Ανέκδοτη προσωπογραφία του Γιάννη Σκαρίμπα από τον εγγονό του (από τη θετή κόρη του, Τασία Σελέκου), τον αγιογράφο και ζωγράφο Γιώργο Τσοπάνο.
(Πηγή: Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009)
Το σόλο του Φίγκαρω είναι, ενδεχομένως, το πιο πρωτοποριακό και τολμηρό μυθιστόρημα της Γενιάς του Τριάντα και της εποχής του συγγραφέα. Παράλληλα, αποτελεί το πιο σημαντικό έργο της πεζογραφικής παραγωγής του Σκαρίμπα, διότι σ' αυτό απαντούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσωπικού του ύφους, στην πιο δραστική τους εκδοχή.
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε προς το τέλος μιας πολύ γόνιμης δεκαετίας, το 1939, οπότε η ανανέωση του ποιητικού πεζού λόγου έχει σχεδόν συντελεστεί: η Γενιά του Τριάντα έχει κάνει την εμφάνισή της με μερικά από τα δραστικότερα έργα της, και ο εσωτερικός μονόλογος και ο υπερρεαλισμός έχουν δώσει σημαντικά δείγματα γραφής.
Η κριτική αντιμετώπισε το μυθιστόρημα του Σκαρίμπα -με ελάχιστες εξαιρέσεις- αρνητικά, αδυνατώντας να αποφανθεί αν το έργο είναι όντως μυθιστόρημα, και αν ο συγγραφέας σατιρίζει τον υπερρεαλισμό ή γράφει υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα. Υπεύθυνη γι αυτή τη σύγχυση είναι η υπονομευτική στάση του έργου και η επιθετική στάση του συγγραφέα: με κυρίαρχο όπλο τη σάτιρα, ο Σκαρίμπας παρωδεί τον υπερρεαλισμό και, παράλληλα, στρέφεται εναντίον του παραδοσιακού μυθιστορήματος, φτάνοντας σε μια ακραία γραφή· με τη σύνθετη αφηγηματική του τεχνική και τον αναρχικό του λόγο, με τη στρυφνή του σύνταξη και την κατακερματισμένη του στίξη ανατρέπει κάθε κανόνα αποδεικνύοντας την ανεπάρκεια της γλώσσας να εκφράσει την πραγματικότητα. Συγχρόνως, υποδηλώνει στον αναγνώστη τη διαδικασία σύνθεσης του μυθιστορήματός του, επωμίζοντάς τον με το βάρος της αποκωδικοποίησής του.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Ο Σκαρίμπας (δεξιά) με έναν φίλο του δικηγόρο στη Χαλκίδα το 1933
ΤΟ ΣΟΛΟ ΤΟΥ ΦΙΓΚΑΡΟ
(απόσπασμα)
... "... ο συρρεαλισμός αδερφέ... Φυσικά, πού να το ξέρετε... Και φυσικά του το κάνω λιανά... Του αναπτύσσω το θέμα... Τον μπάζω στο νόημα σούμπιτον. Τέτοιοι κι αποτέτοιοι, ήσαν οι συρρεαλιστές τολοιπόν. Αυτοί, ευρύνοντες τα όρια της τέχνης μέχρι σχεδόν του απρόσιτου, δεν έκτειναν - μπορεί να πει μολαταύτα κανείς - την ορθόδοξη αισθητική των πραγμάτων, παρά ανατρέψαντάς την, ξεκίνησαν απ' την πρώτη ουσία της, απ' αυτή τούτη την καταβολή του αιτήματος. Θάλεγε κανείς, παραμόρφωσαν την παραδεδεγμένη "ηθική" της, κάμαντας την υπόσταση: έκφραση, και την ουσία: μορφή. Η καλλιτεχνική τους αντίληψη, ακολουθεί μιαν αντίθετη κλίμακα μιάν ανάστροφη ιεραρχία αξιών: Απ' τον αισθησιασμό προς το αίσθημα, απ' αυτό προς την αίσθηση κι απ' αυτή προς το ένστιχτο...
... ήγουν μια βουτιά κατακόρυφα: Λόγου χάρη ο Παρθενώνας, δεν έχει στηριχτεί στις κολώνες του, παρά έχει σηκωθεί πάνω στα πόδια τ' ολόρθος...[Ν. Καζαντζάκης] Ή ένας άνθρωπος, δεν έχει πια το ένα απ' τα δυό του μάτια στην κόγχη του, παρά τόχει τώρα στον πάτο της φτέρνας του...[Πικασσώ] Γιατί; Γιατί εκεί ακριβώς νοιώθει πόνο. Είχε πατήσει ο φουκαράς κάποια πρόκα... Ή, έναν πίνακα, όπου κάμποσα σπουργίτια παριστάνονται να καταπίνουν βελόνες...[Δε θυμάμαι ποιανού] Γιατί βελόνες; Γιατί, απλούστατα: βρέχει. Η υπερρεαλιστική αισθητική είχε μεταμορφώσει τις "κατιούσες" της βροχής σε βελόνες!.. Αρκεί και να τούλεγα ότι αλλού - σε ποιήματα - υπάρχουν και καμπρολάχανα - ναι - που κραυγάζουν...
... στο άκουσμα ο ακροατής μου τινάχτηκε;
... Αμ βέβαια... νάμαι τόσο πολύ θετικός, νάχω το που είχα επιβάλλον, και να την έχω και παρατρίχα γλυτώσει, και να μην τον είχα μπάσει στο νόημα, έεεε... θάθελα ξύλο!..
... ο άνθρωπος είχε τιναχτεί και με κύτταζε. Τόσο πολύ είχε χωθεί μες στα τέτοια. Του ήταν σαν μια χρυσή αποκάλυψη. Και τολοιπόν ξακολούθησα: "ως νυν γνωστόν σοι... (και δεν ξέρω γιατί άρχισα εκειδά καθαρεύουσα) ο συρρεαλισμός είναι επίγραμμα, τέχνη συνειρμική δήλον δη. Και αντλεί εξ ενστίκτου..." Και πηγαίνοντας σιγά κι εξηγόντας του, τον έφερα μπρος σε κειο το μπακάλικο. Ο μπακάλης σουλάτσαιρνε. Να... - του λέω δείχνοντάς τον - κύτταξε τη μύτη αυτουνού, περιεργάσου το στυλ της... Ο μπακάλης μας πρόσεξε και φάνηκε σα να μην εννοούσε περίφημα. Η έκφρασή του με τρόμαξε. Είχα κινήσει να πάω το καρνέ του Γκαμόν και δεν είχα σκοπό ν' ανοίγω μες στους δρόμους σκολεία. Να μπάζω όλο τον κόσμο στο νόημα. Κι είχε ενδιαφερθεί και με κύτταζε. Δεν ξέρω τι... Πάντως των χειρονομιών μου τα στυλ ήσαν τέλεια. Στράφηκα μόνο στον άνθρωπό μου και είπα: Πάρε αυτήν τώρα τη μύτη και κάμ' την επίγραμμα. Συμβολίζοντάς - πως - ενστιχτώδικα την όσφρηση με την απέχθεια της βρώμας, παράστησε με τη μύτη αυτήν ουρητήρια. Εεεε; τι επίγραμμα! Εεεε; τι αλήθεια!.."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου