Ο άρχοντας Χιντετόρα σε ευτυχισμένες στιγμές όταν ακόμα είχε την εξουσία.
Ο άρχοντας Χιντετόρα ανάμεσα στους τρεις γιούς του και δύο υποψήφιους συμπέθερους.
Ο άρχοντας Χιντετόρα δεν φαντάστηκε ποτέ έναν πόλεμο ανάμεσα στους γιούς του. Θα έπρεπε όμως να τον περιμένει.
Καέντε: μια Λαίδη Μακμπέθ του Οίκου των Ιτσιμόντζι.
Ο μεγάλος Κουροσάβα στα γυρίσματα του «Ραν».
«Σε ένα τρελό κόσμο, ο τρελός είναι ο μόνος γνωστικός».
Ο άρχοντας Χιντετόρο θρηνεί τον θάνατο του γιού του Σαμπούρο.
Η ερμηνεία του Τατσούγια Νακαντάι είναι επηρεασμένη από το Θέατρο Νο.
Το «Ραν» (στα ιαπωνικά το χάος) δεν ήταν η πρώτη μεταφορά Σαιξπηρικού έργου από τον Κουροσάβα. Είχε προηγηθεί το 1957 «Ο Θρόνος του Αίματος», όπου διασκεύαζε τον «Μακμπέθ». Στο «Ραν» όμως θα αλλάξει την πορεία του έργου αντικαθιστώντας τις τρεις κόρες του Ληρ με τρεις γιους και δίνοντας στον ήρωα του ένα βίαιο παρελθόν. Θα έχει έτσι την ευκαιρία να πει πολλά πάνω στην φύση της εξουσίας και του χάους που διέπει την ανθρώπινη ζωή , δημιουργώντας το απόλυτο αριστούργημα του.
Βρισκόμαστε στον 16ον αιώνα, ο Χιντετόρα Ιτσιμόνι, είναι ένας παντοδύναμος φεουδάρχης που έχει μάθει μόνο να πολεμάει και που διοικεί όλη την γη, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι του. Όμως τώρα είναι 75 χρονών και αποφασίζει να παραιτηθεί από τα αξιώματα του και να παραχωρήσει την εξουσία του στα τρία παιδιά του Τάρο, Τζίρο και Σεμπούρα. Μόνη προϋπόθεση για αυτό να είναι ο τιμώμενος φιλοξενούμενος στα τρία κάστρα για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο πρώτος, ο Τάρο, θα είναι και ο απόλυτος αρχηγός του Οίκου των Ιτσιμόντι, ενώ οι άλλοι δύο θα πρέπει να τον υποστηρίζουν. Μάλιστα για να τους δείξει την σημασία της δύναμης εν τη ενώσει θα τους δώσει να σπάσει ο καθένας πρώτα από ένα βέλος και τα τρία βέλη μαζί. Ο Σαμπούρο που στο «Ραν» αντιστοιχεί στην καλόκαρδη Κορδήλια του «Βασιλιά Ληρ», θα χλευάσει τις γαλιφιές των αδελφών του και θα θεωρήσει αφελή την άποψη του πατέρα του για ενότητα της οικογενείας. Θα του πει: «Ζούμε σε ένα κόσμο γυμνό από ευαισθησία και αφοσίωση. Έχυσες αμέτρητο αίμα Δεν έδειξες έλεος ούτε οίκτο. Και εμείς παιδιά αυτής της εποχής είμαστε μεγαλωμένα στην διαμάχη και το χάος». Και τον προειδοποιεί λέγοντας: «Είμαστε γιοί σου και όμως βασίζεσαι στην πίστη μας. Στα μάτια μου αυτό σε κάνει ανόητο, ένα γερο-ξεμωραμένο».
Ο Χιντετόρα που βλέπει μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων, θα θεωρήσει τον τρίτο του γιο ως ασεβή και θα τον εξορίσει, μαζί με τον Τάνγκο, τον πιστό στρατιώτη. Πιστεύει δε, ότι οι άλλοι δυο του γιοι τον αγαπούν πραγματικά. Όμως ο Σαμπούρο θα αποδειχθεί ότι είχε δίκιο. Τόσο ο Τάρο, κάτω από την επίδραση της Καέντε, όσο και ο Τζίρο θα προσπαθήσουν να απαλλαγούν από τον γέρο πατέρα τους. Ενώ θα ξεκινήσουν ένα πόλεμο για να κερδίσουν περισσότερη εξουσία.
Έχουμε λοιπόν ένα έπος για την λαγνεία της εξουσίας και την προδοσία των παιδιών προς τους γονείς, που φτάνει σε έναν αιματηρό πόλεμο και σε μια παραβίαση των νόμων της Φύσης. Από την στιγμή που ο Χιντετόρα αποφασίζει να παραχωρήσει την εξουσία στους γιους του, θα απελευθερωθούν οι κακοί χαρακτήρες των δυο του μεγαλύτερων γιων του. Χειρότερη όλων όμως είναι η μέγαιρα νύφη του Καέντε, που θα αποδειχθεί μια Λαίδη Μακμπέθ του Οίκου των Ιντσμόντι.
Όμως ποια είναι τα θέματα για τα οποία μιλά το έργο; Το πρώτο είναι η φύση του σωστού ηγέτη. Στην αρχή του «Ραν» ο Σαμπούρο κατηγορεί τον πατέρα του ότι σκότωσε και κακομεταχειρίστηκε τους υποτελείς και τους αντιπάλους του. Ακριβώς αυτήν την σκληρότητα κατακρίνει ο Κουροσάβα. Η αντίθεση στον Χιντατόρε είναι φυσικά ο ίδιος ο Σαμπούρο. Αυτός είναι ειλικρινής, θαρραλέος στην σκέψη του και γενναίος στις πράξεις του με σκοπό να κάνει το καλό. Επίσης ο σωστός ηγέτης δεν πρέπει να εξαρτάται παθητικά από την γυναικεία παρουσία, όπως ο Τζίρο και δεν πρέπει να εμπιστεύεται ανθρώπους που προδίδουν άλλους ηγέτες. Τέλος πρέπει να είναι σώφρων στον πόλεμο, δηλαδή να ξέρει να αποφεύγει τον πόλεμο όταν ξέρει ότι θα χάσει.
Το πιο σημαντικό όμως θέμα της ταινίας είναι το χάος που κυριαρχεί στην ζωή των ανθρώπων. Το χάος προέρχεται από την προδοσία των δύο γιων του Χιντετόρα, και που ο Κουροσάβα, όπως και ο Σαίξπηρ ταυτίζει με το χάος της Φύσης. Η ταινία ξεκινά με την σκηνή του κυνηγιού με ένα ήλιο που σχεδόν σε τυφλώνει και τελειώνει σε μια θύελλα όταν ο Χιντετόρα τρελαίνεται. Όμως αυτή η προδοσία είναι αποτέλεσμα της σκληρής και χωρίς έλεος συμπεριφοράς του άρχοντα, που έτσι έδωσε πρότυπα στους γιους του. Ακόμα και η Καέντε που είναι η γεννήτορας του χάους οφείλει εν μέρει την συμπεριφορά της στην κακία του Χιντετόρα.
Αυτήν την κακία του παρελθόντος, ο Χιντετόρα θα πρέπει να την αντιμετωπίσει. Δεν είναι σύμπτωση ότι το κάνει όταν βρίσκεται τρελός στο κάστρο της οικογένειας της άλλης του νύφης, της Σούε, που ο ίδιος κατέστρεψε και που το συγκρίνει με την Κόλαση του Δάντη. Όπως λέει και ο Κουροσάβα μέσω του στόματος του τρελού της Αυλής: «Το κλονισμένο μυαλό αναγνωρίζει τα λάθη της καρδιάς». Αντίθετα όμως με τον «Θρόνο του Αίματος» δεν υπάρχει συγχώρεση η μεταμέλεια.
Το Χάος ή καλύτερα ο μηδενισμός της ταινίας, βρίσκει την απόλυτη μορφή του στον θάνατο των Θεών, ή του Θεού κατά Νίτσε. Στην αρχή της ταινίας όταν ο Χιντετόρε συναντήσει την νύφη του Σουέ, την πιο θρησκευόμενη και συγχωρητική φιγούρα του δράματος, θα της πει: «Ο Βούδας εγκατέλειψε αυτόν τον κακό κόσμο». Ο δε Κουροσάβα σε ολόκληρη την ταινία δεν κάνει άλλο από το να μας δείχνει ένα κόσμο που ζει με την απουσία του Θεού και όπου δεν έχουν θέση οι καλοί και ηθικοί. Όταν ο τρελός βλασφημά αποκαλώντας τους Θεούς αιτία του ανθρώπινου πόνου, παίρνει την απάντηση από τον Τάγκο: «Οι Θεοί είναι που κλαίνε βλέποντας μας. Μας βλέπουν που σκοτωνόμαστε ξανά και ξανά από την αυγή του χρόνου. Δεν μπορούν να μας γλυτώσουν από την φύση μας». Για να προσθέσει: «Οι άνθρωποι γλεντάνε με το πόνο και το αιματοκύλισμα. Γιορτάζουν τον φόνο». Για αυτό και οι μάχες της ταινίας δεν έχουν τίποτα το επικό και ηρωικό.
Η άποψη του Κουροσάβα για το «Ραν» ήταν ότι επρόκειτο για μια αλληγορία για την πυρηνική εποχή. Η δε ανθρωπότητα, μοιάζει με τον Ταραμούσα, τον τυφλό αδελφό της Σουέ, που στέκεται στην άκρη του γκρεμού και του φεύγει από τα χέρια η ιερή ζωγραφιά του Βούδα που τον προστατεύει, και παραλίγο να σκοτωθεί.
Ο «Σαίξπηρ της εικόνας» είχε φιλοσοφήσει ακόμη και τον θάνατό του σκηνοθετώντας τον και στις ταινίες του
Ακίρα Κουροσάβα
ένας μύθος στα σύννεφα
Ο σαμουράι πεθαίνει τρεις φορές
Και το 1990, αλλά και το 1993, είχε προβλέψει, είχε σκηνοθετήσει, είχε... γλεντήσει με τον θάνατό του! Μάλιστα, τον... κήδευαν μετά βαΐων και κλάδων, στις ταινίες του «Ονειρα» και «Μανταντάγιο»! Ο σοφός και παραλίγο αιωνόβιος Ακίρα Κουροσάβα (είχε διασκελίσει τα 88 χρόνια), ο Σαίξπηρ της εικόνας, ο Σαμουράι του κινηματογράφου, είχε συμφιλιωθεί με την αναπόφευκτη κατάληξή «μας»! Αλίμονο, σε όσους ελπίζουν πως θα ζήσουν αιώνια! Στις Κάννες, το 1993, τον ρώτησαν: «Δάσκαλε, μαζί με σένα πόσοι άλλοι έμειναν;Ημιπαράλυτος ο Αντονιόνι, "Συνταξιοδοτημένος" ο Μπέργκμαν. Υπέργηρος, ο ΜπίλιΓουάιλντερ! Επομένως, δεν πρόκειται να μείνει κανείς»! Εκείνος σε κοιτούσε με την παροιμιώδη καρτερικότητά του. Και από τα χείλη του έβγαινε η αισιοδοξία ενός αληθινού εφήβου: «Κανείς; Τίποτε, δεν σταματάει! Ολα αλλάζουν! Κάθεάνθρωπος είναι αναντικατάστατος! Αλλά και κάθε καλλιτέχνης, όσο μεγάλος και ανθεωρείται, είναι αντικαταστάσιμος! Ο κινηματογράφος σήμερα δεν είναι όπως ήταν!Αλλά και η εποχή μας δεν είναι όπως ήταν». Σωστά; Αλλάζει η γεωγραφία του σινεμά! Η Αμερική κάποτε ήταν ο Τσάπλιν. Μετά ο Φορντ, ύστερα ο Γουέλς, αργότερα ο Κόπολα! Το ίδιο παντού. Η Δανία ήταν ο Ντράγιερ, σήμερα είναι ο φον Τρίερ! Ολα... μετακινούνται! Ακόμη και η... αισθητική. Σήμερα, η «γραφή» ενός Γκοντάρ, ή ενός Μπρεσόν, ακόμη και του Αντονιόνι, έχει... μετακομίσει στην Αμερική! Απίστευτο; Και όμως! Αν δείτε την «Κλερ Ντόλαν» του νεαρού Λοτζ Κέριγκαν, ή την τελευταία ταινία του Χαλ Χάρτλεϊ, «Ανόητε Χένρι», θα... καταλάβετε! Ηταν δεν ήταν τέλη του '50 (δεν θυμάμαι ακριβώς), όταν παιδάκια ακόμη με κοντά παντελονάκια, βλέπαμε τις πιο αντιφατικές εικόνες του κόσμου! Τη μια στιγμή Στιβ Ριβς στο χάρτινο ντεκόρ της Τσινετσιτά με «Ηρακλή» και Μασίστα! Την άλλη στιγμή «Περιπέτεια» του Αντονιόνι! Και την... τρίτη «στιγμή» τούς «ΕπτάΣαμουράι»! Το πιο απίστευτο ήταν που μια ταινία ομιλούσα την... ακατανόητη Ιαπωνική προβαλλόταν στους πιο λαϊκούς κινηματογράφους της Ομόνοιας! Εκεί όπου στα μουλωχτά... έψηναν ρέγγες! Τότε, η Ελλάδα ανακαλύπτει το όνομα Ακίρα Κουροσάβα! Ο υπόλοιπος κόσμος τον είχε ανακαλύψει το 1950! Για την ίδια ταινία, το «Ράσομον» κερδίζει Χρυσό Λέοντα Βενετίας και Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης παραγωγής! Ηταν η τέταρτη σημαντική ταινία, από την αρχή της καριέρας του (1943)! Η Ιαπωνία των ερειπίων, του Ναγκασάκι και της Χιροσίμα. Η Ιαπωνία των αυστηρών παραδόσεων! Από το 1950 ως το 1965, ο Κουροσάβα υπογράφει την μια ταινία μετά την άλλη! Από το 1965 ως το 1970... σιωπή. Μεγάλη... εκκωφαντική σιωπή! Από το 1970 ως το 1975 δεύτερη, χειρότερη σιωπή! Ο πρώτος «θάνατος» Γιατί, άραγε, οι Κουροσάβα είχε συμφιλιωθεί με τον θάνατο; Με τον δικό του θάνατο; Από τις άλλες, πολλές, υπαρξιακές και φιλοσοφικές... καταδύσεις θα πείτε! Η ίδια η... ζωή τον έφερε κοντά, πολύ κοντά στον θάνατο! Το μεγάλο οικονομικό θαύμα της μεταπολεμικής Ιαπωνίας! Τα στούντιο ανακαλύπτουν το... καράτε! Το καράτε κάνει θραύση στη Δύση, και η Ιαπωνία, μαζί με αυτοκίνητα, ηλεκτρονικά και συγκροτήματα ήχου, πουλάει πολεμικές τέχνες και πορνό! Οι πόρτες κλείνουν για τον Κουροσάβα! Το 1963, ο 53χρόνος (τότε) Κουροσάβα σκηνοθετεί μια ταινία με αστυνομική υπόθεση! Τον «Δολοφόνο του Τόκιο». Τα στούντιο ζητούν... δράση! Ο Σαμουράι προσπαθεί να συμβιβασθεί με τους δικούς του όρους! Οι ιστορίες με τους Σαμουράι εξαντλήθηκαν! Ο Τοσίρο Μιφούνε αλλάζει στολή, εγκαταλείπει το σπαθί και μπαίνει στις σύγχρονες πόλεις! Η ταμειακή διαδρομή του «Δολοφόνου» είναι μέτρια! Ο Κουροσάβα διαισθάνεται πως πλησιάζει το τέλος του! Ο κόσμος διψάει για δράση! Δύο χρόνια μετά, καταφέρνει να γυρίσει μια ακόμη ταινία. Μετά τίποτε!.. Η πενταετία 1965-70 είναι περίοδος απελπισίας! Η τρίτη μεγαλύτερη κινηματογραφική υπογραφή της Ιαπωνίας μετά τον Οτσου και τον Μιζογκούτσι στα πρόθυρα κατάρρευσης! Καλά να πάθει, αυτός έφερε τη δύση στον κινηματογράφο μας, έλεγαν ο πολέμιοι! Είχαν δίκιο! Μόνο εξωτερικά! Ο Κουροσάβα ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, που ανοίγει δρόμους επικοινωνίας με τον άλλο κόσμο! Πώς; Επισπεύδει τους... χρόνους, τους ρυθμούς, κινηματογραφεί ιστορικά θέματα δράσης, φέρνει τους Σαμουράι στο προσκήνιο, μετακινεί τον Σαίξπηρ στην Ιαπωνία και επενδύει τις εικόνες του με μουσικούς ήχους δυτικού τύπου! Η Δύση ανακαλύπτει την κινηματογραφική Ιαπωνία, μέσω του δυτικού τύπου! Και τα στούντιο ανακαλύπτουν τις αχόρταγες ορέξεις των δυτικών θεατών, πάλι μέσω Κουροσάβα! Αποτέλεσμα; Οι πολεμικές τέχνες! Ο Κουροσάβα σκέφτεται στα σοβαρά να... αυτοκτονήσει! Λίγο πριν την αυτοκτονία Από το 1965 ως το 1975, σκέφτεται στα σοβαρά να αυτοκτονήσει! Οχι με την απελπισία ενός Καρυωτάκη, αλλά με την αποφασιστικότητα και την εμμονή ενός μοναχικού Σαμουράι! Κλειστές οι πόρτες των στούντιο! Εντελώς! Εκείνος χτυπάει την πόρτα του θανάτου! Με το σινεμά έζησε, χωρίς σινεμά θα πεθάνει! Την... τελευταία στιγμή, στο παρά πέντε, ανοίγει μια πόρτα και ο Κουροσάβα γυρίζει την τελευταία ταινία του... ιαπωνικής παραγωγής! Τίτλος «Dodes Ka Den»! Μεταφράσθηκε «Περιφρονημένοι και καταφρονεμένοι». Θέμα της... οι έσχατοι του Τόκιο! Τα «σκουπίδια»! Ανθρώπινα ερείπια! Τα θύματα του ιαπωνικού βιομηχανικού ... ηλεκτρονικού θαύματος! Μαυρίλα, απελπισία, αλλά και ουμανισμός! Οι θεατές γυρίζουν την πλάτη στους καταφρονεμένους του ιάπωνα... Γκόρκι! Το δάχτυλο του δασκάλου ετοιμάζεται να πιέσει τη σκανδάλη! Δεν ήταν καιρός για σπαθιά και παραδοσιακές τελετές! Η σφαίρα είναι ο συντομότερος δρόμος προς τη μεγάλη απόφαση! Η πρώτη σωτηρία! Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι! Το 1973 έρχεται η... σοβιετική βοήθεια! Στα αζήτητα ένας Κουροσάβα; Απίστευτο! Σαν να μην άλλαξε τίποτε από την εποχή του Μότσαρτ! Ο Κουροσάβα μετακομίζει στη Σιβηρία με τον... Αρσένιεφ και υπογράφει ένα αριστούργημα σοφίας, το «Ντερσού Ουζάλα»! Ο πρώτος μεγάλος κινηματογραφικός θρίαμβος της οικολογίας πάνω στην... επιστήμη! Ενας υπέργηρος οδηγός, που ούτε την πρώτη τάξη του δημοτικού έχει τελειώσει, βάζει τα γυαλιά σε έναν... τοπογράφο. Η σκηνή με τον Ντερσού (το όνομα του γέρου κυνηγού) να κατασκευάζει καλύβα από άχυρα για να γλιτώσει ο τοπογράφος από τον επερχόμενο τυφώνα, είναι μνημείο ποίησης και εφευρετικότητας!... Ο Κουροσάβα εγκαταλείπει τη σκανδάλη και ταυτόχρονα συμφιλιώνεται με την ιδέα του... εσωτερικού πρόσφυγα μέσα στο ίδιο του το «σπίτι»! Μπορεί οι ιάπωνες μεγαλο-παραγωγοί να μην τον θέλουν, αλλά ευτυχώς υπάρχουν οι Δυτικοί! Διακονιάρης; Οχι, ακριβώς! Περιφρονημένος από το «σπίτι» του, φημισμένος αλλού! Η δεύτερη σωτηρία Μετά τη ρωσική (πρώτη) βοήθεια, ακολουθεί η αμερικανική! Μερικά από τα εκατομμύρια δολάρια του «Πολέμου των άστρων» του ντουέτου Σπίλμπεργκ - Λούκας και μερικά... φιλοδωρήματα από τον «Νονό» του Κόπολα και την «Αποκάλυψη» κατευθύνονται το 1979 στην επική τοιχογραφία «Καγκεμούσα»! Η διάσωση του Κουροσάβα είναι πια γεγονός! Πέντε χρόνια μετά, ο «γέρος» σκηνοθετεί ένα από τα μεγαλύτερα έπη όλων των εποχών! Ο «Βασιλιάς Ληρ» μεταμορφώνεται στα ιαπωνικά. Ονομάζεται «Ραν», και η απληστία για εξουσία καταλήγει σε ποταμούς αίματος! «Κανείς σκηνοθέτης της Δύσης δεν μπορεί να δημιουργήσει τέτοιες εικόνες!Μεγαλειώδες έπος, μεγαλειώδης λυρισμός» λέει ο Κόπολα! Κάποιος αμερικανός κριτικός γράφει πως «Ο Νονός» μπροστά στο «Ραν» είναι... σαπουνόπερα! Το 1985, με το «Ραν», ήταν 75 χρόνων! Κανείς άλλος στην ηλικία του δεν είχε δημιουργήσει μια τόσο εκρηκτική τοιχογραφία. Ούτε καν ο Βισκόντι! Ο δεύτερος «θάνατος» Σωτήρες, οι Δυτικοί; Οφειλέτες! Ξεπλήρωναν γραμμάτια! Και μάλιστα, τα ξεπλήρωναν καθυστερημένα! Χωρίς τόκους και... υπερημερίες! Οι Αμερικανοί αντιγράφουν τους «Επτά Σαμουράι», και ο Γιουλ Μπρίνερ μεταμορφώνεται σε Τοσίρο Μιφούνε της Αγριας Δύσης στο γουέστερν «Και οι επτά ήσαν υπέροχοι»! Με αυτή την ταινία, ο Στιβ Μακ Κουίν γίνεται διάσημος, και με το ίδιο γουέστερν αλλάζει καριέρα ο Τσαρλς Μπρόνσον! Ολοι οφείλουν στον Κουροσάβα! Ο ίδιος δεν παίρνει δραχμή τσακιστή! Μερικά χρόνια αργότερα, καταφθάνει ο Σέρτζιο Λεόνε! Λέγεται πως εκτός από την εργατικότητά τους οι Ιάπωνες φημίζονται για την ικανότητά τους στη μίμηση και την αφομοίωση! Στην περίπτωση του Κουροσάβα, συνέβη ακριβώς το αντίθετο! Οι Δυτικοί προσάρμοζαν τις ιστορίες του και έγαζαν λεφτά με τη σέσουλα! Ο Σέρτζιο Λεόνε μεταμορφώνει το «Ράσομον» και το «Γιοζίμπο» σε... σπαγγέτι γουέστερν! Ο πανύψηλος και εντελώς άγνωστος (τότε) Κλιντ Ιστγουντ αναδεικνύεται σταρ των πιστολέρο! Ο Κουροσάβα προσφέρει γενναιόδωρα μια πρώτης τάξεως καριέρα και στον ιταλό Λεόνε, και στον «ανώνυμο» Κλιν Ιστγουντ! Υπάρχει Ελληνας που να μην έχει ακούσει, ή να μην έχει δει το θρυλικό γουέστερν «Για μιαχούφτα δολάρια»; Δεν υπάρχει! Πόσοι ξέρουν ότι ο Κουροσάβα ήταν ο πρώτος που επινόησε την ιστορία; Ο προφητικός θάνατος Πώς του το ανταπόδωσαν; Ο Λεόνε δεν έδωσε φράγκο, ο Ιστγουντ τον προσπέρασε με μερικά «ευχαριστώ», και ο Σπίλμπεργκ έβγαλε κάτι από το πουγγί του! Και στο τέλος είπε: «Ο Κουροσάβα; Μα, δεν υπάρχει αμφιβολία, ήταν ο Σαίξπηρ της εποχήςμας»! Το 1993, πριν από πέντε χρόνια, ο δάσκαλος διαισθάνεται το τέλος του! Δεν είναι δα και αθάνατος! Ερχεται στις Κάννες με την τελευταία ταινία του «Μανταντάγιο», που ελευθέρως στα ελληνικά παναπεί «Είσαι έτοιμος;» να πεθάνεις! Ολοι σπεύδουν να διακονήσουν από τη σοφία του. Ηταν 83 ετών, και όπου να είναι, το μοιραίο θα συμβεί! Εκείνος μιλούσε για όλα, εκτός από τον εαυτό του! Στο τέλος, δεν άντεξε: «Την είδατε την ταινία μου;» Οχι... ελάχιστοι μπήκαν, οι περισσότεροι βαρέθηκαν και βγήκαν. Εκτός εποχής! Γιατί; Κάποιος υπέργηρος δάσκαλος αισθάνεται πανευτυχής ζώντας με τη γυναίκα του σε μια «καλύβα» ελάχιστων τετραγωνικών μέτρων. Περιτριγυρισμένη η καλύβα από μικρό κήπο και νεράκι ποταμού. Οι μαθητές έρχονται, προσφέρουν, αλλά εκείνος είναι ευχαριστημένος με τα ελάχιστα! Κάθε χρόνο, οι μαθητές διοργανώνουν μικρή γιορτή για τα γενέθλια του σοφού δάσκαλου. Εκείνος πίνει μονοκοπανιά ένα γιγαντιαίο ποτήρι μπίρα, γελάει, λέει ανέκδοτα και φεύγει. Κάθε χρόνο, οι μαθητές βλέπουν την ίδια... ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του γέρου. Οι μαθητές ανεβαίνουν επαγγελματικά, κερδίζουν, αποταμιεύουν, φτιάχνουν, ράνουν, ζουν στα μεγαλεία. Κάθε χρόνο, εκείνοι με τα πολλά δυστυχούν. Εκείνος με τα λίγα διάγει ευτυχία εφήβου! «Δάσκαλε, πώς τα καταφέρνεις;» τον ρωτούν. Πώς; Κάθε βράδυ, ακόμη και την τελευταία νύχτα του θανάτου του, βλέπει το ίδιο όνειρο. Μικρός να τρέχει στη φύση και να παίζει κρυφτούλι με τους φίλους του! «Εκείνο που με κράτησε στη ζωή είναι το μικρό παιδί που έχω μέσα μου! Ποτέ δενέφυγε! Τον ευχαριστώ»! Η αυτοπειθαρχία των ιαπώνων πολεμιστών αποτέλεσε την κεντρική ιδέα της φιλμογραφίας του Ο νεαρός Κουροσάβα κρατούσε σφιχτά το χέρι του αδελφού του καθώς περπατούσαν ανάμεσα στα ερείπια. Το θέαμα που είχε αφήσει πίσω του ο τρομερός σεισμός στο Τόκιο το 1923 ήταν φρικιαστικό. Η ανάμνηση του ζοφερού τοπίου ήταν κάτι που έμεινε μέσα του. Η εμπειρία αυτή τον δίδαξε «όχι μόνο για τις υπεράνθρωπες δυνάμεις της φύσεως αλλά και για την ένταση των συναισθημάτων στις ανθρώπινες καρδιές», όπως δηλώνει στην αυτοβιογραφία του ο «αυτοκράτορας» που έφυγε πριν από μερικές ημέρες. Ο Κουροσάβα γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910 και ήταν το νεότερο μέλος μιας πολυπληθούς οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν απόγονος σαμουράι και η μητέρα του καταγόταν από οικογένεια εμπόρων. Θαύμαζε τον πατέρα του για την ηθική που κληροδότησε στα παιδιά του και τη μητέρα του για την εσωτερική της δύναμη. Ο ίδιος, αν και ήταν λίγο ασθενικός, κατάφερε να διακριθεί στην ξιφομαχία. Τα μαθήματα ήταν μια δύσκολη υπόθεση για κάποιον που έχει αργή πνευματική ανάπτυξη. Η σχέση μαθητή - δασκάλου όμως τον συγκινεί πολύ. Οι παραστάσεις της παιδικής του ηλικίας ενσωματώθηκαν σε ταινίες που θα μείνουν αξέχαστες. Η Ιαπωνία, η οικογένεια, οι καταβολές ήταν οι πηγές που τον έκαναν ανεξάντλητο. Το δέος για τον πατέρα, η στενή σχέση με τον αδελφό του, το μπουσίντο κώδικας τιμής των σαμουράι εμπνέουν τον Κουροσάβα στα αριστουργήματά του «Οι επτά σαμουράι», «Γιοζίμπο», «Σανγιούρο». Η αυτοπειθαρχία των ιαπώνων πολεμιστών αποτέλεσε κεντρική ιδέα της φιλμογραφίας του. Τελειώνοντας το σχολείο, αποφάσισε να καλλιεργήσει τη φυσική κλίση του προς τη ζωγραφική, αλλά μια αποτυχία στις εξετάσεις τον άφησε έξω από τη Σχολή Καλών Τεχνών. Αρχισε να καταβροχθίζει λογοτεχνικά βιβλία, ενώ έγινε τακτικός θαμώνας στις κινηματογραφικές αίθουσες, το μελλοντικό πεδίο δράσης του. Ο αδελφός του ένας πετυχημένος αφηγητής του βωβού κινηματογράφου που αυτοκτόνησε με την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου τον μύησε στη μαγεία του σινεμά. Ο Κουροσάβα, αν και ένιωθε έντονη έλξη για την τέχνη, ποτέ δεν είχε σκεφθεί να ασχοληθεί επαγγελματικά με τον κινηματογράφο. Δοκίμασε να βγάλει τα προς το ζην από τη ζωγραφική, αλλά δεν τα κατάφερε. Τότε διάβασε μια μικρή αγγελία όπου ζητούσαν βοηθούς σκηνοθέτη στο στούντιο PCL. Εγινε δεκτός και άρχισε να δουλεύει στο πλευρό του διάσημου σκηνοθέτη Γιαμαμότο. Το ταλέντο του νεαρού δεν άργησε να φανεί. Ο Γιαμαμότο, ύστερα από αρκετά χρόνια, λέει συγκινημένος σε συνέντευξή του ότι το μόνο που τον δίδαξε ήταν πώς να πίνει. Ο πόλεμος τον προλαβαίνει. Τα πρώτα δείγματα της δουλειάς του λογοκρίνονται. Ο Κουροσάβα υπόσχεται μαζί με κάποιους φίλους του ότι μια μέρα θα δολοφονήσουν τους λογοκριτές. Το 1950 έρχεται η πρώτη μεγάλη επιτυχία, το «Ράσομον», το οποίο ένα χρόνο αργότερα κερδίζει το Χρυσό Λιοντάρι στο κινηματογραφικό φεστιβάλ στη Βενετία. Οι πύλες της Δύσης ανοίγουν για τον σκηνοθέτη και η χρυσή περίοδος της δημιουργίας του αρχίζει. Οι Δυτικοί δανείζονται στοιχεία του και φτιάχνουν γουέστερν, ο ίδιος μεταφέρει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τον Σαίξπηρ στον κινηματογράφο. Το «Μάκβεθ» γίνεται η βάση του «Θρόνος του αίματος», ενώ πολύ αργότερα ο «Βασιλιάς Λιρ» μετουσιώνεται σε «Ραν». «Το κρυμμένο οχυρό» του 1958 εμπνέει τον Λούκας στον «Πόλεμο των Αστρων», μία από τις εμπορικότερες ταινίες όλων των εποχών. Την περίοδο της μεγάλης δημιουργικότητας διαδέχεται μια άλλη, γεμάτη απογοήτευση. Το 1971 κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας. Επανεμφανίζεται το 1975 με το «Dersou Ouzala», μια παραγωγή στην οποία συνέδραμαν και οι Ρώσοι, η οποία κέρδισε το Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας. Το «Ραν», τα «Ονειρα», η «Ραψωδία τον Αύγουστο» και το «Μανταντάγιο» συμπληρώνουν τη φιλμογραφία ενός από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του αιώνα που περιέγραψε αριστοτεχνικά τα «τερτίπια» της ανθρώπινης φύσης. Πέθανε πλήρης ημερών, τελευταίος στη σειρά μετά τη γυναίκα του, τον αγαπημένο του ηθοποιό Τοσίρο Μιφούνε και τον αγαπημένο του παραγωγό Τομογιούκι Τανάκα.
Φιλμογραφία
«Μανταντάγιο» (1993), «Μια Ραψωδία Τον Αύγουστο» (1991), «Όνειρα» (1990), «Ραν» (1985), «Καγκεμούσα, ο ίσκιος του πολεμιστή» (1980), «Ουζαλά» (1975), «Η Γειτονιά Των Καταφρονεμένων» (1970), «Κοκκινογένης» (1965), «Ο Δολοφόνος Του Τόκιο» (1963), «Σαντζούρο» (1962), «Γιοζίμπο» (1961), «Οι κακοί κοιμούνται ήσυχα» (1960), «Το κρυμμένο φρούριο» (1958), «Ο υπόκοσμος» (1957), «Ο Θρόνος του Αίματος» (1957), «Οι 7 Σαμουράϊ» (1954), «Ο καταδικασμένος» (1952), «Ο ηλίθιος» (1951), «Ρασομόν» (1950), «Σκάνδαλο» (1950), «Λυσσασμένος σκύλος» (1949), «Η ήσυχη διένεξη» (1949), «Ο μεθυσμένος άγγελος» (1948), «Μία υπέροχη Κυριακή» (1947), «Οι νέοι δεν χρειάζονται λύπηση» (1946), «Αυτά κτίζουν το μέλλον» (1946), «Ο Θρύλος του Τζούντο 2» (1945), «Αυτοί που πάτησαν την ουρά της τίγρης» (1945), «Ο πιο ωραίος» (1944), «Ο Θρύλος του Τζούντο» (1943)
Από τα "ΟΝΕΙΡΑ" του Ακίρα Κουροσάβα
Όνειρο είναι η βίωση μίας σειράς εικόνων, ήχων, ιδεών, συναισθημάτων και άλλων αισθήσεων, κατά την διάρκεια του ύπνου, κυρίως κατά τη φάση REM (Rapid Eye Movement, γνωστός και ως ύπνος γρήγορων κινήσεων των ματιών, είναι το πέμπτο στάδιο του ύπνου). Ο Ακίρα Κουροσάβα είναι ένας κορυφαίος κινηματογραφιστής που όλη του τη ζωή ασχολείτο με τη ποίηση των ονείρων. Γνώριζε δε καλά ότι ο κινηματογράφος είναι κατ' εξοχήν τέχνη ονειρική. Στην ταινία "Ονειρα"δεν καταγράφει τα ονειρά του αλλά ονειρεύεται για μας, μέσα από μια σπουδαία κινηματογραφική γραφή οκτώ σπονδυλωτών ιστοριών, που καταλήγουν σε μια χαρούμενη κηδεία, χωρίς πένθημα εμβατήρια, αλλά συνοδεία γκονγκ, μουσικής και χορού, και ένα κόσμο να χαίρετε που δίνει το στερνό αντίο στην 99χρονη γιαγιά.
Ο Κουροσάβα γύρισε τα "Ονειρα" σε ηλικία 80 ετών,το 1990, ηλικία που τον έχει φέρει πιο κοντά στο θάνατο και εδώ έγκειται το μεγαλείο αυτού του μοναδικού δημιουργού που σκηνοθετεί με τη σκηνή αυτή το θάνατό του. Τα "Ονειρα" δεν είναι το άθροισμα των οκτώ ιστοριών, αλλά το αυτοτελές της κάθε ιστορίας, και η χαλαρή σύνδεσή της με την επόμενη, είναι ένα μέρος που κολυμπάει μέσα σε ένα σύνολο, χωρίς πλαίσια και όρους. Όλα κινούνται ονειρικά, από το Βαν Γκονγκ που ψάχνει να καταδυθεί στο μεσημεριανό φως των σταροχώραφων, έως τον πιτσιρικά που κλαίει για την καταστροφή του ροδακινόκηπου, τους νεκρούς στρατιώτες που θέλουν να ξαναπολεμήσουν για την πατρίδα, και τον εφιάλτη μιας πυρηνικής καταστροφής (εδώ ξυπνούν οι μνήμες της Χιροσίμας και του Ναγκασάκι). Τα "Ονειρα"είναι μια ταινία ενός αληθινά μοναδικού κινηματογραφιστή που μας προτρέπει να ονειρευόμαστε με τον πιο αληθινό τρόπο.
Οι κριτικοί της εποχής δεν ενθουσιάστηκαν, οι συμπατριώτες του δεν κατάλαβαν (ή δεν θέλησαν να καταλάβουν...) τι τους έλεγε στην προτελευταία του δημιουργία: υμνούσε την ανθρώπινη απλότητα, την ομορφιά και δύναμη της φύσης, τον πολιτισμό της παράδοσης, την τέχνη, την αθωότητα της παιδικής ματιάς του χθες, αλλά έστελνε και σήματα κινδύνου για την αγριότητα του αύριο.
Αντικαθιστώντας την ιαπωνική ύπαιθρο με τα άνυδρα και σκονισμένα χωριά του Μεξικού, καθώς και τους περιπλανώμενους σαμουράι με τους ανηλεείς πιστολάδες, οι γιαπωνέζικες πολεμικές ταινίες μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε γουέστερν: τα αριστουργήματα του Akira Kurosawa Οι Εφτά Σαμουράι (1954) και Yojimbo (1961) μεταμορφώθηκαν έτσι στα κλασικά πλέον Και οι Εφτά ήταν Υπέροχοι (The Magnificent Seven, 1960) του John Sturges και Για μια Χούφτα Δολάρια (A Fistful of Dollars, 1964) του Sergio Leone, αντίστοιχα.
Οι ομοιότητες είναι κάτι περισσότερο από εντυπωσιακές: τα δύο ριμέικ αποτελούν πιστά αντίγραφα των ιαπωνικών «πρωτοτύπων», με μόνη διαφορά την «αναβάθμιση» του ξίφους σε πιστόλι.
Οι απεγνωσμένοι κάτοικοι ενός χωριού προσλαμβάνουν μια ομάδα μαχητών, προκειμένου να τους προστατεύσουν από τις συχνές επιδρομές μιας συμμορίας ληστών. Αν οι υπερασπιστές του χωριού είναι περιπλανώμενοι ρόνιν, τότε πρόκειται για τους Εφτά Σαμουράι, ενώ αν είναι αδίστακτοι καουμπόι, τότε μιλάμε σίγουρα για τους Εφτά Υπέροχους.
Όπως και να έχει, το αμερικανικό ριμέικ του Sturges δεν διαφοροποιείται σε τίποτε άλλο από τον δίδυμο γιαπωνέζο «αδερφό» του: η ιστορία είναι η ίδια, η πλοκή είναι η ίδια, η ταινία όμως δεν είναι ίδια. Οι Εφτά, όσο Υπέροχοι κι αν είναι, δεν μπορούν να συγκριθούν καλλιτεχνικά με το επίτευγμα του Kurosawa. Ο ίδιος ο Kurosawa είχε κάποιες «επιφυλάξεις» για το ριμέικ των Εφτά Σαμουράι και, σε συνέντευξή του στο περιοδικό «People» το 1980, περιορίστηκε απλώς να δηλώσει ότι «οι πιστολέρο δεν είναι σαμουράι».
Επιπλέον, δεν έλαβε από το χολιγουντιανό στούντιο καμία αποζημίωση για τη δουλειά του, ως σεναριογράφος της πρωτότυπης ταινίας, ενώ καμιά αναφορά δεν γίνεται σ’ αυτόν στους τίτλους των Εφτά Υπέροχων, που παρόλα αυτά παραμένει μια πολύ καλή ταινία.
Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι όταν κυκλοφόρησαν οι Εφτά Σαμουράι στην Αμερική το 1956, ο τίτλος με τον οποίο βγήκε η ταινία στις αίθουσες ήταν Οι Υπέροχοι Εφτά, καθώς οι ιάπωνες παραγωγοί θεώρησαν πώς το αμερικανικό κοινό δεν θα γνώριζε τι σημαίνει «σαμουράι». Γι’ αυτό και Οι Εφτά Σαμουράι αναφέρονται πολλές φορές ως «το Πρωτότυπο Υπέροχοι Εφτά», ένα είδος δικαίωσης για τον δημιουργό του.
Ένας μοναχικός σαμουράι καταφθάνει σε μια πόλη που μαστίζεται από τη σύγκρουση δύο αντίπαλων οικογενειών. Εξωθεί τον πόλεμο των δύο συμμοριών στα άκρα, βοηθά μια οικογένεια να σωθεί και, στο τέλος, αποτελειώνει οτιδήποτε σχεδόν κινείται στα πέριξ. Η ιστορία αυτή, που διαδραματίζεται στην Ιαπωνία του 19ου αιώνα και έχει πρωταγωνιστή τον Toshiro Mifune, αν μεταφερόταν στην Άγρια Δύση θα είχε πρωταγωνιστή τον Clint Eastwood και θα ήταν ένα καλογυρισμένο γουέστερν.
Ο Sergio Leone ξαναγύρισε πράγματι το Yojimbo του Kurosawa, φτιάχνοντας το πρώτο σπαγγέτι-γουέστερν του κινηματογράφου. Οι ομοιότητες μεταξύ του Yojimbo [Σωματοφύλακας, στα ιαπωνικά] και του Για μια ΧούφταΔολάρια δεν περιορίζονται μόνο στην κοινή πλοκή, αλλά η ταινία του Leone είναι αντιγραφή του Yojimbo σκηνή-προς-σκηνή, πλάνο-το-πλάνο.
Έτσι, ο ανώνυμος σαμουράι Toshiro Mifune είναι ο πιστολέρο Άνθρωπος-Χωρίς-Όνομα Clint Eastwood, με μόνη διαφορά την οδοντογλυφίδα του Mifune που αντικαταστάθηκε από το τσιγάρο του Eastwood. Ο Kurosawa δεν μπορούσε να είναι ευχαριστημένος με αυτό που θεωρούσε μια δεύτερη, κατάφωρη, κλοπή του έργου του: θα μηνύσει την εταιρεία του Leone κερδίζοντας τελικά το 15% των εισπράξεων του γουέστερν, μια μεγάλη χούφτα δολάρια δηλαδή.
Με αυτό τον τρόπο, ο «βαρύς», αργός, ασπρόμαυρος ιαπωνικός κινηματογράφος μεταμορφώνεται στη γνώριμη φόρμα της χολιγουντιανής ψυχαγωγίας. Οι επικές ελεγείες του Kurosawa ζυμώνονται με νέα υλικά, μεταμορφώνοντας το ιαπωνικό jidai-geki [ταινίες εποχής με σαμουράι] σε γουέστερν: υπάρχει έτσι ο καλός, ο κακός –ενίοτε και ο άσχημος–, αλλά ως εκεί. Τα στοιχεία που καθιστούν τα έπη του Kurosawa αριστουργήματα θυσιάζονται αναπόφευκτα στο μεταφραστικό εγχείρημα της «δυτικοποίησης» αυτής.
Ο Φεντερίκο Φελίνι (1920-1993) υπήρξε από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου του 20ού αιώνα. Περισσότερο ένας λαϊκός σκηνοθέτης και λιγότερο ένας auteur με την έννοια των εξεζητημένων δημιουργών του κινηματογράφου όπως τον ήθελαν πολλοί, ένας σοφός εικονοπλάστης του οποίου οι ταινίες αποτελούν σημείο αναφοράς μέχρι σήμερα. Τα δείγματα αντιγραφής, επιρροής και αναπαραγωγής του έργου του τόσο στον διεθνή κινηματογράφο όσο και στο θέατρο, από την εποχή της μεγάλης του ακμής μέχρι και σήμερα, 20 χρόνια μετά τον θάνατό του, είναι αναρίθμητα.
Ας θυμηθούμε μερικές από τις σημαντικότερες ταινίες του:
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
La Strada (1954)
Mε τους Άντονι Κουίν και την Τζουλιέτα Μασίνα. Το έργο που για πρώτη φορά έκανε γνωστό τον Φελίνι έξω από τα σύνορα της χώρας του, όταν κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1954 και το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1956, είναι μια σπαρακτική ταινία σε νεορεαλιστικό φόντο. Ένα ταξίδι, μέσα από μια κατακερματισμένη και κουρελιασμένη Ιταλία, σε μια αλληγορική σύγκρουση της αθωότητας και του ονείρου με τη μυϊκή δύναμη, τα ζωώδη ένστικτα και το μυαλό. Ένας πλανόδιος «μασίστας» προσλαμβάνει ένα αγράμματο κορίτσι για βοηθό του με αντάλλαγμα μια μακαρονάδα. Εκείνη τον ακολουθεί σαν πιστό σκυλί στην τουρνέ του στις λασπωμένες κωμοπόλεις, ενώ εκείνος της φέρεται οικτρά. Περνάνε διάφορες μικροπεριπέτειες μαζί και στο τέλος την εγκαταλείπει. Όταν χρόνια μετά μαθαίνει τον θάνατό της, καταρρέει και ξεσπάει σε κλάματα. Αν και στην εποχή της θεωρήθηκε «προδοσία» του νεορεαλισμού και χτυπήθηκε από τους αριστερούς διανοούμενους, σηματοδοτεί την απαρχή μιας μεγάλης πορείας για τον Φελίνι, καθώς είχε πια συγκεντρώσει γύρω του μερικούς από τους σημαντικότερους συνεργάτες του, που θα τον ακολουθούσαν έκτοτε στις μελλοντικές, αξιομνημόνευτες ταινίες του: τον συνθέτη Νίνο Ρότα, τον διευθυντή φωτογραφίας Οτέλο Μαρτέλι, τους σεναριογράφους Ένιο Φλαϊάνο και Τούλιο Πινέλι. Η παραγωγή ήταν του θρυλικού ντουέτου της Τσινετσιτά, Κάρλο Πόντι και Ντίνο ντε Λαουρέντις.
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Νύχτες της Καμπίρια (1956)
Mε την Τζουλιέτα Μασίνα. Η σημαντικότερη ταινία της πρώτης περιόδου του Φελίνι. Η ιστορία της αγαθιάρας και κακομοίρας λαϊκής πόρνης Καμπίρια που ζει κι επιβιώνει στις εργατικές συνοικίες της Ρώμης. Μια νύχτα θα βρεθεί στην πολυτελή έπαυλη ενός σταρ του σινεμά. Από κει θα φύγει άπραγη, ενώ σε μια άλλη περίπτωση θα συμμετάσχει σε νούμερο ταχυδακτυλουργού ενός συνοικιακού βοντβίλ. Εκεί θα την γνωρίσει ένας ομορφονιός, ο οποίος θα της πουλήσει έρωτα. Σε ένα τους ραντεβουδάκι θα την οδηγήσει σε ένα δασάκι δίπλα σε έναν γκρεμό, θα της αρπάξει όλες της τις οικονομίες και θα εξαφανιστεί. Η γλυκιά και αφελής Καμπίρια θα κλάψει για την εξαπάτησή της αλλά στο συναρπαστικό φινάλε θα γίνει ένα με μια παρέα νέων αγοριών και κοριτσιών που κατηφορίζουν χαμογελαστοί, τραγουδώντας στον δρόμο. Η ζωή αποδεικνύεται υπέροχη ακόμα και μετά τη συντριβή. Ο Φελίνι είχε συνεργαστεί σεναριακά με τον Πιερ Πάολο Παζολίνι που ήξερε την ιδιαίτερη γλώσσα του λούμπεν του ρωμαϊκού προλεταριάτου. Οι Νύχτες της Καμπίρια έχουν επίσης βραβευτεί με Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1957.
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
La Dolce Vita (1960)
Mε την εκθαμβωτική Ανίτα Έκμπεργκ, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και την Ανούκ Εμέ, ενώ ανάμεσα σε πολλούς διάσημους Ιταλούς ηθοποιούς κάνει ένα πέρασμα και η αξέχαστη Nico. Μια ταινία-θρύλος, ένα εκπληκτικό μωσαϊκό της παρακμιακής ζωής της ανώτερης τάξης της Ρώμης που αποκαλύπτεται με έναν τρόπο που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε ξαναγίνει. Συγχρόνως, μια ταινία για το τέλος της αθωότητας και την αρχή της εποχής της μαζικής αυταπάτης. Η ταινία ξεκινάει με ένα ελικόπτερο που μεταφέρει πάνω από την «αιώνια πόλη» ένας άγαλμα του Χριστού. Και από κει η κάμερα ακολουθεί την πορεία ενός φέρελπι δημοσιογράφου που γράφει κοσμικά ενσταντανέ και κουτσομπολιά του διεθνούς τζετ σετ. Ο Μαρτσέλο, όπως λέγεται ο ήρωας της ταινίας, θα βρεθεί να ακολουθεί μια Αμερικανίδα σούπερ σταρ στους ξέφρενους ρυθμούς ενός πάρτι (όπου τραγουδάει ο Αντριάνο Τσελεντάνο), ενώ, στην προσπάθειά του να τη ρίξει στο κρεβάτι, φτάνει το ξημέρωμα. Η σκηνή με τον πρωινό γαλατά στο ποδήλατό του να παρακολουθεί αποσβολωμένος την Έκμπεργκ, ντυμένη με μια μαύρη τουαλέτα, να φιλιέται με τον Μαστρογιάννι μες στα νερά της Φοντάνα ντι Τρέβι είναι από τις διασημότερες εικόνες του κινηματογράφου. Ο δημοσιογράφος καλύπτει επίσης ένα όραμα, συνδιαλέγεται σε ατέρμονες συζητήσεις διανοουμένων, επισκέπτεται τα κοσμικά στέκια της Βία Βένετο, εισβάλλει σε πύργους της αριστοκρατίας, κάνει έρωτα με ένα πλουσιοκόριτσο μέσα σ’ ένα καταγώγι, ξενυχτάει συμμετέχοντας σε όργιο σε μια βίλα. Εν τέλει, το παίρνει απόφαση ότι η «γλυκιά ζωή» αξίζει τόσο όσο και το να ξεπουλιέται στους πλούσιους άφρονες φίλους του, ωραιοποιώντας στις κοσμικές στήλες την άσκοπη ζωή τους. Η ταινία ενόχλησε το Βατικανό, που τη θεώρησε μια αλληγορία για τη Δευτέρα Παρουσία. Με την Dolce Vita ο Φελίνι απέκτησε απίστευτη διεθνή φήμη και ο τίτλος έγινε συνώνυμος της ανεμελιάς και του γκλάμουρ, όπως και οι φωτογράφοι-παπαράτσι απέκτησαν όνομα χάρη στο παρατσούκλι ενός σκανδαλοθήρα φωτογράφου που ακολουθεί τον πρωταγωνιστή. Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες το 1960 και Όσκαρ Κοστουμιών Ασπρόμαυρης Ταινίας το 1961.
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
8½ (1963)
Mε τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, την Κλαούντια Καρντινάλε και την Ανούκ Εμέ. Το σημαντικότερο ίσως κινηματογραφικό επίτευγμα του Φελίνι, με ανεπανάληπτα πλάνα-σεκάνς όπου παρελαύνουν όλες οι προσωπικές του φαντασιώσεις, οι φοβίες και οι ονειρικές εικόνες που μέχρι τότε δεν είχε τολμήσει να υλοποιήσει. Ένα έργο-εσωτερικός μονόλογος αναπόλησης της αγωνίας του καλλιτέχνη και του αγώνα της δημιουργίας. Ο τίτλος συμβολίζει την 8η ταινία του, ενώ το «μισό» τη συμμετοχή του σε δύο επεισόδια δύο σπονδυλωτών ταινιών. Ο Γκούιντο που υποδύεται ο Μαστρογιάννι είναι ένας σκηνοθέτης που έχει στερέψει από ιδέες τη στιγμή που του έχει ανατεθεί μια υπερπαραγωγή. Περνώντας από τις παιδικές του αναμνήσεις, τις σεξουαλικές εμμονές της εφηβείας και φτάνοντας μέχρι τις διαψεύσεις της ωριμότητας φτάνει στην παραδοχή της ήττας. Στο διάσημο φινάλε της ταινίας ο σκηνοθέτης στήνει έναν εντυπωσιακό κυκλικό χορό τον οποίο κατευθύνει μέσα από έναν τηλεβόα και στον οποίο συμμετέχουν όλοι ο βασικοί χαρακτήρες της ταινίας και της ζωής του. Οι κριτικοί της εποχής έκαναν παραλληλισμό του 8½ με την Κόλαση του Δάντη. Η ταινία έκανε πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στις Κάννες, ενώ αμέσως μετά πήρε το μεγάλο βραβείο στο Φεστιβάλ της Μόσχας. Προτάθηκε για Όσκαρ σε διάφορες κατηγορίες, αλλά πήρε ξανά εκείνο της Ξενόγλωσσης Ταινίας και Κοστουμιών. Η μουσική του Νίνο Ρότα για την ταινία είναι πλέον μνημειακή.
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Η Τζουλιέτα των πνευμάτων (1965)
Με την Τζουλιέτα Μασίνα είναι σαν ο σκηνοθέτης να επιστρέφει στον κόσμο των κόμιξ, απ’ όπου ξεκίνησε. Σαν ένας θηλυκός Φελίνι, η Τζουλιέτα χάνεται σε έναν φανταστικό κόσμο όπου οι πιέσεις που δέχεται από το περιβάλλον της την οδηγούν σε κρίση ταυτότητας. Ο άπιστος σύζυγος, οι υπερφίαλες και εξεζητημένες αδελφές και η μητέρα, ένας κόσμος –επιτέλους έγχρωμος– εξωπραγματικός και υπερβολικός μέσα από περσόνες-καρικατούρες ενός ατόφιου φελινικού σύμπαντος: μνήμη, εμμονές, όνειρα, διαψεύσεις. Και αυτή του η ταινία πήρε πολλά διεθνή βραβεία, αλλά αμφισβητήθηκε κιόλας αν και κατά πόσο ήταν αντάξια του σπουδαίου δημιουργού και όχι ένα όχημα για την αγαπημένη σύντροφο και πρωταγωνίστριά του.
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Satyricon (1969)
Η ταινία-στοίχημα του Φελίνι, που μέσα από τις αποσπασματικές σκηνές του έργου του Γάιου Πετρώνιου, arbiter elegantiae, δηλαδή συμβούλου αισθητικής και κομψότητας του Νέρωνα, σκιαγράφησε μοναδικά τον κολασμένο 1ο μ.Χ. αιώνα. Στην ταινία ανασυντίθεται μια άλλη Ρώμη, που από κάποιες απόψεις δεν απέχει και πολύ από αυτήν της σύγχρονης εποχής, ένα «παραμύθι για ενήλικες» όπως χαρακτηρίστηκε, στην οποία ο κομίστας Φελίνι στήνει ένα εντυπωσιακό σκηνικό της αρχαίας πόλης. Με απενοχοποιημένη και αφοπλιστική μαεστρία μιλάει για μια εποχή παρακμής, ταραχής και αποσύνθεσης. Σαν να θέλει ουσιαστικά να μιλήσει με μια παραβολή για το σήμερα και να εντυπωσιάσει με τα σκηνικά του και τις ευφάνταστες εικόνες του. Δύο φίλοι, ο Εγκόλπιο και ο Ασίλτο, μονομαχούν για τον ωραίο έφηβο Γκιτόνε. Χάνει ο ένας, γίνονται εχθροί μέχρι να τους επανασυνδέσει ένας σεισμός. Στη διαδρομή της ιστορίας ο Φελίνι αφήνει τη φαντασία του να καλπάσει και να δημιουργήσει μία από τις πιο αλλόκοτες ταινίες του διεθνούς κινηματογράφου. Στους ρόλους παρελαύνουν σε σύντομες εμφανίσεις πολλές δόξες του σινεμά, από τη Λουτσία Μποζέ και την Καπουσίν μέχρι τη Ρίκα Διαλυνά.
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Amarcord (1973)
Που στα ρομανιόλ σημαίνει «θυμάμαι». Μια ημιβιογραφική και κωμικο-δραματική ταινία για την εφηβεία που εκτυλίσσεται στο Μπόργκο Σαν Τζουλιάνο, πολύ κοντά στα αρχαία τείχη του Ρίμινι. Μια εξαιρετική αναπαράσταση της φασιστικής δεκαετίας του ’30, που μέσα από τις περιπέτειες μιας παρέας εφήβων που ανακαλύπτουν τη σεξουαλικότητά τους γελοιοποιείται κάθε είδους εξουσία, από εκείνη του σχολείου μέχρι της φασιστικής αρχής και της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Φελίνι βρισκόταν στο απόγειο της δημιουργικότητάς του, με αποτέλεσμα η ταινία να είναι ένας καταιγισμός χρωμάτων και εικόνων που συμπληρώνονται από τις ωραιότερες μελωδίες του Νίνο Ρότα. Χαιρετισμός σε μια όχι και τόσο αθώα εποχή, λίγο πριν παραδοθούν τα πάντα στη λαίλαπα του πολέμου και του θανάτου.
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Ο Καζανόβας (1976)
Με τον Ντόναλντ Σάδερλαντ – είναι και η μοναδική ταινία που ο Φελίνι γύρισε στα αγγλικά, αλλά και στα γαλλικά και γερμανικά. Βασισμένος στην αυτοβιογραφία του θρυλικού καρδιοκατακτητή του 18ου αιώνα Τζιάκομο Καζανόβα, ο δημιουργός κατέκτησε με αυτό του το έργο την απόλυτη κινηματογραφική αισθητική. Με τη συνδρομή του διάσημου σκηνογράφου και ενδυματολόγου Ντανίλο Ντονάτι, ο οποίος κέρδισε και το Όσκαρ Ενδυματολογίας με τον Καζανόβα, έστησε μέσα στην Τσινετσιτά ανείπωτης τελειότητας ατμόσφαιρες μιας παρηκμασμένης εποχής. Ο Καζανόβας του είναι ένας γερασμένος πια και θλιβερός εγωιστής που περιφέρει την αξιοθρήνητη περσόνα του ανά την Ευρώπη, ανίκανος να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Στην πρώτη εκδοχή του σεναρίου ο Φελίνι δεν έδειχνε κανέναν οίκτο για τον αριστοκράτη εραστή των μπουντουάρ. Ήταν στη διάρκεια των γυρισμάτων που κάπως άρχισε να δείχνει κάποια συμπάθεια στον ήρωά του, ο οποίος άλλωστε πέφτει θύμα των γυναικών, ενώ αποπειράται να αυτοκτονήσει. Στις μέρες μας η ταινία θεωρείται πια ένα αριστουργηματικό κομψοτέχνημα της ιδιαίτερης κινηματογραφικής γλώσσας του μαέστρο, μέσα στο οποίο ο Καναδός ηθοποιός τόλμησε να πρωταγωνιστήσει και να λάμψει.
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Η πόλη των γυναικών (1980)
Με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Η απόλυτη υπερπαραγωγή της Τσινετσιτά, με την οποία ο Φελίνι στήνει έναν κόσμο που αποτελείται αποκλειστικά από γυναίκες κάθε είδους και εξουσίας, οι οποίες κυριαρχούν επάνω στον κατακαημένο Σναποράζ που υποδύεται ο αγαπημένος του ηθοποιός. Όλα αρχίζουν μέσα σε ένα τρένο και από κει θα συνεχιστούν απίστευτες καταστάσεις ενός υπερθεάματος το οποίο στο τέλος και λίγο πριν από τους τίτλους θα αποδειχθεί εφιάλτης. Που δεν είναι άλλος από τον εφιάλτη του σύγχρονου μεσήλικα άντρα, του οποίου όλες οι παλιές παραδοχές και αξίες ζωής έχουν καταρριφθεί από την εξέλιξη των πραγμάτων. Μια εποχή κατά την οποία η αντρική επικυριαρχία βρίσκεται σε απόλυτη αμφισβήτηση. Ένας σχεδόν ανεστραμμένος κόσμος από εκείνον του σκηνοθέτη-θηριοδαμαστή του 8½.
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Και το πλοίο σαλπάρει (1983)
Εδώ είναι σαν ο Φελίνι να συναντάει τον Βισκόντι. Το κρουαζιερόπλοιο «Gloria N.» ξεκινάει από το λιμάνι της Νάπολης το 1914 ένα ταξίδι με προορισμό τη νήσο «Έρημο», όπου οι φίλοι της σπουδαιότερης τραγουδίστριας όπερας όλων των εποχών, που έχει πεθάνει, θα σκορπίσουν στα ανοιχτά της θάλασσας τις στάχτες της. Αντίπαλες σοπράνο, τραγουδιστές, δάσκαλοι, αριστοκράτες, κάθε λογής άνθρωποι άλλων εποχών έχουν επιβιβαστεί στο πλοίο για να είναι παρόντες στην τελευταία επιθυμία της μεγάλης ντίβας, να «επιστρέψει» με αυτό τον τρόπο στη γενέτειρά της. Ξαφνικά εμφανίζονται στο κατάστρωμα Σέρβοι πολιτικοί πρόσφυγες και οι ταξιδιώτες τρομοκρατούνται. Η δράση της ταινίας τοποθετείται, φυσικά, λίγο πριν από το ξέσπασμα του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου, οπότε ο παλιός κόσμος του 19ου αιώνα καταρρέει οριστικά. Ο Φελίνι, ψάχνοντας την ιδανική ηθοποιό για να ενσαρκώσει μια εκ γενετής τυφλή Αυστρο-ουγγαρέζα πριγκίπισσα, έπεσε επάνω στην εύθραυστη Πίνα Μπάους, η οποία τον μάγεψε τόσο που την έπεισε να παίξει τον ρόλο. Τελικά, είναι σαν να έκανε την ταινία για χάρη της, αν και ο ρινόκερος στο αμπάρι του πλοίου παραμένει το φετίχ του εικαστικά ανυπέρβλητου E la nave va.
LA DOLCE VITA
8 e mezzo finale
Satyricon Trailer
CASANOVA
E La Nave Va - Crystal Orchestra
Ο Φελινικός κόσμος είναι ένας κόσμος από βιώματα μνήμες και αθέατες μελλοντικές ήττες και επιβολές.Μάνος Χατζιδάκις Στις 31 Οκτωβρίου 1993, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 73 ετών ο Φεντερίκο Φελίνι, ένας από τους σπουδαιότερους ανθρώπους στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο μεγάλος σκηνοθέτης γεννήθηκε στο Ρίμινι, στις 20 Ιανουαρίου 1920, πρώτος γιος της Ίντα Μπαρμπιάνι και του Ουρμπάνο Φελίνι, οι οποίοι λίγο αργότερα έφεραν στον κόσμο τον Ρικάρντο (1921) και την Μαρία Μανταλένα (1929). Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από Γκαμπετόλα, όπου ο Φεντερίκο περνούσε και τις διακοπές του συντροφιά με τους παππούδες του. Οι εμπειρίες τόσο από τις διακοπές αυτές όσο και από το Ρίμινι έχουν καταγραφεί σε πολλές από τις ταινίες του χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε τι που περιγράφει έρχεται από το παρελθόν του. Είναι κάτι που λανθασμένα ισχυρίστηκαν αρκετοί, παρασυρμένοι προφανώς από τη φαντασία που κυριαρχεί στα έργα του. Άλλωστε οι συνεργάτες του στον κινηματογράφο (Πινέλι, Ζαπόνι, Ροτούνο) έχουν επισημάνει ότι ο Φελίνι χρησιμοποίησε στοιχεία από τις αναμνήσεις του με μοναδικό σκοπό να κάνει πιο απολαυστικό το στόρι των ταινιών του.
Την εποχή του Μουσολίνι, τόσο ο Φεντερίκο όσο και ο αδελφός του Ρικάρντο, είχαν ενταχθεί στη νεολαία του φασιστικού κόμματος, πράγμα που ήταν άλλωστε υποχρεωτικό. Την άνοιξη του 1939 μετακινήθηκε στη Ρώμη αρθρογραφώντας για ένα σατιρικό περιοδικό (Μάρκ Αουρέλιο) μεγάλης κυκλοφορίας. Τότε παίρνοντας συνέντευξη από τον Άλντο Φαμπρίτσι ήρθε σε επαφή με το ραδιόφωνο, δημιουργώντας μάλιστα μια πολύχρονη επαγγελματική συνεργασία με το διάσημο κωμικό του θεάτρου και του κινηματογράφου. Την ίδια εποχή που τόσο η Ιταλία όσο και η υπόλοιπη Ευρώπη βρισκόταν στο έλεος του φασισμού, ο Φελίνι κατάφερε να μην στρατευθεί, εξακολουθώντας να γράφει στο χιουμοριστικό περιοδικό, προφανώς εκδηλώνοντας μια πολιτική απάθεια. Μια αδιαφορία που ακόμη και από βιογράφους του χαρακτηρίζεται έως και ξεδιάντροπη.
Τρία χρόνια αργότερα, 1942, γνωρίζετε με την ηθοποιό Τζουλιέτα Μασίνα και στις 30 Οκτωβρίου του επόμενου έτους παντρεύονται. Αυτή ήταν η έναρξη μιας από τις περισσότερο δημιουργικές συνεργασίες του κινηματογράφου. Ωστόσο οι προσπάθειές τους να αποκτήσουν παιδί είχαν όλες τραγικό τέλος. Στην πρώτη εγκυμοσύνη η Μασίνα έχασε το παιδί πέφτοντας από τις σκάλες ενώ το μωρό που γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1945, ο μικρός Πιερφεντερίκο, κατέληξε μόλις μετά από ένα μήνα ζωής. Οι εμπειρίες αυτές, λέγεται ότι, ενέπνευσαν το ζευγάρι στη δημιουργία του φιλμ «Λα Στράντα» (1954).
Το καλοκαίρι του 1943, τα συμμαχικά στρατεύματα εισήλθαν στη Ρώμη, βάζοντας ένα τέλος στο φασιστικό καθεστώς. Ο Φελίνι την εποχή εκείνη μαζί με τον φίλο του Ντε Σέτα δημιουργούσαν καρικατούρες των στρατιωτών αντί χρημάτων. Τότε ήταν που του ζήτησε ο Ρομπέρτο Ροσελίνι να συνεργαστούν για τον έργο «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» (1945) και ο Φελίνι δέχτηκε να αναλάβει τις κωμικές ατάκες και τους διαλόγους στο σενάριο του Άλντο Φαμπρίτζι.
Η πρώτη του ταινία ήταν τα «Φώτα του Βαριετέ» (1950), μια κωμωδία σε συν-σκηνοθεσία Αλμπέρτο Λατουάντα, υπήρξε μια τεράστια οικονομική αποτυχία. Δεν χρεοκόπησε μόνο η εταιρεία παραγωγής αλλά οι δύο σκηνοθέτες πλήρωναν χρέη πάνω από 10 χρόνια! Ακολούθησε η ατομική δουλειά του με τίτλο «Η Λευκή Sheik» (1952), ένα φιλμ που είχε παρουσιάσει ο Αντονιόνι το 1949, το σενάριο του οποίου ανασκευάστηκε από τον ίδιο τον σκηνοθέτη σε συνεργασία με τον Πινέλι και τον Ένιο Φλαϊάνο. Η στιγμή αυτή μπορεί να θεωρηθεί ιστορική μια και ο Φελίνι συναντιέται με τον Νίνο Ρότα. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε με τεράστια επιτυχία μέχρι το θάνατο του συνθέτη, 1980, στην «Πόλη των Γυναικών».
O Φελίνι φωτογραφίζοντας την Τζουλιέτα Μασίνα, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας "La Strada" (1954)
Όταν τη δεκαετία του ΄60 ο Φελίνι αποφάσισε να δουλέψει με βάση του έργο του Καρλ Γιουνγκ, με την επίβλεψη του ψυχαναλυτή Ερνστ Μπέρναρντ το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Φιλμς όπως το «Οκτώμισι» (1963), «Η Ιουλιέτα των πνευμάτων» (1965), «Σατυρικόν» (1969), «Καζανόβα» (1976) και «Η πόλη των γυναικών» (1980), μπορούμε να πούμε ότι δημιούργησαν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην κινηματογραφική ιστορία. Επίσης εκτός από το Οκτώμισι τρία ακόμη έργα του, «Λα στράντα» (1954), «Οι νύχτες της Καμπίρια» (1957), «Ντόλτσε Βίτα», «Άμαρκορντ» (1973) του χάρισαν συνολικά τέσσερα Όσκαρ –ένας αριθμός ιδιαίτερα μεγάλος για Ευρωπαίο σκηνοθέτη. Εκτός από τα παραπάνω Όσκαρ (και ένα ακόμη για τη συνολική προσφορά του) απέσπασε επίσης δύο Ασημένια Λιοντάρια, το μεγάλο βραβείο του Διεθνούς Φεστιβάλ Μόσχας αλλά και το Ιαπωνικό Βραβείο (Praemium Imperiale) που θεωρείται ισοδύναμο με Νόμπελ και καλύπτει τους κλάδους Ζωγραφικής, Γλυπτικής, Αρχιτεκτονικής, Μουσικής, Θεάτρου ή και Κινηματογράφου.
Η τελευταία σκηνοθετική δουλειά του ήταν το φιλμ «Η Συνέντευξη» (1987). Έξι χρόνια αργότερα πέθανε στη Ρώμη από καρδιακό επεισόδιο στις 31 Οκτωβρίου, μία μόλις ημέρα μετά τον εορτασμό των 50 χρόνων γάμου με την αγαπημένη του Τζουλιέτα Μασίνα. Εκείνη τον ακολούθησε λίγο αργότερα, λόγω καρκίνου στον λάρυγγα. Είναι θαμμένοι μαζί με το τον μικρό Πιερφεντερίκο, στο νεκροταφείο της γενέτειράς του, Ρίμινι, σε ένα μνήμα φιλοτεχνημένο από τον Αρνάλντο Πομόντο, που παριστά την πλώρη ενός πλοίου στο νερό.
Ο Φελίνι υπήρξε μια πολύπλευρη καλλιτεχνική προσωπικότητα, ένα ιδιαίτερο ταλέντο στο χώρο της κωμικογραφίας και του κινηματογράφου. Το προσωπικό του ύφος, ταυτόχρονα κωμικό και τραγικό, αποπνέει έναν αέρα τσίρκο. Ο ίδιος μάλιστα δήλωνε ότι λάτρευε τους κλόουν ενώ δεν είναι τυχαίο ότι η αγαπημένη του ταινία ήταν «Το τσίρκο» του Τσάπλιν. Εξάλλου ο Φελίνι όπως φάνηκε και από τη συνεργασία του με τον Μίλο Μανάρα λάτρεψε το κόμιξ, ευρισκόμενος μόνιμα μετέωρος μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, αστείου και τραγικού.
Αυτό ακριβώς το γλυκόπικρο, και συχνά βιωματικό, συναίσθημα του σκηνοθέτη κατάφερε ο Νίνο Ρότα να το μεταφράσει σε μοναδικές μελωδίες έχοντας πλήρη γνώση του προσωπικού και κινηματογραφικού του γίγνεσθαι. Για να μπορούμε εμείς να απολαμβάνουμε έργα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, που πάντα αφήνουν πίσω προβληματισμούς αλλά κι έναν ακόμη που κατά κανόνα είναι το στέκι που θα συλλογιστούμε. Γιατί το σίγουρο είναι ότι ο ύπνος έρχεται πολύ αργά μετά από μια Φελινική εμπειρία.