ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ
ΜΙΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΗΛΙΑΓΕΣ μερες εκεινου του χειμωνα,
ενα πρωι Σαββατου, σωρος αυτοκινητα και μοτοσυκλετες
εζωσανε το μικρο συνοικισμο του Λευτερη, με τα τρυπια τενεκεδενια παραθυρα και τ' αυλακια των οχετων στον δρομο.Και φωνες αγριες βγανοντας,εκατεβηκανε ανθρωποι με χυμενη την οψη στο μολυβι και μαλλιαενα πρωι Σαββατου, σωρος αυτοκινητα και μοτοσυκλετες
ολόισα ιδιο αχερο. Προσταζοντας να συναχτουν οι αντρες ολοι στο
οικοπεδο με τις τσουκνιδες.
Και ηταν αρματωμενοι απο πανου ως κατου,
με τις μπουκες χαμηλα στραμμενες κατα το μπουλουκι.
Και μεγαλος φοβος επιανε τα παιδια,
επειδη τυχαινε, σχεδον ολα, να κατεχουνε καποιο μυστικο στην τσεπη ή στην ψυχη τους.
Αλλα τροπος αλλος δεν ητανε,
και χρεος την αναγκη κανοντας, λαβανε θεση στη γραμμη,
και οι ανθρωποι με το μολυβι στην οψη, το αχερο στα
μαλλια και τα κοντα μαυρα ποδηματα, ξετυλιξανε γυρω τους το συρματοπλεγμα.
Και κοψανε στα δυο τα συγνεφα, οσο που το χιονονερο αρχισε να πεφτει,
και τα σαγονια με κοπο κρατουσανε
τα δοντια στη θεση τους, μηπως τους φυγουν ή σπασουνε.
Τοτε, απ τ' αλλο μερος φανηκε αργα βαδιζοντας να 'ρχεται
Αυτος με το Σβησμενο Προσωπο, που σηκωνε το δαχτυλο κι οι ωρες
ανατριχιαζαν στο μεγαλο ρολόι των αγγελων.
Και σε οποιον λαχαινε να σταθει μπροστα,
ευθυς οι αλλοι τον αρπαζανε και τον εσουρνανε χαμου πατωντας τον.
Ωσπου εφτασε καποτε η στιγμη να σταθει και μπροστα στον Λευτερη.
Αλλα εκεινος δε σαλεψε. Σηκωσε μονο αργα
τα ματια του και τα πηγε με μιας τοσο μακρια - μακρια μεσα στο μελλον του-
που ο αλλος ενιωσε το σκουντημα κι εγειρε πισω με κιντυνο να πεσει.
Και σκυλιαζοντας, εκανε ν' ανασηκωσει το μαυρο του πανι,
ναν του φτυσει καταμουτρα. Μα παλι ο Λευτερης δε σαλεψε.
Πανω σε κεινη τη στιγμη, ο Μεγαλος Ξενος, αυτος που ακολουθουσε
με τα τρια σειρητια στο γιακα, στηριζοντας τα χερια στη μεση του,καγχασε:
οριστε, ειπε, οριστε οι ανθρωποι που θελουνε , λεει, ν'αλλαξουνε την πορεια του κοσμου!
Και μη γνωριζοντας οτι ελεγε την αληθεια ο δυστυχης,
καταπροσωπο τρεις φορες του καταφερε το μαστιγιο.
Αλλα τριτη φορα ο Λευτερης δε σαλεψε.
Τοτε, τυφλος απο τη λιγη περαση που 'χε η δυναμη στα χερια του, ο αλλος,
μη γνωριζοντας τι πραττει,
τραβηξε το περιστροφο και του το βροντησε συρριζα στο δεξι του αυτι.
Και πολυ τρομαξανε τα παιδια,
και οι ανθρωποι με το μολυβι στην οψη και τα κοντα μαυρα ποδηματα, κερωσαν.
Επειδη πηγανε κ' ηρθανε γυρω τα χαμοσπιτα,
και σε πολλες μεριες το πισσοχαρτο επεσε και φανηκανε μακρια,
πισω απο τον ηλιο, οι γυναικες να κλαινε γονατιστες,
πανω σ' ενα ερμο οικοπεδο, γεματο τσουκνιδες και μαυρα πηχτα αιματα.
Ενω σημαινε δωδεκα ακριβως το μεγαλο ρολόι των αγγελων.
η'
Γυρισα τα ματια δακρυα γιοματα κατα το παραθυρι
Και κοιτωντας εξω καταχιονισμενα τα δεντρα των κοιλαδων
Αδελφοι μου, ειπα ως κι αυτα μια μερα
Κι αυτα θα τ ατιμασουν
Προωπιδοφοροι μες στον αλλον αιωνα τις θηλιες ετοιμαζουν
Δαγκωσα τη μερα και δεν εσταξε ουτε σταγονα πρασινο αιμα
Φωναξα στις πυλες κι η φωνη μου πηρε
Τη θλιψη των φονιαδων
Προωπιδοφοροι μες στον αλλον αιωνα τις θηλιες ετοιμαζουν
Δαγκωσα τη μερα και δεν εσταξε ουτε σταγονα πρασινο αιμα
Φωναξα στις πυλες κι η φωνη μου πηρε
Τη θλιψη των φονιαδων
Μες της γης το κεντρο φανηκε ο πυρηνας
Που ολο σκοτεινιαζει
Κι η αχτιδα του ηλιου γινηκεν, ιδεστε
Ο μιτος του Θανατου
Ω πικρες γυναικες με το μαυρο ρουχο
Παρθενες και μητερες
Ποθ σιμα στη βρυση δινατε να πιουνε στ' αηδονια των αγγελωn
Ελαχε να δωσει και σας ο Χαρος
Τη φουχτα του γεματη
Μες απ' τα πηγαδια τις κραυγες τραβατεΑδικοσκοτωμενων
Τοσο δεν αγγιζουν η φωτια με το αχτι
Που πενεται ο λαος μου
Του Θεου το σταρι στα ψηλα καμιονια
Το φορτωσαν και παει
Μες στην ερμη κι αδεια πολιτεια μενει
Ω πικρες γυναικες με το μαυρο ρουχο
Παρθενες και μητερες
Ποθ σιμα στη βρυση δινατε να πιουνε στ' αηδονια των αγγελωn
Ελαχε να δωσει και σας ο Χαρος
Τη φουχτα του γεματη
Μες απ' τα πηγαδια τις κραυγες τραβατεΑδικοσκοτωμενων
Τοσο δεν αγγιζουν η φωτια με το αχτι
Που πενεται ο λαος μου
Του Θεου το σταρι στα ψηλα καμιονια
Το φορτωσαν και παει
Μες στην ερμη κι αδεια πολιτεια μενει
Το χερι που μοναχα
Με μπογια θα γραψει τους μεγαλους στιχους
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΦυσηξεν η νυχτα * σβησανε τα σπιτια
κι ειναι αργα στην ψυχη μου
Δεν ακουει κανενας * οπου κι αν χτυπησω
η μνημη με σκοτωνει
Αδελφοι μου, λεει * μαυρες ωρες φτανουν
ο καιρος θα δειξει
Των ανθρωπων εχουν* οι χαρές μιανειτα
σπλαχνα των τερατων
Γυρισα τα ματια * δακρυα γιοματα
κατα το παραθυρι
Φωναξα στις πυλες * κι η φωνη μου πηρε
τη θλιψη των φονιαδων
Μες στης γης το κεντρο * φανηκε ο πυρηνας
που ολο σκοτεινιαζει
Κι η αχτιδα του ηλιου * γινηκεν, ιδεστε
ο μιτος του Θανατου !
ΙΑ'
ΟΠΟY,φωναζω, και να βρισκεστε, αδελφοι,
οπου και να πατει το ποδι σας,
ανοιξετε μια βρυση
,
τη δικη σας βρυση του Μαυρογενη.
Καλο το νερο και πετρινο το χερι του μεσημεριου
που κρατει τον ηλιο στην ανοιχτη παλαμη του. Δροσερος ο κρουνος θ ' αγγαλιασω.
Η λαλια που δεν ξερει απο ψεμα
μεγαλοφωνα το νου μου ν ' απαγγειλει,
ευαναγνωστα να γινουν τα σωθικα μου.
μεγαλοφωνα το νου μου ν ' απαγγειλει,
ευαναγνωστα να γινουν τα σωθικα μου.
Δεν μπορω
,
η αγχονη τα δεντρα μου εξουθενωσε και τα ματια μαυριζουν.
Δεν αντεχω
και τα σταυροδρομια που ηξερα εγιναν αδιεξοδα.
η αγχονη τα δεντρα μου εξουθενωσε και τα ματια μαυριζουν.
Δεν αντεχω
Σελδζουκοι ροπαλοφοροι καραδοκουν . Χαγάνοι ορνεοκεφαλοι βυσσοδομουν .
Σκυλοκοιτες και νεκροσιτοι κι ερεβομανεις κοπροκρατουν το μελλον .
Οπου και να σας βρισκει το κακο , αδελφοι,
οπου και να θολωνει ο νους σας ,
μνημονευετε Διονυσιο Σολωμο και μνημονευετε Αλεξανδρο Παπαδιαμαντη .
Η λαλια που δεν ξερει απο ψεμα θ ' αναπαυσει το προσωπο το μαρτυριου
με το λιγο βαμμα του γλαυκου στα χειλη .
Καλο το νερο και πετρινο το χερι του μεσημεριου
που κρατει τον ηλιο στην ανοιχτη παλαμη του .
Οπου και να πατει το ποδι σας , φωναζω,
ανοιξετε , αδελφοι, μια βρυση ανοιξετε , τη δικη σας βρυση ανοιξετε ,
την δικη σας βρυση του Μαυρογενη !
ΙΒ'
ΚΑΙ ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ μεσανυχτα , στους ορυζωνες του υπνου
απνοια που με τυρρανα και κακο κουνουπι της Σεληνης !
Τα σεντονια παλευω και τα ματια πηχτα στο σκοταδι ματαια δοκιμαζω :
Ανεμοι γεροντες γενειοφοροι των παλαιων μου θαλασσων φρουροι και κλειδοκρατορες
εσεις που κατεχετε το μυστικο συρετε μου στα ματια ενα δελφινι
Στα ματια ενα δελφινι συρετε μου να 'ναι ταχυ, κι ελληνικο, και να 'ναι η ωρα εντεκα !
Να περνα και να σβηνει την πλακα του βωμου και ν ' αλλαζει το νοημα του μαρτυριου
Οι αφροι του λευκοι να ν ' αναπηδουν επανω τον Ιερακα και τον Ιερεα να πνιξουν !
Να περνα και να λυνει το σχημα του Σταυρου και στα δεντρα το ξυλο να επιστρεφει
Ο βαθυς τριγμος να μου θυμιζει ακομη οτι αυτος που ειμαι, υπαρχω !
Η ουρα του η πλατια να μου αυλακωνει απο το δρομο ανεχαραγο τη μνημη
Και στον ηλιο παλι να με αφηνει σαν αρχαιο χαλικι των Κυκλαδων !
Τα σεντονια παλευω και τα χερια τυφλα στο σκοταδι ματαια δοκιμαζω :
Ανεμοι γεροντες γενειοφοροι των παλαιων μου θαλασσων φρουροι και κλειδοκρατορες
εσεις που κατεχετε το μυστικο στην καρδια μου την Τριαινα χτυπησετε μου
και σταυρωσετε μου την με το δελφινι
Το σημειο που ειμαι αληθεια ο ιδιος με την πρωτη νεοτητα στο γλαυκο τ' ουρανου - κι εκει να εξουσιασω !
ΙΓ'
ΑΝΟΜΙΕΣ εμιαναν τα χερια μου , πως να τ' ανοιξω;
Κουστωδιες 29 γεμισανε τα ματια μου, που να κοιταξω;
Γιοι των ανθρωπων ,τι να πω;
Τα φριχτα σηκωνει η γης κι η ψυχη τα φριχτοτερα !
Ευγε πρωτη νεοτης μου και αδαμαστο χειλι
που το βοτσαλο διδαξες της τρικυμιας
και στις μπορες μεσα, της βροντης αντιμιλησες
Ευγε πρωτη νεοτης μου !
Τοσο χωμα στις ριζες μου εριξες , που κι η σκεψη μου χλόισε !
Τοσο φως μες στο αιμα μου , που κι η αγαπη μου πηρε
το κρατος και το νοημα τ ' ουρανου.
Καθαρος ειμαι απ ' ακρη σ' ακρη
και στα χερια του Θανατου αχρηστο σκευος
και στα νυχια των αγροικων λεια κακη.
Τοσο χωμα στις ριζες μου εριξες , που κι η σκεψη μου χλόισε !
Τοσο φως μες στο αιμα μου , που κι η αγαπη μου πηρε
το κρατος και το νοημα τ ' ουρανου.
Καθαρος ειμαι απ ' ακρη σ' ακρη
και στα χερια του Θανατου αχρηστο σκευος
και στα νυχια των αγροικων λεια κακη.
Γιοι των ανθρωπων
, να φοβουμαι τι;
Παρετε μου τη θαλασσα με τους ασπρους βοριαδες
,
το πλατυ το παραθυρο γεματο λεμονιες ,
τα πολλα κελαηδισματα , και το κοριτσι το ενα
που και μονον αν αγγιξα η χαρα του μου αρκεσε
παρετε μου, τραγουδησα !
Παρετε μου τα ονειρα, πως να διαβασετε;
Παρετε μου τη σκεψη, που να την πειτε;
Παρετε μου τη σκεψη, που να την πειτε;
Καθαρος ειμαι απ' ακρη σ' ακρη.
Με το στομα φιλωντας εχαρηκα το παρθενο κορμι .
Τις ιδεες μου ολες ενησιωτησα .
Στη συνειδηση μου εσταξα λεμονι.
Με το στομα φιλωντας εχαρηκα το παρθενο κορμι .
Τις ιδεες μου ολες ενησιωτησα .
Στη συνειδηση μου εσταξα λεμονι.
ΙΔ'
ΝΑΟΙ στο σχημα τ' ουρανου και κοριτσια ωραια
με το σταφυλι στα δοντια που μας πρεπατε!
Πουλια το βαρος της καρδιας μας ψηλα μηδενιζοντας
και πολυ γαλαζιο που αγαπησαμε
!Πουλια το βαρος της καρδιας μας ψηλα μηδενιζοντας
Φυγανε φυγανε ο Ιουλιος με το φωτεινο πουκαμισο
και ο Αυγουστος ο πετρινος με τα μικρα του ανωμαλα σκαλια.
Φυγανε και στα ματια μεσα των βυθων ανερμηνευτος εμεινε ο αστεριας
και στα βαθη μεσα των ματιων ανεπιδοτο εμεινε το ηλιοβασιλεμα!
Και των ανθρωπων η φρονηση εκλεισε τα συνορα.
Τειχισε τις πλευρες του κοσμου
και απο το μερος τ' ουρανου σηκωσε τις εννεα επαλξεις και στην πλακα επανω του βωμου σφαγιασε το σωμα
τους φρουρους πολλους εστησε στις εξοδους.
Και των ανθρωπων η φρονηση εκλεισε τα συνορα.
και απο το μερος τ' ουρανου σηκωσε τις εννεα επαλξεις και στην πλακα επανω του βωμου σφαγιασε το σωμα
τους φρουρους πολλους εστησε στις εξοδους.
Και των ανθρωπων η φρονηση εκλεισε τα συνορα.
Ναοι στο σχημα τ
' ουρανου και κοριτσια ωραια
με το σταφυλι στα δοντια που μας πρεπατε !
με το σταφυλι στα δοντια που μας πρεπατε !
Πουλια το βαρος της καρδιας μας ψηλα μηδενιζοντας
και πολυ γαλαζιο που αγαπησαμε! Φυγανε φυγανε ο Μαϊστρος με το μυτερο του σανταλο
και ο Γραίγος ο ασυλλογιστος με τα λοξα του κοκκινα πανια.
Φυγανε και βαθια κατω απο το χωμα συννεφιασε ανεβαζοντας
χαλικι μαυρο και βροντες, η οργη των νεκρων
και αργα στον ανεμο τριζονταςκαι πολυ γαλαζιο που αγαπησαμε! Φυγανε φυγανε ο Μαϊστρος με το μυτερο του σανταλο
και ο Γραίγος ο ασυλλογιστος με τα λοξα του κοκκινα πανια.
Φυγανε και βαθια κατω απο το χωμα συννεφιασε ανεβαζοντας
εγυρισανε παλι με το στηθος μπροστα φοβερα , των βραχων τ' αγαλματα !
θ'
ΤΙΣ ΝΕΦΕΛΕΣ αφηνοντας πισω τους* Ταξιδευουν των βραχων τ' αγαλματα
Με το στηθος μπροστα σα ν' αμπωχνουνε * Στους ανεμους μεσα τα μελλοντα
Μην οι γυπες τα παρουν κι αυτα* μυρωδια και χιμηξουν !
Η καμπανα σημαινοντας θανατο * Των χωριων τα κοπαδια κατεβηκαν
Στις πλαγιες που αγναντευουν το πελαγο
* Και φωνη τούς ανεμους εταραξεν
Μην οι γυπες τα παρουν κι αυτα* μυρωδια και χιμηξουν !
Η καμπανα σημαινοντας θανατο * Των χωριων τα κοπαδια κατεβηκαν
Αχ η πεινα μας εχει , παιδια * την ψυχη σκοτεινιασει !
Στων εθνων τα κρυμμενα εργοστασια * Με το σταρι ετοιμαζουνε μεταλλα
Το θεριο που δε θελουνε θρεφουνε * Και το στομα του να γιγαντωνεται
Ωσπου να μη μεινει κανεις * και τα κοκαλα τριξουν !
Αλλα πριν στην κοιλαδα που σειστηκε * Λες και στένων ο Αδης εβοησε
Των σπιτιων οι σκεπες ξεκαρφωθηκαν * Και το θαυμα τ' ανελπιστο φανηκαν
Οι γυναικες ν ' ακουν σιωπηλα * στων βρεφων τους το κλαμα !
Η ζωη που το θανατο γευτηκε * Σαν τον ηλιο γυμνη ξαναγυρισε
Και μην εχοντας αχ αλλο τιποτε * Η ζωη που τα παντα σπαταλησε
Στα χαλασματα καρφωσε μια * παπαρουνα που λαμπει !
Αν ποτε το γερακι ξαναδινε * Τη φωνη του προβατου που σπαραξε
Με τ ' αυτι στο χορταρι θ' ακουγαμε * Των νεκρων την οργη πως γυμναζεται
Το σκοταδι ν' αρπαξει μεμιας * κι απ' την αλλη να δειξει !
Αναφορές
29Κουστωδια: στρατιωτικη φρουρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου