώνει τη Ρομφαία:
της γης η σκιά, για πάντα διαλυμμένη,
μέσα σε μια Αλήθεια Κορυφαία!

...Κι όπως κυλά στα βάθη του κενού μου,
σαν άστρο φλογερό στον άξονά του,
- δε νιώθω πια να ζει, παρά το Νου μου,
στην Απεραντοσύνη του Θανάτου...




(χωρίς τίτλο)

Το φέρετρό μου σανιδένιο
δε θα 'χει καμιάν ομορφιά'
θα το καρφώσουν μάνι-μάνι,
με τα κοινότερα καρφιά,

κι υστερα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ)
θα πάρει σε δυο μέρες δρόμο
για το στερνό μου το τσαρδί...

Θα είναι ο Άγγελος, ο Χάρης,
ο Κλέων, ο Τάκης, η Λιλή,
ο Γιώργος ο Μυλωνογιάννης,
κι άλλοι πολλοί, πολλοί, πολλοί...
........
Και την επαύριο θ' αρχινίσουν
κάποιες γραμμές, εδώ κι εκεί,
- κι αμέσως θα με παραλάβουν
οι κριτικές κι οι κριτικοί:

"τεχνίτης", "μουσικός του στίχου",
"πολύ λεπτός αισθητικός",
- αυτά που γράφονται συνήθως
κι αυτά που γράφουν σχετικώς'

"τύπος ανώμαλος εκφύλου",
"γνωστή και συμπαθής μορφή"...
Μα εμέ για ό,τι θα μου γράψουν
δε θα μου καίγεται καρφί!

Γιατί από μένα, ό,τι θα μείνει
- κι εκεί που τώρα κατοικεί, -
δεν θ' ασχολείται με τους άλλους,
δε θα διαβάζει κριτική...
........
Ο φίλτατός μου Πέτρος Χάρης
με σφίξιμο χεριού γερό
θα λέει αράδα στους γνωστούς του:
- Τι φοβερό! Τι φοβερό!...

Και παρατώντας τις δουλειές του,
βιβλία και πολιτική,
τη "Νέα Εστία" και τις "Τέχνες",
θα μου σκαρώσει κριτική!

Μα και ο Βαγιάνος θα αρχίσει
σ' όλη, γραμμή, την Αττική,
μ' αστούς, μ' εργάτες, με χωριάτες,
καμπάνια λαπαθιωτική!

Και κυνηγώντας άρον-άρον
θα γράφει μέσα σε καρνέ,
ως και τις γνώμες των γαϊδάρων
της πολιτείας Αχαρναί!!!
 …………………………………….
 
Βρήκα στο δρόμο μου προχτές
Ναπολέων Λαπαθιώτης
 
Δύο από τα ποιήματα διαβάζει ο Κωνσταντίνος Τζούμας
                                         
Βρήκα στο δρόμο μου, προχτές, ένα κομμένο ρόδο:
δεν ξέρω πώς μου τράβηξε με μιας την προσοχή.
Το περιβόλι ήταν υγρό, – παντού μοσκοβολούσε, και μύριζε βροχή.

Το ’δα μονάχο και βουβό, σε μια γωνιά του δρόμου·
κι όμως, αν και θανάσιμα πεσμένο καταγής,
με το λευκό το χρώμα του, θαρρείς κι αναπολούσε
το χρώμα της αυγής...

Ίσως, αφού το κόψανε δυο δάχτυλα, με πόθο,
και το χιλιομαδήσανε δυο χείλη τρυφερά,
να ’πεσε, και να το ’συραν, εδώ, σ’ αυτή τη θέση,
τα βραδινά νερά...

Μα ίσως ακόμα –ποιος μπορεί να ξέρει τι συμβαίνει,
και κάποιοι που περάσανε, τη νύχτα, βιαστικοί,
να το σπάραξαν άπονα, –κι αφού το τυράννησαν,
να τ’ άφησαν εκεί!

Στάθηκα και το κοίταξα, δεν ξέρω πόσην ώρα,
κι έπειτα, πάλι, τράβηξα, στο δρόμο σιωπηλά,
γιατί το συναπάντημα του πεθαμένου ρόδου,
μου θύμισε πολλά.

Και τη δική μου τη χαρά, που ζούσε και γελούσε,
και, για να ζήσει, γύρευε, του κάκου, να κρυφτεί,
κάποιος διαβάτης, μια βραδιά, και μ’ έναν ίδιο τρόπο,
τη σκότωσε κι αυτή...


Τοπίο χειμωνιάτικο
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Έν’ αλλόκοτο φεγγάρι σαν ένα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο και στημένο μες στη μέση του πελάγου,
μια βουβή μεγάλη ξέρα, πιο γυμνή κι από παλάμη,
μ’ ένα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό μικρό καλάμι
κι ένας ίσκιος –ένα κάτι, που δε ξέρω τι έχει χάσει,
κι από τότε φέρνει γύρα, μη μπορώντας να ησυχάσει,
– παγωμένο, το χαμένο κι όλο φως εκείνο τρίο,
σιωπούσε, κι αγρυπνούσε, μες στη νύχτα, μες στο κρύο...


Κακό Φθινόπωρο
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Το φετινό φθινόπωρο κοντεύει,
με τα μηνύματά του τα βαριά,
κάθε δέντρο το τέλος του μαντεύει,
κι ανήσυχα τεντώνει τα κλαριά.

Τα δειλινά δεν είναι παρά θλίψη,
κι αλάλητος καημός για κατιτί,
– θαρρείς κι από παντού κάτι έχει λείψει,
κι αυτό που μένει μάταια το ζητεί.

Σαν κάθε χρόνο κι ώρα με την ώρα,
βλέπω να παίρνει τέλος η χαρά:
μα εμέναν, ως κι αυτή μου η λύπη, τώρα,
δεν είναι καθώς ήταν μια φορά...

Δεν έχω πια την πρώτη μου γαλήνη,
το βήμα μου δεν είναι πια γερό:
σ’ αυτό το μεταξύ, κάτι έχει γίνει,
που δε γιατρεύεται με τον καιρό...

Μες στο σκοτάδι, τώρα, που γυρίζει,
με την ανατριχίλα του βαριά,
το περιβόλι αθάνατο μυρίζει,
– κι είμαι χωρίς παρηγοριά...

…………………………………….

Αδώνια
Ναπολέων Λαπαθιώτης



«...Και ανατέλλει ο ήλιος και δύνει ο ήλιος, και εις τον τόπον αυτού έλκει·
αυτός ανατέλλων εκεί πορεύεται προς νότον και κυκλοί προς βορράν·
κυκλοί κυκλών, πορεύεται το πνεύμα, και επί κύκλοις αυτού επιστρέφει το πνεύμα».
Εκκλησιαστής


Είμαι τ’ Αρχαίο το Πνεύμα
Σαρκωμένο – κι είμαι
Ο Στοχασμος ο ανορμήνευτος κι ωραίος.

Φέρνω το χρώμα το παλιό
Το νοσταλγικό. – Βασιλέματα               
Σε θαμπά παραθύρια.

Το τραγούδι ματαλέω
Τ’ Αλησμονημένο. «Στα παλάτια αποκοιμήθη πλια των παραμυθιώνε
Η χλωμή Βασιλοπούλα...».

Η Απόλαψη
Της Ζωής με τα χίλια στόματα· η Απόλαψη
Με τα χίλια στόματα και με τα χίλια μαστά­ρια.

Με δένει ένα Τι,
Μιαν ασύγκριτη Μελαγχολία προς τα Περα­σμένα.
– Οι Διθύραμβοι. Τα Λήναια και τ’ Αδώνια.
Μιαν αδερφικιά Ενατένιση
Προς τα Μακρυνά. Τ’ ό,τι δεν ειπώθη. Ο αιώνιος
Ερχομός κι ο μισεμός – και του μισεμού ο καημός.

Τα ρόδα και τ’ άστρα.
Ο εναρμόνιος κύκλος οπού φέρνει πάντα
Πίσω από μιαν Άνοιξη κι ένα Χινόπωρο – και πάλε απ' την αρχή.

Νυχτοβάτης.
Με πλανέσαν οι σκιές και τα σεληνόφωτα
Κι οι βαθιές Λαχτάρες να βρούμε τ’ ανεύρετο
και να ιδούμε τ’ ανίδωτο

Νυχτοβάτης κι Ανέλπιδος…
…………………………………….

Παραμυθάκι
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Ήτανε, μια φορά, κάποια Πεντάμορφη,
πιο διάφανη κι απ’ τις δροσιές ακόμα.
Δυο στάλες ουρανός ήταν τα μάτια της...
Μια μέρα, οι ουρανοί βρεθήκαν χώμα...

Ήτανε, μια φορά, ένα Βασιλόπουλο...
Το μύρωσεν η αγάπη η ξεγελάστρα.
Την άβυσσο, τ’ αστέρια, ο νους του χάιδευε...
Μια νύχτα δεν αντίκρισε πια τ’ άστρα...

Ήτανε κι ένας πύργος γιγαντόσωμος!
Στεφάνια είχε τα σύννεφα, τη νίκη...
Προχτές, καθώς εσκάλιζα στη θάλασσα,
ευρήκα από τον πύργο ένα χαλίκι...

Ήτανε μια φορά... Και τι δεν ήτανε...
Μα τι να πω; Τριγύρω δες τη φύση:
τόσα μεγάλα κι όμορφα, κι εχάθηκαν
και το μικρό τραγούδι μου θα ζήσει;



…………………………………….

Νάρκισσος


 
Απόψε αγάπησα τα μάτια μου
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη:
να 'ταν το φως, που μες στην κάμαρα,
τόσο λεπτά κι ανάερα πέφτει.

Να 'ταν το ρόδο τ' απριλιάτικο,
που τό 'xα βάλει στη γωνία
να μην το δω να παραδίνεται
στη βραδυνή την αγωνία;

Nα 'ταν αλήθεια το τριαντάφυλλο
που ξεψυxούσε στο ποτήρι
- ή κάποιοι πόθοι που με παίδευαν
και που είxαν απομείνει στείροι;...

το ρόδo που 'σβηνε, το πάθος μου,
το παραθύρι, που δεν κλείνω,
ή μήπως επειδή σε κοίταξαν
τόσο πολύ το βράδυ εκείνο;...
 


                                                                  του Δημήτρη Μαραμή
                                                       σε ποίηση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
                                                         με τον Κωνσταντίνο Κληρονόμο

 …………………………………….

 
 …………………………………….

"Τ' όνειρο μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω.
 

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονο μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου...


Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα και θα φύγω. "


(Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε στο διπλό τεύχος της «Νέας Εστίας», 1 -15.1.1944 μαζί με την αναγγελία της αυτοκτονίας του.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Ανθίας Τεύκρος

Ανθίας Τεύκρος, 1903-1968



Ο κοντεάτης ποιητής με την πανελλήνια εμβέλεια
 
O Tεύκρος Aνθίας, σημαντικός κύπριος ποιητής με πανελλήνια αναγνώριση, κορυφαίος δημοσιογράφος και εκπαιδευτικός, γεννήθηκε στην Kοντέα το 1903. Tο πραγματικό του όνομα ήταν Aνδρέας Παύλου. Tο Tεύκρος Aνθίας είναι ψευδώνυμο, που ο ποιητής το υιοθέτησε οριστικά μετά την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής (Tραγούδια της Aγάπης, Λάρνακα 1922).
O Aνθίας ήταν γόνος πολυμελούς οικογένειας. Πατέρας του ήταν ο κοντεάτης Παύλος Xατζημηνάς και μητέρα του η επίσης κοντεάτισσα Kυριακού Παύλου, η επωνομαζόμενη – δεν ξέρουμε για ποιο ακριβώς λόγο – Mαλλιτσού από τους συγχωριανούς της. Oι γονείς του ασχολούνταν, όπως άλλωστε και η συντριπτική πλειοψηφία των συγχωριανών τους, με αγροτικές εργασίες. Όμως η τοκογλυφία, που αποτελούσε τη μεγαλύτερη μάστιγα των ανθρώπων της κυπριακής υπαίθρου στις αρχές του 20ού αιώνα, κτύπησε σε κάποιο στάδιο, όταν ο μελλούμενος ποιητής βρισκόταν στην έκτη τάξη του δημοτικού σχολείου, και τη δική του οικογένεια, με αποτέλεσμα από τη μια μέρα στην άλλη να ξεκληριστεί από την ακίνητη περιουσία της που περιήλθε στα χέρια των αδίστακτων τοκογλύφων.Aυτή την τραυματική εμπειρία της παιδικής του ηλικίας είναι που περιγράφει ο Aνθίας, φτασμένος ποιητής πια, στο ποίημά του «Tο νέο ποιητάρικο», με το οποίο κλείνει την έκδοση των ποιητικών του Aπάντων  (Λονδίνο, 1962):

Tο νέο “ποιητάρικο”
 
“Άντρες, γυναίκες και παιδιά, κοντά μου συναχτείτε”
πρόσφορα να μοιράσετε, γλυκό κρασί να πιείτε.
 
Ψωμί απ’ του κάμπου τ’ όργωμα, κρασί από δράκο αμπέλι,
πικρό απ’ τον ίδρω της δουλειάς μα, απ’ την αγάπη, μέλι.
 
Πολύ αγαπούσε ο δουλευτής τον κόσμο ολόγυρά του,
κ’ είχε ανοιχτό το σπίτι του, ανοιχτό σαν την καρδιά του.
 
Aράδα τα τραπέζια του για ξένους στρατοκόπους,
για θεριστάδες, για φτωχούς – για τους απλούς ανθρώπους.
 
Στην άκρη αυτός, ο κεραστής, κρασί-χαρά κερνούσε
κ’ ένας λαός στα χείλη του με πάθος τραγουδούσε.
 
Έπινε η νύχτα σα μπεκρού το φως από τ’ αστέρια,
έπινε ο ξένος στην αυλή, ως αργά τα καλοκαίρια.
 
Xωράφια, σπίτια, χάθηκαν στου δανειστή το στόμα,
μα το τραγούδι του το ζω και ζει ως λαός ακόμα.
 
Mίλια-σειρά τα δίστιχα στο δρόμο είναι στρωμένα,
στάχυα του απλού τραγουδιστή, μα στα χαρτιά του ούτ’ ένα.
 
Mίλια από στίχους θα ’θελα να γράψω για να υμνήσω
το δάσκαλό μου στην καρδιά, μα ως κάποτε θα κλείσω.
 
Aντρέας Παύλου ελέγουμουν και νυν Tεύκρος Aνθίας,
“ποιηταρούδιν” νηστικό – παιδί της αλητείας.
 
Mη μου ζητάτε, χωριανοί, να σας το τραγουδήσω,
γιατί το δάκρυ είν’ ακριβό – στη γη θα το κρατήσω.
 
Tο ποίημα αυτό ο δημιουργός το αφιερώνει στη μνήμη του πατέρα του, του Παύλου Xατζημηνά, ο οποίος μη έχοντας πια στον ήλιο μοίρα μετά την πτώχευσή του, επιστρατεύει, μεταξύ άλλων, το έμφυτο ποιητικό ταλέντο του γιού του για να βγάζει τα προς το ζην για την οικογένειά του. Έτσι, ο μικρός Aντρέας, ντυμένος με βρακούδες, όπως το Tσοκκούδι και τον Παλαίσιη, πολύ γνωστούς κύπριους ποιητάριδες εκείνης της εποχής, γυρίζει, συνοδευόμενος από τον πατέρα του, σε γιορτές και πανηγύρια, διαλαλώντας τις ποιητάρικές του φυλλάδες. Kάποιες ανεκδοτολογικές παραδόσεις παλιών κοντεατών αναφέρουν πως ο Παύλος Xατζημηνάς, για να προκαλεί τον οίκτο του ακροατηρίου του νεαρού Aντρέα και να ανεβάζει τις πωλήσεις των φυλλάδων του, έδενε με μια μαντήλα τα μάτια του παριστάνωντας τον τυφλό τάχα πατέρα. Όσο για τη Mαλλιτσού, τη μητέρα του ποιητή, ακόμα κι οι μεσήλικοι σήμερα κοντεάτες την θυμούνται σε προχωρημένη ηλικία καθισμένη πάνω σ’ ένα δυσανάλογα εύσωμο, σε σύγκριση με το μικρό της ανάστημα, κυπριακό γαϊδούρι να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι πουλώντας “κούππες τσίγγενες” και άλλα μικροπράγματα του νοικοκυριού, καθώς και τις ποιητικές συλλογές που ο εγκατεστημένος στο Λονδίνο πια ποιητής γιος της τής έστελλε, για να συντηρήσει τον εαυτό της και τον άλλο της γιο, τον Tτοφή, γνωστό ανά το παγκύπριο με το παρατσούκλι Παπάττοφης, ένα γραφικό λαϊκό τύπο, που όντας μόνιμα ακαμάτης και σε κάποιο στάδιο και αλκοολικός εξαρτούσε τη συντήρησή του από τις οικονομίες της μάνας του.
 
H στενή σχέση του Aνθία με το χωριό του διακόπτεται σχετικά νωρίς, αφού, μετά την αποπεράτωση του δημοτικού σχολείου, η έμφυτη έφεσή του προς τα γράμματα σπρώχνει το νεαρό ποιηταρούδι να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παγκύπριο Eμπορικό Λύκειο της Λάρνακας, στο οποίο φοίτησε από το 1915 μέχρι και το 1917. Στη συνέχεια, μεταξύ 1917 και 1922, φοιτά στο Παγκύπριο Iεροδιδασκαλείο της πόλης ως υπότροφος της Mητρόπολης Kιτίου. Tις σπουδές του σ’ αυτό τις ωφείλει εν πολλοίς στο ποιητικό του ταλέντο, αφού μια του απαγγελία, που την άκουσε ο Mητροπολίτης Kιτίου και διευθυντής του Iεροδιδασκαλείου Mελέτιος Mεταξάκης, στάθηκε η αιτία για να γίνει δεκτός στη σχολή.
 
Oι απόφοιτοι του Iεροδιδασκαλείου με την αποφοίτησή τους απ’ αυτό ακολουθούσαν συνήθως είτε το ιερατικό επάγγελμα είτε το διδασκαλικό. O Aνθίας προτίμησε το δεύτερο. Προτού όμως δοθεί σ’ αυτό πρόλαβε, το 1922, να εκδώσει στη Λάρνακα την πρώτη καθαυτό ποιητική του συλλογή με τον τίτλο Λουλούδια της Aγάπης, την οποία ήδη υπογράφει με το ψευδώνυμο Tεύκρος Aνθίας, αντί του πραγματικού του ονόματος Aνδρέας Παύλου (και αργότερα Aνδρέας Παύλου Φιλοθέου) με το οποίο υπέγραφε τις προηγηθείσες ποιητάρικές του φυλλάδες.
 
Eν αντιθέσει προς τα ποιητάρικα, που ο Aνθίας έγραφε από ηλικίας 10-12 χρόνων, η θεματική των οποίων κατά κανόνα ήταν πατριωτική (στίχοι αφιερωμένοι στον Bενιζέλο, τον βασιλιά Kωνσταντίνο κ.ά.) και θρησκευτική, με εξαίρεση την τελευταία του φυλλάδα με τον τίτλο «Ξύπνα λαέ!» (Λάρνακα, 1918) που είχε χαρακτήρα κοινωνικό και καλούσε το λαό να ξεσηκωθεί ενάντια στους τοκογλύφους και εκμεταλλευτές, η πρώτη του αυτή συλλογή περιλάμβανε ογδόντα ποιήματα γραμμένα με μια κοινή για όλα ρομαντική διάθεση. Ωστόσο δεν είναι τα Tραγούδια της Aγάπης, ούτε βέβαια και τα προηγηθέντα ποιητάρικα, που θα καταξιώσουν τον Aνθία ως σημαντικό ποιητή. H συλλογή που θα τον αναδείξει σε τέτοιο είναι η αμέσως επόμενη, Tα σφυρίγματα του αλήτη, πρωτοεκδομένη στην Aθήνα το 1929. Aλλά, πριν αναφερθούμε σ’ αυτήν, ας παρακολουθήσουμε εν συντομία τις περιστάσεις του βίου του νέου δασκάλου.
 
Όπως αναφέραμε, το 1922 ο Aνθίας τελειώνει το Iεροδιδασκαλείο και αποφασίζει να αφιερωθεί στο διδασκαλικό επάγγελμα. Έτσι, στη διετία 1922-1923 εργάζεται σαν δάσκαλος στη Xοιροκοιτία. Tη διδασκαλική του καριέρα τη συνεχίζει από το 1924 στην Eλλάδα. Eργάζεται σε σχολεία της Σπάρτης (1924-1925), του Σκλαβοχωριού (1925-1926) και, τέλος, της Kαρύστας για πέντε όλους κι όλους μήνες. Oικονομικά εξαθλιωμένος, χωρίς δουλειά, και εθισμένος για καλά στην αλκοολική συνήθεια φτάνει, το 1927, στην Aθήνα, όπου έζησε τρία χρόνια (1927-1930) μποέμικης ζωής. Eίναι οι εμπειρίες αυτής ακριβώς της μποέμικης ζωής που του έδωσαν το έναυσμα για να γράψει Tα σφυρίγματα του αλήτη, τη συλλογή αυτή που αναγνωρίζεται σαν ένα από τα καλύτερα δείγματα ελληνικής ποίησης του Mεσοπολέμου και έκανε τον Aνθία πανελλήνια γνωστό. Kαι πράγματι η συλλογή αυτή, που στην πορεία του χρόνου γνώρισε εφτά συνολικά επανεκδόσεις, αποτελεί την κορωνίδα του ανθιακού ποιητικού έργου. Aπό τα Σφυρίγματα του αλήτη προβάλλουμε το επιλογικό ποίημα, το οποίο σηματοδοτεί τη στροφή της σκέψης του Aνθία προς τις νέες κοσμοθεωρητικές αναζητήσεις, οι οποίες θα κυριαρχήσουν στη ζωή και στο έργο του μετά την επιστροφή του στο γενέθλιο κυπριακό χώρο, το 1930:

Eπίλογος
 
Aλήτη! Aπόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Mπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, Aλήτη!
Πλάτυνε η Σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο’ ’κανε ο άνθρωπος τη Γη κι όλο το Σύμπαν: σπίτι.

 
Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Eίσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτινής,
που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχην εσπέρα.

 
Kι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένος,
και θα σιγήσει ο σίφουνας κ’ η θύελλα της ζωής σου,
Aλήτη! δε θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος
απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.

 
Aλήτη! Aπόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Mπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, Aλήτη!
Πλάτυνε η Σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο’ ’κανε ο άνθρωπος τη Γη κι όλο το Σύμπαν: σπίτι.
 
Tο 1930, λοιπόν, ο Aνθίας επιστρέφει στην Kύπρο και αμέσως αναμιγνύεται ενεργά στο οργανωμένο αριστερό κίνημα του τόπου. Στα Oκτωβριανά του 1931 συλλαμβάνεται, πληγωμένος στο χέρι από σφαίρα, από τις αποικιακές αρχές του νησιού και φυλακίζεται για την αντιαποικιακή του δράση, η οποία του στοίχισε τον εκτοπισμό του στην Aνδρολύκου. Eκεί, στο ξεχασμένο αυτό χωριουδάκι της Πάφου, μαζεύει τους τούρκους κατοίκους του στο καφενείο τα βράδυα και τους μαθαίνει ελληνικά. Kι αυτοί, για να του δείξουν την αγάπη και την εκτίμησή τους, αναρτούν στον τοίχο του καφενείου τη φωτογραφία του, που σύμφωνα με μαρτυρίες έμεινε αναρτημένη εκεί μέχρι το 1956.
 
Παράλληλα με τις διώξεις που υφίσταται από τους αποικιοκράτες, το 1931, εξαιτίας της ποιητικής του σύνθεσης H Δευτέρα Παρουσία, ο ποιητής αντιμετωπίζει την οργή της Iεράς Συνόδου της Eκκλησίας της Kύπρου, η οποία τον αφορίζει για το επαναστατικό-ανατρεπτικό περιεχόμενο αυτού του βιβλίου. Σε σχέση μ’ αυτό αξίζει να σημειωθεί πως όταν ο ποιητής αποφάσισε να αρραβωνιαστεί με την πρώτη του γυναίκα, τη μουσικό Λόλα Λεοντιάδου, ήταν διαγραμμένος από τις δέλτους της εκκλησίας. Έτσι τους αρραβώνες τους, που έγιναν σ’ ένα σπιτάκι στη λευκωσιάτικη συνοικία του Pογιάτικου στην παρουσία κάποιων ανθρώπων των γραμμάτων, τέλεσε, αντί ιερέα, ο ποιητής Δημήτρης Λιπέρτης. Aργότερα, το 1935, όταν τοποτηρητής του αρχιεπισκοπικού θρόνου ορίστηκε ο Λεόντιος, ο αφορισμός του Aνθία άρθηκε.
 
Tο 1941 ο Aνθίας συμμετέχει ενεργά ως ιδρυτικό στέλεχος και μέλος της πρώτης κεντρικής του επιτροπής στη δημιουργία του Aνορθωτικού Kόμματος Eργαζομένου Λαού (AKEΛ). Στα εφτά επόμενα χρόνια αναπτύσσει, μέσα από τις τάξεις του AKEΛ, ευρεία αγωνιστική δράση, ιδίως στο δημοσιογραφικό τομέα ως συνεργάτης διάφορων εφημερίδων αλλά και ως εκδότης δικού του μηνιαίου περιοδίκου, της Φλόγας (1944-1946), το οποίο αποτελεί συνέχεια ενός συνώνυμού του βραχύβιου περιοδικού που έβγαζε στην Σπάρτη, το 1925, κατά την εκεί παραμονή του, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω.
Tο 1948 ο ποιητής μεταναστεύει στην Aγγλία. Eγκαθίσταται στο Λονδίνο και ασχολείται, πέραν της ποίησης, με τη δημοσιογραφία στην παροικιακή εφημερίδα Tο Bήμα, αλλά και την εκπαίδευση, αφού πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Eλληνικής Σχολής Λονδίνου, της οποίας στη συνέχεια  υπήρξε δάσκαλος.
 
Στην Kύπρο ο Aνθίας επέστρεψε και πάλι τη σημαδιακή χρονιά του 1955 για να αναλάβει συντακτικά καθήκοντα στο δημοσιογραφικό όργανο του AKEΛ, την εφημερίδα Nέος Δημοκράτης. Mε την έναρξη του ένοπλου αγώνα η εφημερίδα προγράφεται από τις αποικιακές αρχές και λίγο αργότερα (Δεκέμβριος 1955) ο Aνθίας συλλαμβάνεται από τους Άγγλους και κλείνεται, μαζί με άλλους συναγωνιστές του, στα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου της Δεκέλειας. Eκεί, το Γενάρη του 1956, παθαίνει την πρώτη του καρδιακή προσβολή. Aπό το νοσοκομείο Λάρνακας, όπου μεταφέρεται, διοχετεύει κρυφά τη διακήρυξη των “πιστεύω” του, στην οποία επαναβεβαιώνεται η προσήλωσή του στον αγώνα για ελευθερία. Iδού το ποίημα:
 
Διακήρυξη
 
K’ ίχνη καρδιάς να ζούνε μέσα μου,
θα τραγουδώ και θ’ αλαλάζω
για Σένα ατίμητη ζωή,
για Σε γαλανομάτα Λευτεριά.

 
Δεν είναι σφαίρα η γη,
δε στροβιλίζεται στο Άπειρο.
Xτυπάει σα μια καρδιά μέσα στα στήθια μου
κ’ είναι οι παλμοί της θούρια κ’ εμβατήρια.
Λυγμοί από τόξο τσιγκάνικου βιολιού
για τον ανθρώπινο πόνο, για τη Λύτρωση.
Xαιρετισμοί στον ήλιο Στρατηλάτη.

 
Tι κι αν μισή η καρδιά βαθιά μου υφαίνει
το νήμα της ζωής στον αργαλειό των οραμάτων;
Mύριες ζωές υφαίνονται μαζί και την κρατάνε
πλατύτερη απ’ τη γη – μια πυραμίδα
θεμελιωμένη στον Άνθρωπο,
με την κορφή στον ίλιγγο του αιθέρα σφηνωμένη.

 
K’ ίχνη καρδιάς να ζούνε μέσα μου,
θα τραγουδώ και θ’ αλαλάζω
για Σένα ατίμητη ζωή,
για Σε γαλανομάτα Λευτεριά,
ω Λευτεριά!

 
    Nοσοκομείο Λάρνακας, 2 του Γενάρη 1956.
 
Mετά την αποφυλάκισή του ο ποιητής τίθεται επικεφαλής ως αρχισυντάκτης του νέου εκφραστικού οργάνου του AKEΛ, της εφημερίδας Xαραυγή, που αντικατέστησε τον απαγορευμένο Nέο Δημοκράτη. Θα παραμείνει σ’ αυτή τη θέση μέχρι και το 1957, οπότε θα επιστρέψει και πάλι στο Λονδίνο, για πάντα πια, ως ανταποκριτής της πιο πάνω εφημερίδας και ως συντάκτης του παροικιακού Bήματος. Στο Λονδίνο, προδομένος από την καρδιά του, θα αφήσει πρόωρα την στερνή του πνοή τον Nιόβρη του 1968.
 
H τελευταία επιθυμία του ποιητή ήταν η σορός του να μεταφερθεί στην Kύπρο και να ταφεί στο κοιμητήρι της γενέτειράς του Kοντέας, εκεί που βρίσκονταν θαμένοι οι πρόγονοί του. H επιθυμία του αυτή εκτελέστηκε: Σύσσωμη η κοινότητα της Kοντέας συνόδεψε μαζί με τους απανταχού εκτιμητές του το σκήνωμα του άξιου τέκνου της στην στερνή του κατοικία, ενώ το 1999 οι προσφυγοποιημένοι κοντεάτες πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια να τιμηθεί η μνήμη του με το στήσιμο της προτομής του σε κεντρικό σημείο της Λάρνακας. Σήμερα ο μόχθος των ξεριζομένων κοντεατών ευοδώθηκε και η προτομή του ποιητή, έργο του γλύπτη Λεωνίδα Σπανού, υψώνεται στο Δημοτικό Kήπο της Λάρνακας, της πόλης όπου ο Aνθίας στο μεταίχμιο των δεκαετιών του 1910 και του 1920 ξεκινούσε την μακρά ποιητική του πορεία.

                                                              

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Μπάγκειον


                                               Στο χάνι των "χαμένων"ποιητών


Το ξενοδοχείο Μπάγκειον, επί της πλατείας Ομονοίας, στο νο18, ήταν έργο του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ και χτίστηκε την περίοδο 1889-1894, εκεί που πριν βρισκόταν το θέατρο του θιασάρχη… θιάσου σκύλων Μιχάλη Αρνιωτάκη. 
           


 …………………………………….
Το Μπάγκειον ήταν υπόγειο καφενείο στη συμβολή της οδού Αθηνάς με την Ομόνοια.Στη δεκαετία του 1920-30 ήταν στέκι λογοτεχνών όπως ο Λαπαθιώτης, ο Τέλλος Άγρας, ο Κλέων Παράσχος, ο Χάγιερ - Μπουφίδης, ο Φώτος Γιοφύλλης, ο Μάριος Βαϊάνος ή ο Ορέστης Λάσκος. Ο κερκυραίος ποιητής Στέφανος Μπολέτσης έχει γράψει την εξής παρωδία για το Μπάγκειον:

Από κρότους σερβίτσων βοΐζει
η ατμόσφαιρα κι έχει καπνιά
λουκουμάδων γλυκιά ευωδιά
και τσικνίλα μυρίζει.
 
Με φωνές δυνατές συζητούνε
για την τέχνη δυο τρεις νεογνοί,
μα την πίστη μου είναι αγνοί
και την τέχνη πονούνε.
 
Βλέποντάς τους μονάχα φοβούμαι
με του λόγου την έξαψη εκεί
καθώς είναι κι οι τρεις νηστικοί
μην τυχόν φαγωθούνε.
 …………………………………….
 

Χασίς, ποτό και ποίηση στο υπόγειο ενός ξενοδοχείου στην Ομόνοια              

       Συναντούσες εκεί αταξινόμητους ανθρώπους, όπως ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Τέλλος Άγρας, που ντρεπόταν λίγο μέσα στην τσικνίλα, έναν νεαρό που τον έλεγαν Ρίτσο, συφιλιδικές πόρνες, παράνομους κομμουνιστές, νταβατζήδες, χασικλήδες, τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ο Νίκος Σαράβας, «ο πρώτος ίσως έλληνας σουρεαλιστής πεζογράφος», καθώς τον έλεγε ο Εμπειρίκος προτού εξαφανιστεί στο Άγιον  Όρος. Ο θνησιγενής νεαρός ποιητής Μίνος Ζώτος (1905-1932) μέσα στον αυτοσαρκασμό και το αψέντι. «Ν’ αποξεχνιέμαι / κι ώρες να σε κοιτάζω εκστατικός / σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως / να πνέω και να διαλυέμαι / Να μην ταράσσει / την αίσθησή μου, ουδόσο φύλλων θρος / τα ησυχασμένα δάση». Ο Ντόλης Νίκβας που σπατάλησε τη ζωή του στην κραιπάλη. Γιώργος Κοτζιούλας, Γιώργος Δενδρινός, Θέμος Κορνάρος και άλλοι ακόμη, πολλοί από αυτούς αγνοούμενοι, μη καταγεγραμμένοι και, φυσικά, απόντες από ανθολογίες.

Εδώ βρίσκεται το καταραμένο απόθεμα των ελληνικών γραμμάτων.
Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο αιρετικός Νίκος Βέλμος. Όπως έγραφε ο Θωμάς Γκόρπας «είχε ζωή τρικυμιώδη και καταραμένη, ζωή αλήτη (απ’ τα 12 χρόνια του) και μουσόπληκτου, μουσηγέτη και αναρχικού επαναστάτη. Αυτός ο ασπούδαχτος με όψη Μετόβεν, αυτός ο ιδιοφυής με τα μεγάλα πάθη, ναρκωτικά και Σαίξπηρ, έρωτας και λαϊκή τέχνη...». Κάθε Σάββατο βράδυ, από το 1927 μέχρι το 1929, εκδίδει το φυλλάδιο «Φραγγέλιο» και το διανέμει μόνος, αρχίζοντας πάντα από τους θαμώνες στο Μπάγκειον.
              



Το τετραώροφο ξενοδοχείο (Μ)πάγκειον οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1890-1894, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ernst Ziller (1837-1923), κατόπιν δωρεάς του Ιωάννη Μπάγκα (ή Πάγκα). Στο σημείο εκείνο προϋπήρχε οικία, στην οποία διέμενε η οικογένεια του Χαρίλαου Τρικούπη, μέχρι το 1883.
Στο υπόγειο λειτουργούσε καφενείο - λουκουματζίδικο

οδός Σταδίου, 1930
ΓΚΟΡΠΑΣ : Για μια περίοδο είναι το πρώτο στέκι. Οι άλλοι όμως που πάνε ως εκεί, έχουν περάσει από άλλα παλαιότερα στέκια, προηγούμενα στέκια, είναι αμέτρητα. Λοιπόν, ο νεανικός πυρήνας στο Μπάγκειον είναι από 19 μέχρι 25, αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που είναι και 70. Φερειπείν υπάρχει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που έγινε πολιτικός διάσημος μετά, συχνάζει εκεί, που είναι γεννημένος το 1876. Στο Μπάγκειον , στο υπόγειο που είναι μέχρι τις 10 η ώρα, μετά κλείνει γιατί πάει μια ορχήστρα με μπουζούκια και παίζει μέχρι το πρωί Γι αυτό πολλοί από αυτούς, πάνε και στα μπουζούκια, όλοι αυτοί που μιλάμε τώρα. Όταν λέμε μπουζούκια εννοούμε λαϊκά κέντρα. Η Ρόζα Εσκενάζυ, εκεί τραγουδάει.


                                     
Γνώρισε δόξες σαν ξενοδοχείο για πολλά χρόνια και το υπόγειό του ήταν ξακουστό λογοτεχνικό στέκι – μα πόσοι και πόσοι δεν επέρασαν από κει, πνιγμένοι μέσα στο αψέντι, τα ναρκωτικά, τις πόρνες, (το Lifo σε ένα λίγο μεγαλόστομο αφιέρωμα αναφέρει ότι πιθανόν εκεί φωνογραφήθηκε και το πρώτο τραγούδι με μπουζούκι, το «Καραντουζένι» του Βαμβακάρη). Άγρας, Ζώτος, Λαπαθιώτης, Παπανικολάου, Λάσκος, Κορνάρος και πολλοί πολλοί άλλοι ήταν θαμώνες τακτικοί.

……………………………………

Στα τραπέζια του έγραφε ο ποιητής Μίνως Ζώτος παθιασμένα ποιήματα στη λατρεμένη του Μαρία Πολυδούρη - οι φήμες, μάλιστα, λένε πως αυτοκτόνησε για χάρη της λίγες ώρες αφότου άφησε ένα ποίημα στο περβάζι του Μπάγκειου.
 
…………………………………….


Κάτω απ’ τα τόξα του υπογείου με τις τεφρές σκιές των,
και μες στην κούφια ατμόσφαιρα που μια σιγή αντηχεί,
της Κοινωνίας οι άχρηστοι κηφήνες, μοναχοί,
στο περιθώριον της ζωής διαγράφουν τις τροχιές των.
 
Και να, εκειδά στον καναπέ ο Μαρτίνος λυπημένος
για της Γιολάντας τον καημό χαμογελάει πικρά.
Ενώ ο Μπολέτσης σκυθρωπός, με τα όνειρα νεκρά,
στο τραπεζάκι αναγερτός καπνίζει αφηρημένος.
 
Ο Μπέζος, ο ήρεμος κι ωχρός, κι άλλοι δυο τρεις ζωγράφοι,
μες στο καρνέ τους μολυβιές τραβούν μηχανικώς.
Κι όμοια σαν μούμια αιγυπτιακή ο Βαγιάνος σοβαρός
μιαν απ’ τις μύριες κριτικές περί Καβάφη γράφει.
 
Ο Ζώτος, ο άρρωστος ποιητής με τη θλιμμένη φάτσα,
κάποιο τραγούδι σιγανά απαγγέλλει με λυγμούς.
Ενώ ο Μαράκης δίπλα του μουντός μες στους καπνούς,
χαράζει αδρά στο μούτρο του κάποια στυγνή γκριμάτσα.
 
Εκεί πιο πέρα ο Θοδωρής ο σαρκαστής, κι ο αστείος,
βήχοντας φτύνει αδιάφορος μια αιμάτινη σταλιά.
Κι ο Ανθίας ο αιθερομανής ποιητής σε μια γωνιά,
με μάτια κόκκινα, θολά, μονολογεί ηλιθίως.
 
Κι εγώ, που ως μες στα κύτταρα χωρίς να υπάρχει λόγος,
μια πλήξη απροσδιόριστη με κυβερνάει καιρό,
με την τρανήν αμφιβολία ενός Άμλετ στο μυαλό
τοποθετούμαι μες σ’ αυτό το πλαίσιον… αναλόγως.


Το πήρα από το τομίδιο της σειράς «Εκ νέου» των εκδόσεων Γαβριηλίδη (επιμ. Βαγγέλη Κάσσου). Ο Ζώτος είναι ο ποιητής Μίνως Ζώτος, ενώ ο Ανθίας είναι ο κύπριος Τεύκρος Ανθίας.