Γιώργος Σεφέρης «Ελένη»
Το ποίημα Ελένη που ακολουθεί ανήκει στη συλλογή «Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν...» (1955), γράφτηκε όμως, κατά δήλωση του ποιητή, το 1953, όταν ο Σεφέρης ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κύπρο. Ξαναπήγε το 1954 και το 1955. Το 1955 θ’ αρχίσει ο Κυπριακός αγώνας κατά της αγγλικής κατοχής. Ο Σεφέρης από τις θέσεις του στο διπλωματικό σώμα θα παρακολουθήσει από πολύ κοντά τις φάσεις του κυπριακού δράματος.
Για να κατανοήσουμε το ποίημα, πρέπει να έχουμε υπόψη μας πρώτα πρώτα δύο αρχαίους μύθους, που αποτελούν τον πυρήνα του:
α) Ο μύθος του Τεύκρου: Ο Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα, έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, όπου διακρίθηκε ως τοξότης. Όταν επέστρεψε στη Σαλαμίνα, ο πατέρας του δεν τον δέχτηκε, γιατί έκρινε ότι δε συμπαραστάθηκε αρκετά στον αδελφό του Αίαντα, που αυτοκτόνησε, επειδή οι Αχαιοί δεν έδωσαν σ’ αυτόν ως αριστείο τα όπλα του Αχιλλέα. Ο Τεύκρος τότε, υπακούοντας σε χρησμό του Απόλλωνα, έφυγε στην Κύπρο, όπου και ίδρυσε πόλη και της έδωσε το όνομα Σαλαμίνα (κοντά στη σημερινή Αμμόχωστο) ως ανάμνηση της πατρίδας του.
β) Ο μύθος της Ελένης: Σύμφωνα με μια εκδοχή αυτού του μύθου η Αφροδίτη δεν έδωσε στον Πάρη την πραγματική Ελένη, αλλά ένα ομοίωμά της. Την Ελένη τη μετέφερε ο Ερμής, με εντολή της Ήρας, στην Αίγυπτο, στο παλάτι του βασιλιά Πρωτέα, όπου τη συνάντησε ο Μενέλαος επιστρέφοντας από την Τροία. Την εκδοχή αυτή του μύθου διαπραγματεύεται ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ελένη. Στην τραγωδία συναντάει την Ελένη στην Αίγυπτο και ο Τεύκρος, που περνάει από κει ταξιδεύοντας για την Κύπρο.
Ο Σεφέρης προτάσσει ως μότο στο ποίημά του τρία αποσπάσματα της τραγωδίας του Ευριπίδη, που συνοψίζουν τους δύο μύθους:
ΤΕΥΚΡΟΣ: ...στη θαλασσινή Κύπρο, όπου μου όρισε ο Απόλλων να κατοικώ, δίνοντάς της το νησιώτικο όνομα Σαλαμίνα ως ανάμνηση εκείνης της πατρίδος μου (στ. 148-150).
ΕΛΕΝΗ: Εγώ δεν πήγα στην Τρωάδα, ένα είδωλό μου ήταν (στ. 582).
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Τι λες; Ώστε για μια νεφέλη τραβήξαμε του κάκου τόσα βάσανα; (στ. 706).
Επίσης πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Σεφέρης δεν παραμένει στους αρχαίους μύθους, αλλά τους μεταφέρει στην εποχή μας, δηλαδή τους κάνει να εκφράζουν σύγχρονες εμπειρίες. Και εδώ ας σκεφτούμε ότι ο ποιητής έζησε τους δυο παγκόσμιους πολέμους και τη μικρασιατική καταστροφή, που τον έπληξε ιδιαίτερα, αφού του στέρησε την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σμύρνη, όπου γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια.
Στο ποίημα μιλάει ο Τεύκρος. Πίσω όμως από τα λόγια του συχνά θ’ ακούμε τη φωνή του ποιητή.
ΤΕΥΚΡΟΣ
... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν
Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
.................................................................
ΕΛΕΝΗ
Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.
....................................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ
Τί φῄς;
Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών∙
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Που είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ‘λεγε;– η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
πλάσμα ατόφιο∙
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών∙
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν
Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
.................................................................
ΕΛΕΝΗ
Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.
....................................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ
Τί φῄς;
Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών∙
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Που είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ‘λεγε;– η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
πλάσμα ατόφιο∙
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών∙
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Πλάτρες: χωριό της Κύπρου στις πλαγιές του όρους Τρόοδος, κοσμικό θέρετρο στα χρόνια της αγγλοκρατίας.
γυριογιάλι: ακτή
Τοξότης, Σορπιός: αστερισμοί
ξαστοχώ: αστοχώ
στ. 14-15: το στερνό σπαθί: το σπαθί με το οποίο αυτοκτόνησε ο Αίας, γεγονός που στάθηκε αιτία να εξοριστεί ο Τεύκρος και να εγκατασταθεί στη Σαλαμίνα της Κύπρου (μιαν άλλη Σαλαμίνα).
στ. 17: σαν Αφροδίτη: όπως η Αναδυόμενη Αφροδίτη, που κατά την παράδοση αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας στην Πάφο της Κύπρου (Κύπρις, Παφία).
Πρωτέας: (Πρωτεύς) θαλασσινός δαίμονας, που άλλαζε συνεχώς μορφή και κατά τον Ευριπίδη βασιλιάς της Αιγύπτου.
χείλια: (της ερήμου)∙ εδώ η άκρη (της ερήμου).
στ. 23: ποιητάρη: ο χαρακτηρισμός αυτός του αηδονιού, καθώς και δακρυσμένο πουλί πιο κάτω (στ. 54) ανήκει στον Ευριπίδη. Στην Κύπρο ποιητάρης λέγεται σήμερα ο λαϊκός ποιητής. Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί εδώ μια λέξη τοπική.
στ. 25: σκλάβες Σπαρτιάτισσες: πρόκειται για τις Σπαρτιάτισσες γυναίκες στην Αίγυπτο, που αποτελούν το χορό της τραγωδίας του Ευριπίδη.
Δέλτα: το Δέλτα του Νείλου.
ατόφιος: γνήσιος.
αδερφός: ο Αίας ο Τελαμώνιος.
στ. 52: τι ‘ναι θεός κτλ.: πρόκειται για μετάφραση του στίχου του Ευριπίδη (Ελένη, 1137): «ὅ,τι θεός ἤ μή θεός ἤ τό μέσον, τίς φησ’ ἐρευνήσας βροτῶν» δηλ. ποιος άνθρωπος μπορεί να βρει και να πει τι είναι θεός κτλ.
τάζω: υπόσχομαι (αναφέρεται στη φράση του Ευριπίδη «όπου μου όρισε ο Απόλλων να κατοικώ».
Η «Στέρνα», ένα από τα πιο δυσερμήνευτα ποιήματα του ποιητή, έχει προξενήσει αμηχανία στους μελετητές της. Ανάμεσα στις στροφές 21 και 22 υπάρχει ένα φιλολογικό παράδοξο: πέντε σειρές με τελείες, που φαίνονται σαν να υποκαθιστούν και να υποδηλώνουν μιαν ελλείπουσα στροφή του ποιήματος μια στροφή, που δεν γράφτηκε ίσως ποτέ
Βρέθηκα στην ανάγκη να βάλω το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα με τη μορφή μοντέλου, γιατί όχι μόνο ερχότανε να σκεπάσει την πύλη του Βισάγκρα, αλλά και ο θόλος του ανέβαινε με τρόπο που ξεπερνούσε την πόλη· κι έτσι μια που το 'βαλα σα μοντέλο και το μετακίνησα από τον τόπο του, μου φαίνεται προτιμότερο να δείξω την πρόσοψή του παρά τις άλλες του μεριές. Όσο για τη θέση του μέσα στην πόλη, φαίνεται στο χάρτη.
ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ
Εδώ, στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα
μονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει.
Σκεπή της βήματα ηχερά. Τ' αστέρια
δε σμίγουν την καρδιά της. Κάθε μέρα
πληθαίνει, ανοιγοκλεί, δεν την αγγίζει.
Ανοίγει ο πάνω κόσμος σα ριπίδι
και παίζει με το φύσημα του ανέμου,
μ' ένα ρυθμό που ξεψυχάει στο δείλι
φτεροκοπάει ανέλπιδα και σφύζει
στο σφύριγμα του πόνου του γραμμένου.
Στο πύργωμα του θόλου ανέλεης νύχτας
πατούνε οι έννοιες κι οι χαρές διαβαίνουν,
με το γοργό κροτάλισμα της μοίρας
πρόσωπα ανάβουν λάμπουν μια στιγμή
και σβήνουνται σ' ένα σκοτάδι εβένου.
Μορφές που φεύγουν! Ορμαθοί τα μάτια
κυλούν βαλμένα σ' ένα αυλάκι πίκρα
και της μεγάλης μέρας τα σημάδια
τις παίρνουν και τις φέρνουν πιο σιμά
στη μαύρη γης που δε γυρεύει λύτρα.
Στο χώμα γέρνει το κορμί του ανθρώπου
για ν' απομείνει η διψασμένη αγάπη·
μαρμαρωμένο στ' άγγιγμα του χρόνου
το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό
κόρφο που το γλυκαίνει αγάλι-αγάλι.
Δάκρυα γυρεύει η δίψα της αγάπης
τα τριαντάφυλλα σκύβουν - η ψυχή μας -
στα φύλλα ακούγεται ο παλμός της πλάσης
το απόβραδο σιμώνει σα διαβάτης
ύστερα η νύχτα κι ύστερα το μνήμα ...
Μα εδώ στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα
κρυφή μονιά, ζεστή, που θησαυρίζει
κάθε κορμιού το βόγκο στον αγέρα
τη μάχη με τη νύχτα με τη μέρα,
πληθαίνει ο κόσμος, πάει, δεν την αγγίζει.
Περνούνε οι ώρες, ήλιοι και φεγγάρια,
μα το νερό έχει δέσει σαν καθρέφτης·
η απαντοχή με τα ορθάνοιχτα μάτια
όταν βυθίσουν όλα τα πανιά
στην άκρη του πελάγου που τη θρέφει.
Μόνη, και στην καρδιά της τόσο πλήθος
μόνη, και στην καρδιά της τόσος μόχθος
και τόσος πόνος, στάλα-στάλα μόνος
τα δίχτυα ρίχνοντας μακριά στον κόσμο
που ζει μ' ένα κυμάτισμα πικρό.
Σαν άνοιξε το κύμα απ' την αγκάλη
να 'τανε στην αγκάλη να τελειώσει
να 'τανε την αγάπη στ' ακρογιάλι
πριν σπάσει τη γραμμή του να μας δώσει
το κύμα ως έμεινε στην άμμο αφρός.
Μια ζεστασιά απλωμένη σαν προβιά,
ήμερη σαν το κοιμισμένο αγρίμι
που ξέφυγε ήσυχο το καρδιοχτύπι
και χτύπησε στον ύπνο να ζητήσει
το περιβόλι όπου σταλάζει ασήμι.
Κι ένα κορμί κρυφό, βαθιά κραυγή
βγαλμένη από το σπήλαιο του θανάτου,
σαν το νερό ζωηρό μέσα στ' αυλάκι
σαν το νερό που λάμπει στο χορτάρι
μονάχο και μιλεί στις μαύρες ρίζες ...
Ω! πιο κοντά στη ρίζα της ζωής μας
από τη σκέψη μας κι από την έννοια!
Ω πιο κοντά από το σκληρό αδερφό μας
που μας κοιτάει με βλέφαρα κλεισμένα
κι από τη λόγχη ακόμα στο πλευρό μας!
Ω! ν' απαλύνει ξάφνω στην αφή μας
το δέρμα της σιωπής που μας στενεύει,
να λησμονήσουμε, θεοί, το κρίμα
που όλο πληθαίνει κι όλο μας βαραίνει,
να βγούμε από τη γνώση κι απ' την πείνα!
Μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μας
να βγούμε από τον πόνο της πληγής μας,
μαζεύοντας την πίκρα του κορμιού μας
να βγούμε από την πίκρα του κορμιού μας,
ρόδα ν' ανθίσουν στο αίμα της πληγής μας.
Όλα να γίνουνε ξανά σαν πρώτα
στα δάχτυλα στα μάτια και στα χείλια,
ν' αφήσουμε τη γερασμένη αρρώστια
πουκάμισο που αφήσανε τα φίδια
κίτρινο μες στα πράσινα τριφύλλια.
Μεγάλη αγάπη κι άχραντη, γαλήνη!
Μέσα στη ζωντανή θέρμη ένα βράδυ
λύγισες ταπεινά, γυμνή καμπύλη,
λευκή φτερούγα πάνω απ' το κοπάδι
σαν απαλή στον κρόταφο παλάμη.
Το πέλαγο που σ' έφερε σε πήρε
πέρα στις λεμονιές τις ανθισμένες
τώρα που γλυκοξύπνησαν οι μοίρες
χίλιες μορφές με τρεις απλές ρυτίδες
στον επιτάφιο συνοδεία βαλμένες.
Σέρνουνε μοιρολόγια οι μυροφόρες
ν' ακολουθήσει η ελπίδα των ανθρώπων
στα μάτια σφηνωμένη με τις φλόγες
φωτίζοντας το χώμα το τυφλό
που ιδρώνει από της άνοιξης τον κόπο.
Φλόγες του πέρα κόσμου, πυροφάνια
πάνω στην άνοιξη που σήμερα αναβλύζει,
ίσκιοι θλιμμένοι στα νεκρά στεφάνια
βήματα ... βήματα ... η αργή καμπάνα
μια σκοτεινή αλυσίδα ξετυλίγει -
"Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οι θεοί μας!.."
Τα μάρμαρα το ξέρουν που κοιτάζουν
σαν άσπρη χαραυγή πάνω στο θύμα
ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμμια,
καθώς περνούν τα πλήθη του θανάτου.
.................................
.................................
.................................
.................................
.................................
Περάσανε μακριά, με τον καημό τους
ζεστό κοντά στα χαμηλά αγιοκέρια
που γράφανε στο σκυφτό μέτωπό τους
τη ζωή πασίχαρη στα μεσημέρια
όταν σβηστούν τα μάγια και τ' αστέρια.
Μα η νύχτα δεν πιστεύει στην αυγή
κι η αγάπη ζει το θάνατο να υφαίνει
έτσι, σαν την ελεύθερη ψυχή,
μια στέρνα που διδάσκει τη σιγή
μέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη
Η Στέρνα
Στον Γιώργο ΑποστολίδηΒρέθηκα στην ανάγκη να βάλω το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα με τη μορφή μοντέλου, γιατί όχι μόνο ερχότανε να σκεπάσει την πύλη του Βισάγκρα, αλλά και ο θόλος του ανέβαινε με τρόπο που ξεπερνούσε την πόλη· κι έτσι μια που το 'βαλα σα μοντέλο και το μετακίνησα από τον τόπο του, μου φαίνεται προτιμότερο να δείξω την πρόσοψή του παρά τις άλλες του μεριές. Όσο για τη θέση του μέσα στην πόλη, φαίνεται στο χάρτη.
ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ
Εδώ, στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα
μονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει.
Σκεπή της βήματα ηχερά. Τ' αστέρια
δε σμίγουν την καρδιά της. Κάθε μέρα
πληθαίνει, ανοιγοκλεί, δεν την αγγίζει.
Ανοίγει ο πάνω κόσμος σα ριπίδι
και παίζει με το φύσημα του ανέμου,
μ' ένα ρυθμό που ξεψυχάει στο δείλι
φτεροκοπάει ανέλπιδα και σφύζει
στο σφύριγμα του πόνου του γραμμένου.
Στο πύργωμα του θόλου ανέλεης νύχτας
πατούνε οι έννοιες κι οι χαρές διαβαίνουν,
με το γοργό κροτάλισμα της μοίρας
πρόσωπα ανάβουν λάμπουν μια στιγμή
και σβήνουνται σ' ένα σκοτάδι εβένου.
Μορφές που φεύγουν! Ορμαθοί τα μάτια
κυλούν βαλμένα σ' ένα αυλάκι πίκρα
και της μεγάλης μέρας τα σημάδια
τις παίρνουν και τις φέρνουν πιο σιμά
στη μαύρη γης που δε γυρεύει λύτρα.
Στο χώμα γέρνει το κορμί του ανθρώπου
για ν' απομείνει η διψασμένη αγάπη·
μαρμαρωμένο στ' άγγιγμα του χρόνου
το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό
κόρφο που το γλυκαίνει αγάλι-αγάλι.
Δάκρυα γυρεύει η δίψα της αγάπης
τα τριαντάφυλλα σκύβουν - η ψυχή μας -
στα φύλλα ακούγεται ο παλμός της πλάσης
το απόβραδο σιμώνει σα διαβάτης
ύστερα η νύχτα κι ύστερα το μνήμα ...
Μα εδώ στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα
κρυφή μονιά, ζεστή, που θησαυρίζει
κάθε κορμιού το βόγκο στον αγέρα
τη μάχη με τη νύχτα με τη μέρα,
πληθαίνει ο κόσμος, πάει, δεν την αγγίζει.
Περνούνε οι ώρες, ήλιοι και φεγγάρια,
μα το νερό έχει δέσει σαν καθρέφτης·
η απαντοχή με τα ορθάνοιχτα μάτια
όταν βυθίσουν όλα τα πανιά
στην άκρη του πελάγου που τη θρέφει.
Μόνη, και στην καρδιά της τόσο πλήθος
μόνη, και στην καρδιά της τόσος μόχθος
και τόσος πόνος, στάλα-στάλα μόνος
τα δίχτυα ρίχνοντας μακριά στον κόσμο
που ζει μ' ένα κυμάτισμα πικρό.
Σαν άνοιξε το κύμα απ' την αγκάλη
να 'τανε στην αγκάλη να τελειώσει
να 'τανε την αγάπη στ' ακρογιάλι
πριν σπάσει τη γραμμή του να μας δώσει
το κύμα ως έμεινε στην άμμο αφρός.
Μια ζεστασιά απλωμένη σαν προβιά,
ήμερη σαν το κοιμισμένο αγρίμι
που ξέφυγε ήσυχο το καρδιοχτύπι
και χτύπησε στον ύπνο να ζητήσει
το περιβόλι όπου σταλάζει ασήμι.
Κι ένα κορμί κρυφό, βαθιά κραυγή
βγαλμένη από το σπήλαιο του θανάτου,
σαν το νερό ζωηρό μέσα στ' αυλάκι
σαν το νερό που λάμπει στο χορτάρι
μονάχο και μιλεί στις μαύρες ρίζες ...
Ω! πιο κοντά στη ρίζα της ζωής μας
από τη σκέψη μας κι από την έννοια!
Ω πιο κοντά από το σκληρό αδερφό μας
που μας κοιτάει με βλέφαρα κλεισμένα
κι από τη λόγχη ακόμα στο πλευρό μας!
Ω! ν' απαλύνει ξάφνω στην αφή μας
το δέρμα της σιωπής που μας στενεύει,
να λησμονήσουμε, θεοί, το κρίμα
που όλο πληθαίνει κι όλο μας βαραίνει,
να βγούμε από τη γνώση κι απ' την πείνα!
Μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μας
να βγούμε από τον πόνο της πληγής μας,
μαζεύοντας την πίκρα του κορμιού μας
να βγούμε από την πίκρα του κορμιού μας,
ρόδα ν' ανθίσουν στο αίμα της πληγής μας.
Όλα να γίνουνε ξανά σαν πρώτα
στα δάχτυλα στα μάτια και στα χείλια,
ν' αφήσουμε τη γερασμένη αρρώστια
πουκάμισο που αφήσανε τα φίδια
κίτρινο μες στα πράσινα τριφύλλια.
Μεγάλη αγάπη κι άχραντη, γαλήνη!
Μέσα στη ζωντανή θέρμη ένα βράδυ
λύγισες ταπεινά, γυμνή καμπύλη,
λευκή φτερούγα πάνω απ' το κοπάδι
σαν απαλή στον κρόταφο παλάμη.
Το πέλαγο που σ' έφερε σε πήρε
πέρα στις λεμονιές τις ανθισμένες
τώρα που γλυκοξύπνησαν οι μοίρες
χίλιες μορφές με τρεις απλές ρυτίδες
στον επιτάφιο συνοδεία βαλμένες.
Σέρνουνε μοιρολόγια οι μυροφόρες
ν' ακολουθήσει η ελπίδα των ανθρώπων
στα μάτια σφηνωμένη με τις φλόγες
φωτίζοντας το χώμα το τυφλό
που ιδρώνει από της άνοιξης τον κόπο.
Φλόγες του πέρα κόσμου, πυροφάνια
πάνω στην άνοιξη που σήμερα αναβλύζει,
ίσκιοι θλιμμένοι στα νεκρά στεφάνια
βήματα ... βήματα ... η αργή καμπάνα
μια σκοτεινή αλυσίδα ξετυλίγει -
"Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οι θεοί μας!.."
Τα μάρμαρα το ξέρουν που κοιτάζουν
σαν άσπρη χαραυγή πάνω στο θύμα
ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμμια,
καθώς περνούν τα πλήθη του θανάτου.
.................................
.................................
.................................
.................................
.................................
Περάσανε μακριά, με τον καημό τους
ζεστό κοντά στα χαμηλά αγιοκέρια
που γράφανε στο σκυφτό μέτωπό τους
τη ζωή πασίχαρη στα μεσημέρια
όταν σβηστούν τα μάγια και τ' αστέρια.
Μα η νύχτα δεν πιστεύει στην αυγή
κι η αγάπη ζει το θάνατο να υφαίνει
έτσι, σαν την ελεύθερη ψυχή,
μια στέρνα που διδάσκει τη σιγή
μέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη
Άρνηση
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
.μα το νερό γλυφό.
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
.μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της.
.ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
γράψαμε τ’ όνομά της.
.ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε την ζωή μας.• λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε την ζωή μας.• λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή
Το σύντομο αυτό ποίημα του Σεφέρη, πολύ δημοφιλές στην Κύπρο, θεωρήθηκε (και θεωρείται) από πολλούς ότι έχει πηγή έμπνευσης ένα πολύ όμορφο ακρογιάλι της Κύπρου, την παραλία του Κόννου στον Πρωταρά, στις ανατολικές ακτές του νησιού μας. Σαν τέτοιο το συστήνουν οι ξεναγοί, έτσι το χρησιμοποιούν σε κείμενά τους δημοσιογράφοι και άλλοι. Δυστυχώς, παρ’ όλη την αγάπη και τους δεσμούς του ποιητή με την Κύπρο, παρ’ όλο ότι μια ολόκληρη ποιητική του συλλογή είναι εμπνευσμένη από την Κύπρο, αυτό δεν ευσταθεί.
Ο Σεφέρης ήρθε για πρώτη φορά στην Κύπρο το φθινόπωρο του 1953. Το ποίημα «Άρνηση»είναι το πέμπτο της πρώτης ποιητικής συλλογής «Στροφή», που εξέδωσε ο Σεφέρης το 1931, είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια πριν από το ταξίδι του στο νησί. Τα ποιήματα της συλλογής είναι γραμμένα μετά την επιστροφή του από το Παρίσι (1924) και απηχούν απαισιόδοξα συναισθήματα και δύσκολες ψυχικές καταστάσεις αυτής της περιόδου. Τέτοιες καταστάσεις είναι, για παράδειγμα, οι ίδιες οι σπουδές του στα νομικά που δεν τις ήθελε, που τις ακολούθησε κατ’ απαίτηση του πατέρα του και που τον έκαναν συχνά πολύ δυστυχισμένο. Είναι ακόμη δυο άτυχοι έρωτές του, με την κόρη της σπιτονοικοκυράς του στο Παρίσι και λίγο αργότερα με κάποια άλλη κοπέλα, τη Jacqueline, με την οποία χώρισε γιατί γνώριζε εκ των προτέρων την αντίδραση της οικογένειάς του.
Στην τρίτη στροφή του ποιήματος ο ποιητής βάζει άνω τελεία στο "πήραμε τη ζωή μας" και ακολουθεί η λέξη "λάθος".
Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Έτσι το ήθελε ο ποιητής .
Ο Σεφέρης είχε τονίσει στον Θεοδωράκη να μη γίνει λάθος γιατί το νόημα αλλάζει, όμως στην ηχογράφηση με τον Μπιθικώτση γίνεται το λάθος στη λέξη "λάθος" κι ακούγονται όλες μαζί οι λέξεις, δίνοντας διαφορετικό αν μη και αντίθετο νόημα στο ποίημα απ' αυτό που ήθελε ο ποιητής. Η εκτέλεση του Γιώργου Μούτσιου παρότι είναι η σωστή, ελάχιστα ακούστηκε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου