Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ Κ.

                                        Κορνήλιος Καστοριάδης (1922 – 1998)


 
Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής, που έδρασε και δημιούργησε στη Γαλλία. Από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα, συνένωσε στο έργο του την πολιτική, τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση. Αποκλήθηκε «φιλόσοφος της αυτονομίας», υπήρξε συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» και συνιδρυτής του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Μαρτίου 1922 και λίγο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή βρέθηκε στην Αθήνα με την οικογένειά του. Αρκετά νωρίς, από τα 13 του, αναμίχθηκε στην πολιτική και κοινωνική δράση. Μέλος παράνομης κομμουνιστικής οργάνωσης την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Σπουδάζει νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1941 εντάσσεται στο ΚΚΕ. Θα το εγκαταλείψει ένα χρόνο αργότερα για να ενταχθεί στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να βρεθεί ανάμεσα σε δύο πυρά, των Γερμανών και των ορθόδοξων κομμουνιστών.
Το 1944 δημοσιεύει το πρώτο του δοκίμιο για τον Μαξ Βέμπερ, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής». Στα «Δεκεμβριανά» θα βιώσει ως τροτσκιστή την τρομοκρατία του ΕΛΑΣ και θα αποδοκιμάσει τις μεθόδους του ΚΚΕ. Το 1945 εγκαθίσταται στο Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης, μαζί με τους Κώστα Αξελό, Κώστα Παπαϊωάννου, Ιάννη Ξενάκη, Μιμίκα Κρανάκη, Μέμο Μακρή κ.ά. Έκτοτε, η γαλλική πρωτεύουσα θα αποτελέσει το επίκεντρο της ζωής και των δραστηριοτήτων του. Την Ελλάδα θα την επισκέπτεται μόνο τα καλοκαίρια και μετά τη μεταπολίτευση.
Στο Παρίσι, παράλληλα με τις σπουδές του, δημιουργεί την ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» που ιδεολογικά και πολιτικά ασκεί δριμύτατη κριτική στο σοβιετικό μαρξιστικό μοντέλο, το οποίο χαρακτηρίζει «γραφειοκρατικό καπιταλισμό». Είναι η ψυχή της ομάδας και αυτός, που κυρίως επεξεργάζεται τις θέσεις και γράφει τα σημαντικότερα κείμενα στο ομότιτλο περιοδικό.
Τότε είναι που αρχίζει να διαμορφώνει την έννοια της αυτονομίας, ως «αυτονομία του προλεταριάτου». Εκκινώντας από την εκτίμηση ότι το εργατικό κίνημα έχει υποστεί πολύμορφες διαστρεβλώσεις που αλλοίωσαν τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου, θεωρεί ως βασικό όρο για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μιαν αυτόνομη δράση του προλεταριάτου, που θα έχει ως αντικειμενικό σκοπό την κατάλυση του γραφειοκρατικού δημόσιου μηχανισμού και τη μεταβίβαση της εξουσίας σε μαζικούς οργανισμούς των παραγωγικών τάξεων.
Το 1966 η ομάδα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» και το περιοδικό παύει να εκδίδεται. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, τα κείμενα και η σκέψη της ομάδας και κυρίως του Καστοριάδη αποτελούν βασική πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του '68. Το διάστημα αυτό εργάζεται ως οικονομολόγος στον ΟΟΣΑ και το 1970 αποκτά τη γαλλική υπηκοότητα. Έτσι θα πάψει να αρθρογραφεί με ψευδώνυμο (Πιερ Σολιέ, Πολ Καρντάν κ.ά.), υπό τον φόβο της απέλασης και θα γίνει ευρύτερα γνωστός.
Η βαθιά κριτική του μαρξισμού συνοδεύεται από μια άνευ προηγουμένου πνευματική περιέργεια και παραγωγικότητα. Ο Καστοριάδης ασχολείται με τα μαθηματικά, την οικονομία και την ψυχανάλυση, την οποία και εξασκεί επαγγελματικά το 1974. Αυτή η στροφή προς την ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον το σύνολο της σκέψης του, που τον οδηγεί σε μια καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτυπώνεται στο κλασικό, πλέον, έργο του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» (1975). Γύρω από αυτό το σύγγραμμα ο Καστοριάδης θα δομήσει το φιλοσοφικό του σύστημα. Ξαναφέρνοντας στο φως τις απαρχές της δημοκρατικής συγκρότησης της αθηναϊκής κοινωνίας του 5ου π.Χ. Αιώνα, όσο και όλες τις άλλες μεγάλες δημιουργικές στιγμές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να δει τον εαυτό του ως αυτόνομο υποκείμενο και δημιουργό της Ιστορίας του.
Ο Καστοριάδης αρνείται την ύπαρξη οποιασδήποτε προδιαγεγραμμένης πορείας της κοινωνίας (ντετερμινισμού), καθώς αυτή είναι συνεχής δημιουργία που γεννιέται και νοηματοδοτείται μέσω του «Κοινωνικού Φαντασιακού». Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αν και όλες οι κοινωνίες δημιουργούν, οι ίδιες τις φαντασιακές σημασίες τους (δηλαδή τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις κ.λ.π.) δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού. Πολλές κοινωνίες συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσμισης των φαντασιακών σημασιών τους, αποδίδοντας τη θέσμιση και τη θεμελίωσή τους σε εξωκοινωνικούς παράγοντες (π.χ. το Θεό, την παράδοση, το νόμο, την ιστορία). Με βάση αυτή την συνείδηση της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από κάθε κοινωνία, ο Καστοριάδης διέκρινε μεταξύ των αυτόνομων κοινωνιών, αυτών δηλαδή που είχαν συνείδηση της αυτοθέσμισης αυτής, και των ετερόνομων κοινωνιών, στις οποίες η θέσμιση αποδιδόταν σε κάποια εξωκοινωνική αυθεντία.
Το 1979 γίνεται διευθυντής σπουδών στην «Ανωτάτη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες» (Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τον Βόλο, το Ρέθυμνο κ.α. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πέθανε στο Παρίσι στις 26 Δεκεμβρίου 1997, από επιπλοκές μετά από εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, σε ηλικία 75 ετών.

Ενδεικτική Εργογραφία

  • Η γραφειοκρατική κοινωνία [2 τόμοι] («Ύψιλον»)
  • Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας («Ράππας»)
  • Τα σταυροδρόμια του λαβύρινθου («Ύψιλον»)
  • Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα («Ύψιλον»)
  • Η ελληνική ιδιαιτερότητα: Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο («Κριτική»)
  • Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία («Ύψιλον»)
  • Ομιλίες στην Ελλάδα («Ύψιλον»)


 
 
 

 
 

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ-ΠΑΡΙΣΙ

                                                             Κορνήλιος Καστοριάδης

 
 

Στο Παρίσι

Στο Παρίσι έγινε μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος, από τις οποίες όμως άρχισε σταδιακά να απομακρύνεται, ώσπου μετά το 1948 να εγκαταλείψει οριστικά το τροτσκιστικό κίνημα. Παράλληλα από την ίδια χρονιά άρχισε να εργάζεται στην υπηρεσία Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), μια θέση την οποία διατήρησε ως και το 1970.
Το 1946 ξεκίνησε και η γνωριμία του με τον διανοούμενο Κλωντ Λεφώρ, με τον οποίο συγκρότησαν μία εσωτερική τάση στο PCI, από το οποίο αποχώρησαν το 1948 και ίδρυσαν την ομάδα Socialisme ou Barbarie («Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»), η οποία από το επόμενο έτος μέχρι το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Από τα κείμενα εκείνης της περιόδου προέκυψαν τα βιβλία: Η Γραφειοκρατική Κοινωνία (1973), Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος (1974), Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση, Η Γαλλική Κοινωνία (1979).
Μέσα από το συγκεκριμένο περιοδικό βρήκαν βήμα τα επόμενα χρόνια γνωστοί διανοούμενοι της Γαλλίας, όπως ο Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ και ο Γκυ Ντεμπόρ. Το περιοδικό κινείτο πέραν των τροτσκιστικών κύκλων και ήταν ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Χαρακτηριστική της γραμμής του περιοδικού ήταν η ανάλυση του Καστοριάδη για το πολιτικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο το χαρακτήρισε καθεστώς "Γραφειοκρατικού Καπιταλισμού". Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η ρωσική επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπου μια νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία, σχηματίστηκε γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα». Όσον αφορά τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» της Δύσης θεωρούσε ότι το κριτήριο ταξικής διαφοροποίησης είχε πάψει να είναι πλέον η κατοχή και ο έλεγχος των μέσων παραγωγής, αλλά η κατοχή και η ικανότητα άσκησης εξουσίας. Σταδιακά και προς τα τελευταία χρόνια της έκδοσης του περιοδικού ο Καστοριάδης απομακρύνθηκε από την μαρξιστική φιλοσοφία και θεωρία της Ιστορίας όσο και από την μαρξιστική οικονομική ανάλυση, πράγμα εμφανές στο κείμενο του «Μαρξισμός και επαναστατική κοινωνία» το οποίο αργότερα συμπεριελήφθη στο Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ οι θέσεις και οι απόψεις του Καστοριάδη γνώρισαν μεγάλη απήχηση στους επαναστατικούς κύκλους πολλών χωρών της εποχής, ο ίδιος δεν είχε την ανάλογη αναγνώριση, καθώς ήταν αναγκασμένος να υπογράφει τα κείμενα του χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα (Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud κ.α). Αυτό συνέβαινε διότι δεν είχε γαλλική υπηκοότητα ή διαβατήριο ακόμη, με συνέπεια να βρίσκεται συνεχώς υπό τον φόβο της απέλασης στην Ελλάδα. Στις σελίδες του περιοδικού πρωτοεμφανίστηκαν και μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα της πρώτης περιόδου της σκέψης του, τα οποία αργότερα έμελλε να δημοσιευθούν μέσα από τις εκδόσεις βιβλίων του, όπως τα: «Η Γραφειοκρατική Κοινωνία», «Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος» και του ίσως σημαντικότερου έργου του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας».
Το 1967 η ομάδα του Socialisme ou Barbarie διαλύεται, ωστόσο όμως δύο χρόνια αργότερα, τα κείμενα και η σκέψη της ομάδας και κυρίως του Καστοριάδη αποτελούν βασική πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του '68. Το 1970 ο Καστοριάδης αποκτά την γαλλική υπηκοότητα και έτσι παύει πλέον ο συνεχής φόβος της απέλασης. Αυτή την περίοδο ο Καστοριάδης στρέφεται στην ψυχανάλυση, μάλιστα εργάζεται και ως ψυχαναλυτής ο ίδιος από το 1974, και γίνεται μέλος της επονομαζόμενης Τέταρτης Ομάδας, ενός κινήματος διαφωνούντων της σχολής του Λακάν (Jacques Lacan).
Αυτή η στροφή προς την ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον το σύνολο της σκέψης του, πράγμα το οποίο τον οδηγεί σε μια καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτυπώνεται στο κλασικό πλέον έργο του 'Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας'. Κεντρική θέση στην σκέψη του αποκτά η έννοια του Φαντασιακού, το οποίο θεωρεί ως το θεμέλιο στοιχείο της ανθρώπινης δημιουργίας. Ο Καστοριάδης αντιλαμβάνεται την κοινωνική διαφοροποίηση ως μια διαδικασία συνεχούς δημιουργίας ex nihilo σημασιών, νοημάτων, εικόνων οι οποίες θεσπίζονται και δομούν την εικόνα του κόσμου και της κοινωνίας κάθε εποχής. Ο Καστοριάδης αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε ντετερμινισμού όσον αφορά την κοινωνική αλλαγή, οποιασδήποτε προδιαγεγραμμένης πορείας της κοινωνίας, καθώς αυτή είναι συνεχής δημιουργία που γεννιέται και νοηματοδοτείται μέσω του «Κοινωνικού Φαντασιακού». Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αν και όλες οι κοινωνίες δημιουργούν οι ίδιες τις φαντασιακές σημασίες τους (δηλαδή τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις κ.λπ.) δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού. Πολλές κοινωνίες συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσμισης των φαντασιακών σημασιών τους, αποδίδοντας την θέσμιση και την θεμελίωση τους σε εξω-κοινωνικούς παράγοντες (π.χ. το Θεό, την παράδοση, το νόμο, την ιστορία). Με βάση αυτή την συνείδηση της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από κάθε κοινωνία, ο Καστοριάδης διέκρινε μεταξύ των αυτόνομων κοινωνιών, αυτών δηλαδή που είχαν συνείδηση της αυτοθέσμισης αυτής, και των ετερόνομων κοινωνιών, στις οποίες η θέσμιση αποδιδόταν σε κάποια εξωκοινωνική αυθεντία.
Το 1979 ο Καστοριάδης εξελέγη διευθυντής της Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales, όπου διοργάνωσε σεμινάριο με τίτλο "Θέσμιση της κοινωνίας και ιστορική δημιουργία".
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κορνήλιος Καστοριάδης επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων, μεταξύ άλλων στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τον Βόλο το Ρέθυμνο κ.α. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στις 24 Φεβρουαρίου 1993 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απεβίωσε σε ηλικία 75 ετών, στις 26 Δεκεμβρίου του 1997.
Είχε δάσκαλα και την Σαβίτρι Ντέβι, με την οποία είχε και φιλικές σχέσεις[2].

Φιλοσοφία

Αυτονομία

Βασική θέση στο έργο του Καστοριάδη κατέχει η έννοια της "Αυτονομίας", σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που ο ίδιος αποκαλέστηκε και "Φιλόσοφος της Αυτονομίας". Ετυμολογικά βέβαια, η λέξη σημαίνει την πολιτική πράξη κατά την οποία μια κοινωνία δημιουργεί τους δικούς της νόμους και θεσμούς. Εκτός όμως από τους ίδιους τους νόμους, οι κοινωνίες έχουν και την ανάγκη της "νομιμοποίησης" αυτών, την απάντηση δηλαδή στο γιατί αυτοί οι νόμοι να είναι οι δίκαιοι. Προγενέστερες κοινωνίες νομιμοποιούσαν τους νόμους τους μέσα από την μεταφυσική, λέγοντας κυρίως ότι τους είχαν δοθεί από κάποιο θεό ή θεϊκό πρόγονο. Ο Καστοριάδης παρατήρησε ότι οι προσπάθειες αυτές για νομιμοποίηση είναι, ως επί το πλείστον τους, ταυτολογικές. Οι νόμοι της Παλαιάς Διαθήκης για παράδειγμα, νομιμοποιούνται από το Θεό, η ύπαρξη του οποίου βεβαιώνεται από το γεγονός ότι έδωσε αυτούς τους νόμους. Ο καπιταλισμός από την άλλη έχει σαν νομιμοποίηση του την "ορθολογικότητα" [3], το ότι δηλαδή αποτελεί ένα σύστημα στηριγμένο στη λογική. Παρομοίως όμως, ορίζει πρώτα το τι είναι λογικό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η μεγιστοποίηση ενός "προϊόντος" παραγωγής και η ελαχιστοποίηση ενός "κόστους", των οποίων τις έννοιες ορίζει και πάλι ο ίδιος. Ένας τέτοιος ορισμός της λογικής όμως δεν μπορεί να στηριχτεί ο ίδιος στη λογική, μιας και έχουν υπάρξει πολλές κοινωνίες, που σίγουρα δεν θα αποκαλούνταν "παράλογες", που τον αγνοούσαν πλήρως και έτσι απαιτείται να τον δεχτούμε ως παραδοχή. Μία δεύτερη νομιμοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος έχει επιχειρηθεί και με τη χρήση της Δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης των ειδών μέσω φυσικής επιλογής. Εδώ ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως "φυσικός", έχοντας δήθεν προέλθει από την ίδια διαδικασία που δημιούργησε και τον άνθρωπο. Ο Καστοριάδης, εκφράζοντας πρώτα την άποψη ότι η εφαρμογή της θεωρίας αυτής σε κοινωνικά μορφώματα είναι άτοπη, μας θυμίζει ότι η διαδικασία της εξέλιξης αφήνει πίσω της τον καταλληλότερου προς επιβίωση, με οποιοδήποτε μέσο, και όχι κάποιο ιδανικό αισθητικής ή δικαιοσύνης. Η νομιμοποίηση λοιπόν του καπιταλισμού είναι για άλλη μια φορά ταυτολογική, κάτι που δεν τον καθιστά αυτόματα λογικό ή φυσικό ως σύστημα.
Εδω παρατηρεί ότι πολλές κοινωνίες, τη στιγμή της δημιουργίας τους, παρουσιάζουν φαινόμενα αυτονομίας, όπως οι δημαρχιακές συναντήσεις πολιτών (town hall meetings) κατά την Αμερικανική Ανεξαρτησία και οι οργανώσεις πολιτών κατά την Κομμούνα του Παρισίου. Στην εξέλιξη τους όμως, τα συστήματα αυτά, δίνουν την νομοθετική εξουσία σε εκλεγόμενους άρχοντες με αποτέλεσμα την πλήρη αποξένωση του πολίτη από αυτήν. Κατά τον Καστοριάδη, μόνον η λεγόμενη εκτελεστική εξουσία που πρέπει να πράττει μόνο κατά κυριολεξία του όρου, εκτελώντας τα βουλεύματα του δήμου, μπορεί να μεταβιβάζεται σε ειδικούς ενώ οι υπόλοιπες, συμπεριλαμβανομένης και της δικαστικής, πρέπει να μένουν στα χέρια των πολιτών μέσω της άμεσης δημοκρατίας.
Σε αντίθεση αυτής της τάσης, οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα ως πραγματικά αυτόνομη κοινωνία, γνώριζαν ότι οι νόμοι είναι ανθρώπινοι και κατ' ουσίαν αυτονομιμοποιούμενοι. Μπόρεσαν έτσι να τους αλλάζουν διαρκώς, συχνά με δημοκρατικά μέσα. Το ότι παρά τη συνειδητοποίηση αυτή, οι Έλληνες συνέχισαν να σέβονται και να υπακούουν τους νόμους τους, απέδειξε κατά τον Καστοριάδη ότι οι αυτόνομες κοινωνίες είναι δυνατές μέσα στην ιστορία σε αντίθεση με το επιχείρημα που παρουσιάζει τη θρησκεία ως αναγκαία προϋπόθεση για την διατήρηση της έννομης τάξης[4].

Φαντασιακή Θέσμιση της κοινωνίας

Ο Καστοριάδης πίστευε ότι η θέσμιση των κοινωνιών, είτε ως αυτόνομες είτε όχι, προϋποθέτει μια συγκεκριμένη σύλληψη του κόσμου και της σχέσης του ανθρώπου με αυτόν. Ο καπιταλισμός για παράδειγμα, αναδυόμενος μέσα από τη βιομηχανική επανάσταση, συλλαμβάνει έναν επιστημονικά ορισμένο κόσμο με μία κοινωνία βασισμένη σε αυτό που ο ίδιος ορίζει ως "ορθό λόγο" (λογική). Παραδόξως όμως, όπως επισημαίνει αναλυτικά στο πρωτοποριακό του έργο "Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας" [1975], ο Κομμουνισμός βασίζεται επίσης στην ίδια φαντασιακή σύλληψη, καθώς οραματίζεται με τη σειρά του μια κατ' ουσία βιομηχανική κοινωνία, όπου η ευημερία του ανθρώπου είναι υλικά μετρήσιμη και βελτιστοποιήσιμη μέσω της τεχνολογίας. Αποδέχεται έτσι τις ίδιες καπιταλιστικές κατηγορίες και ορισμούς, όπως το τι είναι "προϊόν", "κόστος" κλπ. Έτσι λοιπόν, η ιστορική εξέλιξη της Μαρξιστικής θεωρίας, όπως το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, δεν αποτελεί δολιοφθορά ή "έκπτωση" της αρχικής της ιδεολογίας αλλά η μοιραία της πραγμάτωση μέσα στο χρόνο. Η Ιστορία, δηλαδή, "δείχνει στα γεγονότα αυτό που ή θεωρητική ανάλυση δείχνει απ' την πλευρά της στις ιδέες: ότι το Μαρξιστικό σύστημα αποτελεί μέρος της καπιταλιστικής κουλτούρας" [5]
Στο σημείο αυτό, επανέρχεται στο θέμα της αρχαίας Ελλάδας όπου το θεμελιώδες φαντασιακό, όπως φαίνεται από τον Όμηρο και τον Ησίοδο στις αντίστοιχες κοσμογονίες τους, έχει τον κόσμο να γεννιέται από το Χάος. Σήμερα, και ενώ ο όρος αυτός έχει αναχθεί σε επιστημονική θεωρία (Θεωρίας του Χάους), ο Καστοριάδης προτιμά τον ορισμό του ως "τίποτα"[6]. Αυτή η σύλληψη ήταν, κατά τον Καστοριάδη, η γενεσιουργός δύναμη της αρχαίας δημοκρατίας αφού αφήνει τον άνθρωπο δημιουργό του δικού του νοήματος, σε έλλειψη κάποιου ανώτερου προϋπάρχοντος νόμου.

Αρχαία Ελλάδα και Δύση

Ασχολούμενος με το φαινόμενο της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας ο Καστοριάδης βρίσκει πάλι το φαινόμενο της αυτοθέσμισης και αυτονομίας ενώ αντικρούει την άποψη που θέλει το πολίτευμα αυτό να πηγάζει από τα φαινόμενα της δουλείας, της γεωγραφίας του Ελλαδικού χώρου ή την οπλιτική φάλαγγα. Όπως παρατηρεί, σε μια διάλεξη του στο Λεωνίδιο το 1984[7], η Γερμανία θα έπρεπε, με βάση το επιχείρημα της γεωγραφίας, να αποτελεί, ήδη από τον Μεσαίωνα, ένα ενιαίο κράτος. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε παρά μόνο πρόσφατα και ότι αυτός ο κατακερματισμός με τη σειρά του δεν οδήγησε σε καμία μορφή δημοκρατίας. Ούτε και η παρουσία της δουλείας σε άλλες κοινότητες, η οποία μάλιστα δεν ήταν βασικό στοιχείο της πρώτης δημοκρατικής κοινωνίας την εποχή του Κλεισθένη, οδήγησε αυτόματα στη δημοκρατία. Αντίθετα, η δημοκρατία της αρχαίας Ελλάδος στηρίχτηκε όχι στην τάξη των δούλων αλλά σε αυτή των μικροεμπόρων, κάτι γνωστό στον ίδιο το Μαρξ, όπως επισημαίνει στην ίδια διάλεξη.
Το φαινόμενο της μικρής αυτονομούμενης πόλης κράτους αναδύεται ξανά στις ανεξάρτητες πόλεις της βορείου Ιταλίας κατά την Αναγέννηση, βασιζόμενη ξανά στην τάξη των μικροεμπόρων.
Η αρχαία Ελλάδα κατά τον Καστοριάδη δεν πρέπει να αποτελέσει πρότυπο αλλά έμπνευση για μία σύγχρονη αυτόνομη δημοκρατία.


Αναφορές

  1. Καστοριάδης, Κορνήλιος (1944). "Εισαγωγή στη Θεωρία των Κοινωνικών Επιστημών". Ἀρχεῖον Κοινωνιολογίας καὶ Ἡθικῆς (2): 141-150. http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/2/4/c/metadata-a3f0rfalep32k5tbce3lo0rhk6_1317626470.tkl. 
  2. “Chronicle of the Life of Savitri Devi” by R.G. Fowler
  3. Καστοριάδης Κ. (1999) Η «Ορθολογικότητα» του Καπιταλισμού. Εκδ. Ύψιλον σελ. 12
  4. Καστοριάδης (1984) ΕΤ1 Παρασκήνιο. Διαθέσιμο από: το YouTube Βλέπε επίσης: Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα - Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο (Σεμινάρια 1982-1983) - Εκδόσεις Κριτική 2007
  5. Καστοριάδης Κ. (1975) Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας σελ.100. Εκδ. Κέδρος
  6. Καστοριάδης Κ. (1982) Η ελληνική ιδιαιτερότητα Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο: Σεμινάρια 1982-1983. Εκδότης: Κριτική
  7. Καστοριάδης Κ. (1984) Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα Εκδ. Ύψιλον

ΚΩΣΤΑΣ ΑΞΕΛΟΣ

                                            Κώστας Αξελός (1924 – 2010)

 
 
Έλληνας στοχαστής και φιλόσοφος, με σπουδαία καριέρα στη Γαλλία.
Ο Κώστας Αξελός γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 1924 από αστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και η μητέρα του ανήκε στην παλιά αθηναϊκή οικογένεια Ξηροτάγαρου. Διδάχτηκε από παιδί γαλλικά και γερμανικά, ενώ στην εφηβεία του διάβασε τα κείμενα των Ηράκλειτου, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Εμπεδοκλή, Μαρξ, Νίτσε, Ντοστογιέφσκι, και ποιητών όπως ο Ρεμπώ, ο Ρίλκε και ο Χέλντερλιν.
Στα δεκαοχτώ του χρόνια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα εντάχθηκε στην Κομμουνιστική Νεολαία και, παρά τις διαφωνίες του, πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, υποστηρίζοντας ότι «ο πραγματικός κομμουνιστής πρέπει να κρατάει στο ένα χέρι το όπλο και στο άλλο τα βιβλία του Ρίλκε». Το 1944, στα Δεκεμβριανά, έζησε εικονική εκτέλεση στα κρατητήρια της Ασφάλειας, φυλακίστηκε σε στρατόπεδο και τελικά απέδρασε.
Στα τέλη του 1945, με τη βοήθεια του Οκτάβιου Μερλιέ (διευθυντή τότε του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα) επιβιβάστηκε στο θρυλικό πλέον πλοίο Ματαρόα μαζί με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Κώστα Παπαϊωάννου, τον Κωνσταντίνο Βυζάντιο, τη Μιμίκα Κρανάκη, τον Κώστα Κουλεντιανό, τον Νίκο Σβορώνο και άλλους, με προορισμό το Παρίσι. Λίγο διάστημα μετά την αναχώρησή του, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από στρατοδικείο. Το 1946 εγκατέλειψε τις γραμμές του KKE.
Ο Κώστας Αξελός σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη, όπου και δίδαξε (1962-1973), αλλά δεν έγινε ποτέ καθηγητής, θεωρώντας «ότι το πανεπιστήμιο δεν είναι χώρος ριζικής σκέψης». Από το 1950 έως το 1957 εργάστηκε στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας, όπου επεξεργάστηκε τις δύο διδακτορικές διατριβές του: Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία και Ο Μαρξ στοχαστής της τεχνικής, τις οποίες υπέβαλε στη Σορβόννη. Το 1952 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο Φιλοσοφικές Δοκιμές και μάλιστα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Σε μία συνέντευξή του στο περιοδικό Περίπλους (1990) αναφέρθηκε στην ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία: «Ορισμένα διαβάσματα λογοτεχνικά, δεν θα αναφέρω πολλά ονόματα, θα αναφέρω μόνο τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, ορισμένα διαβάσματα κειμένων του Νίτσε ιδίως, όσο μπορεί να τα καταλάβει ένας έφηβος, ορισμένα μαθήματα στο Γυμνάσιο, με οδήγησαν να καταλάβω ότι υπάρχει διάσταση της σκέψης, της αρθρωμένης σκέψης, που καλείται εδώ και 2.500 χρόνια φιλοσοφία. Και μετά άρχιζα να σπουδάζω συστηματικά τη φιλοσοφία και μετά δίδαξα επί σειρά χρόνων στη Σορβόννη και συγχρόνως έγραφα, γιατί η φιλοσοφία είναι κάτι που λέγεται και γράφεται, γίνεται μέσα από τον διάλογο και τη γραφή και την επικοινωνία με τον αναγνώστη».
Γενικά, η ζωή του κινήθηκε στον ιδιωτικό χώρο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έπαιρνε θέση πάνω στα κρίσιμα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και του κόσμου. Μία από τις ελάχιστες δημόσιες δραστηριότητές του ήταν αρχισυνταξία του πρωτοποριακού τότε περιοδικού Arguments (Επιχειρήματα) την περίοδο 1956-1962, ενώ ίδρυσε και διηύθυνε την ομώνυμη φιλοσοφική σειρά στις Εditions de Minuit (Εκδόσεις του Μεσονυκτίου), όπου εκδόθηκαν επίσης και τα περισσότερα από τα βιβλία του. Στη σειρά αυτή βρήκαν καταφύγιο η φιλοσοφική σκέψη, η ιστορία, η οικονομία, η πολιτική, η ψυχολογία, η ψυχιατρική, η γλώσσα και οι τέχνες.
Πασίγνωστη είναι η διένεξή του με τον Ζαν Πολ Σαρτρ, τον οποίο εγκαλούσε για μη πρωτότυπη σκέψη και έκθεση παλαιότερων φιλοσοφικών ιδεών. Ο Σαρτρ με τη σειρά του τον κατηγορούσε επειδή είχε εγκαταλείψει τον κομμουνισμό.
Εξέδωσε είκοσι τέσσερα βιβλία και πλήθος κειμένων (γαλλικά, ελληνικά και γερμανικά) που μεταφράστηκαν σε δεκαέξι γλώσσες.
Στις 14 Απριλίου 2000, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και στις 5 Μαρτίου 2009 διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Αυτή ήταν η τελευταία του επίσκεψη στην Ελλάδα.
Τον Απρίλιο του 2009 κυκλοφόρησε στη Γαλλία από τις εκδόσεις Les Belles Lettres το καινούργιο βιβλίο του, με τίτλο Αυτό που επέρχεται και πρόσφατα από τις εκδόσεις Νεφέλη το έργο Το άνοιγμα στο επερχόμενο και το αίνιγμα της Τέχνης.
Ο Κώστας Αξελός πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 2010 στο Παρίσι, σε ηλικία 86 ετών.


 

 

Κ.ΑΞΕΛΟΣ-ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

 

 

Φιλοσοφία

Με διαμεσολαβητές τους Προσωκρατικούς, ο Κώστας Αξελός προσπαθεί να συμφιλιώσει τον Μαρξ με τους Νίτσε, Φρόιντ και Χάιντεγκερ, αναζητώντας πολυδύναμο παρατηρητήριο για την κατόπτευση των προβλημάτων της μεταμαρξιστικής εποχής. Ήδη με τα πρώτα κείμενα, στρέφεται προς τη στοιχειοθέτηση μιας βιοθεωρίας που να καθίσταται πράξη στον στίβο μιας ελεύθερης και δημοκρατικής πολιτείας, έστω κι αν ο δρόμος που οδηγεί σ' αυτήν συνεπάγεται τη βίαιη κοινωνική διαλεκτική της επαναστατικής ανατροπής. Δεν αποφεύγει τη γοητεία του αποσπασματικού λόγου που διέσωσε τη σκέψη του Ηράκλειτου, με την αξίωση πάντως να μελετηθεί στη συνάφειά του με το «πνεύμα του καιρού του» και να αποτιμηθεί με ακρίβεια η «ευεργετική» του επίδραση στο έργο του Ένγκελς και του Μαρξ. Συναφώς αιτιολογεί το αυξανόμενο ενδιαφέρον της σύγχρονης έρευνας για τους Προσοφιστές και γενικότερα για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ορίζοντας τη φιλοσοφία ως μέθοδο αντικρίσματος των νόμων της κίνησης της φύσης, της ιστορίας και του πνεύματος και θυμίζοντας στο σημείο αυτό το Anti-Dühring (1952).
Έχει εγκατασταθεί στη Γαλλία ο Αξελός, όταν για την προβληματική σχέση του ανθρώπου με την ιστορία συμπλησιάζει τον Ένγκελς και τον Μαρξ με τους Νίτσε και Φρόιντ. Προνομιακό πεδίο γι' αυτή τη συνάντηση αναδεικνύονται τα Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα του Μαρξ με ερεθιστική αιχμή το νόημα και τις μορφές της «αποξένωσης». Στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα, εντοπίζονται οι επιπτώσεις του καταμερισμού της εργασίας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κεφαλαίου, του χρήματος και της βιομηχανίας, που μεταμφιέζει σε «πολιτισμό» την «ωμή κατάσταση της βαρβαρότητας των αναγκών». Οι σχέσεις των δύο φύλων, επίσης η «εξωτερίκευση» του ανθρώπου σε μια «ξένη πραγματικότητα», η μετατροπή του «είναι» σε «έχειν», η μετάβαση από το «πραγματικό» στο «αφηρημένο» (ενόσω η «Λογική είναι το χρήμα του πνεύματος») και από την αλήθεια στην «αποξένωση της αυτοσυνείδησης» συναποτελούν εκφάνσεις της «Entfremdung». Η τελευταία μπορεί να αρθεί μόνο με την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας ως «θετικής αναίρεσης της ατομικής ιδιοκτησίας». Τότε αναμένεται να ξαναγεννηθεί ο «ολόκληρος Άνθρωπος», που θα συνταιριάζει την ελευθερία με την αναγκαιότητα του «ατόμου και του γένους», τις φυσικές με τις ιστορικές επιστήμες, καταργώντας έτσι τις «ψευδείς ιδεολογίες και την αφηρημένη φιλοσοφία» (1952).
Ακολουθώντας το παράδειγμα του δασκάλου του Χάιντεγκερ, φιλοσοφεί μέσω της γλώσσας, συχνά χρησιμοποιώντας μια συνεχή ροή αφοριστικών προτάσεων για να υποδηλώσει τα σημεία με τα οποία αφουγκραζόμαστε το «παιγνίδι του κόσμου». Με την ίδια σκευή πλησιάζει τους «ορίζοντες του κόσμου», αποκρυπτογραφεί τα «μυθολογικά στοιχεία» του μαρξισμού και ιδίως αναγγέλλει την έλευση της «μεταϊστορίας», που διαχέεται προδρομικά στην «τελειωμένη ­ διατηρημένη, μηδενισμένη, ξεπερασμένη, κοινωνικοποιημένη, πλανητικοποιημένη ­ υποκειμενικότητα» (1964).
Κατά την εκδοτική πρόθεση του Αξελού, οι δύο διδακτορικές διατριβές και το βιβλίο του "Προς την πλανητική σκέψη" (1964) αποτέλεσαν την πρώτη τριλογία των γραπτών του στα γαλλικά με τίτλο «Η εκδίπλωση της περιπλάνησης» («Le deploiement de l' errance»).
Στους κόλπους της σημερινής εποχής η σκέψη και ο κόσμος αναδύονται πλανητικά, ως ψηλάφηση και ως πραγματικότητα ενός «αθέατου ορίζοντα όλων των ενδοκοσμικών πραγμάτων» (1964), με αποτέλεσμα να στοιχείται η διαρκής περιπλάνηση προς τη θρυμματισμένη «ολότητα» που περιβάλλει τον άνθρωπο και που με τη σειρά της γίνεται «ερωτηματικό του παιγνιδιού» μ' αυτήν (1964). Την αίσθηση βέβαια αυτή αποκομίζει η δεύτερη τριλογία που τιτλοφορείται «Η εκδίπλωση του παιγνιδιού» («Le deploiement de jeu») και περιλαμβάνει τις συνθέσεις: "Το παιγνίδι του κόσμου" (1969), "Για μια προβληματική ηθική" (1972) και "Συμβολή στη Λογική" (1977).
Η τρίτη τριλογία φέρει τον τίτλο «Η εκδίπλωση μιας έρευνας» και απαρτίζεται από τα βιβλία: "Επιχειρήματα μιας έρευνας" (1969), "Ορίζοντες του κόσμου" (1974) και "Προβλήματα του διακυβεύματος" (1979). Τον απασχολεί το δίπολο Μαρξ και Φρόιντ, το οποίο ο Αξελός ουδέποτε αντιμετώπισε με την αμεριμνησία του πατροκτόνου, από τότε που διακήρυττε ότι πρέπει να «απελευθερώσουμε τις ακμαίες δυνάμεις» που περιέχουν ο μαρξισμός και ο φροϋδισμός (1964) ως τις «αυτοβιογραφικές» του σημειώσεις, στις οποίες υπογραμμίζει ότι «μένει να ξαναρωτήσουμε, να προεκτείνουμε τις μαρξικές και φροϋδικές διαισθήσεις» (1997). Στο επίκεντρο των αναζητήσεών του εξακολουθεί να βρίσκεται το «παιγνίδι του συνόλου των συνόλων», ιδίως στη συνάρτησή του με το ερώτημα για το «τέλος της ιστορίας». Τούτο αναδιατυπώνεται απερίφραστα ως εξής: «Δεδομένου ότι όλα έχουν ήδη ειπωθεί και αντικρουσθεί, σε μια συγκεκριμένη γλώσσα, τη γλώσσα κυρίως της μεταφυσικής φιλοσοφίας και τη γλώσσα της αντιφιλοσοφίας που ανατρέπει τη μεταφυσική, υπάρχει ακόμα κάτι τι να ειπωθεί ­ και σε ποια γλώσσα;» (1974).
Έτσι, το ερώτημα για το «τέλος της φιλοσοφίας» και συναφώς για το «τέλος της ιστορίας», στο πλαίσιο της πρακτικής που ανταποκρίνεται στο «παιγνίδι του κόσμου», δεν μπορεί παρά να εκφέρεται κάθε φορά εξαρχής, σ' έναν ορίζοντα που θα «διαρκέσει αναμφισβήτητα ­ για όποιον ξέρει να βλέπει, να διαβλέπει και να προβλέπει ­ πολύ μεγαλύτερο χρόνο από την καθαυτό Ιστορία» (1993). Τι είναι αυτό που απομένει και αναστέλλει το «τέλος» ως τελείωση και ως τελευτή των σχέσεών μας με τον κόσμο; Μάλλον η «ένταση της σκέψης που αναθεωρεί τα πάντα», η «συνάντηση μέσα στο ρήγμα του ερωτισμού, η κατάκτηση του φευγαλέου, η κατάπληξη μπροστά σε ορισμένες στιγμές, η οξυδερκής συμβολή στις μάχες της πολιτικής πρωτοπορίας», γιατί σε κάθε περίπτωση το «παιγνίδι του κόσμου» είναι «πιο δυνατό από τον μηδενισμό» (1969). Το διακύβευμα, ως αδιάπτωτη παιγνιώδης συνεπαφή ανθρώπου και κόσμου, δεν προεξοφλεί κάποια αναδίπλωση της «σκεπτόμενης ομιλίας» ή της «ομιλούσας σκέψης», ακόμη κι αν θα μπορούσε να διερευνηθεί μήπως στον υπάρχοντα κόσμο, «όπου γίνεται πολύς θόρυβος για το τίποτα, μια κάποια διέξοδος θα ήταν να μην πούμε τίποτα». Το «παιγνίδι συνεχίζεται» στα χέρια του «ποιητικού δαίμονα της σκέψης» απέναντι σε μια κοινωνία που διατηρείται «ανυπόφορα μέτρια και απατηλή» (1979).
Μετά την ολοκλήρωση της τρίτης τριλογίας δημοσιεύεται η Ανοιχτή συστηματική (1984) ως προέκταση των αντιλήψεων που είχε εκθέσει ως τότε ο Αξελός για τα «ανοίγματα του κόσμου», με έναν τρόπο σύλληψης και γραφής επίσης «διαφορικό και ενοραματικό» που αγκαλιάζει το «παιγνίδι του κόσμου», δηλαδή ό,τι δεν υπάρχει και ωστόσο «κατακλύζει και υπερβαίνει άτομα και ιστορικές κοινωνίες» και με επιπρόσθετη τώρα την υπογράμμιση του «τρισδιάστατου ορίζοντα που επιτρέπει το «άνοιγμα του χρόνου παρελθόντος - παρόντος - μέλλοντος» (1984). Η αίσθηση της ανάγκης να γίνει το «επόμενο βήμα», ακόμη και πέρα από τους γνώριμους ορίζοντες της «περιπλάνησής» του που κατά το «παιγνίδι του χρόνου» δεν τον διευκόλυναν να «κρυσταλλώνει το είναι» ή να θέτει την «ολότητα» (1964), τον ωθεί στην αναστοχαστική προσέγγιση του «επαγγέλματος του στοχαστή», στην παροχή αποσαφηνίσεων ως προς τα θεωρήματα που καλλιέργησε και ιδίως σε μια παιδαγωγική συνόψιση των αναζητήσεών του. Έτσι, στα Γράμματα σ' ένα νέο στοχαστή (1996) προσπαθεί να προσφέρει «ένα είδος προσανατολισμού» στην ερωτηματοθεσία για τον «λαβύρινθο του κόσμου» με κλειδιά τις «διιστορικές» λέξεις που ενυπάρχουν σε μια σκέψη χωρίς «καμιά οριστική λύση» και συνάμα χωρίς «καμιά παρηγοριά», μια και το «παιγνίδι του κόσμου» τρέφει και καταστρέφει όλες τις τελευταίες λέξεις (1996).
Ανεξάρτητα από το ποιο παρατηρητήριο εποπτεύει κανείς τα κοινωνικά δρώμενα της εποχής του και συναφώς ανατέμνει τη θεωρητική σκέψη που τα προσεγγίζει, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η φιλοσοφική παρουσία του Κώστα Αξελού στη διεθνή σκηνή των ιδεών κατέκτησε επάξια μια ξεχωριστή θέση, τόσο με την εκφραστική του όσο κυρίως με τη σύστοιχη επιλογή των θεμάτων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της σκέψης του. Στο «παιγνίδι του κόσμου» συμπυκνώνεται ο πλούτος των παρατηρήσεων που προσκομίζει η «ενιαία και ενοραματική σκέψη» (1984), κατά την «περιπλάνησή» της σε μια «ανοιχτή ολότητα» που συνιστά τη «συνδυαστική των εξουσιών του κόσμου» (1984). Ταυτόχρονα, κατά την αδιάκοπη αναμέτρηση με «ό,τι σκέφθηκε ως τώρα η ανθρωπότητα» (1993) κατανοεί την οφειλή του προς τον Ηράκλειτο, τον Μαρξ, τον Φρόιντ και τον Χάιντεγκερ, για να μείνουμε στις κορυφές αυτής της συνάντησης. Ως προς την «είσοδό» του στον κόσμο της θεωρητικής ζωής έδωσε ο ίδιος, με την υπόμνηση βέβαια ότι δεν πρόκειται για «αιτιακό σχήμα», το περίγραμμα των προσδιορισμών αυτού του διακυβεύματος, στους οποίους συγκαταλέγονται ο «κοινωνικός περίγυρος» και η «ιστορική στιγμή» (1997).
Με υφάδι τον στοχασμό για τον φιλοσοφικό στοχασμό, το σύνολο σχεδόν των κειμένων του τακτοποιείται ως ένας ιδιογενής μετα-φιλοσοφικός επιλογισμός με την πρόθεση να μην «υπομένει παθητικά την εποχή» του: το «κάλεσμα που μας έχει εκτοξευθεί μας επιτάσσει να κοιτάμε και να βλέπουμε από κοντά και από μακριά» (1997). Η διακινδύνευση άλλωστε δεν γέρνει προς την πλευρά νομιμοποίησης του υπάρχοντος ούτε επιτελείται με την αμεριμνησία της αοχλησίας: «Το εν λόγω παιγνίδι είναι οτιδήποτε εκτός από παιγνιώδες και ευτράπελο. Οι σκέψεις και οι χειρονομίες που εκτοξεύονται μέσα στην περιπέτεια του "υπέρτατου ανοίγματος" είναι και παραμένουν παράνομες παρά τις μερικές και μεροληπτικές αναγνωρίσεις» (1997). Σε κάθε περίπτωση, όσοι «πλευροκοπούν το αδύνατο» παραγκωνίζουν και τη «θεατρικότητα» για ν' ανοίξουν τον δρόμο «σε μια ομιλία ποιητική και σκεπτόμενη, σε μια διάπυρη ζωή» (1997).


Βιβλιογραφία

  • Μάριος Μπέγζος, Κώστας Αξελός. Το ΄Ανοιγμα της Σκέψης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002
  • Palmier, Jean-Michel, «Κώστας Αξελός: ο φιλόσοφος που θέτει μονάχα ερωτήματα». Μετάφρ. Δημήτρης Δούκαρης. Τομές 66 (1980), 8-9.
  • Delacampagne, Christian, «Κώστας Αξελός». Τομές 66 (1980), 10.
  • Νικολαΐδης, Αριστοτέλης, «Ο Κώστας Αξελός και το ερωτηματικό του σύμπαν». Τομές 66 (1980), 11-15
  • Νικολαΐδης, Ἀριστοτέλης, «Σκέψη καὶ πράξη στὸ ἔργο τοῦ Κώστα Ἀξελοῦ » , Τομές, 2-3 (1978), σσ. 7-10
  • Droit, Roger-Pol, Palmier, Jean Michel, «Κώστας Ἀξελός, στοχαστὴς τοῦ “παιχνιδιοῦ τοῦ κόσμου” » , Ἐποπτεία, 23 (1978), σσ. 489-491
  • Enthoven, Jean-Paul, «Ἀξελός: ὁ αἰώνιος παίχτης » , Τομές, 2-3 (1978), σσ. 11-12
  • Haviland, Eric, Κώστας Ἀξελός. Βίος στοχαστικός - Βιωμένη σκέψη, Ἀθήνα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς " Ἑστίας", 1998
  • Lefebvre, Henri, «Ὁ κόσμος κατὰ τὸν Κώστα Ἀξελό » , Νέα Ἑστία, 150, 1737 (2001), σσ. 229-243
  • Lefebvre, Henri, Fougeyrollas, Pierre, Τὸ παιχνίδι τοῦ Κώστα Ἀξελοῦ, Ἀθήνα, Βιβλιοπωλεῖον τῆς " Ἑστίας", 1984


ΑΞΕΛΟΣ -ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ "Κ"



Κ. Αξελός: η έλλειψη του παιχνιδιού θα νέκρωνε τη σκέψη μου

 


 
Ο Κώστας Αξελός «έφυγε» το 2010, σε ηλικία 86 ετών. Αναδημοσιεύουμε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό “Κ”.
___
Ένας γοητευτικός έφηβος ογδόντα πέντε ετών, με μυαλό σπινθηροβόλο. Φωνή και προφορά, υποβλητικές. Η ανθρώπινη ζεστασιά διάχυτη. Το γέλιο αβίαστο. Μοναδική οξύνοια δεμένη με παιδική τρυφερότητα. Και όσο σου μιλάει, νιώθεις από τους τυχερούς εκείνους, που δέχτηκαν τα υψηλά ερεθίσματα «πετάγματος της σκέψης» από έναν από τους σημαντικότερους στοχαστές του αιώνα μας. Τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη, όπου η εκεί Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ τον αναγόρευσε πρόσφατα επίτιμο διδάκτορα. Ο λόγος του τελευταίου μεγάλου Ελληνα στοχαστή σε συνεπαίρνει, σε βοηθάει να ανελιχθείς σε άλλες σφαίρες, σε γεμίζει χαρά. Aντε μετά να προσγειωθείς και να κάνεις αυτήν τη σπάνιας ποιητικότητας συζήτηση… συνέντευξη.
«Τα μεγάλα ερωτήματα έχουν απαντηθεί από δεκάδες μεγάλους και παραμένουν αναπάντητα. Στη φιλοσοφία, η έννοια της απάντησης σε ένα ερώτημα είναι μια αδόκιμη σκέψη. Το γιατί υπάρχει ο κόσμος έχει ποτέ αποδειχθεί;» λέει ο Κώστας Αξελός. Και στην εύλογη ερώτηση αν η συνεχής αυτοαναίρεση της αλήθειας αναζωογονεί ή σκοτώνει τον φιλόσοφο, απαντά: «Μιλάω πάντα για στοχαστές και όχι για φιλοσόφους. Και η αλήθεια είναι μια πάρα πολύ προβληματική έννοια. Βλέπω την αλήθεια σαν κυρίαρχη μορφή μιας περιπλάνησης. Αμα η περιπλάνηση παίρνει μορφή και περιεχόμενο και συγκροτεί και συγκροτείται, δίνει μια μορφή της αλήθειας. Αλλά η αλήθεια υπακούει στην περιπλάνηση, και όχι το αντίθετο».
Τέλος των ιδεολογιών;
Οι ιδεολογίες γενικευόμενες πεθαίνουν. Μετά από αυτές, μια μέση απατηλή νοοτροπία θα κυριαρχήσει για πολύ.
Με ποια χαρακτηριστικά;
Εχει στοιχεία από όλα. Λίγο φιλελεύθερα, λίγο σοσιαλιστικά, λίγο χριστιανικά, λίγο εβραϊκά, λίγο προλεταριακά, λίγο αστικά, λίγο από τις φιλοσοφίες, αλλά είναι πάντα ένα μπέρδεμα, χωρίς αυτό να είναι σκέψη. Κάνει τους ανθρώπους να νομίζουν ότι σκέπτονται.
Μπορεί ο άνθρωπος να προχωρήσει έτσι;
Η τεχνική προχώρησε με γιγαντιαία βήματα. Ο άνθρωπος, όμως, αμφιβάλλω πολύ.
Θα μπορούσατε να διαβλέψετε στον αυριανό κόσμο;
Ο αυριανός κόσμος, ο βιομηχανικός, μαζικός, μηδενιστικός, ηλεκτρονικός και τεχνικοποιημένος πολιτισμός, θα τεχνικοποιήσει ακόμη και τη φαντασία. Υπάρχει ένα πέρα από την τεχνική; Και από ποιον κυριαρχείται η τεχνική; Δεν μπορώ να απαντήσω.
Επικυρίαρχη η τεχνική;
Σήμερα φαίνεται ότι είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Υπάρχει έως και μια τεχνική των φαντασιώσεων. Ο κινηματογράφος, η ίδια μας η ζωή είναι μια μορφή τεχνικής. Είναι σαν αυτό που ακούω από τους φοιτητές, να λένε «έκανα έρωτα» χρησιμοποιώντας τη λέξη «κάνω» σαν να έκαναν ένα σκαμνί ως μαραγκοί…
Αν τελειώνει η φιλοσοφία, μετά τι;
Η εποχή μας έχει πέσει χαμηλά και η φιλοσοφία ζει το τέλος της. Μετά από αυτήν υπάρχει χώρος για μια ανοιχτή ποιητική σκέψη.
Το έργο σας είναι διαποτισμένο από την ποίηση.
Αναμφισβήτητα. Πέρα από την ποίηση του ανθρώπου με τη λυρική έννοια, υπάρχει η ποιητικότητα του κόσμου που είναι πιο δυνατή. Και η ανθρώπινη ποίηση είναι ένα ανταύγασμά της. Με ενδιαφέρει η ποίηση που ξεφεύγει από όλα τα όρια και φτάνει σε ένα ύπατο σημείο όπου συντρίβεται, συντρίβοντας και τον ποιητή της.
Τι είναι ο Θεός;
Η πορεία του κόσμου η ίδια έκανε να φανεί ένας Θεός. Λέω συχνά ότι ο Θεός είναι μια μορφή και μια μάσκα του κόσμου.
Τι κρατά ζωντανή τη σκέψη σας;
Η αναζήτηση, στη ζωή και στη σκέψη, της σύγκλισής τους και η αδυναμία της απόλυτης συνέπειας.
Είναι ποιοτικό κριτήριο για σας η συνέπεια ζωής και έργου σε έναν στοχαστή;
Θα έπρεπε να είναι. Αλλά βλέπουμε ότι μεγάλοι, τεράστιοι φιλόσοφοι σαν τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη είχαν την κουταμάρα να νομίζουν ότι οι δούλοι ήταν φύσει δούλοι. Κοντύτερα σε μας βρίσκεται ο Χάιντεγκερ και η τόσο ύποπτη σχέση του για ένα διάστημα με το ναζισμό. Η συνέπεια είναι μια απαίτηση την οποία βρίσκω πιο πολύ στους μεγάλους ποιητές σαν τον Χέλντερλιν και τον Ρεμπώ.
Ποια η ελπίδα, η απελπισία σας;
Ελπίδα και απελπισία είναι αντιμετωπίσεις σχετικές, στενές. Είναι και μένουν ψυχολογικές, άρα περιορισμένες.
Ο,τι ψυχολογικό, περιορίζει;
Οι ψυχικές δυνάμεις σπρώχνουν τη σκέψη. Το ψυχικό όμως, που γίνεται ψυχολογικό, είναι εμπόδιο. Παραδείγματος χάριν, ο ναρκισσισμός σαν το αποκορύφωμα του ψυχολογισμού είναι κάτι που όλα τα αναχαιτίζει, τα συρρικνώνει.
Κάποιες στιγμές δεν νιώσατε ναρκισσισμό, ματαιοδοξία…
Τα θεωρώ ευτελή, αλλά αναγκαία. Συγκροτούν κι αυτά την ολότητα και κανείς δεν μπορεί να βγει από την Ιστορία με καθαρά χέρια. Αν θέλει να κρατήσει τα χέρια του εντελώς καθαρά, δεν θα έχει χέρια. Ο άνθρωπος παίρνει μέρος σε αυτή την απογύμνωση, δεν είναι ποτέ έξω απ’ ό,τι γίνεται.
Πώς εισπράττετε την αναγνώριση;
Αναμφισβήτητα με ικανοποίηση και θα έλεγα ψέματα αν έλεγα ότι είμαι αδιάφορος, έστω κι αν τα κίνητρά της δεν με ικανοποιούν πάντοτε. Το καινούργιο βιβλίο μου θα ήθελα να πουληθεί, να συζητηθεί, να αρέσει. Αλλά η αγωνία είναι ποιο θα είναι το επόμενο βήμα.
Γιατί εκδίδετε βιβλία;
Νομίζω πως είναι τα βιβλία μου εκείνα που μου επιβάλλονται.
Αν τα αφήνατε ως χειρόγραφα στο συρτάρι σας;
Ο άνθρωπος δεν είναι απομονωμένο ον. Δεν είναι ανεξάρτητος, είναι στοιχείο του κόσμου. Κάθε πράγμα θέλει να λεχθεί, να φανεί. Και η μετριότητα και η βλακεία. Και γι’ αυτό έχουν κι αυτά το χώρο τους.
Τι υπηρετεί σήμερα η φιλοσοφία;
Δεν μπορεί να υπηρετήσει τίποτα και κανέναν. Σήμερα, ως πλανητική σκέψη μπορεί να τα θέσει όλα υπό ερώτηση και να δώσει αινιγματικές απαντήσεις.
Τι θα νέκρωνε τη σκέψη μας;
Η έλλειψη του παιχνιδιού.
Το παιχνίδι…
Ας θέσουμε πρώτα μια ερώτηση: πώς ξετυλίγεται ο κόσμος; Δεν θα έλεγα τι είναι ο κόσμος, γιατί τότε τον καθιστούμε στατικό. Οι μεν λένε προϊόν της ιδέας, οι άλλοι λένε προϊόν της ύλης, άλλοι λένε δημιούργημα του Θεού, άλλοι λένε φαντασίωση του ανθρώπου. Ολα αυτά είναι νοήματα που δίνουμε σαν να βρισκόμαστε έξω από τον κόσμο, ενώ ο κόσμος ο ίδιος ξετυλίγεται χωρίς νόημα, χωρίς γιατί και επειδή, σαν παιχνίδι.
Τι είναι ο χρόνος;
Ενα κεντρικότατο θέμα του στοχασμού, που κινητοποιεί και συντρίβει κάθε στοχασμό.
Λέτε «να μοχθήσουμε να σώσουμε το όνειρο αφού δεν μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε»…
Ολοι κινούμεθα και από διάχυτα όνειρα. Τα όνειρα είναι τα ανοίγματα της ζωής μας. Εχουμε να μάθουμε περισσότερα πράγματα από τα όνειρά μας.
Η μη πραγματοποίησή τους…
Ισως κλονιστεί και η έννοια της πραγματοποίησης. Ισως κάποτε καταλάβουμε ότι το «πραγματοποιώ» σημαίνει συγχρόνως και συντρίβομαι.
Γιατί υποφέρει ο άνθρωπος;
Διότι δεν είναι το όλον. Είναι ένα τμήμα του.
Θα μπορούσε να είναι αλλιώς;
Δεν θα μπορούσε, αλλά πνίγεται μέσα σε αυτόν τον περιορισμό. Οτι δεν μπορεί να είναι εδώ και κει συγχρόνως…
Τι είναι ο έρωτας;
Η αναζήτηση που έγκειται στη συνάντηση και τη μη συνάντηση με τον άλλον.
Τι είναι για σας το θηλυκό;
Το ήμισυ του κόσμου. Κάτι πάρα πολύ κυρίαρχο, όχι σε επίπεδο διάκρισης φύλων, άντρας - γυναίκα. Είναι σαν δύο δυνάμεις στον κόσμο. Η σχέση με το θηλυκό είναι ένα από τα σημεία συνάντησης, των ανθρώπων μεταξύ τους και με τον κόσμο, και μαζί απομάκρυνσης. Δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί η απόλυτη συνάντηση αρσενικού και θηλυκού.
Επαιξε ρόλο το θηλυκό στη ζωή και στο έργο σας;
Πάρα πολύ. Αλλά δεν ξέρω πολύ καλά πού και πώς.
Ο θάνατος;
Διατρέχει όλη τη ζωή, είναι το οριστικό τέλος της και διατηρεί τα ίχνη της ζωής του θανόντος, που κι αυτά θα εξαφανιστούν κάποτε.
Τον φοβάστε;
Δεν υπάρχει για μένα ο φόβος του θανάτου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θέλω να πεθάνω αύριο. Ο θάνατος είναι ο καλύτερος φίλος και ο χειρότερος εχθρός, γιατί βάζει ένα τέρμα στην περιπέτεια που λέγεται ζωή. Αλλά είναι αυτός που δίνει νόημα σε κάθε πράγμα.
Οι περισσότεροι φοβούνται.
Ο άνθρωπος φοβάται τη ζωή περισσότερο από το θάνατο. Τη ζωή που οδηγεί προς το τέλος νομίζω ότι φοβούνται οι άνθρωποι.
Μεγαλύτερος φόβος σας;
Το στέγνωμα της ψυχής και της σκέψης.
Πώς θα νικηθεί ο φόβος;
Με τη συμφιλίωση μαζί του.
Ποια τρία πράγματα θα άξιζε να πιστέψουμε;
Η πίστη είναι υπόθεση θρησκευτική. Με την ποίηση και τη σκέψη ο άνθρωπος μπορεί να ανοιχτεί στη φύση, στην τεχνική και στο περιπλανώμενο παιχνίδι επάνω σε έναν ληξιπρόθεσμο πλανήτη.
Από πού να πιαστεί ο σύγχρονος άνθρωπος για να υπάρξει;
Να πιαστεί δεν μπορεί από πουθενά. Του είναι ίσως δυνατόν να ανοιχτεί στο αποσπασματικό Ολον.
Με τι όπλα;
Χωρίς όπλα. Και χρησιμοποιώντας όλα τα όπλα. Το άνοιγμα δεν είναι κάτι το μυστηριώδες. Ας πάρουμε μια παρέα στην παραλία. Οι μεν φωτογραφίζουν τους δε. Θέλουν να τους οικειοποιηθούν, να τους αρχειοθετήσουν. Οι άλλοι φωτογραφίζουν τη θάλασσα, θέλουν να την ακινητοποιήσουν. Οι άλλοι λένε, τι ωραία που είναι, δες, δες τι ωραία που χτυπάει το κύμα. Ολα αυτά είναι μορφές ακινητοποίησης του χρόνου, του χώρου και όχι άνοιγμα στο χωροχρόνο. Ανοιγμα είναι να έκαναν μπάνιο, να χαίρονταν, να ζούσαν χωρίς αυτό το δες, δες…
Το αξιακό σύστημα που οικοδομείτε;
Δεν οικοδομώ σύστημα. Επιχειρώ ένα βήμα. Και αυτό θα περάσει. Δεν είναι αυτοσκοπός. Ξέρει κανείς ότι αφήνει κάτι πίσω του και ας έχει υποστεί απέραντες μεταλλαγές.
Αυταπάτη αθανασίας;
Αν το εκλαμβάνει κάποιος σαν αυταπάτη αθανασίας, πρέπει τελικά να ξέρει ότι θα γίνει κάτι τελείως άλλο.
Εχω μια πικρή αίσθηση από όσα λέτε για τον κόσμο.
Πικρή, γιατί κρατάμε χιλιάδων χρόνων πίκρα. Γιατί μας έμαθαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι το ιδεατόν του Πλάτωνα, το καλό του Χριστιανισμού, ο καλός αστός και μετά ο καλός προλετάριος, σήμερα ο καλός παραγωγός… Η ανθρωπότητα έχει υποστεί χιλιάδων χρόνων κηρύγματα που την περιορίζουν ολοένα και πιο πολύ.
Υπάρχει σήμερα κρίση;
Υπάρχει κρίση πολιτισμού, κρίση στον ψυχισμό των ανθρώπων, η οποία εκδηλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο.
Γιατί οι νέοι πάντα διάβαζαν Μαρξ και Νίτσε συγχρόνως;
Διότι και οι δύο κάνουν ανελέητη κριτική του παρόντος. Ο Μαρξ καταδικάζει όλη την αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Ο Νίτσε βλέπει στο σύστημα όπου ζούμε έναν απέραντο μηδενισμό. Ομως και οι δύο θέλουν να κάνουν ένα βήμα σωτηριολογικό. Ο Μαρξ στον απόλυτο κομμουνισμό και ο Νίτσε στον υπεράνθρωπο. Ως τα τώρα δεν ξέρω κανέναν φιλόσοφο που να μη θέλησε να δώσει σωτηριολογικό άνοιγμα.
Για ποιον πολιτισμό θα μιλούσατε σήμερα;
Η εποχή μας είναι η εποχή του μυθολογικο-τεχνολογικού πολιτισμού που κρύβει το βαθύτερό του κίνητρο.
Με ποια εργαλεία θα μπορούσαμε να «εξανθρωπιστούμε»;
Με τα εργαλεία προχωρούμε, όπως λένε (προς τα πού;), αλλά αυτά δεν λύνουν το βασικό πρόβλημα της ύπαρξης της ανθρωπότητας, η οποία είναι εγκλωβισμένη στην τεράστια δύναμη που προέρχεται από τη συνάντηση της φύσης με την τεχνική.
Η μεγαλύτερη χαρά;
Οι συναντήσεις -στιγμιαίες και καίριες- με εκφάνσεις της φύσης, η δύναμη του έρωτα και της φιλίας που περιέχει τον έρωτα, οι σκέψεις που έρχονται σε μας.
Το μεγαλύτερο όραμα;
Το όραμα της συνάντησης της σκέψης και του κόσμου και η παραδοχή του φευγαλέου. Η παραδοχή της φανέρωσης και της ταυτόχρονης απόσυρσης, όσο γίνεται πιο γαλήνια.
Νιώθετε ότι πρέπει να αποδείξετε κάτι;
Από την εφηβεία είχα την εντύπωση ότι έπρεπε να πω αυτό που βλέπω.
Η εξάρτηση από τους άλλους είναι αδυναμία;
Εχουμε αναγκαία εξάρτηση από τους άλλους ανθρώπους. Η εξάρτηση πάλι δημιουργεί τα κενά της. Εξάρτηση και μη εξάρτηση έχουν το αναγκαίο στοιχείο που είναι και θετικό και αρνητικό.
Αυτοδυναμία;
Δεν μπορεί να υπάρξει σε κανένα επίπεδο.
Η εικόνα που έχετε για τον εαυτό σας;
Ειλικρινά, δεν έχω μια ενιαία εικόνα του εαυτού μου. Οταν γνωρίζω ότι η τάδε σκέψη είναι σημαντική, τότε νομίζω ότι ίσως αυτό είναι περαστικό, λέω ότι προσπαθώ να τολμάω να σκέπτομαι, ενώ το μεγαλύτερο σύνολο των ανθρώπων σήμερα δεν σκέπτονται… Θα έλεγα, είναι πρισματική η εικόνα του εαυτού μου, όπου γυρίζουν διαρκώς όλα τα χρώματα, όπως στο καλειδοσκόπιο.
Η σύγχρονη Ελλάδα;
Είναι ένα πρόβλημα. Ούτε Ανατολή ούτε Δύση ούτε Ευρώπη ούτε Ασία. Βαδίζει προς την αναζήτηση μιας ενότητας, την οποία δεν βρίσκει εύκολα. Δεξιά και Αριστερά είναι φθαρμένες και δεν αναδύεται ένας δρόμος.
Πώς θα ανακαλύψουν οι Ελληνες πολιτικοί την «πραγματική πολιτική»;
Θα έπρεπε να ξεπεράσουν τον στενό πολιτικαντισμό. Είναι όμως αυτό δυνατό;
Είναι εφικτή η Δημοκρατία;
Η Δημοκρατία μένει ουτοπική, δηλαδή δεν έχει πουθενά τόπο να πραγματοποιηθεί. Το ίδιο της το νόημα μας ξεφεύγει.
Τι σας έχει δώσει η Ελλάδα;
Μια ζωική ορμή. Την επαφή με τα στοιχεία της, τη θάλασσα, τον αέρα, τη γη, τη φωτιά.
Τι σας έχει πάρει;
Δεν είχα ποτέ την προκατάληψη, ώστε να μπορέσει να μου την πάρει.
Οι τιμές που σας κάνουν τα ελληνικά πανεπιστήμια τι συναισθήματα σας γεννούν;
Ευχάριστα. Θα επιθυμούσα όμως και μια πιο ζωντανή συζήτηση, στοχαστική και παραγωγική, με τους πανεπιστημιακούς.
Σκεφτήκατε ότι μπορεί να σας τιμούν και να μη σας έχουν διαβάσει;
Πολλά πράγματα δεν χρειάζεται να έχουν διαβαστεί. Μπορεί να διαπερνάνε την ατμόσφαιρα.
Εσείς διαψεύδετε την κατάρα των Ελλήνων να μην αναγνωρίζουν ζώντες δημιουργούς.
Στην Ελλάδα υπάρχει μεμψιμοιρία και δυσκολία αν δεν προηγηθεί μια αναγνώριση από τα έξω. Εξω είναι πιο πολιτικά θεσμισμένα τα πράγματα. Αλλά και υπάρχουν πράγματα που περιμένουν ακόμα το μέλλον τους.
Πιστεύετε ότι έχετε αμειφθεί;
Και ναι και όχι. Αν όμως ήταν πλήρης η αναγνώριση, θα σήμαινε ότι θα επιπέδωνε και το ειπωμένο.
H τέχνη αποτιμάται σε χρήμα. Η σκέψη;
Υπάρχει προσωπική σχέση με το έργο τέχνης. Η σκέψη έχει μία σχέση με το όλον. Μπορεί να αποτιμηθεί ένα έργο. Το όλον όμως;
Τι θα λέγατε σε έναν νέο φιλόσοφο;
Να ανοιχτεί στη σκέψη, στα κείμενα και στο κίνημα της σκέψης, στην ποίηση που διατρέχει κάθε τέχνη και να ζήσει και να πει αυτό που τον εμψυχώνει και τον συνθλίβει ατομικά και κοινωνικά.
Τι θα λέγατε σε έναν έφηβο;
Να κρατήσει, όσο γίνεται, έναν παλμό και στη λεγόμενη ώριμη ηλικία.
.
 
Πηγή: Περιοδικό «Κ»

 
 



 

ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ

                                            Νίκος Πουλαντζάς (1936 – 1979)



          


Έλληνας νεομαρξιστής πολιτικός στοχαστής και κοινωνιολόγος. Είναι περισσότερο γνωστός για το θεωρητικό του έργο για το κράτος, ενώ αξιοσημείωτη είναι η συνεισφορά του στην ανάλυση του φασισμού, των κοινωνικών τάξεων στον σύγχρονο κόσμο και της κατάρρευσης των δικτατοριών στη νότια Ευρώπη (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) κατά τη δεκαετία του '70. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου «δομικού μαρξισμού», ενός φιλοσοφικού ρεύματος της δεκαετίας του '70, που αποτέλεσε προσπάθεια επιστροφής στο έργο του Καρλ Μαρξ και ανάδειξης του επιστημονικού του χαρακτήρα.
Ο Νίκος Πουλαντζάς γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1936 στην Αθήνα. Ο πατέρας του, Αριστείδης Πουλαντζάς, ο οποίος καταγόταν από τη Μάνη, ήταν διακεκριμένος δικηγόρος και δικαστικός γραφολόγος. Η μητέρα του λεγόταν Αγγελική, το γένος Καρυοφύλλη. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο κέντρο της Αθήνας, όπου κατοικούσε με τους γονείς του στην οδό Βερανζέρου κοντά στην Πλατεία Βάθης.
Μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό σχολείο, φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, απ’ όπου ξεκίνησε η γνωριμία του με τον Μαρξισμό. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1957 με άριστα. Υπηρέτησε τη θητεία του στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και το 1960 απέκτησε την άδεια ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, χωρίς όμως να το ασκήσει ποτέ.
Την ίδια χρονιά έφυγε για τη Δυτική Γερμανία, όπου παρακολούθησε σεμινάρια φιλοσοφίας και φιλοσοφίας του δικαίου στα πανεπιστήμια Μονάχου και Χαϊδελβέργης. Αποτέλεσμα αυτών των σπουδών του ήταν η μεταπτυχιακή του εργασία με θέμα την «Αναγέννηση του φυσικού δικαίου στη Γερμανία». Από το 1961 μέχρι το 1964 προετοιμάζει τη διδακτορική του διατριβή στη Σχολή Δικαίου και Οικονομικών Επιστημών του Παρισιού με θέμα «Φύση πραγμάτων και δίκαιο».
Το διδακτικό του έργο αρχίζει το 1962, ως βοηθός στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Από τον Δεκέμβριο του 1968 διδάσκει κοινωνιολογία στο 8ο Πανεπιστήμιο του Παρισιού (Βενσέν), παράλληλα με το ερευνητικό του έργο στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών. Από το 1977 έως την αυτοκτονία του το 1979 υπήρξε υπεύθυνος του εκδοτικού οίκου Ασέτ (Hachette) για βιβλία πολιτικού περιεχομένου.
Αν και η Γαλλία ήταν ο τόπος διαμόρφωσης της θεωρητικής του σκέψης, η Ελλάδα ήταν ο χώρος που η σκέψη αυτή εκφράστηκε εμπράκτως. Συμμετείχε ενεργά στο φοιτητικό κίνημα μέσα από τη Νεολαία της ΕΔΑ, υπήρξε μέλος του παράνομου ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του κόμματος το 1968 τάχθηκε με το ΚΚΕ Εσωτερικού. Ήδη από το 1966, στη Β' Εβδομάδα Μαρξιστικής Σκέψης, έκανε μια ανακοίνωση με θέμα τη μαρξιστική αντίληψη περί κράτους, ένα θέμα που θα βρίσκεται στο επίκεντρο των θεωρητικών του αναζητήσεων μέχρι τέλους.
Μετά την πτώση της δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα και στρατεύτηκε στην Ανανεωτική Αριστερά (ΚΚΕ Εσωτερικού). Με πληθώρα άρθρων και συνεντεύξεων, που μαρτυρούν την αγωνία του για τις εξελίξεις που ακολούθησαν τη Μεταπολίτευση, έδωσε σειρά διαλέξεων στην Πάντειο (1975-1976), με βασικό θέμα τις θεωρίες περί κράτους. Αποδεχόμενος την πρόσκληση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, συμμετείχε στις εργασίες για τη σύνταξη του νόμου για τα ΑΕΙ.
Η σκέψη του Νίκου Πουλαντζά, επηρεασμένη αρχικά από τους Ζαν Πολ Σαρτρ, Γκέοργκ Λούκατς, Αντόνιο Γκράμσι και τον δάσκαλό του Λουί Αλτουσέρ, σταδιακά αποστασιοποιήθηκε και αναζήτησε τη δική της ταυτότητα. Αφού διερεύνησε τις απόψεις των κλασσικών του Μαρξισμού για το κράτος, επιχείρησε τον επαναπροσδιορισμό τους σε σχέση με τις πολύπλοκες συνθήκες της σύγχρονης εποχής. Αρνήθηκε τόσο τη φιλελεύθερη εκδοχή περί ουδετερότητας του κράτους, όσο και την αντίληψη των μαρξιστών ότι το κράτος αποτελούσε απλώς εργαλείο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης. Για τον Πουλαντζά το κράτος αποτελούσε έκφραση των πολύπλοκων σχέσεων όλων των πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων, ένα όργανο εξισορρόπησης των ταξικών ανταγωνισμών.
Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της θα πρέπει να επιδιώξουν όχι απλώς την κατάκτηση του κράτους, αλλά και την πραγματοποίηση των ριζικών εκείνων μετασχηματισμών του κρατικού μηχανισμού που θα στοχεύουν στη δημιουργία των καταλλήλων θεσμικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Γιατί, όπως υποστήριξε επιγραμματικά: «Ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός», μία θέση που τον αντιπαραθέτει με όλη την αυταρχική παράδοση του σοβιετικού εγχειρήματος. Οι απόψεις του αυτές υποβλήθηκαν σε αυστηρή κριτική από τους θεωρητικούς της ορθόδοξης μαρξιστικής - λενινιστικής κατεύθυνσης, οι οποίοι τον επέκριναν για ρεφορμισμό. Το θεωρητικό έργο του Νίκου Πουλαντζά για το κράτος περιέχεται στα βιβλία του: «Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις» (1969), «Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό» (1974) και «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός» (1978).
Όσον αφορά το φασιστικό φαινόμενο, ο Νίκος Πουλαντζάς υποστήριξε ότι ο φασισμός είναι αποτέλεσμα βαθιάς οικονομικής και ιδεολογικής κρίσης της κυρίαρχης τάξης. Όταν κανένα τμήμα της κυρίαρχης τάξης δεν μπορεί να επιβάλει την ηγεσία του στο «συνασπισμό της εξουσίας», τότε το φασιστικό κράτος αντικαθιστά το δημοκρατικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ως λύση στην κρίση της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία απειλείται από την οργανωμένη εργατική τάξη. Η μικροαστική τάξη, που συνθλίβεται από τη συγκέντρωση μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, έρχεται να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στη διακυβέρνηση, γιατί η καπιταλιστική ανάπτυξη την έχει αναγκάσει να μεταπέσει στα εργατικά στρώματα. Τις απόψεις του αυτές τις εκφράζει κατά βάση στο βιβλίο του «Φασισμός και Δικτατορία», που κυκλοφόρησε το 1970.
Ο Νίκος Πουλαντζάς αυτοκτόνησε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, πηδώντας στο κενό από τον όροφο μιας πολυκατοικίας του Παρισιού στις 3 Οκτωβρίου 1979. Ήταν νυμφευμένος από το 1966 με τη γαλλίδα φιλόσοφο και φεμινίστρια Ανί Λεκλέρ (1940-2006), με την οποία απέκτησε το 1971 μια κόρη, την Αριάδνη.

Βιβλία του Νίκου Πουλαντζά

  • Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις (Θεμέλιο)
  • Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό (Θεμέλιο)
  • Το κράτος, η εξουσία, ο Σοσιαλισμός (Θεμέλιο)
  • Φασισμός και δικτατορία (Θεμέλιο)
  • Η κρίση των δικτατοριών: Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία (Θεμέλιο)
  • Για τον Γκράμσι: Μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ (Πολύτυπο)
  • Η κρίση του Κράτους (Παπαζήσης)
Το 1980, έναν χρόνο μετά την αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Άλκης Αλκαίος αφιέρωσαν στη μνήμη του το τραγούδι τους Κακόηθες Μελάνωμα. Περιέχεται στον δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου Εμπάργκο, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1982.





 



 

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Π.ΚΟΝΔΥΛΗΣ-ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ


Παναγιώτη Κονδύλη, «Προφητικόν»*: Από το κοινωνικό συμβόλαιο στη δίαιτα εξυγιάνσεως

 

(1943 – 1998)

 

Ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε προβλέψει την ελληνική κρίση από το 1992 και την πτώση του παρασιτικού-καταναλωτικού μοντέλου.

Την ελληνική κρίση αρκετοί την είχαν προϊδεαστεί. Οχι λίγοι είχαν περιγράψει μάλιστα, από νωρίς και με ακρίβεια, ορισμένα από τα συμπτώματά της, καθώς αυτά πλήθαιναν στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Από την «Ελλαδογραφία» του Νίκου Γκάτσου (1976) ώς το «Finis Graeciae» του Χρήστου Γιανναρά (1987), και από τον «Γλωσσικό αφελληνισμό» του Γιάννη Καλιόρη (1984) ώς τους «Κωλοέλληνες» του Διονύση Σαββόπουλου (1989) -αναφέρω εδώ επίτηδες έργα εντελώς ετερόκλητα-, οι διαγνώσεις που προτάθηκαν συνέκλιναν. Στρεβλός εκσυγχρονισμός, νόθος εξαστισμός και περιβαλλοντική υποβάθμιση, παραγωγική αποδιάρθρωση και δανειοδίαιτη ευμάρεια, αισθητικός εκχυδαϊσμός και παρακμή της παιδείας, λαϊκισμός, αναξιοκρατία, κομματισμός, διαφθορά: στα βασικά λίγο-πολύ όλοι συμφωνούν.

Παρά ταύτα, στην πλειονότητά τους οι διαγνώσεις αυτές έμειναν μερικές, αποσπασματικές. Και αυτό διότι η περιγραφή ενός αρνητικού φαινομένου από μόνη της δεν επαρκεί. Δύο ακόμη στοιχεία απαιτούνται για να της προσδώσουν πληρότητα. Το πρώτο είναι η εύστοχη απόδοση του φαινομένου, εν προκειμένω η υπόδειξη των παραγόντων που οδήγησαν ώς αυτό. Το δεύτερο, η ασφαλής μεσομακροπρόθεσμη πρόβλεψη για την εξέλιξή του. Με την έννοια αυτή, την πληρέστερη ερμηνεία και περιγραφή της ελληνικής κρίσης την οφείλουμε στον Παναγιώτη Κονδύλη.

Ο Κονδύλης καταπιάστηκε με το ελληνικό πρόβλημα μόνο σποράδην, σε μια σειρά από κείμενά του δημοσιευμένα ως εισαγωγές ή επίμετρα στις ελληνικές εκδόσεις των βιβλίων του από το 1991 ώς το 1998. Ομως η συνοχή των παρατηρήσεών του είναι τέτοια που έχει κανείς την εντύπωση ότι βρίσκεται εμπρός σε έργο συστηματικό. Στον πυρήνα του προβλήματος, ο Κονδύλης εντοπίζει ό,τι αποκαλεί «καχεξία του αστικού στοιχείου». Η χαλαρή κοινωνική συνομάδωση που ονομάστηκε ελληνική αστική τάξη, δεν κατόρθωσε ποτέ «να δημιουργήσει γηγενή και αυτοτελή αστικό πολιτισμό». Χώρα με ασήμαντη θέση στον διεθνή καταμερισμό της υλικής και πνευματικής εργασίας, και επιπλέον υποπαραγωγική και χρονίως εξαρτημένη από την ξένη προστασία, η Ελλάδα ήταν επόμενο να διολισθήσει στον παρασιτισμό. Ακόμη και η νεοελληνική ιδεολογία, ο τρόπος δηλαδή που κατανοούμε τον εαυτό μας, είναι εν μέρει προϊόν εισαγωγής.

Το ότι ο παράσιτος μπόρεσε επί τόσες δεκαετίες να είναι συγχρόνως και υπερκαταναλωτής, ο Κονδύλης το εξηγεί επικαλούμενος την ιστορική συγκυρία. Διαρκούντος του Ψυχρού Πολέμου, οργανισμοί όπως η Ατλαντική Συμμαχία και η Ευρωπαϊκή Ενωση δημιούργησαν για τις χώρες της Δύσης ένα θεσμικό και οικονομικό θερμοκήπιο εντός του οποίου η Ελλάδα κατέλαβε οιονεί θέση πτωχού πλην ομοτράπεζου συγγενούς. Η εξωτερική βοήθεια από την εποχή του σχεδίου Μάρσαλ έως εκείνη των ποικιλώνυμων κοινοτικών «πακέτων» συνιστούσε κατά κάποιο τρόπο το υλικό αντίτιμο της γεωπολιτικής της νομιμοφροσύνης. Μόνο που τα τεράστια αυτά ποσά σπανίως διατέθηκαν προς όφελος δραστηριοτήτων πράγματι παραγωγικών, αλλά το συνηθέστερο διέρρευσαν απευθείας στην ιδιωτική κατανάλωση. Το ίδιο συνέβη με τον ιλιγγιώδη εξωτερικό δανεισμό της χώρας. Το σύνολο σχεδόν της ελληνικής «ανάπτυξης» των τελευταίων δεκαετιών προέρχεται από την κατανάλωση, άρα από την αγοραία κατασπατάληση των ξένων μεταβιβάσεων και δανείων.

Σε οξεία αντίθεση προς όσους τείνουν να επιρρίπτουν την ευθύνη σε μία μόνο κοινωνική μερίδα (τους πολιτικούς, το κράτος, την «πλουτοκρατία», τη δημοσιοϋπαλληλία, τους ελεύθερους επαγγελματίες κ.ο.κ.), ο Κονδύλης μιλάει ευθέως για ένα «επαίσχυντο κοινωνικό συμβόλαιο». Η νοοτροπία του παρασιτικού καταναλωτισμού, γράφει, αφορά τη «συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων». Δεν έχουμε να κάνουμε με «έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα που παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του, συχνότατα και τα περιττώματά του». Με τα δύο τρίτα των προϋπολογισμών του κράτους να κατευθύνονται επί δεκαετίες ολόκληρες σε μισθούς, συντάξεις και αγροτικές επιδοτήσεις, και με ένα επιπλέον 20% να διατίθεται για τοκοχρεολύσια, άρα εν πολλοίς για τον ίδιο σκοπό, η εκτίμηση αυτή του Κονδύλη είναι αμάχητη. Το παράδοξο της ελληνικής περίπτωσης είναι ότι ο παρασιτικός καταναλωτισμός μας ήταν οργανωμένος δημοκρατικά, η διανομή του ξένου χρήματος γινόταν με πνεύμα γνήσιας κοινωνικής δικαιοσύνης…

Ο Παναγιώτης Κονδύλης εκδήμησε το 1998, μια δεκαετία δηλαδή πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Ηδη όμως το 1992 διέβλεπε δύο πιθανές εξελίξεις. Η νέα συγκυρία μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πίστευε, θα υποβάθμιζε τον ρόλο της Ελλάδας στους κόλπους της Δύσης. Αυτό θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα τους εταίρους μας, αφενός μεν, στην άρνηση «να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω τον ελληνικό παρασιτικό καταναλωτισμό, επιβάλλοντας στην ελληνική οικονομία αυστηρή δίαιτα εξυγιάνσεως και επαναφέροντας το ελληνικό βιοτικό επίπεδο στο ύψος που επιτρέπουν οι δυνατότητές της». Αφετέρου δε, στην απόφαση να αγνοήσουν «ό,τι οι Ελληνες θεωρούν ως εθνικά τους δίκαια, υιοθετώντας στα αντίστοιχα ζητήματα είτε τη θέση των αντιπάλων της Ελλάδας είτε εν πάση περιπτώσει θέση σύμφωνη με τα δικά τους περιφερειακά συμφέροντα».

Με το Μνημόνιο της 8ης Μαΐου 2010, το πρώτο σκέλος της πρόβλεψης, η έξωθεν επιβεβλημένη «αυστηρή δίαιτα», επιβεβαιώθηκε πλήρως. Το μέλλον θα δείξει αν το ίδιο θα ισχύσει και για την πορεία των εθνικών ζητημάτων.

ΠΗΓΗ: Καθημερινή, 13.3.2011 (μέσω  www.­democracycrisis.­com)

 

 

 

Ο Π.Κονδύλης (όπως κι ο Καστοριάδης) υπήρξε χαμηλών τόνων έως αφανής στη εσχατόγρια νεοελλάδα,το σύστημα της δήθεν νεοελληνικής νόησης τον καταχώρισε στους χολεριασμένους…δυστυχώς γι’αυτούς… οι αξίες όπως κα η αλήθεια δεν μπορεί να αποκρύβονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα….πιστεύω ότι όταν οσονούπω επ-έλθει ο αρμαγεδόνας της πτώχευσης, οι ιδέες του θα διδάσκονται στα «ανώτατα ιδρύματα» και στις στρατιωτικές επιτελικές σχολές …ελπίζω όχι σαν προφητείες αλλά σαν προϊόντα βαθειάς ανάλυσης της νεοελληνικής νεοπραγματικότητας και μιζέριας.




Βιβλιογραφία


Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας  

Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη (Δεμένο)

Ο Νεοελληνικός διαφωτισμός         

Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος (Α+Β)

Παλιά και νέα θεότητα          

Μελαγχολία και πολεμική

Αντίδραση – Παλινόρθωση  

Επιστήμη, ισχύς και απόφαση

Ο Μαρξ και η Αρχαία Ελλάδα         

Ισχύς και απόφαση

Περί αξιοπρέπειας   

Η παρακμή του αστικού πολιτισμού

Θεωρία του πολέμου           

Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης

Από τον 20ό στον 21ο αιώνα          

Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός (2 Τόμοι)

Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο          

Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία