Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Γιάννης Σκαρίμπας-καϋμοί στο γρυπονήσι


Γιάννης Σκαρίμπας ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

καϋμοί στο γρυπονήσι


ΤΡΑΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΙΩΤΙΚΗ
Πάντα πικραμένος συλλογιόταν στο κατώφλι και πάντ” αποσταμένος ο δόλιος: Σκυλοζωή η μαγκούφα.
Δούλευε μεροδούλι στην τράτα· μεροδούλι λέει; μερτικό κι αν σ” αρέσει. Και νάναι σαν ψες, σαν πάσα μέρα. Κάθε πέρσι και καλύτερα. Εφτά καλάδες απ” τη νύχτα, τριάντα δυό οκάδες μαρίδα κι άλλες εξήμισυ καθαρά, αυτά ούλα-ούλα. Αναψαριά και των γονέων· ενιά νομάτοι αυτοί ένα μερτικό, κ” ένα ο καπετάνιος με την τράτα, μιάμισυ οκά μαρίδα ο πάσα ένας κι όξω από την πόρτα.
Άντε τώρα βρες να την πουλήσεις· πέντ” εξ δραμές η οκά κι ο κόσμος ούλος· πέντ” εξ δραμές και μιά τηγανιά για το κονάκι· ούτε τον καπνό και το καρβέλι.
Άντε ζήσε. Δουλεύεις τα παραγάδια σου, τα ίδια· ούτε το δόλωμα δε βγαίνει. Ρίχτα ούλη νύχτα κι άμε μπονώρα να τα σηκώσεις για να πάρεις τα σχαρίκια· ούλο χάνοι και σαλιάρες· πού και πού κάνα καθερό κάνα λιθρίνι.
Θες και δυο οκάδες καλαμάρι να δολώσεις τρακόσα αγκίστρια· και πού να τάβρεις· πάς στην τράτα περικαλώντας. Χασομεράς μισή μέρα στους γιαλούς· αν βγάλουνε κανένα κι αν στο δώσουν. Τα καπαρώνουν γλέπεις οι δασκάλοι για ελόγου τους· προ πάντων κείνος ο κυρ-Βίκος, ο ληξίαρχος, που ξεκαλοκαιρεύει φαμελικώς του στην Αλέτρια. Τρελλαίνεται λέει για δαύτα· σου λέει αν θες και πώς γίνονται. Θες τηγανιτά, θες με σπανάκι, θες πιλάφι· όπως θες, όπως η ψυχούλα σου αγαπάει. Μηδά κοιτάει κανείς τη φτώχεια σου· ας είν” καλά ο καπτ” Αλέκος ο πλεονέχτης· προτιμάει να τα δίνει στους δασκάλους για τη γούλη, πέρι σ” εμένα για δουλειά, για το ψωμάκι.
Ας είν” καλά πόχει την τράτα μου και τη χαίρεται· και τί τράτα! Κουλουριώτικη! Αχ! τέτοιο σκαρί, τέτοια τράτα…
Σα νάχει τη γυναίκα σου στην αγκαλιά του άλλος…

*
*  *

Βαθιά πικραμένος τα σκεφτόταν.
Είχε και δίκιο ο δόλιος.
Φουκαράς, φτωχαδάκι, τον είχε παρ” η κάτω βόλτα.
Ψαράς, χταποδάς και τρατάρης, κι αργάτης ακόμα κι οξωμάχος· όπως λάχαινε, όπως ερχόταν.
Κυνηγός του καρβελιού και του μπακέτου, όπου νάταν βρισκούμενο, στο γιαλό, στη στεριά, ή του πελάου. Χρόνια “χε να κοιμηθεί με “κοσπεντάρικο στην τσέπη.
Με μιά σαπόβαρκα παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι. Δύσκολο πράμα όμως. Το χειμώνα λιοτρουβιάρης ούλη νύχτα και τη μέρα δούλευε το παραγάδι· και σαν έπιανε ο Απρίλης, ξανά πάλε στην τράτα. Στην ίδια κείνη πούταν αυτός αφεντικό και καπτάνιος της, πούταν αυτός ψυχή και καύχημα της και που τώρα τού τη χαίρονταν ο οχτρός του.
Πεντάμορφη σκλάβα χριστιανή αυτή, σ” αφέντη Τούρκο. Σκλάβος κι αυτός ο έρμος… αδερφός της.
Άχ! τύχη κακιά, μαγκούφα… Σβάρνα τον είχαν πάρει η φτώχεια και τα χρόνια… Άσπρισαν τα μαλλιά του και καμπούριασε… Να του σβαρνάν αρχίσαν και τα πόδια.
Πικρά τα συλλογιόταν ούλα.
Τον κατάλυσαν τα βάσανα και το μεράκι.
Κακομοίρη, ταπεινό τον είχε κάμει η φτώχεια. Ψωμί και δάχτυλο κι αυτός κ” η δόλια η γριά του.

*
*  *
Μ” όλα ταύτα δεν ήταν έτσι.
Όταν παντρεύτηκε, δω και εικοσιπέντε χρόνια, –σαν ψες το θυμόταν– ήταν ούλος λεβεντιά και ούλος νιάτα· είχε τη μέση δαχτυλίδι και την πορπατησιά περήφανη και κορδωμένη. Πολύτιμη αντίκα –κειμήλιο του μακαρίτη του πατέρα του– άστραφτε στο μικρό δαχτυλάκι τού ζερβού χεριού του, κι ολόχρυσο ρολόι δούλευε πάντα στο τσεπάκι του γελέκου του. Μίλαγαν τα κοστούμια του και οι μπότες του έτριζαν πάντα.
Τέτοιον, γιομάτον λεβεντιά κι αρχοντικό αέρα, τον δέχτηκε γαμπρό στο πλάι της –κούκλα κι αυτή και καλομοίρα– η Βιελέττα, η γυναικούλα του.
Νά εκεί μέσα –στην κρεβατοκάμαρη– πάνω απ” το κρεβάτι τους, μέσ” σε κάρυνη κορνίζα, ήταν το κάδρο του. Δέκα μερών γαμπρός με την κυρά του.
Άχ, τί χρόνια χρυσά κ” ευτυχισμένα. Τί σαρανταφτερουγούσα ήταν κ” η τράτα του –καύχημα των γιαλών και του κυμάτου…
Πόσες φορές τώρα βουβός αψήλωνε πάνω στο κάδρο τη ματιά του.
Ένα τραπεζάκι με γλάστρα ήταν στο πλάι κι αυτός στο κάθισμα, με ρούχα γαμπριάτικα και με έως τα γόνατα λαδιές μπότες τριζάτες απ” την πόλη.
Άστραφτε η νιόφορη βέρα στο χέρι του –από εγγλέζικη λίρα– και τα χρυσά μπιχλιμπίδια της καδένας στο γελέκο του.
Όμοια κι αυτή, η Βιελέττα του, ολάσπρη και πασίχαρη, στέκονταν στο πλάι του· γοργόνα. Το χέρι της, ακουμπισμένο πα στον ώμο του, τού φαίνονταν πως ακόμα το αιστάνονταν κει πάνω.
Άχ ! τί χρόνια χρυσά κ” ευτυχισμένα !
Μοσκοβόλαε το σπιτάκι τους απ” το μαγέρεμα κι άστραφταν τα μάτια της Βιελέττας του σαν απόμεναν οι δυό τους. Φίλοι, μουσαφιραίοι ποτές δεν του απόλειπαν, πότε ο κουνιάδος του, πότε ο πεθερός του, πότε τα ξαδέρφια. Καλόκαρδη και προκομένη τούς έφερνε όλους βόλτα η Βιελέττα του. Καμάρωνε και δαύτος μέσα του, φούσκωνε η καρδιά του από έρωτα. Μαγνήτη είχ” η ματιά της και τον έλκυζε, μαγνήτη είχε το σπίτι και τον ετράβα.
Άχ! πούναι κείνα τα χρόνια τα χρυσά, τα βλογημένα. Είχε και τη Φλώρα του, την τράτα, που την πούλησε για τον ανεπρόκοφτον υγιό του. Τώρα την είχε ο οχτρός του και την χαίρονταν.
Άχ! τί τράτα ήταν εκείνη, τί θαλασσοπούλα γλυκοθώρητη, τί δωδεκαποδαρούσα των γιαλώνε;… Σκαρί κουλουριώτικο ήταν η Φλώρα του, μπακίρι μοναχό “ταν το καρφί της.
Ο Μεγαλέξαντρος ο Μακεδόνας ήταν στην πλώρη της σκαλιστός, με το χρυσό κοντάρι του στη χέρα.
Σπαθάτη ήταν μπρος-πίσω· σπαθάτη, γοργοτάξιδη, σαΐτα. Ομόρφαιν” ο γιαλός από τα νιάτα της, μάγια “χαν τ” άρματά της και τα δίχτυα.
Άχ, ανταγιάντιστος καϋμός τούχε μείνει η Φλώρα του. Μ” οχτώ νομάτους κι αυτός ενιά κι άστα να πάνε… «να γλέπ” ο γιαλός να χαίρεται, να γλέπ” η στεριά να χαιρετάει…». Φτερό κουπί, λεπίδι η πλώρη της· άχ! τύχη μαγκούφα… τί να σου πρωτοθυμηθεί και τί να πρωτοκλάψει.
Κι αυτός ολόρθος πα στην πρύμη της, με τα βρακιά ανασκουμπωμένα και περαστό το διάκι μες στα σκέλια του, να δίνει τις διαταγές του στους σγαρίλιους.
— Μόλα, μόλα, καλό παιδί, μόλα σκοινί και δόστου νάχει.
Κι όταν πάσα βραδάκι –το λιοβασίλεμα– με τη γλυκιά ανάμνηση της Βιελέττας στην καρδιά του, με τη νοστιμάδα των φιλιών της μες στις φλέβες του, έμπαινε στ” απάνεμο λιμανάκι της Αλέτριας, πόσο προαπολαυστικά ατένιζε το ντερσέκι και τα κεραμίδια του σπιτιού του και πόσο γαργαλιστικά του ερέθιζε τους πόθους της καρδιάς του αυτό το οκνό τραγουδάκι των τρατάρηδων:
Έγια μόλα
έγια λέσα
άϊντε όλοι
όλοι μαζί…

*
*  *

Μα τον είχε πάρει η κάτω βόλτα.
Πούλησε και την τράτα του –τί τράτα– κι από κοντά και τα δίχτυα· πούλησε και τ” ολόχρυσο ρολόι κ” έλειωσαν κ” οι φορεσιές του οι έρμες. Δεν ξαναφόρεσε πλιο παραγγελιά παπούτσια, έτσι σαν πρώτα από τελατίνι χρωματιστά, με μύτες, παρά έτοιμα παλιοβακέτα, γόβες πούπλεαν τα καψαρά τα πόδια του μέσα· παν και τα μεταξωτά ζωνάρια του και κείνα, έλειωσε και το κορμάκι του το δόλιο. Μόνο –το κειμήλιο του πατέρα του– η αντίκα τούχε απομείνει απ” την παλιά αρχοντιά του, μα και δαύτη βολεμένη στου σεντουκιού τα κατάβαθα· ντρέπουνταν ο έρμος να την βάλει.
Ας ήταν καλά ο Παμίνος ο υγιός του. Αυτός ο χασομέρης, ο κιαρατάς, ο τζερεμές. Αυτός τον είχε βουλιάξει τον κουρούνη.
Από γρουσουζιά σε γρουσουζιά τον είχε καταντήσει πένη· απ” αυτόνε πούλησε την τράτα (και τί τράτα!) για δαύτον πάει στράφι και το βιό του. Αυτός εστάθη η νίλα του.
Τρίω μηνών στρατιώτης έκαμε το πρώτο του θάμα· πάνω στη θεωρία σκάει δυό φούσκους στα μούτρα του λοχαγού του, γιατί λέει τον έβαλε μιά αγγαρεία στο καζάνι.
Άχ, τύχη μαγκούφα· τρέξε στις Αθήνες, σε υπουργούς, σε βουλευτάδες· για μουσκέτο τον είχαν, αν δεν πρόφτανε· εξ μήνες τον εδίκασε το Στρατοδικείο. Μα τί φελούσε· τότε αποθήκεψε τη Φλώρα του· ας είναι, πέρασε και κείνο.
Ήρτε –που να μην έσωνε– στην Αλέτρια, άλλο θάμα!
Κλέβει ο Πριόβολος τη θυγατέρα του παπά, πάει κι αυτός μαζί του παλληκαράς κι αντάρτης.
Τρεις μήνες φυγόδικος στα όρη, είδε κ” έπαθε να τον γλυτώσει· αθωώθηκε, μα τί το θέλεις· πάει η τράτα του άψαλτη· του την ψωμόφαγαν τα όρνια οι δικαστές κ” οι χωροφύλακοι, τα χαρτιά και το μελάνι.
Κι από κοντά τα ίδια. Τ” είχες Γιάννη, τ” είχα πάντα.
Όπου ντουφεκιές κι αντάρα, όπου καυγάς, όπου μεθύσι, πάντα μπροστά, πρώτος και καλύτερος ο γιος τού Καπταθάνου, ο Παμίνος· του χωριού φόβος και τρόμος είχε γίνει.
Άχ, έρχονται κ” οι εκλογές για βουλευτάδες, άλλο θάμα!
Κάνει μιά ρεμούλα με δυό-τρεις άλλους –όμοιους του– αναποδογυρίζει τις κάλπες των αντίθετων, χύνει τα σφαιρίδια στο σοκάκι… Ο άτιμος ! Μπαΐλντισε ο δόλιος ο πατέρας του· βαρυγκόμισ” η ψυχούλα του· χαΐρ” ο κιαρατάς ας μην έγλεπε· στάχτη και κουρνιαχτός να τούχε γίνει… ας τον έκοβαν… Για μουσκέτο ας τον πααίναν…
Μα για χατήρι της Βιελέττας της μάνας του τί νάκανε; πάει και το ρολόι, πάνε και τα δίχτυα.
Ξανά τρέξε στην Αθήνα και στην πόλη, φίλησε ποδιές κατουρημένες.

*
*  *

Τώρα εκεί “ταν π” ανάθεμα τον.
Νύχτα “μπαινε στο σπίτι και νύχτα “φευγε· κι άλλοτε τους “ρχόταν τα χαράματα και κοιμόταν ούλη μέρα.
Ξεπορτίζοντας πέταγε κάπου-κάπου κάνα διπλό στη μάνα του… «Να πάρε για ταμπάκο, καφοκούτι»… της έκανε. Που στάχτη και κουρνιαχτός να τούχε γίνει του Καπταθάνου. Ούλο με μιά κουμπούρα διμούτσουνη είχε πάντα να κάμει και με μιά κάμα δίκοπη και κείνη· ξυπνός τα είχε πάντα στο ζωνάρι του, πεσμένος στο προσκέφαλο. Είχε και κείνο το μεράκι, τη σαρμόνικα, άλλος –ετούτη– μπελιάς απ” το Μαυρόπουλο, άλλου είδους ταραχή ετούτη πάλι! Μπελιάς των μεσημεριών και των μεσάνυχτων, μπελιάς των ποντικώνε και του κόσμου. Την είχε σπουδάσει στη φυλακή, στα Παραπήγματα –μπρε φυλακή να σου πετύχει!– “Ρχόντας απ” την Αθήνα την κουβάλησε μαζί του στο χωριό, αυτή και την κουμπούρα τη διμούτσουνη· ολοημερίς αντήχαε το καψοκόνακο απ” τους στριγγλιάρικους ήχους της· τα κεραμίδια πάγαιναν να σπάσουν. Εκεί να σ” έχω ν” ακούς και να θαμάζεις· τί θες, τί αποθυμάει η ψυχούλα σου ν” ακούσεις· ούλους τους χαβάδες και τα νούμερα. Θες χασάπικα, θες ζεϊμπέκικα, θες χασικλίδικα, θες αμανέδες.
Το νου τούς είχε ασηκώσει του καψο-Θάνου και της μανούλας του· μήτε να συλλοϊστοϋν μήτε να μιλήσουν δύνονταν οι δόλιοι. Το ίδιο και τις νύχτες· τούτος και κάνα δυό άλλοι όμοιοι του και προκομένοι· ούλο το χωριό κ” οι δρόμοι, τα καλντερίμια κ” η πλατέα, αντήχαε από τους ήχους της ξεφουσάρας του. Έκαναν καντάδες και χτυπούσαν και σιδεράκια για το ίσιο· ολονυχτίς ως τα χαράματα.
Πρόγκαγαν τα πράματα στις μάντρες, ξεφάντωναν τα κότερα μες στα κοτέτσια, ούρλιαζαν οι σκύλοι· άσε τις βρισές και τα βαρυγκόμια πούτρωγαν πίσ” απ” τα παράθυρα, τα κερατηλίκια και τις κατάρες κι όχι σπάνια και καμμιά κανάτα σαπουνάδες μες στα μούτρα. Που στάχτη και κουρνιαχτός να τσ” ούχε γίνει, πόσες φορές τους “ρχόταν μουσκεμένος…

*
*  *

Με τρόπο τον εζύγωνε καμμιά φορά ο Καπταθάνος και πάντα με το καλό και την ορμήνεια.
Σαν τον πετύχαινε στο σπίτι να λαδώνει τη διμούτσουνη ή να ξουρίζεται, του καλανάρχαε πάντα και τα ίδια.
«…Πως κάνει άσκημα να σκοτώνει τον καιρό του έτσι καλοκαθούμενος· πως έπρεπε να στρώσει ν” απαγκάει κι αυτός το καρβέλι του σπιτιού που λίμαξε για το ψωμάκι, πως αργά θα συλλοϊστεί τα λόγια του πατέρα και της μάνας του· πως γδύθηκαν κι αρρώστησαν απ” την αναφαγιά και την ξεραΐλα, πως οι φίλοι του, αυτοί οι σγαρίληδες, θα τον έπαιρναν στο φινάλε στο λαιμό τους· πως μόνο αυτόνε, τον υγιό του Καπταθάνου και της Βιελέττας, έδειχναν στο χωριό με το δάχτυλο και τον απόφευγε ο κόσμος· να πάψει πλιο να νυχτοπορπατεί και να νταΐζει· πως είχε γίνει βάσανο του κόσμου και πως έτσι θα τον ξάπλωναν καμμιά νύχτα και θα πάγαινε σαν σκυλί στον τράφο· πως αυτός κ” η καψομάνα θ” απόθαιναν από το σικλέτι το δικό του…».
Αυτός αφουγκραζόταν –ξακολουθώντας τη δουλειά του– χωρίς να βγάνει τσούτα.
Ήταν αυτό ένα καλό που είχε· σεβόταν πάντα τον πατέρα του μπροστά του.
Κι ο Καπταθάνος εξακολούθαε τα ίδια.
«…Δυό άντρες αυτοί έπρεπε να πορπατούν και να θαμάζουν. Μοναστήρι έπρεπε νάταν το σπίτι τους· κερα-καπτάνισσα έπρεπε να λέγαν τη μάνα του την καψαρή, που την κατάλυσαν τα βάσανα κ” οι φτώχειες. Καπτάνιος ήταν αυτός κ” έγινε τρατάρης για ελόγου του· άλλος έχει την τράτα (και τί τράτα!), τη Φλώρα τους, και χαίρεται τα κάλλη της και τ” αγαθά της· άχ, αυτό το σαράκι θα τον έτρωγε. Άχ τέτοιο σκαρί… τέτοια τράτα…».
Έτσι σιγά σιγά κι αθέλητα έφερνε την κουβέντα πάντα στα ίδια και στα ίδια.
«…Τί κάθεσαι μωρέ κι ολονυχτάς στα σοκάκια με μιά ξεφουσάρα φυσαρμόνικα; οι καλές κοπέλλες δεν ξιππάζουνται από κουμπούρες και ρεμπέτες· ούλου του κόσμου τα παιδαρέλια ξεπετάχτηκαν παλληκαράκια σεμνά και φρόνιμα κι ούλο τις καλύτερες κοπέλλες καπαρώνουν και παντρεύονται· πούσαι συ μωρέ κ” η προκοπή σου; ποιός γυρίζει να κοιτάξει το κονάκι μας; ε;
» Αν ήθε είχες συ προκοπή και χαΐρι, θάχα κ” εγώ άλλον αέρα στον κόσμο τούτο. Θάμουν κ” εγώ ο έρμος πάλι καπετάνιος· την καλύτερη νύφη θάχαμε σπίτι μας και την πρώτη τράτα στο λιμάνι· ναί, μωρέ Τούρκο, νύφη αρχόντισσα και τράτα κουλουριώτικη…
» Αχ, τί κακό που μούχεις καμωμένο· κρίμα στα νιάτα σου και στη λεβεντιά σου… κρίμα στην εξυπνάδα σου…
» Ο γιος της Σουράβλως με τ” όνομα, παντρολογιέται με τιμή και με δόξα· ποιός; αυτό το θρασίμι.
» Έκαμε προκοπή όμως κ” έλαβ” αξία· παν κ” έρχονται οι συμπεθεριές στης θειάς Σουράβλως· τώρα λεν και για τη θυγατέρα του Τουρκόγιαννου· τόχει πάρει κι αυτός απάνω του και μετράει και λογαριάζει· θα πάρει τράτα λέει τρικούβερτη. Σα γίνει στην Τουρκογιαννοπούλα και βέβαια θα την πάρει· ας είν” καλά η προίκα.
» Άντε τότε να πάμε κ” οι δυό μας να τραβήξουμε τον κρόκο στην τράτα του, για μιά κουραμάνα πάσα μέρα και μιά τσανάκα μπάσταρδα βραστόψαρα…».
Μόνο σαν έφτανε στο σημείο τούτο της γκρίνιας του ο Καπταθάνος αντίκρυζε πάντα το βλοσυρό βλέμμα του γιου του κι άκουγε και τη φωνή του :
«…Ξέρεις καλά πως η Σταυρούλα του Τουρκόγιαννου δεν τόνε θέλει μήτε να τον ιδεί μήτε να τον ακούσει. Τότε γιατί κάθεσαι και χολοσκάς καλά καθώντας; …».
Και χαμηλώνοντας απότομα τη φωνή του –πούπαιρνε έτσι μιά συρτή βραχνάδα– εξακολούθαε σφίγγοντας τα δόντια του και το κοντάκι της διμούτσουνης:
«… Καλά θα κάνει το τσογλάνι να μην πολυμελετάει τη θυγατέρα του Τουρκόγιαννη. Ποιόνε θα πάρει αυτή, θα το ιδεί κι αυτός κι ο κόσμος ούλος…».
Τότε ο Καπταθάνος σώπαινε· η γλώσσα του έπαυε να λαλεί και να λέει· κοίταε μόνο σιωπηλός, χλιβερός και βαθυστόχαστος. Μέσα του όμως ένας νοερός λογοχείμαρρος –τρυφερός τούτος, στοργικός, γλυκοείπωτος– του ρέθιζε ηδονικά το νευρικό του σύστημα, το αποσκληρωμένο, το χοντρό, το δυσερέθιστο.
Δεν ένιωθε καλά τ” ήταν εκείνο που τον έπνιγε. Μόνο τουρχόταν, έτσι, μιά διάθεση, σα νάθελε ν” αρπάξει τον γιο του, να τον σφίξει στην αγκαλιά του, να τον φιλήσει· δεν τόκανε ποτές του όμως· συγκρατιόνταν κ” έφευγε· έφευγε σκυφτός, βαριός, μερακωμένος· όξω στο δρόμο έπαιρνε το μονοπάτι· ήταν ένας δρομάκος φιδωτός, αλαφροπατημένος, δυσδιάκριτος, που φιδοσέρνονταν σύρριζα από κάτι μάντρες και από φράχτες.
Πήγαινε κατ” ευθείαν ήξερε πού πήγαινε· ήταν βέβαιος. Βάδιζε αργά, σκεφτικά, ίσα για του Χιώτη την ταβέρνα. Εκεί χωνότουν μέσα γοργά και κάθουνταν σε μιά απ” τις πάντα μισοσκότεινες άκρες της· ανάπνεε λαίμαργα τη βαριά της ατμόσφαιρα που πεντεβόλαε απ” την ξυνίλα του κρασιού και της μάκας.
Κι άρχιζε να πίνει με δίψα· έπινε όσα λεφτά είχε, έπινε βερεσέ, έπινε και τα βιδάνια.
Κι όταν –τα γλυκά σουρουπώματα– όλα γινόσαν ωραία, χαρωπά και χαρισάμενα, ασηκωνότουν κι αυτός για το κονάκι.
Μιαν αγάπη βαθιά, πλατιά, απέραντη ήταν κείνη που ένιωθε στα στήθια του για ούλα τα πράματα, για τους ανθρώπους, για τα δέντρα, για τις πέτρες…
Τράβαγε στρεκλώντας, μονολογώντας (κι όπα!) στέκονταν. Μονολογούσε αγάλι, στοχαστικά μπερδεμένα.
Πασίχαρη, γαλιάντρα η γλώσσα του, άλεθε λόγια πολλά και τα στερνά λόγια τού γιου του τού Παμίνου.
Αυτά πάντ” ανάδευαν μέσα του, πάντα δούλευαν σα σφύρες κάτου απ” τους διαλογισμούς του και τις έγνοιες, πίσω απ” τις ολπίδες του μυαλού του… Πλατιά χαρά ένιωθε μέσα του.
«… ποιός θα πάρει τη Σταυρούλα, θα το μάθει κι αυτός κι ο κόσμος ούλος…».
«… Κι ο κόσμος ούλος!…» έκανε έπειτα φωναχτά και προχωρούσε… Θεέ μου πώς πορπάταε· αλλού πάταγε, αλλού βρισκόταν. Μονολογούσε, χειρονόμαε.
Αντίκρυα στο λιμάνι –εκεί– στέκονταν.
Ήταν εκεί πάντα η Φλώρα του, η τράτα (και τί τράτα!), σκλάβα παντοτινή.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Σκαρίμπας-Εαυτούληδες

Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984), Εαυτούληδες




ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ
ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ
Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη.
Ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
Και με ήβραν – χωρίς κανέν’ να μου λείπει-
Τα λάθη.
Κι ως τα γνώρισα όλα μου γύρω – μπραμ-πάφες
Όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
-ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, οι γκάφες
μου όλες.
Α!… τι θίασος λίγον τι από αλήτες
Μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους
Έτσι ως έμοιαζαν – με πρισμένες τις μύτες-
Παλιάτσους.
Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη β έ ρ γ α
Μπρος σε τρίποδα με κ ά ν τα α μυστήρια,
Όπου γράφονταν τα’ αποτυχημένα μου έργα
- εμβατήρια!
Α!… τι έμπνευση!… Μαιτρ του φάλτσου γω πάντα,
Με τη βέργα μου τώρα ψηλά –λέω- με τρόμους
Να, με δαύτη μου να παρελάσω την μπάντα
Στους δρόμους.
Κι ως πισώκολα θα παγαίνω πατώντας
Μεσ’ σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
Οι παλιάτσοι μου – στον αέρα πηδώντας-
Τα θούρια…
Το εισιτήριο
ΝΑΝΑΙ σαν νάμουν έτοιμος. Και νάναι
Σαν νάχω χάσει το εισιτήριο. Οι κάβοι
Ν’ αφροκοπάν, κι οι αφροί να το κουνάνε
Μεσ’ στους καπνούς του –όρνιο- ένα καράβι.
Κι εγώ να ψάχνουμαι εδωχάμω. Και όλο- όλο
…το … ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ να λέω σύντρόφοι ωραίοι!…
και να μην έρχεται μια βάρκα έως το μώλο
να μην φαινώνται πουθενά οι β αρκαρέοι…
Οι βαρκαρέοι!… Το εισιτήριο!.. Να τρέμει
- ζαγάρι εντός μου- η Χαλκίδα και τα όρη.
Κι εκεί να τόχουν συνεπάρει οι ανέμοι
Μετέωρο – μες τστις αχλές του- το βαπόρι…
Ω διάολε!… όλα νάχουν χαθεί και νάχουν πάει
Κι οι άνθρωποι δραπετεύσει από τους τόπους
Κι αυτό το πλοίο να τραβάει και να τραβάει
Χωρίς μηχανικούς, χωρίς ανθρώπους…
Και χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο. Και όλο
Να χλιμιντράει στο χάος. Κι ως θα κλαιω
- κι όλας να ψάχνουμαι, να ψάχνουμαι στο μώλο
και όλο για κείνο το εισιτήριο να λεω…
το καράβι
ΕΙΠΕ μου, αγάπη μου, για ένα καράβι
Θολό που ολομόναχο πάει.
Χρυσά, για ‘να πλοίο, τα φώτα που ανάβει
Στα χάη…
Γι’ αυτό μόνον, ‘Πε μου και για –που να βγαίνει-
Μια Σελήνη θεόρατη, είπε μου
- κι αυτό να τραβάει, να τραβάει, να πηγαίνει
Θεέ μου!
Και ύστερα άρχίσε ( τα σκότη ως θα ζώνουν)
Να μου λες, να μου λες – καθώς πρώτα-
Για κείνα που άναψε –χρυσά – να μαργώνουν
Τα φώτα
Αγάπη μου, αγάπη μου, το πλοίο με πλώρη
Θολή κι η θεόρατη εκείνη
- φωτιά π’ ανεβαίνει απ’ τα δάση απ’ τα όρη-
η Σελήνη.
Και σώπασε πάλι και πάλι άρχισέ μου
Το καράβι, να μου λες, αν το ζώνει
Ακόμα η νύχτα, ακόμα αν – Θεέ μου ! -
Μαργώνει.
Και ύστερα μείνε –κι εγώ- σ’ ένα δρόμο
Και –τι όνειρο στο σβήσε και στ’ άψε!-
Το κεφάλι ακουμπώντας –ολόρθη- στον ώμο
Μου κλάψε…
Το βαλς χωρίς ντάμα
ΩΡΑΙΑ διασκεδάσαμε, κυρία, στο σπίτι
(συνέχεια στης νύχτας τα’ αμίλητα μάκρη)
με τουτ’ τη λίγον τι βαμμένη μου μύτη
στην άκρη
Εγώ, μπρος στο φίνο σου χαμογέλιο
Κι εσύ μπρος σ’ αυτό το άναυδο φρύδι,
Περίεργο επαίξαμε – οι δυο μας- και τέλειο
Παιγνίδι.
Στα μούτρα μου απόμεινε ύστερα χρώμα
Βαθύ ροζ απ’ τα χείλη σου, Μα εμένα, Κυρία
Σε κυττάνε ακίνητο το μπλάβο μου όμμα
Και κρύα..
Ω νάχα κι εγώ μεσ’ στο στήθος καρδίτσα
(και όχι, για να κρούω τις φούχτες, μια σούστα)
αχ πως θα στην έπιανα καρφίτσα- καρφίτσα
τη φούστα.
Και πως, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα
Ωραία θα στάφιαχνα –με κόπτσες και τέλια-
Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα
Μου τέλεια.
Μα εγώ στης πνοής σου για να φτάσω το μύρο,
Των ποδιών μου πατώ – στο κενό – στις μυτίτσες
Και αχ στην κλωστή μου πόσες φέρνω τριγύρω
Βολτίτσες.
Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες
- με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλεια
στον αέρα να φέρνω, και νάχω παλάμες
δυο ζύλια..
Ο σταθμάρχης
ΘΟΛΩΝΕ το βράδυ και το τραίνο είχ’ έμβει
Στον ερημικό σταθμό βαρύ και ατόφιο
Λες το’ χε τυρλίξει σ’ άχνά πέπλα η ρέμβη
Έτσι ως ξάφνου στάθκε ακίνητο και ψόφιο.
Σήμανε η καμπάνα κι έτριξαν οι θύρες,
Ούρλιάξε ‘να σφύριγμα και αυτό εκινήθη
Πλάι σε μια παράτα αγερώχες φιλύρες
Που κώπηλατούσαν –λές στητές- στη λήθη.
Λίγο ακόμα κι όργιο – αρθρωτή γουστέρα-
Θάφευγε ως είχ’ έρθει μες των ατμών τολύπη
Κι εγώ πάλι μόνος στη θλιμμένη εσπέρα
Με συντρόφισσά μου, θάμενα, τη λύπη.
………………………………………………..
Άξαφνα ως γλυστρούσε – σ’ ένα παραθύρι
Ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει
Μια σειρά άσπρα δόντια , δυο μάτια σαπφείροι
Μούστειλαν – φίλημα στα χάη!
Έμενα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
Του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα^
Κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στράτι- ωτικό στη νύχτα…
Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια , μάτι
Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
Έδωσα σινιάλο – το κ α θ ή κ ο ν_ για τη
Διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…
Ο καμπούρης
Θα της άρεζα φαίνεται και με είχε πάρει
Για τις ιδέες μου που έχω, τις μπρούσκες
Έτσι με των γλουτών μου (ως είμαι) τις φούσκες
Ζευγάρι.
Μα εγώ πιάστηκα στου έρωτά της την πιάκα
Με τα (έως τα γόνατα κοντά μου) παντζάκια,
Και – αχ- για δαύτη μου, πόσα πίνω φαρμάκια
Τη μπάκα.
Του κάκου μεσ’ στ’ άλλα μου της τσέπης τουμλέκια
Είχα εγώ –να τα βλέπει- σουγιά και σφυρίχτρα,
Η φωνή μου (σαρμόνικα) ηχούσε – η μπήχτρα-
Γυναικεία!
Το λοιπόν; Να, τούτης μου κακώχω της μούρης
Της σπανής να μπορώ να αγαπώ χωρίς γένια,
Και με γάμπες γυμνές να είμαι – μ’ ευγένεια-
Καμπούρης…
Ωωω… τα’ άνθη τα’ αγκάθια, όλα έρχονται στη φύση
Κι όλα φεύγουν στην ώρα τους. ( Την τύχη τους νάχα…)
Εγώ τι; Στη ζωή, έχω βιαστεί νάρθω τάχα
Ή αργήσει;
Το πλοίο
(ο τιτανικός)
ΕΚΕΙ, προς τις γραμμές του Νότιου απείρου
Περήφανο ως λικνίζοντας το πλοίο
Με δύο γλαρά φουγάρα και ονείρου
Φώτα χρυσά – η Κυρία μ’ ένα βιβλίο,
Στο χέρι εμελαγχολεί… τι θεία ώρα
Στα βαλς που η σάλα αντηχεί κι είχεν έβγει
Μισή φωτιά η σελήνη!… και τι φιόρα
Οι έξωμες μηλαίδες και τα ζεύγη.
Που ωραία στροβιλίζονταν. Η μπάντα
Που ανύποπτους σε μέθη αιθέρια εώρει!
Και η Κυρία –ωωω! … που εκράτει πάντα
Εκείνο το βιβλίο… το βαπόρι
Στο πέλαο που αγάλι έκανε κ ρ ά τα ε ι…
Ω η Κυρία, η Κυρία αυτή η μοιραία
Με πάντα το βιβλίο - ΄τώρα – ω νάτη-
Κρυφά το σκα απ’ την πόρτα κι ειν’ ωραία.
Μα ωχρή… Ενώ το πλοίο πλέει( ή δεν πλέει;)
το πλοίαρχο κρατεί κι αχνή και κρύα:
«Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα…» του λέει.
- Μα βέβαια, βυθιζόμεθα Κύρια!…
Η μικρή κυρία
ΜΙΚΡΗ και κιτρίνη κοιμάσαι και μοναχός μου
Σε συλλογίζομαι… Τα βλέφαρά σου σκέφτομαι –ωίμενα
Και ένα καράβι μαζί που ρίχναμε γιαλό, και –φως μου-
Εσένα , εσένα
Και την ποδίτσα σου, το πρόσωπό σου σαν φωτάκι
Λιανού κεριού τότε αναπήδαε χρυσό και να σου,
Τα χέρια που έκρουες: - Α! το καράβι, το καραβάκι
Τα βλέφαρα σου!…
Ναι, κίτρινή μου! Νεκρή δεν είσαι, και είναι Σα νάσαι^
Κι άναστρη νύχτα είναι τα μαλλιά σου- αχ το καράβι!
Και το φουστάνι σου- μ’ ώρια μια κούδα – εσύ κοιμάσαι
Κι η νύχτα ράβει..
Και το μποτίνι σου – ψηλό τακούνι- τα χέρια κρίνοι
(κρίνοι, ή μην έτοιμα ν αποδημήσουνε πουλιά του ανέμου;)
στο μαξιλάρι σου προφίλ η όψη σου – νέα σελήνη-
Θεέ μου, Θεέ μου,
και Κύριέ μου! Κίτρινη κι άγγιαχτη, μικρή και κρύα
με μια στο μέτωπο ρόδα απ’ τις μπούκλές σου σκέρτσο να κάνει,
με τα μποτίνια σου – μεγάλη κιόλας!- Σα μια Κυρία
που θα πεθάνει…
Το ρομπότ
ΛΟΙΠΟΝ ωραία! Εφτάσαμε, ποιος ξέρει από τι κήπους
Ξένα πουλιά γης άγνωστης – Πρώσσοι εδώ ατενείς-
Και είμαστ’ εδώ (στης χάλκινης καρδιάς μας μπρος τους χτύπους)
Μ’ άγνωστο εντός μας γύρισμα και ρόγχο μηχανής
Κι ήταν ωραία – πρώτο φτερό- άκρη, άκρη τα’ ακρωτηρίου
Της χίμαιρας ως στάθκαμε με πόζες και ρυθμούς
Με στήθος κούφιο, ακούοντας εντός μας του μυστήριου
Τη ρόδα, πόθους να γυρνά , γρανάζια και αριθμούς
Πρώτο φτερό – τι πήδημα ! – Παράδεισος που εχάθη
Η πρώτη ανυπαρξία μας (αργά τάχα ή νωρίς;)
Κι είμαστ’ –α- χα! – απ’ το υλικό ( να ζούμε χωρίς λάθη)
Πούν’ – με σοφία- οι ηλίθιοι και οι σοφοί ν’ χωρίς…
Λειψοί ή περίσσοι; Αίνιγμα! Μυστήριο γύρω οι τόποι
Και ο σπαραγμός της μύτης μας μοιάζει άνθος του ουρανού
- Δε φτάσαμε ή περάσαμε – κι εμείς – νάμαστ’ ανθρώποι;
Δώθες τάχα σταθήκαμε ή πέρα από το νου;
Τρελός;
ΕΙΜΑΙ –το ξέρω- λογικός. Ω δεν μιλάω.
Σαν λάμψει η μέρα σβω το φως μου.
Αν ιδώ ένα φύλλο πούπεσε – εντός μου
Λεω: είδα ένα φύλλο πούπεσε και… πάω/
Τόσο πολύ! Προσέχω. Τα’ όντι
Δεν έχω αντίρρηση καμιά. Χαρά μου
Νάναι τα δυο διπλό σε ένα . νοερά μου:
Πως είναι στόγγυλοι – επιμένω- οι οριζόντοι
Τρελός εγώ; Αστείο! Και στίχους
Φιάχνω, και πάω πατώντας^ ούτε λόγος
Ότι όπως στρίβει ο δρόμος, αναλόγως
Στρίβω να μη σκουντάψω πια στους στίχους
Λοιπόν δεν είμαι. Ωραία. Το ψέμα
Μισώ. Τώρα εννοώ γιατί η καρδιά μου
Έκανε τίκι- τακ για κείνηνα – στοχιά μου:
Για να κυκλοφοράει μου το αίμα!
Πέθανε: πως την έλεγαν ξεχνάω…
- χάθηκε μαζί της η χαρά, το φως μου-
και είμαι τόσο λογικός που εντός μου
λεω: είδα ένα φύλλο πούπεσε –και πάω…
το πορτραίτο της Ελίζε Μαίηλυ
ΔΕ θάχες βέβαια μού δραπετεύσει – μόνος να μένω-
Αν σούχ’ ανάστημα δώσει – στο πλάνο μου- πόδι και πάτι
Αν δεν σε σκέδιαζα μ’ όξω τη γλώσσα μου και με κλεισμένο
Τόνα μου μάτι…
Πρώτα να κλείδωνα και στα παράθυρα νάβανα εμπόδια
Και απέ τα χείλη σου αίματος – νάφιαχνα- μια φυσαλλίδα
Κι εκεί – σαν θάφτανα- χρυσή να σκέδιαζα στα πόδια
Σου αλυσίδα.
Μα γω τα’αψήφησα. Και σούχα κάμει το φρύδι τόξο
Προφίλ το πρόσωπο (μια τεθλασμένη) τις μπούκλες κρόσσα
Το μάτι τρίγωνο κι έιχες το στήθος σου στητό στα όξω
Κι εγώ τη γλώσσα.
Κι ενώ τη φούστα σου – ως Μάη- ζωγράφιζα και σούχα βέρα
Βάλει στο δάκτυλο και ντέφι – Μάισας- στο χέρι τόνα,
Συ ξάφνου πρόβαλες,, πόδι και τσάκισες – φως στον αέρα-
Κάτασπρο γόνα.
Κι έφυγες, κρούσαντας ψηλά το ντέφι σου σε μπράτσα χιόνι
Δω μεν’ αφήνοντας (ως με το μάτι μου –βρέθκα – κλεισμένο)
Καθώς και τα’ άλικο ρόδο του γέλιου σου εκράγηκε όνει-
Ρο αφριμένο
………………………………………………………………..
Ω μένα – τα’ άμυαλου- που μέσ’ στα σύνορα τούτ’ του στενού μου
Στίχου μου εζήτησα να σε περίκλεινα – σκλάβα πανώρια!
Εσύ – δραπέτισσα της ύλης- ξέφυγες, ατμός, το νου μου
Όξ’ απ’ τα όρια.
Χορός συρτός
ΚΑΛΛΙΟ χορευτάρας νάμουνα , πέρι
Κόλλες που να κράτω και μολυβάκια
Θάσερνα συρτό χορό χέρι με χέρι
Μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια
Κι εν’ αψηλό τραγούδι για σιρόκους
Θάρχιζα, γι αφροπούλια και για ένα
Γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους
Που θάρχονταν να μ’ έπαιρνε και μένα.
Με δίχως του αναστεναγμούς της Πολυδούρη
Μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι
- κι οι πένες μου πενιές σ’ ένα σαντούρι
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου καράβι!
……………………………………………
Γιαλό – Γιαλό να φεύγουμε και –άντε-
Να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια
Κι εκεί – λες κομφετί μέσ’ στο λεβάντε-
Όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια.
Κι σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία
Βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα
Με όλα μου – ανοιγμένα – τα βιβλία
Καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα…
Μυριαστερούσα
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ως θα ύψωνε το χέρι της να ευλόγα
Διάβηκε με τα χείλη της – άνθος γυμνό- στο δρόμο
Κι είχε στον φραμπαλά ανθιά ζωγραφιστά και –φλόγα
Καρφιτσωμένη – άλικο τριαντάφυλλο στον ώμο.
Μύρια στις γόβες της αστριά χρυσά ‘χε κεντημένα
Και –σαν που κυνηγιόντουσαν δυο έρωτες στο μπάτη-
Κάτω απ’ του ποδόγυρου της το κύμα, επέτα το ένα
Μετά το άλλο της – πουλιά- τα πόδια και τα επάτει.
………………………………………………………..
Τι είναι η ζωή μας; Όνειρο! Κι εμείς ψυχές στο χρόνο…
Κι όσ’ αστεράκια έχει ο ουρανός κι η γης οσ’ άνθια – τα’όντις,
Τόσα οι καημοί μου εγίνηκαν άνθια, και τα μαζώνω
Και τόσοι πόνοι μου, τα’ αστριά εκεία των γοβακιών της…
Ουλαλούμ
ΗΤΑΝ σαν να σε πρόσμενα Κερά
Απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα
Κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ’ τα νερά
Κι από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή
Αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
Και θα μυρίζει φώτα και βροχή
Και νειο φεγγάρι…
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
Στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
Και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
Χρυσή κουβέντα:
…Πως – να , θα μείνει ο κόσμος με το «μ π α»
που μ’ έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και – τάχας- σύγνεφα θαμπά
προς την Σελήνη…
………………………………………………….
Νύχτωσε και Δε φάνηκες εσύ^
Κίνησα να σε βρω στο δρόμο – ωϊμένα-
Μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
Κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ μ’ αγάπησες Κερά
Που άκουγα διπλά τα βήματά μου!
Πάταγα γω – στραβός – μεσ’ τα νερά;
Κι εσύ κοντά μου…
Το φιδάκι
Η ΖΑΒΟΛΙΑ κι η σιωπή, το σκέδιο μου εβουλήθη
Μ’ ένα διαβήτη άνισον, εδώ, να ιχνογραφεί^
Κι είμαι λοξά – σχήμα ζαβό- γιομάτος φως και λήθη
Να στρέφουμαι ελλειπτικά στης ύλης τη στροφή
Και μ’έχασε ο αστερισμός της ζωδιακής μου σμίλης
Οξ’ απ’ τη δημιουργία του! Λοιπόν – τι; Στης φθοράς
Το γύρισμα, θα κυνηγώ –φιδάκι εγώ- της ύλης
(για να δαγκώσω) τη φυγή της ίδιας μου νουράς;
Έτσι λοιπόν; Παντοτεινά –πλάνα, χορεύτρα- η φύση,
Στου χάους τους κεντρόφυγους θα με δινάει φθαρμούς
Και θα με κατεργάζεται στην αστρική μου κλίση
Ο εφιάλτης των στροφών πάντα σε νέους ρυθμούς;
Και Δε θα βρω το Νιρβανά λοιπόν ποτέ του «πάψε»
Μεσ’ στην τριώτα του νερού, της γης και της φωτιάς
Παρά θα τρέχω – δίδυμος σφυγμός- στο «σβήσε και άψε»
Της φωτεινής – που μούσκισε το πνέμα – πελεκιάς;
Ωωω!… Όχι!. Τι λυχνίες μου – Μάγος στρυφνός – θα’ανάβω
Και –λίθο φιλοσοφική- θα βρω άλλον ρυθμό
Και μια στιγμή, ανύποπτην ύλη θα σε συλλάβω
Επ’ αυτοφόρω: Συνθημα, Σημείο ή Αριθμό…
Το Μαριώ
Χωριό στην Ρούμελη
ΑΠΟ να χωριουδάκι- πέρα
Έλαβα γράμμα- το και το.
Η Παναγιά του στον αέρα
Λάμπει κλησάκι τορνευτό
…Ιγεία έχο – λέει με κάποιες
κρυφές λαχτάρες μεσ’ σο νου^
κι οι αγριόπαπιες –οι πάπιες-
κόβουν τα φόντια τα’ ουρανού
…και –πως – ιγείαν γράφει σαν να
πουλί (και σειόνται τα κλαριά)
δι εμέ ποθεί, ενώ στην Πανα-
για , άλλες ανάβουν τα κεριά.
Με γιώτα του υγεία το υ- γει
Περισπωμένη Πα στο γει
Και τα γεράκια κάνουν ζύγι
Μεσ’ στο χωριό, ψηλά απ’ τη γη.
…Απάντησίς σου –λεει- ουδεμία
και απορεί το αίτιον που
η ζωή της –λεει- κρέμιέται εκ μία
τρίχα εξ αιτίας τα’ αδερφού
……………………………………
Εκ μια τρίχα!… Ο αδερφός της!
…μεθ’ υπωλύψεος- Μαριώ
Και είμαι ο αγαπητικός της
- σιόνται τα δέντρα στο χωριό!
Σειέται και το Μαριώ μου σειέται
Και πάει στη στράτα μοναχή.
Εκ μια τρίχα τα’ άς κρεμιέτι
Όποιος μοβόρα έχει ψυχή.
Κι όπου αγαπάει – κι ας κλαιει ακόμη-
(σαν το Μαριώ που πάει αριά)
να γράφει τα’ άνθρωπος με όμι-
κρον και να σειόνται τα κλαριά.
Άγγελος εφάνη μοι
ΕΣΒΕΝΕΝ η μέρα και μουχρό το δείλι
Μεσ’ σ’ αχνά μετάξια τύλιγε την πόλη
Το τσιμπλό της πάλι –η νύστα μου- καντήλι
Θάναβε σε λίγο, στην εσπέρια ασβόλη.
Κάτι ήταν σαν ψέμα κι ήμουν μοναχός μου
Μεσ’ στην σιωπηλή μου –ποχω πάντα – τρέλα
Ω ένα στόμα –αν ήταν- θάδινα το φως μου
Κάτι να μου εμίλειε, κάτι να μου εγέλα…
Άξαφνα εκεί μπρος μου (τι αστραπή!) εν’ αμάξι
Στάθηκε και μι΄’ άγνωστη με αιθέρια χάρη,
Τωργιού της ποδόγυρού σήκωσε –μη στάξει!-
Μι’ άκρη, κι ύψωσ’ –όνειρο- στο πεντάλ ποδάρι
Πάτησε και κάθησε μέσαθε όλη ρέμβη
Και σαν (που το ψάρεψε δίχτυ) άσπρο – εφώτα
Κάτω από το βέλο της… Κι έφυγε ως είχ’ έμβει
- πόδι, αμάξι, όνειρο- μεσ’ στα πρώτα φώτα…
…………………………………………………
Ω, η τρελή η μάνα μου, στο βυζί της , όντας
Με γλυκαποκοίμιζε – τι μ’ εκράτει , Θεέ μου;
Και – μπεμπέ – Δε μ’ έδιωχνε τότε μπουσουλώντας
Να σε βρω – όπου νάσουνα- φως μου και άγγελε μου;
Η τράτα
ΓΡΗΓΟΡΑ φτάσαμε λοιπόν ή αργήσαμε; Και ίδια
Πως κάμψαμε της χίμαιρας μαζί το ακρωτήριο;
Δώθες ερχόντας πήραμε καρδιά, ματιές και φρύδια
- περίεργο γιατί καρδιά, γιατί ματιές μυστήριο!
Κι είμαστε δω –ω τι καλά- με τους εγκάρδιους σκύλους
Στητοί μπρος στ’ άνθη που γυρνούν και στους – που φεύγουν τόπους
Σαν να – τι ωραία- βρεθήκαμε με ρούχα και με πίλους
Σαν να – ποιος ξέρει τι χρυσά χορεύουμε με τρόπους…
Χρυσά με τρόπους και μαλλιά …. Οι ράφτες μας (τι νόες
Και μαιτρ – α- χα) μας μπάζουνε στους ραφτικούς των οίκους
-γυμνοί εμείς!… οι μάνες μας, για ιδές τες κει – αθώες –
είναι σαν Δε μας γέννησαν μικρούς κουτούς πιθήκους!
Και –τραλαλά …- τα’ αδέρφια μας: τα φίδια, οι γάτοι, οι σκύλοι-
Στα τέσσερ’ άλλα περπατάν κι άλλα παν’ με τα στήθη
- κι αυτά ματιές, κι αυτά καρδιά ως εμείς … τι ωραία ω φίλοι,
με ουρά ή με πίλο ή με φτερά , γοργά μας πάει η λήθη!…
Και πάμε αντάμα. Τι καλά! Κατόπι έρχονται οι άλλοι
-κι άλλα γατιά, κι άλλα πουλιά!… πλάνα χορεύτρα η φύση,
ή με ουρά ή με φτερά ή πίλο στο κεφάλι,
βιάστηκε να μας φέρει εδώ ή τάχα νάχει αργήσει;
(Επιμέλεια Νίκος Λέκκας)



Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Το Θείο Τραγί του Γιάννη Σκαρίμπα


Το Θείο Τραγί του Γιάννη Σκαρίμπα



Το Θείο Τραγί του Γιάννη Σκαρίμπα γράφτηκε γύρω στα 1931 και δημοσιεύτηκε στις αρχές του 1933. Πρόκειται για ένα μοναδικό κείμενο στην ελληνική πεζογραφία στο βαθμό που εισάγει στοιχεία που έχουν τις καταβολές τους στους καταραμένους Γάλλους ποιητές του 19ου αιώνα (Baudelaire, Comte de Lautréamont, Arthur Rimbaud) προϊδεάζοντας θέματα και ιδέες που θα απασχολήσουν πολύ αργότερα την γενιά και το κίνημα των Beats της δεκαετίας του 50 και θα βρούν πρόσφορο έδαφος να δοκιμαστούν στην πράξη μέσω των επαναστάσεων και της φιλοσοφικής σκέψης της δεκαετίας του 60.

Η ανατρεπτική ιδέα του Σκαρίμπα να δημιουργήσει έναν αντι-ήρωα ο οποίος στρέφεται συνειδητά ενάντια σε κάθε αντίληψη καθωσπρεπισμού και ψεύτικης ηθικής, έναν στην κυριολεξία "ακοινώνητο" άνθρωπο που πληρώνει με το ίδιο νόμισμα κάθε έκφανση του σαθρού κοινωνικού, πολιτικού και θρησκευτικού συστήματος, φέρνει έντονα στο νου ποιήματα και κείμενα του Μπωντλαίρ, "Τα άσματα του Μαλντορόρ" του Λωτρεαμόν ή το "Μια Εποχή στην Κόλαση" του Ρεμπώ. Ίδια είναι η λύσσα, το φτύσιμο όλων των δήθεν αξιών, το κάψιμο όλων των αρχών αλλά και ίδιος ο ποιητικός οίστρος και η άγρια ομορφιά και εκρηκτικότητα του λόγου. Τίποτα δεν θα γίνει δεκτό επειδή, σώνει και καλά, έτσι πρέπει να είναι ή επειδή έτσι λένε οι κανόνες. Ούτε καν οι φυσικοί νόμοι. Ακόμη και ο ίδιος ο λόγος του Σκαρίμπα "έχει σηκώσει μπαϊράκι" και φαντάζει ευθύς, άφοβος και τελικά ποιητικά μοντέρνος μέσα στην αναρχία του, την επανάληψη και την συντακτική, γραμματική αλλά ακόμα και ορθογραφική του τρέλλα.     

Τέλος μέσα από το κείμενο του Σκαρίμπα βλέπουμε να βγαίνει πέρα από το άναρχο πνεύμα της επανάστασης και η αγωνία της φιλοσοφίας του Υπαρξισμού για την οποία θα μιλήσουν πολύ αργότερα, μεταξύ άλλων, ο Σαρτρ και ο Καμύ. 

Χαρακτηριστικό είναι αυτό το απόσπασμα από την αρχή του δευτέρου κεφαλαίου:

  "Είπαμε - ένας αέρας φυσούσε.
         Η δημοσιά φιδοσέρνονταν ατέλειωτη - σαν μιά αιωνιότη - στον κάμπο.  Εβούιζαν οι καλαμιές, κρύο έκανε.
   Κι αυτός προχωρούσε.
         Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι· επήγαινε - όλο επήγαινε - σαν μια ψυχή μες' την ερημία του χρόνου.
          Τον είχαν παρεξηγήσει οι ανθρώποι· η σκόνη τον είχε κάμει ολόασπρο, κι ο δρόμος - αχ θεέ μου - ο δρόμος ποτέ δε θα τέλειωνε. Δεν αιστάνονταν τίποτε· μήτε χαρά μήτε λύπη· αδιάφορος ήτανε κ' ήσυχος· γιατί; μήπως δεν ήταν η δημιουργία στη θέση της; ή μην είχε αντίρηση για το νόμο της έλξης; η σιωπή τον εγνώριζε, οι νύχτες τον ξέραν· ήταν της ερημιάς αυτός άνθος...
          Ο κόσμος αργά· τα πράγματα αφημένα στο πάει τους· να δημιουργούνται οι ορίζοντες· να γεννιέται - μούλος - ο χρόνος· οι τόποι, οι εποχές να πηγαίνουνε. Ξέρετε πως περπατάνε στη γη; να, πηγαίνουν· τίποτ' άλλο· πηγαίνουν σε προυπαντάνε τα όρια σε ακολουθάν πίσω οι δρόμοι - οι πολιτείες - σου τραγουδάνε βαθιά. Έχει ένα χτύπο το χάος· έχει ένα σφυγμό το κενό· και μόνο οι ώρες σωπαίνουν· και μόνο οι καιροί δε μιλούν. Η αιωνιότη σε κοιτάζει και σκέφτεται· τα πλάτη, οι απόστασες, είναι αφιερωμένα στο βάδι σου· αναθυμιάζει μ' ευλάβεια κατ' απ' το βήμα σου η γη.
          Έτσι πάνε· όλο ίσα και ντρίτα· άκρη άκρη στις σιδεροτροχιές, στα ποτάμια, άκρη-άκρη στους ωραίους γιαλούς· πάντα δημοσιά κι όλο κάμπο· δεν ανεβοκατεβαίνουν τα βήματα, δεν πάνε οι στράτες λοξά· για σένα δεξά ή ζερβά να διαβαίνουν τα όρη, να εξελίσσονται οι θάλασσες· ή καμπύλη, ή ευθεία, αλλά τι καμπύλη; Όση η γη. Και τι ευθεία; Όσο ατέρμονη είναι η πλήξη των όρνιων και το τέρμα των τραίνων που κουβαλάν το χιονιά... κι ο κόσμος αργά· η αιωνιότη πιστώνει. Η φυγόκεντρη δύναμη ας είναι ένα παραμύθι των κύκλων, και μόνο μια ψείρα νάσαι συ στις στροφές· έτσι· έτσι όπως πάνε οι δρόμοι μονάχοι τους έτσι όπως στέκουν τα βράχια.
Και αυτός προχωρούσε..."

Αν ο Jack Kerouac είχε διαβάσει Σκαρίμπα δεν θα είχε νιώσει τη ανάγκη να γράψει το "On the road" το 1951. Το Θείο Τραγί τα είχε ήδη πει όλα, 30 χρόνια πριν και σε ελάχιστες σελίδες. Άλλη μια τρανή απόδειξη στο απόσπασμα που ακολουθεί:

"       ...Τ' απογιοματάκι μπάινει ένας ζήτουλας: μπρε του λέω, πώς σε λένε, πουθ' έρχεσαι; Από πάνω μου κάνει και μου δείχνει αόριστα· διακονεύω ψωμάκι· έτσι ο θεός να σχωράει τους θαμμένους σου, δεν κάνεις αφεντικό μ' ένα έλεος;
           Τον λυπήθηκα· αχ πως πόνεσε η καρδιά μου του δόλιου· σκέφτηκα πως η ίδια μοίρα μας ένωνε· περιπλάνώμενες είμαστε δύο ψιχούλες κ' οι δυό μας· σπουργιτάκια των δρόμων· να, δύο κακόμοιρα πλάσματα. Όλοι οι άνθρωποι είναι καταγραμμένοι και ήσυχοι· βρίσκονται καταχωρημένοι κανονικά στα βιβλία, με ημερομηνίες και ονόματα. Έχουνε κ' ένα αμετάβλητο νούμερο: τον αριθμό του μητρώου τους· είναι τα ονόματά τους μακρότατα: Γεώργιος Καντακουζηνός, του Ιωάννου και Ελένης· μην ψάχνει άδικα και τους βρίσκει η αιωνιότη, φτάνουν απ' το χωριό ως το έθνος· νομός, επαρχία, δήμος, κοινότης· κ' έπειτα οι θρησκείες και τ' άλλα· σίγουρα πράματα· η αλήθεια ολόσωμη με υπογραφή και σφραγίδα· όχι τρίχες.
            Ενώ εμείς όλο από πάνω ερχόμαστε και δείχνουμ' αόριστα. Είναι τα πιστοποιητικά μας αμφίβολα, είναι οι δρόμοι μας γρίφοι· άγραφη είναι η ληξιαρχική μας σελίδα· άγραφη αφού δεν μας γνώρισε και μήτε την ξέρουμε. Την αξιοπρέπεια, την τιμή, το δικαίωμα, τα κάνουμε μείς λαθρεμπόριο γιατ' είν' μονοπωλημένα τα είδη τους· κυκλοφορούν, χωρίς τα ένσημά τους στα χέρια μας τ'απαγορευμένα αυτά πράγματα. Τάχουν αυτοί κάμει φίρμα τους· τα βάζουν και στα εμπορικά τους ταμπέλα. Ο Θεός: είδος οικόσημο· η αρετή· σπεσιαλιτέ - ειδικότης... Μα ποιός θα μπόραε να ψήσει αντάμα τους κάστανα. Σας λέω μήτ' ο διάολος. Τουλάιστο ο διάολος - ο αγαθός αυτός άφρονας - σου ζητάει μοναχά τη ψυχή σου και σ' αφήνει όλα τ' άλλα: Το δικαίωμα της ζωής, την απόλαυση, τον έρωτα της γυνάικας, το γέλιο. Σε συντρέχει μάλιστα να τ' αποχτήσεις μπρε μάτια μ'. Πού τέτοιος φίλος! μια ψυχούλα στην έχω χαλάλι του. Ενώ αυτοί - άβυσσος αυτουνών το ιμάτιο - αυτοί όλα τα θέλουν, θέλουν και την ψυχή και το σώμα. Σου υπόσχονται και τη βασιλεία των ουρανών, μα σου χτυπάνε μαέστρικα τη βασιλεία της Γης μας. Ο «περί δικαίου των κώδικας» μόνο για δικαιοσύνη δεν γράφει. Ο «Οίκος» των προμηθεύει μόνο άστεγους, και η φιλανθρωπία τους «Αμαρτωλών Σωτηρίες»... Αμαρτιών μας τα πλήθη... εμείς... ενώ αυτοί συγγράφουν Βοκκάκιο στα γόνατα των κοριτσιών των δικών μας!... Σας λέω είν' εξαίσιοι!
             Να, για δαύτο γυρίζουμε. Είμαστε της ζωής μεις οι μούργοι κ' ειν' οι άλλοι κορόιδα μας. Εμείς καλλιεργούμε μόνο από έρωτα προς την ελευθερία το ψέμα - ένα ψέμα όλο ποίηση, μιάν αναποδιά όλην οίστρο - ενώ αυτοί είναι αυτόδουλοί του και σκλάβοι του. Η συμφωνία τους είναι ν'αλληλοκλέβουνται έντιμα, ενώ η κλεψιά είναι άτιμη. Είν' η συνθήκη τους τίμια με σήμα κατατεθέν της το ψέμα. Τί μπρίο! Τί μπρίο! Πώς διάολο συσχετίζουν τα άσχετα; Πώς μπρε μάτια μ' συμβιβάζουν τα άκρα; Είναι όλοι τους «τίμιοι» κατά τον πιό άτιμο τρόπο!... Πού να τους παραβγούμε εμείς οι κακόμοιροι σ' αυτή τους την ανομία τη νόμιμη, σ' αυτή την πεπειραμένη αρετή τους. Είναι πολύ πεζεβένηδες...
             Να, γι' αυτό γκιζιρνάμε. Μήτε σπείρουμε, μήτε θερίζουμε γιατί για μας είναι τα χούματα μπρούτζινα και νικέλινη η γη μας. Τα Έθνη, οι πολιτείες, οι τόποι, δεν έχουνε σύνορα στον δικό μας χάρτη και τα δυό ημισφαίρια μας πέφτουνε λίγα. Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια. Εμείς ένα σύνορο ξέρουμε: της ζωής και του θανάτου· μια πατρίδα γνωρίζουμε: των σολών μας το πάτι. Είμαστε μείς οι πολίτες του άπειρου, κ' έχουμε κ' εμείς μια σφραγίδα: τον πάτο μας. Μ' αυτήν σφραγίζουμε μεις τα πιστοποιητικά της τιμής των..."   

Είναι πραγματικά δύσκολο με δύο μικρά αποσπάσματα και κάποια πεζά λόγια να μπορέσει κανείς να παρουσιάσει έστω και σχηματικά αυτές τις ηλεκτρισμένες εκατό σελίδες του Σκαρίμπα που αποτελούν το "Θείο Τραγί". Αφήστε στην άκρη λοιπόν ότι άλλο διαβάζετε και πιάστε στα χέρια σας αυτό το βιβλίο. Ή όπως θα έλεγε και αυτό το εξαίσιο τέρας, ο Γιάννης, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ...μην αφήσετε άλλο να ξεχουρδίζετ' ο χρόνος. Γκιζιρνάτε ντεεε...

Το βιβλίο "Το Θείο Τραγί" του Γιάννη Σκαρίμπα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη


Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Σκαρίμπας-ΤΟ ΣΟΛΟ ΤΟΥ ΦΙΓΚΑΡΟ


Giannis-Skaribas_1.jpg
Ανέκδοτη προσωπογραφία του Γιάννη Σκαρίμπα από τον εγγονό του (από τη θετή κόρη του, Τασία Σελέκου), τον αγιογράφο και ζωγράφο Γιώργο Τσοπάνο.
(Πηγή: Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009)

 Το σόλο του Φίγκαρω είναι, ενδεχομένως, το πιο πρωτοποριακό και τολμηρό μυθιστόρημα της Γενιάς του Τριάντα και της εποχής του συγγραφέα. Παράλληλα, αποτελεί το πιο σημαντικό έργο της πεζογραφικής παραγωγής του Σκαρίμπα, διότι σ' αυτό απαντούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσωπικού του ύφους, στην πιο δραστική τους εκδοχή.
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε προς το τέλος μιας πολύ γόνιμης δεκαετίας, το 1939, οπότε η ανανέωση του ποιητικού πεζού λόγου έχει σχεδόν συντελεστεί: η Γενιά του Τριάντα έχει κάνει την εμφάνισή της με μερικά από τα δραστικότερα έργα της, και ο εσωτερικός μονόλογος και ο υπερρεαλισμός έχουν δώσει σημαντικά δείγματα γραφής.
Η κριτική αντιμετώπισε το μυθιστόρημα του Σκαρίμπα -με ελάχιστες εξαιρέσεις- αρνητικά, αδυνατώντας να αποφανθεί αν το έργο είναι όντως μυθιστόρημα, και αν ο συγγραφέας σατιρίζει τον υπερρεαλισμό ή γράφει υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα. Υπεύθυνη γι αυτή τη σύγχυση είναι η υπονομευτική στάση του έργου και η επιθετική στάση του συγγραφέα: με κυρίαρχο όπλο τη σάτιρα, ο Σκαρίμπας παρωδεί τον υπερρεαλισμό και, παράλληλα, στρέφεται εναντίον του παραδοσιακού μυθιστορήματος, φτάνοντας σε μια ακραία γραφή· με τη σύνθετη αφηγηματική του τεχνική και τον αναρχικό του λόγο, με τη στρυφνή του σύνταξη και την κατακερματισμένη του στίξη ανατρέπει κάθε κανόνα αποδεικνύοντας την ανεπάρκεια της γλώσσας να εκφράσει την πραγματικότητα. Συγχρόνως, υποδηλώνει στον αναγνώστη τη διαδικασία σύνθεσης του μυθιστορήματός του, επωμίζοντάς τον με το βάρος της αποκωδικοποίησής του.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Giannis_Skaribas.gif 
Ο Σκαρίμπας (δεξιά) με έναν φίλο του δικηγόρο στη Χαλκίδα το 1933

 ΤΟ ΣΟΛΟ ΤΟΥ ΦΙΓΚΑΡΟ
(απόσπασμα)
... "... ο συρρεαλισμός αδερφέ... Φυσικά, πού να το ξέρετε... Και φυσικά του το κάνω λιανά... Του αναπτύσσω το θέμα... Τον μπάζω στο νόημα σούμπιτον. Τέτοιοι κι αποτέτοιοι, ήσαν οι συρρεαλιστές τολοιπόν. Αυτοί, ευρύνοντες τα όρια της τέχνης μέχρι σχεδόν του απρόσιτου, δεν έκτειναν - μπορεί να πει μολαταύτα κανείς - την ορθόδοξη αισθητική των πραγμάτων, παρά ανατρέψαντάς την, ξεκίνησαν απ' την πρώτη ουσία της, απ' αυτή τούτη την καταβολή του αιτήματος. Θάλεγε κανείς, παραμόρφωσαν την παραδεδεγμένη "ηθική" της, κάμαντας την υπόσταση: έκφραση, και την ουσία: μορφή. Η καλλιτεχνική τους αντίληψη, ακολουθεί μιαν αντίθετη κλίμακα μιάν ανάστροφη ιεραρχία αξιών: Απ' τον αισθησιασμό προς το αίσθημα, απ' αυτό προς την αίσθηση κι απ' αυτή προς το ένστιχτο...
... ήγουν μια βουτιά κατακόρυφα: Λόγου χάρη ο Παρθενώνας, δεν έχει στηριχτεί στις κολώνες του, παρά έχει σηκωθεί πάνω στα πόδια τ' ολόρθος...[Ν. Καζαντζάκης] Ή ένας άνθρωπος, δεν έχει πια το ένα απ' τα δυό του μάτια στην κόγχη του, παρά τόχει τώρα στον πάτο της φτέρνας του...[Πικασσώ] Γιατί; Γιατί εκεί ακριβώς νοιώθει πόνο. Είχε πατήσει ο φουκαράς κάποια πρόκα... Ή, έναν πίνακα, όπου κάμποσα σπουργίτια παριστάνονται να καταπίνουν βελόνες...[Δε θυμάμαι ποιανού] Γιατί βελόνες; Γιατί, απλούστατα: βρέχει. Η υπερρεαλιστική αισθητική είχε μεταμορφώσει τις "κατιούσες" της βροχής σε βελόνες!.. Αρκεί και να τούλεγα ότι αλλού - σε ποιήματα - υπάρχουν και καμπρολάχανα - ναι - που κραυγάζουν...
... στο άκουσμα ο ακροατής μου τινάχτηκε;
... Αμ βέβαια... νάμαι τόσο πολύ θετικός, νάχω το που είχα επιβάλλον, και να την έχω και παρατρίχα γλυτώσει, και να μην τον είχα μπάσει στο νόημα, έεεε... θάθελα ξύλο!..
... ο άνθρωπος είχε τιναχτεί και με κύτταζε. Τόσο πολύ είχε χωθεί μες στα τέτοια. Του ήταν σαν μια χρυσή αποκάλυψη. Και τολοιπόν ξακολούθησα: "ως νυν γνωστόν σοι... (και δεν ξέρω γιατί άρχισα εκειδά καθαρεύουσα) ο συρρεαλισμός είναι επίγραμμα, τέχνη συνειρμική δήλον δη. Και αντλεί εξ ενστίκτου..." Και πηγαίνοντας σιγά κι εξηγόντας του, τον έφερα μπρος σε κειο το μπακάλικο. Ο μπακάλης σουλάτσαιρνε. Να... - του λέω δείχνοντάς τον - κύτταξε τη μύτη αυτουνού, περιεργάσου το στυλ της... Ο μπακάλης μας πρόσεξε και φάνηκε σα να μην εννοούσε περίφημα. Η έκφρασή του με τρόμαξε. Είχα κινήσει να πάω το καρνέ του Γκαμόν και δεν είχα σκοπό ν' ανοίγω μες στους δρόμους σκολεία. Να μπάζω όλο τον κόσμο στο νόημα. Κι είχε ενδιαφερθεί και με κύτταζε. Δεν ξέρω τι... Πάντως των χειρονομιών μου τα στυλ ήσαν τέλεια. Στράφηκα μόνο στον άνθρωπό μου και είπα: Πάρε αυτήν τώρα τη μύτη και κάμ' την επίγραμμα. Συμβολίζοντάς - πως - ενστιχτώδικα την όσφρηση με την απέχθεια της βρώμας, παράστησε με τη μύτη αυτήν ουρητήρια. Εεεε; τι επίγραμμα! Εεεε; τι αλήθεια!.."