Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Ουρλιαχτό

Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Ουρλιαχτό






(Μετάφραση: Άρης Μπερλής)


Βγάλτε τίς κλειδαριές από τίς πόρτες!
Βγάλτε τίς πόρτες απ' τούς μεντεσέδες!



Γιά τον Κάρλ Σόλομον

Ι

Είδα τά καλύτερα μυαλά τής γενιάς μου χαλασμένα απ' την
    τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά,
νά σέρνονται μέσ' απ' τούς νέγρικους δρόμους τήν αυγή γυ-
    ρεύοντας μιά φλογισμένη δόση,
χίπστερς αγγελοκέφαλοι πού καίγονταν γιά τόν αρχαίο επου-
    ράνιο δεσμό μέ τό αστρικό δυναμό στή μηχανή τής νύχτας,
φτωχοί καί κουρελήδες μέ βαθουλωμένα μάτια, πού φτιαγμέ-
    νοι ξενυχτούσαν καπνίζοντας στό υπερφυσικό σκοτάδι πα-
    γωμένων διαμερισμάτων, αρμενίζοντας πάνω από τίς κορ-
    φές τών πόλεων αφοσιωμένοι στήν τζάζ,
πού άνοιγαν τό μυαλό τους στά Ουράνια κάτω απ' τόν εναέριο
    σιδηρόδρομο καί βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους τρεκλί-
    ζοντας φωτισμένοι σέ ταράτσες λαϊκών πολυκατοικίων,
πού πέρασαν απ' τά πανεπιστήμια μέ μάτια ανοιχτά κι αχτι-
    νοβόλα μέ παραισθήσεις τού Άρκανσω κι οράματα δραμα-
    τικά λουσμένα στό φώς τού Μπλέηκ ανάμεσα στούς μανδα-
    ρίνους τού πολέμου,
πού αποβλήθηκαν απ' τίς ακαδημίες γιατ' ήσαν λέει τρελοί κι
    εξέδιδαν άσεμνες ωδές στά παράθυρα τής νεκροκεφαλής,
πού τρέμανε σ' αξύριστα δωμάτια μέ εσώρουχα, καίγοντας
    τά λεφτά τους σέ καλάθια αχρήστων καί στήνοντας τ' αυτί
    στόν Τρόμο μεσ' απ' τόν τοίχο,
πού πιάστηκαν από τίς ηβικές γενειάδες τους γυρίζοντας
    φτιαγμένοι μέ μαριχουάνα από Λαρέντο γιά Νέα Υόρκη,
πού καταπίνανε φωτιά στούς τεκέδες ή πίναν νέφτι στό Πα-
    ράνταϊς Άλλεϋ, θάνατος, ή τυραννούσαν τά κορμιά τους
    κάθε νυχτα
μέ όνειρα, μέ ναρκωτικά, μ' εφιάλτες στόν ξύπνο, βακχείες
    καί οχείες κι ατέλειωτα όργια,
ασύγκριτα αδιέξοδα φρικιαστικού σύννεφου κι αστραπής στό
    μυαλό πού πηδούσε σέ κολόνες τού Καναδά καί τού Πάτερ-
    σον, καταυγάζοντας τόν ασάλευτο κόσμο τού Χρόνου,
Πεγιότ συμπάγειες τώμ θαλάμων, χαράματα περιβόλων πρά-
    σινων δέντρων κοιμητηρίων, κρασομεθύσια στίς στέγες, αύ-
    τοκινητάδες τής πλάκας καί τής μαστούρας καί απέραντες
    σειρές βιτρίνες καί βλεφαρισμοί τών φώτων τής τροχαίας,
    ηλιακές καί σεληνιακές καί δενδρικές δονήσεις στά βρυχώ-
    μενα χειμωνιάτικα δειλινά τού Μπρούκλιν, τενεκεδοπαρα-
    ληρήματα κι ευγενικό βασιλικό φώς τού νού,
πού στρωθήκαν στό μετρό γιά τήν ατέρμονη βόλτα απ' τό
    Μπάττερυ στό άγιο Μπρόνξ μέ μπενζεντρίν ωσότου τών
    τροχών καί τών παιδιών ο θόρυβος τούς έριξε τρέμοντας
    σύγκορμοι μέ στραβό τό στόμα τσακισμένοι ξεστραγγισμέ-
    νοι από κάθε σκέψη στό θλιβερό φώς τού Ζωολογικού Κήπου,
πού βουλιάξαν όλη νύχτα στό υποβρύχιο φώς τού Μπίκφορντ
    καί ξενερίσανε καί βγάλαν τό απόγευμα μέ ξεθυμασμένη
    μπίρα στήν  ερημιά τού Φουγκάτσι, ακούγοντας τόν Ερχομό
    τής Κρίσης στό τζουκμπόξ τού υδρογόνου,
πού μιλούσαν ακατάπαυστα εβδομήντα ώρες απ' τό πάρκο στό
    σπίτι στό μπάρ στό Μπέλβιου στό μουσείο στή Γέφυρα τού
    Μπρούκλιν,
ένα χαμένο τάγμα πλατωνικών συζητητών πού πηδούσαν απ'
    τίς βεράντες απ' τίς εξόδους πυρκαγιάς απ' τά παράθυρα απ'
    τό Εμπάιερ Στέητ απ' τήν σελήνη,
μπουρδολογώντας ουρλιάζοντας ξερνοβολώντας ψιθυρίζοντας
    γεγονότα καί μνήμες κι ανέκδοτα καί πλάκες πού σπάσανε
    καί σόκ νοσοκομείων καί φυλακών καί πολέμων,
ολόκληρες διάνοιες πού ξεράστηκαν αναπολώντας μέ απόλυτη
    ακρίβεια εφτά μέρες καί νύχτες μέ μάτια πού άστραφταν,
    κρέας γιά τή Συναγωγή πεταμένο στό πεζοδρόμιο,
πού χάθηκαν στό πούπετα Ζέν Νιού Τζέρσυ αφήνοντας στό πέ-
    ρασμά τους διφορούμενα κάρτ-ποστάλ τού Ατλάντικ Σίτυ
    Χώλ,
υποφέροντας από ιδρώτες τής Ανατολής καί οστεόλυση τής
    Ταγγέρης καί κινεζικές ημικρανίες σέ περίοδο αποτοξινώ-
    σεως στό γυμνό καί θλιβερό δωμάτιο στο Νιούαρκ,
πού γυρόφερναν τά μεσάνυχτα στό μηχανοστάσιο τών τρένων
    κι αναρωτιόνταν πού νά πάνε, καί πήγαν, χωρίς ν΄αφήσουν
    κανένα μέ παράπονο,
πού ανάβανε τσιγάρα στά βαγόνια βαγόνια βαγόνια πού κρο-
    τάλιζαν τραβώντας μεσ' απ' τό χιόνι γιά τίς ερήμικες φάρ-
    μες στήν παππούδικη νύχτα,
πού μελετούσανε Πλωτίνο Πόου Άγιο Ιωάννη τού Σταυρού
    τηλεπάθεια καί μπόπ καμπάλλα γιατί ο κόσμος εδονείτο
    ενστικτωδώς κάτω απ' τά πόδια τους στό Κάνσας,
πού τριγυρνούσαν μόνοι στούς δρόμους τού Αϊντάχο ψάχνον-
    τας γιά φανταστικούς ινδιάνους αγγέλους πού ήσαν φαντα-
    στικοί ινδιάνοι άγγελοι,
πού σκέφτηκαν πώς απλώς ήσαν τρελοί όταν η Βαλτιμόρη
    άστραψε σέ υπερφυσική έκσταση,
πού σάλταραν σέ λιμουζίνες μέ τόν Κινέζο τής Οκλαχόμα
    όταν τούς κέντρισε η χειμωνιάτικη τού φαναριού τού δρόμου
    μεσονύχτια επαρχιώτικη βροχή,
πού σουλατσάρανε πεινασμένοι κι έρημοι στό Χιούστον ψά-
    χνοντας γιά τζάζ ή σέξ ή πράγμα, καί πήραν στό κατόπι τόν
    αετονύχη τόν Σπανιόλο νά συζητήσουν γιά τήν Αμερική καί
    τήν Αιωνιότητα, ανέλπιδη προσπάθεια, κι έτσι μπαρκάραν
    γιά τήν Αφρική,
πού εξαφανίστηκαν στά ηφαίστεια τού Μεξικού αφήνοντας
    πίσω τους τίποτ' άλλο πέρα από τή σκιά τών μπλουτζήνς
    καί τή λάβα καί τή στάχτη τής ποιήσης σκορπισμένη στό
    τζάκι Σικάγο,
πού ξαναφάνηκαν στη Δυτική Ακτή  ερευνώντας τό  F.B.I  μέ
    γενειάδες καί σόρτς μέ μεγάλα πασιφιστικά μάτια σέξυ
    καί λιοκαμένοι μοιράζοντας ακατανόητα φυλλάδια,
πού έκαναν τρύπες από τσιγάρο στά μπράτσα τους διαμαρτυ-

    ρόμενοι γιά τή ναρκωτική καταχνιά τού ταμπάκου τού Κα-
    πιταλισμού,
πού μοιράσανε Υπερκομμουνιστικά φυλλάδια στή Γιούνιον
    Σκουαίαρ κλαίγοντας καί βγάζοντας τά ρούχα τους ενώ οι
    σειρήνες τού Λός Άλαμος τούς κυνηγούσαν στριγκλίζοντας,
    τήν Ουώλ Στρήτ κατεβαίνοντας στριγκλίζοντας , κι ενώ τό
    φέρρυ γιά τό Στάτεν στρίγκλιζε επίσης,
πού έσπασαν κλαίγοντας σέ λευκά γυμναστήρια γυμνοί καί
    τρέμοντας μπροστά στίς μηχανές άλλων σκελετών
πού δάγκωσαν ντέτεκτιβς στό σβέρκο καί τσίριζαν καταγοη-
    τευμένοι σέ αστυνομικά εκατό μιά καί κανένα έγκλημα δέν
    είχαν διαπράξει παρά μονάχα τή δική τους άγρια παιδερα-
    στία καί μέθη,
πού ούρλιαζαν πεσμένοι στά γόνατα στόν υπόγειο καί σύρθη-
    καν έξω από τήν οροφή ανεμίζοντας χειρόγραφα καί γεννη-
    τικά όργανα,
πού αφέθηκαν νά γαμηθούν από πίσω από άγιους μοτοσυκλε-
    τιστές κι αλάλαζαν από χαρά,
πού κάνανε τσιμπουκι μ' αυτά τ' ανθρώπινα σεραφείμ, τούς
    ναύτες, χάδια τού Ατλαντικού κι αγάπες τής Καραϊβικής,
πού ξεφάντωναν πρωί καί βράδυ στούς ροδόκηπους καί στό
    γρασίδι τών δημοσίων πάρκων καί κοιμητηρίων σκορπίζον-
    τας μ' απλοχεριά τό σπέρμα τους σ' όποιον κι άν ήθελε,
πού είχαν αδιάκοπο λόξιγκα θέλοντας νά χαχανίσουν καί τέ-
    λειωσαν μ' ένα λυγμό πίσω από ένα χώρισμα σ' ένα χαμάμ
    όταν ο ξανθός καί γυμνός άγγελος ήρθε νά τούς καρφώσει
    μ' ένα ξίφος,
πού χάσανε τ' αγόρια τους στίς τρείς γριές στίγκλες τής
    μοίρας τή μονόφθαλμη τή στρίγκλα τού ετεροφυλόφιλου δο-
    λάριου τή μονόφθαλμη τή στρίγκλα πού κλείνει τό μάτι έξω
    απ' τή μήτρα καί τή μονόφθαλμη τή στρίγκλα πού δέν κάνει
    τίποτ' άλλο απ' τό νά κάθεται στόν πισινό της καί νά ψαλι-
    δίζει τίς χρυσές κλωστές τής διανόησης στόν αργαλειό τού
    τεχνίτη,
πού ζευγαρώθηκαν εκστατικοί κι ακόρεστοι μ' ένα μπουκάλι
    μπίρα μιά αγαπούλα ένα πακέτο τσιγάρα ένα κερί καί πέ-
    σαν κάτω απ' τό κρεβάτι καί συνεχίσανε στό πάτωμα καί
    έξω στό διάδρομο καί τέλειωσαν λιγοθυμώντας μέ τό όραμα
    τού απόλυτου μουνιού καί σπέρμα πού ξέφυγε από τό τε-
    λευταίο παίξιμο τής συνείδησης,
πού γλύκαναν τό πράμα εκατομμυρίων κοριτσιών τρέμοντας
    στό δειλινό καί είχαν μάτια κόκκινα τό πρωί, πρόθυμοι
    όμως νά γλυκάνουν τό πράμα τής ανατολής, αστράφτοντας
    οπίσθια στούς σιτοβολώνες καί γυμνοί στή λίμνη,
πού σάρωσαν τό Κολοράντο πορνοκοπώντας μέ μυριάδες κλεμ-
    μένα  αυτοκίνητα τής νύχτας, Νήλ Κάσσαντυ, κρυφός ήρως
    αυτών τών ποιημάτων, ψωλαράς καί Άδωνις τού Ντένβερ -
    χαρά στ' αμέτρητα γαμήσια του μέ κορίτσια σέ χορταρια-
    σμένα οικόπεδα κι αυλές, σέ ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες
    κινηματογράφων, σέ βουνοκορφές σέ σπήλαια, μέ χτικιάρες
    γκαρσόνες στ' ανασηκωμένα μεσοφούστανα τών κρασπέδων
    τών εθνικών οδών, κυρίως δέ σέ μυστικούς σολιψισμούς ου-
    ρητηρίων βενζινάδικων, καί σέ σοκάκια επίσης,
πού σβήσαν σάν εικόνες σέ απέραντες βρομερές ταινίες, μετα-
    κινήθηκαν στό όνειρο, ξύπνησαν σ'ένα απροσδόκητο Μαν-
    χάτταν, σύρθηκαν έξω απ' τά υπόγεια μέ πονοκέφαλο απ'τό
    άσπλαχνο Τοκαίυ καί τούς τρόμους τών σιδηρών ονείρων τής
    Τρίτης Λεωφόρου  καί τράβηξαν παραπατώντας γιά τό γρα-
    φείο ανεργίας,
πού περπατήσανε όλη νύχτα μέ τά παπούτσια τους γεμάτα
    αίμα στίς χιονισμένες αποβάθρες παραμονευόντας μιά πόρ-
    τα τού Ήστ Ρίβερ νά ανοίξει σ' ένα δωμάτιο γεμάτο όπιο
    καί αχνούς,
πού δημιούργησαν μεγάλα αυτοκτονικά δράματα στίς πολυκα-
    τοικιούμενες απόκρημνες όχθες τού Χάντσον κάτω από τόν
    γαλάζιο αντιαεροπορικό προβολέα τής σελήνης, καί τά κε-
    φάλια τους στεφανωθούν μέ δάφνη εις αιωνίαν λήθην,
πού φάγανε τό αρνάκι ραγού τής φαντασίας ή χωνέψανε τόν κά-
    βουρα στόν λασπώδη πυθμένα τών ποταμών τού Μπάουερυ, 
πού κλάψανε γιά τό ρομάντσο τών δρόμων μέ τό κάρο τους
    γεμάτο κρεμμύδια καί κακή μουσική,
πού κάθισαν σέ παράγκες ανασαίνοντας στό σκοτάδι κάτω απ'
    τή γέφυρα καί σηκωθήκαν γιά νά στήσουν κλαβεσέν στίς
    σοφίτες τους,
πού βήχανε στόν έκτο όροφο τού Χάρλεμ στεφανωμένοι μέ
    φλόγα κάτω από τόν φυματικό ουρανό πλαισιωμένοι από κα-
    φάσια θεολογίας,
πού ορνιθοσκαλίζανε όλη νύχτα ροκεντρολάροντας ανυπέρβλη-
    τες επωδές πού στό κίτρινο πρωινό ήσαν στροφές ασυναρ-
    τησιών,
πού μαγειρέψαν σάπια ζώα πλεμόνια καρδιές πόδια ουρές
    μπόρστ καί τορτίγιες κάνοντας όνειρα γιά τό αγνό βασίλειο
    τών φυτών,
πού χωθήκανε κάτω από φορτηγά-ψυγεία κρεάτων ψάχνοντας
    γιά ένα αυγό,
πού πέταξαν τά ρολόγια τους απ' τήν ταράτσα γιά νά ρίξουν τήν
    ψήφο τους υπέρ τής Αιωνιότητας έξω απ' τό Χρόνο, καί ξυ-
    πνητήρια πέφταν κάθε μέρα στά κεφάλια τους καθ' όλη τήν
    επόμενη δεκαετία,
πού κόψανε τίς φλέβες τους τρείς φορές συνέχεια ανεπιτυχώς,
    τό πήρανε απόφαση κι αναγκάστηκαν ν' ανοίξουν μαγαζιά
    μέ αντίκες όπου νιώθαν πώς γερνούν, καί κλαίγανε,
πού κάηκαν ζωντανοί μέ τά αθώα φανελένια τους κουστούμια
    στή Λεωφόρο Μάντισον ανάμεσα σ' εκρήξεις μολυβένιου
    στίχου καί φουλαρισμένοι σαματά τώμ σιδηρών συνταγμά-
    των τής μόδας καί νιτρογλυκερινικών κραυγών τών νεράι-
    δων τής διαφημίσης καί μουσταρδικού αερίου τών απαισίων
    διανοουμένων εκδοτών, ή πατηθήκανε από τά μεθυσμένα
    ταξί τής Απολύτου Πραγματικότητος,
πού πήδηξαν από τή γέφυρα τού Μπρούκλιν αυτό πράγματι
    συνέβη καί χαθήκανε άγνωστοι καί ξεχασμένοι στή φασμα-
    τική ζάλη τών παρόδων τής Τσάιναταουν, κι ούτε τούς κέ-
    ρασαν μιά μπίρα,
πού τραγουδούσαν απ' τά ανοιχτά παράθυρα τους απελπισμέ-
    νοι, έπεσαν από τό παράθυρο τού μετρό στό βρόμικο Πασ-
    σάικ, ρίχτηκαν σέ νέγρους, κλαίγανε στούς δρόμους, χόρε-
    ψαν ξυπόλητοι πάνω σέ κρασοπότηρα σπασμένα πίτα στό
    μεθύσι δίσκους γραμμοφώνου νοσταλγικής γερμανικής τζάζ
    τού '30, τέλειωσαν τό ουίσκυ καί ξέρασαν μέ ρόχθο στή
    ματωμένη τουαλέτα, μέ βογκητά στ' αυτιά τους καί συριγ-
    μούς κολοσσιαίων σειρήνων,
πού κουτρουβάλησαν στίς λεωφόρους τού παρελθόντος ταξι-
    δευόντας ο ένας στού άλλου τόν Γολγοθά τής αγρύπνιας καί
    τής μοναξιάς ή στήν ενσάρκωση τής τζάζ τού Μπίρμινχαμ,
πού διασχίσανε τή χώρα απ' τό 'να άκρο στ' άλλο σ' εβδομην-
    ταδύο ώρες γιά νά δούν άν εγώ είχα ένα όραμα ή εσύ είχες
    ένα όραμα ή αυτός είχε ένα όραμα, γιά νά βρούν τήν Αιω-
    νιότητα,
πού ταξίδεψαν στό Ντένβερ, πού πέθαναν στό Ντένβερ, πού
    ξαναγύρισαν στό Ντένβερ καί περίμεναν ματαίως, πού α-
    γνάτευαν στό Ντένβερ καί στοχάζονταν καί μονάζανε στό
    Ντένβερ καί τελικά εφύγανε γιά ν' ανακαλύψουν τό Χρόνο,
    καί τό Ντένβερ νοσταλγεί τώρα τούς ήρωες του,
πού πέσανε στά γόνατα σ' απελπισμένες εκκλησιές καί προσ-
    ευχήθηκαν ο ένας γιά τού άλλου τή σωτηρία καί τή φώτιση
    καί τίς καρδιές, ώσπου η ψυχή φώτισε τά μαλλιά της μιά
    στιγμή,
πού σπάσαν τό κεφάλι τους στίς φυλακές καρτερώντας απίθα-
    νους εγκληματίες μέ χρυσά κεφάλια καί τή γοητεία τής
    πραγματικότητας στίς καρδιές πού τραγουδούσαν γλυκά
    μπλούζ στό Αλκατράζ,
πού αποσύρθηκαν στό Μεξικό γιά νά καλλιεργήσουν μιά συν-
    ήθεια, ή στά Βραχώδη Όρη στόν τρυφερό Βούδα ή στήν
    Ταγγέρη στ’ αγόρια ή στό Νότιο Ειρηνικό στή μαύρη λοκο-
    μοτίβα ή στό Χάρβαρντ στόν Νάρκισσο στό Γούντλων στή
    γιρλάντα από μαργαρίτες ή στόν τάφο,
πού αξίωσαν δίκες πνευματικής υγείας κατηγορώντας τό ρα-
    διόφωνο γιά υπνωτισμό καί απόμειναν μέ τή δική τους τρέ-
    λα καί τά χέρια τους κι ένα δίβουλο δικαστήριο,
πού πέταξαν κλούβια αυγά στούς ομιλητές περί Ντανταϊσμού
    στό Κολέγιο τής Νέας Υόρκης καί μετά παρουσιάστηκαν
    στά γρανιτένια σκαλοπάτια τού τρελοκομείου μέ ξυρισμένα
    κεφάλια γλωσσοκοπανώντας αυτοκτονίες καί απαιτώντας
    άμεσο λοβοτομία,
 καί πού τούς δόθηκε αντί γι’ αυτό τό συμπαγές κενό της ιν-
    σουλίνης τού μετρασόλ τού ηλεκτροσόκ τής υδροθεραπείας
    ψυχοθεραπείας εργασιοθεραπείας πίνγκ πόνγκ καί αμνη-
    σίας,
πού αναποδογύρισαν ένα μονάχα συμβολικό τραπέζι τού πίνγκ
    πόνγκ, κακόγουστη διαμαρτυρία, καί ξεκουράστηκαν γιά
    λίγο στην κατατονία,
καί γύρισαν μετά από χρόνια στ’ αλήθεια φαλακροί αλλά μέ
    μιά ματωμένη περούκα, καί τά δάκρυα καί τά δάχτυλα, στήν
    ολοφάνερη καταδίκη τής τρέλας τών θαλάμων τών τρελο-
    πόλεων τών Ανατολικών Πολιτειών,
στά δυσώδη δωμάτια τού Πίλγκριμ καί τού Ρόκλαντ καί τού
    Γκρέυστοουν, λογομαχώντας μέ τούς αντίλαλους τής ψυχής,
    χορεύοντας ρόκ στίς μεσονύχτιες παντέρημες εκτάσεις τής
    αγάπης, ένα όνειρο ζωής ένας βραχνάς, σώματα πού γινήκαν
    πέτρα βαριά σάν τό φεγγάρι,
μέ τή μάνα τελικά....... καί τό τελευταίο φανταστικό βιβλίο
    πεταμένο έξω απ’ τό παράθυρο, καί τήν τελευταία πόρτα
    πού έκλεισε στίς 4 τό πρωί καί τό τελευταίο τηλέφωνο πού 
    βρόντηξε στόν τοίχο αντί απαντήσεως καί τό τελευταίο ε-
    πιπλωμένο δωμάτιο πού άδειασε μέχρι τό τελευταίο κομ-
    μάτι πνευματικής επίπλωσης, κι ένα κίτρινο χάρτινο τριαν-
    τάφυλλο καρφωμένο στήν κρεμάστρα στήν ντουλάπα, φαν-
    ταστικό κι αυτό ακόμη, τίποτα πέρα από ένα ελπιδοφόρο
    κομματάκι παραισθήσεως -
Ώ Κάρλ, όσο δέν είσαι ασφαλής δέν είμαι άσφαλής, καί τώρα
    είσαι στ’ αλήθεια μέσα στήν απόλυτη μπουγιαμπέσα τού
    χρόνου -
καί πού γι’ αυτό ετρέχανε στούς παγωμένους δρόμους δαιμο-
    νισμένοι από μιά ξαφνική αστραπή τής αλχημείας τής χρή-
    σης τής έλλειψης τού καταλόγου τού μεταβλητού μέτρου καί
    τού παλμικού επιπέδου,
πού ονειρεύονταν καί επιχειρούσαν ένσαρκα χάσματα στό Χώ-
    ρο καί τό Χρόνο μέσ’ άπό άντικριστές εικόνες, καί παγί-
    δευαν τον αρχάγγελο τής ψυχής ανάμεσα σέ 2 οπτικές ει-
    κόνες καί δένανε τά στοιχειώδη ρήματα καί βάζανε μαζί τό
    ούσιαστικό καί τήν παύλα τής συνείδησης πηδώντας μέ τήν 
    αίσθηση τού Pater Omnipotens Aetema Deus
 γιά ν’ άναγεννήσει τή σύνταξη καί τό μέτρο τού φτωχού άνθρώ-
    πινου πεζού λόγου καί νά σταθεί μπροστά σας αμίλητος καί
    νοήμων καί τρέμοντας από ντροπή, απορριμμένος κι όμως
    ανοίγοντας τήν ψυχή γιά νά ομονοήσει μέ τό ρυθμό τής
    σκέψης μές στό γυμνό κι απέραντο κεφάλι,
ό τρελός τό ρεμάλι κι άγγελος μπήτ στό Χρόνο, άγνωστος, κι
    όμως καταγράφοντας εδώ αυτά πού θ’ απομείνουν γιά νά
    ειπωθούν σέ καιρούς μετά τό θάνατο, γι’ αύτούς
πού υψώθηκαν μετενσαρκωμένοι στά φασματικά ρούχα τής
    τζαζ στή χρυσοκέρατη σκιά τής μπάντας καί τραγούδησαν
    το βάσανο γι’ αγάπη τού γυμνού αμερικάνικου μυαλού μέ
    μιά ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί σαξοφωνική κραυγή πού ανα-
    τρίχιασε τίς πόλεις μέχρι τό τελευταίο ραδιόφωνο
μέ τήν απόλυτη καρδιά τού ποιήματος τής ζωής σφαγμένη καί 
    πετάμενη έξω απ’τά κορμιά τους καλή γιά φάγωμα γιά 
    χίλια χρόνια.
 
II

Ποιά σφίγγα τσιμέντου καί αλουμίνιου έσπασε τά κρανία τους 
    καί καταβρόχθισε τά μυαλά καί τή φαντασία τους;
Μολώχ ! Μοναξιά ! Βρομιά ! ’Ασχήμια ! Σκουπιδοτενεκέδες 
    κι απρόσιτα δολάρια ! Παιδιά πού τσιρίζουν κάτω άπ’ τίς 
    σκάλες ! ’Αγόρια πού κλαΐνε μ’ αναφιλητά στούς στρατούς ! 
    Γέροι πού κλαψουρίζουν στα πάρκα !
Μολώχ ! Μολώχ ! Εφιάλτης τού Μολώχ ! Μολώχ ό χωρίς 
    αγάπη καμιά ! Μολώχ τού μυαλού ! Μολώχ ό στυγνός κρι-
    τής τών άνθρώπων !
Μολώχ η ακατανόητη φυλακή ! Μολώχ τό νεκροκέφαλο άψυχο 
    κάτεργο καί  Κογκρέσο τών θλίψεων ! Μολώχ τών κτιρίων 
    τής κρίσεως ! Μολώχ ό θεόρατος λίθος τού πολέμου ! Μο-
    λώχ οί αποσβολωμένες κυβερνήσεις !
Μολώχ μέ τ’ ατόφιο μυαλό μηχανής ! Μολώχ πού στίς φλέβες 
    σου τρέχει ρευστό ! Μολώχ μέ τά δάχτυλα δέκα στρατιών. 
    Μολώχ μέ άνθρωποφάγο στήθος δυναμό ! Μολώχ μέ τ’ αύτι 
    πού καπνίζει σαν τάφος !
Μολώχ μέ τά μάτια χιλιάδων παραθύρων τυφλών! Μολώχ τών 
    ουρανοξυστών στή σειρά καθισμένων στούς απέραντους δρό-
    μους σάν ’Ιεχωβάδες ! Μολώχ έργοστασίων πού κρώζουν 
    στό πούσι κι ονειρεύονται ! Μολώχ καμινάδων κι άντένων 
    πού στέφουν τις πόλεις !
Μολώχ μέ αγάπη απέραντη πετρελαίου καί πέτρας ! Μολώχ 
    μέ ψυχη τραπεζών κι ηλεκτρικής ένεργείας ! Μολώχ πού ή 
    φτώχεια σου είναι τό φάσμα τής μεγαλοφυίας ! Μολώχ πού 
    ή μοίρα σου είναι ένα σύννεφο αφύλου υδρογόνου ! Μολώχ 
    πού τ’ όνομά σου είναι Νούς !
Μολώχ πού μέσα σου νιώθω μονάχος ! Μολώχ πού μέσα σου 
    ονειρεύομαι αγγέλους ! Τρελός στόν Μολώχ ! Πούστης στόν 
    Μολώχ ! Χωρίς αγάπη, χωρίς φίλο στόν Μολώχ !
Μολώχ πού μπήκες στήν ψυχή μου νωρίς ! Μολώχ πού μέσα 
    σου είμαι χωρίς σώμα συνείδηση ! Μολώχ πού μέ τρόμα-
    ξες πάνω στή φυσική μου έκσταση ! Μολώχ πού σ’ εγκα-
    ταλείπω ! Ξυπνώ στον Μολώχ ! Φώς κατεβαίνει άπο τον 
    ουρανό !
Μολώχ ! Μολώχ ! Ρομπότ διαμερίσματα ! αόρατα προάστια ! 
    σκελετώδη θησαυροφυλάκια ! τυφλές πρωτεύουσες ! δαιμο-
    νικές βιομηχανίες ! φασματικά έθνη ! αήττητα τρελοκομεία ! 
    γρανιτώδες ψωλές ! τερατώδεις μπόμπες !
Σπάσαν τις ράχες τους σηκώνοντας τόν Μολώχ στόν Ούρανό ! 
    Πεζοδρόμια, δέντρα, ραδιόφωνα, τόνοι ! την πόλη σηκώνον-
    τας στόν Ούρανο πού υπάρχει παντού τριγύρω μας !
Οράματα ! οιωνοί ! παραισθήσεις ! θαύματα ! εκστάσεις ! τά 
    πήρε τ’ αμερικάνικο ποτάμι !
Ονειρα ! λατρείες ! φωτοχυσίες ! θρησκείες ! ολόκληρη η μαού-
    να φορτωμένη εύαίσθητο σκατό !
Ρήξεις ! πάνω άπ’ τό ποτάμι ! υστερίες καί σταυρώσεις ! κάτω 
    μέ τό ρέμα ! Εύφορίες ! Θεοφάνειες ! ’Απελπισίες ! Δέκα 
    χρόνια ζωώδεις κραυγές κι αυτοκτονίες ! Μυαλά ! Αγάπες 
    νέες ! Παλαβή γενιά ! κάτω στά βράχια του Χρόνου!
Αληθινό άγιο γέλιο στό ποτάμι ! Τά είδαν όλα ! τ’ άγρια μά-
    τια ! τ’ άγια άλυχτήματα ! Είπαν αντίο ! Πήδηξαν άπ’ τή 
    στέγη ! στή μοναξιά! κουνώντας τα χέρια ! κρατώντας λου-
    λούδια ! Κάτω στό ποτάμι! κάτω στό δρόμο!
 
III

Κάρλ Σόλομον ! Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ 
    όπου πιο τρελός είσαι από μένα 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου πρέπει νά νιώθεις πολύ παράξενα 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου μιμείσαι τή σκιά της μάνας μου 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου σκότωσες τίς δώδεκα γραμματείς σου 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου γελάς μέ τοΰτο τ’ άόρατο χιούμορ 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου είμαστε μεγάλοι συγγραφείς στήν ίδια φοβερή γραφο-
    μηχανή
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου ή κατάστασή σου είναι σοβαρή καί τή λέν στό ραδιό-
    φωνο
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου οι κρανιακές λειτουργίες δ΄ρν δέχονται πιά τά σκουλή-
    κια τών αισθήσεων 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου πίνεις τό τσάι απ’τά στήθια των γεροντοκόρων τής 
    Γιούτικα 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου λογοπαικτείς πάνω στά σώματα τών νοσοκόμων σου 
    τίς στρίγκλες τού Μπρόνξ 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου ούρλιάζεις μές στό ζουρλομανδύα πώς χάνεις τό παι-
    χνίδι στό πραγματικό πίνγκ πόνγκ τής αβύσσου 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου βροντάς στο κατατονικό πιάνο πώς ή ψυχή είναι αθώα 
    καί άθάνατη ποτέ δέν πρέπει νά πεθαίνει βάναυσα σ’ ένα 
    στρατοκρατούμενο τρελάδικο 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου πενήντα άκόμη σόκ κι ή ψυχή σου δέν θά ξαναγυρίσει 
    στό σώμα της απ’τό προσκύνημά της σ’ένα σταυρό στό 
    κενό
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου κατηγορείς τούς γιατρούς σου για φρενοβλάβεια καί 
    καταστρώνεις τήν εβραϊκή σοσιαλιστική επανάσταση ενάν-
    τια στόν φασιστικό εθνικό γολγοθά 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου θά σχίσεις στά δυό τόν ουρανό τής Λόνγκ Άιλαντ καί
    θ’αναστήσεις τόν ζωντανό σου ανθρώπινο Ιησοϋ απ’τόν 
    υπερανθρώπινο τάφο 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ 
    όπου υπάρχουν είκοσιπέντε χιλιάδες τρελοί σύντροφοι όλοι 
    μαζί τραγουδώντας τίς τελευταίες στροφές τής Διεθνούς 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου σφιχταγκαλιάζουμε καί φιλούμε κάτω απ’ τά σεντόνια 
    τίς Ηνωμένες Πολιτείες τίς Ηνωμένες Πολιτείες πού βή-
    χουν όλη νύχτα καί δέν θά μάς αφήσουνε να κοιμηθούμε 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    όπου ξυπνάμε από τό κώμα ηλεκτρισμένοι απ’ τά αεροπλά-
    να τών ψυχών μας πού σουρίζουν πάνω άπ’ τή στέγη ήρθαν 
    νά ρίξουν τίς αγγελικές τους μπόμπες τό νοσοκομείο κα-
    ταυγάζεται στό φώς φανταστικοί τοίχοι γκρεμίζονται Ώ
    κοκαλιάρες λεγεώνες ορμάτε έξω  Ώ αστερόεσσα καταπλη-
    ξία τού ελέους ό αιώνιος πόλεμος είναι εδώ  Ώ νίκη ξέχασε 
    τά εσώρουχά σου είμαστε ελεύθεροι 
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
    στά ονειρά μου περπατάς στάζοντας από θαλάσσιο ταξίδι 
    πέρα για πέρα στήν εθνική οδό πού ζώνει τήν ’Αμερική μέ 
    δάκρυα ώς τήν πόρτα τού σπιτιού μου στή Δυτική νύχτα

                                                           Σάν Φρανσίσκο, 1955-56



Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

«Η γενιά των μπητ»


Kerouac, Jack, 1922-1969



                               


Τζακ Κέρουακ ,  (12 Μαρτίου 1922 - 21 Οκτωβρίου 1969) ήταν Αμερικανός λογοτέχνης, ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Μπητ γενιάς και εισηγητής του ομώνυμου όρου. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους μείζονες Αμερικανούς συγγραφείς, αν και κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν έτυχε της ίδιας αναγνώρισης από τους κριτικούς. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν τα μυθιστορήματα Στο Δρόμο και Οι Αλήτες του Ντάρμα και το Οράματα του Κόντυ το οποίο λόγω του τρόπου γραφής του θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα πεζογραφικά έργα του εικοστού αιώνα, και ήταν το έργο που κατέστησε τον Κέρουακ έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της αγλλόφωνης λογοτεχνίας.

Είναι ο ίδιος που τυχαία ανακάλυψε και απέδωσε στο λογοτεχνικό/κοινωνικό κίνημα και τη γενιά του την επωνυμία "Μπιτ" στα τέλη του '40, που σημαίνει ταυτόχρονα και εξοντωμένη (beaten up), αλλά και άγρυπνη, έτοιμη, εκστατική, μακάρια (beatific). Λέγεται ότι αυτός ευθύνεται και για τον τίτλο «Ουρλιαχτό» του Άλεν Γκίνζμπεργκ και τον τίτλο «Γυμνό Γεύμα» του Ουίλιαμ Μπάροουζ. Ενσωματώνει τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της Μπιτ στα μυθιστορήματά του.

Το γράψιμό του Κέρουακ χαρακτηρίζεται από άρνηση στον κομφορμισμό της μορφής και του περιεχομένου, μια συνεχή διαπραγμάτευση των ορίων της έκφρασης, ελευθεριότητα, αυθορμητισμό και υποκειμενικότητα. Η φόρμα είναι ακατέργαστη, σχεδόν ανύπαρκτη με ασύντακτες παραγράφους και φτωχό επαναλαμβανόμενο λεξιλόγιο.
Ο ίδιος προτρέπει: «Απόταξε την λογοτεχνική, γραμματική κι συντακτική αναστολή... Σύνθεσε άγρια, ανυπότακτα, αγνά, να έρχεται από χαμηλά, όσο πιο τρελά τόσο το καλύτερο». Το περιεχόμενο κυκλώνει την κοινωνική δικαιοσύνη, τις μειονοτικές ομάδες του περιθωρίου της μεταπολεμικής Αμερικής του '50, όπως οι τοξικομανείς και οι ομοφυλόφιλοι, το σεβασμό για τη φύση και τους ιθαγενείς, και την έννοια μιας «δεύτερης θρησκευτικότητας» και πνευματικότητας.
 Τζακ Κέρουακ - [Aς πιούμε στην υγειά των τρελών]

                                                         Τζακ Κέρουακ-Μπλουζ του κονιάκ

               Mexico City Blues (1959)
110ο Χορικό

«Ξέρω τον τρόπο ν’ αντέχω το δηλητήριο
Και την αρρώστια που γνωρίζει ο άνθρωπος,
Μέσα σ’ αυτό το κενό. Δεν είμαι μαθητούδι
Όταν φτάνει η στιγμή να θυμηθώ
Την αιωνιότητα των βασάνων
Που έχω σιωπηλά διατρέξει,
Δίχως παράπονο, νιώθοντας μέσα μου
Τον πόνο το ύψιστο, εεε, μυστήριο.
Τ’ απογεύματα όταν ήμουν παιδί άκουγα
Τα ραδιοφωνικά προγράμματα για να παρακολουθώ
Τη σαβούρα ανάμεσα στις ανακοινώσεις,
Γνωρίζοντας πως ο τσακισμένος είναι ευτυχής
Μόνο και μόνο γιατί είναι αρκετά
Τρελός ώστε να εκτιμά κάθε τι
Ασήμαντο που προβάλλεται εκεί μέσα
Στην καταιγιστική πληθώρα του ματιού του
Υπερβατικός εσωτερικός Νους
όπου υπέροχα ακτινοβόλα Φορεία
μεταφέρουν οι ελέφαντες
μες στους δεντρόκηπους που κυλά γάλα
πέρα από παράδεισους καταρρακτών
στην κοιλάδα με τα αστραφτερά πετράδια
βαθυπόρφυρο καθιστώντας έναν αρχαίο ωκεάνιο
βυθό μη-ανακαλυφθέντος μεγαλείου
στην καρδιά της δυστυχίας»

(μτφ.: Γιάννης Λειβαδάς)  

 Mexico City Blues - 225ο Χορικό

«Το κενό που είναι τόσο ελκυστικό
                στη διάρκεια του ύπνου
Δεν έχει θέση και ούτε μοτίβο˙
Κι όμως συνεχίζω ακατάπαυστα την πνευματική αναζήτηση
Και την γεωγραφική περιπλάνηση
Για να βρω το Ιερό Γάλα Εντός
Που η Νταμέμα χάρισε σε όλους.

Η Νταμέμα, η Μητέρα κάθε Βούδδα.
                Του Γάλακτος Μητέρα

Μες στο σκοτάδι χολωμένος διαμαρτύρομαι
Με τον πιο ηλίθιο εαυτό μου
Γιατί υποκρίνομαι πως πιστεύω
Στην πραγματικότητα των πάντων
Ειδικά στην επονομαζόμενη πραγματικότητα
Της μεταβίβασης της Πειθαρχίας
Ολάκερη τη δοκιμή στην καλύβα της ερήμου
Και την υπεράνθρωπη μοναξιά
Και την αδιάκοπη φωτισμένη έκσταση
Στην ύπαιθρο δίχως έγνοιες
Και τοίχους να σε περικλείνουν
Τον Φωτεινό Εσωτερικό Παράδεισο
Της Έναστρης Νύχτας
Του απομεσήμερου του Μορφασμού του Σύννεφου-
                Ω, Αχ, Χρυσός, Μέλι,

                Έχασα τον δρόμο μου.»
(μτφ.: Γιάννης Λειβαδάς)


                                                                                    Κέρουακ και Κάσσαντυ                                                                               
  «Στον Δρόμο» (1957)

«Πλάι-πλάι παίρναν τους δρόμους και γεύονταν το καθετί με τον χαρακτήρα που είχε τότε η πρώτη τους φιλία και που, αργότερα έγινε τόσο περίλυπη, μίζερη και άδεια. Άλλα τότε πήγαιναν χορεύοντας μέσα στους δρόμους σαν τρελοί, και σερνόμουν από πίσω τους όπως κάνω σ’ όλη μου τη ζωή για ανθρώπους που μ’ ενδιαφέρουν...

...γιατί οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα, τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μια και μόνο στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται, ή λένε ένα κοινότοπο πράγμα, αλλά που καίγονται, καίγονται, όμοιοι με τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ’ άστρα και, στη μέση, βλέπουμε το μπλε φως του πυρήνα τους να σκάει κι ο καθένας κάνει: «Άααα!».»

«Η ανωνυμία στον κόσμο των ανθρώπων αξίζει περισσότερο απ’ τη φήμη στον ουρανό, γιατί τι είναι ο ουρανός; Τι είναι η γη; Ιδέες του κεφαλιού..»

( «Στο δρόμο», μτφρ.: Δήμητρα Νικολοπούλου)   

          

Το τέλος
Οταν ο Τζακ Κέρουακ πεθαίνει στις 21 Οκτωβρίου 1969 από αιμορραγία, προκληθείσα από κίρρωση του ήπατος, μπροστά σε μια τηλεόραση πίνοντας μπίρες Φάλσταφ, είναι χοντρός και ξεχασμένος.

«Αυτό θα πει Μπητ. Ζήστε τη ζωή σας; Όχι, αγαπήστε τη ζωή σας. Όταν θα ‘ρθουν να σε πετροβολήσουν, δεν θα ‘χεις τουλάχιστον γυάλινο σπίτι, θα ‘χεις μονάχα το γυάλινο κορμί σου.»

............................................................................................................
Άλλεν Γκίνσμπεργκ: Το «Ουρλιαχτό» της γενιάς των Μπιτ


Αναπόσπαστο κομμάτι της «Ιερής Τριάδας» των Μπίτ και βασικός εκπρόσωπος της «γενιάς των μπιτ», ο Allen Ginsberg υπήρξε ένα από τα «καλύτερα μυαλά της γενιάς του», μίας γενιάς που ήρθε σε ρήξη με την συντηρητική κοινωνία της Αμερικής. Το έργο του αποτελεί σημείο αναφοράς στην μεταμοντέρνα ποίηση, επηρεάζοντας σημαντικά, μαζί με τους συντρόφους του, τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα. 

Ως φοιτητής πλέον στο πανεπιστήμιο Columbia γνωρίζει τον Jack Kerouac και τον William Burroughs, τα δύο άλλα μέλη της «Ιερής Τριάδας». «Η μπιτ γενιά ήταν μία ομάδα φίλων και το μπιτ η ονομασία που δόθηκε σε μία φιλία», θα δηλώσει ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα (συνέντευξη στο «Περιοδικό» τον Μάρτιο του 1991). Η δεκαετία του ’50 θα μείνει στην παγκόσμια λογοτεχνία, ως η «Δεκαετία Μπιτ», η λογοτεχνία μίας γενιάς που εξεγείρεται, ανατρέπει και προκαλεί τη συντηρητική αμερικανική κοινωνία.

Ο Ginsberg μαγεύεται από το πάθος του Kerouac για τη ζωή και τις εμπειρίες. Τα επόμενα χρόνια, παρέα με μία ομάδα νέων που θα συγκροτήσουν τη «γενιά των μπιτ», θα ρουφήξει κάθε στιγμή, ξεκινώντας μία περιπετειώδη περιπλάνηση γεμάτη εμπειρίες, που σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύονται από  ναρκωτικά και αλκοόλ. Η ομοφυλοφιλία αποτέλεσε ένα ακόμα κομμάτι της ζωής του αντισυμβατικού νεαρού, ενώ δεν έλειψαν και τα μπλεξίματα με το νόμο.

Σταδιακά αφιερώνεται στην ποίηση. Το 1955, ο Ginsberg θα βρεθεί στο Σαν Φρανσίσκο, όπου κατά τη διάρκεια μία ποιητικής βραδιάς θα απαγγείλει ένα απόσπασμα από το ποίημα του Ουρλιαχτό, ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Το «Ουρλιαχτό» θα δημοσιευτεί το 1956 στην ποιητική συλλογή του Ginsberg με τίτλο το «Ουρλιαχτό και άλλα ποιήματα».

Μία δεκαετία νωρίτερα ο Kerouac είχε γράψει το μυθιστόρημα «Στο Δρόμο» που αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της Μπίτ λογοτεχνίας, ωστόσο με το «Ουρλιαχτό» η «γενιά των Μπιτ» είχε αποκτήσει το ποιητικό μανιφέστο της...

Πρώτα θα απαγγέλει σε συγκεντρώσεις το «Ουρλιαχτό», την κραυγή της γενιάς του. Μετά θα εκδοθεί. Θα απαγορευτεί ως άσεμνο. Έχει ήδη περάσει λοιπόν στην Ιστορία της Λογοτεχνίας. Να κι ένα απόσπασμα του σε μετάφραση Γιάννη Λειβαδά:
 «... Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
μιαν αναγκαία δόση,
χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση
με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας
μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό
κάτω απ' τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν
αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ' τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές
του πολέμου,
που διώχτηκαν απ' τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης
στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας
τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο
μέσ' απ' τον τοίχο...»...
Λίγο καιρό μετά την έκδοσή του, το «Ουρλιαχτό» θα απαγορευτεί ως άσεμνο. Παρά τη αντίδραση της συντηρητικής αμερικανικής κοινωνίας, η «γενιά των Μπίτ» συνέχιζε να καταδεικνύει το τέλμα της, τις αντιθέσεις της, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της. Με το «Στο δρόμο» του Kerouac, το «Ουρλιαχτό» του Ginsberg και το «Γυμνό Γεύμα» του Burroughs η «γενιά των Μπίτ» είχε αποκτήσει πλέον τη δική της λογοτεχνική έκφραση.

Σκότωσε τους Αγαπημένους Σου 

Και αν ο Jack Kerouac ήταν ο «Βασιλιάς» των Μπιτ, ο Allen Ginsberg ήταν ο «ντελάλης» τους. Σε αντίθεση με τον «Βασιλιά» που ήταν κάπως αντιεπικοινωνιακός, ο Ginsberg προώθησε όχι μόνο το δικό του έργο, αλλά και των υπολοίπων, και κυρίως αυτό του Kerouac. Το 1973 αυτός και η ποιήτρια Anne Waldman ίδρυσαν για αυτό το σκοπό στο ινστιτούτο Naropa, στο Boulder, στο Colorado, ένα ειδικό τμήμα για την μελέτη των γραπτών του Kerouac, αλλά και γενικότερα της «γενιάς των Μπιτ».

Ο Ginsberg βγήκε μέσα από τα σπλάχνα της Αμερικής. Την αγάπησε αλλά και τη μίσησε. Κυρίως ένιωθε απέχθεια για την κυρίαρχη καθεστωτική νοοτροπία. «Αμερική όλα σου τα έδωσα και τώρα είμαι ένα τίποτα» (από το ποίημα America)... 

“Πότε θα αντικρίσεις τον εαυτό σου μέσα απ’ το τάφο; 
 Πότε θα γίνεις ισάξια του εκατομμυρίου Τροτσκιστών σου;
 Αμερική οι βιβλιοθήκες σου γιατί είναι γεμάτες δάκρυα;
 Αμερική πότε θα στείλεις τα αυγά σου στην Ινδία;
 Τις παράλογες απαιτήσεις σου τις σιχάθηκα.“

                                                        
Ο θλιμμένος μου εαυτός
Κάποιες φορές όταν τα μάτια μου είναι κόκκινα
αναβαίνω στην κορυφή του κτιρίου της Αρ Σι Έι
και ατενίζω τον κόσμο μου, το Μανχάτταν -
τα κτίρια μου, τους δρόμους που έκανα τα κατορθώματά μου,
τις σοφίτες, τα κρεβάτια, τα φτηνιάρικα διαμερίσματα
- αποκάτω στην Πέμπτη λεωφόρο που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου,
τα αυτοκίνητα της σαν μυρμήγκια, μικρά κίτρινα ταξί, άνθρωποι
που περπατούν στο μέγεθος μάλλινων ψηγμάτων -
Πανόραμα των γεφυρών, ξημέρωμα πάνω από τη μηχανή του Μπρούκλυν,
ο ήλιος δύει στο Νιου Τζέρσεϊ που γεννήθηκα
και στο Πάτερσον που έπαιξα με τα μυρμήγκια -
οι κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό,
οι πιο μεγάλοι μου έρωτες στο Λόουερ Ηστ Σάιντ,
τα κάποτε υπέροχα αμόρε μου στο Μπρονξ
πέρα μακριά -
πορείες που διασταυρώνονται σ' ετούτους τους κρυμμένους δρόμους,
η ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες και οι
εκστάσεις μου στο Χάρλεμ -
- ο ήλιος λάμπει πάνω από κάθε τι που εξουσιάζω
μ' ένα κλείσιμο του ματιού στον ορίζοντα
μέσα στην έσχατη μου αιωνιότητα -
το ζήτημα είναι άπιαστο.

Θλιμμένος,
παίρνω το ασανσέρ και κατεβαίνω,
συλλογισμένος,
και περπατώ στα πεζοδρόμια καρφώνοντας τα μάτια σ' όλων των ανθρώπων
τις τζαμαρίες, τα πρόσωπα,
κι ύστερα αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη,
και σταματώ, θολωμένος
μπροστά σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων
και στέκομαι χαμένος μέσα σε χαλαρές σκέψεις,
με την κίνηση να πηγαίνει πάνω και κάτω στα τετράγωνα της 5ης λεωφόρου
πίσω μου
προσμένοντας για μια στιγμή όταν ...
Είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι και να φτιάξω βραδινό και να ακούσω
τα ρομαντικά νέα του πολέμου στο ραδιόφωνο
... κάθε κίνηση παύει
και περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης,
η τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια,
τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας,
το πρόσωπο το δικό μου το γραμμωμένο από δάκρυα στον καθρέφτη
κάποιου παραθύρου - το σούρουπο -
όταν δεν νιώθω καμιά επιθυμία -
για καραμέλες - ή να αποκτήσω φουστάνια ή Γιαπωνέζικα
αμπαζούρ της διανόησης -
Σαστισμένος με το θέαμα γύρω μου,
άντρες να αγκομαχούν στο δρόμο
με δέματα, εφημερίδες,
γραβάτες, όμορφα κοστούμια
σύμφωνα με το γούστο τους
άντρες, γυναίκες, που ξεχύνονται πάνω στα πεζοδρόμια
κόκκινα φώτα που ρυθμίζουν ρολόγια βιαστικά και
ελεγχόμενες κινήσεις -
Και όλοι ετούτοι οι δρόμοι να οδηγούν
τόσο διαγώνια, γεμάτοι κόρνες, εκτεταμένα,
μέσα από λεωφόρους
στοιχειωμένες από ψηλά κτίρια ή πηγμένες στη βρώμα
των φτωχικών συνοικιών
μέσα από τόση μπλοκαρισμένη κίνηση
αυτοκίνητα και μηχανές να ουρλιάζουν
με τόσο πόνο σ' αυτήν την
εξοχή, σ' αυτό το νεκροταφείο
στην γαλήνη
του νεκροκρέβατου ή του βουνού
που κάποτε αντίκρισα
ποτέ δεν ξαναβρήκα ή επιθύμησα
να έρθει στο μυαλό μου
όπου ολόκληρο το Μανχάτταν που είδα πρέπει να εξαφανιστεί.
Όταν ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ρωτήθηκε τι ήταν η γενιά των «μπητ» απάντησε πως ήταν «μια παρέα φίλων με τον ίδιο τρόπο σκέψης».

«Ή καλύτερα, μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι, χωρίς να λένε πολλά λόγια, ονειρεύτηκαν έναν άλλο κόσμο. Γεννήθηκαν όλοι στην Αμερική, σε μια εποχή που η χώρα ζούσε μέσα στην αφθονία, ανακάλυπτε την γοητεία του περιττού, έπεφτε στην παγίδα του «ό,τι επιθυμώ είναι απαραίτητο».

Αυτή η παρέα πίστεψε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου ο καταναλωτισμός έχει γίνει αρχή και κριτήριο ευζωίας, η ανακάλυψη μυαλών που μπορούν να ανθίσουν ακόμα και στις πέτρες είναι μια μορφή επανάστασης».


                Allen Ginsberg, Robert Lavigne και μια φίλη τους,           

18 Μαρτίου 1956.

Ο Allen Ginsberg θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 5 Απριλίου του 1997, χτυπημένος από καρκίνο στο ήπαρ. Το έργο του αναγνωρίστηκε από τους ακαδημαϊκούς κύκλους, ωστόσο το σημαντικότερο είναι πως παραμένει ζωντανό σε κάθε σοκάκι των μεγαλουπόλεων, στους δρόμους και τα μπαρ, σε κάθε ποτήρι που αδειάζει, σε κάθε χέρι που κρατάει με πάθος τις ποιητικές του συλλογές. Παραμένει ζωντανό σε κάθε άνθρωπο που αντιλαμβάνεται τη δύναμη ενός «ουρλιαχτού».