Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Μίνως Ζώτος


Μίνως Ζώτος            
Νεοχώριο Μεσολογγίου 1905 – Νεοχώριο 1932
Ποιητής στη σκιά της φυματίωσης και του έρωτα…

ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ (1905-1932)

Ο Μίνως Ζώτος γεννήθηκε στο Νιοχώρι Παραχελωίτιδος. Τέλειωσε το δημοτικό σχολείο στη γενέτειρά του, το Σχολαρχείο στο Αιτωλικό και το Γυμνάσιο στο Μεσσολόγγι. Το 1922 γράφτηκε στη νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και με μεσολάβηση του Μιλτιάδη Μαλακάση διορίστηκε βοηθός ταμία στο Δήμο Αθηναίων. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του, καθώς σύντομα αφοσιώθηκε στην ποίηση και την ξέφρενη ζωή. Το 1928 γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη που στάθηκε ο έρωτας της ζωής του. Ο θάνατός της το 1930 επιδείνωσε την κατάσταση της ήδη βεβαρημένης υγείας του. Παρά τις προσπάθειές του να ξαναβρεί τις δυνάμεις του και την επιστροφή του στο χωριό του το φθινόπωρο του 1932 πέθανε από φυματίωση το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου σε ηλικία εικοσιεφτά μόλις χρόνων. Στο χώρο της ποίησης ο Μίνως Ζώτος πρωτοεμφανίστηκε το 1923 από τις σελίδες του περιοδικού Μούσα. Κείμενά του δημοσίευσε σε περιοδικά όπως τα Βίγλα (Μεσολογγίου), Νεοελληνική Τέχνη, Νέα Εστία, Πνοή, Κίτρινος Γάτος, Ελληνική Επιθεώρησις. Συνολικά εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές και δημοσίευσε λίγα κριτικά άρθρα και ποιητικές μεταφράσεις. Η τελευταία του συλλογή ποιημάτων με τίτλο Σουρντίνα εκδόθηκε μετά το θάνατό του σε συλλογική έκδοση με τίτλο Άπαντα. Το ποιητικό του έργο τοποθετείται χρονικά στους νεώτερους εκπροσώπους της ελληνικής μεσοπολεμικής ποίησης και εμφανίζει επιρροές από τα ρεύματα του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού και από ποιητές όπως ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Κώστας Καρυωτάκης. Η γραφή του είναι έντονα λυρική και συχνά ρομαντικής υφής. 
…………………………………….
 
Ο ΙΠΠΟΤΗΣ
 
Ήταν ιππότης. Κάτι έπρεπε να ‘ναι
Κι ήταν ιππότης. Ελαμποκοπούσε
Χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε
Λευκό στο καπελίνο του φτερό.
 
Αμίλητος καβάλα στ’ άλογο του
Χώρες περνούσε κι άφηνε ζητώντας
Τον κίνδυνο, που αντίκριζε γελώντας
Ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.
 
Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του,
Κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,
Ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε
Πλατύτερος, να πάει, στον ουρανό...
 
Ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
Με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
Στον πύργο την κυρία την ντελικάτη
Ή την αρχοντοπούλα την μικρή,
 
Αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη,
Την ένδοξη παράδοση ετιμούσε,
Κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε
Και λευτεριά τους χάριζε ιερή...
 
Μα εκείνες που δεν ήξεραν του έκαιγαν
Θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτα τους
Κι έταζαν την αχρείαστη ομορφιά τους
Στην τόλμη του για δώρο προσφερτή...
 
Δεν το χωρούσε ο νους των, δεν μπορούσαν
Να νοιώσουν μια θυσία τόσον ωραία
Για της ευγένειας μόνο την ιδέα
Και για της ιπποσύνης την τιμή.
…………………………………….
Ο ποιητής Μίνως Ζώτος 
 
Ο Ζώτος, ένας από εκείνους που έφεραν το καινούργιο ποιητικό ρίγος ανάμεσα στο 1920 και στο 1930 και άνοιξαν το δρόμο για τον Εμπειρίκο, τον Σεφέρη και τους άλλους, έζησε και πέθανε τραγικά. Φυματίωση, φτώχια, πιοτό, ξενύχτι, απελπισμένοι έρωτες και μέγα πάθος για μια νέα ποίηση, μια ζωντανή γλώσσα, μια Ελλάδα καλύτερη…

Δεν είναι τυχαίο ότι κι ο κορμός της ποιητικής γενιάς του ’20 σε μεγάλο βαθμό αποτελέσθηκε από συμπατριώτες μας: Γιώργος Τσουκαλάς, Στάθης Ζαρκιάς, Γιώργος Αθάνας, Θόδωρος Σκουρλής, Χάρης Σταματίου, Τάκης Μπαρλάς, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Θωμάς Λαλαπάνος, Δημήτρης Γαλάνης, Τάκης Μαυροκέφαλος, Γερ. Κασόλας κ.ά. Και δεν ήταν τυχαίο επίσης πως ένας, ο πιο σημαντικός, από τους κρίκους που συνδέουν την παλιά, πριν το 1900, ποίησή μας με την καινούργια είναι ο Μαλακάσης. Ο ποιητής του «Τάκη Πλούμα» και των άλλων αριστουργημάτων των εμπνευσμένων από την ιδιαίτερη πατρίδα του, στα μεσοπολεμικά χρόνια θ’ ανταποδώσει με πολλή αγάπη και στοργή τη λατρεία που του είχαν οι καταραμένοι ποιητές της «Χαμένης γενιάς» (Καρυωτάκης, Ζώτος, Πολυδούρη, Λάσκος, Ανθίας, Μπολέτσης και άλλοι) των οποίων το στέκι, το υπόγειο λουκουματζίδικο στο ξενοδοχείο «Μπάγκειον» της Ομονοίας, θα φτάσει σαν θρύλος σε μας τους νεότερους. Κι ας σημειώσουμε εδώ, ότι ένας ακόμα λαμπρός ποιητής και ακέραιος διανοούμενος που τους δίνει την αγάπη και το κύρος του, τότε που αυτοί οι απόγονοι του Ρεμπώ, του Μορεάς και του Απολλιναίρ αναστατώνουν την Αθήνα με τη νεότερη ποίησή τους, αλλά και την ανατρεπτική κοινωνική συμπεριφορά τους, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, από τη μάνα του είναι μεσολογγίτης. Μια τρίτη προσωπικότητα, ο σπουδαίος μεσολογγίτης ποιητής, αισθητικός και μεταφραστής Μίμης Λιμπεράκης τους δίνει επίσης την εύνοιά του.

Η «Φαντασμαγορία», το «Περιδέραιο», είναι απ’ αυτά τα ποιήματα που καθόριζαν το ποιητικό μέλλον του Ζώτου.

Σαρκασμός, αυτοσαρκασμός, ευαισθησία εύθραυστη στο έπακρον. Πάθη της πόλεως και της νύχτας. Έρωτας για τα κορμιά και για τα πράγματα. Εικόνες με μια κινητικότητα μέσα τους. Και ένα στοιχείο που το συναντούμε μόνο στους προικισμένους δημιουργούς της εποχής του, η αγωνία και ο αγώνας του για το πλάσιμο μιας γλώσσας, που θα βγάλει οριστικά άχρηστη την «δημοτική» των Παλαμάδων, πριν ακόμα φτάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.

Ο Μίνως Ζώτος υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους έρωτες της Μαρίας Πολυδούρη: οι άλλοι δυο ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης κι ο Γιάννης Χονδρογιάννης. Η απαγγελία του στίχων υπήρξε μαγική, απάγγελνε από στήθους και καθήλωνε. Ήτανε ολόκληρος ποτισμένος με ποίηση. Και υπήρξε θρυλική όσο και του Λάσκου –αυτού εντυπωσιακή, με θεατρικά μέσα..

Ο Ζώτος, ένας από τους τελευταίους μποέμηδες, της λεγόμενης τώρα παλιάς εποχής, έβρισκε τη ζέστη ή τη δροσιά έξω από την πληκτική, άθλια εργένικη κάμαρα, στα χειμωνιάτικα υπόγεια με τα πολλά χνώτα, το αψέντι και το κρασί, στα υπαίθρια ξενυχτάδικα, στον Βασιλικό Κήπο και το Ζάππειο, στους περιπάτους ώς την Καστέλα κι ώς το Μενίδι…

Η ζωή του υπήρξε αυθεντική και πρωτότυπη όπως κ’ η ποίησή του. Σήμερα παραμένει λησμονημένος. Οι νεότεροι, ακόμα κ’ οι συμπατριώτες του δεν ξέρουν ότι υπήρξε κάποτε, πόνεσε κι έγραψε. Όμως το μέλλον ανήκει μόνο στους ποιητές της ράτσας του Ζώτου.
 
Θωμάς Γκόρπας

…………………………………….
 
Το ποιητικό έργο του Μίνου Ζώτου
 
Το σύνολο του ποιητικού έργου του Μίνου Ζώτου δεν είναι εκτεταμένο, αφού μέσα στα δέκα περίπου χρόνια της ποιητικής του ζωής (πέθανε, όπως είναι γνωστό προτού συμπληρώσει τα 28 του χρόνια) 1 δεν πρόλαβε ούτε να το αναπτύξει ούτε να το κορυφώσει. Παραταύτα, όμως, κρινόμενο και ως ποσότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί ευκαταφρόνητο. Απαρτίζεται από τρεις ποιητικές συλλογές κι απ’ άλλα «σκόρπια» ποιήματα δημοσιευμένα, κατά καιρούς, σε διάφορα έντυπα αλλά και από ποιήματα που δεν είδαν στο φως της δημοσιότητας. Θα προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε τηρώντας τη χρονολογική σειρά.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μίνου Ζώτου τυπώθηκε το έτος 1929 και κυκλοφόρησε με τον τίτλο: Βήματα. Χωρίζεται σε δυο ενότητες με τις επιγραφικές ενδείξεις: «Λησμονημένοι σκοποί» και «Βήματα». Περιλαμβάνει, συνολικά, 36 ποιήματα. Η στιχουργική γραφή ακολουθεί παραδοσιακές φόρμες. Οι στίχοι ομοιοκαταληκτούν σταυρωτά. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα που τιτλοφορείται «Σιγά-Σιγά»
 
«…Σιγά-σιγά. μη βιάζεσαι ζωή. Φρόνιμα τώρα.
Τα θέλγητρά σου σπάταλα κι αν σκόρπιζες μπροστά μου,
εγώ σου ακριβοπλήρωσα τ’ απατηλά σου δώρα,
μ’ όλους, θαρρώ τους πόθους μου και μ’ όλα τα όνειρά μου.
………………………………………………………
Το βλέπω πια. υστερόβουλη, ζωή, μου εφάνεις. Τώρα
στάλα τη στάλα ράθυμα θα πιω το νέο ποτήρι.
κι αν είναι αργά και θάνατός μου γίνει απά στην ώρα
Θα μ’ εύρει σαν τον άτρομο, καλό καραβοκύρη…»

Όπως συμπεραίνεται εκ των υστέρων, όταν έγραφε αυτό το ποίημα ο Μίνως Ζώτος, είχε διαισθανθεί τη σύντομη διάρκεια και την αναγκαστική σμίκρυνση του βιολογικού του κύκλου.

Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Μίνου Ζώτου τυπώθηκε στα 1930 και κυκλοφόρησε τον ίδιο χρόνο με τον τίτλο Αφιέρωμα. Είναι χωρισμένη στις ενότητες: «Αφιέρωμα» και «Ο εξόριστος». Απαρτίζεται από τριάντα δύο (32) ποιήματα παραδοσιακής στιχουργικής μορφής. Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής αυτής είναι και το τιτλοφορούμενο «Περιδέραιο» από το οποίο αποσπούμε χαρακτηριστικές στροφές:
 
«… Ν’ αποξεχνιέμαι
κι ώρες να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι
Να μη ταράσσει
καθώς θα μπαίνω στο είναι σου ελαφρός
την αίσθησή μου, ουδ’όσο φύλλων θρος
τα ησυχασμένα δάση…

Ώ έσφιξαν τώρα οι μέρες.
οι ώρες στένεψαν πολύ.
η ωραία στιγμή περίτρομο πουλί
που καρτερεί τη μπόρα.

Μαζί να πλέμε
κι εγώ να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι…»


Με το ποίημά του αυτό ο Μίνως Ζώτος δημιουργεί τέλεια υποβλητική ατμόσφαιρα σε βαθμό έκστασης. Η αίσθηση της ζωής σε άμεση αντιστοιχία με τη συνείδηση του θανάτου. Η μοναδικότητα και το ανυπέρβλητο της ερωτικής δύναμης. Η δικαίωση της αξίας της ζωής διαμέσου του ερωτικού συναισθήματος. Ο εξαγνισμός και η υπέρβαση της φθαρτότητας με την παντοδυναμία της Αγάπης.

Στο ειδικό μελέτημά του για το Μίνω Ζώτο, ο Δημήτρης Γιάκος αναφέρει την πληροφορία πως όταν ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης διάβασε σε χειρόγραφο το ποίημα τούτο, πλημμυρισμένος από αισθητική συγκίνηση άφησε το χαρτί να πέσει απ’ τα χέρια του….


Η τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του Μίνου Ζώτου, με τον τίτλο Σουρντίνα δεν τυπώθηκε όσο ζούσε ο ποιητής. Ούτε κυκλοφόρησε σε ξεχωριστό βιβλίο μετά το θάνατό του. Καταχωρήθηκε στα ’παντά του, δηλαδή στον τόμο που εκδόθηκε τιμητικά από την Κοινότητα Νεοχωρίου, με την επιμέλεια του Κ. Σ. Κώνστα.

Η συλλογή Σουρντίνα χωρίζεται σε πέντε ενότητες που έχουν τους εξής τίτλους: «Σουρντίνα», «Νότες», «Η Τούλα», «Το Τραγούδι» και «Στο περιθώριο». Απαρτίζεται από σαράντα έξι (46) ποιήματα. Η ποιητική εργασία της Σουρντίνας κάλυψε την κοντινή προς το θάνατο περίοδο της ζωής του Μίνου Ζώτου. Είναι διαποτισμένη από αγωνία και πόνο.

Στις περισσότερες λυρικές συνθέσεις αυτής της περιόδου συναντάμε μια έντονη μελαγχολία ή μια κραυγαλέα χαρά για ζωή ως αντίδραση κι αντίσταση στην επερχόμενη μοίρα του θανάτου. Την ίδια εποχή ο ποιητής, όπως προκύπτει από ορισμένες επιστολές του, βιώνει τη ζωή όσο μπορεί πιο έντονα: Ερωτεύεται και απογοητεύεται. Γλεντάει και ξενυχτάει. Ματώνει και αδιαφορεί. Ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα ποιήματα αυτής της εποχής είναι το επιγραφόμενο «Το μαύρο περιστέρι» από το οποίο παραθέτουμε ορισμένους στίχους:
 
«…τα ξωτικά μου πήρανε το νου
κι εκεί που αρχίζει η θάλασσα η μεγάλη
απ’ τα ριζά του απόγκρεμου βουνού,
σε τούτο εδώ με ρίξανε ακρογιάλι,
π’ έχει μπροστά του πέλαο, βράχο πίσω
να μην μπορώ κοντά σας να γυρίσω.
………………………………………

Βοήθεια εγώ καμιά δεν καρτερώ
γιατί πηχτό σκοτάδι μας χωρίζει.
Σα μέσα σ’ άλλον έπεσα καιρό
και μια κατάρα ασήλωτη μ’ ορίζει
 
σε σας μηνώ καθένας να το ξέρει
 
με τούτο εδώ το μαύρο περιστέρι:

Είναι πολλά στο βίο τα ξαφνικά
κι απ’ την οργή της μοίρας φυλαχθείτε,
να μην σας βρουν και σας τα ξωτικά
και κάποιο βράδυ απάντεχα βρεθείτε
στα στοιχειωμένα μέρη στ’ ακρογιάλι,
 
εδώ που αρχίζει η θάλασσα η μεγάλη…»


Ο Μίνως Ζώτος, με το κακό προαίσθημα του θανάτου μέσα του, γύρισε στα 1932 στο χωριό του, οριστικά και αμετάκλητα αθεράπευτος από τη φυματίωση που φώλιασε στο στήθος του. Το τελευταίο του καλοκαίρι το πέρασε κάτω από αντίσκηνο, κοντά στο μοναστήρι «Αη-Γιώργης» του Ζυγού. Από εκεί, διωγμένος από τους καλόγερους, που φοβήθηκαν τη μεταδοτικότητα της νόσου, επέστρεψε στο χωριό του για να σβήσει τελικά στο σπίτι του, στην αγκαλιά της μάνας του το πρωϊ της 17ης Δεκεμβρίου του 1932.

Το προτελευταίο από τα είκοσι (20) εκτός σειράς ποιήματά του (καταχωρημένα κι αυτά στον τόμο των Απάντων του) έχει τον τίτλο «Δικαίωσις». Είναι στιχουργημένο με μέτρο και ομοιοκαταληξία σταυρωτή.

Πρόκειται για μια σαρκαστική φαντασίωση της μετά τον θάνατό του διαδικασίας. Θυμίζει ψαλμωδία κι έχει θαυμάσια εικονοπλασία. Θεωρείται αριστουργηματικό. Αξίζει να το παραθέσουμε:
 
«…Αγίων ψαλμοί και Αγγέλων κίνησις πολλή.
Η ανάκλησίς μου εν Ουρανοίς εορτή μεγάλη.
Εν νεφέλη αφαρπάζομαι. ’γγελοι εν στολή
προς το αναβήναι με κρατούν απ’ τη μασχάλη.
Και ιδού πομπή με δάδας και πυρσούς
 
με δέχεται εν οργάνοις. δεν απουσιάζει
εκ των Αγίων ουδείς, και μόνον ο Ιησούς
ολονέν και πλέον βαρύθυμος, πέραν μονάζει.

Μακαρίζω την τύχην. Ευτυχής εγώ
ότι ηξιώθην χάριτος. Εδόθη μοι όντως
 
λαμπρά δικαίωσις τον Θεόν να υμνολογώ
εκ δεξιών Αγίου Κλαυδίου του μειδιώντος…»


Ο Μίνως Ζώτος γνώριζε καλά πως δεν μπορούσε να νικήσει το θάνατο. Δεν παραδέχθηκε όμως, όπως φαίνεται, ποτέ την υπεροχή του. Δεν ταπεινώθηκε μπροστά στην ακατάβλητη δύναμή του. Δεν εκλιπάρησε και δεν ζήτησε παράταση ζωής. Αντιμετώπισε αγέρωχα τη μοίρα του. Και όταν πλησίασε η ώρα η … θριαμβική του Θανάτου σάρκασε, με ποιητικό τρόπο, το ζοφερό μεγαλείο της νίκης του.

Μόνο είκοσι επτά και μισό έτη έζησε στο φλοιό της γης ο Μίνως Ζώτος. Απ’ αυτά σχεδόν τα μισά τα πέρασε με τη συναίσθηση ότι η ασθένειά του ήταν ανίατη. Ίσως ήταν λίγα για μια ολοκληρωτική κατάκτηση της ποιητικής τέχνης. Ήταν όμως αρκετά για μια γνήσια λυρική περιγραφή του ψυχικού και συναισθηματικού του κόσμου, που εντυπωσιάζει με την ειλικρίνεια, συναρπάζει με τη ζωντανή εικονοπλασία, παρασύρει σε συμμετοχή και δημιουργεί άμεσες συγκινησιακές καταστάσεις για να δικαιώσει, τελικά, και την αγαθότητα της ποιητικής πρόθεσης και την ιερότητα της λυρικής αλλά «De Profundis» εξομολόγησης του Ανθρώπου.
 
Θ. Μ. Πολίτης
…………………………………….

Ο Ζώτος έζησε μια σύντομη ζωή που σήμερα θα την χαρακτηρίζαμε ως μποέμ, μαζί με Λαπαθιώτη και αρκετούς άλλους που σύχναζαν σε ύποπτα στέκια και διασκεδάσεις και προσπαθούσαν να ρουφήξουν τη ζωή ως το μεδούλι, σε μια εποχή που παρόμοια συμπεριφορά ήταν ασυγχώρητη. Αυτός είναι και ένας λόγος που συμπαθώ τόσο τη γενιά του 20, κι ας είναι ποιητικά ανολοκλήρωτη – έχει στην ποίηση και στη ζωή της έναν αναρχισμό, μια ανατροπή, μιαν απόκλιση, την ανεμελιά του περιθωρίου και την αψηφισιά του θανάτου (με την Πολυδούρη και πάλι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα..) Η περισσότερο «αστική» γενιά του 30 θα διορθώσει λίγο αυτούς τους ουτοπικούς καλπασμούς και θα συμβαδίσει πολύ πιο αρμονικά με το σύστημα.

 Οι ομότεχνοί του από τότε ψιθυρίζουν πως αυτό που πραγματικά τον σκότωσε ήταν ο παθολογικός του έρωτας για την Μαρία Πολυδούρη. Πιστός φίλος και θαυμαστής, ήταν από τους ολίγους που την επισκέπτονταν μέχρι το τέλος, ώσπου την λύτρωσε η ευθανασία που της προσέφερε μέσα από την μορφίνη, ένας άλλος θαυμαστής ονόματι Γεντέκος.

Δύο ποιήματα, με την γλώσσα όσο γίνεται ανέπαφη– σίγουρα θα αντιληφθείτε τις δύο βασικές επιρροές από Μαλακάση και Καρυωτάκη, μα και την υποδομή αυτές να μετεξελιχθούν σε προσωπικό ύφος. Η φυματίωση; Ο έρωτας; Άφησαν αυτήν την υπόσχεση μισή, ανεκπλήρωτη.


Το περιδέραιο

Ν’ αποξεχνιέμαι κι ώρες
να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι
 
Να μη ταράσσει
καθώς θα μπαίνω στο είναι σου ελαφρός
την αίσθησή μου, ουδ’ όσο φύλλων θρος
τα ησυχασμένα δάση
 
Ώ έσφιξαν τώρα
οι μέρες. Οι ώρες στένεψαν πολύ.
Η ωραία στιγμή περίτρομο πουλί
που καρτερεί τη μπόρα.
 
Μαζί να πλέμε
κι εγώ να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι.

…………………………………….
 
Ηδυπάθεια

 Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Σελήνη στα μεσούρανα εκαρφώθη.
Είναι η καρδιά μου, που άφησαν οι πόθοι,
Μια γλύκα θηλυκιά.
 
Είναι βαθιά σιωπή· ο ηδονικός
Κάματος αναπαύει πια τα γύρω,
Χαϊδευτικά με αγγίζει όλο το μύρο
Κι η ζέστα της σαρκός.
 
Ψυχή μου, αλήθεια; κι όπως προχωρώ
Δε με βαραίνει φόβος, σκέψη ολίγη;
Ω! ας μη μιλούμε κι έχουμε διαφύγει
Τον άγρυπνο φρουρό.
 
Στην τρυφερότη που έπνευσε, ξανά
Κρυφαναθρώσκει ολόβαθα η ορμή μου,
Κι απ’ τη θερμότη εθάρρεψε η ψυχή μου
Και μέλπει σιγανά:
 
«Γλυκιά που είν’ όλα εκεί! σε μυστική
συνένωση, να λέμε και να λέμε,
με το χρυσό σου αγκίστρι ψάρεψέ με,
σελήνη ερωτική».
 
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Η πλάση απ’ την αγάπη αποκαρώθη.
Ζητά η καρδιά, που σίμωσαν οι πόθοι,
Μια ζέστα θηλυκιά.
…………………………………….

Από την πρωτοποριακή ποιητική γενιά του 20(libver.gr)
 
Ο Ζώτος, ο άρρωστος ποιητής με τη θλιμμένη φάτσα,
κάποιο τραγούδι σιγανά απαγγέλλει με λυγμούς.
Ενώ ο Μαράκης δίπλα του μουντός μες στους καπνούς,
χαράζει αδρά στο μούτρο του κάποια στυγνή γκριμάτσα.

(από σατιρικό του Ορέστη Λάσκου για τους θαμώνες του Μπάγκειου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου