Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Άρης Αλεξάνδρου

Άρης Αλεξάνδρου

Άρης Αλεξάνδρου

Άρης Αλεξάνδρου: Το βαρύ τίμημα του περάσματος
από την συντροφικότητα της ομάδας στην αποτρόπαιη
ερημιά της προσωπικής-ατομικής μοναξιάς

­
Γιώργος Μαρκόπουλος­

Εκείνο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μένει σε μας, κλείνοντας τον τόμο Ποιήματα (1941-1971), που στεγάζει τις τρεις συλλογές (Ακόμα τούτη η άνοιξη, 1946, Άγονος γραμμή, 1952 και Ευθύτης οδών, 1959), που έγραψε ο Άρης Αλεξάνδρου, είναι αυτό το κακό συναίσθημα που μας αφήνει η επίδραση που είχε πάνω του η προσπάθεια στην εξορία, της ψυχικής και ηθικής του εξόντωσης, από εχθρούς μαζί και από «φίλους». Μια προσπάθεια, η οποία, περισσότερο και από την κρίση που πρέπει να δημιούργησαν σ’ αυτόν οι όποιες «ρωγμές» στον ιδεολογικό χώρο της επανάστασης, άφησε στην ποίησή του ανεξίτηλα τα σημάδια της πιο σκληρής απανθρωπιάς, της πιο διαβρωτικής απομόνωσης, του πιο ελεεινού εσωτερικού βασανισμού και της πιο ψυχοφθόρας ερήμωσης.

Αλλά ας προσεγγίσουμε και τις τρεις αυτές συλλογές, καθεμιά χωριστά. Στην πρώτη, ο Αλεξάνδρου, επηρεασμένος οπωσδήποτε από το δημοτικό τραγούδι αλλά και από την, ανανεωτικών τάσεων, ποίηση της εποχής, ιδιαίτερα από την πληθωρική όσο και έγχρωμη εικονοποιία του Γιάννη Ρίτσου, το έργο του οποίου δείχνει να είχε αφομοιώσει αρκούντως, μας παραδίδει ποιήματα που τα χαρακτηρίζει άλλοτε ένας περίεργος ρομαντισμός και άλλοτε μια ιδιόρρυθμη νοσταλγία, ενώ το επαναστατικό όραμα παραμένει ακέραιο, αράγιστο, και ο ποιητής μέσα σε αυτό ανυποψίαστος και ευδαίμων.

Τα πράγματα, όμως, δεν ορίζονται από επιφανειακές συγκυρίες αλλά, σίγουρα, από κάποιες βαθύτερες εσωτερικές διεργασίες, οι οποίες αργά και σταθερά, στο τέλος, επεμβαίνουν. Έτσι, αυτή η χυμώδης μακαριότητα της πρώτης συλλογής, έμελλε να διαταραχθεί και να πάρει τραγικές διαστάσεις στην αμέσως επόμενη• οπότε ο Αλεξάνδρου τώρα πια, χωρίς βεβαίως να εγκαταλείψει τελείως τις προηγούμενες επιλογές του, έστω και σαν απόηχους σε κάποιες στροφές, όσον αφορά την ποιητική του φόρμα, επιδίδεται περισσότερο στην καταγραφή (και όχι «περιγραφή») των εσωτερικών εκείνων συνισταμένων που ορίζουν τη συμπεριφορά ενός περίπλοκου και πολύπλοκου πλήθους (κρατούντων και κρατουμένων), το οποίο διαβιεί στο στρατόπεδο. Η γραφή του (αυτή που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των ποιημάτων του και ιδιαίτερα αυτών που σηματοδοτούν τη συλλογή), κοφτή, λαχανιασμένη, διαποτίζεται από την αγωνία του απελπισμένου, πανταχόθεν βαλλόμενου αγριμιού, που άλλοτε ο φόβος του εγκλείστου και άλλοτε η βιασύνη του να προλάβει, μια και διαισθάνεται έντονα το επερχόμενο τέλος, να πει αυτά που θέλει, καθίσταται, πράγματι, τραγική.

Το πρώτο πάντως ποίημα (και από τα σημαντικότερα) της συλλογής, μέσα στο οποίο αποκαλύπτονται με τον καλύτερο τρόπο όσα παραπάνω ισχυρίστηκα, είναι αυτό που φέρει τον τίτλο «Ανεπίδοτα γράμματα», στις στροφές του οποίου ο Αλεξάνδρου, προσκολλημένος στο ερωτικό πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, διακινείται, υπερσυναισθηματικοποιείται, μεταφέρει τις εντάσεις του, τις κάθετες πτώσεις του, τον τρόμο του για το ανεξαγόραστο του χρόνου και τις άμεσες διαπιστώσεις του για τις ανθρώπινες αδυναμίες (για πρώτη φορά) ορισμένων μαχητών του κινήματος, που κάτω από τον φόρτο των συνθηκών της εξορίας άφησαν, εμπράκτως μάλιστα, να διαφανούν. Το δραματικό στοιχείο εδώ είναι δοσμένο με έναν τρόπο, οπωσδήποτε, άγρια τραγικό άλλοτε και άλλοτε με μια χαμηλόφωνη, λεπτή ειρωνεία και σαρκασμό.

Έτσι, μέσα σε αυτή τη, με τα διαρκώς συγκρουόμενα στοιχεία της, μόνωση, ο Αλεξάνδρου ανακαλύπτει νέες προσωπικές διόδους. Η λατρευτική του αγάπη απέναντι στην τραγική μορφή, αλλά και απέναντι στην ποίηση του Μαγιακόφσκι, από την οποία θα αρδεύσει, για να αφομοιώσει σε ολόκληρη τη συλλογή του, με εξαιρετική επιτυχία, την πληθωρικότητά της και την ορμή της, προσφέρεται με τον καλύτερο τρόπο για κάτι τέτοιο. Γεγονός που αντικατοπτρίζεται, άλλωστε, στο επίσης σημαντικό ποίημα που φέρει τον τίτλο «Αλεξανδροστρόϊ», όπου ο σαρκασμός, το παράπονο, η πίκρα, η μνήμη, η ελπίδα, τα τραύματα που προκάλεσε η παγίωση της επανάστασης σε καθεστώς και η συνειδητοποίηση της αδυναμίας του χαρακτήρα του να συνυπάρξει με τη μοναδικότητά του μέσα στην «ομάδα» (αφετηρία γεγονότος που τόσο στοίχισε σ’ αυτόν στην όλη πορεία της ζωής του), δημιουργούν, πράγματι, ένα εφιαλτικό πλέγμα:

(…) Μες στην ομάδα είμουν
άχρηστος πάντα
σαν ένα σαν.
Μες στην ομάδα είμουν
ύποπτος πάντα
σαν την αλήθεια. (…)

Στο ποίημα, πάντως που, περισσότερο από όλα αυτά καταγράφεται η τέλεια ερήμωση και αυτό το (προαναφερθέν) ανεξαγόραστο του χρόνου, γεγονός που, όπως επίσης προαναφέραμε, κατέτρυχε βασανιστικά, μέσα από την αγχώδη γραφή του τον Αλεξάνδρου, είναι αυτό που φέρει τον τίτλο «Επιστροφή».

Η Άγονος γραμμή, θα μπορούσα να πω ότι αποτελούσε για τον Αλεξάνδρου τη δίοδο, από την οποία θα περνούσε, από τον δρόμο των ιδεολογικών αμφιβολιών στη λεωφόρο της ανοιχτής διάστασης, γεγονός που χαρακτήρισε την τρίτη συλλογή του. Γι’ αυτό και το πάθος του, στην προκειμένη περίπτωση, είναι οπωσδήποτε πιο χαλαρό και λιγότερο έντονο. Αυτός πια, κατασταλαγμένος, δεν βάλλει αμυνόμενος με την ορμή του παρελθόντος, αλλά εκ του ασφαλούς, έχοντας βρει το προσωπικό του κρησφύγετο• γεγονός, άλλωστε, που περιορίζει και την ποίησή του, μακριά από τις γνωστές της εξάρσεις, να κινείται εντέλει σε περισσότερο «διανοητικές» δημιουργίες. (Η επίδραση του Καβάφη, που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη συλλογή βεβαίως, είναι εμφανής).

Παρόλ’ αυτά, όμως, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι εγκατέλειψε τις προσφιλείς φόρμες της προηγούμενης συλλογής του, προκειμένου να εκφράσει, για άλλη μια φορά, την τραγικότητά του. Ούτε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αυτό το κακό συναίσθημα του ανεξαγόραστου του χρόνου τον εγκατέλειψε, απαλύνοντας έτσι την ένταση της εφιαλτικής σφαίρας, μέσα στην οποία κατά το παρελθόν τον εγκλώβιζε. Ούτε, ακόμα, ότι αυτή η φρικτή αίσθηση του «ναυαγίου» και της απόλυτης μοναξιάς, μέσα σε ένα παιχνίδι σχεδόν άκυρο, τον άφησε να αναπαυθεί. Ούτε ότι οι εξάρσεις του, άλλωστε, έλειψαν, αλλά ούτε και οι μεταπτώσεις του και οι ταλαντώσεις.

Ακόμα, μια και είμαστε στην τελευταία και δεν έπεται άλλη συλλογή, οφείλω να αναφέρω ότι στη συντριπτική πλειοψηφία (ιδιαίτερα στη δεύτερη και στην τρίτη), αυτός, διαμαρτυρόμενος, δεν αναφέρεται παρά μόνο στη μητρόπολη της επανάστασης, στη Σοβιετική Ένωση («Κόκκινη Πλατεία» κ.λπ.). Και τα πρόσωπα ακόμα που επιλέγει για να διαλεχθεί μαζί τους ή για να παίξουν κάποιον σημαντικό ρόλο στο δράμα του, από τον ίδιο χώρο επίσης είναι επιλεγμένα.

Από τα ποιήματα, πάντως, της καβαφικής τεχνοτροπίας, εκείνο που πιστεύω ότι θα έπρεπε περισσότερο από κάθε άλλο να σημειώναμε, αν οπωσδήποτε μας το ζητούσαν, είναι το «Φλάβιος Μάρκος εις εαυτόν». Και από εκείνα που θα επιλέγαμε επίσης, αν οπωσδήποτε μας το ζητούσαν, προκειμένου να παρουσιάσουμε συμπυκνωμένα τα κυριότερα συμπεράσματα που συνάγονται από την πορεία τού απελπιστικά μονήρους αυτού ανθρώπου, συνδυάζοντας ταυτοχρόνως και την αισθητική τελείωση, δεν θα ήταν άλλο από το ποίημα που φέρει τον τίτλο «Η αναμμένη λάμπα».

Ο Άρης Αλεξάνδρου, θα ισχυριζόμουν τελειώνοντας, υπήρξε (όπως υποστήριξα και στον τίτλο του παρόντος σημειώματος), ο ποιητής εκείνος που περισσότερο ίσως από όλους τους άλλους της γενιάς του, προκειμένου να υπηρετήσει με αξιοπρέπεια την ελευθεροφροσύνη αλλά και τη μοναδικότητα του ατόμου, στη βασανισμένη του ψυχή, υπέστη τη βαρύτερη τιμωρία: την πλέον αποτρόπαιη απομόνωση• και η ποίησή του, θα τόνιζα πως ήταν μοναδική στο είδος της, αν λίγα χρόνια αργότερα δεν αποκτούσε και τον αντίποδά της, που έμελλε ουσιαστικά για πάντα να την υπονομεύσει: Το μνημειώδες εκείνο μυθιστόρημά του, το Κιβώτιο.