Θωμάς Γκόρπας, Τα Ποιήματα
Αναπόληση
Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη
και θ' αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κ' εσύ
να περνάς απ' έξω.
…………………………………….
Οδύνη
Το πέραν του ποιήματος είναι μια δύσις φεγγαριού στην οδό
Ιουλιανού μετά το οδυνηρό σώσιμο των τσιγάρων ξημερώνοντας...
…………………………………….
Τα ίδια και τα ίδια (απόσπασμα)
Ο Σεφέρης επιτέλους πέθανε οριστικά
"στο φέρετρό του ακούμπησε" η Ελλάδα
αυτός πού ακούμπαγε κανείς δε λέει...
Στην κηδεία του πήγανε και πεθαμένοι
φίλοι γνωστών διευθύνσεων κ' εχθροί
φυλετικών και άλλων διακρίσεων...
…………………………………….
Οι θρησκευτικοί ποιηταί
Το γάλα το άγριο γάλα! Τελευταία συχνά
μ' επισκέπτονται παλιά αιμοστάζοντα αγριόσυκα
όνειρα σεξουαλικά ρεύσις κατάρρευσις των ιδεών
και των γούστων των παλιών μου φίλων...
Τα μεσημέρια παίζουν τάβλι με τις ώρες
παίζουν ξερή τα πενηντάρικα και τα τομάρια
τρώγονται χύνουνε χολή την πίνουνε οι έρημοι.
Εν συνεχεία επιστρέφουν στο καφέ-μπινέ
κι αράζουν περιμένοντας εκπλήξεις.
Εκπλήξεις βέβαια δεν έρχονται έρχεται
το σούρουπο και μέσα του ανεβαίνουν τη Σταδίου
καταλήγουνε σε κεντρικό εκκλησάκι
(όλα τα 'χει τελοσπάντων αυτή η Αθήνα
εξόν πράσινον και δημόσια ουρητήρια...)
κ' ενταφιάζονται εντός του εσπερινού περιττόν
ο ένας θάβει τον άλλο με μάτια κλειστά
ανταλλάσσουν εντυπώσεις κ' έτσι βελτιώνουν
τη φίρμα τους στη λαχαναγορά πού και πού
παριστάνουν και τον Κόντογλου πού Κόντογλου
είναι γελοίοι - αν το μάθουνε κι αυτό
πάει τετέλεσται...
…………………………………….
ΝΤΑΛΚΑΔΕΣ
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο
Η τέντα του καλοκαιρινού κινηματογράφου είναι σαν μεγάλο ατλαζωτό φυσερό κάνει ήχο όταν ανοίγει ή κλείνει. Σαν το ήχο που κάνουν τα καράβια μπαίνοντας ή βγαίνοντας απ’ το λιμάνι.
Το ίδιο ήχο κάνουν και πάμπολλα ποιήματα του Εμπειρίκου οι βεντάλιες κάποτε των γυναικών.
Πηγαίνουμε στα δάση πηγαίνουμε στα έρημα λιμάνια πηγαίνουμε πηγαίνουμε σε καλοκάγαθα νοικοκυρεμένα μαγαζιά σε άκρα της πολέως για να κάνουμε επαφή με το μακρινό το μέλλον το μέλλον μας τα’ ανώνυμα σουραύλια του παρελθόντος τα επώνυμα προσκλητήρια.
Η μισή τραγουδάει η άλλη μισή μελαγχολεί περιμένοντας ολόκληρη. Από τα παιδικά μου χρόνια στη σημερινή καρδιά μου εισελαύνουν φράχτες νυχτερινή και της μέρας χαρμόσυνα κουδουνίσματα.
Η Ποίηση είναι ένας δρόμος σπαρμένος με καρφιά είναι μια στρατιά καρφιά όπου φιλοξενούν στο ρετιρέ τους ρόδα.
Εσύ δεν είσαι καμωμένη από ρόδα δεν είσαι καρφί αλλά μια απελπισμένη άγνωστη παραλία που έχασε για πάντα κολυμβητάς και βάρκες και ψαρέματα και τα ελάχιστα εκείνα μοναδικά ζευγάρια τα τόσο ευχαριστημένα και θλιμμένα.
Όταν με κυνήγαγε η πολιτική με κυνήγαγες κ’ εσύ. Τώρα που σε κυνηγάω εγώ έγινα σαν την πολιτική και ίσως πλέον αφόρητος και πλέον ανελέητος απ’ αυτήν.
Σ’ αγαπάω σημαίνει τρυπάω με καρφίτσα παλιά σύννεφα και πέφτει βροχή. Μαζεύω τη βροχή όπως μια κόρη μαζεύει παπαρούνες στον αγρό. Μεταξύ των σπλάχνων μου και των χειλιών μου συναντάω πάλι τη λέξη πλάγια αλλά αυτή από καιρό δεν είναι λέξη πια αλλά τα μαλλιά σου ή φωτιά συνθλιβομένη από φορμαρισμένα ερωτικά φύλλα χείλη δροσιάς.
Πλάγια διαλεγμένη από καουμπόυς μια κατακίτρινη από το κακό της αγκαλιά πλάγιά διαλεγμένη για το φετινό καλοκαίρι - που σε γέμισε άνθη δακρύων και πληγών κ’ επικίνδυνη νοσταλγία λυσσασμένη.
Έχουμε μιαν ακρογιαλιά μα δεν έχουμε καρδιά για πέταμα έχουμε γένια μα δεν έχουμε χτένια μας τα φέρνουν άλλοι.
Σ’ ορισμένες περιοχές της νύχτας μας ενοχλούσε ΙΧ φτωχοπουτάνες φυματικά μπαρ κομψοί και χαμογελαστοί ρουφιάνοι.
Έρημες ομορφιές έρημες γυναίκες έρημες ιδεολογίες στον τόπο τους πια δεν φυτρώνει τίποτε και μόνο ταινίες αστυνομικές μας ξεκουράζουν.
Χρειάζονται πια έργα μνημειακά για το καλό του μέλλοντος για το κακό και για το τίποτε.
Σκοροφαγωμένες ιστορίες βγαίνουν απ’ τις ντουλάπες τους και δίνουν στους σύγχρονους φουκαράδες λίγη χαρά:
Το παιδάκι μου… Οι καλοί συνάδελφοι… Ο κουμπάρος… Η κουμπάρα… Το αμάξι μου… Το διαβατήριο μου…
Τα κέρατά σας τα τράγια τα κρέατα σας το σάντουίτς σας στις 11 το πρωί το σήριάλ σας στις 11 το βράδι – τα περασμένα χρόνια τι γρήγορα που περνούν… Δε νομίζω… Δε νομίζω…
Τα’ αγιόκλημα ο δυόσμος και ο βασιλικός της εποχής είναι τα σκουπίδια σας σε σακούλες νάυλον αλλά δεν τα ζωγραφίζει κανείς…
Η πολιτική είναι βρόμικη καθορίζει με αναπόληση παιδικών ιστοριών ή μελλοντικών απορρυπαντικών και μετά χέσ’ την.
Η πραιτωριανοί συλλαμβάνουν για λογαριασμό κάποιου Χ που πρόκειται να συλληφθεί τον άλλο μήνα υποψήφιους ήρωες φαρμακωμένους φοιτητές και καμουφλαρισμένους πράκτορες.
Ύστερα από λίγες μέρες οι μεν ξεχνάν τα ποιήματα και τα ουίσκια της καρδιάς υποτίθεται οι Δε μένουν με ενάμισι πόδι ή τρώγονται στο σκοτάδι και οι άλλοι παρατάν τα προσχήματα.
Κάποτε τελειώνουν τα λόγια και το ξινισμένο σεξ και τα μασκοφόρα όνειρα γατί εμφανίζονται επιτέλους οι αναμενόμενοι πιστολάδες – ούτε άργησαν ούτε μας ξέχασαν ήρθαν στην ώρα τους που αποδείχθη η ώρα μας.
Προσοχή να μη σε κάνουν γεφύρι.
Όταν χάνονται όλα τα κλειδιά ασφαλείας γεμίζουμε Ασφάλειες.
Χόρτασα λεμονιές κατσίκια τα Χριστούγεννα στα χωριά. Οι χωριάτες έχουν τηλεοράσεις μοντέλα αλλά παλιά τσαπιά. Οι παλιοί χωματένιοι δάσκαλοι χάθηκαν. Οι καινούργιοι αδυνατίζουν με τη ρόδα.
Αυτοεξόριστοι Κενυάτες υποψήφιοι Πρόεδροι Δημοκρατίας στα τζουκ μποξ της Αθήνας βάζουν «Το 13 το κελλί» του Λαύκα. Στις ταβέρνες μπεκρήδες της αναμονής οι μαιτρ της παγκόσμιας απελπισίας κλείνουν το ξενύχτι με χαλβά του μπακάλη – με κανέλα και λεμόνι.
Αράπικο φιστίκι
Αράπικο λουλούδι
Αράπικο άλογο
Αράπικο πετρέλαιο…
…………………………………….
ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΦΙΛΩΝ
Μνήμη Νίκου Καρούζου
Ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά…
Πρόκειται περί αγάπης ή αναμνήσεως της αγάπης;
Παντού στην Αθήνα τραύματα νωχελικά
Μόνον η αδέσποτη νύχτα της μένει ακόμα δική μας
Σαν σκυλί σαν προδομένη αγάπη σαν διάχυτο λαϊκό τραγούδι
Γιομάτο ευγένεια.
Βέρα Βόδη μια αδάμαστη ακόμα γυναίκα ή ναυαγισμένη αδιάφορο
Στην άλλη μεριά ενός μεθυσμένου τηλεφώνου
Είναι γυμνή κ’ έχει στο σώμα της τόπους τόπους πληγές
Ή κρέμες νυκτός αδιάφορο αδιάφορο αδιάφορο
Γιατί τώρα αυτή τη στιγμή στην Πλατεία Κολωνακίου ώρα δύο
Μετά τα μεσάνυχτα
Εγώ και ο φίλος μου είμαστε δυό δίδυμες πηγές εξάρσεως
Ή δυό άνθη πεθαμένα στη γέννα τους
Ή δυό λαμπρά αυτοελεγχόμενα πέη
Οι πεθαμένοι φίλοι μας οι χαμένοι φίλοι μας οι καφέδες και τα
Τσιγάρα μας
Οι παπαγάλοι οι λεχρίτες οι σβηστοί.
Βέρα Βόδη ωραίο όνομα ποιητικό θαυμάσιες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις
Όπως οι ωραίες γυναίκες μπας και αγαπηθούν στο τέλος.
Οι χασάπηδες της χαράς είναι σαν άγριοι σεμνοί βασιλιάδες
Όταν πέφτουν δάκρυα στο ποτήρι το κρασί βάφεται
Όταν πέφτουν τραγούδια ματώνει
Άλλα με τίποτε Δε νερώνει
Ούτε με Βέρες Βόδη ούτε με Χρίστους ούτε με γλυκές κάμαρες.
Οι σύγχρονες κάμερες είναι συντριπτικές των αναμνήσεων.
Θα πάρω ταξί θα πάρω τσιγάρα θα πάρω λαχεία θα πάρω το
Δρόμο του γυρισμού
Και θα τον πάρω ακριβώς γιατί κανένας Δε με περιμένει
Τι Προμηθέας τι τραγουδιστής τι πρώτη αγάπη το ίδιο κάνει.
Από ένα σημείο και πέρα σβήνουν α φώτα
Δεν έχει φώτα δεν έχει λιμάνια δεν έχει φαρμακεία γενικώς
Διανυκτερεύοντα έχει
Την αθέατη πλευρά του θανάτου που ξεδιπλώνεται ανοίγει λίγο
Λίγο και τα μάτια
Γίνονται τεράστια στα μπαλκόνια τους
Έρχονται τα ΄φύλλα της καρδιάς ν’ αγναντέψουν
Καπνίζοντας το τσιγάρο τους να ονειροπολήσουν
Τα πήρε ο ύπνος κ’ έγειραν
Για πάντα.
Πριν και μετά τη Βέρα Βόδη σκοτάδι
Πριν και μετά το σκοτάδι
Πριν και μετά τα’ άνθη του αίματος σκοτάδι
Και μόνο το τραγούδι καταργεί τα άκρα
Τα φάρμακα τις υπερβολικές δόσεις χαράς
Τα’ άσπρα σπιτάκια και τα πράσινα άλογα.
Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
Τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
Υπάρχουμε ως υπογραφές κόκινες κατακόκινες της φωτιάς
Σ’ απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά
Τα κομμάτια μας
Και κάπου μακριά ακόμα άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα
Μουσικά όργανα.
…………………………………….
Το πατάρι
Στον Τέο Σαλαπασίδη
Ο Λουμίδης τω καρώ εκείνω ήταν ένας μόντζος. Εκεί καθόμαστε πρωιά μεσημέρια βράδια και χαζέυαμει ήλιους και φεγγάρια μέσα απ’ τα τζάμια του και τα μελλοντικά τραγούδια μέσα απ τα σπλάχνα μας. Χαμηλοτάβανο σκοτεινό βρόμικο πατάρι ραϊσμένα μάρμαρα ταπεζιών μαδημένες καρέκλες ξεκοιλιασμένοι καναπέδες απαίσιο ντεκόρ και μόνο ο Τάκης χαμογελούσε. Χαμογελούσε για όλους μας μας πίστωνε μας έφερνε στη ζούλα και καμιά σοκολάτα κανένα μπισκότο.
Αλήθεια τι απόγιναν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι; πως απεστατεύθη ο θρυλικός ιερός λόχος των ωραίων καταραμένων; Μαλλιά χαίτες μαύρες μπλούζες πανταλόνια φανέλα γρι ή μαύρη μαύρα ή καφέ μοκασέν κάλτσες γκρι γκρενά ή μαύρες λετιασμένα γοητευτικά τρενς κοτ… Οι ποιηταί και οι ζωγράφοι. Οι περισσότεροι κάτι έπαθαν λίγο πριν τα τριάντα λίγο πριν τα σαράντα. Ό, τι παθαίνουν τόσοι και τόσοι με το χωριό τους με το ξενύχτι με το φόβο της ζωής που το λένε φόβο του θανάτου με τα ποιήματα με το μαρξισμό – με την επανάσταση. Το πατάρι ήταν δικό μας κι όλα τα άλλα στην Αθήνα ξένα. Κι απ’ τους παλιούς μόνο ένας Βάρναλης ή ένας Εμπειρίκος άντεχαν ν’ ανεβαίνουν κάπου κάπου.
Περνούσαν τα χρόνια λιγόστευαν οι φωνές θόλωναν τα μάτια το Πατάρι και ο Τάκης του δεν πάθαιναν τίποτε. Άλλοι παντρεύονταν βλαχοπούλες άλλοι χάνονταν στα πέρατα άλλοι στις νευρολογικές κλινικές άλλοι επέστρεφαν στο κόμμα άλλοι άρχιζαν ν’ ασχολούνται με αμερικάνικες δουλειές άλλοι άρχιζαν να συχνάζουν στου κ. Ελύτη και στου κ. Ρίτσου άλλοι το γύριζαν στο πεζό άλλοι στο καλαματιανό άλλοι πήγαιναν να φάνε μαζί με το κ. Θεοδωράκη άλλοι πήγαιναν στο συσσίτιο της Χρήστου Λαδά άλλοι το’ ριχναν στο πιοτό άλλοι έπεφταν στα σκατά κι άλλοι την κοπάναγαν στα Παρίσια για σπουδές τάχα.
Ο προφήτης από δεύτερο χέρι Μιχάλης Κατσαρός όταν το ποίημα για τους για τους χαμένους ήταν κι αυτός ένας χαμένος ήδη.
Μετά τις φωτιές του 1965 μερικοί που απεδείχθησαν ατάλαντοι ή εξ επαγγέλματος πεινασμένοι και καλλοί με όλους άρχισαν να βάζουν χέρι και στο θρύλο του Παταριού. Κι όταν έφεξε η 21 Απριλίου για πρώην και νυν αριστερούς το Πατάρι του Λουμίδη ήταν προ πολλού ένα ακόμα κωλάδικο ένα ακόμα πουτανάδικο κι ο Τάκης τους είχε πάψει να πιστεύει να πιστώνει να φέρνει να χαμογελάει.
Που λέτε παιδιά ήταν μεγάλη υπόθεση τότε να φωτογραφίζεσαι με στο ομαδικό χνότο ωραίος μεγαλειώδης πεινασμένος πικρός – όχι πικραμένος – καταραμένος καταραμένος καταραμένος. Έξω απ’’ τα μαντριά μακριά απ΄τις γλυκές της εποχής μαθαίνουμε τη μοναξιά της επιστροφής εμείς είκοσι τριάντα ένδοξοι καταναλωταί μακεδονικών τσιγάρων και καφέ εσπρέσο.
Εγώ που ήμουνα ο πιο νέος και ο πιο χωριάτης απεδείχθη πως ήμουνα το πιο γέρο κόκαλο το πιο βαθύ μάτι. Ανάμεσα στο Μεσολόγγι των ιερών κοκάλων και του Παλαμά και στο Μεσολόγγι της ατελείωτης βροχής και των καημών είχα διαλέξει το δεύτερο. Ήμουν και λίγο πονηρός μίλαγα τελευταίος ή δεν μίλαγα καθόλου. Έτσι μπορώ σήμερα να θυμάμαι την αγαπημένη Σταδίου το Βυζάντιον του Μπάμπη και των εργατικών της αυγής τα πλακιώτικα κουτούκια τα κολωνακιώτικα καρβουνιάρικα τα διανυκερεύοντα της Ομόνοιας πανσελήνους επί της Ακροπόλεως κατουρήματα επί της Πλατείας Συντάγματος ολίγα μακαρόνια με σάλτσα και ένα ψωμί γωνιά ένα πακέτο Κιρέτσιλερ για όλη την παρέα αναμνήσεις ξερονησιών για όλη την παρέακαι τον Τέο Σαλαπασίδη τον καλύτερο όλων μας.
Θυμάμαι χωρίς να κατεβάζω τα μάτια χωρίς να μπερδεύω τα πράγματα. Εσύ Μεγάλη Μικρά μπορείς να χαμογελάς και να σκέφτεσαι τα δικά σου εγώ πάντως τώρα είμαι πάλι δεκαεννιά είκοσι και είκοσι πέντε χρονώ πάλι ονειρεύομαι τα ίδια και τα ίδια μόνο που έχω σταματήσει νισάφι να κουβαλάω νερό…
Χολερικά ανθρωπάκια στερημένα και λειψά πρώην σύντροφοί μου στη δίψα και στην πείνα στα όνειρα και στα φαρμάκια φαίνεται πως πριν είκοσι και πριν δέκα χρόνια επένδυαν σε ζωγραφιές και ποιήματα μιλώντας για τη ζωή και για το θάνατο για τη φιλία και για τον έρωτα για… και για… στη δική μου ποίηση δεν υπάρχει ούτε ένα για.. μέσα της έβαζα και βάζω όλα αυτά που οι άλλοι λένε χωρίς να το πιστεύουν ότι δεν μπαίνουν μέσα.
Η Ποίηση περ’ απ’ τα βιβλία και τις εποχές περ’ απ’ τους γαμπρίζοντες και τα βεγγαλικά μέρα μεσημέρι όπως όλα αυτού του Κόσμου κοιτάει πίσω για να βλέπει μπροστά. Και τα πατάρια και οι λεγόμενοι φιλολογικοί καφενέδες γίνονται το σπίτι των ποιητών κάποτε και το ταμπούρι της ελευθερίας κι όποιος το ρίξει πέφτει και τον πλακώνει.
Τα κόκαλα του θρύλου της παρέας μου τώρα τα γλείφουν σκυλιά και κοπρόσκυλα. Που λέτε παιδιά τα ράσα δεν κάνουν το παπά ο παπάς κάνει τα ράσα. Θυμάμαι πως λειτούργησα πριν τυπώσω στίχους μου. Τώρα μερικοί δεν ξέρουν που να με βάλουν άλλοι με ανακαλύπτουν με μαύρη ευχαρίστηση άλλοι με τρόμο άλλοι λένε πως και τότε μ’ αγαπούσαν άλλοι πως και τώρα μ’ αγαπάνε και ας μην τους αγαπάω εγώ πια άλλοι που το ‘ κοψαν το γράψιμο με ρωτούν αν γράφω ακόμα άλλοι που το ξανάρχισαν αποκαταστημένοι στην κοινωνία με ρωτάν γιατί δεν τυπώνω τα’ αριστουργήματά μου κι αυτοί που έκοψαν και το γράψιμο και τη γλώσσα τους και το πουλί τους Δε μου λένε τίποτε με νοήματα τα θέλουν πάλι.
Στο Λουμίδη τω καιρώ εκείνω δεν ονειρευόμασταν τίποτε για τον εαυτό μας. Τω καιρώ εκείνω που να φανταζόμαστε πως η Αθήνα μας θα γέμιζε κωλάδικα σκατοβραβεία συνταξιούχους ποιητάς του Δημοσίου και δηλωμένους ποιητάς κ’ αιτούντας. .. αν όντως θάβω ζωγράφους ποιητές και φίλους μου καθώς λένε καμπόσοι αποτυχημένοι ζωγράφοι ποιητές και φίλοι μου φαίνεται πως υπάρχουν πεθαμένοι
Και
Σκατά στο λάκκο τους.
Αθήνα 1972
…………………………………….
ΚΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
Μνήμη Σταμάτη Μαράντου
Στα χείλη των ερυθρών χαραδρών ανθούν λευκά λουλούδια
Στα δροσερά υπόγεια των καλοκαιριών αιχμαλωτίζονται
Καρδίες
Παιδιών η απελπισία ηχεί και πέραν της Ποιήσεως ακόμη
Και των ενδόξων Ρεμπέτικων Τραγουδιών.
Όσο και αν εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
Όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
Μας πήραν σβάρνα τα χρόνια…
Μετράω τις τρύπες στο σκοτάδι
Φιλίες έρωτες απλήρωτες δουλειές
Απ’ όλν τούτο δοκιμάζω πυρετωδώς
Και το καινούριο μου χάδι…
Τόσοι τυχάρπαστοι καμπλεξαριμένοι
Απ’ τα καταπληκτικά μου πουκάμισα
Τα εξ’ ίσου καταπληκτικά μου λόγια
Και τα παραμύθια φίλων που μ’ αγάπησαν
Πέραν του δέοντος και πέραν της Ποιήσεώς μου
Είανι αδύνατον να με φανταστούν στα περασμένα χρόνια
Χαρμανιασμένο για τσιγάρο περισσότερο και από γυναίκα
Χαρμανιασμένο για γυναίκα περισσότερο κι από πρωτοφανή τοπία.
Εγώ τώρα πρέπει να είμαι ένας άλλος
Διάφορος σε πολλά του Θωμά παλαιοτέρων ημερών
Τώρα πρέπει να είμαι κάτι μεταξύ σοφού και αγρίας παρθένας
Τα δικά σου γυαλιά με τα οποία βλέπω κ’ εγώ καλά
Ένα αβασίλευτο ηλιοβασίλεμα…
Και βεβαίως η Ποίησις πια Δε με εκφράζει
Η Ποίησις σαν τη γυναίκα πιο πολύ σ’ αγάπησε κ’ εσύ
Τη διώχνεις Δε με εκφράζει καν η ελπίδα για την επόμενη μέρα
Ολόκληρος έχω γίνει ένα βάθος ένα χρώμα
Ένα κυρίαρχον χρώμα.
…………………………………….
ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Μνήμη Γιώργη Ζάρκου
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Εσύ που στο σχολείο σήκωνες το χέρι για να πεις
Όχι το μάθημα μα την αλήθεια
Σήκωνε πάντα αυτό το χέρι που το γέννησε
Της δικαιοσύνης ο καημός κ’ η σιγουριά του αύριο.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνάσιου
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε τραπέζια καφενείων
Καταχνιασμένων από την τσιγαρίλα
Και τις ανάσες πεινασμένων
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε μεγάλες πόρτες
Που Δε θ’ ανοίξουν ποτέ από μέσα.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία
Και θα κάψει τις σημαίες των αρχόντων.
Και αν το ψωμί κ’ η γνώση ανταλλάσσονται
Με τα’ άλλο χαρτί που εσύ δεν έχεις
Μην αρνηθείς γι’ αυτό το ρόλο που σου ανάθεσε ο καιρός.
Οι μέρες μας κυλούν σαν χειμωνιάτικα ποτάμια
Στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους
Στους δρόμους αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
Καθώς απ’ τις γωνιές οι μισθοφόροι
Με στιλέτα ξεμπουκάρουν και παγίδες.
Όμως τα δαγκωμένα λόγια ακολουθούν τραγούδια.
…………………………………….
Του Κώστα Βούλγαρη
Ο Γκόρπας ανήκε σε ό,τι ονομάστηκε ελληνικό μπητ, το οποίο, ταυτόχρονα με τις αντίστοιχες πρωτοπορίες του Σαν Φραντσίσκο και του Παρισιού, έδωσε κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα, όμως απελπιστικά ανολοκλήρωτα δείγματα των νέων αισθητικών προταγμάτων. Ο τίτλος της πρώτης του ποιητικής συλλογής, «Σπασμένος καιρός» (1957), σήμερα διαβάζεται ως υπαινιγμός του κατακερματισμένου μεταπολεμικού κοσμοειδώλου, επισημαίνει το ιστορικό όριο των συνεκτικών μορφών και αφηγήσεων του μοντερνισμού. Η ποίησή του συνιστά μια μετασεφερική τομή, που μόνο σ' έναν βαθμό αξιοποιήθηκε από τους ποιητές του '70.
Οντολογικό σημείο αναφοράς του το Πατάρι του Λουμίδη, το οποίο, φυσικά, ο ίδιος με τα κείμενά του το υπεραξίωσε και το εξιδανίκευσε ως σημείο κινηματικής αναφοράς, το κατέστησε πραγματική μήτρα ενός κινήματος που θα μπορούσε, πράγματι, να έχει υπάρξει ως πραγματικό κίνημα.
Μέντοράς του, εκεί στο Πατάρι, ο Τέος Σαλαπασίδης. Ο μόνος, σύγχρονός του, τον οποίο αποδεχόταν ανεπιφύλακτα, καθ' ολοκληρίαν. Που τον θαύμαζε και τον σεβόταν. Ηταν βέβαια ο δικός του Σαλαπασίδης, αυτός που είχε δημιουργήσει ο Γκόρπας.
Προεκτείνοντας, με τη χάρη του παραμυθά, την εικόνα της δεκαετίας του '20, εξιδανικεύοντας τους καταραμένους ελάσσονες της εποχής, τοποθετώντας τους, προκλητικά, αρκετά σκαλοπάτια πιο πάνω από τους καθιερωμένους, έδειχνε προς τα εκεί όπου οδηγείται η φιλολογική έρευνα των τελευταίων ετών, δηλαδή στην ανάδειξη των νεωτερικών στοιχείων της λογοτεχνίας αυτής της δεκαετίας, καθώς και στην επισήμανση του βίαιου εξοβελισμού της από τη γενιά του '30, που την παράχωσε στην «παράδοση».
…………………………………….
Η ποιητική μέθοδος του Θωμά Γκόρπα
Του Βαγγέλη Κάσσου
Σε ένα ποίημά του, ο Θωμάς Γκόρπας καταλήγει με τους εξής στίχους: «Οσοι νομίζουν πως αντιγράφω τον Πρεβέρ / ας συνεχίσουν να διαβάζουν άλλα ποιήματα / αρκούντως σοβαρά και προοδευτικά... / Αμήν».
Αλλά ποιο ήταν το αληθινό ποιητικό ίνδαλμα του Γκόρπα; Ο ίδιος υποστήριζε: «Εγώ έρχομαι από τον Κάλβο, τον Τριαντάφυλλο Σποντή, τον Στασινό Μικρούλη, τον Καρασούτσα, τον Βαλαβάνη, τον Παπαδιαμαντόπουλο, τον Καμπά, τον Μαλακάση, τον Λιμπεράκη, τον Βάρναλη, τον Φιλύρα, τον Καρυωτάκη. Γι' αυτό και συναντήθηκα με τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, την Πολυδούρη και τον Ζώτο».
…………………………………….
Θωμάς Γκόρπας, Ανάμνηση
Στην πατρίδα
εσύ ξεκίναγες τη μέρα, εσύ ξεκίναγες τη νύχτα,
εσύ ξεκίναγες τ' όνειρο σε ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Τώρα χαθήκαμε μες στη μεγάλη πολιτεία που πίνει το αίμα μου
γιατί είναι μόνο κόκκαλα και θέλει να περπατήσει.
Τώρα χαθήκαμε μες στη μεγάλη πολιτεία που μου σπάει τα βήματα
για να με δοκιμάσει.
Πολύ απλό που χάθηκες, αγάπη μου,
όπως χάθηκαν τόσα καλοκαίρια
με τους καημούς και με τα σχέδια πεθαμένα
στα δύο μου χέρια.
Ήσουν το χέρι που άγγιζε την καρδιά μου δημιουργώντας φως,
πίκρα και μένα, χαμηλή μουσική.
Ήσουν γιασεμί μεθυσμένο μες στο φεγγάρι,
ήσουν το φεγγάρι ξαπλωμένο σε σκοτεινό σοκάκι,
ήσουν σκοτεινό σοκάκι, σφαγμένο μες στην καρδιά μου.
Κι εγώ πουλί να κελαηδεί καθισμένο
στο αριστερό σου στήθος.
Μα τώρα χαθήκαμε ο ένας για τον άλλο, αγάπη μου,
σάμπως ο ένας απ τους δυο μας νάναι πεθαμένος.
1957
Καφενεία της Αθήνας
Δύσκολο να βρεις τώρα καφενείο που να 'ναι ένας χώρος ζεστός, "δικός μας". Δύσκολο να βρεις την Αθήνα τώρα.
Ο Κάπταιν Μοντεσάντος τώρα είναι σε μιαν άκρη της μνήμης μας: ζαρωμένος, χλωμός, πεινασμένος και φοβισμένος...
Τότε, στο καφενείον "Η Ακρόπολις", στην πλατεία Καρύτση, μεσημέρι-βράδυ καλλιγραφούσε τους στίχους του σ' εκλεκτά χασαπόχαρτα, μας έλεγε ιστορίες παλιές απ' τα πέλαγα, μας έλεγε γι' αρχοντικά της οδού Νικοδήμου και για τις γυναίκες τους, μας έλεγε Μπωντλαίρ, Βερλαίν και Ρεμπώ στην δική του μετάφραση, μας έλεγε για μιαν ωραία ανηψιά του που ντρέπονταν γι' αυτόν επειδή ήταν ξέμπαρκος, μας έλεγε για το τελευταίο μεγάλο χαρτοπαικτικό παιγνίδι του στην Μαρσίλια, μας έλεγε...
Κι ο Φάνης κι ο Παναγής κ' εγώ γράφαμε "μοντέρνο" στίχο, αλλά τα έργα μας τα κρύβαμε απ' το γέρο. Αυτό μας έλειπε - να μην τα κρύβαμε... Θα χάναμε τις ιστορίες του και τ' άλλα και κυρίως αυτόν τον ίδιο το γέρο - καπετάνιο...
Ο Φάνης κι ο Παναγής από χρόνια και χρόνια έχουν ξεχάσει ότι κάποτε, τότε, έγραφαν στίχους.
Καφενείον "η Ακρόπολις", μέτριος βραστός, τσιγάρα "Τέλειον", παπούτσια μοκασέν, μαλλιά χαίτη, μουστάκι α λα Τσε, τότε.
Η βροχή της Αθήνας, η βροχή πίσω απ' την τζαμαρία του καφενείου, η Αθήνα μετά την βροχή, εμείς μες στην ψιλή αθηναϊκή βροχή.
Το εργένικο δωμάτιο είχε ένα ντιβάνι, ένα τραπεζάκι πτυσσόμενο, μια κρεμάστρα, μια βαλίτσα ξεκοιλιασμένη κι ανοιγμένη πάντα, το καλάθι "απ' το χωριό". Μήτε μια καρέκλα -για κάμποσο καιρό.
Το δωμάτιο τον χειμώνα ήταν κρύο, ήταν υγρό, έπιανε και μούχλα. Μόνο με το τσιγάρο το πολεμούσες. Και συχνά, όταν δεν υπήρχε ούτε τσιγάρο, με την ανάμνηση τοπίων απ' τη γενέθλια γη.
Έτσι εύκολα μαθαίνει κανείς το ξενύχτι. Η επιστροφή στο "σπίτι" παρετείνετο επ' αόριστον... Τα ταβερνάκια της Πλάκας, τα διανυκτερεύοντα καφενεία της πλατείας Συντάγματος, Ζαχαράτου και Αντωνιάδη, το Βυζάντιον, τα "γαλακτοτροφεία" της πλατείας Ομονοίας Γαλλία και Ολύμπια και Μέγας Αλέξανδρος ήταν πιο σπίτι απ' το "σπίτι".
Οι θρύλοι συνήθως γίνονται από πολύ καθημερινά πράγματα κι απ' ανθρώπους που τότε ούτε που υποψιάζονταν πως θα γίνουν θρύλοι κάποτε: το Βυζάντιον, το Ελληνικόν...
Τα βιβλία μας απ' το Μοναστηράκι κι απ' τα καρότσια: Αθηνάς, Αιόλου, Χαυτεία. Το φαΐ μας απ' τα υπόλοιπα των "...με κρέας".
Η Αθήνα τότε τέλειωνε στου Μαυρομάτη - στα σίδερα, στο Παγκράτι - στου Μπαμπέτα, στα Πετράλωνα, στην οδό Πανόρμου, στην Πλατεία Κυριακού...
Η Αθήνα κάποτε κάποτε άρχιζε και τέλειωνε στην οδό Σταδίου.
Δεν μπόρεσα να μάθω ακόμα τι αγαπάει κανείς τελικά στη ζωή του.
Αλλοι λένε για μας ότι αγαπήσαμε τόσα και τόσα. Οταν ο ίδιος λες πως αγάπησες κάτι το λες και το ξαναλές και καμαρώνεις αυτό το κάτι, σίγουρα δεν τ' αγάπησες πραγματικά.
Εμείς λέμε: Η Αθήνα μάς αγάπησε...
Την ευχαριστούμε για την αγάπη της. Είμαστε συγκινημένοι απ' την αγάπη της.
Τα παλιά καφενεία της Αθήνας κατεδαφίστηκαν μέσα μας. Και τα λίγα που μένουν κι αυτά όπου να 'ναι θα κατεδαφιστούν μέσα μας.
Είναι πάντα καινούργιο ό,τι δεν παλιώνει μέσα μας.
[Το αφιέρωμα αναδημοσιεύεται αυτούσιο -με τα βασικά όσο και τα επιμέρους κείμενα, τη μικρή ανθολόγηση και το ανέκδοτο κείμενο του Θωμά Γκόρπα- από το λογοτεχνικό ένθετο «Αναγνώσεις» της εφημερίδας «Κυριακάτικη Αυγή», τχ. 209, 24/12/2006]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου