O Πολ Βερλαίν (Paul Verlaine, 30 Μαρτίου1844, Μετζ - 8 Ιανουαρίου1896, Παρίσι) ήταν Γάλλος ποιητής που συνδέθηκε με τη σχολή του παρνασσισμού και αργότερα αποτέλεσε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος του συμβολισμού και της Παρακμής. Ο Βερλαίν χαρακτηρίζεται ως ένας καθαρά λυρικός ποιητής που σημάδεψε μία μετάβαση από το ρομαντισμό στο κίνημα του συμβολισμού, και διακρίνεται για τo μουσικό αποτέλεσμα της γραφής του, μέσα από τη χρήση αρκετών μυστικών της γαλλικής προσωδίας, όπως τις παρηχήσεις, τις συνηχήσεις και τους ανισοσύλλαβους στίχους. Παρά το γεγονός πως το έργο του επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση του συμβολισμού, ο ίδιος αργότερα τον αποκήρυξε, καθώς το κίνημα απέκλινε ακόμα περισσότερο από τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, ενώ ο Βερλαίν υποστήριζε την αναγκαιότητα ορισμένων, όπως για παράδειγμα της ομοιοκαταληξίας του στίχου.
Τον Αύγουστο του 1870 παντρεύτηκε τη δεκαεξάχρονη Ματίλντ Μοτέ. Κατά την περίοδο της Παρισινής Κομμούνας, ανέλαβε διευθυντικά καθήκοντα στο γραφείο τύπου της Κομμούνας και πιθανώς ο φόβος των αντιποίνων της Τρίτης Δημοκρατίας αποτέλεσε έναν από τους λόγους της ύστερης μποέμ στάσης ζωής του. Το Σεπτέμβριο του 1871 χρονολογείται η γνωριμία του με τον Αρτύρ Ρεμπό, γεγονός που επέδρασε καταλυτικά στη ζωή του. Περιπλανήθηκε μαζί του στη βόρεια Γαλλία και στο Βέλγιο, εγκαταλείποντας τον Ιούλιο του 1872 τη σύζυγό και το νεογέννητο γιο του, Ζωρζ.
Η έντονη σχέση του Βερλαίν με τον Ρεμπό έληξε προσωρινά τον Ιούλιο του 1873, ενώ βρίσκονταν στις Βρυξέλλες, όταν ο πρώτος τραυμάτισε το σύντροφό του σε κατάσταση μέθης. Για την πράξη του, καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση, κατά τη διάρκεια της οποίας εκδόθηκαν τα Romances sans paroles (1874) από τον φίλο του, Εντμόν Λεπελετιέ {Edmond Lepelletier).
Ο Βερλαίν αφέθηκε ελεύθερος τον Ιανουάριο του 1875, έχοντας ασπαστεί τον Ρωμαιοκαθολικισμό, ενώ λίγους μήνες νωρίτερα είχε επισημοποιηθεί ο χωρισμός του με τη σύζυγό του. Το επόμενο διάστημα, μετά από μία ανεπιτυχή προσπάθεια επανασύνδεσης με τον Ρεμπό όταν τον επισκέφτηκε στη Στουτγκάρδη, εγκαταστάθηκε σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας, όπου εργάστηκε ως δάσκαλος γαλλικών και σχεδίου.
Ο θάνατος του αγαπημένου μαθητή του, Λυσιέν Λετινουά, τον Απρίλιο του 1883 καθώς και εκείνος της μητέρας του, τον Ιανουάριο του 1886, σε συνδυασμό με τις αποτυχημένες απόπειρές του να συμφιλιωθεί με την πρώην σύζυγό του, συνέβαλαν στην επιστροφή του στον έκλυτο βίο του παρελθόντος.
Πολ Βερλαίν, φωτογραφία του Dornac
ΔΑΚΡΥΑ ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
Δάκρυα βρέχει στην καρδιά μου
Καθώς βρέχει μες στην πόλη·
Σαν τι μαράζι, Παναγιά μου,
Να πλακώνει την καρδιά μου;
Ω, γλυκέ ήχε της βροχής
Στις στέγες και στο χώμα!
Για την ανία μιας ψυχής,
Ω, το τραγούδι της βροχής!
Δάκρυα βρέχει δίχως αιτία
Μες στην καρδιά που καταρρέει.
Τι! δεν υπάρχει προδοσία;…
Τούτο το πένθος δεν έχει αιτία.
Κι είναι, αλήθεια, η χειρότερη θλίψη
Να μην ξέρω το γιατί
Δίχως αγάπες και δίχως μίση
Να ΄χει η καρδιά μου τόση θλίψη!
Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος
Πωλ Βερλαίν: Έξη βδομάδες κιόλα...
Έξη βδομάδες κιόλα, κι άλλες δεκαπέντε ακόμα
Μέρες ατέλειωτες! Μες στους ανθρώπινους καϋμούς,
Βέβαια, καϋμός πικρός ωσάν το χωρισμό δεν είναι!
Γράφεις, σου γράφουν, λες πως αγαπάς, πως σ' αγαπούνε,
Το βλέμμα, κάθε μέρα, τις κινήσεις, τη φωνή
Του πλάσματος φέρνεις στο νου που είναι όλη η ύπαρξή σου,
Ώρες μ' εκείνον μοναχός μιλείς που είναι μακρυά.
Μα ό,τι κι αν αισθανθής κι' ότι κι' αν στοχαστής και όλα όσα
Μ' εκείνον πεις που βρίσκεται μακρυά σου, είναι όλα αυτά
Άτονα κι ' άχρωμα και μελαγχολικά πιστά.
Ω! η απουσία! η πιο σκληρή απ' τις δυστυχίες όλες!
Στις λέξεις και στις φράσεις να ζητείς ξαλαφρωμό,
Στο άπειρο μέσα πλήθος των θλιμμένων στοχασμών σου,
Κι' ό,τι θα βρης ανούσιο πάντα να 'ναι και πικρό!
Κι' ύστερα, να, αιχμηρή και κρύα ωσάν λεπίδι,
Γοργότερη από τα πουλιά, κι' από τις σφαίρες πιο γοργή,
Κι απ' το νοτιά στη θάλασσα κι απ' τ' αγριοφύσημά του,
Και μ' ένα δηλητήριο στην αιχμή θανατερό,
Να, όμοια με βέλος, που έρχεται στο τέλος η Υποψία,
Ξαπολυμένη από την άθλια την Αμφιβολία τη βδελυρή.
Μπορεί ποτέ; Ενώ στο τραπέζι ακουμπισμένος
Το γράμμα της με δάκρυα το διαβάζω εγώ,
Το γράμμα της που όλο για την αγάπη της μου λέει,
Την ώρα εκείνη η σκέψη της να 'ναι δοσμένη αλλού;
Ποιος ξέρει: Ενώ για μένα αργές εδώ και θλιβερές
Κυλούν οι μέρες, σαν ποτάμι μ' όχθη ξεραμένη,
Ίσως να χαμογέλασε το χείλι της τ' αγνό;
'Ισως να 'ναι χαρούμενη και να με λησμονάει;
Και μελαγχολικός το γράμμα της ξαναδιαβάζω.
Paul Verlaineμετάφραση: Κλέων Παράσχος
Ο Βερλέν ήταν από τους ποιητές εκείνους που οι στιλιστικές του καινοτομίες
έδωσαν μια νέα μουσικότητα στη γαλλική ποίηση και έθεσαν τα θεμέλια για τον
ελεύθερο στίχο και άλλες πειραματικές ποιητικές τεχνικές του 20ού αιώνα.
Ωστόσο, είναι αδύνατο να τον κατανοήσουμε βαθιά αν προσπεράσουμε το όραμά
του για μια κοινωνία όπου όλοι οι άνθρωποι θα είναι ίσοι κοινωνικά, όραμα που
ζωντανεύουν τα πρώτα του κιόλας ποιήματα.
Γύρω στα 1860, πριν από τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και την Κομμούνα, ο Βερλέν
συνεργάζεται με αντιπολιτευτικές εφημερίδες και περιοδικά.
Με μεγάλη χαρά δέχεται την πτώση της δεύτερης αυτοκρατορίας και την
ανακήρυξη της Δημοκρατίας το Σεπτέμβρη του 1870 και λίγο αργότερα κατατάσσεται
στον 160ό λόχο της Εθνοφυλακής.
Η εξέγερση της Κομμούνας τον βρίσκει σε εμπιστευτική θέση στο Παρισινό
Δημαρχείο και όταν ο Θιέρσος καλεί όλους τους υπαλλήλους να παραιτηθούν, για να
σαμποτάρουν το έργο των κομμουνάρων, ο Βερλέν παραμένει στο πόστο του και
μάλιστα αναλαμβάνει διευθυντικά καθήκοντα στον Τύπο της Κομμούνας.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Νύχτα. Βροχή. Ένας ουρανός θαμπός, που τον σπαθίζει,
όσο είναι φως, με πύργους και με τόξα, η σιλουέτα
πολιτείας γοτθικιάς, μακριά μες στο σταχτί σβησμένης.
Κάμπος. Μια αγχόνη, από κορμιά που σήπονται γεμάτη,
που με τις μύτες τα σκουντούν τ' αχόρταγα κοράκια,
κι ενώ χορεύουν άμοιαστες πόλκες στον στον μαύρο αέρα,
τα κρεμασμένα πόδια τους τα 'χουν οι λύκοι δείπνο.
Αγκάθια σκόρπια, λιγοστά χαμόδεντρα και πρίνοι,
που δώθε κείθε όλο πετούν των φύλλων τους τα σκιάχτρα
μέσα στο σάλο της καπνιάς, καθώς σε σκίτσου φόντο.
Κι ύστερα, γύρω από δυο τρεις νεκρόθωρους δεσμώτες,
που παν γυμνόποδοι, φρουροί διακόσοι κι εικοσπέντε
τους πάνε, και τ' ατσάλια τους, ορθά σαν λύσγου ατσάλια,
γυαλίζουνε, αντιμέτωπα με της βροχής τις λόγχες. Μετάφραση: Τέλλος Άγρας.
ΑΚΟΥ, ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΘΛΙΒΕΤΑΙ
Άκου, το κέρας θλίβεται κατά τα δάση
κι έχει τόσον καημό, που ορφάνιες θυμίζει
κι έρχεται ως του βουνού τα πόδια να σωπάσει
με τ' αγέρι που τρέχει και στενά γαβγίζει.
Του λύκου κλαί' η ψυχή σε τούτη τη φωνή
που βγαίνει (όπως κι ο ήλιος, που όλο χαμηλώνει)
από μιαν αγωνία που μοιάζει ταπεινή
και που μια σε μαγεύει, μια σε φαρμακώνει.
Το παράπονο τούτο ως για να το χορταίνει,
σε ξέφτια μακρουλά το χιόνι κατεβαίνει,
με τον ήλιο που μέσα στο αίμα βασιλεύει.
Στεναγμός χινοπώρου μοιάζει η ατμοσφαίρα:
ω, τόσο είναι γλυκιά η μονότονη εσπέρα,
που ο τόπος ο ήμερος τον ύπνο του γυρεύει. Μετάφραση: Τέλλος Άγρας.
Πωλ Βερλαίν - Το οικείο μου όνειρο
Συχνά έχω τούτο το παράξενο και διαπεραστικό όνειρο
μιας γυναίκας άγνωστης που αγαπώ και με αγαπά
και που όμως δεν είναι κάθε φορά ούτε ακριβώς η ίδια
αλλά ούτε και κάποια άλλη, και με αγαπά και με καταλαβαίνει
Γιατί εκείνη με καταλαβαίνει και η καρδιά μου είναι διάφανη
για αυτή μονάχα˙ και τον ιδρώτα του χλωμού προσώπου μου
μονάχα αυτή ξέρει να δροσίζει με το κλάμα της
Να είναι άραγε καστανή, ξανθιά ή κοκκινομάλλα; Δε ξέρω
Το όνομά της; Θυμάμαι πως είναι γλυκό και εύηχο
σαν τα ονόματα των αγαπημένων που μας στέρησε η ζωή
Το βλέμμα της είναι όμοιο με το βλέμμα των αγαλμάτων
και όσον αφορά τη φωνή της, απόμακρη και ήρεμη και σοβαρή,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου