Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Θ.ΓΚΟΡΠΑΣ

Θωμάς Γκόρπας (1935-2003)

Μαύρες αφηγήσεις

“…Πολλή η απελπισία.
Αλλά όσοι έχουμε αγωνιστεί
για μια καλύτερη Ελλάδα,
ελπίζουμε ακόμα…”
Θ.Γκ.
 



Ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας Ο Θωμάς Γκόρπας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1935. Από το 1954 έζησε στην Αθήνα, από το 1975 έως το 1980 στο Παρίσι, και από το 1990 μοίραζε τον καιρό του ανάμεσα στην Αθήνα και στην Αίγινα. Έκανε μια ντουζίνα επαγγέλματα: εργάτης, λογιστής, παλαιοβιβλιοπώλης, βιβλιοπώλης, επιμελητής εκδόσεων, εκδότης (εκδόσεις Πανόραμα και εκδόσεις Έξοδος), μεταφραστής, κ.α., πριν και μετά τη λεγόμενη δημοσιογραφία (συντάκτης στον Ημερήσιο Τύπο: Ανεξάρτητος Τύπος, Μεσημβρινή, Εξπρές, Νέα Πολιτεία). Ακόμα υπήρξε συντάκτης ή αρχισυντάκτης στα περιοδικά Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο, Ρουμελιώτικη Βίγλα, Ο Λογοτέχνης, Η Τέχνη στην Αθήνα, Η Καλλιτεχνική, Πολιτικά Θέματα, Μουσικά Θέματα.
Έγραψε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και δίδαξε σε θεατρική σχολή ιστορία λογοτεχνίας και αγωγή του λόγου. Στη δεκαετία του 1950 σύχναζε στο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας, στη Στοά Μαυρίδη, στο Πατάρι του Λουμίδη και στο Βυζάντιον.
Από το 1955 έως το 1967 συμμετείχε σε ομάδες που πρωτοστάτησαν για μια πρωτοπορία στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα εικαστικά, και για την υπεράσπιση του λαϊκού τραγουδιού. Από τους πρώτους που μίλησαν και έγραψαν για τον Καραγκιόζη και το ρεμπέτικο.

…………………………………….



«Ήρθα για πρώτη φορά στην Αθήνα σαν τουρίστας τον Ιούνιο του 1953 με τη μεγάλη εκδρομή των τελειοφοίτων της… Παλαμαϊκής: Μεσολόγγι, Ρίο, Ισθμός, Αγιοι Θεόδωροι, Αθήνα (Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Ακρόπολις, για έναν δεκάρικο του φασίστα γυμνασιάρχη), Ιερά Οδός, Ορχομενός, Δελφοί, Μεσολόγγι… Τον Σεπτέμβριο ξαναήρθα για ένα μήνα στα φροντιστήρια Χατζή, όπου οι φροντισταί ήταν λιγότερο καταρτισμένοι από μένα και όπου συνάντησα για πρώτη και τελευταία φορά τον μετέπειτα θρησκευτικό ποιητή Ματθαίο Μουντέ… Διημέρευα στο πατριωτικό – αιτωλοακαρνανικό καφενείον “Ελλάς” αρχές Αθηνάς (ναργιλέδες, σαράφηδες…) και διανυκτέρευσα στο Αιγάλεω, Λοιμωδών Νόσων, εντός δωματίου από τσιμεντόλιθους μαζί μ’ άλλους τέσσερες – απέναντι στου «Βλάχου» η Μπέλλου σ’ όλη την ομορφιά και τη δόξα της…».
«Πώς τυπώνεται και πώς κυκλοφορεί το βιβλίο ενός νεότερου συγγραφέα εκείνα τα χρόνια; Μιλάμε, φυσικά, για μια ποιητική συλλογή που σπάνια ξεπερνούσε τα τρία τυπογραφικά ή πεζογραφήματα έως 100 σελίδες. Ο συγγραφέας ήταν όλα: εκδότης και παραγωγός, διορθωτής κι επιμελητής, διαθέτης και διανομέας… Τα χαρτιά, η επιλογή και η αγορά τους από τον Διονυσόπουλο στην Πλατεία Αγίων Θεοδώρων…».

«Για πρώτη φορά μπαίνω σε τυπογραφείο όταν ο Βαγιάνος με στέλνει με μια λογοτεχνική έκδοση εντός κλειστού φακέλου στον ωραίο ποιητή και άνθρωπο Γεράσιμο Αμπάτη, αρχιδιορθωτή και φιλολογικό συνεργάτη της “Ακροπόλεως” – το τυπογραφείο της εφημερίδας πανάρχαιο, όπως και του Χρυσοβέργη στην ίδια στοά Πάππου, κάτω χώμα κι απάνω κεραμίδια, θυμάμαι, είχα φτάσει εκεί μετά ραγδαία βροχή και περπάτησα ως τον Γεράσιμο πάνω σε μαδέρια… επιπλέοντα… Το “Βυζάντιον” είχε κι αυτό πάτωμα εκ χώματος, έμπαζε από παντού, πλημμύριζε με τη βροχή κι ο Μπάμπης σταμάταγε τους καφέδες, τα τσάγια και τα χαμομήλια και… στέγνωνε το “πάτωμα” εξαπολύοντας τσουβάλια πριονίδι…».
«Με το τέλος του Εμφυλίου, εκεί στα 1951-52, δημιουργείται ένας πυρήνας από ποιητές κυρίως, αλλά και κάποιους πεζογράφους, ζωγράφους και ηθοποιούς, που θα κρυσταλλωθεί στα 1954-55. Ο ποιητής Τέος Σαλαπασίδης, είναι αυτός που για λίγο καιρό θ’ ανεβαίνει μόνος στο Πατάρι, ανάμεσα σε παλιότερους, πριν αρχίσουν να μαζεύονται γύρω του τα πρώτα στελέχη: Καρούζος και Χριστοδούλου, Πρωταίος και Κατσαρός…


«Ο Τάκης, το πρώτο γκαρσόνι, ο μετρ, ο φίλος μας, ευφυολόγος και χλευαστικός, πάντα… κουρασμένος και πάντα ανθρώπινος, γενναιόδωρος στις απενταρίες μας κι αυτός όπως ο Μπάμπης, είχε κι ένα χάρισμα παραπάνω: όταν δεν σερβίριζε ή δεν γούσταρε καθόταν στο τραπέζι μας… Στην πραγματικότητα το Πατάρι ήταν απαγορευμένος Παράδεισος για κάμποσους που τον ορέγονταν, “διασημότητες” της εποχής κι όσους δεν γουστάραμε, τους κάναμε άγριες φάρσες και κάποτε τους προπηλακίζαμε…
«Ο κόσμος της πρωτοπορίας έκανε περάσματα και στα καφέ- ζαχαροπλαστεία και στα μπαρ-ουζερί: Πικαντίλι και Ρωσικόν, Μπραζίλιαν, Απότσος κι Ορφανίδης, ακόμα Ζώναρς και Φλόκα, όπου τάραζε τα νερά, προκαλώντας συχνά επεισόδια, πιο σωστά συμβάντα…».

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιχνευτής» (Δεκέμβριος 1987), με τον τίτλο «Με το Θωμά Γκόρπα στην Αθήνα της αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’50»).
…………………………………….

Ποιοι μας αγαπάνε;


Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα το πάρει;
Ποιοι μας αγαπάνε;
Κλειστό μαγαζί
κλειστό μαγαζί της αγάπης.
Κι αυτό το καλοκαίρι φέρνει για μένα μπάνια
σ’ αχρησιμοποίητες ακρογιαλιές
θαλασσινά ναπολιτάνικα φαγιά, μπύρες, ουίσκια
άγρια εκμετάλλευση εχθρών και φίλων
αποκρουστικά ξενύχτια σε ντεκόρ ποιητικά κι ευχάριστα.
Είμαι κουρασμένος πολύ κουρασμένος μέσα
πώς θέλετε να το δείτε, ανοίξτε με να το δείτε
έχω όμως κουράγιο
αδυνατώ να επιχειρήσω με πνεύμα επιχειρησιακό την ηλικία μου
αδυνατώ να πιστέψω πως αγάπησε έστω κι ένας έως τώρα
αδυνατώ να βρω μια σκοπιμότητα στην τέχνη
εκτός της σκοπιμότητος πως πρέπει να ζήσει κι αυτή
όπως τόσα άλλα ωραία ή χαμερπή αδιάφορο…
Σου λέω: Θέλω να γείρω… να ξεκουραστώ… να γείρω…
να μάθω πάλι να μετράω τ’ άστρα χωρίς να χάνω και τον ουρανό
να ξαναγίνω θαυμαστής του ηλιοβασιλέματος
να λαχταράω το τσιγάρο ενώ δεν το έχω μάθει ακόμα.
Σου λέω: Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω
ν’ αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω.


Εμείς


 Πιθανόν εμείς να πέφτουμε έξω μ’ όλα αυτά τα φτηνά μας γούστα
που τα πληρώνουμε πανάκριβα για τα μπουζούκια
και τα παρεμφερή ωραία πράγματα…
Πιστεύω να υπάρξει ένας παράδεισος και για μας
γεμάτος ανυπολόγιστα φιλιά, τσιγάρα, καφέδες και κρασιά, κουτούκια
και ταξιά, έρημες μεταμεσονύχτιες πλατείες, κλειστά μαγαζιά
κλειστά παράθυρα κι από πίσω οι καλές γυναίκες μόνες
ή με τον άντρα τους και γι’ αυτό δυο φορές μόνες…


Αγάπες


 Φύσημα των δέντρων σβήσιμο του κύματος
άναμμα των φώτων σε πόλεις παραλιακές
ωραία πράγματα στον τοίχο, ωραία κι ανώνυμα
παρηκμασμένα μαγαζιά, έρημοι σιδηροδρομικοί σταθμοί
τυχαία ταξίδια μαγικά σ’ αγνοημένα μέρη επαρχιακά.


Η Ποίηση


Μνήμη Δημήτρη Χριστοδούλου
Το χειρότερο και το καλύτερο στη ζωή ποιητή
Να χτίζεις για τους άλλους πύργους και παλάτια
Παίρνοντας πέτρα απ’ το νταμάρι της καρδιάς σου

Σκαμμένης απ’ τα χαμόγελα τα πάρε και τα δάκρυα
Παίρνοντας χρώμα και γυαλί απ’ την μεγάλη σου αγάπη
Που γίνεται βράδι πρωί κομμάτια…  Πατάρι
Ανάμεσα από καφέ εσπρέσο και ντουμάνια
Οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
Για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια

Κάποτε τέλειωσε αυτή η ιστορία
κ’ οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
τόσοι πουλάν στην αγορά όσο τα τελευταία τους ρετάλια
τόσοι αγοράζουν γιατρικά πανάκριβα για μια ποίηση ξεγραμμένη πια
οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
κ’ οι φίλοι…


Φιλοδοξίες


 Θέλω να γράψω για το φασισμό στην άσφαλτο
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
σαγηνευτικά και ρουμελιώτικα κοκορετσάδικα!

Θέλω να γράψω για τον έρωτα του αυτοκινήτου
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
μεθυσμένα κάρα, μεθυσμένα κι αργοκίνητα.

Θέλω να γράψω για τους προοδευτικούς διανοούμενους
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
χρόνια πριν απ’ το ’20 όταν ο Βάρναλης
ήταν ωραίος μπεκρής τραμπούκος και βασιλόφρονας…


Βροχή Εικόνων


Στον Ζακ Πρεβέρ
Μου φεύγουν οι λέξεις σαν πρωινά πουλιά, ξαναγυρίζουν το βράδι
Κατεβαίνουν την πλαγιά αρνιά, το βέλασμά τους γίνεται χάδι για Την καρδιά.
Πουλιόνται φτερά στην αγορά μα εγώ μαραζώνω
δεν έχω λεφτά ούτε για τα τσιγάρα μου που λέμε ούτε ψεύτικα κατοχικά
Που τα έδιναν τότε στα παιδιά να παίζουν για να μην κλαίνε.
Παλιώνουν οι φίλοι παλιώνουν οι καημοί της μάνας μου τα μαγαζιά
Όλα παλιώνουν σ’ αυτόν τον ψεύτη ντουνιά έξον απ’ τα τραγούδια
και μερικές γυναίκες γυμνές μέσα τους.
Πέταλα καρδιές πουλιών ούζα και πρώτα φώτα με το σούρουπο
τα τελευταία λόγια στην αγάπη το μαχαίρι τα γιαχαρά και ή μαχαιριά.
Ένα χαμάλης κάνει το τελευταίο του θέλημα
εσύ χτυπάς το στήθος σου και εγώ Καπνίζω…


Νταλκάδες


Στον Ανδρέα Εμπειρίκο
Η Ποίηση είναι ένας δρόμος σπαρμένος με καρφιά
είναι μια στρατιά καρφιά όπου φιλοξενούν στο ρετιρέ τους ρόδα.
Εσύ δεν είσαι καμωμένη από ρόδα δεν είσαι καρφί
αλλά μια απελπισμένη άγνωστη παραλία που έχασε για πάντα
κολυμβητάς και βάρκες και ψαρέματα και τα ελάχιστα εκείνα μοναδικά ζευγάρια
τα τόσο ευχαριστημένα και θλιμμένα.
Όταν με κυνήγαγε η πολιτική με κυνήγαγες κ’ εσύ.
Τώρα που σε κυνηγάω εγώ έγινα σαν την πολιτική
και ίσως πλέον αφόρητος και πλέον ανελέητος απ’ αυτήν.
Σ’ αγαπάω σημαίνει τρυπάω με καρφίτσα παλιά σύννεφα και πέφτει βροχή.
Μαζεύω τη βροχή όπως μια κόρη μαζεύει παπαρούνες στον αγρό.
Μεταξύ των σπλάχνων μου και των χειλιών μου συναντάω πάλι τη λέξη πλάγια
αλλά αυτή από καιρό δεν είναι λέξη πια αλλά τα μαλλιά σου
ή φωτιά συνθλιβομένη από φορμαρισμένα ερωτικά φύλλα χείλη δροσιάς.
…………………………………….

Θωμάς Γκόρπας - Ἡ Μαίριλυν


Μαζὶ μὲ σὲ θυμᾶμαι καὶ τὸν Μπελογιάννη.

Τὸ σῶμα μου εἶχε τὴν παγκόσμια θέα

τὸ σῶμα σου φιλοξενοῦσε τὴν παγκόσμια ἀγωνία

τὸ σῶμα σου τὸ κάναμε γινάτι καὶ ταμπούρι

τὸ σῶμα σου ἀγαπημένη τῶν ἀγαπημένων

σὰν τὴ ζωὴ ὅταν βγαίνει στὸ παζάρι

σὰν τὴ ζωὴ ὅταν στὰ πόδια της κυλᾶνε ἄστρα

σὰν τὴ ζωὴ ὅταν μαζεύεται τὸ βράδι

σὰν τὴ ζωὴ ὅταν κυλάει ἀπὸ κρεβάτι σὲ κρεβάτι

σὰν τὴ ζωὴ ὅταν μαχαιρώνεται μὰ δὲν τὴν παίρνουνε τὰ δάκρυα.

Τὸ σῶμα σου τὸ φόρεσαν κονκάρδα

αὐτοὶ ποὺ πρόδωσαν αὐτοὶ ποὺ ξέχασαν αὐτοὶ ποὺ πᾶνε

αὐτοὶ ποὺ ἔχει στὸ στόμα τοὺς παγώσει

τὸ λίπος τῶν μελὸ ἐπιτάφιων λόγων

καὶ τῶν ἐπίκαιρων στίχων.

Οἱ βιρτουόζοι

τῶν γυναικείων λυγμῶν

καὶ τῶν ὡραίων ἀναστεναγμῶν

καὶ τῶν μισθῶν καὶ τῶν Σᾶς ἄρεσε;

Καλὸ δὲν ἦταν;… Εὐχαριστῶ!

Γλυκιά μου Μαίριλυν κι ἀκόμα πιὸ γλυκιὰ

ὅταν οἱ τίμιοι θολώνουν καὶ σὲ λὲν πουτάνα

γλυκιά μου Μαίριλύν μᾶς ἄφησες ἕνα στόμα

νὰ σεργιανάει στοῦ κόσμου τὶς πληγές.

…………………………………….
                                          Θωμάς Γκόρπας  




 ……………………………………. 
 
Αη-Συμιός_ Θωμας Γκορπας 
                 Τραγωδιαβιντεο-μουσικη,φωνη Βακαλιός Πετρος, στιχοι ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου