Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1893 στην Αγία Ευθυμία της Παρνασσίδας από τον Ευθύμιο Σκαρίμπα και την Ανδρομάχη Σκαρτσίλα. Ήταν γόνος ιστορικής οικογένειας, αφού ο πατέρας του, Ευθύμιος Σκαρίμπας, ήταν απόγονος αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο σχολαρχείο του Αιγίου και τις ολοκλήρωσε στην Πάτρα στο Α' Γυμνάσιο Πατρών. Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό ως ανθυπασπιστής στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Διορίστηκε τελωνοσταθμάρχης στην Ερέτρια (πρώην Νέα Ψαρά) και το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, για να εργαστεί εκεί ως εκτελωνιστής.
Εκεί, στη Χαλκίδα, όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο του με την Ελένη Κεφαληνίτη, το 1919, άνοιξε τελωνειακό γραφείο, απέκτησε πέντε παιδιά και έζησε μια ζωή εμπόλεμη, δημιουργώντας έργα αιφνιδιαστικά, πρωτότυπα, ανεξάρτητα από σχολές και ρεύματα, μνημεία μιας προσωπικής τέχνης και υλικά μιας δικής του μυθολογίας.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας με την κόρη του Μάχη Σκαρίμπα το 1975
Ο Γιάννης Σκαρίμπας ταυτίστηκε με τη Χαλκίδα –όπως ο Καρυωτάκης με την Πρέβεζα, ο Καβάφης με την Αλεξάνδρεια, ο Παπαδιαμάντης με τη Σκιάθο–, την έκανε σημείο αναφοράς στην ποίησή του, της έδωσε υπόσταση ερωτικού αντικειμένου και, ως σύμβολο ή ως μεταφορά, η επαρχιακή αυτή πόλη του μεσοπολέμου έγινε η σφραγίδα του ποιητικού του κόσμου.
Στα γράμματα εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1910 με ποιήματα και πεζά που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας και στις εφημερίδες Εύριπος και Εύβοια της Χαλκίδας, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κάλλις Εσπερινός. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση με το πραγματικό του όνομα έγινε το 1929, σε μια περίοδο που η λογοτεχνία περνούσε κρίση, καθώς οι συγγραφείς εκείνου του καιρού (Καρκαβίτσας, Θεοτόκης κ.α.), επαναλάμβαναν σχεδόν ο ένας τον άλλον, χωρίς να προσθέτουν τίποτα καινούργιο. Για αυτή του την εμφάνιση έλαβε το Α΄ βραβείο διηγήματος για το πεζό "Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης", το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα. Βραβεύεται ακόμα για τη συλλογή διηγημάτων του "Καημοί στο Γριπονήσι" σε λογοτεχνικό διαγωνισμό και εξέδωσε τις συλλογές "Το θείο τραγί" και "Η μαθητευόμενη των τακουνιών". Έγραψε και μυθιστορήματα μεταξύ των οποίων είναι ο "Μαριάμπας", "Το σόλο του Φίγκαρο", "Το Βατερλώ των δυο γελοίων", το θεατρικό "Ο ήχος του κώδωνος" και τις ποιητικές συλλογές "Ουλαλούμ" και "Ευατούληδες".
Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Σουρεαλιστής χρησιμοποιεί τη γλώσσα με τρόπο αναρχικό και παράδοξο ενώ καταστρέφει τους παραδοσιακούς θεσμούς της αφήγησης, παραβιάζει τη σύνταξη και τη γραμμική της τάξη και καταγράφει την πραγματικότητα όπως εκείνος την εννοεί και την αντιλαμβάνεται. Εισήγαγε επίσης υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία. Ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα γιατί τόσο το εικονοκλαστικό του ύφος όσο και ή ιδιόρρυθμη γλώσσα πού χρησιμοποίησε στα έργα του, προκάλεσε αίσθηση για την εποχή εκείνη. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας, ενώ τον διακατείχε ένα ιδιαίτερο πάθος και αγάπη για τον Καραγκιόζη, τον οποίο θεωρούσε το γνησιότερο είδος λαϊκού θεάτρου, αφού μέσα από αυτόν εκφράζονταν τα όνειρα και οι καημοί του λαού.
Νάν” σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη! νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη– ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα, ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος ήμουν –στ” όνειρό μου είδα– Περικλέτος, πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι πάν” σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια, Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη, καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.
Και νάν” σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά γι” άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων, κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός: έξω απ” τόν κύκλο των νερών – στά χάη.
Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί πέρ” από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου – (καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν” η κορδέλα η φανταιζί) βγούμε απ” τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .
Αλλόκοτη και μελαψή, ωραία και ιερή λες έσερνε αγγελικές φτερούγες κι” επερπάτει αδέξια και αμέριμνη, μ” εκείνην τη νωθρή περπατησιά μια Θέαινας, σ” Ολύμπιο μονοπάτι.
Και μπόραε — όπως πάγαινε παχειά — κανείς διεί στο φίνο της κι” εφαρμοστό μποτίνι ένα ποδάρι χυτό, και μες στων ρούχων της το σούσουρο oι φαρδιοί γοφοί της πώς θα λάμπανε— γυμνοί—σαν το φεγγάρι.
Το αίμα της μεσημβρινό, χυμένο λες — κει — να σφυράει μες στο γυναικείο της κορμί — εμβατήριο τέλειο — κι” είχε κάτω απ” τα βλέφαρα—βαμμένα με κινά— μουχρό, βαρύ τριαντάφυλλο το σαρκικό της γέλιο.
Κι” εγώ την ειχ” αγάπη μου!.. Μια φλόγα και καπνός ήταν ό,τι απ” τ” αγκάλιασμά-της πίναν μου οι πόροι, ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκύταε ως τον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει…
Κι” ήμουν ειδωλολάτρης της!. Ψηλά o εν ουρανοίς Κύριος κι” οι Άγιοι του, για με πια ουδ” αρωτάγαν κι” ενώ ουδ” εγώ αρώταγα, αρχαίου Ναού — αυτηνής — — κολώνες που γκρεμίστηκαν— τα μπούτια της φωτάγαν…
Και πέθανε… Και με παπά τη θάψαμε! και να —μ” αυλούς— οι τραγοπόδαροι Θεοί της σουραβλάνε και γύρω απ” τον ειδωλολατρικό Σταυρό της, παγανά και Σηλεινοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε…
Δυο Πάνες φουσκομάγουλοι, στου κήπου σου τις στέρνες, τα χάλκινα —με τρεις οπές— σουράβλια είχαν στα χείλη, όταν εσύ τις φωτεινές του χάμου έκρουσες φτέρνες — ζυγά πιτσούνια που έπαιζαν το “να το άλλο εφίλει.
Του φραμπαλά σου φτερωτή τότε η — σαΐτα —ρίγα (των χρυσοκεντημένων της — αράδα — παπαγάλων) στις γάμπες σου ανελίχτηκε — γοργό ερπετό — που ερίγα στο αλληλοκυνήγημα των άσπρω σου αστραγάλων.
Kι έφυγες. Ωωω. Σαν αστραπών — στο σέρπιο μονοπάτι — τύφλες φωτός (και σκίρτημα δορκάδας έρμου δάσου) έμειναν τ” άψε-σβήσε σου: το πήδημα, το πάτι και τ” αλαφριό, σαν άξαφνου πουλιού, ξεφτούρισμα σου…
Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβει κειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά, όπως το τύλιξε στ” αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.
Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ” αχνή τολύπη κ” ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει, κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή.
Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη, τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική; Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί;
Ή μη—βαρκάκια του—μ” άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα φέρετρα θάστελνε όξω—σαν κύματα και σαν αφροί— όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα ή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τίποτα, τίποτα… Μα πώς έτσ” ήταν, πώς μου εφάνη αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ” όψη φριχτή, κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι, αυτή που παίρνοντας με από το χέρι με περπατεί…
Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα στο άτι της σιγής κι” όλα να πάης και vάv” πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι” ο Μάης.
Κι” εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει — βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι πάλι εσύ κι” ο Μάης κι” οι ανέμοι κι” έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.
Και νάναι όλα απ” ό,τι φεύγει —και δε μένει— σε μια πόλη ακατοίκητη, κι” εντός μου ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι έξω απ” την τρικυμία τούτου κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου