Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ναπολέων Λαπαθιώτης


Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

ένας ακόμη «καταραμένος» και αυτόχειρας ποιητής…
    
7 Ιανουαρίου, με περίστροφο, στο σπίτι του,
στην Αθήνα.


 Όλη η ψυχή μου είναι ένας Θάνατος,
Είμαι ένας Θάνατος μα ζωντανός… 




Ποιητής, που άκμασε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1888 στην Αθήνα. Ήταν γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη (1852-1942), αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του αντιστρατήγου και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε κανονικά, χωρίς ν’ ασκήσει  το επάγγελμα του δικηγόρου.

Ο Λαπαθιώτης ανήκει στους λεγόμενους «καταραμένους» ποιητές του μεσοπολέμου και είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες. Ό,τι μπορούσε να μαζέψει πάνω του για να γίνει ο καταραμένος ποιητής της εποχής του το μάζεψε. Ομοφυλόφιλος, άθεος, ναρκομανής και στα ύστερα χρόνια συμπαθών του ΚΚΕ. Η ειρωνία είναι ότι τον κατατάσσουν στους ρομαντικούς ποιητές, αλλά οι συμβολικοί και υπαινικτικοί στίχοι του, πάνε πολύ πιο πέρα από τα τυπικά χαρακτηριστικά του ρομαντικού κινήματος.


Με τη στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και το 1917 συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας μαζί με τον πατέρα του, που είχε αναλάβει την οργάνωσή του. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και πέντε χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν γνωστός δανδής της αθηναϊκής κοινωνίας στα νιάτα του, με εκκεντρικές εμφανίσεις και με δεδηλωμένη την ομοφυλοφιλία του, ενώ ο εθισμός τους στις ναρκωτικές ουσίες τού προκάλεσε σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα, μέχρι του σημείου να αναγκαστεί να πουλήσει το πιάνο και τη σπάνια βιβλιοθήκη του.

 Έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερεις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του.



Η οικία Λαπαθιώτη

Ζούσε σε διώροφο νεοκλασικό αρχοντικό κάτω από το λόφο του Στρέφη. Στο σπίτι αυτό έζησε πάνω από 40 χρόνια και εκεί έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και αυτοκτόνησε.

Το κινηματογραφικό έργο Μετέωρο και σκιά (1985) βασίζεται στην ζωή του.

                                                                
…………………………………….




 Ναπολέων Λαπαθιώτης

Κατά τη διάρκεια τής Κατοχής, πληγωμένος βαθύτατα και ξεχασμένος σε περήφανη αλλά οδυνηρή εγκατάλειψη, προτίμησε την αιωνία σιγή προς την όποια και έφυγεν αυτοχειριασθείς, τη νύχτα τής 7ης προς την 8ην Ιανουαρίου 1944. Κηδεύτηκε, κατά την επιθυμία του, μετά τέσσερις μέρες και με έξοδα πού συγκεντρώθηκαν από έρανο.

Η ιδέα του θεληματικού θανάτου του έγινεν οδυνηρότατα έμμονη στο τέλος του 1943 και την τραγούδησε με σειρά τραγουδιών. Εκείνο πού σχεδιάζονταν μέσα του σαν πένθιμο προοιώνισμα ελεγειακής ιδιοσυγκρασίας, στερεώθηκε, βρεμένο από την πίκρα των γεγονότων, σε θανατερή απελπισία, λίγο ύστερα από την κατοχή. Χάνοντας τα κτήματα του της Πάτρας έμεινε δίχως εισόδημα. Χάνοντας τον πατέρα του, έμεινε χωρίς συντροφιά. Αδέξιος ο ίδιος για την πρακτική ζωή, έπεσε θύμα επιτήδειων και ύποπτων προσώπων, που αγόραζαν τα βιβλία του, τα έπιπλα του, τα μπιμπλώ του — μικρούς πολύτιμους θησαυρούς, αποκτήματα τής άκρας καλαισθησίας του, για τα όποια καμώνονταν τώρα πώς δεν τον ενδιαφέρουν, πως άδικα πιάνουν χώρο... Έμεινε μόνος, πολύ μόνος, σ’ ένα σπίτι πού άδειαζε, στο παλιό σπίτι — φρούριο των Εξαρχείων, με τον απάνω όροφο σκοτεινό και ακατοίκητον, με το ισόγειο εξίσου σκοτεινό, με τα παράθυρα σφαλισμένα, με την ψυχή του άδεια. Πιο οξύ, ωστόσο, επήγαζε το πένθος από μέσα του. Το κατοχικό δράμα ταυτίζονταν με την εσωτερική αγωνία του, πού τη διέχεε, με την έξαρση των ναρκωτικών, σε τεχνητούς κόσμους φαντασίας, όπου εκέρδιζαν άλλην απόχρωση και η ένταση των απαγορευμένων παθών του και ο τρόμος τής πληγωμένης του ευπάθειας. Ο Λαπαθιώτης είχε γίνει πλέον σκιά, μια νυχτοδίαιτη εξαΰλωση με τη χλωμή διαφάνεια του θανάτου που τον ζούσε μέσα του πολύ πριν του δοθεί.


Μοναχή συντροφιά σου μένει ή θύμηση τώρα,
το στοιχείο του σπιτιού σου,
όλο πάει να σημάνει κι αναβάλλεται η ώρα του στέρνου λυτρωμού σου...

…………………………………….

Σε νεαρή ηλικία, ένας από τους πιο σπαρακτικούς ποιητές(φωτο:tovima.gr)
Σε νεαρή ηλικία, ένας από τους πιο σπαρακτικούς ποιητές

Λυπήσου…

Λυπήσου εκείνους που πονούν,
βουβά κι ανώφελα, για κάτι,
και παίρνουν, για να λησμονούν,
της ζωής κάποιο άθλιο μονοπάτι


λυπήσου αυτούς που έχουν χαθή,
μες στη θλιμμένην ύπαρξή μας,
κι έγιναν αίνιγμα βαθύ,
μια και δεν είναι μεταξύ μας

κι αυτόν, κι αυτόν που αναπολεί
τα περασμένα του, λυπήσου:
μα όμως, ακόμα πιο πολύ,
τις ώρες της βαθιάς σιωπής σου,

λυπήσου αυτούς, που, μια φορά,
με φτερά ζούσαν, και τα χάνουν,
και δεν τους μένει άλλη χαρά,
παρά η χαρά πως θα πεθάνουν…



Επιστροφή

Κι όταν θα ρθει η στιγμή, και πάλι
να κατεβώ προς το βυθό,
χωρίς την πίστη, που έχουν άλλοι,
μα και χωρίς να φοβηθώ,

με την ψυχή που περιμένει
την ώρ' αυτή, σαν εραστή,
(τόσο είναι ταλαιπωρημένη,
και τόσο που έχει κουραστεί),

δε θα 'χω να με συντροφέψει,
καμιά παρήγορη φωνή,
- μα θανατώνοντας τη Σκέψη,
που τώρα με δολοφονεί,

σαν ένα φέρετρο που κλείνει,
θα γείρω, πάλι, στο βυθό,
ζητώντας, μόνο, τη γαλήνη,
που είχα προτού να γεννηθώ...



To τραγούδι του θανάτου

Στο μεγάλο τ' ακρογιάλι
που η ψυχή μου πάει ν' αράξει,
καμιά θλίψη, καμιά τύψη,
δε θα ρθει να με ταράξει,

και το μαύρο το σκοτάδι,
που θα ρθει να με τυλίξει,
θα γιατρέψει μια για πάντα,
την αγιάτρευτή μου πλήξη'

θα γιατρέψει, μια για πάντα
και τον πόνο, και τον πόθο,
και τ' αλάλητα θλιμμένο
το παράπονο που νιώθω'

μια για πάντα, θα γιατρέψει
και την τύχη, και την πλήξη,
το μεγάλο το σκοτάδι,
που θα ρθει να με τυλίξει...



Θάνατος

 Η σάλπιγγα του Θριάμβου αργά σημαίνει,
για μιαν απάτη Πρώτη Παρουσία,
που μήτε θα μπορούσε, κι η εξημμένη,
ποτέ, να τη συλλάβει φαντασία!

Χρώματα και ήχοι, αρώματα, - ενωμένα
σ' ένα Μεγάλο φως, όλο Γαλήνη,
- κι ό,τι ποθούσα, τώρα πια, για μένα,
σαν ένα παραπέτασμα που κλείνει...

Τίποτα πια της γης δεν απομένει,
- κι ο Αρχάγγελος υψώνει τη Ρομφαία:
της γης η σκιά, για πάντα διαλυμμένη,
μέσα σε μια Αλήθεια Κορυφαία!

...Κι όπως κυλά στα βάθη του κενού μου,
σαν άστρο φλογερό στον άξονά του,
- δε νιώθω πια να ζει, παρά το Νου μου,
στην Απεραντοσύνη του Θανάτου...




(χωρίς τίτλο)

Το φέρετρό μου σανιδένιο
δε θα 'χει καμιάν ομορφιά'
θα το καρφώσουν μάνι-μάνι,
με τα κοινότερα καρφιά,

κι υστερα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ)
θα πάρει σε δυο μέρες δρόμο
για το στερνό μου το τσαρδί...

Θα είναι ο Άγγελος, ο Χάρης,
ο Κλέων, ο Τάκης, η Λιλή,
ο Γιώργος ο Μυλωνογιάννης,
κι άλλοι πολλοί, πολλοί, πολλοί...
........
Και την επαύριο θ' αρχινίσουν
κάποιες γραμμές, εδώ κι εκεί,
- κι αμέσως θα με παραλάβουν
οι κριτικές κι οι κριτικοί:

"τεχνίτης", "μουσικός του στίχου",
"πολύ λεπτός αισθητικός",
- αυτά που γράφονται συνήθως
κι αυτά που γράφουν σχετικώς'

"τύπος ανώμαλος εκφύλου",
"γνωστή και συμπαθής μορφή"...
Μα εμέ για ό,τι θα μου γράψουν
δε θα μου καίγεται καρφί!

Γιατί από μένα, ό,τι θα μείνει
- κι εκεί που τώρα κατοικεί, -
δεν θ' ασχολείται με τους άλλους,
δε θα διαβάζει κριτική...
........
Ο φίλτατός μου Πέτρος Χάρης
με σφίξιμο χεριού γερό
θα λέει αράδα στους γνωστούς του:
- Τι φοβερό! Τι φοβερό!...

Και παρατώντας τις δουλειές του,
βιβλία και πολιτική,
τη "Νέα Εστία" και τις "Τέχνες",
θα μου σκαρώσει κριτική!

Μα και ο Βαγιάνος θα αρχίσει
σ' όλη, γραμμή, την Αττική,
μ' αστούς, μ' εργάτες, με χωριάτες,
καμπάνια λαπαθιωτική!

Και κυνηγώντας άρον-άρον
θα γράφει μέσα σε καρνέ,
ως και τις γνώμες των γαϊδάρων
της πολιτείας Αχαρναί!!!
 …………………………………….
 
Βρήκα στο δρόμο μου προχτές
Ναπολέων Λαπαθιώτης
 
Δύο από τα ποιήματα διαβάζει ο Κωνσταντίνος Τζούμας
                                         
Βρήκα στο δρόμο μου, προχτές, ένα κομμένο ρόδο:
δεν ξέρω πώς μου τράβηξε με μιας την προσοχή.
Το περιβόλι ήταν υγρό, – παντού μοσκοβολούσε, και μύριζε βροχή.

Το ’δα μονάχο και βουβό, σε μια γωνιά του δρόμου·
κι όμως, αν και θανάσιμα πεσμένο καταγής,
με το λευκό το χρώμα του, θαρρείς κι αναπολούσε
το χρώμα της αυγής...

Ίσως, αφού το κόψανε δυο δάχτυλα, με πόθο,
και το χιλιομαδήσανε δυο χείλη τρυφερά,
να ’πεσε, και να το ’συραν, εδώ, σ’ αυτή τη θέση,
τα βραδινά νερά...

Μα ίσως ακόμα –ποιος μπορεί να ξέρει τι συμβαίνει,
και κάποιοι που περάσανε, τη νύχτα, βιαστικοί,
να το σπάραξαν άπονα, –κι αφού το τυράννησαν,
να τ’ άφησαν εκεί!

Στάθηκα και το κοίταξα, δεν ξέρω πόσην ώρα,
κι έπειτα, πάλι, τράβηξα, στο δρόμο σιωπηλά,
γιατί το συναπάντημα του πεθαμένου ρόδου,
μου θύμισε πολλά.

Και τη δική μου τη χαρά, που ζούσε και γελούσε,
και, για να ζήσει, γύρευε, του κάκου, να κρυφτεί,
κάποιος διαβάτης, μια βραδιά, και μ’ έναν ίδιο τρόπο,
τη σκότωσε κι αυτή...


Τοπίο χειμωνιάτικο
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Έν’ αλλόκοτο φεγγάρι σαν ένα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο και στημένο μες στη μέση του πελάγου,
μια βουβή μεγάλη ξέρα, πιο γυμνή κι από παλάμη,
μ’ ένα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό μικρό καλάμι
κι ένας ίσκιος –ένα κάτι, που δε ξέρω τι έχει χάσει,
κι από τότε φέρνει γύρα, μη μπορώντας να ησυχάσει,
– παγωμένο, το χαμένο κι όλο φως εκείνο τρίο,
σιωπούσε, κι αγρυπνούσε, μες στη νύχτα, μες στο κρύο...


Κακό Φθινόπωρο
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Το φετινό φθινόπωρο κοντεύει,
με τα μηνύματά του τα βαριά,
κάθε δέντρο το τέλος του μαντεύει,
κι ανήσυχα τεντώνει τα κλαριά.

Τα δειλινά δεν είναι παρά θλίψη,
κι αλάλητος καημός για κατιτί,
– θαρρείς κι από παντού κάτι έχει λείψει,
κι αυτό που μένει μάταια το ζητεί.

Σαν κάθε χρόνο κι ώρα με την ώρα,
βλέπω να παίρνει τέλος η χαρά:
μα εμέναν, ως κι αυτή μου η λύπη, τώρα,
δεν είναι καθώς ήταν μια φορά...

Δεν έχω πια την πρώτη μου γαλήνη,
το βήμα μου δεν είναι πια γερό:
σ’ αυτό το μεταξύ, κάτι έχει γίνει,
που δε γιατρεύεται με τον καιρό...

Μες στο σκοτάδι, τώρα, που γυρίζει,
με την ανατριχίλα του βαριά,
το περιβόλι αθάνατο μυρίζει,
– κι είμαι χωρίς παρηγοριά...

…………………………………….

Αδώνια
Ναπολέων Λαπαθιώτης



«...Και ανατέλλει ο ήλιος και δύνει ο ήλιος, και εις τον τόπον αυτού έλκει·
αυτός ανατέλλων εκεί πορεύεται προς νότον και κυκλοί προς βορράν·
κυκλοί κυκλών, πορεύεται το πνεύμα, και επί κύκλοις αυτού επιστρέφει το πνεύμα».
Εκκλησιαστής


Είμαι τ’ Αρχαίο το Πνεύμα
Σαρκωμένο – κι είμαι
Ο Στοχασμος ο ανορμήνευτος κι ωραίος.

Φέρνω το χρώμα το παλιό
Το νοσταλγικό. – Βασιλέματα               
Σε θαμπά παραθύρια.

Το τραγούδι ματαλέω
Τ’ Αλησμονημένο. «Στα παλάτια αποκοιμήθη πλια των παραμυθιώνε
Η χλωμή Βασιλοπούλα...».

Η Απόλαψη
Της Ζωής με τα χίλια στόματα· η Απόλαψη
Με τα χίλια στόματα και με τα χίλια μαστά­ρια.

Με δένει ένα Τι,
Μιαν ασύγκριτη Μελαγχολία προς τα Περα­σμένα.
– Οι Διθύραμβοι. Τα Λήναια και τ’ Αδώνια.
Μιαν αδερφικιά Ενατένιση
Προς τα Μακρυνά. Τ’ ό,τι δεν ειπώθη. Ο αιώνιος
Ερχομός κι ο μισεμός – και του μισεμού ο καημός.

Τα ρόδα και τ’ άστρα.
Ο εναρμόνιος κύκλος οπού φέρνει πάντα
Πίσω από μιαν Άνοιξη κι ένα Χινόπωρο – και πάλε απ' την αρχή.

Νυχτοβάτης.
Με πλανέσαν οι σκιές και τα σεληνόφωτα
Κι οι βαθιές Λαχτάρες να βρούμε τ’ ανεύρετο
και να ιδούμε τ’ ανίδωτο

Νυχτοβάτης κι Ανέλπιδος…
…………………………………….

Παραμυθάκι
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Ήτανε, μια φορά, κάποια Πεντάμορφη,
πιο διάφανη κι απ’ τις δροσιές ακόμα.
Δυο στάλες ουρανός ήταν τα μάτια της...
Μια μέρα, οι ουρανοί βρεθήκαν χώμα...

Ήτανε, μια φορά, ένα Βασιλόπουλο...
Το μύρωσεν η αγάπη η ξεγελάστρα.
Την άβυσσο, τ’ αστέρια, ο νους του χάιδευε...
Μια νύχτα δεν αντίκρισε πια τ’ άστρα...

Ήτανε κι ένας πύργος γιγαντόσωμος!
Στεφάνια είχε τα σύννεφα, τη νίκη...
Προχτές, καθώς εσκάλιζα στη θάλασσα,
ευρήκα από τον πύργο ένα χαλίκι...

Ήτανε μια φορά... Και τι δεν ήτανε...
Μα τι να πω; Τριγύρω δες τη φύση:
τόσα μεγάλα κι όμορφα, κι εχάθηκαν
και το μικρό τραγούδι μου θα ζήσει;



…………………………………….

Νάρκισσος


 
Απόψε αγάπησα τα μάτια μου
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη:
να 'ταν το φως, που μες στην κάμαρα,
τόσο λεπτά κι ανάερα πέφτει.

Να 'ταν το ρόδο τ' απριλιάτικο,
που τό 'xα βάλει στη γωνία
να μην το δω να παραδίνεται
στη βραδυνή την αγωνία;

Nα 'ταν αλήθεια το τριαντάφυλλο
που ξεψυxούσε στο ποτήρι
- ή κάποιοι πόθοι που με παίδευαν
και που είxαν απομείνει στείροι;...

το ρόδo που 'σβηνε, το πάθος μου,
το παραθύρι, που δεν κλείνω,
ή μήπως επειδή σε κοίταξαν
τόσο πολύ το βράδυ εκείνο;...
 


                                                                  του Δημήτρη Μαραμή
                                                       σε ποίηση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
                                                         με τον Κωνσταντίνο Κληρονόμο

 …………………………………….

 
 …………………………………….

"Τ' όνειρο μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω.
 

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονο μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου...


Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα και θα φύγω. "


(Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε στο διπλό τεύχος της «Νέας Εστίας», 1 -15.1.1944 μαζί με την αναγγελία της αυτοκτονίας του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου