Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Αριστοτέλης και Ακινάτης


Η πρόσληψη της ελληνικής και κυρίως της αριστοτελικής φιλοσοφίας από τη μεσαιωνική θεολογία είναι γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας για τη Δύση αφού καθόρισε όλο το περιεχόμενο της μεσαιωνικής φιλοσοφίας και συνδέεται με την ίδια την ιστορία του Μεσαίωνα.
Ο Αριστοτέλης σε πίνακα του Ιταλού ρομαντικού ζωγράφου Φραντσέσκο ΧάγιεζΟ Αριστοτέλης σε πίνακα του Ιταλού ρομαντικού ζωγράφου Φραντσέσκο ΧάγιεζΗ διείσδυση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στη Δύση ολοκληρώθηκε με την είσοδό της στην ίδια την εκπαίδευση. Μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα όλα τα σωζόμενα έργα του Αριστοτέλη είναι πλέον προσιτά στα λατινικά, όχι μόνο από αραβικές μεταφράσεις αλλά από λατινικές μεταφράσεις απ' ευθείας από τα ελληνικά και το αριστοτελικό corpus εντάσσεται στο πρόγραμμα διδασκαλίας του Πανεπιστημίου του Παρισιού με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί ένας πλήρης κύκλος διδασκαλίας της φιλοσοφίας, μιας φιλοσοφίας που χειραφετείται πλέον από την κηδεμονία των θεολόγων.
Ετσι στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, με τον Θωμά Ακινάτη καθηγητή της Θεολογίας και παράλληλα δημόσιο σχολιαστή των έργων του Αριστοτέλη, συντελείται στη Δύση το «transitus του Ελληνισμού στο χριστιανισμό», που οδήγησε αφ' ενός στην ενσωμάτωση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στο χριστιανισμό και εκφράστηκε με την εκτεταμένη χρήση της για τη θεωρητική επεξεργασία του χριστιανικού δόγματος και αφ' ετέρου στην ανακάλυψη του πραγματικού κόσμου και της αξίας του.
Η ανακάλυψη της φύσης και μαζί της η ανακάλυψη του πραγματικού κόσμου είναι, λοιπόν, η μεγάλη συνεισφορά του Αριστοτέλη, δηλαδή η εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης φυσικής τάξης πέρα από το συμβολικό κόσμο του Μεσαίωνα, η οποία προκάλεσε αληθινό ενθουσιασμό για κάθε τι φυσικό και ανθρώπινο. Η φυσική και οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου και η προσαρμογή της περιπατητικής φιλοσοφίας στο χριστιανικό δόγμα ήταν μια αληθινή επανάσταση στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης.
Αυτή η μεγάλη πνευματική επανάσταση της Δύσης συνίσταται στην πλήρη συγχώνευση αριστοτελισμού και χριστιανισμού και συντελέστηκε στη θωμιστική θεολογία και φιλοσοφία και κατ' εξοχήν στα έργα του Θωμά Ακινάτη Summa contra gentiles και Summa Theologiae.
Ο Ακινάτης με την προσφυγή στην ιδέα της φύσης του Αριστοτέλη και την ανύψωση του λόγου και της βούλησης του ανθρώπου κατέστησε τον άνθρωπο και τον ανθρώπινο λόγο αρμόδιο για την εξερεύνηση της φύσης και των σκοπών της. Η αποϊεροποίηση της φύσης και η ανάδειξη του αισθητού κόσμου ως κόσμου με αυτόνομη ύπαρξη μακριά από τον πλατωνικό ιδεαλισμό -εντός του οποίου η ύψιστη ύπαρξη ανήκει μόνο στις ιδέες- οδήγησε στην αναζήτηση και διερεύνηση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης αλλά και της φύσης των πόλεων και των κοινωνιών.
Πέρα όμως από αυτά, χάρη στη θεωρία περί αρετών του Αριστοτέλη, κατ' εξοχήν δε της αρετής της δικαιοσύνης, ο Ακινάτης μελετά την ίδια τη φύση των κοινωνικών σχέσεων και επιστρέφοντας στη θεωρία του κλασικού φυσικού δικαίου του Αριστοτέλη επιτυγχάνει τη συγκρότηση του ίδιου του δικαίου απέναντι στην ηθική και την απελευθέρωση της νομικής σκέψης από τη θεολογία προς την κατεύθυνση της αναγέννησης του ρωμαϊκού δικαίου και της θεμελίωσης της αυτονομίας του κράτους.
Χάρη στην υιοθέτηση της αριστοτελικής θεωρίας για τη δικαιοσύνη και το δίκαιο ο Ακινάτης έστρεψε την προσοχή του στην πολιτεία των ανθρώπων και στο φυσικό βίο και τις ανάγκες του και κατάφερε να προσεγγίσει την ανθρώπινη ιστορία, την ιστορία του ανθρωπίνου προσώπου ως υποκειμένου σχέσεων όχι μόνον αγάπης αλλά και σχέσεων δικαίου, καλύπτοντας έτσι όλο το φάσμα του ανθρωπίνου βίου.
Η μεγάλη προσφορά του Θωμά Ακινάτη είναι το δίκαιο, το οποίο μέσα από τις σελίδες της Summa Theologiae αναδύεται ως το κατ' εξοχήν όργανο αρμονίας των κοινωνικών σχέσεων.
Η ένταξη του ανθρωπίνου προσώπου στο πλαίσιο των εννόμων σχέσεων σε συνδυασμό με την απελευθέρωση του προσώπου στο υπερφυσικό πεδίο άνοιξαν το δρόμο για τη νεοτερική εποχή.

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Θ. Ακινάτης


ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ: Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ/ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ-  ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ κ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ-ΗΘΙΚΗ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ,
ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ. Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
  Θωμάς Ακινάτης: πίστευε  πως μπορούσε να λύσει το πρόβλημα στη σχέση πίστης και λόγου με τον καθορισμό ορθής σχέσης μεταξύ εθνικής παιδείας και χριστιανικής θεολογίας. Αριστοτέλεια φιλοσοφία και χριστιανική θεολογία αν και μεθοδολογικά διακριτές αποτελούν συμβατούς δρόμους για την αλήθεια. Η 1η χρησιμοποιεί τις ανθρώπινες δυνάμεις της αίσθησης και της λογικής, ενώ η 2η της εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Η θεολογία είναι ως προς τη φιλοσοφία ότι το πλήρες προς το ημιτελές, αλλά η δεύτερη μπορεί να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στην πρώτη. Κάθε μια έχει τη δική της σφαίρα αρμοδιοτήτων. Ενώ δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή σύγκρουση μεταξύ τους. Αιωνιότητα & Δημιουργία δεν είναι έννοιες αντιφατικές μεταξύ τους. Η ψυχή αποτελεί μορφή ειδικού τύπου, ικανή να υπάρχει ανεξάρτητα από το σώμα και συνεπώς άφθαρτη. Ο Θωμάς αφενός εκχριστιάνισε τον Αριστοτέλη, αφετέρου εξαριστοτέλησε τον χριστιανισμό, αυτό μακροπρόθεσμα υιοθετήθηκε από την καθολική εκκλησία
Υπήρξε φιλόσοφος και θεολόγος .  η σύνδεση που επιχείρησε μεταξύ της αριστοτελικής επιστήμης και της χριστιανικής Αποκάλυψης είχε μεγάλη επίδραση σε ολόκληρη την Δυτική σκέψη.
Ο Θωμάς πίστευε ότι το θέμα της αιωνιότητας του κόσμου αφορά  και τον ορθολογισμό αλλά και την αιτιακή σχέση του κόσμου με τον Δημιουργό.
Με τη διδασκαλία του οδήγησε τους θεολόγους στη μελέτη των έργων του Αριστοτέλη ώστε  μέσα από την παρατήρηση και τον Λόγο να μάθουν να χρησιμοποιούν αυστηρές επιστημονικές μεθόδους για να εξηγήσουν τα μυστήρια της Αποκάλυψης όπου ο πιστός έχει πρόσβαση μόνο με τη βοήθεια της Θείας Φώτισης. Άρα, η Χάρη δεν καταστρέφει τη Φύση αλλά την τελειοποιεί.
Βασική θέση του Θωμισμού είναι  η διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Σε κάθε πεπερασμένο ον δίνεται η δυνατότητα να κινηθεί από την ύπαρξη και να δράσει, περιορίζοντας ταυτόχρονα την ύπαρξη. Ο Θεός είναι το μόνο αυθύπαρκτο Ον χωρίς διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ύπαρξή Του.
Η αγαθότητα του Θεού και των ανθρώπων, κατά τον Θωμά μπορεί να βεβαιωθεί με την  αρχή της αναλογίας και να γίνει γνώσιμη στο επίπεδο της αναλογίας.

ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Μεθοδολογικά, η φιλοσοφία βασίζεται στους λογικούς κανόνες σκέψης.              
ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ-Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ-Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
             
Ενώ η θεολογία στην αποκάλυψη  το δόγμα.
Αντικείμενο φιλοσοφίας: Άνθρωπος κόσμος.
Αντικείμενο θεολογίας: ο Θεός.
2 είδη θεολογίας: α) Φυσική θεολογία με εργαλείο περισσότερο τη λογική και λιγότερο την αποκάλυψη, β) Δογματική με εργαλείο το δόγμα.
Το κοινό πεδίο φιλοσοφίας και θεολογίας αποτελεί η θεωρητική ενασχόληση με το Θεό, σε περιπτώσεις όπως η θεμελίωση αποδείξεων περί υπάρξεώς Του. Συνεπώς, οι 2 δραστηριότητες συναντιούνται μόνο στο χώρο της Φυσικής θεολογίας.
Κατά τ’ άλλα, οι 2 πνευματικές δραστηριότητες καθίστανται ασύμβατες.
Ωστόσο, υπάρχει δυνατότητα συνεργασίας, με τη θεολογία να καλύπτει κενά (όπως το δόγμα της Τριάδας) της φιλοσοφίας, σε πεδία που η δεύτερη δε δύναται να αποδείξει. Επιπλέον, λόγω της διαφορετικότητάς τους, η φιλοσοφία δε δύναται να υποκαταστήσει τη θεολογία και την αυθεντία της.
Όμως, αποτελεί ηθική υποχρέωση του φιλοσόφου η ενασχόλησή του με τη θεολογία, για την περάτωση της ένωσης με το Θεό, η οποία αποτελεί βασική ανθρώπινη προδιάθεση.
Για τον Ακινάτη, οι άθεοι, άπιστοι ή ειδωλολάτρες φιλόσοφοι είναι σε θέση να γνωρίζουν την αλήθεια σχετικά με την ύπαρξη του Θεού, όμως οι θεωρίες τους θα παραμένουν «ατελείς και ανολοκλήρωτες». Κατά τη συλλογιστική του, η έλλειψη τελειότητας και ολοκλήρωσης της φιλοσοφίας δεν ταυτίζονται αναγκαστικά με την πλάνη, αλλά όπου εκείνη διαφωνεί με τη θεολογία, η τελευταία πρέπει να υπερτερεί.
 Σε αντίθεση με τον Μποεναβεντούρα, ο Ακινάτης πιστεύει πως οι άπιστοι φιλόσοφοι μπορούν να εξάγουν σωστές κρίσεις αναφορικά με τον άνθρωπο, τον κόσμο ή τον Θεό.
Ο Ακινάτης προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον σεβασμό του προς την πνευματική προσφορά του Αβερρόη  και την ανάγκη ανάδειξης της υπεροχής της λατινικής θεολογίας. Έτσι, εισάγει μιαν σχολαστική εκδοχή του (αβεροϊκού) δόγματος περί διπλής αλήθειας.

     ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΑΚΙΝΑΤΗ: Η ΥΛΟΜΟΡΦΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Για τον Ακινάτη υπάρχει πλουραλισμός ουσιών & υποστάσεων
Το ανθρώπινο μυαλό γνωρίζει – πρώτα τα υλικά πράγματα-  μέσω των αισθήσεων. Βέβαια, βάσει του στοχασμού προβαίνει σε διακρίσεις ανάμεσα στις α) ουσιαστικές (πραγματικές) αλλαγές και β) στις φαινομενικές.
Αποδέχεται την «αριστοτελική διάκριση μεταξύ ουσιωδών και επουσιωδών χαρακτηριστικών και δέχεται τη θεωρία των αριστοτελικών κατηγοριών».
Επίσης, υιοθετεί τον αριστοτελικό υλομορφισμό και ορίζει:
Α) Άμορφη Ύλη ως καθαρή δυνατότητα – Β)  Μορφή ως πρώτη πράξη ενός φυσικού σώματος.
Και 2 μπορούν να υπάρξουν μόνο σε ταυτόχρονη συνύπαρξη
Για τον Ακινάτη, μπορούν να υπάρξουν μόνο συγκεκριμένες υπάρξεις (συνθέσεις μορφής & ύλης) και ΟΧΙ γενικές έννοιες (χρόνος, ύλη, ενέργεια) αυτονομημένες από συγκεκριμένες περιστάσεις.
Αρχή εξατομίκευσης της μορφής αποτελεί η ύλη, που προσδιορίζεται ποσοτικά χάρη στην ένωσή της με τη μορφή.
Οι αλλαγές γίνονται για κάποιο σκοπό, και κάθε αλλαγή βαίνει προς τον τελικό σκοπό (τελεολογία)
Οι αλλαγές ενυπάρχουν είτε στο δρών υποκείμενο, είτε εν δυνάμει στο αντικείμενο
Για τον Ακινάτη, ο υλομορφισμός δύναται να υπάρξει μόνο στον ορατό και σωματικό κόσμο.
Εξάλλου, η μορφή (1η πράξη) δεν ενυπάρχει στην πρώτη ύλη (δυνατότητα), αλλά η αλλαγή συνίσταται στην έλλειψη. Δηλαδή, η απουσία μιας νέας μορφής δημιουργεί συνάμα την ανάγκη της ύπαρξής της, χάρη στην επενέργεια ενός εξωτερικού παράγοντα πάνω στην πρώτη ύλη.
Αρχική μορφή: καθοριστική (προσδιοριστική της κατηγορίας & της ουσίας) κάθε πράγματος.
Υπόλοιπες μορφές: Προσωρινές.
Οντολογική ιεραρχία μορφών:
  1. Ανόργανες ουσίες
  2. μορφές φυτών
  3. μορφές μη λογικών, αλλά ικανών προς αίσθηση ζώων
  4. μορφή λογικής ψυχής του ανθρώπου
  5.     Άγγελοι (δίχως ύλη): καλύπτουν το κενό μεταξύ πεπερασμένου ανθρώπου και άπειρου Θεού
  6. Άπειρη καθαρή ενέργεια άυλου θεού.
        ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΙΙ: ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΗΣ
Ο μη ορατός κόσμος δεν έχει υλομορφική υπόσταση
Αριστοτελική διάκριση: Δύναμης (δυνατότητας για αλλαγή) – Ενέργειας (πραγματοποίηση της δυνατότητας), εφαρμόσιμη σε ορατό και αόρατο κόσμο
Προϋποθέσεις: α) Ον εν δυνάμει μεταβλητό, β) επίδραση εξωγενούς υποκειμένου
Σε Ορατά σώματα: δυνατότητα αλλαγής στην ύλη
Σε Αγγέλους: Στο νου και θέληση, δίχως δυνατότητα απόκτησης ύλης (αλλαγής της ουσίας τους

ΚΤΙΣΤΑ-ΑΚΤΙΣΤΑ
Υλικά σώματα: Ουσία συνίσταται στη σύνθεση μορφής  ύλης
Άυλα σώματα: Ουσία, μόνο στη μορφή.
Οντολογική δυνατότητα όλων για ύπαρξη
Ύπαρξη: πραγμάτωση της δυνατότητας.
Δυνατότητα και Ενέργεια: Σε όλα τα Κτιστά
Α) Από τη στιγμή της δημιουργίας τους
Β) Ανεξάρτητα από την υλική ή μη φύση τους
Γ) Αλλαγές προκύπτουν χάρη συνδυασμού δυνάμει χαρακτηριστικών και εν ενεργεία πραγματοποιημένων.
Θεός: μόνος Άκτιστος, με μόνο ενέργεια και πλήρως πραγματοποιημένη δυνατότητα
Σε κτιστά όντα: δύναται να υπάρξει διαχωρισμός μεταξύ Ουσίας (δυνατότητας ύπαρξης) και Ύπαρξης (πραγματοποιημένης δυνατότητας)
Σε Άκτιστο Θεό: Ουσία και Ύπαρξη ταυτίζονται
Ο Ακινάτης δέχτηκε ότι κάθε πεπερασμένη ουσία μπορεί να νοηθεί χωρίς το χαρακτηριστικό της ύπαρξης. Όμως η ουσία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ύπαρξη του όντος που την κατέχει. 
Έμφαση στην έννοια της ύπαρξης εις βάρος της ουσιολογίας. Επηρέασε τον υπαρξισμό: η ύπαρξη καθορίζει την ουσία.

    ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΘΕΟΥ.
Η επιχειρηματολογία του Ακινάτη περί ύπαρξης Θεού, στοχεύει στην αντιμετώπιση των κύριων αντιπάλων του, οι οποίοι δεν είναι άθεοι αλλά αλλόπιστοι, καθώς δεν ασπάζονταν την έννοια του Θεού όπως την έθετε η ρωμαιοκαθολική εκκλησία.
Οι 5 αποδείξεις της θεϊκής ύπαρξης έχουν σαφείς επιρροές από τους φιλοσόφους: Αλβέρτο, Άνσελμο, Αβικέννα και Μαϊμονίδη.
ΑΝΣΕΛΜΟΣ
ΑΝΣΕΛΜΟΣ

1η Απόδειξη: ΚΙΝΗΣΗ: Αναγωγή της εν δυνάμει ενέργειας σε Ενέργεια. Όμως, προϋπόθεση της κίνησης συνιστά η παρουσία εξωγενούς παράγοντα. Βεβαία, η ύπαρξη άπειρης αλληλουχίας εξωγενών παραγόντων που επενεργούν διαδοχικά στο εν κινήσει σώμα, οδηγεί στο συμπέρασμα ύπαρξης εξωγενών παραγόντων δίχως αρχή, κάτι που αποτελεί άτοπο. Συνεπώς, το μοναδικό ον που είναι σε θέση να επιτελέσει την αρχική κίνηση είναι μόνο ο Θεός, ο οποίος αποτελεί «όλο ενέργεια» και οντολογικά δεν έχει κίνηση ο ίδιος. [Πρώτο Κινούν].
2η Απόδειξη: ΥΠΑΡΞΗ: των όντων οφείλεται σε εξωτερικό παράγοντα, διότι αν ήταν αυθύπαρκτη, θα εμφανίζονταν το λογικό άτοπο της ύπαρξης [του όντος] πριν την ύπαρξη. Συνεπώς, η αρχική αιτία της ύπαρξης είναι εξωτερική και μπορεί να είναι μόνο ο Θεός.
3η Απόδειξη: ΤΥΧΑΙΟΤΗΤΑ ΥΠΑΡΞΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ:  Διότι στην περίπτωση της αναγκαιότητας της ύπαρξης των αισθητών όντων, αυτά δε θα άλλαζαν και θα είχαν αιώνια υπόσταση. Ωστόσο, η ύπαρξη των όντων, τουλάχιστον αναφορικά με την πρώτη τους μορφή, είναι μεταβλητή και παροδική, κάτι που καταδεικνύει την τυχαιότητα. Οπότε, οφείλουν την ύπαρξή τους σε κάποιον άλλον παράγοντα που είναι ο Θεός, καθότι είναι και το μόνο αναγκαίο ον.
4η Απόδειξη:                                                                                                                                                                                                                                      
5η Απόδειξη: ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΚΗ: Όλα τα ανόργανα όντα αν και δίχως γνώση, συχνά αν και όχι πάντα, κινούνται προς κάποιον σκοπό. Συνεπώς, υπάρχει έλλειμμα γνώσης που να τα οδηγεί στην ικανοποίηση κάποιου σκοπού. Ο καλύτερος δυνατός σκοπός παρέχεται εξωτερικά από κάποιο σκεπτόμενο ον, δηλαδή τον ίδιο το Θεό, χάρη στην παντογνωσία Του.
Για τον Ακινάτη, η πιο σπουδαία απόδειξη είναι η πρώτη, καθότι πιο ξεκάθαρη για την κατανόηση της ύπαρξης του Θεού.
Οι τρεις πρώτες αποδείξεις, εδράζονται στην ερμηνεία των αποδείξεων της καθημερινής ζωής και χρησιμοποιούν την ίδια κατεύθυνση απόδειξης του Θεού ως αρχής των πάντων.
Η τέταρτη απόδειξη συνιστά παραλλαγή των τριών πρώτων, με έμφαση στο γλωσσικό και λογικό επίπεδο.
Η Πέμπτη απόδειξη συνιστά βασική θέση των ρωμαιο-καθολικών φιλόσοφων μέχρι και τις μέρες μας.
Λόγω της πεποίθησης των σχολαστικών της εποχής του Ακινάτη, ότι ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να συλλάβει και να κατανοήσει την ύπαρξη του Θεού, δίχως τη χρήση των εμπειρικών δεδομένων, στις απαντήσεις δίνεται έμφαση σε αισθητηριακές και παρατηρησιακές παραμέτρους.

    ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ Ή ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ
Για τον Ακινάτη, ο άνθρωπος αποτελεί σύνθεση Ψυχής & Σώματος (υλομορφισμός). Η λογική Ψυχή αποτελεί
ΑΒΙΚΕΝΝΑΣ.
ΑΒΙΚΕΝΝΑΣ.
συγκεκριμένη υποστατική μορφή και ενώνεται με την πρώτη ύλη δημιουργώντας το ανθρώπινο σώμα.
Η υποστατική μορφή είναι μία, και ο άνθρωπος αποτελεί ένωση ψυχής και σώματος κι όχι κάθε ιδιότητα ξεχωριστά.
Ανθρώπινη ψυχή & υποστατική μορφή δίνουν στον κάθε άνθρωπο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του: αισθαντικές, αναπτυξιακές και λογικές λειτουργίες του σώματός του.
Ο Ακινάτης αναβαθμίζει τη λειτουργία του σώματος, το οποίο δεν αποτελεί φυλακή της ψυχής όπως στην πλατωνική θεωρία, αλλά απαραίτητο συστατικό για την μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των λειτουργιών και των ικανοτήτων της ψυχής. Μόνο χάρη στο σώμα μπορεί η ψυχή να έρθει σε επαφή με τον κόσμο και να ενεργοποιηθούν οι αισθαντικές της δυνατότητες. Συνεπώς, ο λόγος ύπαρξης του σώματος είναι η ενεργοποίηση της υποστατικής μορφής σε συμφωνία με τη φύση.
Αυτές οι ικανότητες διακρίνονται σε αισθαντικές, αναπτυξιακές και λογικές ή νοητικές δυνάμεις.
Οι αισθαντικές ικανότητες χρειάζονται το σώμα για να πραγματοποιηθούν και συνεπώς, μετά θάνατον, εμπίπτουν σε μια λανθάνουσα κατάσταση, αναμένοντας την επαναδραστηριοποίησή τους κατά την τελική ανάσταση.
Στις λογικές ικανότητες, η λειτουργία τους παραμένει αναλλοίωτη και μετά θάνατον.
Βοηθητικές δυνάμεις για τη λειτουργία των τριών βασικών αποτελούν κάποιες δευτερεύουσες, όπως: της κίνησης (πηγαίνουμε προς κάποιο επιθυμητό αντικείμενο), της επιθυμίας (μετατροπή ενός αντικειμένου σε αυτοσκοπό και όχι σε μέσο προς επίτευξη άλλου σκοπού).
Η εσωτερική ζωή του ανθρώπου συνιστά μια διαρκή αλληλεπίδραση των τριών βασικών επιπέδων της ψυχής: αναπτυξιακού (δυνάμεις τροφής, ανάπτυξης, αναπαραγωγής), αισθαντικού (εξωτερικές και εσωτερικές αισθήσεις, δυνάμεις κίνησης και επιθυμίας), λογικού ή νοητικού (παθητικός και ενεργητικός νους, βούληση).
Η ιεράρχηση και κατηγοριοποίηση των δυνάμεων αναφορικά με το αντικείμενο ενεργοποίησής τους εξηγούν τις ανθρώπινες πράξεις στην ανθρωπολογία και την ψυχολογία του Ακινάτη.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
Η θεωρία του καλού μας κατευθύνει στη ζωή και η επιθυμία καθορίζεται από το καλό που θέλει να αποκτήσει ο άνθρωπος.
Καθοριστικής σημασίας για την κατεύθυνση προς το καλό, είναι η ανθρώπινη βούληση που διακρίνεται σε ελεύθερη (ελεύθερη επιλογή των μέσων) και μη ελεύθερη (έλλειψη ελευθερίας ως προς την επιλογή των μέσων).
Η ελευθερία βούλησης εξαρτάται από την επιλογή των μέσων, και συνεπώς συνδέεται άμεσα με την λογική ικανότητα της ανθρώπινης ψυχής
Η ελεύθερη επιλογή των μέσων για την επίτευξη του καλού, προϋποθέτει την αξιοποίηση της δυνατότητας για ελεύθερη βούληση.
Στις περιπτώσεις που άνθρωπος δεν μπορεί να επιλέξει ελεύθερα τα μέσα, όπως υπό την επήρεια μέθης, φαρμακευτικών ουσιών ή εξαρτητικών τρόπων συμπεριφοράς, η ελευθερία επιλογής προκύπτει από την πρώτη φορά που επέλεξε στο παρελθόν τη χρήση τέτοιων μέσων.
Για τον Ακινάτη υπάρχει διάκριση μεταξύ εφικτής ελευθερίας της βούλησης και ανέφικτης ελευθερίας επιλογής των σκοπών.
Αν και υπάρχει στην ανθρώπινη βούληση ροπή προς την κατεύθυνση του γενικού καλού, δεν υπάρχει λογική ή άλλη αναγκαιότητα στη σύνδεση των μέσων για την επίτευξη κάποιου σκοπού.
Συνεπώς, η ελευθερία συνίσταται στην επιλογή των μέσων και όχι της επιλογής του σκοπού.
Ο πάγιος σκοπός της βούλησης είναι μόνο το καλό.
Οπότε ο σκοπός του κακού προκύπτει από την έλλειψη συνειδητοποίησης ότι αυτό δεν αποτελεί το καλό. (Ακούσια επιλογή του κακού-Σωκράτης).
Πάγια επιδίωξη των ανθρώπων αποτελεί η Ευδαιμονία, η οποία πραγματώνεται μόνο κοντά στο Θεό
Ωστόσο, η αδυναμία διάκρισης μεταξύ των πράξεων που ως μέσα οδηγούν στον σκοπό της  ευδαιμονίας και η αδυναμία προσανατολισμού στην προσπάθεια προσέγγισης του θεού, αποτελούν τους λόγους της αμαρτίας με συνέπεια τη δυστυχία, καθότι δε χρησιμοποιούμε ορθά την ελευθερία βούλησης.

ΣΧΕΣΗ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ ΝΟΥ.
Για τον Ακινάτη, σε διαφωνία με τον Αβερρόη, ο ανθρώπινος νους αποτελεί «μέρος» (τμήμα) της ψυχής και οι δυο τους δεν έχουν διαφορετική υπόσταση.
Έτσι ο Ακινάτης απορρίπτει τις εξής θέσεις του Αβερρόη:
Α) ο νους αποτελεί ξεχωριστή υπόσταση ή ουσία σε ιδιαίτερη σύνδεση ή σχέση με την ψυχή.
Β) Ο νους είναι ίδιος για όλους τους ανθρώπους.
Γ) Ο νους επιζεί μετά το θάνατο.
Διότι, αν τις δεχτούμε σημαίνει πως απορρίπτουμε το δόγμα περί προσωπικής ψυχής και αθανασίας της.

ΘΕΣΕΙΣ ΑΚΙΝΑΤΗ ΠΕΡΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ:
Α) η ψυχή ως μορφή του σώματος πολλαπλασιάζεται όπως το ίδιο συμβαίνει και με τα σώματα
Β) δεν υπάρχει κοινή ψυχή (μονοψυχισμός) για όλους τους ανθρώπους
Γ)υπάρχει ξεχωριστή και αθάνατη ψυχή για κάθε άνθρωπο, και όλες δημιουργούνται από το Θεό.
Συνέπεια της αθανασίας της προσωπικής ψυχής, αποτελεί η διαφορά των μερών της ψυχής ανάμεσα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Απόδειξη του προηγούμενου αποτελεί για τον Ακινάτη, η διαφορετικότητα του τρόπου σκέψης μεταξύ των ανθρώπων.
ΑΒΕΡΡΟΗΣ.
ΑΒΕΡΡΟΗΣ. ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΡΑΒΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
Τα επιχειρήματα του Ακινάτη ενάντια στη θεωρία του μονοψυχισμού του Αβερρόη έχουν ως εξής:
Α) Η αποδοχή της θέσης, ότι η ψυχή ή τμήματά της είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους, ακυρώνει κάθε έννοια μετά θάνατον ανταμοιβής της ψυχής, καθότι η αθανασία ενός κοινού νου δεν επιτρέπει τον επιμερισμό των πράξεων των ξεχωριστών ανθρώπων, ώστε να ανταμειφθούν ή να τιμωρηθούν γι’ αυτές.
Β) Η αποδοχή της θέσης για κοινή κτήση του ενεργητικού νου απ’ όλους τους ανθρώπους, επιβάλει την εγκατάλειψη της (περιορισμένης) ελευθερίας βούλησης της θεωρίας του Ακινάτη.
Γ) Η αποδοχή της θέσης ότι ο παθητικός νους είναι κοινός σε όλους τους ανθρώπους, προϋποθέτει την εγκατάλειψη της αριστοτελικής θέσης, ότι η ψυχή αποτελεί τη μορφή του σώματος (κοινός παθητικός νους-κοινό σώμα)
Δ) Η αποδοχή της θέσης πως ενεργητικός & παθητικός νους αποτελούν ξεχωριστές ουσίες ή υποστάσεις ή ξεχωριστά και ανεξάρτητα μέρη της ψυχής, έχει ως προέκταση ότι τα αισθητηριακά δεδομένα είναι περιττά. Εφόσον έτσι, ο ενεργητικός νους θα συνέθετε αενάως και ο παθητικός θα δέχονταν για όλους τους ανθρώπους, δίχως την ανάγκη της ανθρώπινης επικοινωνίας με το περιβάλλον.
Η έμφαση του Ακινάτη δίνεται στη συστηματικότητα μιας θεωρίας του ανθρώπου και στην επιστημολογική σημασία των άμεσων δεδομένων των αισθήσεων..
Για τον Ακινάτη, η ψυχή αποτελεί  tabula rasa. Τα δεδομένα του νου δημιουργούνται εκ του μηδενός χάρη στην αισθητηριακή εμπειρία
Ο Ακινάτης αποφεύγει τόσο τον ιδεαλισμό, όσο και τον αφελή ρεαλισμό στην επιστημολογία του, χάρη στην ακόλουθη θεωρία του για την καθημερινή αντίληψη του κόσμου:
Α) Τα υλικά σώματα επενεργούν στις ανθρώπινες αισθήσεις
Β)Οι αισθήσεις αντιλαμβάνονται μόνο συγκεκριμένα δεδομένα του κόσμου και επιμέρους έννοιες.
Γ) Στη φαντασία δημιουργείται ένα φάντασμα ή εικόνα, το οποίο αναπαριστά το συγκεκριμένο υλικό σώμα που εκλαμβάνουν οι αισθήσεις.
Δ) Ο ενεργητικός νους επιδρά αφαιρετικά πάνω στο φάντασμα και το αναλύει με την αρωγή κατηγοριοποιημένων γενικών & καθολικών εννοιών.
Ε) Ο ενεργητικός νους επιδρά ακολούθως στον παθητικό νου και «τυπώνει» σ’ αυτόν γενικές ιδέες που δημιούργησε από τα αισθητηριακά δεδομένα
Στ) Ο παθητικός νους αντιδρά στην επίδραση του ενεργητικού νου, καθώς μορφοποιεί την πλήρη γενική ή καθολική έννοια.
Για τον Ακινάτη, οι αισθήσεις αντιλαμβάνονται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του αντικειμένου τους, ενώ ο νους την ουσία του.
Οι καθολικές ή οι συγκεκριμένες έννοιες και τα χαρακτηριστικά των δεδομένων των αισθήσεων, αποτελούν απλά μέσα της νόησης και όχι τη νόηση καθαυτή.
Ο ανθρώπινος νους έχει ως αντικείμενα τις καθολικές έννοιες που δημιούργησε ο ενεργητικός νους, αλλά δεν εξαντλείται υποστατικά στη δημιουργία τους. Επιπλέον, δύναται να ανάγει τις πλήρεις καθολικές έννοιες ως αντικείμενα.
Ο Ακινάτης πρώτος μελέτησε και κατέγραψε συστηματικά τη ζωή της ανθρώπινης συνείδησης ορίζοντας ως κύριο χαρακτηριστικό την ιδιότητα της αναφορικότητας ή προσθετικότητας (intentinalitas). Δηλαδή, η συνείδηση μπορεί να θέτει ως αντικείμενά της εκτός από τα δεδομένα των αισθήσεων και τις έννοιες τις οποίες χειρίζεται στη νόηση της πραγματικότητας.

       Η ΗΘΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ 
Σκοπός της ζωής και επίτευξη της ανθρώπινης ολοκλήρωσης, κατά την ηθική του Ακινάτη, συνιστά η ευδαιμονία, η οποία επιτυγχάνεται μέσω των ηθικών πράξεων.
Τόσο η ολοκλήρωση, όσο και ο σκοπός της ζωής, δύναται να κατορθωθούν μέσω των ηθικών ανθρώπινων πράξεων που κινούνται προς το Θεό.
Η τελεολογική και ευδαιμονική ηθική του Ακινάτη βρίσκεται σε συμφωνία με εκείνη του Αριστοτέλη, αλλά διαφέρουν ως προς τον ορισμό της έννοιας της ευδαιμονίας. Για τον Αριστοτέλη σήμαινε τη γνώση του τρόπου λειτουργίας του κόσμου, ενώ για τον Ακινάτη τη θέαση του Θεού, του Απόλυτου Αγαθού.
Για τον Ακινάτη η ευδαιμονία χωρίζεται σε 2 είδη:
Α) την εν ζωή που συναρτάται με τις ελεύθερες πράξεις προς την κατεύθυνση της φυσικής γνώσης του Θεού (Φυσική Θεολογία) και τα έργα αγάπης προς το Θεό (ατελής ευδαιμονία)
Β) τη μετά θάνατον, χάρη στη θέαση του ίδιου του Θεού (τέλεια ευδαιμονία)
Ανάμεσα στα 2 είδη ευδαιμονίας  υπάρχει συσχέτιση και αλληλεξάρτηση, καθώς η τέλεια ευδαιμονία αποτελεί φυσική συνέχεια και αποτέλεσμα της ατελούς.
Επιπλέον, ο άνθρωπος επιδιώκει τον τελικό σκοπό της ευδαιμονίας, λόγω της φύσης του. Η ανθρώπινη βούληση αποτελεί μια κίνηση προς την επίτευξη του γενικού αγαθού.
Ωστόσο, η ατελής ευδαιμονία επιτυγχάνεται φυσικά, χάρη στις δυνάμεις του ανθρώπου, η κατάκτηση της τέλειας ευδαιμονίας προϋποθέτει την θεϊκή παρέμβαση και χάρη.
Στο ηθικό σύστημα του Ακινάτη, οι ανθρώπινες πράξεις που ενέχουν πρόθεση διακρίνονται σε ηθικές (αγαθές) και ανήθικές (κακές). Επιπλέον, όσες πράξεις ενέχουν πρόθεση και είναι λογικά σχεδιασμένες και κατορθωμένες για την επίτευξη του τελικού σκοπού της ευδαιμονίας είναι καλές, ενώ οι υπόλοιπες είναι κακές.
Οι ακούσιες πράξεις, δεν εμπίπτουν στον άξονα της ηθικής.
Συνάμα, ο άνθρωπος έχει την ευθύνη όλων των εκούσιων πράξεών του (εμπρόθετων), ακόμα κι αν αυτές οφείλονται σε βαθιά ριζωμένες συνήθειες, τις οποίες δύσκολα μπορεί να ελέγξει.
Σε συμφωνία με τον Αριστοτέλη, ο Ακινάτης θεωρεί πως οι συνήθειες του ανθρώπου, για τις οποίες φέρει και την
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ολοκληρωτική ευθύνη, αποτελούν τις ανθρώπινες αρετές (και τις κακίες).
Έτσι, το ηθικά καλό βρίσκεται σε σύνδεση με το Θεό και χαρακτηρίζεται ως θετικό και πλήρες ως προς την ύπαρξή του.
Ωστόσο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το κακό, το οποίο δεν είναι αυτοτελές και αποτελεί  την έλλειψη καλού.
Συνεπώς, το κακό δεν κατέχει ξεχωριστή οντότητα και γι’ αυτό η τέλεσή του γίνεται λόγω άγνοιας και όχι από βούληση.
Πάλι σε ταύτιση με τις αριστοτελικές αρχές, ο Ακινάτης θεωρεί πως η ουσία της ηθικής ζωής εμπεριέχεται στο ρόλο της μεστότητας, σχετικά με τα ανθρώπινα πάθη. Έτσι, αμετροεπής χρήση της λογικής ή η έλλειψή της οδηγεί στην κακία, ενώ στη μέση λύση εδράζεται ο ενάρετος βίος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η θεωρία του Ακινάτη δεν εξοβελίζει τα πάθη και αναγνωρίζει τη σχόλη, αποφεύγοντας στατικές αντιλήψεις, χάρη στο ρόλο που κατέχει η λογική στον ανθρώπινο βίο.
Η φυσιοκρατία του Ακινάτη, επίσης ακολουθεί τις αρχές του Αριστοτέλη, θεωρώντας πως με τη χρήση της λογικής, ο άνθρωπος οφείλει να βρει το μέσο για την κατάκτηση της αρετής & της ευδαιμονίας.
Έτσι, η λογική πράξη δεν είναι ενάντια στη φύση, διότι ακριβώς η ανθρώπινη φύση είναι αυτή που επιδιώκει την ηθική ζωή και την ευδαιμονία.
Θεμέλιο και προϋπόθεση δηλαδή του ηθικού νόμου, αποτελεί ο φυσικός νόμος και οδηγός στην εξεύρεσή του αποτελεί χρήση της λογικής.
Η συνεχόμενη αλληλεξάρτηση και η αλληλεπίδραση, στις οποίες βρίσκονται ηθικός και φυσικός νόμος αποτελεί εχέγγυο για την αποφυγή υπερβολικής χρήσης της λογικής.
Βολταίρος
Βολταίρος
Ωστόσο επειδή ακριβώς ο φυσικός νόμος είναι ένας για όλες τις εποχές, έτσι ακριβώς οφείλει να είναι και ο ηθικός.
Η μόνη αλλαγή που γίνεται δεκτή είναι εκείνη των περιστάσεων που εφαρμόζονται οι κανόνες ηθικής, στις διαφορετικές εποχές ή μεταξύ ξεχωριστών πολιτισμών. Επουδενί όμως η εφαρμογή των ηθικών κανόνων πρέπει να είναι αντίθετη με το πνεύμα και τη λογική του ηθικού νόμου που τους επιβάλλει.
Ειδικότερα, ο νόμος που δεν επιδέχεται καμία αλλαγή («ακόμα και στις συγκεκριμένες περιστάσεις εφαρμογής του») είναι ο θεϊκός ή υπερβατικός νόμος
Ο θεϊκός ή υπερβατικός νόμος αποτελεί τον οδηγό, αφενός για τον φυσικό νόμο (ο Θεός γνωρίζει απόλυτα την ανθρώπινη φύση, λόγω δημιουργίας), αφετέρου για τον ηθικό νόμο (ο Θεός είναι απόλυτος γνώστης των γενικών και συγκεκριμένων συνθηκών των ηθικών πράξεών μας).
Επιπλέον, ο θεϊκός νόμος αρχικά δόθηκε στον άνθρωπο, κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, ώστε να οδηγήσει τον άνθρωπο στο φυσικό νόμο, αλλά τη μετά Χριστό εποχή έχει το ρόλο της καθοδήγησης του ανθρώπου στην υπερβατική πορεία του και στην «εκδήλωση της αληθινά φυσικής επιθυμίας του για την ένωση με το Θεό.
Οπότε, στο ηθικό σύστημα του Ακινάτη, ο θεϊκός νόμος διασφαλίζει από αποκλίσεις και τριβές μεταξύ φυσικού & ηθικού νόμου.
Ο θεϊκός κατέχει ανώτερη και  πρωτεύουσα θέση συγκριτικά με τους άλλους δύο, και αποτελεί αρωγό και οδηγό στην επίτευξη του τελικού σκοπού που αποτελεί η τέλεια ευδαιμονία στη θέαση του ίδιου του Θεού.

   Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ
Οι 2 κυρίαρχες πολιτικές αντιλήψεις την εποχή του Ακινάτη ήταν:
Α) η αριστοτελική, που προωθούσε το διαχωρισμό της κοσμικής εξουσίας από την εκκλησία
Β) Αυγουστίνειος νεοπλατωνισμός, που πρέσβευε την υποταγή της κοσμικής εξουσίας στις θελήσεις της εκκλησίας.
Ανάμεσα στις 2 παραπάνω αντιλήψεις, υπήρχε η μειοψηφική και εξισορροπητική βασισμένη στην παράδοση των Δύο Σπαθιών. Η συγκεκριμένη παράδοση ευνοούσε την ιδέα της ισότιμης συνύπαρξης των 2 εξουσιών για το κοινωνικό καλό. Μειονέκτημά της αποτελούσε η αδυναμία άρθρωσης συγκεκριμένης συνεκτικής πολιτικής πρότασης
Για τον Ακινάτη, η κοσμική εξουσία κατέχει το ρόλο ενός φυσικού θεσμού όπως η οικογένεια.
Εδράζεται στην αντίληψη περί ανθρώπινης φύσης και κοινωνικής και πολιτικής προδιάθεσης του ανθρώπου.
Για τον Ακινάτη, ο άνθρωπος αποτελεί τόσο κοινωνικό όσο και πολιτικό ον, που στηρίζεται στην κοινωνική του οργάνωση για την προστασία του, την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών και την επίτευξη της ευδαιμονίας.
Η ανθρώπινη ικανότητα προς κοινωνικά και πολιτικά επιτεύγματα καταδεικνύεται από την έφεση του ανθρώπου στην επικοινωνία και στο χάρισμά του να εκφράζεται λογικά.
Ωστόσο, η φυσική τάση για πολιτική συγκρότηση, συνοδεύεται και από το φυσικό θεσμό της διακυβέρνησης, ώστε χάρη στην καθοδήγηση της να αποφεύγεται η ροπή της ανθρώπινης πολιτικής προδιάθεσης προς αυτοκαταστροφική συμπεριφορά.
Στην πολιτική θεωρία του Ακινάτη, βασικός σκοπός του κράτους οφείλει να είναι το κοινό καλό των πολιτών. Για την επιτυχία αυτού του στόχου προϋποθέσεις αποτελούν:
Α) Ύπαρξη κλίματος ειρήνης εντός των ορίων του κράτους
Β)Οι δραστηριότητες των πολιτών να κατευθύνονται προς το κοινό όφελος
Γ) να διασφαλίζονται τα απαραίτητα υλικά αγαθά που καθιστούν άνετη την επιβίωση των πολιτών
Για την επίτευξη των παραπάνω, η κοσμική εξουσία έχει ως όπλα τον στρατό και την δικαστική εξουσία
Τη θεωρία του Ακινάτη προφυλάσει από τον απολυταρχισμό, η ανάπτυξη των θέσεών του κυρίως για τις σχέσεις α) πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας και β) πολιτικής και δικαστικής εξουσίας.
Για τον Ακινάτη η εκκλησιαστική εξουσία είναι ανώτερη της πολιτικής, λόγω της διαφορετικότητάς της και του ανώτερου σκοπού της. Αυτό όμως δε σημαίνει πως οι 2 είναι αντίθετες μεταξύ τους.
Η κρατική εξουσία αποσκοπεί: στο καλό των πολιτών και στην επίτευξη της ατελούς ευδαιμονίας.
Η εκκλησιαστική εξουσία αποσκοπεί στην τέλεια ευδαιμονία, μετά θάνατον.
Γι’ αυτό είναι ανώτερη και οφείλει να καθοδηγεί εμμέσως (με τη δημιουργία ηθικών προδιαθέσεων) την κρατική, ώστε η τελευταία να μην γίνεται καταπιεστική και τυραννική

Για τον Ακινάτη υπάρχουν 4 είδη νόμου:
  1. Αιώνιος νόμος
  2. Φυσικός νόμος
  3. Θεϊκός θετός νόμος
  4. Ανθρώπινος θετός νόμος
Τα 2 πρώτα είδη είναι θεϊκά δημιουργήματα και ως τέτοια μόνο ο Θεός τα γνωρίζει απόλυτα
ΤΖ. ΛΟΚ
ΤΖ. ΛΟΚ
Ο 3ος νόμος είναι αυτός που αποκάλυψε ο Θεός στους ανθρώπους 9ατελώς στην Παλαιά και τέλεια στην Καινή Διαθήκη).
Ο 4ος νόμος δημιουργείται από τους άρχοντες της πολιτικής & δικαστικής εξουσίας. Στόχο του αποτελεί η εφαρμογή του φυσικού νόμου σε συγκεκριμένες περιστάσεις και η εγγύηση της τήρησής του (με απαγορεύσεις και τιμωρίες).
Έτσι αν ένας ανθρώπινος νόμος αντιβαίνει το θεϊκό θετό ή τον φυσικό νόμο είναι διεστραμμένος, και ο υπήκοος δύναται να μην τον ακολουθήσει.
Κατά συνέπεια, ο πολιτικός άρχοντας οφείλει να σέβεται το θεϊκό και φυσικό νόμο και να δημιουργεί τον κατάλληλο θετό νόμο, για να μην οδηγεί τους πολίτες σε εξέγερση.
Η θεωρία επέδρασε στην ενίσχυση του αισθήματος δικαίου κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και ώθησε στη δημιουργία σχολής πολιτικής θεωρίας για τη δίκαιη χρήση της πολιτικής εξουσίας.
ΡΟΥΣΣΩ
ΡΟΥΣΣΩ
      Επηρέασε: Λοκ, Βολταίρο, Ρουσσώ, θεωρητικούς της Γαλλικής Επανάστασης

   Αν και με τελεολογική και ωφελιμιστική έμπνευση, έθεσε νομικούς και ηθικούς φραγμούς στην πολιτική εξουσία και την έκανε να σεβαστεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελευθερία του υπήκοου-πολίτη.

Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Θωμάς Ακινάτης


Γέννησηπερ. 1225
Θάνατος7 Μαρτίου 1274




Ο Θωμάς ΑκινάτηςΤ.Δ. (ιταλTommaso d'AquinoλατThomas Aquinas1225 – 7 Μαρτίου 1274), γνωστός και ως Θωμάς του ΑκουΐνΘωμάς του ΑκουΐνοΑγγελικός Δάσκαλος (Doctor Angelicus) ή Παγκόσμιος Δάσκαλος (Doctor Universalis) ήταν Ιταλός ιερέας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο Τάγμα των Δομινικανών, και σημαντικός φιλόσοφος και θεολόγος, εκπρόσωπος της σχολής του σχολαστικισμού.
Υπήρξε ο σημαντικότερος υποστηρικτής της φυσικής θεολογίας και ο πατέρας της Θωμιστικής σχολής φιλοσοφίας και θεολογίας, η οποία αποτέλεσε για καιρό την κύρια φιλοσοφική προσέγγιση της Καθολικής Εκκλησίας. Η επιρροή του στη δυτική σκέψη είναι σημαντική, καθώς είναι ένας εκ των οποίων που βοηθούν στην πρόσληψη του Αριστοτελισμού από την Χριστιανική Ευρώπη, συγχωνεύοντας τη χριστιανική θεολογία με την αριστοτελική φιλοσοφία σε αυτό που ονομάζουμε «χριστιανικό αριστοτελισμό». Η σημαντικότερη συνέπεια της διδασκαλίας του είναι, ότι προσπάθησε να συγκεράσει την πίστη με τον λόγο και έστρεψε τους θεολόγους στην μελέτη των έργων του Αριστοτέλη, ώστε να μάθουν να χρησιμοποιούν αυστηρές επιστημονικές μεθόδους, που απορρέουν από την μελέτη του φυσικού κόσμου, προκειμένου να εξηγήσουν τα μυστήρια της Αποκάλυψης Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Ακινάτης θεωρείται στην Καθολική Εκκλησία ως ο αρχετυπικός δάσκαλος για αυτούς που μελετούν για το χρίσμα της ιεροσύνης.
Τα γνωστότερα έργα του είναι το Summa Theologica και το Summa Contra Gentiles. Είναι ένας από τους 33 Διδασκάλους της Εκκλησίας και θεωρείται από πολλούς Καθολικούς ως ο μεγαλύτερος θεολόγος της Εκκλησίας και ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών.


Θωμάς Ακινάτης
Η φιλοσοφία του Ακινάτη είναι θεμελιωμένη στα χριστιανικά δόγματα. Βάση της είναι η θεία αποκάλυψη και τα μυστήρια. Συγκεκριμένα, ως προς την οντολογία, ο Ακινάτης ακολουθεί μια αριστοτελική εκδοχή της φιλοσοφίας του Αλβέρτου, με αποκλίσεις είτε προς την πλατωνική φιλοσοφία, είτε προς τη χριστιανική διδασκαλία. Μια από τις κυριότερες έννοιες που πραγματεύεται είναι η έννοια της ουσίας. Ως ουσία ορίζεται αυτό που δεν ανήκει σε κάτι άλλο ως βάση της ύπαρξής του, αλλά υπάρχει ως υποκείμενο και φορέας ενεργειών. Αυτό που δεν είναι αυτοτελές, αλλά στηρίζει την ύπαρξή του σε κάτι άλλο (ens in alio ens entis) είναι το συμβεβηκός. Η ουσία δεν υπόκειται στις κατηγορίες, αλλά αντίθετα κατηγοριοποιεί τα υπόλοιπα. Είναι αυτό εκ του οποίου τα υπόλοιπα κατηγοριοποιούνται, ενώ εκείνο δεν υπόκειται σε κατηγορίες από κάποιο άλλο. Είναι το επί μέρους, δηλαδή το καθ’ έκαστον. Επομένως, η πρώτη ουσία είναι το καθ’ έκαστον. Αυτό που συστάθηκε από ύλη και είδος. Η ύλη είναι το καθαυτό αδιόριστο, δηλαδή η δύναμη προς διορισμό και πραγματοποίηση· η δύναμη προς το είναι και το ορισμένο είναι. Το είδος είναι αυτό εκ του οποίου η ύλη έρχεται στο διορισμό και στην πραγματικότητα. Εκείνο δηλαδή εκ του οποίου η ύλη γίνεται από δυνάμει ον ενεργεία ον (ens actum). Επομένως, το είδος είναι η αρχή του όντος ως ορισμένο και πραγματικό. Ούτε καθαυτό το είδος, ούτε καθαυτή η ύλη συνιστούν την ουσία, αλλά και τα δυο μαζί. Η ύλη συνιστά τη δύναμη, ενώ το είδος την ενέργεια.
Τα είδη διακρίνονται μεταξύ τους. Υπάρχει η διάκριση μεταξύ του ουσιώδους είδους και του κατά συμβεβηκότος είδους. Ουσιώδες είδος (forma substantialis seu essentialis) είναι εκείνο εκ του οποίου η ουσία λαμβάνει το είναι της και καθίσταται πραγματική. Κατά συμβεβηκός είδος (forma accidentalis) είναι εκείνο που προστίθεται στην πραγματική ουσία και προσδίδει σε αυτήν εξωτερικό διορισμό. Το ουσιώδη είδη διακρίνονται κι αυτά σε ένυλα και σε άυλα ή αυτοτελή. Ένυλα (forma inhaerentes) είναι τα είδη που υπάρχουν μόνο εντός της ύλης, επομένως αυτά δεν δύνανται να είναι πραγματικά και ενεργεία χωρίς την ύλη. Άυλα ή αυτοτελή (formae separate, subsistentes) είναι τα είδη που υπάρχουν πραγματικά καθαυτά και δι’ αυτών χωρίς ύλη (άγγελοι), ή έστω μπορούν να υπάρχουν χωρίς να συνδέονται με την ύλη (οι ανθρώπινες ψυχές).
Επίσης, σπουδαία είναι η διάκριση του Ακινάτη μεταξύ ουσίας (quiditas, natura) και ύπαρξης (essentia, esse) ή του όντος και του φαινομένου. Η ουσία για να γίνει πραγματική πρέπει να λάβει ύπαρξη μέσω κάποιας αιτίας (του Θεού). Η διάκριση είναι τέτοιου είδους, όπως η διάκριση μεταξύ δύναμης και ενέργειας, αφ’ ενός κατά τη σχέση ύλης και είδους και αφετέρου κατά τη σχέση ουσίας και ύπαρξης. Τα νοερά όντα έχουν μόνο τη σύνθεση ουσίας και ύπαρξης, ενώ τα σωματικά την σύνθεση ύλης και είδους. Σχετικά με τα νοερά όντα, η ουσία συμπίπτει προς το είδος, γιατί εκείνα είναι απλώς είδη, ενώ στα σωματικά η ουσία συμπίπτει προς την σύνθεση ύλης και είδους. Κι επειδή πολλά σωματικά όντα έχουν ίδιο είδος και ίδια ύλη, έπεται πως έχουν κοινή ουσία.
Σύμφωνα με τον Ακινάτη η ατομικότητα ξεκινά στην διάκριση της κοινής ύλης (materia communis) από την ατομική (materia individualis ή materia signata). Η κοινή ουσία σε πολλά άτομα υπάρχει πραγματικά μόνο εντός των ατόμων. Η νόηση όμως δύναται να παραβλέπει τις ατομικές διαφορές και να νοεί μόνο την κοινή ουσία. Αποτέλεσμα αυτής την νοητικής ενέργειας είναι ο σχηματισμός της γενικής έννοιας του καθόλου, η οποία προϋποθέτει πολλά άτομα με κοινή ουσία. Το καθόλου υπάρχει και στον ανθρώπινο και στον θείο νου, με διαφορετικό όμως τρόπο. Στον ανθρώπινο νου έπεται των καθ’ εκάστων και συμβαίνει με την αφαίρεση αυτών, ενώ στον θείο νου προηγείται των καθ’ έκάστων ως ιδέα και πρότυπο αυτών.

Η ύλη καθαυτή δεν μπορεί να υπάρχει καμία στιγμή, γιατί αν γίνει καθαυτή αντιληπτή είναι ψιλή δύναμη. Η ύλη δεν υπάρχει πριν από την δημιουργία των όντων. Το άμεσο προϊόν της δημιουργίας είναι η ύλη με το είδος. Υπάρχουν διάφορα γένη σωματικών όντων και σε κάθε γένος πολλά και διαφορετικά άτομα. Η πρώτη όμως αιτία του πλήθους είναι ο Θεός. Ο Θεός, ως τέλειος, ποιεί το αποτέλεσμα όμοιο με αυτόν, εφ’ όσον η δημιουργημένη φύση είναι δεκτική της ομοιότητας. Ο κόσμος, ως τέλειος, έπρεπε να έχει καλή τάξη. Αυτή η τελειότητα απαιτεί να μην περιορίζεται η δημιουργία στα σωματικά, αλλά να εκτείνεται και στα νοερά όντα. Μόνο έτσι ο κόσμος θα επιστρέψει στο Θεό, όταν υπάρχουν όντα όμοια κατά τη φύση με το Θεό, δηλαδή νοερά. Για την επιστροφή όμως στο Θεό, δεν είναι απαραίτητη μόνο η ομοιότητα της φύσης, αλλά χρειάζεται να υπάρχει και ενέργεια. Η ενέργεια αυτή είναι η γνώση και η βούληση, η οποία υπάρχει και στο Θεό.
Ο Ακινάτης διακρίνει δυο τάξεις στον δημιουργημένο κόσμο. Την τάξη των νοερών και εκείνη των σωματικών όντων. Τα σωματικά όντα κατατάσσονται σε διάφορες βαθμίδες και την κατώτατη κατέχουν τα απλά σώματα, τα στοιχεία. Αυτά είναι η βάση της σύνθεσης των σωμάτων. Η βαθμιαία διαδοχική σειρά των σωματικών είναι: τα στοιχεία, τα σύνθετα σώματα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι. Ως προς τα νοερά όντα, αυτά φαίνεται ότι δεν διακρίνονται κατά γένη και είδη, αλλά αποτελούν ένα γένος χωρίς είδη, καθ’ όσον κάθε νοερό ον αποτελεί καθαυτό ένα είδος. Τα νοερά βρίσκονται εγγύτερα στο Θεό και κινούν τα υποδεέστερα. Τα σωματικά επομένως κινούνται από τα ανώτερα όντα και η κίνηση των επίγειων ξεκινά από την κίνηση των ουράνιων. Κατ’ αυτό τον τρόπο το σύμπαν αποτελεί εναρμόνιο σύστημα. Οι ουράνιες σφαίρες κινούνται από νόες, οι οποίοι συνάπτονται με εκείνες εξωτερικά.

Οι άγγελοι είναι τα υπέρτατα δημιουργήματα στα οποία υπάρχει διακεκριμένη η ουσία από την ύπαρξη. Ως νοερά όντα δεν συνίστανται από ύλη και είδος, αλλά ακόμη κι αν είχαν ύλη, αυτή θα διέφερε από την ύλη των σωμάτων. Ως δημιουργήματα είναι παρόντες σε ορισμένο τόπο. Κι έτσι, εφ’ όσον είναι περιορισμένοι τοπικά, δεν δύνανται να βρίσκονται συγχρόνως σε πολλούς τόπους, ούτε πολλοί σε έναν τόπο. Επειδή δεν έχουν ύλη, δεν φθείρονται και είναι ανώλεθροι. Ως πνευματικά όντα διάγουν πνευματικό βίο και έχουν γνώση και βούληση. Επειδή η γνώση τους είναι αΐδια και νοητική, γνωρίζουν τελείως την ουσία τους. Γνωρίζουν και τα καθόλου και τα καθ’ έκαστα. Μπορούν να γνωρίσουν το μέλλον δι’ αποκαλύψεως. Το Θεό μπορούν να τον γνωρίσουν λόγω της ενυπάρχουσας εικόνας εκείνου. Έχοντας ελευθερία βούλησης έχουν δυο είδη αγάπης, τη φυσική και την προαιρετική. Η προαιρετική αγάπη έχει τριπλή αναφορά και είναι η αγάπη των αγγέλων προς τους εαυτούς τους, η αγάπη προς τα έλλογα όντα και η αγάπη προς το Θεό. Διακρίνει ο Ακινάτης, σύμφωνα με την αποκάλυψη, εννέα τάξεις αγγέλων. Την κατώτερη των αγγέλων τάξη ακολουθούν οι ανθρώπινες ψυχές. Ο άνθρωπος είναι ο ενωτικός δεσμός δυο κόσμων, του νοερού και του ένυλου, οπότε το σώμα και η ψυχή συναποτελούν μια φύση.

Περί ψυχής


Thomas Aquinas Summa theologiae 1482.jpg

Η φιλοσοφία του Ακινάτη είναι στενά συνυφασμένη προς την αριστοτελική φιλοσοφία και στο περί ψυχής ζήτημα, όπου ιδιαίτερη σημασία δίνεται στο ζήτημα της φύσης και της αθανασίας της ψυχής, στην σχέση ψυχής και σώματος και στις δυνάμεις της ψυχής.
Ως ψυχή ορίζεται η πρώτη αρχή της ζωής στα υπό την Σελήνη όντα. Και επειδή η ψυχή δεν είναι αρχή κάθε ζωής (οι άγγελοι ζουν χωρίς ψυχή), ορίζεται ως αρχή της ζωής των φυσικών οργανικών όντων. Έτσι θεωρείται ως η πρώτη ενέργεια (actus primus) του οργανικού σώματος. Επειδή οι βαθμίδες της ζωής είναι τρεις, τρία είναι και τα είδη της ψυχής: η φυτική, η ζωική και η ανθρώπινη.
Αρχικά, η ψυχή δεν είναι σωματική αλλά άυλη, γιατί συνιστά την ενέργεια και το είδος του σώματος. Δεύτερον, γιατί αν δεν είναι άυλη θα προϋπέθετε άλλη αρχή, και τρίτον επειδή δυο σώματα δεν μπορούν να βρίσκονται στον ίδιο τόπο. Όπως το σώμα έχει μέρη, έτσι έχει και η ψυχή ως αρχή των μερών της ψυχής που συνάπτει αυτά σε ενότητα. Η ψυχή δεν υφίσταται χωρίς το σώμα και συνιστά υπάρχουσα υπόσταση. Η ενέργειά της, η νόηση, είναι ανεξάρτητη από τα σωματικά όργανα. Αυτό αποδεικνύεται αφενός επειδή δεν είναι αδύνατη η γνώση των καθόλου και των γενικών και αφετέρου επειδή η νόηση στρέφεται στον εαυτό της και έχει αυτοσυνειδησία. Επομένως, η ψυχή, ως αρχή της νόησης, πρέπει να θεωρηθεί πνευματικό ον. Επιπλέον, η ψυχή ως απλή και άφθαρτη, δεν έχει καμία σύνθεση ύλης και είδους.
Για την τελείωση του ανθρώπου απαιτείται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Αλλά αυτό που δημιουργεί την τελείωση είναι αδύνατο να φθείρεται. Έτσι, ο χωρισμός του σώματος από την ψυχή δεν φθείρει την ψυχή. Ο φυσικός πόθος προς την αιώνια ύπαρξη είναι αδύνατο να είναι μάταιος και κενός κατά τον Ακινάτη. Επομένως, εκ της αυτοσυνειδησίας και του πόθου συνάγεται ότι η ψυχή είναι άφθαρτη και αθάνατη.
Η ψυχή κατέχοντας την κατώτατη βαθμίδα του πνευματικού βίου έχει ασθενή γνωστική δύναμη. Επομένως χρειάζεται πολλές γενικές έννοιες ή ανώτερες πνευματικές υποστάσεις για να έχει ακριβή γνώση των πραγμάτων. Αυτές τις έννοιες τις λαμβάνει από τις κατ’ αίσθηση παρατηρήσεις, άρα από την σύνδεσή της με το σώμα.

Σχέση σώματος και ψυχής



Η ψυχή, γράφει ο Ακινάτης, δεν συνάπτεται με το σώμα, ως μια απλή κινούσα αρχή. Το σώμα και η ψυχή έχουν ουσιώδη ενότητα και συναποτελούν τον άνθρωπο, στον οποίο η ψυχή είναι το είδος και το σώμα η ύλη. Προς απόδειξη αυτού ο Ακινάτης επισημαίνει ότι η φύση του ανθρώπου εμφαίνεται στην ενέργειά του. Κύρια ενέργεια του ανθρώπου είναι η νόηση, η οποία τον διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα όντα. Η αιτία της νόησης είναι η ειδοποιός φύση του ανθρώπου. Αλλά το σώμα του ανθρώπου ζει και ενεργεί δια της ψυχής. Άρα η ψυχή είναι το ουσιώδες είδος του σώματος που μεταδίδει το είναι αυτής στο σώμα. Έτσι εκδηλώνεται η φύση του ανθρώπου και συνάμα το πρόσωπο αυτού. Όσο τελειότερη είναι η ψυχή, τόσο ανυψώνεται από την ύλη και ενεργεί ανεξάρτητα από το σώμα. Και είναι μεν η ψυχή η ουσία της ύλης, αλλά η ίδια η ουσία αυτής δεν είναι ένυλη. Περιέχει και διοικεί μέσω της ύλης αλλά δεν περιέχεται, ούτε απορροφάται από αυτήν.

Με βάση τη σχέση της ψυχής με το σώμα συνάγονται διάφοροι προσδιορισμοί. Κάθε ενέργεια της ψυχής προέρχεται από μια ψυχή. Η φυτική, η αισθητική και η νοητική ψυχή δεν είναι διαφορετικές ψυχές, αλλά η ενιαία φύση της μιας ψυχής. Επομένως, η ψυχή υπάρχει ως ουσιώδες είδος του όλου και κάθε μέρους του σώματος. Κι επειδή είναι απλή και δεν έχει μέρη, έπεται ότι υπάρχει ολόκληρη σε όλα τα μέρη. Στην αρχή το έμβρυο έχει φυτική ψυχή, η οποία έπειτα φθείρεται και αντ’ αυτής έρχεται η αισθητική ψυχή, η οποία έχει εντός της δυνάμει την φυτική ψυχή. Τέλος, μεγαλώνοντας το έμβρυο αποβάλλει την αισθητική ψυχή και λαμβάνει αντ’ αυτής νοητική ψυχή, η οποία διαθέτει δυνάμει τις κατώτερες ψυχές. Οι ανώτερες δυνάμεις επενεργούν στις κατώτερες και οι κατώτερες στις ανώτερες, γιατί όλες ενώνονται στο διανοητικό ον.
Η γένεση της ψυχής και η ένωσή της με το σώμα συμβαίνουν συγχρόνως. Η γένεσή της όμως δεν πρέπει να αναχθεί στην γέννηση του ανθρώπου, γιατί αυτή η γέννηση είναι ένυλη και σωματική ενέργεια. Άρα οι ψυχές είναι θείο δημιούργημα.

Ιδιώματα του Θεού

Ο Ακινάτης, εξετάζοντας τα ιδιώματα του Θεού, σημειώνει πως αυτά είναι η πρώτη αιτία· η απόλυτη απλότητα. Ο Θεός δεν σύγκειται από ουσία και ύπαρξη, αλλά και τα δυο συμπίπτουν στο Θεό, χωρίς να υπάρχει σύνθεση ουσίας και συμβεβηκότων. Ο Θεός είναι η τελειότητα, δεδομένου ότι δεν είναι δυνάμει, αλλά ενεργεία. Δεν υπάρχει πραγματική διαφορά της ουσίας του Θεού με τις ιδιότητές του, ή των ιδιοτήτων μεταξύ τους. Τις διακρίνει ο άνθρωπος στη διανόησή του για να ερμηνεύσει τον τρόπο ύπαρξης του Θεού.
Από την τελειότητα συνάγονται και άλλες ιδιότητες του Θεού. Το γεγονός ότι είναι ξένος προς κάθε περιορισμό και κακία τον καθιστά το ακρότατο αγαθό. Από την ιδιότητα του άπειρου συνάγεται η ιδιότητα της πανταχού παρουσίας. Ο Θεός είναι επίσης αναλλοίωτος, αμετάβλητος, αΐδιος, ατελεύτητος. Και επειδή είναι απολύτως άυλος, έπεται ότι είναι και η απόλυτη νόηση. Υποκείμενο της θείας νόησης είναι μόνο η ουσία του Θεού. Επομένως, είναι η απόλυτη αυτογνωσία. Από την αυτογνωσία προκύπτει ότι ο Θεός γνωρίζει τον εαυτό του ως αιτία κι έτσι έχει γνώση των άλλων όντων. Επειδή το πρότυπο των όντων ονομάζεται ιδέα, έτσι η ιδέα των όντων είναι η θεία ουσία. Τέλος, με τον ίδιο τρόπο που η νόηση συμπίπτει με την ουσία του Θεού, έτσι συμπίπτει και η θεία βούληση. Ο Θεός όμως βούλεται τον εαυτό του αναγκαίως, ενώ τα άλλα ελευθέρως.