Σάββατο 24 Μαΐου 2014

A.Εμπειρίκος- «Ο Μέγας Ανατολικός»


Ο Μέγας Ανατολικός είναι μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, την περίοδο 1990-92, σε οκτώ τόμους. Η συγγραφή του διήρκεσε από το 1945 μέχρι το 1951, ενώ η τελική του μορφή οριστικοποιήθηκε περίπου το 1970. Χαρακτηρίζεται ως το «έργο ζωής» τού Εμπειρίκου .


Ο Μέγας Ανατολικός - Ανδρέας Εμπειρίκος (απόσπασμα)



Ο ουρανός εξηκολούθει να είναι καθαρός και οι αναρίθμητοι αστέρες εσπίθιζαν εις τήν αδιατάρακτον γαλήνην τής νυκτός. Ο «Μέγας Ανατολικός» γλιστρούσε εις τά σκοτεινά νερά ως υπερκόσμιον φάντασμα και προχωρούσε εις τό αυροφίλητον έρεβος, ουχί ως μονάς, αλλά ως ολόκληρη αρμάδα, νύκτωρ εξορμήσασα, με όλα τά φώτα της αναμμένα, ως στόλος πανηγυρικός και ατρόμητος, πλέων, εν πυκνώ σχηματισμώ, προς κατάκτησιν ενός νέου κόσμου. Ο Ανδρέας Σπερχής μόλις τώρα κατήρχετο από τήν γέφυραν. Επωφελούμενος τής ερημιάς, ήθελε να βηματίση μόνος του εις εν εκ τών καταστρωμάτων τής πρώτης θέσεως. Η ευκαιρία ήτο πράγματι λαμπρά. Ουδείς ευρίσκετο εκεί τήν ώραν εκείνην, και ο δροσερός αήρ ήτο κατάλληλον αντίδοτον προς μετριασμόν τής φωτιάς που κατέκαιε τήν ψυχήν του.
Ω, πόσον διαφορετικόν θα ημπορούσε να είναι τό ταξίδιον τούτο, εσκέπτετο ο Σπερχής με σπαραγμόν, ενώ εβημάτιζε επάνω-κάτω. Πόσον διαφορετικόν, επανελάμβανε ενδομύχως, και έβλεπε τόν εαυτόν του στηριζόμενον εις τήν κουπαστήν, εις τό πλευρόν τής Βεατρίκης και ψιθυρίζοντα λόγια αγάπης φλογερά, ενώ εκείνη τόν ήκουε με σιωπηλήν περιπάθειαν, μεθυσκομένη από τήν θέρμην τού έρωτός του, με τήν ωραίαν της καστανήν κόμην κυματίζουσαν εντεύθεν και εκείθεν τού προσώπου της, που ωμοίαζε με πρόσωπον ωραίας Φλωρεντινής τού Πιέρρο Φραντσέσκα ντέλλα Μοργκέζε, ή τού Αλεσσάντρο Μποτιτσέλλι, με τά επιμήκη καστανά και υποκύανα εις τό άσπρο των μάτια της συλλαμβάνοντα τήν φλόγα τού έρωτός του και όλας τάς μαρμαρυγάς τών άστρων. Αντ' αυτού —εξηκολούθει να σκέπτεται ο Σπερχής— τούτο τό μοναχικόν και μελαγχολικόν ταξίδιον, με τήν πικρίαν ριζωμένην εις τήν καρδίαν του, χωρίς καμμίαν σαφή προοπτικήν μπροστά του, και με τήν έμμονον ιδέαν ενός απολεσθέντος παραδείσου εμφωλεύουσα αδυσωπήτως εις τόν νούν του. Ω, ας ήτο εφιάλτης μόνον, τό τελευταίον τούτο δίμηνον τού μαρτυρίου του. Ας αφυπνίζετο αιφνιδίως, και ας μην ήτο πλέον ο προγεγραμμένος, αλλά ο εκλεκτός, ο προτιμηθείς από τήν Βεατρίκην άνδρας, και, κατά συνέπειαν, ο ευτυχέστερος άνθρωπος εις τόν κόσμον.
Ο Ανδρέας Σπερχής, κατάκοπος από τήν πολύωρον ορθοστασίαν εις τήν γέφυραν και από τούς βηματισμούς εις τό κατάστρωμα, δια τών οποίων προσεπάθησε να καταπραΰνη ολίγον τόν σάλον τής ψυχής του και να εκδιώξη τάς οδυνηράς φαντασιώσεις του, εκάθησε επί ενός πάγκου, ευρισκομένου μακράν από τό άμεσον φως τών φανών, και με ύφος περίλυπον ήκουε τόν ρυθμικόν γδούπον τής έλικος και τόν αφρόεντα παφλασμόν, που προεκάλουν με τάς σταθεράς περιστροφάς των εις τήν θάλασσαν τά πτερύγια τών τεραστίων τροχών τού υπερωκεανείου.
Τί περίεργον! Αι ώραι παρήρχοντο τόσον βραδέως, και όμως η ημέρα είχε ανατείλει! Εν άρωμα από γαρδένιες και γαζίες εγέμιζε τόν αέρα. ∆ύο ελαφρά και επιμήκη σύννεφα έπλεαν εις τόν ουρανόν, σαν νησίδες εις πέλαγος γαλάζιο, ροδίζοντα συνεχώς από τάς πρώτας ακτίνας τού ηλίου που τά ήγγιζαν. Τό άγγιγμα τούτο ήτο σαν μία θωπεία εραστού εις τά βυζιά, ή τό αιδοίον, μίας κόρης δια πρώτην φοράν θωπευομένης, ή εις τούς μαστούς και τό αιδοίον μίας γυναικός ερωτευμένης, που, κατόπιν μακράς αναμονής, συνευρίσκεται με τόν εραστήν της. Εν δροσερόν ψιμύθιον αφρού ανήρχετο από τά ελαφρότατα κύματα που διέτρεχαν ως ρίγος ηδυπαθείας τήν επιφάνειαν τών πρωινών υδάτων, και διεσκορπίζοντο επί τού πελωρίου σκάφους, καθώς και επί τών χειρών και τού προσώπου τού Ανδρέου Σπερχή. Θα έλεγε κανείς, ότι η ώρα προμηνούσε κάτι τό ασύνηθες, κάτι τό θαυμαστόν — ίσως τήν αναπήδησιν εκ τής θαλάσσης μιας σποράδος εξαισίας, ή τήν εμφάνισιν εις τόν ουρανόν ενός σέλαος ανεσπέρου.
« Ανατολή! Ανατολή ! » εψιθύρισε αγαλλιών ο Έλλην ποιητής, και πάσα θλίψις άπεπτη από τήν ψυχήν του. Εν αίσθημα όλβου και μια γαλανή γαλήνη εγέμισαν τώρα τήν μέχρι προ ολίγου ακόμη σφαδάζουσαν καρδίαν του. Κάτι επέκειτο. Κάτι οριστικόν, ευδαιμονικόν και τελεσίδικον — κάτι, όπως η γέννησις μίας κόρης ουρανίας, κάτι, όπως η γέννησις τής Αφροδίτης! Και ιδού που τό εκπληκτικόν, τό θαυμαστόν συνετελέσθη! Μία νεάνις ωραιότατη, με καστανά μαλλιά και βελούδινα μάτια, εστάθη προ τού ποιητού και τού έτεινε τήν χείρα. « Βεατρίκη! » ανεφώνησε αφυπνιζόμενος ο Σπερχής και τό ωραίον όνειρον εχάθη.



                     Η ως συλφίς νεαρά Σουηδή


Η καθημένη ολίγον πιό μακρυά λεπτοφυής ως συλφίς νεαρά Σουηδή, χωρίς να προσέξη καν αν την έβλεπε κανείς, εξεκούμβωσε τάχιστα την μπλούζαν της και με δύο γοργάς κινήσεις, ωσάν να μην ημπορούσε να κρατηθή, εξήγαγε εκ του στηθόδεσμου της ένα ωραιότατον και μεγάλον διά μίαν τόσον λεπτήν νεανίδα σφικτόν βυζί, και επίεσε την ημιεκτοξευμένην ροδαλήν θηλήν του εις το στόμα της κούκλας, την οποίαν εκράτει εισέτι εις την αγκάλην της, συνθλίβουσα τον σφύζοντα λευκόν μαστόν με τον δείκτην και τον μεσαίον δάκτυλον της δεξιάς χειρός της, όπως μία γυνή που γαλουχεί ένα βρέφος. Ολίγα δευτερόλεπτα διήρκεσε τούτο, και, εν συνεχεία, η νεαρά Σουηδή, με έκφρασιν απεριγράπτου λαγνείας εις το πρόσωπόν της, ήρχισε να τρίβη με δύναμιν την ρώγαν της επί ολοκλήρου του προσώπου της κούκλας, ενώ η θηλή καθισταμένη διπλή εις μέγεθος και σκληρά, εξετοξεύετο, ως φράουλα τραγανή, εις πλήρη στύσιν. Αλλά και αύτη η φάσις δεν διήρκεσε πολύ. Η Γκρέτα, καταφανώς εν μεγάλη διεγέρσει διατελούσα, χωρίς την παραμικράν προφύλαξιν, ανέσυρε εν ριπή οφθαλμού το φόρεμά της, και, αποκαλύπτουσα, προς στιγμήν, ένα θαυμάσιον και προεξέχον πολύ, εν μέσω ολίγων αραιών τριχών μουνί (δεν έφερε σκελέαν), ήνοιξε τούς μηρούς της, έθεσε την κούκλαν μεταξύ αυτών, και καλύπτουσα πάλιν το ερωτικόν της όργανον, έσφιξε τούς μηρούς της, και ήρχισε να κινήται ζωηρώς, ζωηρότατα, επί του καθίσματός της, κατά τρόπον που εφανέρωνε ότι ηυνανίζετο με πάθος, τρίβουσα μανιωδώς το αιδοίον της, επί της κεφαλής και των μαλλιών του κομψού ανθρωπομόρφου ομοιώματος, επιδιώκουσα με αφάνταστον ζέσιν να επιφέρη τοιουτοτρόπως την έκχυσιν του ερωτικού χυμού της, αδιαφορούσα τελείως, και, ίσως, τερπομένη επιπροσθέτως, από το γεγονός ότι εξετέλει την τόσον άσεμνον, άλλα και τόσον χαριτωμένην αυτήν πράξιν δημοσία.
Κατ’ αρχάς, ο βαρώνος Χάσσελκβιστ, βυθισμένος όπως ήτο εις τους υπολογισμούς του, δεν αντελήφθη τι έκαμνε η κόρη του — τουτέστιν δεν αντελήφθη την φάσιν του «θηλασμού». Όταν όμως η Γκρέτα διέκοψε την «γαλούχησιν» και, μετά ταύτα, την πρόστριψιν του βυζιού της επί του προσώπου της κούκλας, και ήρχισε να μαλακίζεται υπό το φόρεμά της, με το κομψόν άθυρμα ανάμεσα εις τα σκέλη της, πιέζουσα αυτό, ταυτοχρόνως, και διά της χειρός, επί του μουνιού της, ο Σουηδός βαρώνος ηννόησε, τότε, αμέσως, τι έκαμνε η κόρη του, και αφού έρριψε γύρω του ένα αγωνιώδες βλέμμα και ανεκουφίσθη, νομίζων ότι ουδείς είχε αντιληφθεί την άσεμνον συμπεριφοράν της Γκρέτας, καθιστάμενος κατακόκκινος από εντροπήν και οργήν, επέπληξε αυστηρότατα την θυγατέρα του, και την διέταξε να διακόψη πάραυτα την λαγνικήν της πράξιν. Έπειτα, λαμβάνων και σφίγγων δυνατά τον δεξιόν βραχίονά της και σείων ζωηρώς την κινουμένην επί του καθίσματός της με έγκαυλον παραφοράν νεανίδα, την διέταξε να σηκωθή αμέσως και να τον ακολουθήση εις τα διαμερίσματά των, χωρίς να αντιληφθή ότι η καθημένη πλησίον του μικρά Αμερικανίς Αλεξάνδρα Μαίησον —φλεγομένη από μέγιστον ενδιαφέρον, άλλα υποκρινομένη ότι τίποτε δεν είδε— είχε ιδεί τα πάντα... Η νεαρά Σουηδή, φοβούμενη την οργήν του πατρός της, ηναγκάσθη να αποσύρη την κούκλαν από το αιδοίον της, και παρά την έκδηλον σφοδράν διέγερσίν της, συνεμορφώθη με τας επιταγάς του βαρώνου, διακόπτουσα την πρωτότυπον μαλακίαν που έκαμνε, χωρίς να φαίνεται ότι είχε την παραμικράν συναίσθησιν ότι αυτό που είχε διαπράξει ήτο κάτι το άσεμνον ή απηγορευμένον, ιδίως όταν εξετελείτο εις δημοσίους χώρους και ενώπιον πολλών θεατών. Λαμβάνουσα λοιπόν εκ νέου την κούκλαν της (ήτις έλαμπε τώρα από τα εκχειλίσματα του μουνιού της) εις την αγκάλην της, η νεαρά νυμφομανής ηγέρθη από την θέσιν της και ηκολούθησε τον πατέρα της, ασθμαίνουσα ακόμη από την έγκαυλον κατάστασίν της, καταφανώς παραπονεμένη και με έκφρασιν απορίας εις το πρόσωπόν της, που μία πράξις τόσον χαριτωμένη και τόσον ευχάριστος κατεδικάζετο, ενώ ο βαρώνος Χάσσελκβιστ, σύννους και καταστεναχωρημένος, σύρων αυτήν διά του βραχίονος, την ωδηγούσε απελπισμένη εις τα διαμερίσματά του.




                                   Ανδρέας Εμπειρίκος..για τον Έρωτα - Μέγας Ανατολικός
                                                  
                                                         Ο Λιαντίνης για τον Εμπειρίκο  
                                                                    

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Α. Εμπειρίκος- «ο πλόκαμος της Αλταμίρας »


ο πλόκαμος της Αλταμίρας (Ανδρέας Εμπειρίκος)


1
Τα κούμαρα βαριά σαν βλέφαρα ηδυπαθείας, στάζουν το μέλι στη σιγή. Ο γδούπος διαρκεί, και από τα μάτια σου στο στήθος και στο στόμα μου, η έλξις απλώνει την παλίρροια.
 
2
Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μάς αναγγέλλει την αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.
 
3
Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
 
4
Μεταίωρη στιγμή σαν το φλουρί που μια στιγμή γυαλίζει πριν να πέση. Νόστιμον είναι πως όταν πέσει χάνεται. Μένουν όμως τα πουλιά, μένει η φωνή τους, και όπου καθήσουν, σε γυμνά κλαριά ή σε ποτήρια γιομάτα μαργαρίτες, φυτρώνει ένα πούπουλο ή ένα πτερό με ρόδινη αιχμή, καθώς σπονδή στον άνεμο.
 
5
Η πήξις νεφελωμάτων είναι μαστός εντός χοάνης.
 
6
Η σιωπή λικνίζεται στην αμμουδιά. Τα πόδια της πατούν στην κυανή, στην άνευ έρματος ακρογιαλιά θαλάσσης που καθεύδει.
7
Τα βήματά μου αντηχούν στη βελουδένια στρώσι της σκιάς μου.
 
8
Κρυφή μου ελπίδα στα βουνά, καλημερίζω την ηχώ σου.
 
9
Ω δροσερό κοράσιον που κρύβεσαι μεσ’ στα μπαμπάκια των χιονοστιβάδων! Τα κρύσταλλά τους μέλπουν όπισθέν σου, και τα ταχύσκαπτα των κουναβιών βαθαίνουν κι’ όλο πλησιάζουν το κύπελλον του φουστανιού σου. Έτσι τ’ αστέρια τανύουν τις χορδές των. Έτσι διαχέεται στο νού σου ο γαλαξίας.
 
10
Βάμμα νυκτός στα χείλη της, δόσις φωτός στο στήθος μου, και τα πανέρια της ανοίξεως ανοικτά, με τα χρωματιστά χαρτιά των φρούτων κυμαινόμενα.
 
11
Της γειτνιάσεως οι συμπληγάδες είναι μαστοί νεάνιδος που τους θωπεύει ο ποντοπόρος. 
 
12
Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θάθελα να κυλισθώ
στην αμμουδιά μαζί σου.
 
13
Των αποστάσεων η έλξις προσδιορίζει κάθε βήμα. Η ταξειδιώτης ξεκουμπώνει το παλτό της. Από το στήθος της πετούν μικρά πουλιά προς την πολίχνη. Στο υψηλό βουνό τής ετοιμάζουν τον θερινό κοιτώνα και τα μαλλιά της ήδη πρασινίζουν.
 
14
Βαθειά πληγή. Στον λόφο του κρατήρος κραδαίνεις την ανάμνησι, και, έτσι, σιγά σαν σύθαμπο που απορροφά μια μέρα που φθίνει, δίνεις, αγαπητή και δήθεν ξεχασμένη, τον στρόβιλο της λησμονιάς στους πέντε ανέμους – γιατί πάντοτε, και όταν σβουρίζει η χλαλοή και καταβρέχεται η χλόη, ξεχνάς, και πάλι αναμιμνήσκεσαι και χωρίς καμίαν υποχρέωσι, κάποτε θλίβεσαι και κάποτε αγαλλιάς. Είσαι θαρρώ, φρεγάδα που περνά απ’ όλα τα λιμάνια, δίχως καλάθια και με ωραίες λείες κουπαστές.
 
15
Ένα κουμπί στο φως, μιά ταραντούλα στο σκοτάδι, κι’ ανάμεσα, μια γοερή κραυγή την ώρα που βραδυάζει.
 
16
Οι τοίχοι, λεν, έχουν αυτιά – μα οι ψίθυροι ζουν και πεθαίνουν και στα φύλλα.
17
Αποσκιρτώ μεσ’ στα φυλλώματα. Από μακρυά διακρίνω την ελαφρά κοιλάδα. Η μέρα αυτή είναι σαν πλημμυρίς φωτός. Στις φλέβες και στα φύλλα της ρέει το αίμα που την ζωντανεύει και απομακρύνει τις τυχάρπαστες σφενδόνες. Ο θόλος της είναι τόσο διαυγής που σπάζει η στάμνα της γειτονικής επαύλεως και σκάζουν προώρως τα ρόδια της δενδροστοιχίας. Κάθε σπειρί τους είναι μιά στιγμή που πέφτει σε πηγάδι ηδυπάθειας.
 
18
Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου.
 
19
Ενατενίζω. Μια καμπάνα τήκεται μπροστά μου.
 
20
Ράμφος εγώ. Εσύ, ολόκληρη μια νύχτα με αναπαλμούς και φώσφορο μεδούσης. Έπειτα αποκοιμήθηκες κι όταν πιά ξύπνησες, πάλι με κοίταξες, όπως κοιτάζει ένα παιδί μιά στήλη.

21
Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο στόμα.
 
22
Οι άνθρωποι καμιά φορά, βαπτίζουνε τα χέρια τους σε μπακιρένιες κολυμβήθρες. Σε τέτοιες στιγμές τα βρέφη αγαλλιούν και παίζουν με ψάρια κόκκινα πλευστότητος ελαφροτάτης.
 
23
Πράξεις των ελεφάντων. Πολύτιμα περίστροφα εξ ελεφαντοστού. Μία γυναίκα ανάμεσα σε δύο θυμωνιές μαζεύει παπαρούνες. Τέλος κάποιος τραβά μιά πιστολιά και τρέπονται εις φυγήν τα ζώα. Το ποδοβολητό τους προχωρεί σαν κύμα που περνά επάνω απ’ όλα.
 
24
Ό,τι σαλπίζει δεν βοά και δεν περιτυλίσσεται σα νάταν φίδι.
 
25
Η παρόρμησις είναι μιά συνοχή εαρινών βλυσμάτων. Μακάριοι αυτοί που πίπτουν στα νερά της. Τα στήθη της είναι τόσο ωραία που υπερνικούνε όλα τα υφάσματα. Αν η παρόρμησις υπάρχει, τίποτε δεν μπορεί να την αναχαιτίση. Η χαίτη της όταν εφορμά είναι δάσος φλεγόμενον με μύρα.
 
26
Η τρέλλα μοιάζει με χαρά ή με θλίψι. Όμως δεν είναι πίθος δαναϊδων αλλά ομάς νεανίδων που ορχούνται σε θέατρον του Ορχομενού. Καμιά φωνή δεν συνεκλόνισε βαθύτερα τα πλήθη. Καμιά πηγή δεν γέλασε πιο ιλαρά. Κανένα σούρουπο δεν άπλωσε μια βαθυτέρα θλίψι. Ω κόρη υστερική! Το σκίρτημά σου είναι οδός που οδηγεί στην γέφυρα της καταστάσεώς σου και η κραυγή σου οξύ χλιμίντρισμα που διαπερνά το μάτι τουρανού.
 
27
Το αγρόκτημα το σκέπασε η λήθη. Μέσα στις άδειες κάμαρες στάζουν οι σταλακτίται, και, στην σιγή, μετρούν τις ώρες και τα χρόνια της ανεξήγητης εγκαταλείψεως. Μπροστά στην πόρτα ένας ληστής κλαίει πικρότατα. Μέσα στα φύλλα μιάς συκιάς αλλάζει χρώμα ο χαμαιλέων.
 
28
Τώρα που η πόλις μετανάστεψε, καθίζει η μνήμη της πομπής και αναστενάζει εμπρός εις τους κενούς και ηλιοκαείς τροχιοδρόμους.
 
29
Το δράμα του παραλιακού ξενοδοχείου δεν κατεσβέσθη. Ακόμα καταποντίζεται ο λυγμός και η φαλαινίς μνήσκει λαχανιασμένη. Α, πώς κτυπούν τα κύμβαλα οι ανηλεείς σκαφανδροφόροι! Α, πώς πονούν αυτοί που σέρπουνε στην άμμο!
 
30
Εαρινοί καταυλισμοί ονείρων εν εγρηγόρσει – των κατευθύνσεων οι ώρες σαν σαύρες της αυγής.
 
31
Βρέφος εντός αβράς σιγής. Μόνον η αύρα μέλπει και η τροφός ρεμβάζουσα προσφέρει το βυζί της στο ευτυχισμένο βρέφος. Ώρα ηδονής και γάλακτος. Ώρα του γαλαξίου.
 
32
Κατάρτια μπηγμένα σε γηλόφους άμμου, χαρές παιδιών, χαρές ανδρών και γυναικών ενώ πλησιάζει το βαπόρι, νέφη λευκά κι ανάλαφρα στον ουρανό, χίλια αντικείμενα στιλπνά και πολυφίλητα σαν χείλη αιμάσσοντα ή δροσερά, ή σαν μαστοί εν εγρηγόρσει, κ’ αίφνης εσύ, ζεστή και δροσερή συνάμα, και ουδέποτε, μα ουδέποτε μικρόνους, παρ’ όλον ότι έχεις πόδια μικρά και μικρά χέρια. Ίσως γι’ αυτό σε αγαπώ τόσο πολύ. Ίσως γι’ αυτό σε κράζω και στον ύπνο.
 
33
Ο άνεμος όταν φυσά, οι καλαμιές γεμίζουν αυλητρίδες.
 
34
Στην βουνοκορφή δεσπόζουν τροχαλίαι. Στην πεδιάδα περιστρέφονται ελαιοτριβεία και η διαρκής παραγωγή των λατομείων, συγκρίνεται μ’ εκβραχισμούς των σχιστολίθων. Μεσ’ στο λιοπύρι περιίπτανται κορυδαλλοί και όσοι κοιτούν το χάλυβα να λυώνη, μοιάζουν με ιππείς που ξαφνικά πεζεύουν μπρος σε βρύση.
 
35
Μέσα στα τζένερα εμφωλεύει η σπίθα. Κρωγμοί αντηχούν κάτω απ’ τα φύλλα, και σχίζουν τον άσπιλο χασέ της νύχτας. Μα πριν ακόμη ξημερώσει, μεσουρανούν οι θρύλοι κ’ η σπίθα αποκαλύπτεται και λάμπει. Έπειτα σβήνει μονομιάς – μα ξαφνικά στην θέσι της αλέκτωρ αλαλάζει.
 

Ενδοχώρα (1934 – 1937) 


Αλταμίρα(σπήλαιο)
 
Το σπήλαιο αυτό ανακαλύφτηκε το 1868 από κάποιο κυνηγό και προηγούμενα ονομαζόταν "Σπήλαιο του Ζουάν Μορτέρο", στην επαρχία Σαντάντερ της βόρειας Ισπανίας. Από το 1875 ο Μαρκελλίν ντε Σαοντουόλα το εξερεύνησε και το 1879 ανακαλύφτηκαν από τη θυγατέρα του, στα βάθη του σπηλαίου, οι περίφημες εικόνες. Η μελέτη του σπηλαίου συμπληρώθηκε από την έρευνα των διάσημων ανθρωπολόγων Ε. Καρταιγιάκ και του αβά Η. Μπρέιγ. Εκτός από τις ζωικές μορφές μέσα στο σπήλαιο βρίσκουμε και εικόνες σχετικές με τη ζωή του πρωτόγονου κυνηγού και τα όπλα του. Υπάρχουν και "συμβολικά", χέρια, καλύβες κλπ. ορισμένης σημασίας για τον πρωτόγονο. Πολλές φορές νεότερα σχέδια καλύπτουν παλιότερα. Στο σπήλαιο Αλταμίρα έχουμε και τα αριστουργήματα της τέχνης του παλαιολιθικού ανθρώπου. Οι ζωγραφιές βρίσκονται κυρίως στη μεγάλη αίθουσα αριστερά, καθώς επίσης και σε διάφορες θέσεις των στοών. Είναι χαρακτικά σχέδια και ζωγραφιές βονάσων, ελαφιών, άγριου χοίρου, άγριου ταύρου, άγριου ίππου, λύκου, αίγαγρου κλπ. Οι έγχρωμες εικόνες αποτελούν τα ωραιότερα δείγματα του γαλλο - κανταβρικού κύκλου. Εξαιρετική είναι η πλαστικότητά τους, λόγω της κατάλληλης χρησιμοποίησης από τον καλλιτέχνη των φυσικών εξοχών του βράχου. Άφθονα είναι επίσης και τα ανθρωπόμορφα σχέδια και τα σύμβολα που είχαν μαγική σκοπιμότητα.

''Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι της είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.'' Ανδρέας Εμπειρίκος - ''Ο πλόκαμος της Αλταμίρας'' - ΕΝΔΟΧΩΡΑ (1934 -1937).

                       Ανδρέας Εμπειρίκος - στροφές στροφάλων  

A.Εμπειρίκος- «Ράγκα - Παράγκα»


                                                            
Ράγκα - Παράγκα ή όταν τα συνήθη λόγια δεν αρκούν     
Οι τρόποι κάθε πραγματικής ανανεώσεως
Μοιάζουν με διαρκές ξεχείλισμα
Ενός μεγάλου κανατιού μέσα από χέρια οινοχόων
Ή λουλουδιών μέσα από κάνιστρα γιομάτα
Που τα κρατούν  νεάνιδες με γυμνωμένα στήθη .

Το κάθε ξεχείλισμα
Η κάθε ανανέωσις
Είναι παιδί που έρχεται
Μπροστά σε μάτια έκθαμβα γερόντων
Που έτσι και μόνον έτσι 
Βλέποντας γυμνά τα μέλη της νεότητας
Και ακούγοντας τα πτερουγίσματα των νεοσσών
Ή τα τραγούδια των κοριτσιών και των εφήβων
Έτσι και μόνον έτσι μπορούν να ξανανιώσουν
Δεχόμενοι το σφρίγος της νεότητας
Έστω και αν δεν καταλαβαίνουν οι γερόντοι
Μια - μια τις λέξεις των ωδών και των θουρίων
Έστω και αν ονομάζουν
Τα θούρια αυτά ακατανόητα
Ακατανόητα
Διότι ποτέ δεν γνώρισαν οι νεοσσοί
Τους διδασκάλους παλαιοτέρων εποχών
Και την φαρέτραν της διαλεκτικής
Πολλών πτωχοπροδρόμων διδασκάλων
Διαφόρων αντιμαχομένων διδασκαλιών του παρελθόντος .

Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με την λαλιάν αυτών που ομιλούν στην οικουμένη
Ράγκα - Παράγκα με φωνήν ασκίαστη
Σε τόπους αναχωρητών και κοσμοπόλεις
Ράγκα - Παράγκα τώρα και αύριον
Ράγκα - Παράγκα σαν βήμα ελεφάντων
Που υπερβέβαιοι διαβαίνουν
Κάποτε - κάποτε λουόμενοι
Τον μέγαν ποταμόν Ζαμβέζην
Ράγκα - Παράγκα σαν τα σκιρτήματα των ιαγουάρων
Μέσα στα φυλλώματα και υπό τα όμματα ειρηνικών σκιούρων
Ράγκα - Παράγκα σαν πλατάγισμα ουράς μιάς φάλαινας
Όταν ανέρχεται απο τους βυθούς ως Αναδυομένη
Ή Μεγαλόχαρη μέσα σε αφρούς φανερωμένη
Ηλιοχαρή παιγνίδια στις επιφάνειες παίζει
Συντρίβουσα εν ανάγκη τα φαλαινοθηρικά
Αν τούτοι οι κυνηγοί του λίπους της
Υπέρ το δέον επιμένουν
Εις την αισχράν επίθεσίν των .

Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Εις τα χωράφια και τας πόλεις
Στις πεδιάδες και στα όρη
Εις τας οδούς και τα σοκκάκια
Όταν στον κόσμον συντελείται πάκτωσις
Ως εις στιγμάς μιας πλήρους συνουσίας
Που ισοδυναμεί με μιαν κατάφασιν κεραυνοβόλον
Με "ναι" και "ναι" και πάλιν "ναι "
Και εν ανάγκη και όταν το "όχι "
Παρουσιάζεται ως φράγμα
Υπο το προσωπείον παρθενίας
Που πρέπει οπωσδήποτε να διατρηθή
Αν πρόκειται κάποια συνέχεια να υπάρξη
Αν πρόκειται ο θάνατος να υπερνικηθή
Ράγκα - Παράγκα ακόμη τότε
Τουτέστιν κάθε φορά που ο μέγας πασίχαρος κριός
Ευλογητός και ευλογών σπαργών εισδύει
Τείχη και πύλας καταρρίπτων
Κομίζων των θεών τα νικητήρια 
Εις τους ανθρώπους δώρον .

Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με μια κραυγή γιομάτη
Κατά των υπερβολικά λεπτών και εξα-υλωμένων
Ράγκα - Παράγκα ρίγος βαθύ της γης
Και παφλασμός κυμάτων επαλλήλων
Που εκσπούν εις τους αιγιαλούς αισίως
Ή σπάζοντας εν μέσω αφρών
Βροντούν στα σπήλαια και τους βράχους
Όπως ξεσπούν τα κύμβαλα
Επάνω από τον ήχον των εγχόρδων
Ράγκα - Παράγκα σάλπιγγες πιο δυνατές
Και απο τις σάλπιγγες της Ιεριχούς
Κι απο τα σχοινιά πάσης αγχόνης
Ράγκα - Παράγκα κατά των σοφιστών
Κατά των εγωπαθών και των στεγνών ανθρώπων
Ράγκα - Παράγκα πίδακες του πνεύματος αειθαλείς και 
        άσπρες χαρές της ύλης
Ράγκα - Παράγκα υπέρ αθλήσεως της ηδονής
Ράγκα - Παράγκα υπέρ ποιήσεως σπερματικής και θείας καλωσύνης
Χριστού - Αδώνιδος ερωτικού και ανθρώπου
Σφρίγος της γης Ράγκα - Παράγκα
Αντίδοτον πάσης μελαγχολίας
Γδούπος λευκός βελούδινος αγγέλων
Που προσγειούμενοι μπροστά μας φέρνουν
Αντί ρομφαίας εδεμικήν τροφήν στους πειναλέους
Γάλα κουτιού γλυκό Νεστλέ και του ουρανού το μάννα
Ράγκα - Παράγκα - Ράγκα
  !

  Ράγκα παράγκα
 
Ανδρέας Ταρνανάς και Νικόλας Άσιμος στα φωνητικά, κιθάρα Παύλος Σιδηρόπουλος, ηχογράφηση Κατερίνα Γώγου.

Ράγκα Παράγκα. Ο Άσιμος,ο Ταρνανάς ,ο Παύλος Σ. και η Γώγου σύχναζαν στην κατάληψη της Βαλτετσίου και Ράγκα Παράγκα εννοούσαν πάμε κατάληψη.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Α. Εμπειρίκος

Ανδρέας Εμπειρίκος


   File:AE1920.jpg

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη Μπράιλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.
Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές», κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός, που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
—Ανδρέας Εμπειρίκος, Τριαντάφυλλα στο παράθυρο, από την Υψικάμινο (1935)
Το 1960 τυπώθηκαν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, έργο που από τον τίτλο του μαρτυρά τον μυθοποιητικό χαρακτήρα του. Γράφτηκε κατά τη δεκαετία 1936-46 και ορισμένα αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Νέα Γράμματα πριν την έκδοση του. Αποτελείται από τρεις ενότητες που τιτλοφορούνται Μυθιστορίαι, Τα γεγονότα και εγώ και Πρόσωπα και Έπη αντίστοιχα, περιέχοντας αφηγηματικά κείμενα σχετιζόμενα περισσότερο με τον πεζό λόγο. Οι μυθιστορίες ανακαλούν το ρομάντζο των ελληνιστικών χρόνων και το ερωτικό ιπποτικό μυθιστόρημα των Βυζαντινών, ενώ η δεύτερη ενότητα της συλλογής αποτελείται από μυθοποιημένες ιστορίες με κεντρικό πρωταγωνιστή ή αφηγητή τον συγγραφέα τους. Στη μεγαλύτερη σε έκταση ενότητα Πρόσωπα και Έπη, οι εξιστορήσεις επικεντρώνονται γύρω από ιστορικά πρόσωπα ή μυθολογικά θέματα, μαρτυρώντας τη στροφή του Εμπειρίκου στην ελληνική παράδοση και λογοτεχνία.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής, που εξάσκησε την ψυχανάλυση κατά την περίοδο 1935-50, σε μία εποχή απαξίας της εκ μέρους της ελληνικής διανόησης με μοναδική εξαίρεση τον Άγγελο Κατακουζηνό, τον περήφημο νευρολόγο-ψυχίατρο που τον υποστήριξε θερμά. Υπήρξε επίσης ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής που αναγνωρίστηκε από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, και κατ' επέκταση από την Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση, ως «διδάσκων ψυχαναλυτής». Μαζί με τον ψυχαναλυτή και ιδρυτή της ισπανόφωνης υπερρεαλιστικής ομάδας, Άλντο Πελεγκρίνι (1903-73), αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις εισηγητών της ψυχανάλυσης και υπερρεαλιστικών ομάδων ταυτόχρονα.

1975 : Πεθαίνει στην Κηφισιά ο Ανδρέας Εμπειρίκος.

"…Όρθρος η ώρα η πρώτη. Πίσω της, η λαγαρή πρωία με δείκτες ρόδινους που γρήγορα (θα πω, ανέλπιστα σχεδόν) γυρίζουν και χρυσίζουν. Ένας φακός με απίστευτον φωτοφράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας.Και τώρα που άνοιξε και έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο και συνελήφθη ο χρόνος, ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή και δίδει στην κάθε εικόνα την κίνησι και την ευελιξία που φέρνει από τα βάθη μιας πηγής (της ιδικής του) ζεστό το πιο κρυφό της νόημα…" ( Ο Φωτοφράχτης)

                                  
      


Ανδρέας Εμπειρίκος- 3 Ποιήματα
ΤΑ ΒΕΛΗ
Ένα κορίτσι σ' ένα κήπο
Δύο γυναίκες σε μια γλάστρα
Τρία κορίτσια στην καρδιά μου
Άνευ ορίων άνευ όρων.

Μία παλάμη σ' ένα τζάμι
Μία παλάμη σ' ένα στήθος
Ένα κουμπί που ξεκουμπώνεται
Ένα βυζί που αποκαλύπτεται
Ενώ ο τοξότης με τα βέλη
Λάμπει ψηλά στον ουρανό
Άνευ ορίων άνευ όρων.



ΓΗ
Με ηδονή αναμοχλεύουμε τα χώματά μας
Σπέρνοντας στις γυναίκες και στη γη
Λέγοντας: Γη γη γηγενής, γη μάνα γη
Γη γη πατρίδα μας παντού στην οικουμένη
Γη της καρδιάς μας
Γη του πέους μας
Γη της ψυχής μας
Άνευ ολέθρων, δίχως μιάσματα και δίχως ζήλεια γη
Γη άνευ όφεων εδεμική
Γη αθωότητας και γη ευδαιμονίας
Γη γηγενής στο αίμα μας (δικαιοσύνη)
Άνευ ορίων άνευ όρων γη
Σφύζουσα γη του γίγνεσθαι (μεγαλωσύνη)
Γη γη του μέλλοντος υπάρχεις ήδη
Στο αίμα μας
Στο σπέρμα μας
Και στ' άσματά μας.


Η ΑΝΟΔΟΣ
Οι λέξεις όταν πέφτουν στο σώμα της νυκτός
Μοιάζουν με καράβια που τις θάλασσες οργώνουν
Με άνδρες που σπέρνουν και γυναίκες που μιλούν
Μέσα στους ποππυσμούς των φιλημάτων
Σαύρες περνούν μέσα στα ρίγη των ακτών
Πελάγους που απλώνεται μέχρι την άμμο
Με πλαταγίσματα με παφλασμούς
Ολίγον πριν ο ήλιος ανατείλη
Ενώ ακούονται φωνές των ραψωδών της ύλης
Και αλαλαγμοί αλέκτορος ορθίου
Επί μιας στήλης άλατος χωρών μεσημβρινών
Όταν ογκούνται οι πόθοι στους αιγιαλούς
Μυριάδων που πορεύονται μεσ' στις ριπές του ανέμου
Μπροστά στα μάτια των ολβίων κορασίδων
Που κύπτουν με τα στήθη των εγγίζοντα το ύδωρ
Το καθαρό νερό των ρυακιών
Ώσπου να βρουν και να αισθανθούν στα σώματα και στας
ψυχάς των
Άνευ ορίων άνευ όρων
Την κεκτημένη άνοδον της ηδονής.
 

                                                     Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος                       
 
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος σε πιθάρι. Μία υπερρεαλιστική φωτογραφία τραβηγμένη από τη Μάτση Χατζηλαζαρου.
 
Ο Τσαρούχης φωτογραφημένος απ' τον Εμπειρίκο στο Μαρούσι, Φεβρουάριος 1972.

                                 Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (δεξιά) με τους Ντιέγκο Ριβέρα, Αντρέ
                                 Μπρετόν και Λέων Τρότσκι.
                                                                                                                                                

                                     Ανδρέας Εμπειρίκος - Ενδοχώρα - Στροφές στροφάλων
                                                Ανδρέας Εμπειρίκος - ''χειμερινά σταφύλια''
Ανδρέας Εμπειρίκος - Άνδρος-Υδρούσα
 Α. Εμπειρίκος_ ''κλωστήριον νυχτερινής ανάπαυλας''
 
Ο Α.Εμπειρίκος διαβάζει Α.Εμπειρίκο - Αθάνατοι 


Α. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: "Υψικάμινος"


 
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Υψικάμινος

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ:

 
Από την Υψικάμινο, 1935

 
Είμεθα όλοι ε ν τ ό ς του μέλλοντός μας.  
Όταν τραγουδάμε τραγουδάμε
εμπρός στους εκφραστικούς πίνακες των ζωγράφων
όταν σκύβουμε εμπρός στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως
όταν προσεταιριζόμεθα την ψιχάλα του ρίγους  
είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας  
γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε
δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι
χωρίς το μέλλον του προορισμού μας
όπως μια γυναίκα δεν μπορεί να κάμη τίποτε  
χωρίς την πυρκαγιά που κλείνει  
μέσα στη στάχτη των ποδιών της.

 
Όσοι την είδαν δεν  στάθηκαν να ενατενίσουν  
ούτε τα συστρεφόμενα κηπάρια
ούτε την ευωχία των μαλλιών που λατρεύτηκαν
ούτε τα σουραύλια των εργαστηριακών μεταγγίσεων
από μια χώρα σε φλέβες κόλπου θερμού
προστατευομένου από τα εγκόσμια
και τα μελτέμια της κυανής ανταύγειας
λιγυρών παρθένων.


 
Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντος
μιας πολυσύνθετης σημαίας που κρατεί
τους εχθρικούς στόλους
εμπρός στα τείχη της καρδιάς μου
κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις πιστοποιούντες  
ενδιάμεσες παρακλητικές μεταρρυθμίσεις  
χωρίς να νοηθή το αντικείμενον της πάλης.

 
Στιγμιότυπα μας απέδειξαν
την ορθότητα της πορείας μας
προς τον προπονητήν του ιδίου φαντάσματος
της προελεύσεως των ονείρων
και του καθενός κατοίκου της καρδιάς
μιας παμπαλαίας πόλης.

 
Όταν εξαντληθούν τα χρονικά μας
θα φανούμε γυμνότεροι και από την άφιξι 
της καταδίκης παρομοίων πλοκαμιών
και παστρικών βαρούλκων γιατί όλοι μας είμεθα εντός...  
της σιωπής του κρημνιζομένου πόνου
στα γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας.



ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΓΓΕΛΩΝ ΕΝΤΟΣ ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΗΣ

Όταν με την βαρύτητα του ανέμου
που συναρπάζει τα φρόκαλα
μέσ’ απ’ τα πόδια των μανάδων
εσάλπησε το πεφταστέρι
τις τελευταίες εντολές των θεανθρώπων
σηκώθηκε υπερήφανος ο φθόγγος
και μ’ ευκαμψία τελείου μηχανικού
λεπτολογήματος παρέσυρε την ευτυχία
προς τα πελάγη μιας παμμεγίστης παλιρροίας.

Τότε συνέβη να φτερνισθούν οι φυσητήρες
και όλα τα κήτη ανέστρεψαν την κοιλιά τους
και κατεποντίσθησαν αύτανδρα
τα περασμένα κουφάρια
υπέρ της αναγεννήσεως της ευτυχίας
υπέρ της εκπληρώσεως των εσχατιών
υπέρ της ειρήνης
υπέρ της αμαυρώσεως
υπέρ της εκλάμψεως της αληθείας
υπέρ της κατισχύσεως των ρόδων
και της μαγικής αράχνης
εν έτει χαράς για τον αιώνα
των μεγάλων ολισθημάτων
των κυμάτων επάνω στα στεκούμενα καράβια.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
από την "Υψικάμινο"

 

Α. Εμπειρίκος- "ΟΚΤΑΝΑ"


ΟΚΤΑΝΑ - Ανδρέας Εμπειρίκος

 

ΟΧΙ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ ΜΑ ΟΚΤΑΝΑ


Όταν διά της πίστεως και της καλής θελήσεως, αλλά και από επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις την καρδιά του μέλλοντος, εις την καρδιά των υψηλών οροπεδίων και προ παντός μέσ’ στην καρδιά του κάθε ανθρώπου, θα υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς και αδιαιρέτου Οικουμένης.
Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του ωκεανού στα πόδια του κατακορύφου βράχου που μοιάζει με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή, ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα μιας ελεεινής, μιας αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν, πλήρες παραδειγμάτων προς αποφυγήν. Εκείνο που είναι βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μαλλον θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και ανιαρά, ίσως μετά από μίαν άλωσιν οριστικήν, μετά την μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος.
Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας. Είναι μακράν ακόμη η εποχή, ώστε από τούδε να τας γνωρίζωμεν καταλεπτώς, ή «a priori». Αυτό που με ενδιαφέρει απολύτως – και θα έπρεπε να ενδιαφέρη όλους – είναι ότι η Νέα Πόλις θα ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως από αρχιτέκτονας και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν, οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες και «ταυ», μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των, ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά, ή αστικά), πνίγοντες και πνιγόμενοι, να κανονίζουν.
Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι΄ μα θα κτισθή απ’ όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι, έχοντες εξαντλήσει τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το αστράπτον φως της αντισοφιστείας – τουτέστι το φως της άνευ δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας – παύσουν στα αίματα και στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως όφεις – μά τον Θεό, ή τους Θεούς – τελείως ελεύθερα ν΄ ανθίσουν.
Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν), σας λέγω την αλήθειαν. Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης, μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη, αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Οκτάνα.

Και τώρα ο καθείς θα διερωτηθή ευλόγως: «Μα τι θα πη Οκτάνα ;»
Δίκαιον το ερώτημα και η απάντησις θα έλθη γρήγορα. Όμως διά να γίνη πλήρως νοητή, ρίξετε πρώτα μέσα σας μια καλή ματιά και ευθύς μετά ρίξετε άλλη μία τριγύρω σας δεξιά και αριστερά, πάνω και κάτω. Έπειτα κλείστε τα μάτια σας για μια στιγμή και ανοίξτε τα αποτόμως, ανοίγοντας διάπλατα και τις ψυχές σας. Η απάντησις θα βρίσκεται μπροστά σας, όχι μονάχα νοητή, μα και απτή – σώμα περικαλλές και έμψυχον και σφύζον.
Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν:
Οκτάνα , φίλοι μου, θα πη μεταίχμιον της Γης και του Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.
Οκτάνα θα πη πυρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.
Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.
Οκτάνα θα πη ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του πνεύματος διηνεκής.
Οκτάνα θα πη η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.
Οκτάνα θα πη το «εγώ» «εσύ» να γίνεται (και αντιστρόφως το «εσύ» «εγώ») εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν μέθεξιν υπερτάτην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν, το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πη η ενόρασις και η διαίσθησις εκείνη, που επιτρέπουν σωστά να νοιώθης, να καταλαβαίνης όλην την αγωνίαν των αλγούντων, τα λόγια τα συμβολικά του Ιησού, όλην την σκέψιν των αθέων, τας αστραπάς των προφητών και όλην την σημασίαν των τηλαυγών εκλάμψεων του Ζαραθούστρα.
Οκτάνα θα πη (χωρίς να περιφρονούμε του γήρατος την σοφίαν) θα πη πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας εποχάς του βίου, διότι άνευ αυτής και η πιο χρυσή νεότης γρήγορα στάχτη γίνεται και χάνεται και φεύγει και μένει στη θέσι της η θλίψις, η άνευ ελπίδων μεταμέλεια και η στυγνή ρυτίς.
Οκτάνα θα πη εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει βεβαιότητι Αδάμ–συν-Εύα.
Οκτάνα θα πη οι άνθρωποι άγγελοι να γίνουν, αλλ’ άγγελοι με φύλον φανερόν, συγκεκριμένον.
Οκτάνα θα πη επί γης Παράδεισος, επί της γης Εδέμ, χωρίς προπατορικόν αμάρτημα, πέραν πάσης εννοίας κακού, με ελευθέραν εις πάσαν περίπτωσιν παντού και την αιμομιξίαν.
Οκτάνα θα πη απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.
Οκτάνα θα πη διατήρησις επαφής και στα απώτερα σημεία των εξελίξεων με πάσαν πηγήν που όντως αποτελεί των αρχετύπων της ζωής ιερή μια νερομάνα.
Οκτάνα θα πη παν ότι μάχεται τον θάνατον και την ζωήν παντού και πάντοτε διαφεντεύει.
Οκτάνα θα πη αληθινή ελευθερία και όχι εκείνη η φοβερά ειρωνεία, να λέγεται ελευθερία ό,τι χωρεί ή ό,τι εναπομένει στα ελάχιστα περιθώρια που αφήνουν στους ανθρώπους οι απάνθρωποι νόμοι των περιδεών και των τυφλών ή ηλιθίων.
Οκτάνα θα πη , όχι πολιτικής, μια ψυχικής ενότητος Παγκόσμιος Πολιτεία (πιθανώς Ομοσπονδία) με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνην εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμόν εκάστου, διότι αυτή μόνον εν τέλει θα ημπορέση διά της κατανοήσεως, διά της αγωνιστικής καλής θελήσεως, ουδόλως δε διά της βίας, τας τάξεις και την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον να καταργήση, να εκκαθαρίση επιτέλους!
Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πη αγάπη.
Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πη η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.
Οκτάνα, φίλοι μου, θα πη, απόλυτος μη συμμόρφωσις με ό,τι αντιστρατεύεται, ή μάχεται, ή αναστέλλει την έλευσιν της Οκτάνα.
Οκτάνα θα πη μη συμμετοχή και μη αντίταξι βίας εις την βίαν.
Οκτάνα θα πη ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.
Ιδού με ολίγα λόγια, αλλά σαφή, ιδού τι θα πη, φίλοι μου, Οκτάνα.
Και τώρα θα προσθέσω:
Όσοι από σας πια βαρεθήκατε στον κόσμο αυτόν τον άδικον και τον βλακώδη να άγεσθε και να φέρεσθε από τους ψεύτες, από τους σοφιστάς και λαοπλάνους, όσοι πια βαρεθήκατε οι δεσμοφύλακές σας σαν τόπια ταλαίπωρα να σας εξαποστέλλουν εις τον Καϊάφα και πριν απ’ αυτόν στον Άννα, προσμένοντας να έλθη η Ώρα η χρυσαυγής, η πολυύμνητος και ευλογημένη, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, όσοι την σημερινήν ελεεινήν πραγματικότητα να αλλάξετε ποθείτε, προσμένοντας να έλθη η Ώρα, όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, ελάτε και ως ανακράξωμεν μαζί (νυν και αεί, νυν και αεί) σαν προσευχή και σαν παιάνα, ας ανακράξωμεν μαζί, με μια ψυχή, με μια φωνή – ΟΚΤΑΝΑ!

                                                                                                                       
Γλυφάδα, 20. 8. 1965