Γέννηση | περ. 1225 |
---|---|
Θάνατος | 7 Μαρτίου 1274 |
Ο Θωμάς Ακινάτης, Τ.Δ. (ιταλ: Tommaso d'Aquino, λατ: Thomas Aquinas, 1225 – 7 Μαρτίου 1274), γνωστός και ως Θωμάς του Ακουΐν, Θωμάς του Ακουΐνο, Αγγελικός Δάσκαλος (Doctor Angelicus) ή Παγκόσμιος Δάσκαλος (Doctor Universalis) ήταν Ιταλός ιερέας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο Τάγμα των Δομινικανών, και σημαντικός φιλόσοφος και θεολόγος, εκπρόσωπος της σχολής του σχολαστικισμού.
Υπήρξε ο σημαντικότερος υποστηρικτής της φυσικής θεολογίας και ο πατέρας της Θωμιστικής σχολής φιλοσοφίας και θεολογίας, η οποία αποτέλεσε για καιρό την κύρια φιλοσοφική προσέγγιση της Καθολικής Εκκλησίας. Η επιρροή του στη δυτική σκέψη είναι σημαντική, καθώς είναι ένας εκ των οποίων που βοηθούν στην πρόσληψη του Αριστοτελισμού από την Χριστιανική Ευρώπη, συγχωνεύοντας τη χριστιανική θεολογία με την αριστοτελική φιλοσοφία σε αυτό που ονομάζουμε «χριστιανικό αριστοτελισμό». Η σημαντικότερη συνέπεια της διδασκαλίας του είναι, ότι προσπάθησε να συγκεράσει την πίστη με τον λόγο και έστρεψε τους θεολόγους στην μελέτη των έργων του Αριστοτέλη, ώστε να μάθουν να χρησιμοποιούν αυστηρές επιστημονικές μεθόδους, που απορρέουν από την μελέτη του φυσικού κόσμου, προκειμένου να εξηγήσουν τα μυστήρια της Αποκάλυψης Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Ακινάτης θεωρείται στην Καθολική Εκκλησία ως ο αρχετυπικός δάσκαλος για αυτούς που μελετούν για το χρίσμα της ιεροσύνης.
Τα γνωστότερα έργα του είναι το Summa Theologica και το Summa Contra Gentiles. Είναι ένας από τους 33 Διδασκάλους της Εκκλησίας και θεωρείται από πολλούς Καθολικούς ως ο μεγαλύτερος θεολόγος της Εκκλησίας και ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών.
Η φιλοσοφία του Ακινάτη είναι θεμελιωμένη στα χριστιανικά δόγματα. Βάση της είναι η θεία αποκάλυψη και τα μυστήρια. Συγκεκριμένα, ως προς την οντολογία, ο Ακινάτης ακολουθεί μια αριστοτελική εκδοχή της φιλοσοφίας του Αλβέρτου, με αποκλίσεις είτε προς την πλατωνική φιλοσοφία, είτε προς τη χριστιανική διδασκαλία. Μια από τις κυριότερες έννοιες που πραγματεύεται είναι η έννοια της ουσίας. Ως ουσία ορίζεται αυτό που δεν ανήκει σε κάτι άλλο ως βάση της ύπαρξής του, αλλά υπάρχει ως υποκείμενο και φορέας ενεργειών. Αυτό που δεν είναι αυτοτελές, αλλά στηρίζει την ύπαρξή του σε κάτι άλλο (ens in alio ens entis) είναι το συμβεβηκός. Η ουσία δεν υπόκειται στις κατηγορίες, αλλά αντίθετα κατηγοριοποιεί τα υπόλοιπα. Είναι αυτό εκ του οποίου τα υπόλοιπα κατηγοριοποιούνται, ενώ εκείνο δεν υπόκειται σε κατηγορίες από κάποιο άλλο. Είναι το επί μέρους, δηλαδή το καθ’ έκαστον. Επομένως, η πρώτη ουσία είναι το καθ’ έκαστον. Αυτό που συστάθηκε από ύλη και είδος. Η ύλη είναι το καθαυτό αδιόριστο, δηλαδή η δύναμη προς διορισμό και πραγματοποίηση· η δύναμη προς το είναι και το ορισμένο είναι. Το είδος είναι αυτό εκ του οποίου η ύλη έρχεται στο διορισμό και στην πραγματικότητα. Εκείνο δηλαδή εκ του οποίου η ύλη γίνεται από δυνάμει ον ενεργεία ον (ens actum). Επομένως, το είδος είναι η αρχή του όντος ως ορισμένο και πραγματικό. Ούτε καθαυτό το είδος, ούτε καθαυτή η ύλη συνιστούν την ουσία, αλλά και τα δυο μαζί. Η ύλη συνιστά τη δύναμη, ενώ το είδος την ενέργεια.
Τα είδη διακρίνονται μεταξύ τους. Υπάρχει η διάκριση μεταξύ του ουσιώδους είδους και του κατά συμβεβηκότος είδους. Ουσιώδες είδος (forma substantialis seu essentialis) είναι εκείνο εκ του οποίου η ουσία λαμβάνει το είναι της και καθίσταται πραγματική. Κατά συμβεβηκός είδος (forma accidentalis) είναι εκείνο που προστίθεται στην πραγματική ουσία και προσδίδει σε αυτήν εξωτερικό διορισμό. Το ουσιώδη είδη διακρίνονται κι αυτά σε ένυλα και σε άυλα ή αυτοτελή. Ένυλα (forma inhaerentes) είναι τα είδη που υπάρχουν μόνο εντός της ύλης, επομένως αυτά δεν δύνανται να είναι πραγματικά και ενεργεία χωρίς την ύλη. Άυλα ή αυτοτελή (formae separate, subsistentes) είναι τα είδη που υπάρχουν πραγματικά καθαυτά και δι’ αυτών χωρίς ύλη (άγγελοι), ή έστω μπορούν να υπάρχουν χωρίς να συνδέονται με την ύλη (οι ανθρώπινες ψυχές).
Επίσης, σπουδαία είναι η διάκριση του Ακινάτη μεταξύ ουσίας (quiditas, natura) και ύπαρξης (essentia, esse) ή του όντος και του φαινομένου. Η ουσία για να γίνει πραγματική πρέπει να λάβει ύπαρξη μέσω κάποιας αιτίας (του Θεού). Η διάκριση είναι τέτοιου είδους, όπως η διάκριση μεταξύ δύναμης και ενέργειας, αφ’ ενός κατά τη σχέση ύλης και είδους και αφετέρου κατά τη σχέση ουσίας και ύπαρξης. Τα νοερά όντα έχουν μόνο τη σύνθεση ουσίας και ύπαρξης, ενώ τα σωματικά την σύνθεση ύλης και είδους. Σχετικά με τα νοερά όντα, η ουσία συμπίπτει προς το είδος, γιατί εκείνα είναι απλώς είδη, ενώ στα σωματικά η ουσία συμπίπτει προς την σύνθεση ύλης και είδους. Κι επειδή πολλά σωματικά όντα έχουν ίδιο είδος και ίδια ύλη, έπεται πως έχουν κοινή ουσία.
Σύμφωνα με τον Ακινάτη η ατομικότητα ξεκινά στην διάκριση της κοινής ύλης (materia communis) από την ατομική (materia individualis ή materia signata). Η κοινή ουσία σε πολλά άτομα υπάρχει πραγματικά μόνο εντός των ατόμων. Η νόηση όμως δύναται να παραβλέπει τις ατομικές διαφορές και να νοεί μόνο την κοινή ουσία. Αποτέλεσμα αυτής την νοητικής ενέργειας είναι ο σχηματισμός της γενικής έννοιας του καθόλου, η οποία προϋποθέτει πολλά άτομα με κοινή ουσία. Το καθόλου υπάρχει και στον ανθρώπινο και στον θείο νου, με διαφορετικό όμως τρόπο. Στον ανθρώπινο νου έπεται των καθ’ εκάστων και συμβαίνει με την αφαίρεση αυτών, ενώ στον θείο νου προηγείται των καθ’ έκάστων ως ιδέα και πρότυπο αυτών.
Η ύλη καθαυτή δεν μπορεί να υπάρχει καμία στιγμή, γιατί αν γίνει καθαυτή αντιληπτή είναι ψιλή δύναμη. Η ύλη δεν υπάρχει πριν από την δημιουργία των όντων. Το άμεσο προϊόν της δημιουργίας είναι η ύλη με το είδος. Υπάρχουν διάφορα γένη σωματικών όντων και σε κάθε γένος πολλά και διαφορετικά άτομα. Η πρώτη όμως αιτία του πλήθους είναι ο Θεός. Ο Θεός, ως τέλειος, ποιεί το αποτέλεσμα όμοιο με αυτόν, εφ’ όσον η δημιουργημένη φύση είναι δεκτική της ομοιότητας. Ο κόσμος, ως τέλειος, έπρεπε να έχει καλή τάξη. Αυτή η τελειότητα απαιτεί να μην περιορίζεται η δημιουργία στα σωματικά, αλλά να εκτείνεται και στα νοερά όντα. Μόνο έτσι ο κόσμος θα επιστρέψει στο Θεό, όταν υπάρχουν όντα όμοια κατά τη φύση με το Θεό, δηλαδή νοερά. Για την επιστροφή όμως στο Θεό, δεν είναι απαραίτητη μόνο η ομοιότητα της φύσης, αλλά χρειάζεται να υπάρχει και ενέργεια. Η ενέργεια αυτή είναι η γνώση και η βούληση, η οποία υπάρχει και στο Θεό.
Ο Ακινάτης διακρίνει δυο τάξεις στον δημιουργημένο κόσμο. Την τάξη των νοερών και εκείνη των σωματικών όντων. Τα σωματικά όντα κατατάσσονται σε διάφορες βαθμίδες και την κατώτατη κατέχουν τα απλά σώματα, τα στοιχεία. Αυτά είναι η βάση της σύνθεσης των σωμάτων. Η βαθμιαία διαδοχική σειρά των σωματικών είναι: τα στοιχεία, τα σύνθετα σώματα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι. Ως προς τα νοερά όντα, αυτά φαίνεται ότι δεν διακρίνονται κατά γένη και είδη, αλλά αποτελούν ένα γένος χωρίς είδη, καθ’ όσον κάθε νοερό ον αποτελεί καθαυτό ένα είδος. Τα νοερά βρίσκονται εγγύτερα στο Θεό και κινούν τα υποδεέστερα. Τα σωματικά επομένως κινούνται από τα ανώτερα όντα και η κίνηση των επίγειων ξεκινά από την κίνηση των ουράνιων. Κατ’ αυτό τον τρόπο το σύμπαν αποτελεί εναρμόνιο σύστημα. Οι ουράνιες σφαίρες κινούνται από νόες, οι οποίοι συνάπτονται με εκείνες εξωτερικά.
Οι άγγελοι είναι τα υπέρτατα δημιουργήματα στα οποία υπάρχει διακεκριμένη η ουσία από την ύπαρξη. Ως νοερά όντα δεν συνίστανται από ύλη και είδος, αλλά ακόμη κι αν είχαν ύλη, αυτή θα διέφερε από την ύλη των σωμάτων. Ως δημιουργήματα είναι παρόντες σε ορισμένο τόπο. Κι έτσι, εφ’ όσον είναι περιορισμένοι τοπικά, δεν δύνανται να βρίσκονται συγχρόνως σε πολλούς τόπους, ούτε πολλοί σε έναν τόπο. Επειδή δεν έχουν ύλη, δεν φθείρονται και είναι ανώλεθροι. Ως πνευματικά όντα διάγουν πνευματικό βίο και έχουν γνώση και βούληση. Επειδή η γνώση τους είναι αΐδια και νοητική, γνωρίζουν τελείως την ουσία τους. Γνωρίζουν και τα καθόλου και τα καθ’ έκαστα. Μπορούν να γνωρίσουν το μέλλον δι’ αποκαλύψεως. Το Θεό μπορούν να τον γνωρίσουν λόγω της ενυπάρχουσας εικόνας εκείνου. Έχοντας ελευθερία βούλησης έχουν δυο είδη αγάπης, τη φυσική και την προαιρετική. Η προαιρετική αγάπη έχει τριπλή αναφορά και είναι η αγάπη των αγγέλων προς τους εαυτούς τους, η αγάπη προς τα έλλογα όντα και η αγάπη προς το Θεό. Διακρίνει ο Ακινάτης, σύμφωνα με την αποκάλυψη, εννέα τάξεις αγγέλων. Την κατώτερη των αγγέλων τάξη ακολουθούν οι ανθρώπινες ψυχές. Ο άνθρωπος είναι ο ενωτικός δεσμός δυο κόσμων, του νοερού και του ένυλου, οπότε το σώμα και η ψυχή συναποτελούν μια φύση.
Περί ψυχής
Η φιλοσοφία του Ακινάτη είναι στενά συνυφασμένη προς την αριστοτελική φιλοσοφία και στο περί ψυχής ζήτημα, όπου ιδιαίτερη σημασία δίνεται στο ζήτημα της φύσης και της αθανασίας της ψυχής, στην σχέση ψυχής και σώματος και στις δυνάμεις της ψυχής.
Ως ψυχή ορίζεται η πρώτη αρχή της ζωής στα υπό την Σελήνη όντα. Και επειδή η ψυχή δεν είναι αρχή κάθε ζωής (οι άγγελοι ζουν χωρίς ψυχή), ορίζεται ως αρχή της ζωής των φυσικών οργανικών όντων. Έτσι θεωρείται ως η πρώτη ενέργεια (actus primus) του οργανικού σώματος. Επειδή οι βαθμίδες της ζωής είναι τρεις, τρία είναι και τα είδη της ψυχής: η φυτική, η ζωική και η ανθρώπινη.
Αρχικά, η ψυχή δεν είναι σωματική αλλά άυλη, γιατί συνιστά την ενέργεια και το είδος του σώματος. Δεύτερον, γιατί αν δεν είναι άυλη θα προϋπέθετε άλλη αρχή, και τρίτον επειδή δυο σώματα δεν μπορούν να βρίσκονται στον ίδιο τόπο. Όπως το σώμα έχει μέρη, έτσι έχει και η ψυχή ως αρχή των μερών της ψυχής που συνάπτει αυτά σε ενότητα. Η ψυχή δεν υφίσταται χωρίς το σώμα και συνιστά υπάρχουσα υπόσταση. Η ενέργειά της, η νόηση, είναι ανεξάρτητη από τα σωματικά όργανα. Αυτό αποδεικνύεται αφενός επειδή δεν είναι αδύνατη η γνώση των καθόλου και των γενικών και αφετέρου επειδή η νόηση στρέφεται στον εαυτό της και έχει αυτοσυνειδησία. Επομένως, η ψυχή, ως αρχή της νόησης, πρέπει να θεωρηθεί πνευματικό ον. Επιπλέον, η ψυχή ως απλή και άφθαρτη, δεν έχει καμία σύνθεση ύλης και είδους.
Για την τελείωση του ανθρώπου απαιτείται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Αλλά αυτό που δημιουργεί την τελείωση είναι αδύνατο να φθείρεται. Έτσι, ο χωρισμός του σώματος από την ψυχή δεν φθείρει την ψυχή. Ο φυσικός πόθος προς την αιώνια ύπαρξη είναι αδύνατο να είναι μάταιος και κενός κατά τον Ακινάτη. Επομένως, εκ της αυτοσυνειδησίας και του πόθου συνάγεται ότι η ψυχή είναι άφθαρτη και αθάνατη.
Η ψυχή κατέχοντας την κατώτατη βαθμίδα του πνευματικού βίου έχει ασθενή γνωστική δύναμη. Επομένως χρειάζεται πολλές γενικές έννοιες ή ανώτερες πνευματικές υποστάσεις για να έχει ακριβή γνώση των πραγμάτων. Αυτές τις έννοιες τις λαμβάνει από τις κατ’ αίσθηση παρατηρήσεις, άρα από την σύνδεσή της με το σώμα.
Σχέση σώματος και ψυχής
Η ψυχή, γράφει ο Ακινάτης, δεν συνάπτεται με το σώμα, ως μια απλή κινούσα αρχή. Το σώμα και η ψυχή έχουν ουσιώδη ενότητα και συναποτελούν τον άνθρωπο, στον οποίο η ψυχή είναι το είδος και το σώμα η ύλη. Προς απόδειξη αυτού ο Ακινάτης επισημαίνει ότι η φύση του ανθρώπου εμφαίνεται στην ενέργειά του. Κύρια ενέργεια του ανθρώπου είναι η νόηση, η οποία τον διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα όντα. Η αιτία της νόησης είναι η ειδοποιός φύση του ανθρώπου. Αλλά το σώμα του ανθρώπου ζει και ενεργεί δια της ψυχής. Άρα η ψυχή είναι το ουσιώδες είδος του σώματος που μεταδίδει το είναι αυτής στο σώμα. Έτσι εκδηλώνεται η φύση του ανθρώπου και συνάμα το πρόσωπο αυτού. Όσο τελειότερη είναι η ψυχή, τόσο ανυψώνεται από την ύλη και ενεργεί ανεξάρτητα από το σώμα. Και είναι μεν η ψυχή η ουσία της ύλης, αλλά η ίδια η ουσία αυτής δεν είναι ένυλη. Περιέχει και διοικεί μέσω της ύλης αλλά δεν περιέχεται, ούτε απορροφάται από αυτήν.
Με βάση τη σχέση της ψυχής με το σώμα συνάγονται διάφοροι προσδιορισμοί. Κάθε ενέργεια της ψυχής προέρχεται από μια ψυχή. Η φυτική, η αισθητική και η νοητική ψυχή δεν είναι διαφορετικές ψυχές, αλλά η ενιαία φύση της μιας ψυχής. Επομένως, η ψυχή υπάρχει ως ουσιώδες είδος του όλου και κάθε μέρους του σώματος. Κι επειδή είναι απλή και δεν έχει μέρη, έπεται ότι υπάρχει ολόκληρη σε όλα τα μέρη. Στην αρχή το έμβρυο έχει φυτική ψυχή, η οποία έπειτα φθείρεται και αντ’ αυτής έρχεται η αισθητική ψυχή, η οποία έχει εντός της δυνάμει την φυτική ψυχή. Τέλος, μεγαλώνοντας το έμβρυο αποβάλλει την αισθητική ψυχή και λαμβάνει αντ’ αυτής νοητική ψυχή, η οποία διαθέτει δυνάμει τις κατώτερες ψυχές. Οι ανώτερες δυνάμεις επενεργούν στις κατώτερες και οι κατώτερες στις ανώτερες, γιατί όλες ενώνονται στο διανοητικό ον.
Η γένεση της ψυχής και η ένωσή της με το σώμα συμβαίνουν συγχρόνως. Η γένεσή της όμως δεν πρέπει να αναχθεί στην γέννηση του ανθρώπου, γιατί αυτή η γέννηση είναι ένυλη και σωματική ενέργεια. Άρα οι ψυχές είναι θείο δημιούργημα.
Ιδιώματα του Θεού
Ο Ακινάτης, εξετάζοντας τα ιδιώματα του Θεού, σημειώνει πως αυτά είναι η πρώτη αιτία· η απόλυτη απλότητα. Ο Θεός δεν σύγκειται από ουσία και ύπαρξη, αλλά και τα δυο συμπίπτουν στο Θεό, χωρίς να υπάρχει σύνθεση ουσίας και συμβεβηκότων. Ο Θεός είναι η τελειότητα, δεδομένου ότι δεν είναι δυνάμει, αλλά ενεργεία. Δεν υπάρχει πραγματική διαφορά της ουσίας του Θεού με τις ιδιότητές του, ή των ιδιοτήτων μεταξύ τους. Τις διακρίνει ο άνθρωπος στη διανόησή του για να ερμηνεύσει τον τρόπο ύπαρξης του Θεού.
Από την τελειότητα συνάγονται και άλλες ιδιότητες του Θεού. Το γεγονός ότι είναι ξένος προς κάθε περιορισμό και κακία τον καθιστά το ακρότατο αγαθό. Από την ιδιότητα του άπειρου συνάγεται η ιδιότητα της πανταχού παρουσίας. Ο Θεός είναι επίσης αναλλοίωτος, αμετάβλητος, αΐδιος, ατελεύτητος. Και επειδή είναι απολύτως άυλος, έπεται ότι είναι και η απόλυτη νόηση. Υποκείμενο της θείας νόησης είναι μόνο η ουσία του Θεού. Επομένως, είναι η απόλυτη αυτογνωσία. Από την αυτογνωσία προκύπτει ότι ο Θεός γνωρίζει τον εαυτό του ως αιτία κι έτσι έχει γνώση των άλλων όντων. Επειδή το πρότυπο των όντων ονομάζεται ιδέα, έτσι η ιδέα των όντων είναι η θεία ουσία. Τέλος, με τον ίδιο τρόπο που η νόηση συμπίπτει με την ουσία του Θεού, έτσι συμπίπτει και η θεία βούληση. Ο Θεός όμως βούλεται τον εαυτό του αναγκαίως, ενώ τα άλλα ελευθέρως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου