Ματωμένος Γάμος
Ματωμένος Γάμος ή Ματωμένα Στέφανα, όπως είναι επίσης γνωστό στα ελληνικά είναι ο τίτλος θεατρικού έργου του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. (ισπ. Bodas de Sangre). Ο Λόρκα εμπνεύστηκε από ένα άρθρο εφημερίδας που ανέφερε ένα έγκλημα στην ανδαλουσιανή πόλη Níjar. Ο Ματωμένος Γάμος είναι ένα από τα τρία τραγικά θεατρικά έργα της "ισπανικής υπαίθρου" του συγγραφέα. Τα άλλα δυο είναι η "Γέρμα" και "Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα". Και τα τρία έργα υπογραμμίζουν την πειθήνια υποταγή των γυναικών που αποζητούν ελευθερία στην παραδοσιακή κοινωνία της ισπανικής υπαίθρου, η οποία τους αρνείται την κοινωνική ή ερωτική ισότητα.
Υπόθεση του έργου
Η Μάνα, πικραμένη από το θάνατο του συζύγου και του μεγαλύτερου γιου της από το χέρι των Felix, δίνει την ευχή της στο μικρότερο γιο της για να παντρευτεί μια κοπέλα που ζει κοντά στην πόλη και δηλώνει την επιθυμία της να δει εγγόνια. Μια γειτόνισσα συζητάει με τη Μάνα και της αποκαλύπτει πως η Νύφη ήταν παλιά αρραβωνιασμένη με το Λεονάρντο, συγγενή των Felix που σκότωσαν την οικογένειά της. Ο Λεονάρντο είναι τώρα παντρεμένος με την ξαδέρφη της Νύφης και μένει μαζί με τη γυναίκα του και την πεθερά του. Όταν γυρίζει σπίτι από τη δουλειά, τις ακούει να νανουρίζουν το μικρό γιο του. Όταν ένα μικρό κορίτσι καταφτάνει και τους λέει τα νέα για τις προετοιμασίες του γάμου του Γαμπρού με τη Νύφη, ο Λεονάρντο όλο οργή ορμάει έξω από το σπίτι. Η Μάνα επισκέπτεται το σπίτι της Νύφης, όπου συζητά μαζί της και με τον Πατέρα της. Η Υπηρέτρια μένει κάποια στιγμή μόνη με τη Νύφη, την πειράζει για τα δώρα του Γαμπρού, ενώ της αποκαλύπτει ότι ο Λεονάρντο έρχεται τα βράδια κάτω από το παράθυρό της. Εκείνο το βράδυ, τη συναντά και της εκμυστηρεύεται τον πόθο του και το λόγο που δεν την παντρεύτηκε παλιότερα. Η Νύφη επιχειρεί να τον κάνει να σωπάσει, αλλά δεν αρνείται ότι ακόμα έχει αισθήματα γι' αυτόν. Η υπηρέτρια διώχνει το Λεονάρντο, ενώ καταφτάνουν οι καλεσμένοι για το γάμο. Όλοι κατευθύνονται προς την εκκλησία, ενώ η Νύφη ικετεύει το Γαμπρό να την προστατέψει.Μετά το γάμο, όλος ο κόσμος γυρίζει στο σπίτι της Νύφης για το γαμήλιο γλέντι. Εκεί, αναζητούν τη Νύφη και το Λεονάρντο, αλλά ανακαλύπτουν ότι το έσκασαν με το άλογο. Ο Γαμπρός εξοργισμένος βγαίνει να κυνηγήσει και να σκοτώσει το Λεονάρντο, ενώ η Μάνα διατάζει όλους τους καλεσμένους να χωριστούν σε ομάδες και να ψάξουν το ζευγάρι.
Στο δάσος, όπου βρίσκονται ο Λεονάρντο και η Νύφη, εμφανίζονται τρεις Ξυλοκόποι που συζητούν τα γεγονότα, λέγοντας ότι το ζευγάρι θα ανακαλυφθεί μόλις βγει το φεγγάρι και φωτίσει το δάσος. Το Φεγγάρι εμφανίζεται σαν χαρακτήρας και σε ένα μονόλογο πενθεί την μοναξιά του και δηλώνει την επιθυμία του να χυθεί αίμα, προκειμένου να τιμωρήσει τους ανθρώπους που το άφησαν έξω από τα σπίτια τους. Ρίχνει το φως του στο δάσος, ενώ συνοδεύεται από μια ζητιάνα, που είναι ο Θάνατος προσωποποιημένος: μαζί συμφωνούν το θάνατο των ζηλιάρηδων ανδρών.
Ο Γαμπρός μαζί με μια κοπέλα ψάχνουν στο σκοτεινό δάσος. Τους εμφανίζεται ο Θάνατος, σαν γριά ζητιάνα και τους λέει ότι θα τους οδηγήσει στο Λεονάρντο. Λίγο πιο μακριά, ο Λεονάρντο και η Νύφη αγκαλιάζονται και σκέφτονται το μέλλον τους, ρομαντικοί αλλά με ένα ασίγαστο και σκοτεινό πάθος ο ένας για τον άλλο. Ακούγονται βήματα: πλησιάζει ο Γαμπρός με το Θάνατο, ο Λεονάρντο φεύγει από τη σκηνή και δυο κραυγές ακούγονται μες στο σκοτάδι.
Πίσω στην πόλη, οι γυναίκες έχουν μαζευτεί κοντά στην εκκλησία και συζητούν για τα γεγονότα. Ο θάνατος εμφανίζεται σαν ζητιάνα και δηλώνει ότι θάνατος απλώθηκε στο δάσος. Θυμωμένη και πικραμένη η Μάνα βλέπει τη Νύφη να γυρίζει, με το νυφικό της γεμάτο αίματα από τους δυο άνδρες που αλληλοσκοτώθηκαν στο δάσος. Η Μάνα την ανακηρύσσει πόρνη και πάει να τη σκοτώσει, αλλά τελικά απομακρύνεται και προσεύχεται. Η αυλαία πέφτει, όσο η Νύφη και η Μάνα απαγγέλλουν την τραγωδία του Ματωμένου Γάμου.
Το έργο είχε δημοσιευτεί ήδη το 1945 με τον τίτλο Ματωμένα Στέφανα, σε μετάφραση Γιώργου Σεβαστίκογλου. Παρουσιάστηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά σε παράσταση στις 8 Απριλίου 1948 από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, μετάφραση Νίκου Γκάτσου, σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη και μουσική και τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Τη Νύφη ερμήνευσε η Έλλη Λαμπέτη και το Λεονάρντο ο Βασίλης Διαμαντόπουλος.
Τζόλλυ Γαρμπή (Δούλα), Χρήστος Πάρλας (Λεονάρντο), Νόρα Κατσέλη (Γυναίκα του Λεονάρντο), Κώστας Καστανάς (Γαμπρός), Θάνος Καληώρας (Α΄ Παληκάρι), Νόρα Βαλσάμη (Νύφη).
Ματωμένος Γάμος- Μονόλογος Φεγγαριού του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Είμ` ένας κύκνος στρογγυλός μες το ποτάμι, είμ` ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά,
και μες στις φυλλωσιές φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής.
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Ποιος κρύβεται; Ποιανού το κλάμα γροικιέται μες στο χέρσο κάμπο;
Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει μες στον ανταριασμένο αγέρα,
που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα.
Αφήστε με να μπω! Παγώνω στους τοίχους και στα παραθύρια.
Μια στέγη ανοίχτε, μια καρδιά, να μπω να ζεσταθώ λιγάκι!
Αχ, πως κρυώνω! Οι στάχτες μου – μέταλλα κοιμισμένα –
ψάχνουν σε κάμπους και βουνά της φλόγας την κορφή να βρούνε.
Όμως το χιόνι με κουβαλάει στις χαλαζένιες πλάτες του,
και με βυθίζει όλο παγωνιά στα χαλκοπράσινα βαλτονέρια.
Μα τούτη τη νύχτα θα βαφτούν τα μάγουλα μου κόκκινο αίμα,
και τ` άγρια βούρλα θα ζαρώσουν κάτου απ` τα πέλματα του αγέρα.
Ίσκιο δε θα `βρουν και φυλλωσιά για να γλιτώσουν από μένα!
Θέλω μονάχα μια καρδιά! Ζεστή!
Το αίμα της να βάψει τα κρύα βουνά τα στήθια μου.
Αφήστε με να μπω, αχ, αφήστε!
(Στα κλαδιά.)
Ίσκιους δε θέλω. Οι αχτίδες μου πρέπει να μπουν, και μέσα
στα κατασκότεινα κλαριά το φως μου πρέπει να κυλήσει,
για να βαφτούν τη νύχτα τούτη τα μάγουλα μου αίμα γλυκό,
και τα άγρια βούρλα να ζαρώσουν κάτου απ` τα πέλματα του αγέρα.
Ποιος κρύβεται; Να `βγει έξω είπα!
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Θε να τα` αστράψω τα` άλογο με διαμαντένιο πυρετό.
...
Ο αγέρας γίνεται κοφτερός σα δίκοπο μαχαίρι.
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Ματωμένος Γάμος- Απόσπασμα
Μετάφραση Νίκος Γκάτσος
....................................................................................................................................
Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα
Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα είναι θεατρικό έργο του Ισπανού συγγραφέα και ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Είναι το τελευταίο έργο που έγραψε ο Λόρκα, το 1936, και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1945. Μαζί με τη "Γέρμα" και το "Ματωμένο Γάμο" αποτελούν την τριλογία της "ισπανικής υπαίθρου" του συγγραφέα.
Το εργο περιγράφει τα γεγονότα κατά την περίοδο πένθους σε ένα σπίτι στην Ανδαλουσία, όπου η 60χρονη Μπερνάρντα Άλμπα κατέχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στις κόρες της: Αγκούστιας, Μαγκνταλένα, Αμέλια, Μαρτίριο και Αδέλα. Στο σπίτι ζουν επίσης η Πόνθια, η οικονόμος, κι η Μαρία Χοσέφα, μητέρα της Μπερνάρντα. Στο έργο δεν εμφανίζεται επί σκηνής κανένας ανδρικός χαρακτήρας. Ακόμα κι ο Πέπε Ρομάνο, το αντικείμενο του πόθου για τις κόρες της Μπερνάρντα και μνηστήρας της Ανγκούστιας, δεν εμφανίζεται ποτέ.
Το έργο επικεντρώνεται στα ζητήματα της καταπίεσης, του συμβιβασμού και του πάθους και την επιρροή των ανδρών στις γυναίκες. Η τυραννία της Μπερνάρντα απέναντι στις κόρες της προμηνύει τη φύση του φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο στην Ισπανία, λίγο αφού τελειώσει το έργο του ο Λόρκα.
Υπόθεση του έργου
Η Μπερνάρντα Άλμπα, πενθώντας τον πρόσφατο θάνατο του άντρα της, μετά τους θρήνους κλείνει με σχεδόν θρησκοληπτική αυστηρότητα το σπίτι της στη ζωή. Οι πέντε κόρες της κάτω απ’ αυτό τον πιεστικό κλοιό – που πρώτη δέχεται η Μπερνάρντα από την εξωτερική πραγματικότητα του τόπου και την επιβάλλει με υποκειμενικά χαρακτηριστικά και στις κόρες της – ανοίγουν έναν αδυσώπητο πόλεμο μεταξύ τους για τον έρωτά τους με τον Πέπε Ρομάνο, σε μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα εγκλεισμού από τον ανικανοποίητο αισθησιασμό τους. H ανακάλυψη της φωτογραφίας του Πέπε στα χέρια μιας μικρότερης κόρης, που θεωρείται μνηστήρας της μεγαλύτερης κόρης, συνταράζει το καθεστώς και η έκρηξη δεν αργεί. Η Μπερνάρντα, θέλοντας να επιβάλλει την τάξη, παραμονεύει και πυροβολεί τον άνδρα-πειρασμό με το άλογό του. Η μικρή κόρη, θεωρώντας ότι έχει σκοτωθεί, οδηγείται στην αυτοκτονία. Η μάνα ωστόσο, παραμένοντας πιστή στο αδυσώπητο χρέος, δίνει την ασκητική εντολή να μη μαθευτεί τίποτα από κανέναν, κλείνοντας με τη φράση: «η μικρή κόρη της Μπερνάρντα Άλμπα πέθανε παρθένα. [...] Σιωπή!» Δήλωση που αποτυπώνει τους όρους αποδοχής της γυναικείας σεξουαλικότητας, από την εκεί αλλά και από τις περισσότερες τότε κοινωνίες, αποτελεί ίσως τον πυρήνα γραφής του έργου του. Λίγο πολύ η Μπερνάρντα, σύμβολο της μητριαρχίας, ορίζει την τάξη των πραγμάτων με τους απαρασάλευτους κανόνες αιώνων, καθιστώντας το σπίτι της τάφο των ζωντανών.
Όλγα Τουρνάκη (Δούλα), Βέρα Ζαβιτσιάνου (Αδέλα), Πόπη Παπαδάκη (Αμέλια), Κατίνα Παξινού (Μπερνάρντα), Πίτσα Καπιτσινέα (Μαγδαλένα), Ελένη Χατζηαργύρη (Μαρτίριο), Ρίτα Μυράτ (Ανγκούστιας), Μυρσίνη Σαντοριναίου (Προυντέντσια). Πίσω της: Ελένη Ζαφειρίου (Πόνθια).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου