"Όταν είμαστε μες στα σκατά ως το λαιμό, δε μένει παρά να τραγουδήσουμε." Σάμιουελ Μπέκετ
Σάμιουελ Μπέκετ, Τρία Ποιήματα
Σάμιουελ Μπέκετ, Τρία Ποιήματα
Μεταφράζει η Κατερίνα Καντσού
Επιλεγμένα Ποιήματα 1930-1989
Ζεύγος Ελευθερίας Τα γεμάτα επιθυμία χείλη της είναι γκρι και χωρισμένα σαν μια μεταξωτή θηλειά απειλώντας ένα μικρό, παράξενο τραύμα. Αρπάζεται νωχελικά πάνω σε ευαίσθητα κι άγρια πράγματα περήφανη που τα έχει αποσυνθέσει από τη θανατηφόρα σκιά της ομορφιάς της. Αλλά θα πεθάνει και η παγίδα της ομορφιάς της που τόσο υπομονετικά προσφέρεται στην εξημερωμένη άγρυπνη θλίψη μου θα σπάσει και θα κρεμαστεί σ’ ένα θλιβερό μισοφέγγαρο. Άτιτλα Ο δικός μου τόπος βρίσκεται πάνω στη ρέουσα άμμο ανάμεσα απ’ τα βότσαλα και τους αμμόλοφους η καλοκαιρινή βροχή βρέχει τη ζωή μου και η ταλαιπωρημένη μου ζωή τρέπεται σε φυγή μία στην αρχή της και μία στο τέλος της Η γαλήνη μου βρίσκεται εκεί- στην υποχωρούσα ομίχλη όταν ίσως παύσω να περπατώ αυτά τα μακριά ασταθή κατώφλια και ζήσω μέσα στο χώρο μιας πόρτας που ανοίγει και κλείνει * Τι θα έκανα χωρίς αυτή την απρόσωπη αδιαφορία του κόσμου όπου το να βρίσκεσαι διαρκεί παρά μια στιγμή, όταν η κάθε στιγμή ρίχνει μέσα στο κενό την άγνοια του να έχεις υπάρξει Χωρίς αυτό το κύμα όπου στο τέλος το σώμα και η σκιά του καταπίνονται Τι θα έκανα χωρίς αυτή την σιωπή όπου τα μουρμουρίσματα πεθαίνουν τα λαχανιάσματα, οι φρενίτιδες οδεύουν προς την αγάπη Χωρίς αυτό τον ουρανό που ίπταται πάνω απ’ τη σαβουριασμένη σκόνη του Τι θα έκανα που δεν έχω ήδη κάνει χθες και προχθές περιεργαζόμενος το σκοτεινό μου φως και ψάχνοντας για κάποιο άλλο περιπλανώμενος μέσα στη δίνη μακριά από καθετί ζωντανό μέσα σ’ ένα σπασμωδικό μέρος άφωνος μέσα σε φωνές χιλιάδες που συνωστίζονται στην κρυψώνα μου * Θα ήθελα η αγάπη μου να πεθάνει και η βροχή να πέφτει πάνω στον τάφο της και σε μένα καθώς θα περπατώ στους δρόμους πενθώντας την που σκέφτηκε να με αγαπήσει Συνδεδεμένος 1. Είναι τέτοια η απελπισία στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις Που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια Απ’ το να μη γίνεται καθόλου; Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες δεν είναι ποτέ αρκετές γι’ αυτούς που αγαπάμε ούτε εννέα μήνες ούτε εννέα ζωές 2. Και σου λέω πάλι εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο ακόμα και τις τελευταίες φορές τις τελευταίες φορές που ικετεύεις τις τελευταίες φορές που αγαπάς ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι πως ίσως δεν αγαπηθώ πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν αν σε αγαπήσουν εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν Samuel Beckett, “Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες” (μτφρ: Ιωάννα Αβραμίδου)* Τι θα ‘κανα δίχως αυτό τον κόσμο δίχως πρόσωπο και δίχως απορίες Όπου το Είναι διαρκεί μόνο για μια στιγμή κι όπου η κάθε μια στιγμή Χύνει στη λήθη στο κενό το γεγονός ότι υπήρξα Δίχως αυτό το κύμα όπου στο τέλος Σώμα και σκιά μαζί καταποντίζονται Τι θά’κανα δίχως εκείνη τη σιωπή που ψιθυρίζοντας βγαίνει από τα έγκατα Ασθμαίνοντας και οργισμένη ζητά αγάπη και βοήθεια Δίχως τον ουρανό εκείνο που υψώνεται Πάνω από τη σκόνη των ίδιων του των ναυαγίων τι θά’κανα θα έκανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα κοιτώντας από τον φεγγίτη μου μήπως δεν είμαι μόνος να περιπλανιέμαι νʼ αποστρέφομαι ετούτη τη ζωή μέσα σε ένα σύμπαν που σπαράζει μέσα σε όλες τις φωνές δίχως φωνή δική μου φωνές που εγκλωβίστηκαν μαζί μου * Dieppe Ακόμα η τελευταία άμπωτις Το νεκρό βότσαλο Στροφή βάδην μετά Προς την φωτισμένη πόλη * Έρχονται διαφορετικές και ίδιες Με καθεμιά τους είναι διαφορετικά και είναι ίδια Με καθεμιά η απουσία έρωτα είναι διαφορετική Με καθεμιά η απουσία έρωτα είναι ίδια * μουσική της αδιαφορίας καρδιά χρόνος αέρας φωτιά άμμος της σιωπής καθίζηση ερώτων κάλυψε τις φωνές τους και μη με ξανακούσω πλέον να σιωπώ * Η μύγα Ανάμεσα στο σκηνικό κι εμένα Το τζάμι Κενό εκτός από εκείνη Μπρούμητα ξαπλωμένη μαγγωμένη μες στα μελανά της έντερα Κεραίες τρελαμένες πτερύγια ενωμένα Πόδια πλεγμένα στόμα θηλάζον στο κενό Σπαθίζοντας το κυανό συνθλίβεται στο αόρατο Κάτω από τον ανίσχυρό μου αντίχειρα ανατρέπει Τη θάλασσα και τον γαλήνιο ουρανό * Ακολουθώ τη ροή της άμμου που γλιστρά Ανάμεσα αμμόλοφο και βότσαλο Η θερινή βροχή βρέχει τη ζωή μου Εμένα τη ζωή μου που μου διαφεύγει με καταδιώκει Απʼ όταν άρχισε μέχρι που να τελειώσει Σε βλέπω αγαπημένη στιγμή Μέσα σʼ αυτό το παραπέτασμα ομίχλης που διαλύεται Όπου θα σταματήσω να πατώ αυτά τα μακριά κινούμενα κατώφλια Θα ζήσω τόσο όσο διαρκεί το ανοιγοκλείσιμο μιας πόρτας * Θαʼθελα να πεθάνει η αγάπη μου Και η βροχή να πέφτει στο νεκροταφείο Και στα δρομάκια όπου βαδίζω Χύνοντας δάκρυα βροχή για κείνη που πίστεψε ότι μʼ αγάπησε |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου