Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς


Γέννηση13 Ιουνίου 1865
ΔουβλίνοΙρλανδία
Θάνατος28 Ιανουαρίου 1939
Γαλλία
ΥπηκοότηταΔημοκρατία της Ιρλανδίας
Ιδιότηταποιητήςπεζογράφοςθεατρικός συγγραφέαςδοκιμιογράφος
ΒραβεύσειςΒραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας(1923)
ΥπογραφήYeats Signature.jpg

Αυτούς που πολεμώ δεν τους μισώ,
Αυτούς που προστατεύω δεν τους αγαπώ.

Βιογραφία


Πορτρέτο του ποιητή Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς από τον πατέρα του Τζον Μπάτλερ Γέιτς
Ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς γεννήθηκε στο προάστιο του Σάντιμαουντ στο Νότιο Δουβλίνο. Είχε άλλα τρία μικρότερα αδέρφια, τον Τζακ (1871-1957), την Ελίζαμπεθ (1868-1940) και τη Σούζαν(1866-1949): όλοι τους ακολούθησαν κατά κάποιον τρόπο καλλιτεχνική πορεία. Όταν ήταν δυο ετών, η οικογένειά του μετακόμισε από το Δουβλίνο στο Σλίγκο κι έπειτα στο Λονδίνο λόγω της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του πατέρα, Τζον Μπάτλερ Γέιτς, που ήταν ζωγράφος. Τα παιδιά της οικογένειας έλαβαν μόρφωση κατ' οίκον, ενώ η μητέρα τους, που νοσταλγούσε την Ιρλανδία, τους αφηγούνταν παραδοσιακές ιστορίες και παραμύθια από την πατρίδα τους.
Το 1877, ο Γέιτς πηγαίνει στη Σχολή Γκόντολφιν, όπου έχει μέτριες σχολικές επιδόσεις. Ξυπνά μέσα του ο ιρλανδικός πατριωτισμός. Για οικονομικούς λόγους, η οικογένεια επιστρέφει στοΔουβλίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1880, αρχικά διαμένοντας στο κέντρο της πόλης κι έπειτα μετακομίζοντας στο προάστιο Χωθ.
Κατά τα έτη 1881-1883, ο Γέιτς τελειώνει το Λύκειο, ενώ περνάει αρκετό χρόνο του στο ατελιέ του πατέρα του, όπου και έρχεται σε επαφή με πληθώρα καλλιτεχνών και συγγραφέων τουΔουβλίνου. Από το 1884 ως το 1886, φοιτά στο Metropolitan School of Art. Κατά αυτή την περίοδο ξεκινάει να γράφει και τα πρώτα του ποιήματα και το 1885 τα εκδίδει, μαζί με ένα δοκίμιο ("Η ποίηση του Σερ Σάμιουελ Φέργκιουσον") στο Dublin University Review. Τα πρώτα αυτά ποιήματα του Γέιτς έχουν επηρεαστεί έντονα από το στυλ των Προραφαηλιτών ποιητών και την ποίηση του Πέρσι Σέλλεϋ, ενώ λίγο αργότερα στρέφεται στους μύθους, στη λαϊκή ιρλανδική παράδοση και στην ποίηση του Ουίλλιαμ Μπλέηκ.
Το 1889, ο Γέιτς γνωρίζει τη Μωντ Γκον, νεαρή κληρονόμο, οπαδό του εθνικιστικού ιρλανδικού κινήματος. Φανερά γοητευμένος από την ομορφιά της, της κάνει πρόταση γάμου αρκετές φορές μέχρι το 1901, εκείνη όμως αρνείται και τελικά παντρεύεται τον εθνικιστή Τζον ΜακΜπράιντ το 1903. Ωστόσο, η μορφή της επηρέασε την ποίησή του, καθώς αποτέλεσε έμπνευση για κάποια από τα ερωτικά του ποιήματα.
Το 1896, γνωρίζει τη Λαίδη Γκρέγκορι μέσω του κοινού τους γνωστού, Έντουαρντ Μάρτιν. Η Λαίδη Γκρέγκορι ενθαρρύνει τον πατριωτισμό του Γέιτς και τον πείθει να συγγράψει θεατρικά έργα. Στο Λονδίνο έρχεται σε επαφή με την Έλενα Μπλαβάτσκυ και γίνεται μέλος της Θεοσοφικής Εταιρείας, ενώ έγινε επίσης δεκτός το Μάρτιο του 1890 στο μυστικιστικό Τάγμα της Χρυσής Αυγής.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1904, ιδρύει μαζί με τη Λαίδη Γκρέγκορι και άλλους Ιρλανδούς συγγραφείς το Abbey Theatre στο Δουβλίνο, όπου παρουσιάζει θεατρικά του έργα καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Η επιτύμβια στήλη του ποιητή στην ιρλανδική κομητεία του Σλίγκο
Το 1913, ο Γέιτς γνώρισε τον Αμερικανό ποιητή Έζρα Πάουντ στο Λονδίνο, ο οποίος για τα επόμενα χρόνια βρέθηκε κοντά του, εξυπηρετώντας τον εν μέρει στο ρόλο του γραμματέα. Το 1916, σε ηλικία 51 ετών, έκανε πρόταση γάμου στην κατά 27 χρόνια νεότερή του Τζόρτζι Χάιντ-Λις, με την οποία παντρεύτηκε την ίδια χρονιά και έκαναν δυο παιδιά, την Αν και το Μάικλ.
Το 1923 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για την "πάντα εμπνευσμένη ποίησή του, της οποίας η υψηλή καλλιτεχνική μορφή εκφράζει το πνεύμα ενός ολόκληρου έθνους".
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ασχολήθηκε και με την πολιτική, καθώς εκλέχτηκε στην Ιρλανδική Σύγκλητο το 1922 και το 1925. Πέθανε το 1939. Το Abbey Theatre παρέμεινε κλειστό για μια βδομάδα μετά το θάνατό του, ως ένδειξη φόρου τιμής.

Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς: 7 ποιήματα


Το παλτό 

Στο τραγούδι μου έφτιαξα παλτό
Από παλιές μυθολογίες βγαλμένο 
Με στολίδι καλυμμένο
Από τη φτέρνα ως το λαιμό.
Μα άντρες ανόητοι τ’ αρπάξαν 
Στου κόσμου τα μάτια φορέσαν το παλτό 
Και σαν να το κέντησαν εκείνοι προχωρούν
Τραγούδι μου, άσε τους να το φορούν
Γιατί είναι τολμηρότερο, θαρρώ
Γυμνός να περπατάς. 

Ο βιολιστής
του Ντούνει
 

Όταν το βιολί μου στο Ντούνει παίζω
Οι γύρω μου σαν της θάλασσας χορεύουνε το κύμα
Ο ξάδερφός μου στο Κίλβαρεντ είναι παπάς,
Παπάς στο Μουχάραμπι ο αδελφός μου. 

Αδερφό και ξάδερφο εγώ έχω ξεπεράσει:
Σελίδες με προσευχές διαβάζουνε εκείνοι
σελίδες με τραγούδια διαβάζω εγώ
που από του Σλάιγκο αγόρασα το πανηγύρι. 

Το τέλος του χρόνου σαν θα ‘ρθει 
μπροστά στου αγίου Πέτρου θα σταθούμε, τη μορφή
Στις τρεις κουρασμένες μας ψυχές θα χαμογελάσει
μα πρώτο από την πύλη εμένα θα περάσει 

Γιατί οι καλοί είναι πάντα οι χαρούμενοι
Εκτός εάν η δύσκολη η τύχη τους προλάβει 
Και οι καλοί αγαπούνε το βιολί
Και οι καλοί αγαπούνε το χορό 

Και όταν από τις μορφές ο κόσμος τη δική μου ξεχωρίσει
Όλοι σε εμένα θε να ρθούνε
«ο βιολιστής του Ντούνει» θε να πούνε
και σαν της θάλασσας θα χορέψουνε το κύμα. 


Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει το θάνατό του 

Γνωρίζω πως τη μοίρα μου θα συναντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα.
Αυτούς που πολεμώ δεν τους μισώ
δεν αγαπώ αυτούς που προστατεύω
Πατρίδα μου το σταυροδρόμι του Κίλταρταν
Και συγγενείς μου του Κίλταρταν οι φτωχοί
Κανένα αποτέλεσμα δε θα τους έφερνε χαρά
ή λύπη περισσότερη από πριν
Ο αγώνας μου δεν υπακούει σε νόμους, καθήκοντα,
πρόσωπα δημόσια ή κραυγές του πλήθους
Μια μοναχική παρόρμηση χαράς
Με έφερε σε αυτή την καταιγίδα πάνω από τα σύννεφα
Καλά τα υπολόγισα, τα πάντα έφερα στο νου
Τα χρόνια που έρχονται μοιάζουν ξοδεμένη ανάσα
σκόρπια ανάσα τα χρόνια που περάσαν
Και ο θάνατος που πλησιάζει σε αρμονία
με εκείνη που φεύγει τη ζωή. 

Σε έναν σκίουρο
στο Kyle-na-no
 

Έλα μαζί μου να παίξεις
Γιατί μακριά μου να τρέξεις
μέσα στων δέντρων την ταραχή
Σαν όπλο νά χα
θέλοντας να σου ρίξω τάχα
Μια και το μόνο που θέλω εγώ
είναι να σου χαϊδέψω το λαιμό 
και να σε αφήσω να φύγεις μακριά. 

Ταλάντευση 

Τα πενήντα χρόνια μου ήρθανε και φύγαν
Και έκατσα, ένας άνθρωπος μονάχος,
μέσα στη βοή των μαγαζιών του Λονδίνου,
Μ‘ ένα βιβλίο ανοιχτό και ένα φλιτζάνι άδειο 
Στο μαρμάρινο τραπέζι μπρος μου 

Καθώς ατένιζα το μαγαζί, το δρόμο,
το σώμα μου ξάφνου ένιωσα να φλέγεται
και για περίπου είκοσι λεπτά
μου φάνηκε από την τόση ευτυχία
πως είχα ευλογηθεί 
και πως μπορούσα να ευλογήσω. 

Ένα τραγούδι
του ποτού 


Το στόμα αγκαλιάζει το ποτό,
τον έρωτα τα μάτια.
Την αλήθεια μόνο αυτή 
πριν φύγω θα γνωρίσω.
Στο στόμα φέρνω το ποτήρι 
στη σιωπή μέσα σε κοιτώ. 

Θάνατος 

Ούτε το φόβο, ούτε την ελπίδα περιμένει
ένα ζώο καθώς πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος πλησιάζει
πάντα φοβάται και πάντα ελπίζει
Πολλές φορές έχει πεθάνει
φορές πολλές ξανά έχει ανθίσει.
Μα του μεγάλου ανθρώπου η περηφάνεια
τον χλευασμό της μεγάλο ορθώνει
Όταν σε αγνώστους μπροστά γεμάτους φόνο
η τελευταία ανάσα του παγώνει.
Τον θάνατο γνωρίζει μέχρι τα κόκαλά του,
ο άνθρωπος δημιουργός είναι του θανάτου.
                                                                                   ********************

Το συγκεκριμένο ποίημα ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς , το έγραψε για την αγαπημένη τουΜοντ Γκον  θρηνώντας το γεγονός ότι δε μπορούσε να της δώσει αυτό που πίστευε ότι η ίδια επιθυμούσε. Της είπε: «Έχω κάτι άλλο να σου δώσω, αλλά ίσως δεν το θέλεις».. 
..και έγραψε τα εξής:
«Αν είχα τ’ ουρανού την πλουμιστή τη φορεσιά
την υφασμένη από χρυσό κι απ’ ασημένιο φως
Τη γαλανή, τη μελιχρή, τη μαυροκεντημένη φορεσιά
Από νύχτα κι από μέρα κι από αποσπερίσιο φως
Τη φορεσιά μου θα άπλωνα κάτω από τα πόδια σου
Μα εγώ που είμαι φτωχός έχω μόνο τα όνειρά μου
Τα όνειρά μου άπλωσα κάτω από τα πόδια σου.
Πάτα ελαφρά γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου».

Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ (ποίημα του Ουίλιαμ Γέιτς)


Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί ν' ακούσει πια το γερακάρη·
Τα πάντα γίνουνται κομμάτια· το κέντρο δεν αντέχει.
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ΄το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται·
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.

Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά·
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφταξα να σώσω αυτό το λόγο
Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
Θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή με σώμα λιονταριού και το κεφάλι ανθρώπου,
Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
Κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
Στροβιλίζουνται ίσκιοι αγανακτισμένων πουλιών.

Το σκοτάδι ξαναπέφτει· τώρα όμως ξέρω
Πώς είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.

Ουίλιαμ Γιέιτς (W.B.Yeats, 1865)
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ, 1965, Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου