Kerouac, Jack, 1922-1969
O Τζακ Κέρουακ , (12 Μαρτίου 1922 - 21 Οκτωβρίου 1969) ήταν Αμερικανός λογοτέχνης, ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Μπητ γενιάς και εισηγητής του ομώνυμου όρου. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους μείζονες Αμερικανούς συγγραφείς, αν και κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν έτυχε της ίδιας αναγνώρισης από τους κριτικούς. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν τα μυθιστορήματα Στο Δρόμο και Οι Αλήτες του Ντάρμα και το Οράματα του Κόντυ το οποίο λόγω του τρόπου γραφής του θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα πεζογραφικά έργα του εικοστού αιώνα, και ήταν το έργο που κατέστησε τον Κέρουακ έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της αγλλόφωνης λογοτεχνίας.
Είναι ο ίδιος που τυχαία ανακάλυψε και απέδωσε στο λογοτεχνικό/κοινωνικό κίνημα και τη γενιά του την επωνυμία "Μπιτ" στα τέλη του '40, που σημαίνει ταυτόχρονα και εξοντωμένη (beaten up), αλλά και άγρυπνη, έτοιμη, εκστατική, μακάρια (beatific). Λέγεται ότι αυτός ευθύνεται και για τον τίτλο «Ουρλιαχτό» του Άλεν Γκίνζμπεργκ και τον τίτλο «Γυμνό Γεύμα» του Ουίλιαμ Μπάροουζ. Ενσωματώνει τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της Μπιτ στα μυθιστορήματά του.
Το γράψιμό του Κέρουακ χαρακτηρίζεται από άρνηση στον κομφορμισμό της μορφής και του περιεχομένου, μια συνεχή διαπραγμάτευση των ορίων της έκφρασης, ελευθεριότητα, αυθορμητισμό και υποκειμενικότητα. Η φόρμα είναι ακατέργαστη, σχεδόν ανύπαρκτη με ασύντακτες παραγράφους και φτωχό επαναλαμβανόμενο λεξιλόγιο.
Ο ίδιος προτρέπει: «Απόταξε την λογοτεχνική, γραμματική κι συντακτική αναστολή... Σύνθεσε άγρια, ανυπότακτα, αγνά, να έρχεται από χαμηλά, όσο πιο τρελά τόσο το καλύτερο». Το περιεχόμενο κυκλώνει την κοινωνική δικαιοσύνη, τις μειονοτικές ομάδες του περιθωρίου της μεταπολεμικής Αμερικής του '50, όπως οι τοξικομανείς και οι ομοφυλόφιλοι, το σεβασμό για τη φύση και τους ιθαγενείς, και την έννοια μιας «δεύτερης θρησκευτικότητας» και πνευματικότητας.
Τζακ Κέρουακ - [Aς πιούμε στην υγειά των τρελών]
Τζακ Κέρουακ-Μπλουζ του κονιάκ
Mexico City Blues (1959)
110ο Χορικό
«Ξέρω τον τρόπο ν’ αντέχω το δηλητήριο
Και την αρρώστια που γνωρίζει ο άνθρωπος,
Μέσα σ’ αυτό το κενό. Δεν είμαι μαθητούδι
Όταν φτάνει η στιγμή να θυμηθώ
Την αιωνιότητα των βασάνων
Που έχω σιωπηλά διατρέξει,
Δίχως παράπονο, νιώθοντας μέσα μου
Τον πόνο το ύψιστο, εεε, μυστήριο.
Τ’ απογεύματα όταν ήμουν παιδί άκουγα
Τα ραδιοφωνικά προγράμματα για να παρακολουθώ
Τη σαβούρα ανάμεσα στις ανακοινώσεις,
Γνωρίζοντας πως ο τσακισμένος είναι ευτυχής
Μόνο και μόνο γιατί είναι αρκετά
Τρελός ώστε να εκτιμά κάθε τι
Ασήμαντο που προβάλλεται εκεί μέσα
Στην καταιγιστική πληθώρα του ματιού του
Υπερβατικός εσωτερικός Νους
όπου υπέροχα ακτινοβόλα Φορεία
μεταφέρουν οι ελέφαντες
μες στους δεντρόκηπους που κυλά γάλα
πέρα από παράδεισους καταρρακτών
στην κοιλάδα με τα αστραφτερά πετράδια
βαθυπόρφυρο καθιστώντας έναν αρχαίο ωκεάνιο
βυθό μη-ανακαλυφθέντος μεγαλείου
στην καρδιά της δυστυχίας»
(μτφ.: Γιάννης Λειβαδάς)
Mexico City Blues - 225ο Χορικό
«Το κενό που είναι τόσο ελκυστικό
στη διάρκεια του ύπνου
Δεν έχει θέση και ούτε μοτίβο˙
Κι όμως συνεχίζω ακατάπαυστα την πνευματική αναζήτηση
Και την γεωγραφική περιπλάνηση
Για να βρω το Ιερό Γάλα Εντός
Που η Νταμέμα χάρισε σε όλους.
Η Νταμέμα, η Μητέρα κάθε Βούδδα.
Του Γάλακτος Μητέρα
Μες στο σκοτάδι χολωμένος διαμαρτύρομαι
Με τον πιο ηλίθιο εαυτό μου
Γιατί υποκρίνομαι πως πιστεύω
Στην πραγματικότητα των πάντων
Ειδικά στην επονομαζόμενη πραγματικότητα
Της μεταβίβασης της Πειθαρχίας
Ολάκερη τη δοκιμή στην καλύβα της ερήμου
Και την υπεράνθρωπη μοναξιά
Και την αδιάκοπη φωτισμένη έκσταση
Στην ύπαιθρο δίχως έγνοιες
Και τοίχους να σε περικλείνουν
Τον Φωτεινό Εσωτερικό Παράδεισο
Της Έναστρης Νύχτας
Του απομεσήμερου του Μορφασμού του Σύννεφου-
Ω, Αχ, Χρυσός, Μέλι,
Έχασα τον δρόμο μου.»
(μτφ.: Γιάννης Λειβαδάς)
Κέρουακ και Κάσσαντυ
«Στον Δρόμο» (1957)
«Πλάι-πλάι παίρναν τους δρόμους και γεύονταν το καθετί με τον χαρακτήρα που είχε τότε η πρώτη τους φιλία και που, αργότερα έγινε τόσο περίλυπη, μίζερη και άδεια. Άλλα τότε πήγαιναν χορεύοντας μέσα στους δρόμους σαν τρελοί, και σερνόμουν από πίσω τους όπως κάνω σ’ όλη μου τη ζωή για ανθρώπους που μ’ ενδιαφέρουν...
...γιατί οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα, τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μια και μόνο στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται, ή λένε ένα κοινότοπο πράγμα, αλλά που καίγονται, καίγονται, όμοιοι με τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ’ άστρα και, στη μέση, βλέπουμε το μπλε φως του πυρήνα τους να σκάει κι ο καθένας κάνει: «Άααα!».»
«Η ανωνυμία στον κόσμο των ανθρώπων αξίζει περισσότερο απ’ τη φήμη στον ουρανό, γιατί τι είναι ο ουρανός; Τι είναι η γη; Ιδέες του κεφαλιού..»
( «Στο δρόμο», μτφρ.: Δήμητρα Νικολοπούλου)
Το τέλος
Οταν ο Τζακ Κέρουακ πεθαίνει στις 21 Οκτωβρίου 1969 από αιμορραγία, προκληθείσα από κίρρωση του ήπατος, μπροστά σε μια τηλεόραση πίνοντας μπίρες Φάλσταφ, είναι χοντρός και ξεχασμένος.
«Αυτό θα πει Μπητ. Ζήστε τη ζωή σας; Όχι, αγαπήστε τη ζωή σας. Όταν θα ‘ρθουν να σε πετροβολήσουν, δεν θα ‘χεις τουλάχιστον γυάλινο σπίτι, θα ‘χεις μονάχα το γυάλινο κορμί σου.»
«Αυτό θα πει Μπητ. Ζήστε τη ζωή σας; Όχι, αγαπήστε τη ζωή σας. Όταν θα ‘ρθουν να σε πετροβολήσουν, δεν θα ‘χεις τουλάχιστον γυάλινο σπίτι, θα ‘χεις μονάχα το γυάλινο κορμί σου.»
............................................................................................................
Άλλεν Γκίνσμπεργκ: Το «Ουρλιαχτό» της γενιάς των Μπιτ
Αναπόσπαστο κομμάτι της «Ιερής Τριάδας» των Μπίτ και βασικός εκπρόσωπος της «γενιάς των μπιτ», ο Allen Ginsberg υπήρξε ένα από τα «καλύτερα μυαλά της γενιάς του», μίας γενιάς που ήρθε σε ρήξη με την συντηρητική κοινωνία της Αμερικής. Το έργο του αποτελεί σημείο αναφοράς στην μεταμοντέρνα ποίηση, επηρεάζοντας σημαντικά, μαζί με τους συντρόφους του, τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα.
Ως φοιτητής πλέον στο πανεπιστήμιο Columbia γνωρίζει τον Jack Kerouac και τον William Burroughs, τα δύο άλλα μέλη της «Ιερής Τριάδας». «Η μπιτ γενιά ήταν μία ομάδα φίλων και το μπιτ η ονομασία που δόθηκε σε μία φιλία», θα δηλώσει ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα (συνέντευξη στο «Περιοδικό» τον Μάρτιο του 1991). Η δεκαετία του ’50 θα μείνει στην παγκόσμια λογοτεχνία, ως η «Δεκαετία Μπιτ», η λογοτεχνία μίας γενιάς που εξεγείρεται, ανατρέπει και προκαλεί τη συντηρητική αμερικανική κοινωνία.
Ο Ginsberg μαγεύεται από το πάθος του Kerouac για τη ζωή και τις εμπειρίες. Τα επόμενα χρόνια, παρέα με μία ομάδα νέων που θα συγκροτήσουν τη «γενιά των μπιτ», θα ρουφήξει κάθε στιγμή, ξεκινώντας μία περιπετειώδη περιπλάνηση γεμάτη εμπειρίες, που σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύονται από ναρκωτικά και αλκοόλ. Η ομοφυλοφιλία αποτέλεσε ένα ακόμα κομμάτι της ζωής του αντισυμβατικού νεαρού, ενώ δεν έλειψαν και τα μπλεξίματα με το νόμο.
Σταδιακά αφιερώνεται στην ποίηση. Το 1955, ο Ginsberg θα βρεθεί στο Σαν Φρανσίσκο, όπου κατά τη διάρκεια μία ποιητικής βραδιάς θα απαγγείλει ένα απόσπασμα από το ποίημα του Ουρλιαχτό, ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Το «Ουρλιαχτό» θα δημοσιευτεί το 1956 στην ποιητική συλλογή του Ginsberg με τίτλο το «Ουρλιαχτό και άλλα ποιήματα».
Μία δεκαετία νωρίτερα ο Kerouac είχε γράψει το μυθιστόρημα «Στο Δρόμο» που αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της Μπίτ λογοτεχνίας, ωστόσο με το «Ουρλιαχτό» η «γενιά των Μπιτ» είχε αποκτήσει το ποιητικό μανιφέστο της...
Πρώτα θα απαγγέλει σε συγκεντρώσεις το «Ουρλιαχτό», την κραυγή της γενιάς του. Μετά θα εκδοθεί. Θα απαγορευτεί ως άσεμνο. Έχει ήδη περάσει λοιπόν στην Ιστορία της Λογοτεχνίας. Να κι ένα απόσπασμα του σε μετάφραση Γιάννη Λειβαδά:
«... Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
μιαν αναγκαία δόση,
χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση
με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας
μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό
κάτω απ' τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν
αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ' τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές
του πολέμου,
που διώχτηκαν απ' τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης
στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας
τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο
μέσ' απ' τον τοίχο...»...
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
μιαν αναγκαία δόση,
χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση
με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας
μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό
κάτω απ' τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν
αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ' τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές
του πολέμου,
που διώχτηκαν απ' τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης
στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας
τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο
μέσ' απ' τον τοίχο...»...
Λίγο καιρό μετά την έκδοσή του, το «Ουρλιαχτό» θα απαγορευτεί ως άσεμνο. Παρά τη αντίδραση της συντηρητικής αμερικανικής κοινωνίας, η «γενιά των Μπίτ» συνέχιζε να καταδεικνύει το τέλμα της, τις αντιθέσεις της, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της. Με το «Στο δρόμο» του Kerouac, το «Ουρλιαχτό» του Ginsberg και το «Γυμνό Γεύμα» του Burroughs η «γενιά των Μπίτ» είχε αποκτήσει πλέον τη δική της λογοτεχνική έκφραση.
Σκότωσε τους Αγαπημένους Σου
Και αν ο Jack Kerouac ήταν ο «Βασιλιάς» των Μπιτ, ο Allen Ginsberg ήταν ο «ντελάλης» τους. Σε αντίθεση με τον «Βασιλιά» που ήταν κάπως αντιεπικοινωνιακός, ο Ginsberg προώθησε όχι μόνο το δικό του έργο, αλλά και των υπολοίπων, και κυρίως αυτό του Kerouac. Το 1973 αυτός και η ποιήτρια Anne Waldman ίδρυσαν για αυτό το σκοπό στο ινστιτούτο Naropa, στο Boulder, στο Colorado, ένα ειδικό τμήμα για την μελέτη των γραπτών του Kerouac, αλλά και γενικότερα της «γενιάς των Μπιτ».
Ο Ginsberg βγήκε μέσα από τα σπλάχνα της Αμερικής. Την αγάπησε αλλά και τη μίσησε. Κυρίως ένιωθε απέχθεια για την κυρίαρχη καθεστωτική νοοτροπία. «Αμερική όλα σου τα έδωσα και τώρα είμαι ένα τίποτα» (από το ποίημα America)...
“Πότε θα αντικρίσεις τον εαυτό σου μέσα απ’ το τάφο;
Πότε θα γίνεις ισάξια του εκατομμυρίου Τροτσκιστών σου;
Αμερική οι βιβλιοθήκες σου γιατί είναι γεμάτες δάκρυα;
Αμερική πότε θα στείλεις τα αυγά σου στην Ινδία;
Τις παράλογες απαιτήσεις σου τις σιχάθηκα.“
Ο θλιμμένος μου εαυτός
Κάποιες φορές όταν τα μάτια μου είναι κόκκινα
αναβαίνω στην κορυφή του κτιρίου της Αρ Σι Έι
και ατενίζω τον κόσμο μου, το Μανχάτταν -
τα κτίρια μου, τους δρόμους που έκανα τα κατορθώματά μου,
τις σοφίτες, τα κρεβάτια, τα φτηνιάρικα διαμερίσματα
- αποκάτω στην Πέμπτη λεωφόρο που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου,
τα αυτοκίνητα της σαν μυρμήγκια, μικρά κίτρινα ταξί, άνθρωποι
που περπατούν στο μέγεθος μάλλινων ψηγμάτων -
Πανόραμα των γεφυρών, ξημέρωμα πάνω από τη μηχανή του Μπρούκλυν,
ο ήλιος δύει στο Νιου Τζέρσεϊ που γεννήθηκα
και στο Πάτερσον που έπαιξα με τα μυρμήγκια -
οι κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό,
οι πιο μεγάλοι μου έρωτες στο Λόουερ Ηστ Σάιντ,
τα κάποτε υπέροχα αμόρε μου στο Μπρονξ
πέρα μακριά -
πορείες που διασταυρώνονται σ' ετούτους τους κρυμμένους δρόμους,
η ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες και οι
εκστάσεις μου στο Χάρλεμ -
- ο ήλιος λάμπει πάνω από κάθε τι που εξουσιάζω
μ' ένα κλείσιμο του ματιού στον ορίζοντα
μέσα στην έσχατη μου αιωνιότητα -
το ζήτημα είναι άπιαστο.
Θλιμμένος,
παίρνω το ασανσέρ και κατεβαίνω,
συλλογισμένος,
και περπατώ στα πεζοδρόμια καρφώνοντας τα μάτια σ' όλων των ανθρώπων
τις τζαμαρίες, τα πρόσωπα,
κι ύστερα αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη,
και σταματώ, θολωμένος
μπροστά σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων
και στέκομαι χαμένος μέσα σε χαλαρές σκέψεις,
με την κίνηση να πηγαίνει πάνω και κάτω στα τετράγωνα της 5ης λεωφόρου
πίσω μου
προσμένοντας για μια στιγμή όταν ...
Είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι και να φτιάξω βραδινό και να ακούσω
τα ρομαντικά νέα του πολέμου στο ραδιόφωνο
... κάθε κίνηση παύει
και περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης,
η τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια,
τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας,
το πρόσωπο το δικό μου το γραμμωμένο από δάκρυα στον καθρέφτη
κάποιου παραθύρου - το σούρουπο -
όταν δεν νιώθω καμιά επιθυμία -
για καραμέλες - ή να αποκτήσω φουστάνια ή Γιαπωνέζικα
αμπαζούρ της διανόησης -
Σαστισμένος με το θέαμα γύρω μου,
άντρες να αγκομαχούν στο δρόμο
με δέματα, εφημερίδες,
γραβάτες, όμορφα κοστούμια
σύμφωνα με το γούστο τους
άντρες, γυναίκες, που ξεχύνονται πάνω στα πεζοδρόμια
κόκκινα φώτα που ρυθμίζουν ρολόγια βιαστικά και
ελεγχόμενες κινήσεις -
Και όλοι ετούτοι οι δρόμοι να οδηγούν
τόσο διαγώνια, γεμάτοι κόρνες, εκτεταμένα,
μέσα από λεωφόρους
στοιχειωμένες από ψηλά κτίρια ή πηγμένες στη βρώμα
των φτωχικών συνοικιών
μέσα από τόση μπλοκαρισμένη κίνηση
αυτοκίνητα και μηχανές να ουρλιάζουν
με τόσο πόνο σ' αυτήν την
εξοχή, σ' αυτό το νεκροταφείο
στην γαλήνη
του νεκροκρέβατου ή του βουνού
που κάποτε αντίκρισα
ποτέ δεν ξαναβρήκα ή επιθύμησα
να έρθει στο μυαλό μου
όπου ολόκληρο το Μανχάτταν που είδα πρέπει να εξαφανιστεί.
αναβαίνω στην κορυφή του κτιρίου της Αρ Σι Έι
και ατενίζω τον κόσμο μου, το Μανχάτταν -
τα κτίρια μου, τους δρόμους που έκανα τα κατορθώματά μου,
τις σοφίτες, τα κρεβάτια, τα φτηνιάρικα διαμερίσματα
- αποκάτω στην Πέμπτη λεωφόρο που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου,
τα αυτοκίνητα της σαν μυρμήγκια, μικρά κίτρινα ταξί, άνθρωποι
που περπατούν στο μέγεθος μάλλινων ψηγμάτων -
Πανόραμα των γεφυρών, ξημέρωμα πάνω από τη μηχανή του Μπρούκλυν,
ο ήλιος δύει στο Νιου Τζέρσεϊ που γεννήθηκα
και στο Πάτερσον που έπαιξα με τα μυρμήγκια -
οι κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό,
οι πιο μεγάλοι μου έρωτες στο Λόουερ Ηστ Σάιντ,
τα κάποτε υπέροχα αμόρε μου στο Μπρονξ
πέρα μακριά -
πορείες που διασταυρώνονται σ' ετούτους τους κρυμμένους δρόμους,
η ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες και οι
εκστάσεις μου στο Χάρλεμ -
- ο ήλιος λάμπει πάνω από κάθε τι που εξουσιάζω
μ' ένα κλείσιμο του ματιού στον ορίζοντα
μέσα στην έσχατη μου αιωνιότητα -
το ζήτημα είναι άπιαστο.
Θλιμμένος,
παίρνω το ασανσέρ και κατεβαίνω,
συλλογισμένος,
και περπατώ στα πεζοδρόμια καρφώνοντας τα μάτια σ' όλων των ανθρώπων
τις τζαμαρίες, τα πρόσωπα,
κι ύστερα αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη,
και σταματώ, θολωμένος
μπροστά σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων
και στέκομαι χαμένος μέσα σε χαλαρές σκέψεις,
με την κίνηση να πηγαίνει πάνω και κάτω στα τετράγωνα της 5ης λεωφόρου
πίσω μου
προσμένοντας για μια στιγμή όταν ...
Είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι και να φτιάξω βραδινό και να ακούσω
τα ρομαντικά νέα του πολέμου στο ραδιόφωνο
... κάθε κίνηση παύει
και περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης,
η τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια,
τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας,
το πρόσωπο το δικό μου το γραμμωμένο από δάκρυα στον καθρέφτη
κάποιου παραθύρου - το σούρουπο -
όταν δεν νιώθω καμιά επιθυμία -
για καραμέλες - ή να αποκτήσω φουστάνια ή Γιαπωνέζικα
αμπαζούρ της διανόησης -
Σαστισμένος με το θέαμα γύρω μου,
άντρες να αγκομαχούν στο δρόμο
με δέματα, εφημερίδες,
γραβάτες, όμορφα κοστούμια
σύμφωνα με το γούστο τους
άντρες, γυναίκες, που ξεχύνονται πάνω στα πεζοδρόμια
κόκκινα φώτα που ρυθμίζουν ρολόγια βιαστικά και
ελεγχόμενες κινήσεις -
Και όλοι ετούτοι οι δρόμοι να οδηγούν
τόσο διαγώνια, γεμάτοι κόρνες, εκτεταμένα,
μέσα από λεωφόρους
στοιχειωμένες από ψηλά κτίρια ή πηγμένες στη βρώμα
των φτωχικών συνοικιών
μέσα από τόση μπλοκαρισμένη κίνηση
αυτοκίνητα και μηχανές να ουρλιάζουν
με τόσο πόνο σ' αυτήν την
εξοχή, σ' αυτό το νεκροταφείο
στην γαλήνη
του νεκροκρέβατου ή του βουνού
που κάποτε αντίκρισα
ποτέ δεν ξαναβρήκα ή επιθύμησα
να έρθει στο μυαλό μου
όπου ολόκληρο το Μανχάτταν που είδα πρέπει να εξαφανιστεί.
Όταν ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ρωτήθηκε τι ήταν η γενιά των «μπητ» απάντησε πως ήταν «μια παρέα φίλων με τον ίδιο τρόπο σκέψης».
«Ή καλύτερα, μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι, χωρίς να λένε πολλά λόγια, ονειρεύτηκαν έναν άλλο κόσμο. Γεννήθηκαν όλοι στην Αμερική, σε μια εποχή που η χώρα ζούσε μέσα στην αφθονία, ανακάλυπτε την γοητεία του περιττού, έπεφτε στην παγίδα του «ό,τι επιθυμώ είναι απαραίτητο».
Αυτή η παρέα πίστεψε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου ο καταναλωτισμός έχει γίνει αρχή και κριτήριο ευζωίας, η ανακάλυψη μυαλών που μπορούν να ανθίσουν ακόμα και στις πέτρες είναι μια μορφή επανάστασης».
Allen Ginsberg, Robert Lavigne και μια φίλη τους,
18 Μαρτίου 1956.
Ο Allen Ginsberg θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 5 Απριλίου του 1997, χτυπημένος από καρκίνο στο ήπαρ. Το έργο του αναγνωρίστηκε από τους ακαδημαϊκούς κύκλους, ωστόσο το σημαντικότερο είναι πως παραμένει ζωντανό σε κάθε σοκάκι των μεγαλουπόλεων, στους δρόμους και τα μπαρ, σε κάθε ποτήρι που αδειάζει, σε κάθε χέρι που κρατάει με πάθος τις ποιητικές του συλλογές. Παραμένει ζωντανό σε κάθε άνθρωπο που αντιλαμβάνεται τη δύναμη ενός «ουρλιαχτού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου