Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ-«ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ»

Μίλτος Σαχτούρης
1919 – 2005

 


Σημαντικός νεοέλληνας ποιητής. Εντάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, που διαδέχθηκε τους νεωτερικούς ποιητές του μεσοπολέμου.

Με καταγωγή από την Ύδρα, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στην Αθήνα και ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του '21 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφηκε με προτροπή του πατέρα του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά μετά το θάνατό του την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην ποίηση. Δεν άσκησε ποτέ του κανένα βιοποριστικό επάγγελμα και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν απόκτησε οικογένεια. Οι γονείς δίσταζαν να δώσουν το χέρι της κόρης τους στον γαμπρό Μιλτιάδη Σαχτούρη. «Όχι, γιατί ποιητής δεν είναι επάγγελμα» του έλεγαν και του έκλειναν την πόρτα.

Το 1943 γνωρίστηκε με τον Nίκο Eγγονόπουλο, μια συνάντηση που στάθηκε καθοριστική για τον ποιητή Σαχτούρη.

Ο Σαχτούρης είναι ποιητής του κλειστού χώρου, αντιηρωικός, εκφραστής και απολογητής της κατακερματισμένης και καθημαγμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Απορρίπτει την παραδοσιακή γραφή και στρέφεται στον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό. Διαφοροποιείται από τους σύγχρονους ομοτέχνους του, επειδή οικοδομεί το έργο του με εφιαλτικές εικόνες και σύμβολα, που πλησιάζουν περισσότερο τον εξπρεσιονισμό.

Υπερτονίζει το παράλογο, ενώ από τον Υπερρεαλισμό από τον οποίον ξεκίνησε, κρατά τη φαντασία και την παραίσθηση, όχι όμως και τη συνειρμική εκφορά του λόγου. Είναι ποιητής του ατομικού άγχους, αλλά μέσα στο έργο του είναι διάσπαρτος ο απόηχος του άγχους μιας ολόκληρης εποχής. Κι όμως, η ποίησή του δεν είναι απαισιόδοξη. Ο δημιουργός της ομολογεί «Πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό».

Ο Μίλτος Σαχτούρης έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου του 2005.

                                              ι---------------------------------------ι

Οι εχθροί της Άνοιξης

Έρχεται φέτος κουρασμένη
η Άνοιξη
(να) κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν
για να την τσακίσουν.

Αυτή όμως με κρότο
ανάβει ένα-ένα
τα λουλούδια της
στα μάτια τούς τα ρίχνει
(για) να τούς στραβώσει.


 
 
Τα Χελιδόνια μου
 
Δε σας γνωρίζω εφέτος
καημένα χελιδόνια μου
πετάτε άραγε, όπως άλλοτε
ή μήπως σε ρόδες πάνω να κυλάτε
όμως το μάτι σας

γιατί έτσι μεγάλωσε
τεράστιο
τεράστιο και πορφυρό
μονάχα ο ουρανός σας έχει απομείνει
μα νά 'ναι για σας τώρα Ουρανός;

                                                  ι---------------------------------------ι
                                                 
Η δύσκολη Κυριακή
Απ' το πρωί κοιτάζω προς τ' απάνω ένα πουλί καλύτερο
απ' το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στα χαλιά
πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας
όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι
κάτι θα φυτρώσει απ' αυτή τη χαρά
ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς
ή ένα αγνό νέο βλέφαρο
ή ένας λατρεμένος λόγος
που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά
Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες
έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μιά χαραυγή
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ένας αετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τα μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναίκες
τί έρωτες τί φωνές τί έρωτες
φίλε αγάπη αίμα φίλε
φίλε δώσ' μου το χέρι σου τί κρύο
Ήτανε παγωνιά
δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι
κι έμεινα μ' έναν ακρωτηριασμένο φίλο
και μ' ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά
                                           ι---------------------------------------ι

        Ο σωτήρας
Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ' ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι
Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μιά χαραμάδα φως
δίχως μιά αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μιά ανοιχτή πληγή
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ' το βούρκο πάλι και τ' άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου
Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία
Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρετη λησμονιά
Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κόπηκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους
                     
                     ι---------------------------------------ι

                     

          ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου