Μαρία Πολυδούρη είναι μια μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. Γιατί ενώ έλκει ισχυρά τον μελετητή να την πλησιάσει και να εμβαθύνει στην προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δεν τον βοηθάει. Καθώς ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί και να υπάρξει σαν συνηθισμένος άνθρωπος.
Όταν παρακολουθήσουμε την πορεία του βίου της, όταν μελετήσουμε την ποίησή της, όταν εντρυφήσουμε λέξη προς λέξη στα ημερολόγια τα δικά της και των ανθρώπων που την αγάπησαν και την γνώρισαν, η σκέψη μας είναι κατάμεστη από όλα αυτά τα συγκεντρωμένα στοιχεία… Τότε δηλαδή που ο μελετητής πιστεύει πως είναι έτοιμος να καταστρώσει τα συμπεράσματά του, τότε ακριβώς αντιλαμβάνεται πόση προβληματική παρουσιάζει η προσωπικότητα της Μαρίας Πολυδούρη.
Θα ήταν ασέβεια, αν όχι και άγνοια και επιπολαιότητα, ή όλα μαζί, αν επιχειρούσαμε να διατυπώνουμε με τον καθιερωμένο τρόπο τις κρίσεις μας για την Πολυδούρη. Όπως δηλαδή γίνεται με τους επιβεβλημένους κορυφαίους της διανόησης. Με κείνα τα τυπικά: πού γεννήθηκε, τι σπούδασε, ποιους επηρεασμούς δέχτηκε, ποιες οι επαγγελματικές ή οι εξωεπαγγελματικές του απασχολήσεις, οι κλίσεις του, οι ιδεολογικοί του προσανατολισμοί, ποιο το οικογενειακό του περιβάλλον, κλπ… Θα βγούμε έξω από την περιοχή, μέσα στην οποία περιδιαβάζει η Μ. Πολυδούρη. Ποιος μπόρεσε ποτέ να δώσει τη βιογραφία ενός αηδονιού, ενός χελιδονιού…
Ωστόσο, ας καταθέσουμε ότι μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε.
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902. Ο πατέρας της ήταν καθηγητής, για την μητέρα της ξέρουμε πως ήταν καλή και τρυφερή μάνα και πως η Μαρία δεν μπόρεσε ποτέ να θεραπευθεί από τις τύψεις που την παίδευαν γιατί είχε αφήσει άρρωστη τη μητέρα της, η οποία και πέθανε κατά την απουσία της Μαρίας. Οι βασανιστικές τύψεις γίνηκαν η αφορμή να γράψει η Μαρία το ποίημα το αφιερωμένο στην τρυφερή πονεμένη μάνα:
«… Δεν σ’ ένοιωσα πριν να σε χωριστώ
μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει,
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη.»
Έπειτα, έβγαλε το Γυμνάσιο Φιλιατρών και, στη συνέχεια, πήγε στην Αθήνα, όπου συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο. Είχε εγγραφεί στη Νομική Σχολή αντί της Φιλοσοφικής που ήταν η προτίμηση του πατέρα. Μαθαίνουμε επίσης πως σαν φοιτήτρια γνωρίστηκε και με τον Καρυωτάκη. Και ο μεν Καρυωτάκης φοίτησε κανονικά και στα κανονικά χρονικά όρια πήρε το δίπλωμά του ενώ η Μαρία δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις πανεπιστημιακές της σπουδές.
Στην Αθήνα, στον λίγο χρόνο που ζει τη φοιτητική της ζωή, η Μαρία έχει επιτύχει κάποιο διορισμό σε δημόσια υπηρεσία, που συνεχίζεται και μετέπειτα για λίγο διάστημα. Αλλά καθώς οι μέρες της κυλούν ανέμελα, με απουσίες από την υπηρεσία της, με αταξία και ασυνέπεια, έτσι που να έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως πρόκειται για υπάλληλο αργόμισθο, ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα παύεται από την υπηρεσία της, απομένοντας στην Αθήνα στερημένη των απαραίτητων υλικών μέσων.
Τώρα, ξέρουμε πως, παρά τις δυσκολίες τις οικονομικές κείνου του καιρού, η Μαρία, όντας κάτοχος ενός ακίνητου στην Καλαμάτα, προβαίνει στην εκποίησή του και με το συγκεντρωμένο ποσό αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι. Πολλά ειπώθηκαν για το ταξίδι αυτό… Όλα αδέσποτα σχόλια από τους ανθρώπους τους απλοϊκούς, τους ανίδεους, τους ανίκανους ν’ ανέβουν πάνω από τα καθιερωμένα της καθημερινότητας. Ειπώθηκε πως έφυγε για να κάνει επίδειξη αδιαφορίας στον Καρυωτάκη, που η άρνησή του στην πρότασή της για γάμο είχε τραυματίσει την αξιοπρέπειά της, τον εγωισμό της. Κείνην ακριβώς την εποχή, είχε αρραβωνιαστεί ένα νέο αξιόλογο επιστήμονα… και έφυγε χωρίς και με αυτόν να εξηγηθεί.
Ωστόσο, υπάρχουν και τα γνωστά και αναμφισβήτητα: ότι είχε αρρωστήσει στο Παρίσι και για ορισμένο χρονικό διάστημα νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο και ότι όταν επέστρεψε στην Αθήνα, τόσο από πλευράς υγείας όσο και από πλευράς οικονομικής επάρκειας, η κατάστασή της ήταν τραγική. Επεδίωξε και πέτυχε την είσοδό της στην Σωτηρία, το έσχατο τότε καταφύγιο των φυματικών, με ανεπαρκή τα οικονομικά μέσα, όχι τόσο λόγω της κλονισμένης της υγείας, όσο για να έχει εξασφαλισμένη κάποια στέγη και διατροφή.
Το 1928, επιστρέφει από το Παρίσι. Στις αρχές του 1929, η Πολυδούρη εκφράζεται ενθουσιαστικά για τον τόμο ποιημάτων «Λυπημένα Λουλούδια», του Γιάννη Χονδρογιάννη. Την ίδια χρονιά, κυκλοφορούν τα ποιήματά της «Τρίλλιες που σβήνουν». Στα τέλη του 1929, κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της Πολυδούρη «Ηχώ στο χάος».
Στις «Τρίλιες που σβήνουν», υπάρχει ένα τραγούδι της Μαρίας Πολυδούρη που αρχίζει με το στίχο:
«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη…»
Πέθανε στις 30 του Απρίλη του 1930. Κάποιοι αποδέχονται την εκδοχή ότι αυτοκτόνησε με ενέσεις μορφίνης.
Το έργο "Μόνο γιατί μ' αγάπησες"
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» (1928). Αποτελεί μια λυρική ελεγεία στην οποία η Πολυδούρη υμνεί την αγάπη που ένιωσε για κάποιον. Αν και το πρόσωπο δεν προσδιορίζεται, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για τον μεγάλο της έρωτα, τον Κώστα Καρυωτάκη.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκαν το υπέρτατο
της ύπαρξης μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
– μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
Με τον πρώτο στίχο του ποιήματος «Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες», η ποιήτρια ορίζει το κίνητρο και το στόχο του ποιήματος. Κίνητρο είναι η αγάπη και στόχος η εξωτερίκευσή της. Το γεγονός ότι στο ποίημα μιλάει στο δεύτερο πρόσωπο κάνει το ποίημα να μοιάζει με ημερολόγιο, ερωτική επιστολή ή ερωτικό διάλογο.
Η ποιήτρια αναφέρεται συνεχώς στην αγάπη εκείνου προς αυτήν και τονίζει πως αυτή η αγάπη έδωσε νόημα και δικαίωσε τη ζωή της. Δεν μιλά καθόλου για τη δική της αγάπη. Μιλώντας για την αγάπη εκείνου προς αυτήν, εκφράζει σε αντανάκλαση τη δική της αγάπη προς εκείνον. Μάλιστα, εκείνος που την αγάπησε δεν ζει πια. Μοιάζει σαν μια έμμεση μετά θάνατον ερωτική εξομολόγηση.
Με την επανάληψη της λέξης «μόνο» σε όλο το ποίημα, επιδιώκει να παρουσιάσει τον έρωτά της ως την πηγή της ολοκλήρωσης και της ευτυχίας.
Πρόταση του ποιήματος αποτελεί ο σύνδεσμος της ζωής με την ποίηση. Ένας σύνδεσμος που γίνεται δυνατός με την μεσολάβηση του έρωτα. Με τον έρωτα, η ζωή ολοκληρώνεται και από τον έρωτα προκαλείται η ποίηση, που έχει ως λόγο ύπαρξης την έκφραση του έρωτα. Μέσα στο σχήμα της ταύτισης της ζωής με το ποιητικό έργο, η ζωή αποτελεί πρωταρχική αξία. Η ποιήτρια πιστεύει στη δύναμη και την ειλικρίνεια του συναισθήματος, το οποίο αποδίδεται με ένταση αλλά χωρίς οξύτητα.
«Δεν ξέρουμε αν η ίδια η ποιήτρια είχε συνείδηση της εξαιρετικής οξύτητας των ερωτικών της κραυγών. Προπάντων, αν είχε σκεφτεί άμεσα τον αναγνώστη, με άλλα λόγια για τη φήμη. Ο συνηθισμένος τύπος του λογοτέχνη είναι εκείνος που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο τη στιγμή που θα βρουν έκφραση καλλιτεχνική. Η Πολυδούρη, όμως, ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη αλλά στην ίδια τη δική της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειό της διέξοδο.
[…] Παρόλα αυτά, νομίζω πως φτάνει να αγγίξουμε με το δάχτυλο την πληγή της Πολυδούρη για να νιώσουμε να μας διαπερνάει το ρίγος που έκανε και την ίδια να βγάλει αυτές τις κραυγές.
Πότε άλλοτε η ποίηση μας ανέβασε σε τέτοιες κορυφές ερωτικής απελπισίας;» (Γιάννης Χατζίνης – κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας και δοκιμιογράφος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου