Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Βασίλης Ραφαηλίδης

                          Η ομάδα αίματος των καθαρόαιμων Ελλήνων


Του Βασίλη Ραφαηλίδη

Στο παρακάτω άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Έθνος" το μακρινό 1987, ο διανοητής Βασίλης Ραφαηλίδης αναλύει τις έννοιες του έθνους, του κράτους και του ρατσισμού στην Ελλάδα

ΟΛΕΣ οι συγχύσεις στην Ελλάδα ξεκινούν από την αδυναμία μας να ξεχωρίσουμε τις έννοιες «έθνος» και «κράτος», που σε καμία περίπτωση δεν είναι συνώνυμα. Η λέξη έθνος είναι σανσκριτικής καταγωγής και, στην κυριολεξία, σημαίνει «ομαιμοσύνη», δηλαδή ομοιότητα του αίματος των ανθρώπων που ανήκουν στην ίδια φυλετική ομάδα

Είναι φανερό, όμως, πως για να διατηρήσει» την «καθαρότητα» του αίματός της μια φυλή, και συνεπώς να λειτουργήσει σαν μια ευρεία οικογένεια, όπου όλα τα μέλη της θα είναι στενοί ή μακρινοί συγγενείς, πρέπει αυτή η φυλή να είναι καταρχήν ενδογαμική, δηλαδή τα μέλη της να παντρεύονται μεταξύ τους και οι επιμειξίες με αλλόφυλους να απαγορεύονται αυστηρά. Αλλά κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόνο σε πολύ κλειστές και πολύ πρωτόγονες κοινωνίες.

Σήμερα, πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχουν «καθαρές» εθνότητες, διότι δεν υπάρχουν κλειστές κοινωνίες. ΕΙΝΑΙ αυτονόητο, πως κανείς νομοθέτης εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια δε θα μπορούσε να διαφυλάξει την«καθαρότητα» του αίματος μιας φυλής. Άλλωστε, οι άνθρωποι δεν είναι άλογα ράτσας, ταγμένα στις ιπποδρομίες, ώστε να φροντίζουμε για την καθαρότητα του αίματός τους.

Και ωστόσο, δεν έλειψαν ποτέ οι μικρόνοες που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο σαν ζώο, περιορισμένο σ’ ένα οιονεί αναπαρα­γωγικό ιπποφορβείο. Και ο ρατσισμός είναι αυτό ακριβώς: Μια μεταφυσική και αυτόχρημα παρανοϊκή πίστη στην «καθαρότητα του αίματος της φυλής» -μια καθαρότητα που εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια ανήκει στην περιοχή του μύθου.

Αυτή η ολοφάνερα ανόητη πίστη, η τόσο διαδεδομένη ωστόσο, μας κάνει να νομίζουμε πως ο «χόμο σάπιενς» έχει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα, προκειμένου να γίνει όντως σοφός. Και εν πάση περιπτώσει, απ’ τον «χόμο. σάπιενς» πρέπει να αποκλειστούν εξαρχής οι ρατσιστές, που εδώ σε μας πήραν το ψευδώνυμο «εθνικόφρονες».

Που σημαίνει «άνθρωποι που φρονούν – σκέφτονται – εθνικά». Αλλά για να σκέφτεσαι εθνικά πρέπει να σκέφτεσαι… αιματολογικά. Δηλαδή, πρέπει να πιστεύεις πως το αίμα σου έχει μια ειδική ποιότητα, οπωσδήποτε καλύτερη απ” την ποιότητα οποιουδήποτε άλλου που ανήκει σε άλλη… ομάδα (εθνικού) αίματος.
Ο ρατσισμός, λοιπόν, είναι φασισμός. Και ο φασισμός είναι πρωτογονισμός, ακριβώς γιατί είναι ρατσισμός. Για ράτσες μιλούν σήμερα μόνο οι ζωολόγοι, οι κτηνίατροι και οι κρετίνοι. Κάθε «εθνικόφρων» λοιπόν κρύβει μέσα του ένα φασίστα.

Φυσικά, δεν είναι καθόλου τυχαίο που τα φασιστικά καθεστώτα στηρίχτηκαν στους «εθνικόφρονες». Ούτε είναι τυχαίο ακόμα, που η εθνικοφροσύνη έχει την τάση να πυκνώνει όσο προχωρούμε προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Από δω και η λογικότατη άποψη, πως η κουταμάρα πολώνεται προς τα δεξιά – χωρίς, δυστυχώς, να είναι αποκλειστικό της προνόμιο.

Διότι υπάρχει και μια… αριστερή κουταμάρα. Αλλά τουλάχιστον αυτή δεν έχει την… αιματολο­γική καθαρότητα της δεξιάς κουταμάρας, που είναι πολύ πιο εκνευριστική και, φυσικά, πολύ πιο επικίνδυνη.

Ανάμεσα σε δύο ηλίθιους θα διάλεγα τον αριστερό ηλίθιο απ΄τον οποίο κινδυνεύω λιγότερο, παρότι η ηλιθιότητα καθαυτή είναι έτσι κι αλλιώς επικίνδυνη. Και για να μη δημιουργηθούν παρανοήσεις, πρέπει να τονίσουμε πως η ηλιθιότητα είναι ιδιότητα υπαρξιακή και υπερκομματική. Κι αλίμονο στον έξυπνο αριστερό που θα συγκρουστεί με βλάκα αριστερό. Είναι από χέρι χαμένος, γιατί η βλακεία έχει τη δύναμη να μετακινεί όρη, όπως ακριβώς και η πίστη.

ΤΟ ΕΘΝΟΣ, λοιπόν, είναι ένας αρχαϊσμός και ένας αταβισμός. Επιβιώνει ως έννοια για να δημιουργεί στα απλοϊκά μυαλά την ψευδαίσθηση της συνοχής και της συνέχειας μιας μικρής ή μεγάλης ομάδας ανθρώπων, που συνεχίζουν να πιστεύουν, γιατί έτσι θέλουν, πως ανήκουν σε μια πολύ μεγάλη οικογένεια με κοινό γε­νάρχη.

Κάποτε, ωστόσο, η έννοια της εθνότητας έπαιζε έναν πολύ σοβαρό ρόλο. Πράγματι, η οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας άρχισε με τη συσσωμάτωση των ατόμων σε ομάδες ευρύτερες της μικρής, τυπικής οικογένειας, οι οποίες αποτελούν μια ευρεία, αιματοσυγγενική οικογένεια. Τούτες οι ομάδες ανέπτυξαν έναν κοινό πολιτισμό στη βάση μιας κοινής γλώσσας.

Με τους αιώνες, η αιματοσυγγένεια, με τις συνεχείς επιμειξίες, έπαιζε ολοένα και μικρότερο ρόλο, ενώ αντίθετα τα πολιτιστικά δεδομένα, που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο στάδιο της αιματοσυγγένειας, διατηρήθηκαν και αναπτύχθηκαν, για να αποτελέσουν στη συνέχεια, αυτά και μόνο, τα ειδικά χαρακτηριστικά μιας εθνότητας.

Μ' άλλα λόγια, η έννοια της εθνότητας υπάρχει και σήμερα, αλλά είναι καθαρά και αποκλειστικά πολιτιστική. Συνεπώς, μέλη μιας συγκεκριμένης εθνότητας είναι άνθρωποι που έχουν ένα συγκεκριμένο κοινό πολιτισμό, που διαφέρει απ' τον πολιτισμό μιας άλλης εθνότητας. Όμως, με την όσμωση ανάμεσα στους λαούς που επέφερε η βελτίωση και στις μέρες μας η καλπαστική ανάπτυξη των επικοινωνιών και των συγκοινωνιών, οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες άρχισαν να ατονούν και να τείνουν προς μια ισοπέδωση, που κανένα διοικητικό μέτρο δε θα ήταν δυνατό να την ανακόψει.

Για να περιοριστούμε στον κινηματογράφο και μόνο, σήμερα γνωρίζουμε τόσο καλά τα αμερικανικά ήθη εξαιτίας της πληθώρας των αμερικάνικων ταινιών που έχουμε δει, όσο δε γνωρίζουμε τα εγχώρια ήθη. Ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός είναι μια πραγματικότητα. Αλλά προσωπικά δε βρίσκω τίποτα το μεμπτό σ' αυτή τη μορφή ιμπεριαλισμού, που ωστόσο ακολουθεί, όπως η ουρά το κεφάλι, τον κυρίως ειπείν ιμπεριαλισμό (τον οικονομικό).

Εφόσον, δηλαδή, η Αμερική κυριαρχεί οικονομικά στο Δυτικό κόσμο, είναι φυσικό να κυριαρχεί και πολιτιστικά. Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αναχαιτιστεί η πολιτιστική της κυριαρχία, αν προηγουμένως δεν αναχαιτιστεί η οικονομική. Τον πολιτισμό τον δημιουργούν πάντα οι οικονομικά ισχυρότεροι. Κι αυτό που λέγεται «λαϊκός πολιτισμός» αναφέρεται μόνο και αποκλειστικά σε κλειστές κοινωνικές ομάδες, κυρίως αγροτικές.

Αλλά τούτη η κλειστότητα, το ξέρουμε καλά, είναι εντελώς αδύνατη σήμερα. Και μόνο η τηλεόραση είναι επαρκής παράγων για να εισβάλει ο ένας πολιτισμός μέσα στον άλλο και να δημιουργηθεί ένα αξεδιάλυτο πολιτιστικό μπέρδεμα, που στη μεταβατική περίοδο που περνάμε σήμερα μπορεί να μας ενοχλεί, αλλά τους ανθρώπους του 21ου αιώνα είναι βέβαιο πως δε θα τους ενοχλεί καθόλου.

Οι πολιτισμοί, άλλωστε, δεν είναι για να φυλακίζονται στα μουσεία, αλλά για να κυκλοφορούν, να ενοποιούνται και να δημιουργούν τη χωρίς σύνορα πανανθρώπινη κοινωνία. Το τι είδους κοινωνικό καθεστώς θα έχει αυτή η υπερεθνική κοινωνία του άμεσου μέλλοντος είναι ένα άλλο ζήτημα, που ξεπερνάει τα όρια αρμοδιότητας της επιστήμης της Εθνολογίας και μετατίθεται στην περιοχή της αρμοδιότητας των επιστημών της Κοινωνιολογίας και της Πολιτικής Οικονομίας.

ΛΟΙΠΟΝ, κάτω από συνθήκες αυξανόμενης πολιτιστικής όσμωσης, το να μιλάει κανείς για «εθνική καθα­ρότητα» ακόμα και με την ελαστική πολιτιστική έννοια είναι τόσο αστείο, όσο περίπου και το να μιλάει για «εθνική καθαρότητα» με την πανάρχαια αιματολογική έννοια. Διότι, δε σμίγουν μόνο τα αίματα, αλλά και τα ήθη, και τα έθιμα, και οι νόμοι, και οι θεσμοί και οι ιδέες.

Σήμερα, το πεδίο δράσεως, τόσο της οικονομίας όσο και των ιδεών είναι η υδρόγειος σφαίρα. Μια μέρα, τα εθνικά σύνορα θα καταρρεύσουν οπωσδήποτε, και μάλιστα χωρίς να το επιδιώξει κανείς συνειδητά. Η ανθρώπινη κοινωνία, από τότε που εμφανίστηκε, βαδίζει συνεχώς και αδιάλειπτα προς την ενοποίηση. Που δε θα ολοκληρωθεί, αν όλοι οι άνθρωποι ολόκληρης της Γης δεν αισθανθούν πως ανήκουν στην ίδια εθνότητα, δηλαδή την κοινότητα όλων των ανθρώπων, ολόκληρης της Γης.

Πρόκειται για ένα ιδανικό κοινό και στο χριστιανισμό και στο μαρξισμό και στον καπιταλισμό. Μόνο που ο καθένας τους αντιλαμβάνεται τούτη την ενότητα στη βάση μιας διαφορετικής ιδεολογίας και κοσμοθεωρίας. Και, βέβαια, αυτή η ενότητα δε θα είναι ούτε πλήρης ούτε σταθερή αν δε συντελεστεί στη βάση της οικονομικής ενότητας, που είναι η αναγκαία προϋπόθεση για κάθε άλλης μορφής ενότητα.

Ακόμα και στην πατρική οικογένεια δεν είναι δυνατό να υπάρξει ενότητα αν τη συνοχή της τη διαβρώνουν παράγοντες οικονομικής τάξεως. Ο μαρξισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εμφατική επισήμανση της πρωταρχικότητας του οικονομικού παράγοντα στα πάντα. Και είναι κωμικό να τον αμφισβητούν άνθρωποι που ολόκληρη τη ζωή τους τη δομούν γύρω από ένα χρηματοκιβώτιο, και και μια φορά γύρω από μια και μοναδική λίρα ή από έναν κηπάκο ευτελούς αξίας.

Αν το έθνος είναι μια έννοια που ανήκει πλέον στην αρχαιολογία της σκέψης, πράγμα που δημιουργεί την ανάγκη της επικάλυψης της απ' την πάντα δρώσα επικαιρότητα του συναισθήματος (μόνο το συναίσθημα θα δικαιολογούσε την προσκόλλησή μας στην έννοια της εθνότητας, που κατάντησε έννοια περίπου… ερωτική), η έννοια του κράτους, αντίθετα, είναι πάντα επίκαιρη και πάντα δρώσα.

Το κράτος σε καμιά περίπτωση δεν είναι συνώνυμο του έθνους. Όπως ήδη αντιληφθήκαμε, το έθνος είναι έννοια εξαιρετικά πλατιά – τόσο πλατιά που να ξεχειλώνει από παντού και κανείς να μην μπορεί να τη συμμαζέψει. Άλλωστε, κανείς μελετητής δεν κατάφερε να δώσει έναν σαφή ορισμό της έννοιας «έθνος».

Πώς θα ήταν δυνατό να οριστούν με σαφήνεια τα συναισθήματα; Η έκφραση, για παράδειγμα, «αγαπώ την Ελλάδα» (νοούμενη ως έθνος) δεν έχει μεγαλύτερη αξία από την έκφραση «αγαπώ τη Μαρία». Και οι δύο εκφράσεις είναι το ίδιο δυσπερίγραπτες λο­γικά, γιατί είναι το ίδιο συναισθηματικές.

Και επειδή κάτι πρέπει ν' αγαπάει κανείς σε τούτο τον κόσμο, όταν δεν είναι σε θέση να αγαπήσει τις γυναίκες (και οι γυναίκες τους άντρες) καταλήγει τελικά ν' αγαπήσει μέχρι παραφροσύνης… τη σημαία, το στέμμα και άλλα τέτοια φετίχ, αποδεικνυόμενος γνήσιος ειδωλολάτρης. Παρά ταύτα, έχει την αξίωση να τον αντιμετωπίζουμε ως πολιτισμένο άνθρωπο. Ε, όχι. Πάει πολύ. Είναι τόσο βάρβαρος, όσο και ο Αφρικανός αν­θρωποφάγος.

Γιατί, αν δεν ήταν ανθρωποφάγος δε θα επιθυμούσε να «φάει τον εχθρό», ή να τον «πετάξει στη θάλασσα» (δηλαδή να τον πνίξει σαν γατί) ή να του «πιει το αίμα» σαν βρικόλακας. Ας το καταλάβουμε καλά: Ο εθνικισμός είναι πρωτογονισμός και βαρβαρότητα, κυρίως όταν ο «εθνικόφρων» είναι τόσο βλαξ, που να μην μπορεί να καταλάβει πως πίσω απ' αυτό τον πρωτόγονο συναισθηματισμό κρύβονται τα πεζά σχέδια τον οικονομικά ισχυρών.

Η ομηρική λέξη κράτος, λοιπόν, σημαίνει στην κυριολεξία ισχύς, δύναμη, εξουσία, βία, κυριαρχία. (Η λέξη παράγεται απο το ρήμα κρατώ που σημαίνει είμαι ισχυρός, είμαι δυνατός, είναι κυρίαρχος.) Αν το έθνος είναι έννοια συναισθηματική, που έγινε τέτοια από εκπεσμό του αρχικού φυλετικού και στη συνέχεια του πολιτιστικού της περιεχομένου, το κράτος είναι έννοια λογική μέχρι παραλογισμού.

Τίποτε δεν είναι πιο υπαρκτό, πιο βασανιστικό και πιο καταπιεστικό απ' το σύγχρονο κράτος, σ' όλες του τις μορφές. Σε τελική ανάλυση, κράτος είναι οι νόμοι του κράτους, οι χωροφύλακες του κράτους, οι δεσμοφύλακες του κράτους. Και οι… παπάδες του κράτους, στην περίπτωση που οι παπάδες πλην της πνευματικής θέλουν να ασκούν και κοσμική εξουσία, καλή ώρα σαν τους δικούς μας δεσποτάδες, που ολοένα και περισσότερο απομακρύνονται απ' τό πνεύμα και ολοένα και περισσότερο πλησιάζουν το… οινόπνευμα. (Το καλό κρασί θέλει και καλό φαΐ, λέει ο λαός.)

Παρόλο που το κράτος στηρίζεται συναισθηματικά στο έθνος, στις περιπτώσεις εκείνες που, όπως εδώ, δεν μπορεί να στηριχτεί σ' αυτό ούτε φυλετικά ούτε πολιτιστικά, αδιαφορεί πλήρως για το έθνος. Και μη μου πείτε πως οι υδροκέφαλοι «κρατικοί λειτουργοί» εδώ στην Ελλάδα των Ελλήνων κομπιναδόρων πιστεύουν έστω και μια λέξη απ' αυτά, που λένε στους εκφωνούμενους κατά τις εθνικές επετείους λόγους.

Πρόκειται, απλώς, για λόγια παχιά που απευθύνονται σε εγκέφαλους αδύνατους. Και καμιά φορά, πρόκειται για λόγια παχιά που κυοφορούνται σε εγκέφαλους αδύνατους και απευθύνονται σε εγκέφαλους το ίδιο αδύνατους. (Είναι η περίπτωση των «εθνικών» άλογων λόγων του Γ. Παπαδόπουλου και των περί αυτόν κρετίνων.).

ΚΑΠΟΥ, λοιπόν, τα πράγματα έχουν μπλέξει επικίνδυνα. Τόσο που εδώ στην Ελλάδα να μην ξέρουμε πια που σταματάει το κράτος και που αρχίζει το έθνος – και αντίστροφα. Έτσι, τα κρατικά τα βαφτίζουμε εθνικά, ενώ τα εθνικά δεν είναι παρά κρατικά. Κουλουβά­χατα, κατά το δη λεγόμενο. Μ' άλλα λόγια, ακόμα δεν καταλάβαμε πως Έλληνας, έτσι πεζά, είναι ο καθένας που έχει την ελληνική υπηκοότητα, που υπακούει, δηλαδή, στους νόμους του ελληνικού κράτους, άσχετα απ' τη φυλετική του προέλευση.

Εν τούτοις θέλουμε τους Έλληνες να υπακού­ουν και στους «νόμους του αίματος», ως γνήσιοι Αφρικανοί. Και παρά ταύτα δε μας πετούν με τις κλωτσιές απ' την ΕΟΚ, κι απ' όπου αλλού υπάρχουν πολιτισμένοι άνθρωποι.

Ο Γεράσιμος Κακλαμάνης στο επίμοχθο και σχολαστικά τεκμηριωμένο έργο του «Επί της δομής του Νεοελληνικού Κράτους» (έκδοση του συγγραφέα) λέει: «Η συνεπής επιδίωξη της θρησκευτικής κλειστότητας στην τουρκοκρατία, ενώ διατήρησε την εθνική συνείδηση μεγάλων τμημάτων του ανά την Μικρά Ασία ελληνισμού, επί των Βαλκανίων επέφερε ένα αξεδιάλυτο συνειδησιακό μείγμα μεταξύ Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων, Αλβανών», κλπ.

Και συνεχίζει: «Η κατάσταση του νεοελληνικού εθνισμού των πρώτων επαναστατικών χρόνων ήταν η συνειδησιακή πολλαπλότητα διαφόρων τμημάτων του ελληνισμού και συνεπώς η μη ύπαρξη συγκεκριμένης ιδεολογίας». Και διερωτάται ευλόγως: «Ποια εξωτερική πολιτική μπορεί να έχει μια χώρα μειονοτήτων;». Και διευκρινίζει αλλού: «Οι πολιτικοί δε δημιουργούν Ιστορία. Απλώς την υπηρετούν».

Εδώ όμως, ούτε ο λαός δημιουργεί ενσυνείδητα Ιστορία. Διότι υπηρετεί τους πολιτικούς και όχι τον εαυτό του. Και η νεοελληνική Ιστορία δεν υπακούει σε καμιά πρόθεση. Απλώς, αναφύεται τυχαία και αναγκαία, όπως το χορταράκι στους αγρούς. Η νεοελληνική Ιστορία είναι… αγροτική ιστορία στην πιο απόλυτη κυριολεξία.

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Μαρία Πολυδούρη - Γιάννης Χονδρογιάννης



Ο τελευταίος έρωτας της Μαρίας Πολυδούρη, του Σωτήρη Τριβιζά

Τον Νοέμβριο του 1928 η Μαρία Πολυδούρη γνωρίζεται, μέσω του κοινού τους φίλου Κώστα Παπαδάκη, με τον Κερκυραίο ποιητή Γιάννη Χονδρογιάννη.

Αφορμή για τη γνωριμία τους είναι η ποιητική συλλογή του Χονδρογιάννη Λυπημένα λουλούδια, που έχει κυκλοφορήσει το 1926 και που φτάνει τώρα, με δυο χρόνια καθυστέρηση, στα χέρια της ποιήτριας με τη μεσολάβηση πάντοτε του Παπαδάκη. Η μικρή συντροφιά κάνει τον περίπατό της στο Ζάππειο, κατηφορίζει την Πανεπιστημίου και καταλήγει σε μια ταβέρνα της οδού Θεμιστοκλέους. Τους ενώνουν κοινές ανησυχίες και κοινά καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα: έχουν σπουδάσει στη Νομική, έχουν γαλλική παιδεία, γράφουν στίχους. Τους ενώνει, πολύ περισσότερο, η κοινή ιδιοσυγκρασία: παρά τα είκοσι πέντε χρόνια τους, τα ποιήματά τους διατρέχει μια βαθύτατη θλίψη, μια πικρή αίσθηση απώλειας, η απειλή και συγχρόνως η επίκληση του θανάτου. Εκείνο το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους, ο Χονδρογιάννης υπόσχεται στην Πολυδούρη μια κριτική για τα ποιήματα που η τελευταία ετοιμάζεται να τυπώσει.

Πράγματι, ύστερα από έναν περίπου μήνα, τον Δεκέμβριο του 1928, κυκλοφορούν οι Τρίλλιες που σβήνουν και ο Χονδρογιάννης σπεύδει να τηρήσει την υπόσχεσή του: η κριτική του, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Πνοή λίγες μόνο μέρες μετά την έκδοση του βιβλίου, είναι μία από τις πρώτες κριτικές που γράφονται για το έργο της Πολυδούρη και είναι σε τέτοιο βαθμό ενθουσιώδης και εγκωμιαστική, ώστε η διεύθυνση του περιοδικού νιώθει την ανάγκη να διαχωρίσει τη θέση της, διευκρινίζοντας ότι δεν απηχεί παρά τις απόψεις του συνεργάτη. «Κάποιος, αλήθεια, είπε, για κείνη την κριτική μου, πως μοιάζει μ’ ερωτικό γράμμα», παραδέχεται αργότερα ο Χονδρογιάννης στην αλληλογραφία.

Ως επακόλουθο της κριτικής, τον Ιανουάριο του 1929 ανταλλάσσονται δύο επιστολές μεταξύ της Πολυδούρη και του Χονδρογιάννη. Ο τόνος είναι θερμός, αλλά δεν υπερβαίνει τα τυπικά πλαίσια. Έπειτα, για μερικούς μήνες, τα ίχνη τους χάνονται και οι δρόμοι τους χωρίζουν. Θα συναντηθούν ξανά στα τέλη Απριλίου και θ’ αποφασίσουν μια σύντομη εκδρομή στον Πόρο. Φαίνεται πως σ’ αυτή την εκδρομή, που πραγματοποιήθηκε το Σαββατοκύριακο 27 και 28 Απριλίου του 1929, με τη συντροφιά του αναπόφευκτου Κώστα Παπαδάκη, άναψε μεταξύ τους η πρώτη ερωτική σπίθα. Ο Χονδρογιάννης περιγράφει γλαφυρά στο βιβλίο που έγραψε για την Πολυδούρη τις εντυπώσεις του από εκείνη την εκδρομή: «Το ότι, ένα δειλινό του Απρίλη, βρισκόμαστε τρεις άνθρωποι, δυο ονειροπαρμένοι νέοι και μια νέα ωραία γυναίκα, μόνοι κοντά στη θάλασσα, σ’ ένα νησάκι μακρυνό, μέσα σ’ ένα δωμάτιο, έφτανε για να γεμίσει την ύπαρξή μας με την ακαθόριστη εκείνη ευφροσύνη κάποιων ωρών που το βάρος του υλικού κόσμου γίνεται αλαφρότερο κι’ από ένα φτερό, διαλύεται όλο σε φως και αέρα». Σε λίγες μέρες, με την ευκαιρία της Πρωτομαγιάς, ακολουθεί μια δεύτερη φορά εκδρομή, στην Κηφισιά αυτή τη φορά. Ωστόσο, στον συνεσταλμένο και άβουλο Γιάννη Χονδρογιάννη θα χρειαστούν ακόμη δύο μήνες μέχρι να πάρει την απόφαση να εκδηλώσει τα ερωτικά του αισθήματα στην ποιήτρια. Έπειτα από δισταγμούς, αμφιβολίες, παλινωδίες, που αποτυπώνονται γλαφυρά στο προσωπικό του ημερολόγιο, ο Χονδρογιάννης στέλνει μια επιστολή στην Πολυδούρη, χρονολογημένη στις 24 Ιουνίου 1929, και της ορίζει ένα ερωτικό ραντεβού. Την επίμαχη μέρα του ραντεβού, το Σάββατο 29 Ιουνίου, και λίγο πριν την καθορισμένη ώρα της συνάντησης, λαμβάνει γραπτώς τη σπαραχτική απάντηση της ποιήτριας, που τότε ήδη νοσηλευόταν στη «Σωτηρία»: «Αγαπητέ κ. Χονδρογιάννη. Δυστυχώς δεν μπορώ να έρθω στο ραντεβού σας είμαι πολύ άρρωστη δε θα μπορούσα καν να κατεβώ απ’ το κρεββάτι μου. Βλέπετε… πρέπει να με λησμονήσετε, όπως τόσο φρόνιμα εκάματε έως τώρα. Είμαι μια αλυσσίδα από κόκκαλα, δεν πιστεύω να νομίζετε πως θα ’μουν ένα ωραίο στολίδι για την αγάπη σας! Αντίο Γιάννη – Μαρία».

Έτσι διατυπωμένη, η άρνηση της Πολυδούρη ελάχιστα απείχε από την κατάφαση. Ο Χονδρογιάννης το αντιλαμβάνεται αμέσως και επανέρχεται με δεύτερη επιστολή, χρονολογημένη την 1η Ιουλίου 1929, στην οποία θα απαντήσει έπειτα από δύο μέρες η ποιήτρια, ομολογώντας αυτή τη φορά τα αισθήματά της αλλά επιμένοντας, για προφανείς λόγους, στην άρνησή της. Είναι η αρχή μιας ερωτικής αλληλογραφίας που θα διαρκέσει ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι, μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1929, διάστημα το οποίο ο Χονδρογιάννης θα περάσει στο χωριό του, το Σωκράκι της Κέρκυρας. Μάλιστα, πριν φύγει από την Αθήνα, περνάει από τη «Σωτηρία» για ν’ αποχαιρετήσει την ποιήτρια: «Την είχα ειδοποιήσει από την προηγούμενη πως θα πήγαινα το πρωί, γιατί το απόγευμα έφευγε το βαπόρι. Τη βρήκα ντυμένη στα ολόασπρα, στο κρεββάτι της αρρώστειάς της και η μοναχική κάμαρά της να ευωδιάζει από τ’ άνθη. Κάθησα αντικρύ της, σε μια πολυθρόνα. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα αυτή μετά επτά ώρες. Μόλις πρόφθασα το βαπόρι που έφευγε».

Ιδωμένη από την απόσταση του χρόνου, η ερωτική αλληλογραφία μεταξύ του Χονδρογιάννη και της Πολυδούρη έχει πολλά να μαρτυρήσει, τόσο για τη φύση της σχέσης τους όσο και για τον χαρακτήρα των επιστολογράφων. Τα γράμματα του Χονδρογιάννη είναι μακροσκελή, γεμάτα λυρικές περιγραφές της ιδιαίτερης πατρίδας του, ενώ αφθονούν οι λογοτεχνικές, ιστορικές και μυθολογικές αναφορές («εκείνη η ανούσια εγκυκλοπαίδεια», όπως ονομάζει ειρωνικά η ποιήτρια όλη αυτή την επίδειξη γνώσεων). Αντιθέτως, τα γράμματα της Πολυδούρη είναι κατά κανόνα πιο σύντομα, νευρικά, και μαρτυρούν έξαψη και ψυχικές μεταπτώσεις, πράγμα που βεβαίως δεν είναι παράξενο αν αναλογιστούμε ότι τα γράμματα αυτά γράφονται στο κρεβάτι της «Σωτηρίας». Οι επιστολές του Χονδρογιάννη αποπνέουν συχνά ακαδημαϊκή ψυχρότητα, οι επιστολές της Πολυδούρη είναι γεμάτες συναίσθημα και πάθος. Στις ερωτικές εξομολογήσεις του ποιητή, που διατυπώνονται με περίτεχνα λογοτεχνικά σχήματα, αντιπαρατίθεται γυμνός ο σπαραγμός της ποιήτριας: «Γιατί με βγάλατε από τη γαλήνη μου, ήταν τόσο καλά καθώς δεν περίμενα τίποτα. Και για μένα δεν έχει μεσαίο βαθμό. Ή η γαλήνη του νεκρού, ή η αγωνία». Όσο για τον πληθυντικό, που επιμένει να χρησιμοποιούν στην αλληλογραφία τους ο Χονδρογιάννης, η Πολυδούρη είναι αμείλικτη: «Οι πληθυντικοί σου μου φαίνονται καραγκιοζιλίκια, προσποιήσεις, ψεύτικα πράμματα και μ’ αηδιάζουν».

Κατά τα άλλα, η αλληλογραφία τους έχει όλα τα στερεότυπα της ερωτικής αλληλογραφίας: αμοιβαίες εξομολογήσεις, περιγραφές ονείρων, φανταστικά ταξίδια στο Παρίσι και στη Βενετία, ερωτικούς καβγάδες που τους προκαλεί η αδιάκριτη παρουσία του κοινού φίλου (και επίδοξου αντίζηλου) Κώστα Παπαδάκη. Υπάρχουν, ωστόσο, σημεία όπου τα πρόσωπα απογυμνώνονται από τα ψιμύθια και τότε βγαίνει στην επιφάνεια ολόκληρη η τραγική διάσταση ενός έρωτα εξ αρχής καταδικασμένου. Κάποτε είναι η κραυγή που αφήνει να ξεσπάσει ελεύθερη σε κάποιο υστερόγραφο ο Χονδρογιάννης: «Μαρία, φωνάζω για τον έρωτα, όπως κάνει ο πνιγμένος, που πιάνεται, που κρέμεται, από τα μαλλιά του». Άλλοτε πάλι είναι ο τρόπος που δίνεται μια γυναίκα ερωτευμένη: «Δέξου την την αγάπη μου μ’ εμπιστοσύνη. Είνε αληθινή, είνε όμορφη, είνε δυνατή αφού μου γεμίζει την καρδιά μου ήλιο κ’ είμαι ένα πτώμα». Και πιο συχνά είναι το παράπονο για το όνειρο που έμεινε ανεκπλήρωτο, για τον έρωτα που έμεινε μόνο στα χαρτιά.

Γιατί, φυσικά, ο έρωτάς τους έμεινε μόνο στα χαρτιά. Οι φορές που ο Χονδρογιάννης συνάντησε την Πολυδούρη μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. «Περισσότερο κι’ από τις συναντήσεις μας με την Πολυδούρη, μας ένωσαν οι μεγάλοι, οι χαώδεις χωρισμοί», σημειώνει ο ποιητής. Και, βέβαια, η σχέση τους υπήρξε από την αρχή μέχρι το τέλος πλατωνική. Η μόνη σωματική επαφή που μαρτυρείται από τον Χονδρογιάννη, είναι ο αποχαιρετισμός τους κατά την επίσκεψή του στη «Σωτηρία», τον Ιούλιο του 1929, «όταν, δίνοντάς της το χέρι να την αποχαιρετήσω, ύστερα από μιαν ολοήμερη παραμονή στο δωμάτιό της, με τράβηξε, καθώς είχε ανασηκωθεί στο κρεββάτι της, με τέτοια θέρμη κοντά της, σ’ ένα δόσιμο μιας βίαιης ερωτικής διάχυσης, από την οποία σχεδόν έντρομος αποσπάστηκα».

Ο Χονδρογιάννης πρόκειται να συναντήσει την Πολυδούρη για τελευταία φορά στις αρχές Μαρτίου του 1930, σε μια ιδιωτική κλινική στα Πατήσια, όπου είχε μεταφερθεί η ποιήτρια λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης της υγείας της. Φαίνεται πως σ’ αυτό το νεκρό διάστημα, ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1929 και στον Μάρτιο του 1930, κάτι έχει μεσολαβήσει και η σχέση τους έχει ραγίσει ανεπανόρθωτα. Η αλληλογραφία τους διακόπτεται – πράγμα που εκ πρώτης όψεως φαντάζει λογικό, εφόσον αυτό το χρονικό διάστημα ο Χονδρογιάννης βρίσκεται στην Αθήνα. Από την άλλη όμως πλευρά, δεν μαρτυρείται πουθενά η παραμικρή προσωπική επαφή μεταξύ τους. Μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελούν τα γράμματα που ανταλλάσσονται τον Ιανουάριο του 1930 με την ευκαιρία της έκδοσης της δεύτερης ποιητικής συλλογής της Πολυδούρη Ηχώ στο χάος. Ωστόσο, τα γράμματα αυτά έχουν χαρακτήρα περισσότερο φιλολογικό και λιγότερο προσωπικό, ενώ ένας υπαινιγμός του Χονδρογιάννη ενισχύει την υπόθεση που διατυπώθηκε παραπάνω. Ανάμεσα στα ενθουσιώδη λόγια με τα οποία ο Χονδρογιάννης υποδέχεται το δεύτερο βιβλίο της ποιήτριας (λόγια που θα επαναλάβει στην κριτική που θα δημοσιεύσει στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρησις τον Μάρτιο του 1930), υπάρχει και η ακόλουθη αποκαλυπτική φράση: «Βλέπεις, η φτωχή αυτή καρδιά, που στη γυναίκα αντιτάσσει το παιδικό της πείσμα, στην ποιήτρια δε μπόρεσε τίποτα ν’ αντιτάξει». Πείσματα, λοιπόν, ερωτικά πείσματα. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι;

Μια πιθανή αιτία γι’ αυτή την ξαφνική ψυχρότητα, αν και ίσως όχι η μοναδική, βρίσκεται στην έκδοση της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Γιάννη Χονδρογιάννη, που έχει τίτλο Μυστικές Ημέρες και κυκλοφόρησε περί τα τέλη του 1929. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα ποιήματα αφιερωμένα στην ποιήτρια, υπάρχει το παρακάτω άτιτλο οκτάστιχο, που φαίνεται ν’ αποτελεί και την αιτία της παρεξήγησης:

 Ήσουν το ρόδο της αυγής
 κ’ ήσουν το κρίνο της εσπέρας.
 Εφύσηξε κακός αγέρας
 και σ’ έχει ρίξει καταγής.

 Ήσουν νεράκι της πηγής
 κ’ ήσουν λαμπρός στη φύση αιθέρας…
 Τώρα τ’ ανείπωτο είσαι τέρας.
 Και να πεθάνεις πόσο αργείς!

Φαίνεται πως η Πολυδούρη στο συγκεκριμένο ποίημα αναγνώρισε τον εαυτό της. Ο Χονδρογιάννης καταγράφει την εκδήλωση της πικρίας της κατά την τελευταία του επίσκεψη στην ιδιωτική κλινική όπου νοσηλευόταν: «Στο τέλος, ανέσυρε κάτου από το μαξιλάρι της το τελευταίο βιβλίο μου, τις Μυστικές Ημέρες, μου τις έδειξε και μου είπε: “Εγώ ξαίρω, ότι εκτός από τα ποιήματα που φαίνονται πως είναι γραμμένα για μένα, υπάρχουν και άλλα πολλά, που είναι χωρίς να φαίνονται, αλλά εγώ τα ξαίρω κι αυτά” και χαμογέλασε πικρά, πετώντας το βιβλίο στο κρεββάτι της».

«Ας σημειώσω εδώ», συνεχίζει ο Χονδρογιάννης, «ότι κάτι τέτοιο είχε πει και στον Κώστα και συγκεκριμένα του είχε παραπονεθεί με πικρία ότι [αυτό] το ποίημα από τις Μυστικές Ημέρες το είχα γράψει για κείνη. Τότε διαμαρτυρήθηκα έντονα στον Κώστα και τον παρακάλεσα να της πει ότι δεν μπορούσα ποτέ να γράψω κάτι τέτοιο για τη Μαρία, και ότι το ποίημα αυτό, όπως είναι και η αλήθεια, ήταν γραμμένο για μένα τον ίδιο. Αλλά, καθώς μου είπε ο φίλος μου, η Μαρία δεν ήθελε να το πιστέψει».

Ίσως αυτή να είναι η αιτία της ψυχρότητας που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους, ίσως αυτός να είναι ο λόγος που εκείνο το βράδυ της τελευταίας τους συνάντησης δίνουν απλώς τα χέρια και χωρίζουν θεληματικά «χωρίς συγκίνηση». Ο Χονδρογιάννης δεν πρόκειται να ξαναδεί την Πολυδούρη. Σ’ έναν περίπου μήνα η ποιήτρια θα του στείλει στους Γαργαλιάνους, όπου ο ποιητής υπηρετεί πια ως ειρηνοδίκης, τη φωτογραφία της με την αφιέρωση «για να με γνωρίσεις και όχι να με θυμάσαι» και λίγες μέρες αργότερα ο Χονδρογιάννης θα πληροφορηθεί τον θάνατό της. Στο διάστημα που μεσολαβεί, έχει προλάβει να της στείλει δυο γράμματα σε μια ύστατη προσπάθεια ν’ αποκαταστήσει τις σχέσεις τους. Τα γράμματα αυτά δεν βρέθηκαν ποτέ. Φαίνεται πως ήταν ανάμεσα στα χαρτιά που έσκισε η ποιήτρια την παραμονή του θανάτου της ή πως καταστράφηκαν από τους κληρονόμους της.

Αυτό είναι το χρονικό ενός καταδικασμένου έρωτα, του τελευταίου έρωτα της Μαρίας Πολυδούρη. Ο Γιάννης Χονδρογιάννης, που θα πεθάνει σχεδόν εξήντα χρόνια αργότερα, δεν θα λησμονήσει ποτέ τη σχέση του με την ποιήτρια. Το 1975 θα συγκεντρώσει μάλιστα τις αναμνήσεις του και την ερωτική τους αλληλογραφία στον τόμο Η Μαρία Πολυδούρη μετά τον Καρυωτάκη.





Μ. Πολυδούρη

Μ. Πολυδούρη: «Το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα»


Το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σ’ όλη τη νεοελληνική ποίηση», όπως την αποκάλεσε ο Γιάννης Χονδρογιάννης, γεννήθηκε την 1η Απριλίου 1902 στην Καλαμάτα.
Κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες, η Μαρία Πολυδούρη τέλειωσε το γυμνάσιο στην Καλαμάτα, γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών χωρίς να ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές της και, στη συνέχεια, εργάστηκε ως υπάλληλος σε διάφορες νομαρχίες.
Δεν σταμάτησε να γράφει παράλληλα ποιήματα, μέχρι το θάνατό της σε ηλικία 28 ετών, στις 29 Απριλίου 1930.
Η Μαρία Πολυδούρη έγραψε δυο ποιητικές συλλογές: «Τρίλιες Που Σβήνουν» και «Ηχώ Στο Χάος». Η επιρροή της σχέσης της με τον Κώστα Καρυωτάκη στη ζωή και το έργο της είναι έντονη.
Με στίχους ατημέλητους, γεμάτους μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή, όπως τους περιγράφει η Έλλη Αλεξίου στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου «Πολυδούρη: Ποιήματα», η ποιήτρια αποτελεί μια μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. Γιατί ενώ έλκει ισχυρά το μελετητή, να τη πλησιάσει και να εμβαθύνει στη προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δε τον βοηθάει, καθώς ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί κι υπάρξει σα συνηθισμένος άνθρωπος.
Το 1920, η Πολυδούρη χάνει σε διάστημα 40 ημερών και τους δύο γονείς της. Οι τύψεις για την απουσία της από το πλευρό της μητέρας της κατά το θάνατό της θα την ακολουθούν πάντα.
...Δεν σ' ένιωσα πριν να σε χωριστώ
μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει,
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη, έγραφε για τη μητέρα της.
Δύο χρόνια αργότερα, κι ενώ εργάζεται στη Νομαρχία Αθηνών γνωρίζει το συνάδελφό της Κ. Καρυωτάκη, ο οποίος έχει ήδη δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921). Όταν το καλοκαίρι του 1922 μαθαίνει ότι ο Καρυωτάκης έχει προσβληθεί από σύφιλη, αρνείται να χωρίσουν και του ζητά να παντρευτούν, χωρίς να κάνουν παιδιά. Τελικά, χωρίζουν καθώς ο Καρυωτάκης αρνείται να δεχτεί τη θυσία της.
Το καλοκαίρι του 1926 αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι, ένα ταξίδι που σύμφωνα με αρκετούς έγινε για να κάνει επίδειξη αδιαφορίας στον Καρυωτάκη που η άρνησή του στη πρότασή της για γάμο, είχε τραυματίσει την αξιοπρέπειά και τον εγωισμό της.
Επιστρέφει στην Αθήνα αφότου έχει προσβληθεί από φυματίωση, όπου νοσηλεύεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Εκεί μαθαίνει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και γνωρίζεται για λίγο με το Ρίτσο, στον οποίο αφιερώνει το ποίημα «Θυσία». Στις 30 Απριλίου 1930 χάνει τη μάχη με τη ζωή στην Κλινική Χριστομάνου. Ωστόσο, ο Γιάννης Χονδρογιάννης και η Λιλή Ζωγράφου, που της έγραψε τη πιο εμπεριστατωμένη κι ολοκληρωμένη μονογραφία, αποδέχονται την εκδοχή πως αυτοκτόνησε με ενέσεις μορφίνης.
Μαρία Πολυδούρη: Περί Αυτοκτονίας
Αυτός που αυτοκτονεί γιατί του ήρθε μια μεγάλη λύπη στη ζωή, αυτός είνε ένας ανάξιος της ζωής, δεν έπρεπε να τον έχη δεχτή καθόλου. Είνε ένας μικρόψυχος. Εξαιρώ όσους αυτοκτονούν γιατί είνε άρρωστοι, είτε σωματικά, είτε ψυχικά. Φυσικά είνε ταπεινωτικό να ζη κανείς στο περιθώριο της ζωής, κι’ όμως να ζη! Μα δεν πρόκειται γι’ αυτούς, τώρα. Ο πόνος είνε το φριχτό και το μεγάλο δώρο. Να τον δεχτής για να στραγγίσης τη ζωή ως την τελευταία σταγόνα. Να τον δεχτής για να παλαίψης, ο αγώνας είνε η ζωή. Η αντίδρασή σου σε κάθε χτύπημα είνε μια νίκη, όσο κι αν χάνεις λίγο λίγο έδαφος, γιατί βέβαια εσύ θα εξαντληθής όχι η ζωή. // Μα αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια, το κατανάλωμα της ψυχής μας, της ζωής μας όλης, τι αφάνταστα φριχτό και τι σεμνά μεγαλειώδες! «Καθήκον» λέξις τριμμένη, σχεδόν χωρίς ουσία και μισητή. Τι ανύψωμα θάπρεπε να της δώσω, τι ντύσιμο να της κάνω –μάλλον τι ξεντύσιμο- για να τη δώσω στον αγώνα της ζωής! Ένα καθήκον ευγενείας. Είνε ευγένεια το δόσιμο στην καταστροφή της ζωής. Πόσες γωνιές της ψυχής σου θα φωτισθούν, τι εξαϋλωμα, εξαγίασις ο σπαραγμός, η συντριβή, η ταπεινωσύνη. Στο βάθος του πόνου ολοένα, που να τελειώνουν όλα μπρος στα μάτια σου, που να σου λείπει η πνοή, που να νιώθης κάθε στιγμή τη λόγχη στα σπλάχνα, έτσι πέρνεται η μεγάλη γαλήνη της μορφής και το φωτοστέφανο της Ζωής: ένας άξιος άνθρωπος! Έτσι μόνο θ’ αξιωθής, όταν η μεγάλη στιγμή φτάση, να καταλάβεις βαθιά ότι έζησες, ότι τη Ζωή την πήρες όλη, ότι τόσο την εξάντλησες, ώστε αν κανείς σου πρότεινε ένα ξαναγύρισμα να αρνηθής με κάθε ειλικρίνεια και απλότητα. [Αυτή είνε η μεγάλη στιγμή. Η αναμονή του θανάτου για τη δικαίωση, την ανάπαυση, απέριττη και ωραία.
Μαρία Πολυδούρη - Ἀνεπίδοτη ἐπιστολὴ
Ἀγαπητοὶ φίλοι!
Ἴσως τὸ γράμμα αὐτὸ νὰ μὴν διαβαστεῖ ποτέ, ἀπὸ κανέναν, ἀλλὰ στ᾿ ἀλήθεια δὲ μὲ νοιάζει. Ἴσως μέχρι νὰ φτάσει στὰ χέρια σας νἄχω πειὰ ὁλότελα ξεχαστῆ ἀπ᾿ ὅλους. Ἀλλά, οὔτε δὰ κι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο μὲ νοιάζει. Ἐξάλλου, δὲν ἔχω καὶ πολλὰ νὰ σᾶς πῶ, θέλω μόνο νὰ σᾶς θυμίσω ὅτι κάποτε ὑπῆρξα. Κάποτε ὑπῆρξα κι᾿ ἤμουν καὶ ζωὴ καὶ θάνατος μαζί. Καὶ ζωὴ καὶ Χάρος ἤμουν!
Ἔζησα, τὁμολογῶ, μιὰ ζωὴ δηλητηριασμένη, γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ ἀποφάσισα νὰ τὴν ἐγκαταλείψω. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους ἤτανε ζωή, γιὰ μένα θάνατος ἦταν. Γεννιόμουνα καὶ πέθαινα κάθε μέρα, ὥρα καὶ στιγμή. Ζοῦσα μὲ τὸ θάνατο, ζοῦσα γιὰ νὰ πεθάνω, μὰ τουλάχιστον δὲ ζοῦσα νεκρὴ ὅπως οἱ γύρω μου, τὰ μικρὰ ἀστεῖα ἀνθρωπάκια ποὺ λέγαν πὼς μ᾿ ἀγάπησαν, κι᾿ ἂς μὴν μπόρεσαν ποτέ, κι᾿ ἂς μὴν τόλμησαν ποτὲ νὰ διαβάσουν τὴν ψυχὴ ποὔκρυβε περίσσιο φῶς καὶ σκοτάδι μέσα της. Κατὰ βάθος μὲ φοβόντουσαν καὶ δὲν ἀργοῦσαν νὰ τραποῦν εἰς ἄτακτον φυγήν. Δὲν ἄντεχαν νὰ μὲ κοιτοῦν κατάμματα, μὴν τύχει καὶ τοὺς κλέψω τὴν ψυχή τους.

Ἀγαπήθηκα, ἀγαπήθηκα πολύ, μὰ μπορεῖ ποτὲ κανεὶς νὰ φαντασθῆ ὅτι λυπόμουνα βαθειὰ ὅταν καταλάβαινα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσαν; Ἐγώ, ἴσως νὰ μὴν ἀγάπησα ἀρκετά, ὄχι ὅσο ἔπρεπε. Τὸν ἰδανικό μου ἔρωτα θαρρῶ τὸν ἔζησα στὴ φαντασία μου. Ἡ ψυχή μου καὶ ἡ ἀγάπη γεννήθηκαν τὴν ἴδια μέρα. Αὐτὸ τὸ ἔνιωθα μέσα μου, κι᾿ ὅμως δὲν πίστευα ὅτι θὰ ὑπῆρχε μέρα ποὺ θὰ μοῦ ἀποδείκνυε ὅτι ἀγαποῦσα ἀληθινά. Δὲν εἶνε στ᾿ ἀλήθεια τραγικό, μιὰ μεγάλη εἰρωνεία, νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν καὶ νὰ σιωποῦν ἐντελῶς κεῖνοι ποῦ νοιώθουν τὴν ψυχή τους νὰ πνίγεται στὸ πόνο της;
Πολλοὶ λέγαν ὅτι ζοῦσα μεσ᾿ στὸ κεφάλι μου. Κάτι ἔπρεπε νὰ ποῦν κι᾿ αὐτοί... Πῶς ἄλλως θὰ μὲ κατέτασσαν σὲ συγκεκριμένη κατηγορία ἀνθρώπων; Ἄνθρωποι, ἀνθρωπάκια! Ἡ ζωὴ ἕνα τεράστιο ψέμα ποὺ ἄλλοι τὸ ἀγαπᾶνε κι᾿ ἄλλοι - οἱ λίγοι - προσπαθοῦν νὰ τὸ κάνουν ἀληθινὴ ζωή. Ἐσεῖς, ἀγαπητοὶ ἄγνωστοί μου φίλοι, πῶς ζεῖτε; Ζεῖτε; Μιὰ φάρσα, αὐτὸ ἦταν ἡ δικιά μου ζωή. Κανεὶς δὲν τὴν κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρὶς νὰ τὸ θέλω, ἔζησα στὸ περίπου, καὶ σκηνοθέτησα τὸ θάνατό μου. Κι᾿ ὅμως ἀγαποῦσα τὴ ζωή, ἀλλὰ πάντα αὐτὴ μοὔπαιρνε ὅ,τι ἄλλο ἀγαποῦσα. Μοῦ ἔλειπε πάντα μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ πονῆ γιὰ μένα. Κι ἦταν δύσκολο, δύσκολο πολὺ νὰ ζῶ μονάχη μου μέσ᾿ σἕνα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στὰ μικρά της ζωῆς καὶ στὸ τίποτα. Ἤμουνα σὰν παράσιτο, σὰν μαῦρο ξωτικὸ ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο κι᾿ ἀντὶ νὰ ταξιδέψει στὸν ὀνειροκόσμο του, ξέπεσε σὲ τούτη δῶ τὴ γῆ. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος μὲ ρώτησε κρυφὰ ἂν εἶμαι χήρα σὰν φοροῦσα μαῦρα βαρειά. Ἐγέλασα. Ἀλήθεια ἦταν! ἂν μάντεψε τὴν ψυχή μου, καλὰ τὴν ὠνόμασε χήρα...
Εἶνε ποὺ θὰ παρακαλοῦσαν νὰ εἶχαν ζήσει στὴν ἐποχή μου. Ἐγώ, θἄθελα νὰ ζήσω σὲ κάποιαν ἄλλην ἐποχή. Ἔζησα ἀνάμεσα σὲ μιὰ γενειὰ ἡττημένη. Κάποιοι ἀπό μας κάναν τὸν πόνο στίχο, τὴν ὀργὴ τραγούδι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τόλμησε... - οὔτ᾿ ἀπὸ μᾶς οὔτ᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους - δὲν τόλμησε νὰ νὰ ξεφύγει ἀπ᾿ τὸ χαραγμένο μονοπάτι, δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια σκεφτότανε, δὲν τόλμησε νὰ κάνει ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια ἤθελε νὰ κάνει. Οἱ περισσότεροι ἦταν - εἴμασταν - δειλοὶ ποὺ ᾿ψαχναν ἁπλὰ ναύρουν τὴν αὐτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποὶ κι᾿ ἀνάπηροι. Ὀλίγοι γέροι μὲ κακόβουλο ὕφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι καὶ ὑπερφίαλοι... Ἀπόκληροί της ἀντίληψης... Κι᾿ ὅμως ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Κ., ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μὲ καταλάβει, ἀλλὰ οὔτε καὶ κεῖνος τόλμησε... Μοὖπε μάλιστα, πὼς μὲ λυπόταν γιατί τὸν ἀγαποῦσα... ὅτι ἤμουνα γι᾿ αὐτὸν μιὰ παρηγοριά. Τὄχε ἡ ἐποχή, κανεὶς δὲν ἦταν ὁ ἑαυτός του! Γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ καὶ ἔζησα τόσο μόνη, κι᾿ ἂς εἶχα πάντοτε κάποιους νὰ μὲ συντροφεύουν, ἀδέλφια μου σένα πόνο ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ συλλάβουν. Ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ μέ, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τους ἦταν μιὰ θυσία ποὺ ποτὲ δὲν δέχτηκα μὲ εὐμένεια κι᾿ οἱ ἀνησυχίες τους χειροπέδες γιὰ μένα. “Πόσο εἶνε ἀστεία ἡ ζωὴ μὰ καὶ πόσο ἀστειότεροι εἴμαστε μεῖς ποὺ τὴν ἀνεχόμαστε τέτοια”, ἔγραψα, θυμᾶμαι, κάποτε στὸ ἡμερολόγιό μου...
Μά, ἀπὸ τότε ἔχουν πειὰ περάσει χρόνια. Πόσα, δὲν ξεύρω, ἀφοῦ ὁ χρόνος δὲν ἔχει πειὰ γιὰ μὲ καμμία σημασία. Τώρα, εἶμαι κάπου ἀλλοῦ καὶ ζῶ - ἂν τούτη δῶ ἡ κατάσταση θεωρεῖται ζωὴ - μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τὰ τετράδια τοῦ μυαλοῦ καὶ κυττάζω πίσω. Ὅλα ζητάω τὰ χαμένα, τὶς μικρὲς στιγμές, τὸν ἀγαπημένο... Γυρνῶ τὸ βλέμμα καὶ τὸν κυττάζω πάντα τὸ δρόμο ποὺ ἀφήσαμε. Εἶνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες καὶ φρίκη... εἶνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος... κι᾿ ὅμως - θεὲ συγχώρεσέ με - θὰ τὸν ἔπερνα μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη δάκρυα καὶ μεταμέλεια... Μὲ τὴν καρδιὰ δεμένη μὲ τὰ σίδερα τῆς ἁμαρτίας θὰ ξεκινοῦσα νὰ σ᾿ εὕρω μοναδικὴ κι᾿ ἀξέχαστή μου ἀγάπη... Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο, μόνο νὰ φτάσω, νὰ σταθῶ κοντά σου τόσο ποὺ φτάνει γιὰ νὰ ἰδῶ... νὰ ἰδῶ τὸ πρῶτο βλέμμα σου ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ᾿ριχνες σὰν ἔφτανα... τὶς μικροῦλες ὅλες ἐκεῖνες ρυτίδες στὸ πρόσωπό σου... νὰ ἰδῶ τὰ χέρια σου ν᾿ ἁπλώνονται σὲ μένανε νὰ μὲ ἀγκαλιάσουν... νὰ ἰδῶ... νὰ νοιώσω τὸ φίλημά σου... Εἶνε τόσο μεγάλος ὁ καϋμὸς καὶ εἴμεθα τόσο μικροὶ ἕνας-ἕνας ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἀποτελοῦμεν...
Τὰ λόγια αὐτὰ ἴσως νἀκούγονται σὰν παραλήρημα ἑνὸς ἑτοιμοθανάτου, μά, ἀλοί, δὲν μπορῶ νὰ πεθάνω ἀφοῦ εἶμαι ἀπὸ χρόνια πειὰ νεκρή. Ὅσο ζοῦσα, ὅσο ἔζησα, ἤμουνα παιδί. Ἤμουνα ἕνα παιδὶ ἄμυαλο, μπορῶ νὰ τὸ παραδέχωμαι ἀλλὰ καὶ ποιὸ παιδὶ δὲν εἶνε ἄμυαλο; Ἕνα παιδὶ εἶμαι ἀκόμη... Ἕνα παιδὶ ποὺ γράφει σὲ σᾶς, τοὺς ἄγνωστούς του φίλους, γιὰ νὰ τοὺς πεῖ: νὰ μείνετε πάντα παιδιά, κι᾿ ἂν εἶνε δυνατὸν ἄμυαλα παιδιά. Νὰ ζήσετε τὴ ζωή σας μὲ τρέλλα, νὰ ζήσετε παράλογα, νὰ σκοτώσετε τὴ λογικὴ ποὖνε ὁ φονιὰς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ζωῆς, νὰ τολμήσετε νὰ κάνετε τὰ δύσκολα, τὰ μεγάλα, τὰ σημαντικά, ν᾿ ἀκολουθήσετε τὰ δύσβατα μονοπάτια, ν᾿ ἀφήσετε νὰ θρονιαστεῖ στὴν καρδιά σας γιὰ πάντα ἡ ἄνοιξη καὶ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, ν᾿ ἀγαπήσετε μὲ πάθος καὶ νὰ καεῖτε ἀπ᾿ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης σας, νὰ κάνετε τὸν πόνο, τὴ χαρά, τὴν κάθε σας στιγμὴ τραγούδι, κι᾿ ὅταν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα ἡ στερνὴ νὰ πεθάνετε ὄχι ἀπὸ πλῆξι, ἀλλὰ ἀπὸ εἰλικρίνεια ὅπως ὁ φίλος τζίτζικας, ποὺ τόσο ὡραία τὰ ἔλεγε μὰ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια...
Τώρα, καθὼς γράφω τὶς τελευταῖες γραμμές, κυττῶ πίσω καὶ ἀντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: ἔζησα ἐλεύθερη ὅσο καμμιὰ ἄλλη γυναίκα τῆς ἐποχῆς μου, ἔκανα πράγματα ποὺ δὲν ἔκανε καμμιὰ ἄλλη, κι᾿ ἀγαπήθηκα ὅσο λίγες. Καί, δὲν τὸ ξεχνῶ, καθὼς τὸ βλέμμα μου ἔσβηνε, ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ αὐγούλα τ᾿ Ἀπρίλη, δὲν ἤμουν πειὰ μόνη. Νέοι ποὺ μ᾿ ἀγάπησαν ἦρθαν νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσουν καὶ φίλες γκαρδιακὲς στὸ προσκεφάλι μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι νὰ μοῦ χαρίσουν...
Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν ἔγραψε σὲ μένα, ὅπως λέει κι᾿ ἡ καλή μου φίλη.

Μὲ ἀγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη



Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Μαρία Πολυδούρη: Η πριγκίπισσα της θλίψης

polidouri1

 Μαρία Πολυδούρη είναι μια μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. Γιατί ενώ έλκει ισχυρά τον μελετητή να την πλησιάσει και να εμβαθύνει στην προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δεν τον βοηθάει. Καθώς ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί και να υπάρξει σαν συνηθισμένος άνθρωπος.

Όταν παρακολουθήσουμε την πορεία του βίου της, όταν μελετήσουμε την ποίησή της, όταν εντρυφήσουμε λέξη προς λέξη στα ημερολόγια τα δικά της και των ανθρώπων που την αγάπησαν και την γνώρισαν,  η σκέψη μας είναι κατάμεστη από όλα αυτά τα συγκεντρωμένα στοιχεία… Τότε δηλαδή που ο μελετητής πιστεύει πως είναι έτοιμος να καταστρώσει τα συμπεράσματά του, τότε ακριβώς αντιλαμβάνεται πόση προβληματική παρουσιάζει η προσωπικότητα της Μαρίας Πολυδούρη.

Θα ήταν ασέβεια, αν όχι και άγνοια και επιπολαιότητα, ή όλα μαζί, αν επιχειρούσαμε να διατυπώνουμε με τον καθιερωμένο τρόπο τις κρίσεις μας για την Πολυδούρη. Όπως δηλαδή γίνεται με τους επιβεβλημένους κορυφαίους της διανόησης. Με κείνα τα τυπικά: πού γεννήθηκε, τι σπούδασε, ποιους επηρεασμούς δέχτηκε, ποιες οι επαγγελματικές ή οι εξωεπαγγελματικές του απασχολήσεις, οι κλίσεις του, οι ιδεολογικοί του προσανατολισμοί, ποιο το οικογενειακό του περιβάλλον, κλπ… Θα βγούμε έξω από την περιοχή, μέσα στην οποία περιδιαβάζει η Μ. Πολυδούρη. Ποιος μπόρεσε ποτέ να δώσει τη βιογραφία ενός αηδονιού, ενός χελιδονιού…

Ωστόσο, ας καταθέσουμε ότι μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε.
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902. Ο πατέρας της ήταν καθηγητής, για την μητέρα της ξέρουμε πως ήταν καλή και τρυφερή μάνα και πως η Μαρία δεν μπόρεσε ποτέ να θεραπευθεί από τις τύψεις που την παίδευαν γιατί είχε αφήσει άρρωστη τη μητέρα της, η οποία και πέθανε κατά την απουσία της Μαρίας. Οι βασανιστικές τύψεις γίνηκαν η αφορμή να γράψει η Μαρία το ποίημα το αφιερωμένο στην τρυφερή πονεμένη μάνα:

«… Δεν σ’ ένοιωσα πριν να σε χωριστώ
μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει,
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη.»

Έπειτα, έβγαλε το Γυμνάσιο Φιλιατρών και, στη συνέχεια, πήγε στην Αθήνα, όπου συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο. Είχε εγγραφεί στη Νομική Σχολή αντί της Φιλοσοφικής που ήταν η προτίμηση του πατέρα. Μαθαίνουμε επίσης πως σαν φοιτήτρια γνωρίστηκε και με τον Καρυωτάκη. Και ο μεν Καρυωτάκης φοίτησε κανονικά και στα κανονικά χρονικά όρια πήρε το δίπλωμά του ενώ η Μαρία δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις πανεπιστημιακές της σπουδές.

Στην Αθήνα, στον λίγο χρόνο που ζει τη φοιτητική της ζωή, η Μαρία έχει επιτύχει κάποιο διορισμό σε δημόσια υπηρεσία, που συνεχίζεται και μετέπειτα για λίγο διάστημα. Αλλά καθώς οι μέρες της κυλούν ανέμελα, με απουσίες από την υπηρεσία της, με αταξία και ασυνέπεια, έτσι που να έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως πρόκειται για υπάλληλο αργόμισθο, ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα παύεται από την υπηρεσία της, απομένοντας στην Αθήνα στερημένη των απαραίτητων υλικών μέσων.

Τώρα, ξέρουμε πως, παρά τις δυσκολίες τις οικονομικές κείνου του καιρού, η Μαρία, όντας κάτοχος ενός ακίνητου στην Καλαμάτα, προβαίνει στην εκποίησή του και με το συγκεντρωμένο ποσό αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι. Πολλά ειπώθηκαν για το ταξίδι αυτό… Όλα αδέσποτα σχόλια από τους ανθρώπους τους απλοϊκούς, τους ανίδεους, τους ανίκανους ν’ ανέβουν πάνω από τα καθιερωμένα της καθημερινότητας. Ειπώθηκε πως έφυγε για να κάνει επίδειξη αδιαφορίας στον Καρυωτάκη, που η άρνησή του στην πρότασή της για γάμο είχε τραυματίσει την αξιοπρέπειά της, τον εγωισμό της. Κείνην ακριβώς την εποχή, είχε αρραβωνιαστεί ένα νέο αξιόλογο επιστήμονα… και έφυγε χωρίς και με αυτόν να εξηγηθεί.

Ωστόσο, υπάρχουν και τα γνωστά και αναμφισβήτητα: ότι είχε αρρωστήσει στο Παρίσι και για ορισμένο χρονικό διάστημα νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο και ότι όταν επέστρεψε στην Αθήνα, τόσο από πλευράς υγείας όσο και από πλευράς οικονομικής επάρκειας, η κατάστασή της ήταν τραγική. Επεδίωξε και πέτυχε την είσοδό της στην Σωτηρία, το έσχατο τότε καταφύγιο των φυματικών, με ανεπαρκή τα οικονομικά μέσα, όχι τόσο λόγω της κλονισμένης της υγείας, όσο για να έχει εξασφαλισμένη κάποια στέγη και διατροφή.

Το 1928, επιστρέφει από το Παρίσι. Στις αρχές του 1929, η Πολυδούρη εκφράζεται ενθουσιαστικά για τον τόμο ποιημάτων «Λυπημένα Λουλούδια», του Γιάννη Χονδρογιάννη. Την ίδια χρονιά, κυκλοφορούν τα ποιήματά της «Τρίλλιες που σβήνουν». Στα τέλη του 1929, κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της Πολυδούρη «Ηχώ στο χάος».
Στις «Τρίλιες που σβήνουν», υπάρχει ένα τραγούδι της Μαρίας Πολυδούρη που αρχίζει με το στίχο:

«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη…»

Πέθανε στις 30 του Απρίλη του 1930. Κάποιοι αποδέχονται την εκδοχή ότι αυτοκτόνησε με ενέσεις μορφίνης.

Το έργο "Μόνο γιατί μ' αγάπησες"
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» (1928). Αποτελεί μια λυρική ελεγεία στην οποία η Πολυδούρη υμνεί την αγάπη που ένιωσε για κάποιον. Αν και το πρόσωπο δεν προσδιορίζεται, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για τον μεγάλο της έρωτα, τον Κώστα Καρυωτάκη.

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκαν το υπέρτατο
της ύπαρξης μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
 κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
– μια αγάπη πλέρια,
 γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Με τον πρώτο στίχο του ποιήματος «Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες», η ποιήτρια ορίζει το κίνητρο και το στόχο του ποιήματος. Κίνητρο είναι η αγάπη και στόχος η εξωτερίκευσή της. Το γεγονός ότι στο ποίημα μιλάει στο δεύτερο πρόσωπο κάνει το ποίημα να μοιάζει με ημερολόγιο, ερωτική επιστολή ή ερωτικό διάλογο.

Η ποιήτρια αναφέρεται συνεχώς στην αγάπη εκείνου προς αυτήν και τονίζει πως αυτή η αγάπη έδωσε νόημα και δικαίωσε τη ζωή της. Δεν μιλά καθόλου για τη δική της αγάπη. Μιλώντας για την αγάπη εκείνου προς αυτήν, εκφράζει σε αντανάκλαση τη δική της αγάπη προς εκείνον. Μάλιστα, εκείνος που την αγάπησε δεν ζει πια. Μοιάζει σαν μια έμμεση μετά θάνατον ερωτική εξομολόγηση.

Με την επανάληψη της λέξης «μόνο» σε όλο το ποίημα, επιδιώκει να παρουσιάσει τον έρωτά της ως την πηγή της ολοκλήρωσης και της ευτυχίας.
Πρόταση του ποιήματος αποτελεί ο σύνδεσμος της ζωής με την ποίηση. Ένας σύνδεσμος που γίνεται δυνατός με την μεσολάβηση του έρωτα. Με τον έρωτα, η ζωή ολοκληρώνεται και από τον έρωτα προκαλείται η ποίηση, που έχει ως λόγο ύπαρξης την έκφραση του έρωτα. Μέσα στο σχήμα της ταύτισης της ζωής με το ποιητικό έργο, η ζωή αποτελεί πρωταρχική αξία. Η ποιήτρια πιστεύει στη δύναμη και την ειλικρίνεια του συναισθήματος, το οποίο αποδίδεται με ένταση αλλά χωρίς οξύτητα.
«Δεν ξέρουμε αν η ίδια η ποιήτρια είχε συνείδηση της εξαιρετικής οξύτητας των ερωτικών της κραυγών. Προπάντων, αν είχε σκεφτεί άμεσα τον αναγνώστη, με άλλα λόγια για τη φήμη. Ο συνηθισμένος τύπος του λογοτέχνη είναι εκείνος που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο τη στιγμή που θα βρουν έκφραση καλλιτεχνική. Η Πολυδούρη, όμως, ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη αλλά στην ίδια τη δική της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειό της διέξοδο.

[…] Παρόλα αυτά, νομίζω πως φτάνει να αγγίξουμε με το δάχτυλο την πληγή της Πολυδούρη για να νιώσουμε να μας διαπερνάει το ρίγος που έκανε και την ίδια να βγάλει αυτές τις κραυγές.
Πότε άλλοτε η ποίηση μας ανέβασε σε τέτοιες κορυφές ερωτικής απελπισίας;» (Γιάννης Χατζίνης – κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας και δοκιμιογράφος)


Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Καρυωτάκης και γενιά του 30




Ὁ Καρυωτάκης καί ἡ γενεά τοῦ 30

  • Στοχασμοί γιά τήν ὑπέρβαση ἑνός ἀνωφελοῦς ἐμφυλίου


Τό κλασικό πλέον βιβλίο τοῦ Mario Vitti για τήν γενιά τοῦ 30. Παρά τίς ἐμφανεῖς προτιμήσεις τοῦ συγγραφέα του, ὁ Καρυωτάκης εἶναι παρών σχεδόν στην κάθε σελίδα, εἴτε ὡς ἐπιρροή, εἴτε ὡς παράδειγμα προς ἀποφυγή…

Ἡ γενεά τοῦ 30 ἀπέναντι στόν Καρυωτάκη, ὁ μῦθος πίσω ἀπό μία ἀλήθεια


Ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς μέ τίς ἐντελῶς ἄστοχες κρίσεις του γιά Καβάφη καί Καρυωτάκη, (παρά το ὅτι, κατά ὁμολογία τοῦ ἰδίου, ἀγνοεί παντελῶς τά ποιητικά), μπορεῖ νά θεωρηθεῖ μία ἀπό τίς σημαντικότερες φωνές πού βοήθησε στήν δημιουργία ἑνός λογοτεχνικοῦ ἐμφυλίου ἀνάμεσα σέ δύο γενεές…


Ἀπό τα πυρά τοῦ Θεοτοκᾶ δέν γλύτωσε οὔτε ὁ Βάρναλης. Οἱ κριτικές γιά τό ἔργο του εἶναι ὀξύτατες…




«Μακάριοι εἴταν αὐτοί πού ᾖρθαν ἐκεῖ στά 1930 ν’ ἀντικρύσουν, νά διασύρουν μέ τήν εὔκολη κριτική τους, τή δική μας ἀρητόρευτη κοσμοθεωρία. Ἔρχονταν πίσω μέ τά καράβια τοῦ ἐξωτερικοῦ, στιλβωμένοι, ἀτσαλάκωτοι, καί εἴταν μεγαλοαστοί: Δέν εἶχαν ποτέ τούς ἀντικρύσει κανένα βιοτικό πρόβλημα· εἶχαν φιλοδοξίες, ἀξιώσεις, χωρίς νά ἔχουν θητεία. Μᾶς κατηγόρησαν γιά ἐπαρχιακή μεμψιμοιρία καί πεισιθάνατη κατήφεια ἐπειδή εἴταν ἀνύποπτοι καί ἐπειδή ὅλα τούς ἔταζαν πώς θά περάσουν τή ζωή τους ἁβρόχοις ποσί. Θυμᾶμαι τήν ἀγανάκτησή μας. Ἔφερναν μιά αἰσιοδοξία διατεταγμένη, μίαν ἰδεολογία ἀνέξοδη, ἕναν ἐθνικισμό γεμάτον τουριστική γραφικότητα. Σ’ ἐμᾶς, πού ξενυχτούσαμε, χρόνια πρίν στούς δρόμους μέ στίχους τοῦ Καρυωτάκη στά χείλη μας, ἡ ἐμφάνιση αὐτή ἔκανε ἐντύπωση βλάδφημη. Ἀλλά τήν ἱστορία τήν γράφουν οἱ νικητές καί νικητές εἶναι οἱ ἐπιζῶντες. Ποιός εἶχε περισσότερες πιθανότητες νά ἐπιζήσει: οἱ ταλαιπωρημένοι ἤ οἱ ἀνέπαφοι;» (Ἀναδημοσιεύεται ἀπό «Τό Βῆμα» τῆς 18 Ἰανουαρίου 1967, στήν Νέα Ἑστία, ΜΑ, τ.950, 1/2/1967).

Πρόκειται γιά μία «κατάθεση κλίματος» πολύ σημαντική, ἰδιαίτερα ὅταν προέρχεται ἀπό ἕναν βασικό πεζογράφο τῆς γενεᾶς τοῦ 30 καί μάλιστα μεγαλοαστικῆς καταγωγῆς. Στήν πραγματικότητα βεβαίως τό ἄρθρο δέν ἐπιχειρεῖ τήν ποινικοποίηση τῆς καταγωγῆς στήν ποίηση, ἐπισημαίνει ὅμως ἐλαττώματα ὀπτικῆςἀπέναντι στήν πραγματικότητα πού ἐπιφέρουν ἀνάλογα ποιητικά ἀποτελέσματα. Προσέξτε τήν φράση «αἰσιοδοξία διατεταγμένη», ἀντίληψη πού σήμερα εἶναι κυρίαρχη. Ἐκτός ἀπό τά δεκάδες σημαντικά πού ἐννοεῖ καί ὑπονοεῖ τό κείμενο, (κάποια στιγμή ἀξίζει μιά χωριστή ἀναφορά), ἐκεῖνο πού ἀβίαστα φέρνει μπροστά εἶναι ἡ μεγάλη ἐπιρροή τοῦ Καρυωτάκη πρωτίστως βέβαια στήν γενιά του, ἀλλά φυσικά καί σέ ὅσους ἀκολούθησαν. Ἀπό τήν ἐπιρροή αὐτή ἐλάχιστοι ἑξαιροῦνται καί πάντως ὄχι οἱ περισσότεροι ἀπό τήν γενεά τοῦ 30.

Οἱ ἐπιρροές καί οἱ ἀντιθέσεις




Τό πρόβλημα μέ τόν Καρυωτάκη εἶναι σχεδόν ἴδιο μέ ἐκεῖνο πού συναντοῦμε στούς περισσότερους ἐσωστρεφεῖς καί στοχαστικούς ἀνθρώπους, δέν μποροῦμε δηλαδή νά ἔχουμε μία αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς ματιᾶς τους στόν κόσμο, μία κατάδυση στά μύχια τῆς σκέψης τους καί τῶν συναισθημάτων πού τούς κατακλύζουν. Ἀκόμη καί σήμερα, κανείς δέν μπορεῖ νά ἀντλήσει εἰκόνα συνόλου γιά τόν Καρυωτάκη, μόνο θραύσματα ὑποθέσεων, ἀποσπασματικές σκηνές ἀπό τήν ζωή του, γνῶμες πού ἐλέγχονται γιά τήν αὐθεντικότητά τους, ἀκόμη καί στενῶν του φίλων, (ὅπως τοῦ ἀμφιλεγόμενου σέ ὅσα καταθέτει Χαρίλαου Σακελλαριάδη). Εἶναι σάν νά ἀναβοσβήνουν κάποια φωτάκια μέσα στό ἀπόλυτο σκοτάδι καί ἀπό ἐκεῖνα πού ἀσθενικά καί στιγμιαία φωτίζονται νά πρέπει νά σχηματίσωμε γνώμη συνολική γιά τόν χῶρο πού πατοῦμε καί ἐρευνοῦμε. Μέ ἄλλα λόγια μία πορεία στό ἡμίφως, οὔτε καν σ’ αὐτό. Οἱ μόνοι μας ὁδηγοί εἶναι τοῦτες οἱ μισοσκότεινες σκηνές τοῦ βίου του, τά στοιχεῖα πού παίρνωμε ἀπό βιογράφους καί κριτικούς του καί βεβαίως ἡ ἴδια ἡ ποίησή του. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή οἱ ἀναφορές εἶναι πολλές καί ἀντιφατικές, ἅς παραμερίσουμε ἐκεῖνα τά ἀσήμαντα καί ἅς σκεφθοῦμε ἐπάνω στά βαθύτερα, τά πιό ἀπαιτητικά καί δύσκολα.

Ἐπιχείρησαν πολλοί, εἴτε νά φέρουν τόν Καρυωτάκη στά μέτρα τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἰδεολογίας, εἴτε νά μεταφράσουν τό ἔργο του μέσα ἀπό τό μάτι μιᾶς κλειδαρότρυπας. Ὅμως ὁ Καρυωτάκης καί οἱ στίχοι του δέν ἑρμηνεύονται μέ τήν ἐρωτική του συμπεριφορά, τίς περιπέτειες τῆς ὑγείας του ἤ τίς διώξεις καί τίς δυσμενεῖς μεταθέσεις. Ὅλα τοῦτα τά βιωματικά, (ἀληθινά ἤ ψευδῆ), δέν φωτίζουν, δέν πείθουν ὡς πυροδοτήσεις ἤ αἰτίες συμπεριφορᾶς καί γραφῆς. Ἐκεῖνο πού κατακυριεύει τόν Καρυωτάκη, (ἀπό τά παιδικά του χρόνια σχεδόν ἕως καί τό τέλος), εἶναι ἡ ἀδιαμεσολάβητη θέαση (καί συναίσθηση) τῆς πραγματικότητας καί τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνο πού τόν κατακλύζει σταδιακά, ἐκεῖνο πού τόν στοιχειώνει καί δέν τοῦ ἀφήνει δρόμο ἐπιστροφῆς σέ μία κανονικότητα, εἶναι πώς ἀκριβῶς ἀρνεῖται νά συμβιβαστεῖ ἤ νά ὡραιοποιήσει συμπεριφορές πού σχηματίστηκαν ὡς ρηχά ἀντίδοτα στήν θνητότητα. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ Καρυωτάκη, ὅλη του ἡ σκέψη μά καί ἡ ποίησή του, εἶναι μία διαρκής (καί a priori καταδικασμένη) προσπάθεια νά εὕρει τό γνήσιο ἀντίδοτο στό μοιραῖο τέλος, ἕναν τρόπο ζωῆς καί στοχασμοῦ, ὄχι γιά νά ξεγελάσει τόν θάνατο καί τήν ματαιότητα, ἀλλά γιά νά γαληνέψει μαζί του, νά συμβιβαστεῖ μέ τήν ἀπολυτότητά του.

Τήν ὥρα πού οἱ τρίτοι βλέπουν στόν Καρυωτάκη ἕνα παιδάκι πρόωρα γερασμένο, ἀγνοοῦν ὅτι οἱ ρυτίδες καί τό μισό χαμόγελο στό πρόσωπό του, πού τόσο εὔστοχα διακρίνει ὁ Ἄγρας σέ κάποια συνάντηση μαζί του, εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀδιάκοπης μάχης, εἶναι ὁ προάγγελος μιᾶς ἥττας, μιᾶς καταστροφῆς. Ἡ κατάθλιψη τοῦ Καρυωτάκη εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς σύγκρισης τοῦ σημαντικοῦ μέ τό ἀσήμαντο, τοῦ γνήσιου μέ τό κίβδηλο, τοῦ συμβιβασμοῦ μέ τό ἀπόλυτο τοῦ ὀνείρου. Κάθε τί πού περιβάλλει τόν Καρυωτάκη εἶναι καί μιά διαρκής ὑπενθύμιση τῆς γελοιότητας τῶν ἀνθρώπων ὅταν προσπαθοῦν νά ὑπερνικήσουν τόν φόβο τοῦ θανάτου μέ ἀσημαντότητες, κάθε κίνηση πού προσπαθεῖ νά κάμει γιά νά φανεῖ κι αὐτός κανονικός ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, προσκρούει σέ μιά καρικατούρα ὕπαρξης ἤ μία πραγματικότητα πού δείχνει ἀνίκητη – ἀπό τόν κύριο Νομάρχη ἕως τήν κρατική γραφειοκρατία, τίς πληκτικές κυρίες τῶν ἐπαρχιῶν καί τῶν Ἀθηναϊκῶν σαλονιῶν, τήν φτώχεια καί τήν μιζέρια τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, τήν προσφυγιά, τήν ἀντιπνευματικότητα μιᾶς κοινωνίας, τήν ἀνοησία τῶν ὁμοτέχνων, τόν πληρωμένο (μέ κάθε τρόπο) ἔρωτα, τήν ἀναλγησία τῆς πολιτικῆς, τίς γλοιώδεις συμπεριφορές ἀπέναντι στήν ἐξουσία. Γιά ὅλους τους ὑπόλοιπους, (ἐμᾶς ὅλους), ἀπέναντι σ’ αὐτές τίς ἀνυπόφορες πραγματικότητες λειτουργεῖ τό ἔνστικτο τῆς ἐπιβίωσης – συμβιβασμοί, ὑπακοή, σιωπή, ψεύτικα χαμόγελα, ψεύτικα λόγια, μεταμφιέσεις προσώπου καί χαρακτῆρα, ἐν τέλει προσαρμογή. Ὄχι γιά τόν Καρυωτάκη, ὄχι γιά ἐκεῖνον πού δέν ἠμπορεῖ ν’ ἀνθέξει μία τόσο ἀφύσικη καί ἐπώδυνη μεταλλαγή τῆς συνείδησής του. Ἐκεῖνος πονᾶ μέ κάθε ἀνάγκη συμβιβασμοῦ καί πονᾶ μέ πόνο σωματικό. Ὅλη του ἡ ὕπαρξη ἐπιζητᾶ γνησιότητα ἀπόλυτη, θά κάμει ἀρκετές προσπάθειες νά τήν εὕρει σέ ἐρωτικές συνευρέσεις, συναναστροφές μέ ποιητές καί εὔθραυστες ποιητικές ὑπάρξεις, συζητήσεις λιγοστές μέ ἀξιόλογους ὁμοτέχνους. Θά προσφύγει στό ὕστατο καταφύγιο, τήν ποίηση, τελευταία προσπάθεια νά ἐντοπίσει ἐκεῖ το γνήσιο, τό ἀπόλυτο, τό μαγευτικό, τήν ἀπόδραση ἀπό τό κοστοῦμι πού τόν πονᾶ καί τόν ἐξοντώνει. Ἡ μόνη τρυφεράδα πού συναντᾶ κανείς στήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη (καί πάλι εὔστοχα το ἐντοπίζει ὁ Ἄγρας) εἶναι ἐκείνη πού ἀφορᾶ παιδιά, τρυφερές ἡλικίες πού δέν ἔχουν ἀκόμη ἀπωλέσει τήν παρθενική ματιά. Δέν εἶναι ἀρκετό, δέν ἐπαρκεῖ, ὁ Καρυωτάκης ἔχει περάσει τά ὅρια ἀντοχῆς, τό μόνο ἀπόλυτο πού δέν ἔχει ἀκόμη ἀναζητήσει εἶναι τό μηδέν καί τό ἄπειρο, ὁ θάνατος ὁ ἴδιος. Ἡ σφαῖρα τῆς Πρέβεζας εἶναι ἡ παραδοχή μιᾶς ἥττας, ἀλλά καί ἡ ἀπόδραση ἑνός πνεύματος ἀναρχικοῦ, ἀνίκανου νά προσαρμοστεῖ σέ μία μεταμφίεση. Γιά τόν Καρυωτάκη ἡ σφαῖρα αὐτή ἔγραψε ἕναν ἐπίλογο σ’ ἕνα βασανιστήριο. Γιά τήν νεότερη ποίησή μας ἔγραψε ἕναν πρόλογο πού ἀκόμη καί σήμερα ἀρνούμεθα νά μελετήσουμε ἐπαρκῶς γιατί φοβόμαστε τήν ἄβυσσο πού καραδοκεῖ καί ἀποζητᾶ τήν πιό δημιουργική, τήν πιό θυσιαστική πλευρά τῆς συνείδησής μας. Ξορκίζουμε τόν Καρυωτάκη, γιατί ἡ ἀποδοχή του θά μᾶς ὑποχρεώσει ν’ ἀντικρύσουμε τό πρόσωπο καί νά πετάξουμε τό προσωπεῖο. Καί γιά τούς περισσότερους ἀπό ἐμᾶς αὐτή ἡ ἐπιλογή ἔχει ἕνα τίμημα τεράστιο, ἐπιφέρει μιά ἀγωνία δημιουργίας πού δέν μποροῦμε καί δέν ξέρουμε νά διαχειριστοῦμε.

Ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀλέξη Μινωτῆ γιά τόν συμμαθητή του Κώστα Καρυωτάκη. Ὅταν τυχαῖα γεγονότα ἀνακατευθύνουν μία συνείδηση καί καθορίζουν τήν στάση της στό μέλλον… (περιοδικό «Λέξη»)


Ἅς δοῦμε λοιπόν ἐνδεικτικά τόν Σεφέρη καί τό «Μυθιστόρημα» πού δημοσιεύεται νομίζω στά 1935, ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν Πρέβεζα εἶναι πολύ μικρή, εἶναι ἀκόμη μεσοπόλεμος. Ἐδῶ δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ τεχνοτροπία, (ὁπωσδήποτε νεωτερική καί ἀνανεωτική τοῦ στίχου), ἀλλά τό περιεχόμενο, ἡ ποιητική θέση μέσα στήν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς.

Λοιπόν, θά κοπιάσει πολύ ὅποιος ἀναζητήσει στό «Μυθιστόρημα» μία ἔστω καί ἀμυδρή ριπή αἰσιοδοξίας, ἕνα φῶς, μία ἔστω καί ἐν δυνάμει ἐλπίδα. Ἅς δοῦμε προσεκτικά ὁρισμένες στροφές… (ἀπό τήν ἔκδοση «Γιῶργος Σεφέρης, Ποιήματα», Ἴκαρος, 1989.

…………………………
Τόν ἄγγελο
τόν περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τά πεῦκα τό γιαλό καί τ’ ἄστρα.
Σμίγοντας τήν κόψη τ΄ἀλετριοῦ
ἤ τοῦ καραβιοῦ τήν καρένα
ψάχναμε νά βροῦμε πάλι τό πρῶτο σπέρμα
γιά νά ξαναρχίσει τό πανάρχαιο δρᾶμα.
Γυρίσαμε στά σπίτια μας τσακισμένοι
μ΄ἀνήμπορα μέλη, μέ τό στόμα ρημαγμένο
ἀπό τή γέψη τῆς σκουριᾶς καί τῆς ἁρμύρας.
Ὅταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά τό βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σέ καταχνιές ἀπό τ΄ἄσπιλα φτερά τῶν κύκνων πού μᾶς πληγῶναν.
Τίς χειμωνιάτικες νύχτες μᾶς τρέλαινε ὁ δυνατός ἀγέρας τῆς ἀνατολῆς
τά καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στήν ἀγωνία τῆς μέρας πού δέν μποροῦσε νά ξεψυχήσει.
Φέραμε πίσω
αὐτά τ΄ἀνάγλυφα μιᾶς τέχνης ταπεινῆς.
……………………………………………
Ποιός θά σηκώσει τή θλίψη τούτη ἀπ΄τήν καρδιά μας;
Χτές βράδυ μία νεροποντή καί σήμερα
βαραίνει πάλι ὁ σκεπασμένος οὐρανός. Οἱ στοχασμοί μας
σάν τίς πευκοβελόνες τῆς χτεσινῆς νεροποντῆς
στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας μαζεμένοι κι ἄχρηστοι
θέλουν νά χτίσουν ἕναν πύργο που γκρεμίζει.
Μέσα σέ τοῦτα τά χωριά τ΄ἀποδεκατισμένα
πάνω σ’ αὐτό τόν κάβο, ξέσκεπο στό νοτιά
μέ τή βουνοσειρά μπροστά μας πού σέ κρύβει,
ποιός θά μᾶς λογαριάσει τήν ἀπόφαση τῆς λησμονιᾶς;
Ποιός θά δεχτεῖ τήν προσφορά μας, στό τέλος αὐτό τοῦ φθινοπώρου.
………………………………………………
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνά
πού ἔχουν σκεπή τό χαμηλό οὐρανό μέρα καί νύχτα.
Δέν ἔχουμε ποτάμια δέν ἔχουμε πηγάδια δέν ἔχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές, πού ἠχοῦν καί πού τίς προσκυνοῦμε.
Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος μέ τή μοναξιά μας
ἴδιος μέ τήν ἀγάπη μας, ἴδιος μέ τά σώματά μας.
Μᾶς φαίνεται παράξενο πού κάποτε μπορέσαμε νά χτίσουμε
τά σπίτια τά καλύβια καί τίς στάνες μας.
Κι οἱ γάμοι μας, τά δροσερά στεφάνια καί τά δάχτυλα
γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιά τήν ψυχή μας.
Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τά παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τόν κλείνουν
οἱ δυό μαῦρες Συμπληγάδες. Στά λιμάνια
τήν Κυριακή σάν κατεβοῦμε ν΄ἀνασάνουμε
βλέπουμε νά φωτίζουνται στό ἡλιόγερμα
σπασμένα ξύλα ἀπό ταξίδια πού δέν τέλειωσαν
σώματα πού δέν ξέρουν πιά πῶς ν΄ἀγαπήσουν.



Μία ἀπό τίς ἀναφορές τοῦ Σεφέρη στήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη. Ἀπό τήν ἀλληλογραφία του (στο Λονδίνο) με τόν Γιῶργο Κατσίμπαλη (στήν Ἑλλάδα…).



Ὁ Ὀδυσσέας Ἑλύτης εἶναι μία ξεχωριστή περίπτωση μέσα στήν λεγόμενη γενιά τοῦ 30, αύτός ἔρχεται ἀπό ἕναν δρόμο ἐντελῶς δικό του, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Καρυωτάκης…

Ὁ Καρυωτάκης δέν διαθέτει ἁπλῶς τήν δύναμη μιᾶς φλόγας, ἔχει καί τήν ταχύτητά της ὅταν κατακαίει τά πάντα γύρω της. Γι’ αὐτό καί στήν ποίησή του ἀποτυπώνεται μιά βιασύνη, μία ἀδιαφορία γιά τήν φόρμα, μιά ἀγωνία νά προλάβει πρίν ἔλθει τό τέλος. Γιά τόν Καρυωτάκη ὁ ἐπίμονος στοχασμός, ἡ ἐξαντλητική ἐπεξεργασία τοῦ στίχου, ἡ θεατρικότητά του, ὅλα τοῦτα εἶναι ἄγνωστα καί σχεδόν πολυτέλειες ἀχρείαστες. Ἡ γραφή του εἶναι πυρετική, δέν ἐπιστρέφει σ’ αὐτήν γιά πολύχρονες διορθώσεις, δέν ἀναιρεῖ καί δέν ἀποκηρύσσει, δέν τόν ἐνδιαφέρουν οἱ παρακαταθῆκες καί οἱ δημόσιες σχέσεις. Ἡ ποίησή του ἔχει τήν καθαρότητα καί τήν μοναξιά μιᾶς φλόγας, σχεδόν τήν μοναξιά ἑνός παραληρήματος.

Ὁ ἄσκοπος ἐμφύλιος των γενεῶν


Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, πρωταγωνιστής στήν περιβόητη διαμάχη τοῦ 1947, τήν ὁποία ἄλλωστε αύτός πυροδότησε. Ἐν μέρει δικαιολογημένα…

Αὐτά συμβαίνουν ὅταν ἡ συγκυρία παρεισφρέει στήν ποίηση καί τήν ἀναγκάζει νά ὑπηρετήσει ἰδεοληψίες καί προκαταλήψεις. Ὅταν ἡ μικροαστική τάξη ξεκινᾶ ν’ ἀνεβαίνει στήν Ἑλλάδα, ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕναν Ἐλύτη, ἕναν Ἐγγονόπουλο καί ἕναν Ρίτσο, δέν θέλει νά θυμᾶται Μικρασιατική καταστροφή, φτώχεια, μιζέρια, προσφυγιά καί κρατική βία. Αὐτή ἡ τάση γιά ἄνοδο καί αἰσιοδοξία, γιγαντώθηκε μεταπολεμικά, καί μάλιστα μετά ἀπό ἕναν αἱματηρό ἐμφύλιο μέ ἀνεπούλωτες πληγές γιά πολλά χρόνια. Τόν Καρυωτάκη τόν ἀπώθησε ἡ ἴδια ἡ ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἡ ποίησή του ἦταν ἀνασταλτική αὐτῆς τῆς πορείας. Κανείς δέν θέλει ν’ ἀποδεχθεῖ πώς ὅσα ὁ ποιητής καταγγέλλει ἰσχύουν ἀναλλοίωτα καί σήμερα καί γι’ αὐτό θά δεῖτε ὅτι καί στήν ἐκπαίδευση, ποιήματα ὅπως ἡ «Πρέβεζα» ἑρμηνεύονται μέ ὅρους συγκυρίας – φταίει ἡ πόλη πού τότε ἦταν μέσα στήν μιζέρια, φταίει ἡ δυσμενής μετάθεση, φταίει ἡ Μικρασιατική καταστροφή. Περιορίζουν τίς πυροδοτήσεις τοῦ Καρυωτάκη μοναχά στήν ἐποχή του, ξορκίζουν τήν ποίησή του ἀπό τό Τώρα. Ἐάν ὁ Καρυωτάκης στάθηκε θῦμα τοῦ μικροαστισμοῦ, ἄλλο τόσο «θῦμα» ἔπεσε ὁ Ἐλύτης, ὁ Σεφέρης καί ἀρκετοί ἀκόμη ἀπό τήν λεγόμενη γενεά τοῦ 30. Τόν Καρυωτάκη μπορεῖ νά τόν ἀφόπλισαν καί νά τόν ἀπωθοῦν ὅλο καί περισσότερο στήν λήθη ὡς μία ἀσθενική φιγούρα μέ ἄρρωστη ἰδιοσυγκρασία, ἀλλά ἡ μεταχείριση καί στούς ὑπόλοιπους δέν ἦταν καλύτερη. Ἀπό τόν Ἐλύτη κράτησαν τούς πιό ἄνοστους, τούς πιό κοινότοπους στίχους του, ἀπό τόν Σεφέρη ξέχασαν τά καλύτερα, τόν Παπατζώνη τόν ἔθαψαν ὅσο βαθύτερα μποροῦσαν καί τόν Καβάφη τόν ἀφυδάτωσαν σέ σχολικές ἐπετείους.




Τὀ ἐξαιρετικά σφοδρό κείμενο τοῦ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου πού πυροδότησε τήν ἀντιπαράθεση τοῦ 1947. Ὁ χαρακτηρισμός «Βούδας» ἀποδίδεται στόν Γιῶργο Σεφέρη, ἐνῶ πρωτεργάτες τῆς «κλίκας» ὑπονοοῦνται οἱ Κατσίμπαλης καί Καραντώνης…



Ὁ Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος ἐπανῆλθε μέ δεύτερο ἄρθρο στήν «Νέα Ἑστία» γιά να ἀνταπαντήσει στόν Καραντώνη. Ἡ κατακλεῖδα τοῦ κειμένου εἶναι χαρακτηριστική καί κατά ἕναν τρόπο διαχρονική…