Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Γιάννης Σκαρίμπας-καϋμοί στο γρυπονήσι


Γιάννης Σκαρίμπας ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

καϋμοί στο γρυπονήσι


ΤΡΑΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΙΩΤΙΚΗ
Πάντα πικραμένος συλλογιόταν στο κατώφλι και πάντ” αποσταμένος ο δόλιος: Σκυλοζωή η μαγκούφα.
Δούλευε μεροδούλι στην τράτα· μεροδούλι λέει; μερτικό κι αν σ” αρέσει. Και νάναι σαν ψες, σαν πάσα μέρα. Κάθε πέρσι και καλύτερα. Εφτά καλάδες απ” τη νύχτα, τριάντα δυό οκάδες μαρίδα κι άλλες εξήμισυ καθαρά, αυτά ούλα-ούλα. Αναψαριά και των γονέων· ενιά νομάτοι αυτοί ένα μερτικό, κ” ένα ο καπετάνιος με την τράτα, μιάμισυ οκά μαρίδα ο πάσα ένας κι όξω από την πόρτα.
Άντε τώρα βρες να την πουλήσεις· πέντ” εξ δραμές η οκά κι ο κόσμος ούλος· πέντ” εξ δραμές και μιά τηγανιά για το κονάκι· ούτε τον καπνό και το καρβέλι.
Άντε ζήσε. Δουλεύεις τα παραγάδια σου, τα ίδια· ούτε το δόλωμα δε βγαίνει. Ρίχτα ούλη νύχτα κι άμε μπονώρα να τα σηκώσεις για να πάρεις τα σχαρίκια· ούλο χάνοι και σαλιάρες· πού και πού κάνα καθερό κάνα λιθρίνι.
Θες και δυο οκάδες καλαμάρι να δολώσεις τρακόσα αγκίστρια· και πού να τάβρεις· πάς στην τράτα περικαλώντας. Χασομεράς μισή μέρα στους γιαλούς· αν βγάλουνε κανένα κι αν στο δώσουν. Τα καπαρώνουν γλέπεις οι δασκάλοι για ελόγου τους· προ πάντων κείνος ο κυρ-Βίκος, ο ληξίαρχος, που ξεκαλοκαιρεύει φαμελικώς του στην Αλέτρια. Τρελλαίνεται λέει για δαύτα· σου λέει αν θες και πώς γίνονται. Θες τηγανιτά, θες με σπανάκι, θες πιλάφι· όπως θες, όπως η ψυχούλα σου αγαπάει. Μηδά κοιτάει κανείς τη φτώχεια σου· ας είν” καλά ο καπτ” Αλέκος ο πλεονέχτης· προτιμάει να τα δίνει στους δασκάλους για τη γούλη, πέρι σ” εμένα για δουλειά, για το ψωμάκι.
Ας είν” καλά πόχει την τράτα μου και τη χαίρεται· και τί τράτα! Κουλουριώτικη! Αχ! τέτοιο σκαρί, τέτοια τράτα…
Σα νάχει τη γυναίκα σου στην αγκαλιά του άλλος…

*
*  *

Βαθιά πικραμένος τα σκεφτόταν.
Είχε και δίκιο ο δόλιος.
Φουκαράς, φτωχαδάκι, τον είχε παρ” η κάτω βόλτα.
Ψαράς, χταποδάς και τρατάρης, κι αργάτης ακόμα κι οξωμάχος· όπως λάχαινε, όπως ερχόταν.
Κυνηγός του καρβελιού και του μπακέτου, όπου νάταν βρισκούμενο, στο γιαλό, στη στεριά, ή του πελάου. Χρόνια “χε να κοιμηθεί με “κοσπεντάρικο στην τσέπη.
Με μιά σαπόβαρκα παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι. Δύσκολο πράμα όμως. Το χειμώνα λιοτρουβιάρης ούλη νύχτα και τη μέρα δούλευε το παραγάδι· και σαν έπιανε ο Απρίλης, ξανά πάλε στην τράτα. Στην ίδια κείνη πούταν αυτός αφεντικό και καπτάνιος της, πούταν αυτός ψυχή και καύχημα της και που τώρα τού τη χαίρονταν ο οχτρός του.
Πεντάμορφη σκλάβα χριστιανή αυτή, σ” αφέντη Τούρκο. Σκλάβος κι αυτός ο έρμος… αδερφός της.
Άχ! τύχη κακιά, μαγκούφα… Σβάρνα τον είχαν πάρει η φτώχεια και τα χρόνια… Άσπρισαν τα μαλλιά του και καμπούριασε… Να του σβαρνάν αρχίσαν και τα πόδια.
Πικρά τα συλλογιόταν ούλα.
Τον κατάλυσαν τα βάσανα και το μεράκι.
Κακομοίρη, ταπεινό τον είχε κάμει η φτώχεια. Ψωμί και δάχτυλο κι αυτός κ” η δόλια η γριά του.

*
*  *
Μ” όλα ταύτα δεν ήταν έτσι.
Όταν παντρεύτηκε, δω και εικοσιπέντε χρόνια, –σαν ψες το θυμόταν– ήταν ούλος λεβεντιά και ούλος νιάτα· είχε τη μέση δαχτυλίδι και την πορπατησιά περήφανη και κορδωμένη. Πολύτιμη αντίκα –κειμήλιο του μακαρίτη του πατέρα του– άστραφτε στο μικρό δαχτυλάκι τού ζερβού χεριού του, κι ολόχρυσο ρολόι δούλευε πάντα στο τσεπάκι του γελέκου του. Μίλαγαν τα κοστούμια του και οι μπότες του έτριζαν πάντα.
Τέτοιον, γιομάτον λεβεντιά κι αρχοντικό αέρα, τον δέχτηκε γαμπρό στο πλάι της –κούκλα κι αυτή και καλομοίρα– η Βιελέττα, η γυναικούλα του.
Νά εκεί μέσα –στην κρεβατοκάμαρη– πάνω απ” το κρεβάτι τους, μέσ” σε κάρυνη κορνίζα, ήταν το κάδρο του. Δέκα μερών γαμπρός με την κυρά του.
Άχ, τί χρόνια χρυσά κ” ευτυχισμένα. Τί σαρανταφτερουγούσα ήταν κ” η τράτα του –καύχημα των γιαλών και του κυμάτου…
Πόσες φορές τώρα βουβός αψήλωνε πάνω στο κάδρο τη ματιά του.
Ένα τραπεζάκι με γλάστρα ήταν στο πλάι κι αυτός στο κάθισμα, με ρούχα γαμπριάτικα και με έως τα γόνατα λαδιές μπότες τριζάτες απ” την πόλη.
Άστραφτε η νιόφορη βέρα στο χέρι του –από εγγλέζικη λίρα– και τα χρυσά μπιχλιμπίδια της καδένας στο γελέκο του.
Όμοια κι αυτή, η Βιελέττα του, ολάσπρη και πασίχαρη, στέκονταν στο πλάι του· γοργόνα. Το χέρι της, ακουμπισμένο πα στον ώμο του, τού φαίνονταν πως ακόμα το αιστάνονταν κει πάνω.
Άχ ! τί χρόνια χρυσά κ” ευτυχισμένα !
Μοσκοβόλαε το σπιτάκι τους απ” το μαγέρεμα κι άστραφταν τα μάτια της Βιελέττας του σαν απόμεναν οι δυό τους. Φίλοι, μουσαφιραίοι ποτές δεν του απόλειπαν, πότε ο κουνιάδος του, πότε ο πεθερός του, πότε τα ξαδέρφια. Καλόκαρδη και προκομένη τούς έφερνε όλους βόλτα η Βιελέττα του. Καμάρωνε και δαύτος μέσα του, φούσκωνε η καρδιά του από έρωτα. Μαγνήτη είχ” η ματιά της και τον έλκυζε, μαγνήτη είχε το σπίτι και τον ετράβα.
Άχ! πούναι κείνα τα χρόνια τα χρυσά, τα βλογημένα. Είχε και τη Φλώρα του, την τράτα, που την πούλησε για τον ανεπρόκοφτον υγιό του. Τώρα την είχε ο οχτρός του και την χαίρονταν.
Άχ! τί τράτα ήταν εκείνη, τί θαλασσοπούλα γλυκοθώρητη, τί δωδεκαποδαρούσα των γιαλώνε;… Σκαρί κουλουριώτικο ήταν η Φλώρα του, μπακίρι μοναχό “ταν το καρφί της.
Ο Μεγαλέξαντρος ο Μακεδόνας ήταν στην πλώρη της σκαλιστός, με το χρυσό κοντάρι του στη χέρα.
Σπαθάτη ήταν μπρος-πίσω· σπαθάτη, γοργοτάξιδη, σαΐτα. Ομόρφαιν” ο γιαλός από τα νιάτα της, μάγια “χαν τ” άρματά της και τα δίχτυα.
Άχ, ανταγιάντιστος καϋμός τούχε μείνει η Φλώρα του. Μ” οχτώ νομάτους κι αυτός ενιά κι άστα να πάνε… «να γλέπ” ο γιαλός να χαίρεται, να γλέπ” η στεριά να χαιρετάει…». Φτερό κουπί, λεπίδι η πλώρη της· άχ! τύχη μαγκούφα… τί να σου πρωτοθυμηθεί και τί να πρωτοκλάψει.
Κι αυτός ολόρθος πα στην πρύμη της, με τα βρακιά ανασκουμπωμένα και περαστό το διάκι μες στα σκέλια του, να δίνει τις διαταγές του στους σγαρίλιους.
— Μόλα, μόλα, καλό παιδί, μόλα σκοινί και δόστου νάχει.
Κι όταν πάσα βραδάκι –το λιοβασίλεμα– με τη γλυκιά ανάμνηση της Βιελέττας στην καρδιά του, με τη νοστιμάδα των φιλιών της μες στις φλέβες του, έμπαινε στ” απάνεμο λιμανάκι της Αλέτριας, πόσο προαπολαυστικά ατένιζε το ντερσέκι και τα κεραμίδια του σπιτιού του και πόσο γαργαλιστικά του ερέθιζε τους πόθους της καρδιάς του αυτό το οκνό τραγουδάκι των τρατάρηδων:
Έγια μόλα
έγια λέσα
άϊντε όλοι
όλοι μαζί…

*
*  *

Μα τον είχε πάρει η κάτω βόλτα.
Πούλησε και την τράτα του –τί τράτα– κι από κοντά και τα δίχτυα· πούλησε και τ” ολόχρυσο ρολόι κ” έλειωσαν κ” οι φορεσιές του οι έρμες. Δεν ξαναφόρεσε πλιο παραγγελιά παπούτσια, έτσι σαν πρώτα από τελατίνι χρωματιστά, με μύτες, παρά έτοιμα παλιοβακέτα, γόβες πούπλεαν τα καψαρά τα πόδια του μέσα· παν και τα μεταξωτά ζωνάρια του και κείνα, έλειωσε και το κορμάκι του το δόλιο. Μόνο –το κειμήλιο του πατέρα του– η αντίκα τούχε απομείνει απ” την παλιά αρχοντιά του, μα και δαύτη βολεμένη στου σεντουκιού τα κατάβαθα· ντρέπουνταν ο έρμος να την βάλει.
Ας ήταν καλά ο Παμίνος ο υγιός του. Αυτός ο χασομέρης, ο κιαρατάς, ο τζερεμές. Αυτός τον είχε βουλιάξει τον κουρούνη.
Από γρουσουζιά σε γρουσουζιά τον είχε καταντήσει πένη· απ” αυτόνε πούλησε την τράτα (και τί τράτα!) για δαύτον πάει στράφι και το βιό του. Αυτός εστάθη η νίλα του.
Τρίω μηνών στρατιώτης έκαμε το πρώτο του θάμα· πάνω στη θεωρία σκάει δυό φούσκους στα μούτρα του λοχαγού του, γιατί λέει τον έβαλε μιά αγγαρεία στο καζάνι.
Άχ, τύχη μαγκούφα· τρέξε στις Αθήνες, σε υπουργούς, σε βουλευτάδες· για μουσκέτο τον είχαν, αν δεν πρόφτανε· εξ μήνες τον εδίκασε το Στρατοδικείο. Μα τί φελούσε· τότε αποθήκεψε τη Φλώρα του· ας είναι, πέρασε και κείνο.
Ήρτε –που να μην έσωνε– στην Αλέτρια, άλλο θάμα!
Κλέβει ο Πριόβολος τη θυγατέρα του παπά, πάει κι αυτός μαζί του παλληκαράς κι αντάρτης.
Τρεις μήνες φυγόδικος στα όρη, είδε κ” έπαθε να τον γλυτώσει· αθωώθηκε, μα τί το θέλεις· πάει η τράτα του άψαλτη· του την ψωμόφαγαν τα όρνια οι δικαστές κ” οι χωροφύλακοι, τα χαρτιά και το μελάνι.
Κι από κοντά τα ίδια. Τ” είχες Γιάννη, τ” είχα πάντα.
Όπου ντουφεκιές κι αντάρα, όπου καυγάς, όπου μεθύσι, πάντα μπροστά, πρώτος και καλύτερος ο γιος τού Καπταθάνου, ο Παμίνος· του χωριού φόβος και τρόμος είχε γίνει.
Άχ, έρχονται κ” οι εκλογές για βουλευτάδες, άλλο θάμα!
Κάνει μιά ρεμούλα με δυό-τρεις άλλους –όμοιους του– αναποδογυρίζει τις κάλπες των αντίθετων, χύνει τα σφαιρίδια στο σοκάκι… Ο άτιμος ! Μπαΐλντισε ο δόλιος ο πατέρας του· βαρυγκόμισ” η ψυχούλα του· χαΐρ” ο κιαρατάς ας μην έγλεπε· στάχτη και κουρνιαχτός να τούχε γίνει… ας τον έκοβαν… Για μουσκέτο ας τον πααίναν…
Μα για χατήρι της Βιελέττας της μάνας του τί νάκανε; πάει και το ρολόι, πάνε και τα δίχτυα.
Ξανά τρέξε στην Αθήνα και στην πόλη, φίλησε ποδιές κατουρημένες.

*
*  *

Τώρα εκεί “ταν π” ανάθεμα τον.
Νύχτα “μπαινε στο σπίτι και νύχτα “φευγε· κι άλλοτε τους “ρχόταν τα χαράματα και κοιμόταν ούλη μέρα.
Ξεπορτίζοντας πέταγε κάπου-κάπου κάνα διπλό στη μάνα του… «Να πάρε για ταμπάκο, καφοκούτι»… της έκανε. Που στάχτη και κουρνιαχτός να τούχε γίνει του Καπταθάνου. Ούλο με μιά κουμπούρα διμούτσουνη είχε πάντα να κάμει και με μιά κάμα δίκοπη και κείνη· ξυπνός τα είχε πάντα στο ζωνάρι του, πεσμένος στο προσκέφαλο. Είχε και κείνο το μεράκι, τη σαρμόνικα, άλλος –ετούτη– μπελιάς απ” το Μαυρόπουλο, άλλου είδους ταραχή ετούτη πάλι! Μπελιάς των μεσημεριών και των μεσάνυχτων, μπελιάς των ποντικώνε και του κόσμου. Την είχε σπουδάσει στη φυλακή, στα Παραπήγματα –μπρε φυλακή να σου πετύχει!– “Ρχόντας απ” την Αθήνα την κουβάλησε μαζί του στο χωριό, αυτή και την κουμπούρα τη διμούτσουνη· ολοημερίς αντήχαε το καψοκόνακο απ” τους στριγγλιάρικους ήχους της· τα κεραμίδια πάγαιναν να σπάσουν. Εκεί να σ” έχω ν” ακούς και να θαμάζεις· τί θες, τί αποθυμάει η ψυχούλα σου ν” ακούσεις· ούλους τους χαβάδες και τα νούμερα. Θες χασάπικα, θες ζεϊμπέκικα, θες χασικλίδικα, θες αμανέδες.
Το νου τούς είχε ασηκώσει του καψο-Θάνου και της μανούλας του· μήτε να συλλοϊστοϋν μήτε να μιλήσουν δύνονταν οι δόλιοι. Το ίδιο και τις νύχτες· τούτος και κάνα δυό άλλοι όμοιοι του και προκομένοι· ούλο το χωριό κ” οι δρόμοι, τα καλντερίμια κ” η πλατέα, αντήχαε από τους ήχους της ξεφουσάρας του. Έκαναν καντάδες και χτυπούσαν και σιδεράκια για το ίσιο· ολονυχτίς ως τα χαράματα.
Πρόγκαγαν τα πράματα στις μάντρες, ξεφάντωναν τα κότερα μες στα κοτέτσια, ούρλιαζαν οι σκύλοι· άσε τις βρισές και τα βαρυγκόμια πούτρωγαν πίσ” απ” τα παράθυρα, τα κερατηλίκια και τις κατάρες κι όχι σπάνια και καμμιά κανάτα σαπουνάδες μες στα μούτρα. Που στάχτη και κουρνιαχτός να τσ” ούχε γίνει, πόσες φορές τους “ρχόταν μουσκεμένος…

*
*  *

Με τρόπο τον εζύγωνε καμμιά φορά ο Καπταθάνος και πάντα με το καλό και την ορμήνεια.
Σαν τον πετύχαινε στο σπίτι να λαδώνει τη διμούτσουνη ή να ξουρίζεται, του καλανάρχαε πάντα και τα ίδια.
«…Πως κάνει άσκημα να σκοτώνει τον καιρό του έτσι καλοκαθούμενος· πως έπρεπε να στρώσει ν” απαγκάει κι αυτός το καρβέλι του σπιτιού που λίμαξε για το ψωμάκι, πως αργά θα συλλοϊστεί τα λόγια του πατέρα και της μάνας του· πως γδύθηκαν κι αρρώστησαν απ” την αναφαγιά και την ξεραΐλα, πως οι φίλοι του, αυτοί οι σγαρίληδες, θα τον έπαιρναν στο φινάλε στο λαιμό τους· πως μόνο αυτόνε, τον υγιό του Καπταθάνου και της Βιελέττας, έδειχναν στο χωριό με το δάχτυλο και τον απόφευγε ο κόσμος· να πάψει πλιο να νυχτοπορπατεί και να νταΐζει· πως είχε γίνει βάσανο του κόσμου και πως έτσι θα τον ξάπλωναν καμμιά νύχτα και θα πάγαινε σαν σκυλί στον τράφο· πως αυτός κ” η καψομάνα θ” απόθαιναν από το σικλέτι το δικό του…».
Αυτός αφουγκραζόταν –ξακολουθώντας τη δουλειά του– χωρίς να βγάνει τσούτα.
Ήταν αυτό ένα καλό που είχε· σεβόταν πάντα τον πατέρα του μπροστά του.
Κι ο Καπταθάνος εξακολούθαε τα ίδια.
«…Δυό άντρες αυτοί έπρεπε να πορπατούν και να θαμάζουν. Μοναστήρι έπρεπε νάταν το σπίτι τους· κερα-καπτάνισσα έπρεπε να λέγαν τη μάνα του την καψαρή, που την κατάλυσαν τα βάσανα κ” οι φτώχειες. Καπτάνιος ήταν αυτός κ” έγινε τρατάρης για ελόγου του· άλλος έχει την τράτα (και τί τράτα!), τη Φλώρα τους, και χαίρεται τα κάλλη της και τ” αγαθά της· άχ, αυτό το σαράκι θα τον έτρωγε. Άχ τέτοιο σκαρί… τέτοια τράτα…».
Έτσι σιγά σιγά κι αθέλητα έφερνε την κουβέντα πάντα στα ίδια και στα ίδια.
«…Τί κάθεσαι μωρέ κι ολονυχτάς στα σοκάκια με μιά ξεφουσάρα φυσαρμόνικα; οι καλές κοπέλλες δεν ξιππάζουνται από κουμπούρες και ρεμπέτες· ούλου του κόσμου τα παιδαρέλια ξεπετάχτηκαν παλληκαράκια σεμνά και φρόνιμα κι ούλο τις καλύτερες κοπέλλες καπαρώνουν και παντρεύονται· πούσαι συ μωρέ κ” η προκοπή σου; ποιός γυρίζει να κοιτάξει το κονάκι μας; ε;
» Αν ήθε είχες συ προκοπή και χαΐρι, θάχα κ” εγώ άλλον αέρα στον κόσμο τούτο. Θάμουν κ” εγώ ο έρμος πάλι καπετάνιος· την καλύτερη νύφη θάχαμε σπίτι μας και την πρώτη τράτα στο λιμάνι· ναί, μωρέ Τούρκο, νύφη αρχόντισσα και τράτα κουλουριώτικη…
» Αχ, τί κακό που μούχεις καμωμένο· κρίμα στα νιάτα σου και στη λεβεντιά σου… κρίμα στην εξυπνάδα σου…
» Ο γιος της Σουράβλως με τ” όνομα, παντρολογιέται με τιμή και με δόξα· ποιός; αυτό το θρασίμι.
» Έκαμε προκοπή όμως κ” έλαβ” αξία· παν κ” έρχονται οι συμπεθεριές στης θειάς Σουράβλως· τώρα λεν και για τη θυγατέρα του Τουρκόγιαννου· τόχει πάρει κι αυτός απάνω του και μετράει και λογαριάζει· θα πάρει τράτα λέει τρικούβερτη. Σα γίνει στην Τουρκογιαννοπούλα και βέβαια θα την πάρει· ας είν” καλά η προίκα.
» Άντε τότε να πάμε κ” οι δυό μας να τραβήξουμε τον κρόκο στην τράτα του, για μιά κουραμάνα πάσα μέρα και μιά τσανάκα μπάσταρδα βραστόψαρα…».
Μόνο σαν έφτανε στο σημείο τούτο της γκρίνιας του ο Καπταθάνος αντίκρυζε πάντα το βλοσυρό βλέμμα του γιου του κι άκουγε και τη φωνή του :
«…Ξέρεις καλά πως η Σταυρούλα του Τουρκόγιαννου δεν τόνε θέλει μήτε να τον ιδεί μήτε να τον ακούσει. Τότε γιατί κάθεσαι και χολοσκάς καλά καθώντας; …».
Και χαμηλώνοντας απότομα τη φωνή του –πούπαιρνε έτσι μιά συρτή βραχνάδα– εξακολούθαε σφίγγοντας τα δόντια του και το κοντάκι της διμούτσουνης:
«… Καλά θα κάνει το τσογλάνι να μην πολυμελετάει τη θυγατέρα του Τουρκόγιαννη. Ποιόνε θα πάρει αυτή, θα το ιδεί κι αυτός κι ο κόσμος ούλος…».
Τότε ο Καπταθάνος σώπαινε· η γλώσσα του έπαυε να λαλεί και να λέει· κοίταε μόνο σιωπηλός, χλιβερός και βαθυστόχαστος. Μέσα του όμως ένας νοερός λογοχείμαρρος –τρυφερός τούτος, στοργικός, γλυκοείπωτος– του ρέθιζε ηδονικά το νευρικό του σύστημα, το αποσκληρωμένο, το χοντρό, το δυσερέθιστο.
Δεν ένιωθε καλά τ” ήταν εκείνο που τον έπνιγε. Μόνο τουρχόταν, έτσι, μιά διάθεση, σα νάθελε ν” αρπάξει τον γιο του, να τον σφίξει στην αγκαλιά του, να τον φιλήσει· δεν τόκανε ποτές του όμως· συγκρατιόνταν κ” έφευγε· έφευγε σκυφτός, βαριός, μερακωμένος· όξω στο δρόμο έπαιρνε το μονοπάτι· ήταν ένας δρομάκος φιδωτός, αλαφροπατημένος, δυσδιάκριτος, που φιδοσέρνονταν σύρριζα από κάτι μάντρες και από φράχτες.
Πήγαινε κατ” ευθείαν ήξερε πού πήγαινε· ήταν βέβαιος. Βάδιζε αργά, σκεφτικά, ίσα για του Χιώτη την ταβέρνα. Εκεί χωνότουν μέσα γοργά και κάθουνταν σε μιά απ” τις πάντα μισοσκότεινες άκρες της· ανάπνεε λαίμαργα τη βαριά της ατμόσφαιρα που πεντεβόλαε απ” την ξυνίλα του κρασιού και της μάκας.
Κι άρχιζε να πίνει με δίψα· έπινε όσα λεφτά είχε, έπινε βερεσέ, έπινε και τα βιδάνια.
Κι όταν –τα γλυκά σουρουπώματα– όλα γινόσαν ωραία, χαρωπά και χαρισάμενα, ασηκωνότουν κι αυτός για το κονάκι.
Μιαν αγάπη βαθιά, πλατιά, απέραντη ήταν κείνη που ένιωθε στα στήθια του για ούλα τα πράματα, για τους ανθρώπους, για τα δέντρα, για τις πέτρες…
Τράβαγε στρεκλώντας, μονολογώντας (κι όπα!) στέκονταν. Μονολογούσε αγάλι, στοχαστικά μπερδεμένα.
Πασίχαρη, γαλιάντρα η γλώσσα του, άλεθε λόγια πολλά και τα στερνά λόγια τού γιου του τού Παμίνου.
Αυτά πάντ” ανάδευαν μέσα του, πάντα δούλευαν σα σφύρες κάτου απ” τους διαλογισμούς του και τις έγνοιες, πίσω απ” τις ολπίδες του μυαλού του… Πλατιά χαρά ένιωθε μέσα του.
«… ποιός θα πάρει τη Σταυρούλα, θα το μάθει κι αυτός κι ο κόσμος ούλος…».
«… Κι ο κόσμος ούλος!…» έκανε έπειτα φωναχτά και προχωρούσε… Θεέ μου πώς πορπάταε· αλλού πάταγε, αλλού βρισκόταν. Μονολογούσε, χειρονόμαε.
Αντίκρυα στο λιμάνι –εκεί– στέκονταν.
Ήταν εκεί πάντα η Φλώρα του, η τράτα (και τί τράτα!), σκλάβα παντοτινή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου