Γιάννης Σκαρίμπας ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
καϋμοί στο γρυπονήσι
ΤΡΑΤΑ ΚΟΥΛΟΥΡΙΩΤΙΚΗ
Πάντα πικραμένος συλλογιόταν στο κατώφλι και πάντ” αποσταμένος ο δόλιος: Σκυλοζωή η μαγκούφα.
Δούλευε μεροδούλι στην τράτα· μεροδούλι λέει; μερτικό κι αν σ” αρέσει. Και νάναι σαν ψες, σαν πάσα μέρα. Κάθε πέρσι και καλύτερα. Εφτά καλάδες απ” τη νύχτα, τριάντα δυό οκάδες μαρίδα κι άλλες εξήμισυ καθαρά, αυτά ούλα-ούλα. Αναψαριά και των γονέων· ενιά νομάτοι αυτοί ένα μερτικό, κ” ένα ο καπετάνιος με την τράτα, μιάμισυ οκά μαρίδα ο πάσα ένας κι όξω από την πόρτα.
Άντε τώρα βρες να την πουλήσεις· πέντ” εξ δραμές η οκά κι ο κόσμος ούλος· πέντ” εξ δραμές και μιά τηγανιά για το κονάκι· ούτε τον καπνό και το καρβέλι.
Άντε ζήσε. Δουλεύεις τα παραγάδια σου, τα ίδια· ούτε το δόλωμα δε βγαίνει. Ρίχτα ούλη νύχτα κι άμε μπονώρα να τα σηκώσεις για να πάρεις τα σχαρίκια· ούλο χάνοι και σαλιάρες· πού και πού κάνα καθερό κάνα λιθρίνι.
Θες και δυο οκάδες καλαμάρι να δολώσεις τρακόσα αγκίστρια· και πού να τάβρεις· πάς στην τράτα περικαλώντας. Χασομεράς μισή μέρα στους γιαλούς· αν βγάλουνε κανένα κι αν στο δώσουν. Τα καπαρώνουν γλέπεις οι δασκάλοι για ελόγου τους· προ πάντων κείνος ο κυρ-Βίκος, ο ληξίαρχος, που ξεκαλοκαιρεύει φαμελικώς του στην Αλέτρια. Τρελλαίνεται λέει για δαύτα· σου λέει αν θες και πώς γίνονται. Θες τηγανιτά, θες με σπανάκι, θες πιλάφι· όπως θες, όπως η ψυχούλα σου αγαπάει. Μηδά κοιτάει κανείς τη φτώχεια σου· ας είν” καλά ο καπτ” Αλέκος ο πλεονέχτης· προτιμάει να τα δίνει στους δασκάλους για τη γούλη, πέρι σ” εμένα για δουλειά, για το ψωμάκι.
Ας είν” καλά πόχει την τράτα μου και τη χαίρεται· και τί τράτα! Κουλουριώτικη! Αχ! τέτοιο σκαρί, τέτοια τράτα…
Σα νάχει τη γυναίκα σου στην αγκαλιά του άλλος…
*
* *
Βαθιά πικραμένος τα σκεφτόταν.
Είχε και δίκιο ο δόλιος.
Φουκαράς, φτωχαδάκι, τον είχε παρ” η κάτω βόλτα.
Ψαράς, χταποδάς και τρατάρης, κι αργάτης ακόμα κι οξωμάχος· όπως λάχαινε, όπως ερχόταν.
Κυνηγός του καρβελιού και του μπακέτου, όπου νάταν βρισκούμενο, στο γιαλό, στη στεριά, ή του πελάου. Χρόνια “χε να κοιμηθεί με “κοσπεντάρικο στην τσέπη.
Με μιά σαπόβαρκα παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι. Δύσκολο πράμα όμως. Το χειμώνα λιοτρουβιάρης ούλη νύχτα και τη μέρα δούλευε το παραγάδι· και σαν έπιανε ο Απρίλης, ξανά πάλε στην τράτα. Στην ίδια κείνη πούταν αυτός αφεντικό και καπτάνιος της, πούταν αυτός ψυχή και καύχημα της και που τώρα τού τη χαίρονταν ο οχτρός του.
Πεντάμορφη σκλάβα χριστιανή αυτή, σ” αφέντη Τούρκο. Σκλάβος κι αυτός ο έρμος… αδερφός της.
Άχ! τύχη κακιά, μαγκούφα… Σβάρνα τον είχαν πάρει η φτώχεια και τα χρόνια… Άσπρισαν τα μαλλιά του και καμπούριασε… Να του σβαρνάν αρχίσαν και τα πόδια.
Πικρά τα συλλογιόταν ούλα.
Τον κατάλυσαν τα βάσανα και το μεράκι.
Κακομοίρη, ταπεινό τον είχε κάμει η φτώχεια. Ψωμί και δάχτυλο κι αυτός κ” η δόλια η γριά του.
*
* *
Μ” όλα ταύτα δεν ήταν έτσι.
Όταν παντρεύτηκε, δω και εικοσιπέντε χρόνια, –σαν ψες το θυμόταν– ήταν ούλος λεβεντιά και ούλος νιάτα· είχε τη μέση δαχτυλίδι και την πορπατησιά περήφανη και κορδωμένη. Πολύτιμη αντίκα –κειμήλιο του μακαρίτη του πατέρα του– άστραφτε στο μικρό δαχτυλάκι τού ζερβού χεριού του, κι ολόχρυσο ρολόι δούλευε πάντα στο τσεπάκι του γελέκου του. Μίλαγαν τα κοστούμια του και οι μπότες του έτριζαν πάντα.
Τέτοιον, γιομάτον λεβεντιά κι αρχοντικό αέρα, τον δέχτηκε γαμπρό στο πλάι της –κούκλα κι αυτή και καλομοίρα– η Βιελέττα, η γυναικούλα του.
Νά εκεί μέσα –στην κρεβατοκάμαρη– πάνω απ” το κρεβάτι τους, μέσ” σε κάρυνη κορνίζα, ήταν το κάδρο του. Δέκα μερών γαμπρός με την κυρά του.
Άχ, τί χρόνια χρυσά κ” ευτυχισμένα. Τί σαρανταφτερουγούσα ήταν κ” η τράτα του –καύχημα των γιαλών και του κυμάτου…
Πόσες φορές τώρα βουβός αψήλωνε πάνω στο κάδρο τη ματιά του.
Ένα τραπεζάκι με γλάστρα ήταν στο πλάι κι αυτός στο κάθισμα, με ρούχα γαμπριάτικα και με έως τα γόνατα λαδιές μπότες τριζάτες απ” την πόλη.
Άστραφτε η νιόφορη βέρα στο χέρι του –από εγγλέζικη λίρα– και τα χρυσά μπιχλιμπίδια της καδένας στο γελέκο του.
Όμοια κι αυτή, η Βιελέττα του, ολάσπρη και πασίχαρη, στέκονταν στο πλάι του· γοργόνα. Το χέρι της, ακουμπισμένο πα στον ώμο του, τού φαίνονταν πως ακόμα το αιστάνονταν κει πάνω.
Άχ ! τί χρόνια χρυσά κ” ευτυχισμένα !
Μοσκοβόλαε το σπιτάκι τους απ” το μαγέρεμα κι άστραφταν τα μάτια της Βιελέττας του σαν απόμεναν οι δυό τους. Φίλοι, μουσαφιραίοι ποτές δεν του απόλειπαν, πότε ο κουνιάδος του, πότε ο πεθερός του, πότε τα ξαδέρφια. Καλόκαρδη και προκομένη τούς έφερνε όλους βόλτα η Βιελέττα του. Καμάρωνε και δαύτος μέσα του, φούσκωνε η καρδιά του από έρωτα. Μαγνήτη είχ” η ματιά της και τον έλκυζε, μαγνήτη είχε το σπίτι και τον ετράβα.
Άχ! πούναι κείνα τα χρόνια τα χρυσά, τα βλογημένα. Είχε και τη Φλώρα του, την τράτα, που την πούλησε για τον ανεπρόκοφτον υγιό του. Τώρα την είχε ο οχτρός του και την χαίρονταν.
Άχ! τί τράτα ήταν εκείνη, τί θαλασσοπούλα γλυκοθώρητη, τί δωδεκαποδαρούσα των γιαλώνε;… Σκαρί κουλουριώτικο ήταν η Φλώρα του, μπακίρι μοναχό “ταν το καρφί της.
Ο Μεγαλέξαντρος ο Μακεδόνας ήταν στην πλώρη της σκαλιστός, με το χρυσό κοντάρι του στη χέρα.
Σπαθάτη ήταν μπρος-πίσω· σπαθάτη, γοργοτάξιδη, σαΐτα. Ομόρφαιν” ο γιαλός από τα νιάτα της, μάγια “χαν τ” άρματά της και τα δίχτυα.
Άχ, ανταγιάντιστος καϋμός τούχε μείνει η Φλώρα του. Μ” οχτώ νομάτους κι αυτός ενιά κι άστα να πάνε… «να γλέπ” ο γιαλός να χαίρεται, να γλέπ” η στεριά να χαιρετάει…». Φτερό κουπί, λεπίδι η πλώρη της· άχ! τύχη μαγκούφα… τί να σου πρωτοθυμηθεί και τί να πρωτοκλάψει.
Κι αυτός ολόρθος πα στην πρύμη της, με τα βρακιά ανασκουμπωμένα και περαστό το διάκι μες στα σκέλια του, να δίνει τις διαταγές του στους σγαρίλιους.
— Μόλα, μόλα, καλό παιδί, μόλα σκοινί και δόστου νάχει.
Κι όταν πάσα βραδάκι –το λιοβασίλεμα– με τη γλυκιά ανάμνηση της Βιελέττας στην καρδιά του, με τη νοστιμάδα των φιλιών της μες στις φλέβες του, έμπαινε στ” απάνεμο λιμανάκι της Αλέτριας, πόσο προαπολαυστικά ατένιζε το ντερσέκι και τα κεραμίδια του σπιτιού του και πόσο γαργαλιστικά του ερέθιζε τους πόθους της καρδιάς του αυτό το οκνό τραγουδάκι των τρατάρηδων:
Έγια μόλα
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου