ΤΕΟΣ ΣΑΛΑΠΑΣΙΔΗΣ (1924 – 1983)
Ο Τέος (Ματθαίος) Σαλαπασίδης γεννήθηκε το 1924 στο Βατούμι της Γεωργίας (Ατζαρία). Το 1925 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το 1943 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Α.Π.Θ. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ανεβαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ και μένει εκεί ως την απελευθέρωση. Το 1946 κατέφυγε στην Αθήνα όπου συνέχισε, για λίγο, τις σπουδές του στην ιατρική. Υπήρξε για ένα διάστημα νυχτερινός ξενοδοχειακός υπάλληλος στο Παρίσι. Ασχολήθηκε με την ποίηση, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου τού 1983.
(H εφημερίδα “Βατούμι” εκδόθηκε από το Σύλλογο Ελληνοποντίων Ατζαρίας, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ).
…………………………………….
[Σχέδιο για προσευχή] του Τέο Σαλαπασίδη
– πριν από τον τελευταίο πόλεμο –
το μεγαλύτερο υπερωκεάνιο του κόσμου. ……………………………………. [Μαύρη θάλασσα] του Τεό Σαλαπασίδη «Είναι κι άλλα παιδιά στα παραγκάκια του Λονδίνου»
Νίκος Παππάς Ατέλειωτη γύρους καβάλα στη νύχτα
Χάνω την αυγή σε κάθε μου χτύπημα
Χάνω τους φίλους σε κάποιο άλλο πρόσωπο
Χάνω τα ποτάμια στην ίδια θάλασσα
Και με βρίσκουν μόνο οι σπινθήρες
Που κερδίζουν οι οπλές της από τ’ άστρα
Σελήνη κτήνος των ιπποτών
Σμήνος πολικό πασιέντσα δυσανάγνωστη
Ρουμπίνι άρρωστο κατεβασμένο βλέφαρο φεγγαριού
Αφροί στο υγρό καπούλι της νύχτας πού με πάτε:
Και συ αγνή απλή κατάλευκη
Παρουσία που κράτησαν οι καθρέφτες
Αίμα των πιο ωχρών κι αναιμικών μου λογισμών
Βοήθα, Ιόλκη! Ω κυρά των λογισμών μου
Τα όπλα να κερδίσουν ένα βλέμμα μνήμης
Κι ας είναι μια ήττα μέσα στον άγριον άνεμο
Που γυρίζει τα φτερά των ολλαντέζικων μύλων.
Πού νάσαι μυστήριο παιδικό
Αγροίκε πατέρα του άλλου παππού μας
Παλιά περούδα ερωμένη του
Δαρμένη κάθε τόσο με φτερά παγονιού
Κι εσύ μοναδικέ μου ξάδερφε με το λαθραίο καπνό
Πίνεις ατέλειωτες λαβωματιές ρακί
Όταν έσπαγες το γυαλί στα χέρια σου
Στα ύποπτα υπόγεια του Ερζερούμ
Κι είχες τα μάτια σου γλυκόπικρα
Σαν τ’ άνθος του καπνού.
Πώς θέλεις κάποιος μια μέρα νάρθει να σας βρει
Τροχίζοντας το μαχαίρι του στον Καύκασο
Κάτω απ’ του γύπα τη σκιά να μετρηθεί
Μ’ ένα συκώτι ξεραμένο σ’ εύξεινο καιρό
Καθώς θα τραγουδά ο άνεμος με ράμφη σπασμένα
Ναρθεί να βρει την πετρωμένη Διμοιρία
Ή κάποιο σχηματισμό των τελευταίων Κομνηνών
Να κουβεντιάσει με το μικρό εθελοντή της Τραπεζούντος
Και παίζοντας ολίγα πορφυρά νομίσματα
Σε κύβους πολύτιμους των Λοχαγών
Να ξαναχάσει το μισθό μιας εκστρατείας
Με ύφος –όσο μπορεί– ακριτικό. Πάντα
Χειρονομίες που ζήλεψε ο χάρος. Πάντα
Χειρονομίες που κέρδισε ο χάρος. Ντόρτια!
Σα μάρμαρο που χάθηκε το πρόσωπο από συνήθεια.
Τώρα τι να κάνω εδώ που βρέθηκα τόσο νέος
Και να κάνω εκεί αν πάω τώρα τόσο αργά
Ας πάμε αλλού –σ’ ένα διαμέρισμα∙ γνήσια φτηνό
Θα είναι… Κάπου. Άραγε είναι;
Κι αν είναι, άραγε…
Πώς να ‘ναι κείνα τα παιδιά
Στα παραγκάκια του Λονδίνου.
…………………………………….
Τέος Σαλαπασίδης, Οδομαχίες
Πολεμήσαμε –στα χιονισμένα θρανία των πάρκων
στις υπόγειες στοές των εργοστασίων
σε δάση ανοιξιάτικα με παπαρούνες
στη σκόνη και σε λίμνες παγωμένες.
Τον Αύγουστο δεν ήπιαμε νερό –με βλέφαρα
καμένα απ’ της αγρύπνιας το μπαρούτι∙
αφήναμε τον ήλιο να μας τρώει τα μάτια
και το Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές.
Ταμπουρωθήκαμε –στα κράσπεδα των λεωφόρων
στα παράθυρα, στις στέγες, στα μπαλκόνια
πίσ’ από ένα τζάμι, ένα λουλούδι, ένα φύλλο
πίσω απ’ τις πέντε αχτίνες τής καρδιάς μας.
Με πεδίο βολής, τα Διεθνή Ξενοδοχεία.
Απ’ τις αγαπημένες θυρίδες των πολυβολείων
μετρούσαμε τη λεφτεριά, με τους σταβρούς τής πτώσης τους
–θανατικά ρολόγια που δείχναν τη ζωή μας–
Τότε στήσαμε τα πολυβόλα και την τρέλα μας, πάνου
στα εκτροχιασμένα τραμ, σε ντουλάπες, σε πιάνα,
σε αξιοπρεπή πορτραίτα «Κυρίων» –με τις μπούκες
στραμμένες αντίκρα∙ στα μάτια των δειλών.
Με τη ζωή μας –μιαν υπέροχη ζωή, μετρήσαμε:
– Ορθοί: στις στέγες, στις πλατφόρμες, στα πάρκα–
τον ασήμαντο, χλιαρό τους θάνατο – Εμείς∙
που πεθάναμε τόσο, μα τόσο ωραία.
…………………………………….
Τέος Σαλαπασίδης, Εκείνος
Τον αγαπούσαμε γιατί ήταν παλικάρι.
Τον αγαπούσαμε για την περίφημη γροθιά του
για το σταθερό γαλάζιο του βλέμμα.
Τον αγαπούσαμε γιατί περίμενε σαν παιδί την Άνοιξη
ζωγραφίζοντας τραγούδια και φωτιές.
Τον αγαπούσαμε γιατί βάδιζε όρθιος
και γελούσε στα σκοτάδια πολεμώντας.
Τον αγαπούσαμε για την απλή προσταγή του
για το φαρδύ του στήθος –που αργότερα ματώθηκε.
Τον αγαπούσαμε για το βουνίσιο του τραγούδι.
Τον αγαπούσαμε πιότερα σα δεν τραγούδαγε
τότε γέμιζε το πιστόλι του σφυρίζοντας.
Τον αγαπούσαμε –νικούσε και τον ήλιο με γιουρούσι
γιατί μάτωνε τις νύχτες μ' ενέδρες.
Τον αγαπούσαμε και μας αγάπησε στήνοντας στη Σαλονίκη
την εφηβική σημαία του κεντημένη με δυο σφαίρες.
– Τότε που σκόρπισε ορμητικά στις τρικυμισμένες πλατείες
τα είκοσι τριαντάφυλλα που του χάρισε η μητέρα του.
Τον αγαπούσαμε και μας αγάπησε –ο Χάρης*.
* Για τον Χάρη (Τάλλαρο) υπάρχει ακόμη ένα πολύ γνωστό ποίημα. Εκείνο του Μανόλη Αναγνωστάκη.
…………………………………….
Τέος Σαλαπασίδης 0-24
0-24
Ένα σύννεφο κράτησε όσο το απόγευμα Έπειτα ήρθε η νύκτα το σύννεφο έγινε βροχή Στα μαλλιά σου πάνω μάχεται τον θάνατο τώρα Που σε χαϊδεύει Μπορεί να έρθει βαρύ σύννεφο κάποτε Θα `ρθει σα σύννεφο νύκτα ολόκληρη Ο θάνατος πάνω στα μαλλιά σου να πάρει το χέρι μου Που σε χαϊδεύει
Έρπω σα σύννεφο όλος υποψία Ανιχνέυω γύρω από το λαιμό σου το χρόνο που επιτίθεται Σε χαϊδεύω και όταν με κτυπά πέφτω στα χέρια σου Που με χαϊδεύουν
Πάντα η κάθε μέρα περνά με ατέλειωτες περιπολίες Μπορεί να `ρθει αύριο μπορεί την άλλη νύχτα Σκέψου την ώρα που θα `ρθει όλα θα υπάρχουν Και μεις Λίγο πριν έρθει.
Άνοιξη 1958 [Δημοσιεύτηκε στα Αθηναϊκά Γράμματα, τ.9, Μάρτιος-Απρίλιος 1958] …………………………………….
Τέος Σαλαπασίδης, Άλωσις
Βγήκε η φώκια
Αλληλούια
Αιγαίο σκισμένο από τορπιλλακάτους
Η νηοπομπή άνθισε
Κύμα μεσίστιο
Πεινάμε
Έπειτα ήρθε η Σαλονίκη με καπνούς πετρελαίων
«Στην πόλη μας βασίλεψε μια ορφανή πειθαρχία»
Αρμένιζε η Σαλονίκη προς τα βουνά της
Ο Δεκανεύς πέταξε το όπλο του στη θάλασσα
Τον εχθρό έπρεπε να περιμένει εστία κενού
Όμως η θάλασσα επέστρεψε ο όπλο
Δεν επρόκειτο περί όπλου
Και γυρεύω τώρα τον πλοίαρχο
Ήταν αληθινός ο πλοίαρχος του τορπιλλοβόλου «Σφενδόνη»
Μόνο
Πέρασε ηρέμα
Σφύριξε
Αντίο
Βυθίστηκε μέσα στον καιρό
Αντίο.
*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Αθηναϊκά Γράμματα», τεύχος 10, Μάιος – Αύγουστος 1958. ……………………………………. Τέος Σαλαπασίδης, Παιδικό τραίνο
Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο έδειξε.
Ζεις, πεθαίνεις: Έχεις μια στιγμή.
Ο καθένας είναι μια στιγμή κι όλα τ' άλλα είναι νύκτα.
Κι όταν έρθει το τέλος ανάβεις τσιγάρο (προς θεού! όχι γράμματα).
Αν όμως φοβάσαι διά την πολύτιμον υγείαν σου
Φεύγεις
Και υγείαν έχεις
Υγείαν ποθών και διά ημάς. (Ταύτα
και γράμματα γνωρίζω...) Τι κακό!
Έτυχε όλοι να είσθε εγγράμματοι.
(Αδημοσίευτο, Αρχείο Τ.Σ.)
…………………………………….
Τεό Σαλαπασίδης
Nothern Spiritual
Στη Δέσποινα των βρεγμένων
που μας έγραφε τακτικά τις Κυριακές
παρηγορώντας μας για τις βροχές
με γράμματα -ομπρελίτσες.
Το μεγάλο ταξίδι είναι ο άνεμος
Το μεγάλο ταξίδι είναι από δω ώς τα μάτια της;
Από δω ώς τα μάτια της έχει βροχή
Και μεγάλο ταξίδι
Από δω ως τα μάτια της είναι θάλασσα
Πνέει ο κακός αέρας
Το ταξίδι και ο θάνατος κουράστηκαν
Λίγα μίλια έξω από τη Σκιάθο
Από δω ώς τη Σκιάθο έχει σύννεφα
Από δω ώς τη Θεσσαλονίκη είναι Κυριακή
Τις Κυριακές είναι όλο σύννεφα
Είναι όλα κλειστά και δε σου ανοίγουν.
Τώρα ώς την άλλη βδομάδα θα πέσει φθινόπωρο
Το φθινόπωρο ρίχνει τα φύλλα
Και επειδή μέσα στις βροχές τα φύλλα είναι έρωτας
Γι' αυτό βρέχει.
Από δω ώς τα μάτια της.
Από δω ώς τα μάτια της έχει βροχή
Και μεγάλο ταξίδι
Από δω ως τα μάτια της είναι θάλασσα
Πνέει ο κακός αέρας
Το ταξίδι και ο θάνατος κουράστηκαν
Λίγα μίλια έξω από τη Σκιάθο
Από δω ώς τη Σκιάθο έχει σύννεφα
Από δω ώς τη Θεσσαλονίκη είναι Κυριακή
Τις Κυριακές είναι όλο σύννεφα
Είναι όλα κλειστά και δε σου ανοίγουν.
Τώρα ώς την άλλη βδομάδα θα πέσει φθινόπωρο
Το φθινόπωρο ρίχνει τα φύλλα
Και επειδή μέσα στις βροχές τα φύλλα είναι έρωτας
Γι' αυτό βρέχει.
Από δω ώς τα μάτια της.
Φθινόπωρο 1957
…………………………………….
Τεό Σαλαπασίδης, "Χωρίς τίτλο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου