Σάμιουελ Μπέκετ: Ένας υπαρξιστής φιλόσοφος του παραλόγου
Τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα.
Ο Σάμουελ Μπέκετ γεννήθηκε στο Φόξροκ της Ιρλανδίας, κοντά στο Δουβλίνο, στις 13 Απριλίου 1906. Σπούδασε γαλλική και ιταλική φιλολογία στο Κολέγιο Τρίνιτυ του Δουβλίνου. Το 1928 γνώρισε στο Παρίσι τον Τζέιμς Τζόυς, του οποίου υπήρξε έκτοτε στενός φίλος και γραμματέας. Το 1937 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γαλλία, όπου και έζησε ως το τέλος της ζωής του. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου: ποίηση, δοκίμιο, μυθιστόρημα, θέατρο. Από τα σημαντικότερα πεζά του: η τριλογία "Μολλόυ", "Ο Μαλόν πεθαίνει", "Ο ακατανόμαστος"· "Πρώτος έρωτας"· "Φαντασία νεκρή φαντάσου"· "Ο ερημωτής". Το 1952 γίνεται ευρύτερα γνωστός με το πρώτο του παιγμένο και δημοσιευμένο θεατρικό έργο, το "Περιμένοντας τον Γκοντό". Ακολούθησαν: "Τέλος του παιχνιδιού", "Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ", "Ευτυχισμένες μέρες", "Θέατρο", και πολλά άλλα σύντομα έργα. Το 1969 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε στο Παρίσι στις 22 Δεκεμβρίου 1989.
Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ο τίτλος θεατρικού έργου (1948) του Σάμιουελ Μπέκετ, στο οποίο οι χαρακτήρες περιμένουν έναν άνθρωπο που δεν έρχεται ποτέ. Η απουσία αυτή του Γκοντό έχει αποτελέσει το θέμα για πάμπολλες ερμηνείες του έργου από την πρώτη του θεατρική παρουσίαση.
Υπόθεση του έργου
Δυο άνδρες, ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν, συναντιούνται κοντά σε ένα δένδρο. Συζητάνε για διάφορα θέματα και ανακαλύπτουν ότι περιμένουν έναν άνδρα, που ονομάζεται Γκοντό. Όσο περιμένουν, εμφανίζονται άλλοι δυο, ο Πότζο και ο Λάκι: ο πρώτος πηγαίνει στην αγορά για να πουλήσει το δεύτερο, που είναι δούλος του. Ο Πότζο συζητάει με το Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν όσο ο Λάκι τους διασκεδάζει και στη συνέχεια φεύγουν. Στη συνέχεια, εμφανίζεται ένα αγόρι που λέει στο Βλαντιμίρ ότι είναι αγγελιαφόρος του Γκοντό: ο Γκοντό δε θα 'ρθει σήμερα, αλλά σίγουρα θα έρθει αύριο. Αφού φύγει το αγόρι, οι δυο άνδρες αποφασίζουν να φύγουν, αλλά δεν μετακινούνται καθώς πέφτει η αυλαία.Το επόμενο βράδυ, ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν συναντιούνται ξανά κοντά στο δέντρο περιμένοντας τον Γκοντό. Εμφανίζονται ξανά ο Λάκι και ο Πότζο, μόνο που αυτή τη φορά ο πρώτος είναι μουγγός κι ο δεύτερος τυφλός. Ο Πότζο δε θυμάται τη συζήτηση με τους δυο άνδρες το προηγούμενο βράδυ, φεύγει μαζί με το Λάκι και οι δυο άνδρες συνεχίζουν να περιμένουν. Το αγόρι ξανάρχεται για να πει ότι ο Γκοντό δε θα 'ρθει, αλλά επιμένει ότι δε μίλησε χτες με το Βλαντιμίρ. Οι δυο άνδρες αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν, κρεμώμενοι από το δέντρο, αλλά αποτυγχάνουν, γιατί σαν "σχοινί" έχουν μόνο τη ζώνη του ενός. Αποφασίζουν να φύγουν, αλλά η αυλαία πέφτει και κανείς από τους δυο δεν έχει φύγει από τη θέση του.
Η ταυτότητα του Γκοντό
Είναι ίσως το πιο γνωστό έργο του Ιρλανδού δραματουργού, το οποίο έχει δεχθεί πολλές ερμηνείες και συζητήσεις για την ταυτότητα του Γκοντό. Μια ερμηνεία είναι ότι πρόκειται για την αγγλική λέξη "God" (θεός) και τη συχνή γαλλική κατάληξη -ot, κάτι που θα έδινε μια μεταφυσική διάσταση στο έργο. Οι δυο χαρακτήρες περιμένουν την άφιξη μιας υπερβατικής φιγούρας που θα τους σώσει, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Ο ίδιος ο Μπέκετ πάντα αρνιόταν αυτή την ερμηνεία, ενώ σε επιστολή του το 1952 ανέφερε ότι ούτε ο ίδιος είχε σκεφτεί ή γνώριζε "ποιος είναι ο Γκοντό".
Σάμιουελ Μπέκετ ~ Σαχλοκουβέντες
*
θα’ θελα η αγάπη μου να πέθαινε
θα’ θελα να ‘βρεχε στο κοιμητήρι
και στα δρομάκια που διαβαίνω
κλαίγοντας αυτήν που πίστεψε ότι μ’ αγάπησε
κρανίο μονάχο έξω και μέσα
κάπου ενίοτε
σαν κάτι
κρανίο καταφύγιο τελευταίο
δοσμένος απ’ έξω
φτυστός Bocca μες στον καθρέφτη
το μάτι στον έσχατο φόβο
ανοίγει διάπλατα ξανακλείνει
μην έχοντας πια τίποτα
έτσι ενίοτε
σαν κάτι
απ’ τη ζωή όχι αναγκαστικά
κάθε μέρα επιθυμείς
να’ σαι μια μέρα ζωντανός
όχι βέβαια χωρίς να λυπάσαι
μια μέρα που γεννήθηκες
τίποτα μηδαμινό
δεν θα’ χε υπάρξει
για το τίποτα
τόσο υπαρκτό
τίποτα
μηδαμινό
βήμα το βήμα
πουθενά
κανένας μόνος
δεν ξέρει πώς
μικρά βήματα
πουθενά
επίμονα.
(Από τα «Ποιήματα συνοδευόμενα από Σαχλοκουβέντες»
*
Τι θα ‘κανα χωρίς αυτόν τον κόσμο χωρίς πρόσωπο χωρίς απορίες
όπου η ψυχή δε ζει παρά μια στιγμή όπου κάθε στιγμή
χάνεται στο κενό στη λησμονιά της αλλοτινής της ύπαρξης
χωρίς αυτό το κύμα όπου στο τέλος
κορμί και σκιά καταβροχθίζονται
τι θα ‘κανα χωρίς αυτή τη σιωπηλή δίνη των ψιθύρων
που ασθμαίνει μανιασμένη για βοήθεια γι’ αγάπη
χωρίς αυτόν τον ουρανό που υψώνεται
πάνω απ’ τη σκόνη της σαβούρας του
τι θα ‘κανα θα ‘κανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
αγναντεύοντας απ’ το φεγγίτη μου μπας και δεν είμαι μόνος
να πλανιέμαι και να φεύγω μακριά απ’ όλη ετούτη τη ζωή
σ’ ένα χώρο μπερδεμένο
χωρίς φωνή ανάμεσα στις φωνές
που είν’ έγκλειστες μαζί μου
(Από τη συλλογή «Ποιήματα συνοδευόμενα από Σαχλοκουβέντες»
Σάμιουελ Μπέκετ : Η Τραγωδία μας αρχίζει απ’ τη στιγμή που σκεφτήκαμε
*
«Είμαστε καταδικασμένοι σε έναν αιώνιο μονόλογο, χωρίς έννοια, χωρίς περιεχόμενο. Σε ένα αιώνιο μουρμούρισμα.»
«Να μιλάμε, και να μιλάμε για το τίποτα.»
θα’ θελα να ‘βρεχε στο κοιμητήρι
και στα δρομάκια που διαβαίνω
κλαίγοντας αυτήν που πίστεψε ότι μ’ αγάπησε
κρανίο μονάχο έξω και μέσα
κάπου ενίοτε
σαν κάτι
κρανίο καταφύγιο τελευταίο
δοσμένος απ’ έξω
φτυστός Bocca μες στον καθρέφτη
το μάτι στον έσχατο φόβο
ανοίγει διάπλατα ξανακλείνει
μην έχοντας πια τίποτα
έτσι ενίοτε
σαν κάτι
απ’ τη ζωή όχι αναγκαστικά
κάθε μέρα επιθυμείς
να’ σαι μια μέρα ζωντανός
όχι βέβαια χωρίς να λυπάσαι
μια μέρα που γεννήθηκες
τίποτα μηδαμινό
δεν θα’ χε υπάρξει
για το τίποτα
τόσο υπαρκτό
τίποτα
μηδαμινό
βήμα το βήμα
πουθενά
κανένας μόνος
δεν ξέρει πώς
μικρά βήματα
πουθενά
επίμονα.
(Από τα «Ποιήματα συνοδευόμενα από Σαχλοκουβέντες»
*
Τι θα ‘κανα χωρίς αυτόν τον κόσμο χωρίς πρόσωπο χωρίς απορίες
όπου η ψυχή δε ζει παρά μια στιγμή όπου κάθε στιγμή
χάνεται στο κενό στη λησμονιά της αλλοτινής της ύπαρξης
χωρίς αυτό το κύμα όπου στο τέλος
κορμί και σκιά καταβροχθίζονται
τι θα ‘κανα χωρίς αυτή τη σιωπηλή δίνη των ψιθύρων
που ασθμαίνει μανιασμένη για βοήθεια γι’ αγάπη
χωρίς αυτόν τον ουρανό που υψώνεται
πάνω απ’ τη σκόνη της σαβούρας του
τι θα ‘κανα θα ‘κανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
αγναντεύοντας απ’ το φεγγίτη μου μπας και δεν είμαι μόνος
να πλανιέμαι και να φεύγω μακριά απ’ όλη ετούτη τη ζωή
σ’ ένα χώρο μπερδεμένο
χωρίς φωνή ανάμεσα στις φωνές
που είν’ έγκλειστες μαζί μου
(Από τη συλλογή «Ποιήματα συνοδευόμενα από Σαχλοκουβέντες»
Σάμιουελ Μπέκετ : Η Τραγωδία μας αρχίζει απ’ τη στιγμή που σκεφτήκαμε
*
«Είμαστε καταδικασμένοι σε έναν αιώνιο μονόλογο, χωρίς έννοια, χωρίς περιεχόμενο. Σε ένα αιώνιο μουρμούρισμα.»
«Να μιλάμε, και να μιλάμε για το τίποτα.»
(Έτσι μας λέει στον «Ακατανόμαστο», που αποτελεί το τρίτο μέρος της τριλογίας που έγραψε στα έτη 1948-1953. Τα άλλα δυο ήταν «Μολλόϋ και Ο Μαλόν πεθαίνει»).
*
Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο τον χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Πότε! Πότε! Μια μέρα! Δεν σας φτάνει αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; Ξεγεννάνε καβάλα σ' ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι. - Περιμένοντας τον Γκοντό (1948)
*
Όλοι γεννιόμαστε τρελοί. Μερικοί παραμένουν. - Περιμένοντας τον Γκοντό (1948)
*
Ο Θεός είναι ένας μάρτυρας που δεν μπορεί να ορκιστεί. - Watt (1943)
*
Μη περιμένετε να σας κυνηγήσουν για να κρυφτείτε, αυτή ήταν πάντα η αρχή μου. - Μολλόυ (1951)
*
Κάθε λέξη είναι ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα.
*
Στην άλλη ζωή, θα καθόμαστε και θα μιλάμε για τις παλιές καλές μέρες που ευχόμασταν να ήμαστε νεκροί.
*
Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο τον χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Πότε! Πότε! Μια μέρα! Δεν σας φτάνει αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; Ξεγεννάνε καβάλα σ' ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι. - Περιμένοντας τον Γκοντό (1948)
*
Όλοι γεννιόμαστε τρελοί. Μερικοί παραμένουν. - Περιμένοντας τον Γκοντό (1948)
*
Ο Θεός είναι ένας μάρτυρας που δεν μπορεί να ορκιστεί. - Watt (1943)
*
Μη περιμένετε να σας κυνηγήσουν για να κρυφτείτε, αυτή ήταν πάντα η αρχή μου. - Μολλόυ (1951)
*
Κάθε λέξη είναι ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα.
*
Στην άλλη ζωή, θα καθόμαστε και θα μιλάμε για τις παλιές καλές μέρες που ευχόμασταν να ήμαστε νεκροί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου