Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Μαρία Πολυδούρη

Μαρία Πολυδούρη
1902 – 1930
                                                    



             «Ο θάνατος μιας νέας γυναίκας είναι, αναμφίβολα, το πιο 
                                                ποιητικό θέμα στον κόσμο»
                                                       Ε.Α.Πόε

Μαρία Πολυδούρη
Η ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ
Πώς ήμουν έτσι ανάρμοστα
βαλμένη εγώ στην πλάση, σα ριγμένη

     Μαρία Πολυδούρη.
Γεννήθηκε την 1η Απριλίου 1902 στην Καλαμάτα και ήταν κόρη του φιλολόγου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.

Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το α"Ο πόνος της μάνας". Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα 16 της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της.

Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.

Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές, τον "Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων" (1919) και τα "Νηπενθή" (1921) και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
              
                    
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, μία νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.

Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Η Μαρία όμως αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη.

Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.

Magnify Image
                            Εκδρομή με τη σχολή θεάτρου

Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα και συνέχισε τη νοσηλεία της στη "Σωτηρία" όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της, Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή "Οι τρίλλιες που σβήνουν" και το 1929 τη δεύτερη, "Ηχώ στο χάος". Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου.
          
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν κάποιες φορές τις τεχνικές αδυναμίες και της στιχουργικές ευκολίες της ποίησής της. Η Μαρία Πολυδούρη άφησε και δύο πεζά έργα: Το «Ημερολόγιο» της και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.
*****

 
Το πρώτο της δημοσίευμα είναι ένα πεζοτράγουδο, που δημοσιεύεται το 1916 στο περιοδικό ποικίλης ύλης «Οικογενειακός Αστήρ» με τίτλο «Ο πόνος της μάνας». Το πρωτόλειο αυτό κείμενο είναι ο θρήνος για το πτώμα ενός ναυτικού που έβγαλε η θάλασσα στην ακτή των Φιλιατρών. Η Μαρία είναι μόλις δεκατεσσάρων ετών, αλλά έχει ζήσει από κοντά και με μια παράξενη εμμονή το θρηνητικό τραγούδι, ανάμεσα στις μοιρολογίστρες του Γυθείου, όπου ο πατέρας της δίδαξε εννέα ολόκληρα χρόνια σαν καθηγητής Γυμνασίου. Σ' αυτές τις «νέκυιες» ωδές θα ξαναγυρίσει πολλές φορές ως το τέλος της ζωής της, για να θρηνήσει αγαπημένα πρόσωπα ή και ξένους ακόμα, όπως σ' ένα από Τα σονέτα του κυνηγού:
 
«... Ποιά ρεματιά σέ δέχτηκε στή βλαστερή άγκαλιά της
ὡραῖο πουλάκι ἀμέριμνο κι' ἀδικοσκοτωμένο;
Ποιά τήν πληγή σου δρόσισε μέ τή δροσοσταλιά της;...
»

Εκεί θα πρέπει να εντάξουμε κι ένα από τα καλύτερά της ποιήματα, αυτό που γράφει μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη με τίτλο «Σ' ένα νέο που αυτοκτόνησε», όπως και όλο εκείνο το εκχύλισμα της πίκρας που απλώνεται στο μεγαλύτερο μέρος του έργου της, το θρήνο για το δικό της χαμό που, στα τελευταία βήματά της, οραματίζεται συχνά:

«... Ἔρχεται! Ἀκούω πού χτυπᾶ πιό βιαστικά ἠ καμπάνα
Εἶμαι ἔτοιμη. Μονάχη της τό τέλος ἀντικρύζει
πιό γρήγορα, στόν πόθο της ή τραγική ψυχή μου,
ἀμφίβολη ἄν τή πίστεψε αὐτός πού τη γνωρίζει...
»
 
Το 1922, που έρχεται από την Καλαμάτα στην Αθήνα, αρχίζει ουσιαστικά την ποιητική της σταδιοδρομία, δημοσιεύοντας ταχτικά στα περιοδικά «Έσπερος», της Σύρου, «Ελληνική Επιθεώρησις», «Πνοή» κ.α. Τα σκόρπια αυτά ποιήματα και οι δυο συλλογές της Τρίλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929) συνθέτουν ολόκληρο το ποιητικό της έργο που, αν αναλογιστεί κανείς ότι χρονικά κλείνεται μέσα σε μια δεκαετία, είναι υπολογίσιμο και για την έκτασή του, αλλά και για την ποιότητά του. Παρ' όλη την ανισότητα που παρουσιάζουν τα διάφορα μέρη του, παρ' όλες τις κάποιες κοινοτοπίες ή ακόμα και αδεξιότητες, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι από πολύ νωρίς δείχνει μιαν αξιοπρόσεκτη στιχουργική ευκολία, όπως φαίνεται ένα ανέκδοτο ποίημα γραμμένο στην Καλαμάτα το 1920, όταν ήταν ακόμα δεκαοχτώ χρονών:
«Ἄνθη μάζευα γιά σένα
στό βουνό πού τρυγυρνοῦσα
χίλια ἀγκάθια τό καθένα
κι' ὅπως τἄσφιγγα πονοῦσα...
»

Αλλά και στο δύσκολο εκείνο είδος της μετρικής ποίησης, τους πεντασύλλαβους, όπου την ίδια εποχή θαυματουργεί ο Παλαμάς, δοκιμάζει τα φτερά της με επιτυχία:

«... Βγῆκε τό ἀγέρι
νά περπατήσει
μέσα σέ κήπους,
πρίν νά φωτίσει
«Καί θά κατέβει
στό ἀκροθαλάσσι
μ' ὅλα τά μῦρα
πού θἄχει μάση.
»

για να φτάσει στην τραγική ωριμότητα του:

«Ὤ, χαμηλῶστε αὐτό τό φῶς!
Στή νύχτα τί ὠφελάει;
Πέρασε ἡ μέρα. Φτάνει πιά.
Ποιός ξέρει ὁ Ὕπνος ὁ κρυφός
ἄν κάπου ἐδῶ φυλάει

κι' ἄν τοῦ ἀνακόβεται ἡ στιγμή
ναρθῆ πού τόν προσμένω...
»
 *****
.............................................................  
POLYDOURIMARIA gr.jpg
Η Μαρία Πολυδούρη γύρω στο 1920.

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

ΓΙΑΤΙ Μ' ΑΓΑΠΗΣΕΣ
Δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ’ ἀγάπησες
στὰ περασμένα χρόνια.
Καὶ σὲ ἥλιο, σὲ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καὶ σὲ βροχὴ, σὲ χιόνια,
δὲν τραγουδῶ παρὰ γιατὶ μ’ ἀγάπησες.


Μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου
μιὰ νύχτα καὶ μὲ φίλησες στὸ στόμα,
μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραῖα σὰν κρίνο ὁλάνοιχτο
κ’ ἔχω ἕνα ρίγος στὴν ψυχὴ μου ἀκόμα,
μόνο γιατὶ μὲ κράτησες στὰ χέρια σου.


Μόνο γιατὶ τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν
μὲ τὴν ψυχή στὸ βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τὸ ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατὶ τὰ μάτια σου μὲ κύτταξαν.


Μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες
καὶ στὴ ματιὰ σου νὰ περνάη
εἶδα τὴ λυγερὴ σκιὰ μου, ὡς ὄνειρο
νὰ παίζει, νὰ πονάη,
μόνο γιατὶ ὅπως πέρναα μὲ καμάρωσες.



Γιατὶ, δισταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες
καὶ μοῦ ἅπλωσες τὰ χέρια
κ' εἶχες μέσα στὰ μάτια σου τὸ θάμπωμα
- μιὰ ἀγάπη πλέρια
γιατὶ, διασταχτικὰ σὰ νὰ μὲ φώναξες


Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε
γι’ αὐτὸ ἔμεινεν ὡραῖο τὸ πέρασμά μου.
Σὰ νὰ μ’ ἀκολουθούσες ὅπου πήγαινα,
σὰ νὰ περνούσες κάπου ἐκεῖ σιμά μου.
Γιατὶ, μόνο γιατὶ σὲ σέναν ἄρεσε.


Μόνο γιατὶ μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη.
Στὴν ἄχαρη ζωή τὴν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωὴ πληρώθη.
Μόνο γιατὶ μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.


Μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτὴν ἀγάπη σου
μοῦ χάρισε ἡ αὐγὴ ρόδα στὰ χέρια.
Γιὰ νὰ φωτίσω μιὰ στιγμὴ τὸ δρόμο σου
μοῦ γέμισε τὰ μάτια ἡ νύχτα ἀστέρια,
μονάχα γιὰ τὴ διαλεχτήν ἀγάπη σου.


Μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νὰ πληθαίνω
τὰ ὀνείρατά σου, ὡραῖε ποὺ βασίλεψες
κ’ ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατὶ τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.
Από τη συλλογή, Οι τρίλιες που σβήνουν, Αθήνα 1928

ΔΕ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΗΣ ΠΙΑ...

Δὲ θὰ ξανἄρθης πιά, νὰ μοῦ χαρίσης
ἀπ᾿ τὴν ὡραία ζωὴ ποὺ σὲ φλογίζει
κάτι, ἕνα της λουλούδι; Σοῦ γεμίζει
μὲ τόσα τὴν καρδιὰ καὶ τὸ κορμί.


Δὲ θἄρθης πιά, τὰ χέρια μου νὰ σμίξης
τὰ παγωμένα, τὰ ἐχθρικά μου χέρια;
Πλάι στὰ δικά σου, μερωμένα ταίρια
δὲν τὰ ζυγώνει πλέον ἡ ἀφορμή.


Δὲ θἄρθης! ...Πὼς ἀργὰ περνοῦν οἱ μέρες.
Κι᾿ ὅσο σὺ φεύγεις, τόσο μὲ σιμώνει
ἡ γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρὸ μὲ τὸν κρυφὸ καημό.


Δὲ σοῦ περνάει, ἀλήθεια ἀπὸ τὴ σκέψη
ὅτι μπορεῖ σὲ μία στιγμὴ θλιμμένη,
στὴ μοίρα αὐτὴ ποὺ πάντα μὲ προσμένει
νὰ πάω ξανὰ καὶ δίχως γυρισμό;
Από τα ανέκδοτα ποιήματά της

ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ...

Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.


Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.


Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.


Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.


Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.


Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω


ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.
Από τα ανέκδοτα ποιήματά της
ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ
Κοντά σου δὲν ἀχοῦν ἄγρια οἱ ἀνέμοι.
Κοντά σου εἶνε ἡ γαλήνη καὶ τὸ φῶς.
Στοὺ νοὺ μας τὴ χρυσόβεργην ἀνέμη
Ὁ ρόδινος τυλιέται στοχασμός.


Κοντά σου ἡ σιγαλιά σὰ γέλιο μοιάζει
ποὺ ἀντιφεγγίζουν μάτια τρυφερὰ
κ’ ἄν κάποτε μιλάμε, ἀναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου ἡ ἀνεργη χαρὰ.


Κοντά σου ἡ θλίψη ἀνθίζει σὰ λουλούδι
κι’ ἀνύποπτα περνά μέσ’ στὴ ζωὴ.
Κοντά σου ὄλα γλυκὰ κι’ ὄλα σὰ χνούδι,
σὰ χάδι, σὰ δροσούλα, σὰν πνοὴ.
Από τη συλλογή, Οι τρίλιες που σβήνουν, Αθήνα 1928
                        

.............................................................

                                 thereminsoul:

Μαρία Πολυδούρη / Αυτόγραφο
                                                             Αυτόγραφα της Πολυδούρη

.............................................................

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
δεν έχω θλίψη στη ψυχή μου.
Ο,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κι είμαι μοναχή μου

Είναι η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι αν τη ματιά δεν μου χουν πάρει,
ο λογισμός μου πάντα λείπει.

Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νοιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.

Τίποτε εδώ δεν με πλανεύει.
Τίποτε εκεί δεν μ οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
Ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
κάποια παλιά συνήθεια θα ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.

 
.............................................................

Μαρία Πολυδούρη - Ἀνεπίδοτη ἐπιστολὴ

«Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου
στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν
ἔγραψε σὲ μένα...»

Ἔμιλι Ντίκινσον

Ἀγαπητοὶ φίλοι!

Ἴσως τὸ γράμμα αὐτὸ νὰ μὴν διαβαστεῖ ποτέ, ἀπὸ κανέναν, ἀλλὰ στ᾿ ἀλήθεια δὲ μὲ νοιάζει. Ἴσως μέχρι νὰ φτάσει στὰ χέρια σας νἄχω πειὰ ὁλότελα ξεχαστῆ ἀπ᾿ ὅλους. Ἀλλά, οὔτε δὰ κι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο μὲ νοιάζει. Ἐξάλλου, δὲν ἔχω καὶ πολλὰ νὰ σᾶς πῶ, θέλω μόνο νὰ σᾶς θυμίσω ὅτι κάποτε ὑπῆρξα. Κάποτε ὑπῆρξα κι᾿ ἤμουν καὶ ζωὴ καὶ θάνατος μαζί. Καὶ ζωὴ καὶ Χάρος ἤμουν!

Ἔζησα, τὁμολογῶ, μιὰ ζωὴ δηλητηριασμένη, γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ ἀποφάσισα νὰ τὴν ἐγκαταλείψω. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους ἤτανε ζωή, γιὰ μένα θάνατος ἦταν. Γεννιόμουνα καὶ πέθαινα κάθε μέρα, ὥρα καὶ στιγμή. Ζοῦσα μὲ τὸ θάνατο, ζοῦσα γιὰ νὰ πεθάνω, μὰ τουλάχιστον δὲ ζοῦσα νεκρὴ ὅπως οἱ γύρω μου, τὰ μικρὰ ἀστεῖα ἀνθρωπάκια ποὺ λέγαν πὼς μ᾿ ἀγάπησαν, κι᾿ ἂς μὴν μπόρεσαν ποτέ, κι᾿ ἂς μὴν τόλμησαν ποτὲ νὰ διαβάσουν τὴν ψυχὴ ποὔκρυβε περίσσιο φῶς καὶ σκοτάδι μέσα της. Κατὰ βάθος μὲ φοβόντουσαν καὶ δὲν ἀργοῦσαν νὰ τραποῦν εἰς ἄτακτον φυγήν. Δὲν ἄντεχαν νὰ μὲ κοιτοῦν κατάμματα, μὴν τύχει καὶ τοὺς κλέψω τὴν ψυχή τους.

Ἀγαπήθηκα, ἀγαπήθηκα πολύ, μὰ μπορεῖ ποτὲ κανεὶς νὰ φαντασθῆ ὅτι λυπόμουνα βαθειὰ ὅταν καταλάβαινα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσαν; Ἐγώ, ἴσως νὰ μὴν ἀγάπησα ἀρκετά, ὄχι ὅσο ἔπρεπε. Τὸν ἰδανικό μου ἔρωτα θαρρῶ τὸν ἔζησα στὴ φαντασία μου. Ἡ ψυχή μου καὶ ἡ ἀγάπη γεννήθηκαν τὴν ἴδια μέρα. Αὐτὸ τὸ ἔνιωθα μέσα μου, κι᾿ ὅμως δὲν πίστευα ὅτι θὰ ὑπῆρχε μέρα ποὺ θὰ μοῦ ἀποδείκνυε ὅτι ἀγαποῦσα ἀληθινά. Δὲν εἶνε στ᾿ ἀλήθεια τραγικό, μιὰ μεγάλη εἰρωνεία, νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν καὶ νὰ σιωποῦν ἐντελῶς κεῖνοι ποῦ νοιώθουν τὴν ψυχή τους νὰ πνίγεται στὸ πόνο της;

Πολλοὶ λέγαν ὅτι ζοῦσα μεσ᾿ στὸ κεφάλι μου. Κάτι ἔπρεπε νὰ ποῦν κι᾿ αὐτοί... Πῶς ἄλλως θὰ μὲ κατέτασσαν σὲ συγκεκριμένη κατηγορία ἀνθρώπων; Ἄνθρωποι, ἀνθρωπάκια! Ἡ ζωὴ ἕνα τεράστιο ψέμα ποὺ ἄλλοι τὸ ἀγαπᾶνε κι᾿ ἄλλοι - οἱ λίγοι - προσπαθοῦν νὰ τὸ κάνουν ἀληθινὴ ζωή. Ἐσεῖς, ἀγαπητοὶ ἄγνωστοί μου φίλοι, πῶς ζεῖτε; Ζεῖτε; Μιὰ φάρσα, αὐτὸ ἦταν ἡ δικιά μου ζωή. Κανεὶς δὲν τὴν κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρὶς νὰ τὸ θέλω, ἔζησα στὸ περίπου, καὶ σκηνοθέτησα τὸ θάνατό μου. Κι᾿ ὅμως ἀγαποῦσα τὴ ζωή, ἀλλὰ πάντα αὐτὴ μοὔπαιρνε ὅ,τι ἄλλο ἀγαποῦσα. Μοῦ ἔλειπε πάντα μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ πονῆ γιὰ μένα. Κι ἦταν δύσκολο, δύσκολο πολὺ νὰ ζῶ μονάχη μου μέσ᾿ σἕνα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στὰ μικρά της ζωῆς καὶ στὸ τίποτα. Ἤμουνα σὰν παράσιτο, σὰν μαῦρο ξωτικὸ ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο κι᾿ ἀντὶ νὰ ταξιδέψει στὸν ὀνειροκόσμο του, ξέπεσε σὲ τούτη δῶ τὴ γῆ. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος μὲ ρώτησε κρυφὰ ἂν εἶμαι χήρα σὰν φοροῦσα μαῦρα βαρειά. Ἐγέλασα. Ἀλήθεια ἦταν! ἂν μάντεψε τὴν ψυχή μου, καλὰ τὴν ὠνόμασε χήρα...

Εἶνε ποὺ θὰ παρακαλοῦσαν νὰ εἶχαν ζήσει στὴν ἐποχή μου. Ἐγώ, θἄθελα νὰ ζήσω σὲ κάποιαν ἄλλην ἐποχή. Ἔζησα ἀνάμεσα σὲ μιὰ γενειὰ ἡττημένη. Κάποιοι ἀπό μας κάναν τὸν πόνο στίχο, τὴν ὀργὴ τραγούδι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τόλμησε... - οὔτ᾿ ἀπὸ μᾶς οὔτ᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους - δὲν τόλμησε νὰ νὰ ξεφύγει ἀπ᾿ τὸ χαραγμένο μονοπάτι, δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια σκεφτότανε, δὲν τόλμησε νὰ κάνει ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια ἤθελε νὰ κάνει. Οἱ περισσότεροι ἦταν - εἴμασταν - δειλοὶ ποὺ ᾿ψαχναν ἁπλὰ ναύρουν τὴν αὐτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποὶ κι᾿ ἀνάπηροι. Ὀλίγοι γέροι μὲ κακόβουλο ὕφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι καὶ ὑπερφίαλοι... Ἀπόκληροί της ἀντίληψης... Κι᾿ ὅμως ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Κ., ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μὲ καταλάβει, ἀλλὰ οὔτε καὶ κεῖνος τόλμησε... Μοὖπε μάλιστα, πὼς μὲ λυπόταν γιατί τὸν ἀγαποῦσα... ὅτι ἤμουνα γι᾿ αὐτὸν μιὰ παρηγοριά. Τὄχε ἡ ἐποχή, κανεὶς δὲν ἦταν ὁ ἑαυτός του! Γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ καὶ ἔζησα τόσο μόνη, κι᾿ ἂς εἶχα πάντοτε κάποιους νὰ μὲ συντροφεύουν, ἀδέλφια μου σένα πόνο ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ συλλάβουν. Ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ μέ, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τους ἦταν μιὰ θυσία ποὺ ποτὲ δὲν δέχτηκα μὲ εὐμένεια κι᾿ οἱ ἀνησυχίες τους χειροπέδες γιὰ μένα. “Πόσο εἶνε ἀστεία ἡ ζωὴ μὰ καὶ πόσο ἀστειότεροι εἴμαστε μεῖς ποὺ τὴν ἀνεχόμαστε τέτοια”, ἔγραψα, θυμᾶμαι, κάποτε στὸ ἡμερολόγιό μου...

Μά, ἀπὸ τότε ἔχουν πειὰ περάσει χρόνια. Πόσα, δὲν ξεύρω, ἀφοῦ ὁ χρόνος δὲν ἔχει πειὰ γιὰ μὲ καμμία σημασία. Τώρα, εἶμαι κάπου ἀλλοῦ καὶ ζῶ - ἂν τούτη δῶ ἡ κατάσταση θεωρεῖται ζωὴ - μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τὰ τετράδια τοῦ μυαλοῦ καὶ κυττάζω πίσω. Ὅλα ζητάω τὰ χαμένα, τὶς μικρὲς στιγμές, τὸν ἀγαπημένο... Γυρνῶ τὸ βλέμμα καὶ τὸν κυττάζω πάντα τὸ δρόμο ποὺ ἀφήσαμε. Εἶνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες καὶ φρίκη... εἶνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος... κι᾿ ὅμως - θεὲ συγχώρεσέ με - θὰ τὸν ἔπερνα μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη δάκρυα καὶ μεταμέλεια... Μὲ τὴν καρδιὰ δεμένη μὲ τὰ σίδερα τῆς ἁμαρτίας θὰ ξεκινοῦσα νὰ σ᾿ εὕρω μοναδικὴ κι᾿ ἀξέχαστή μου ἀγάπη... Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο, μόνο νὰ φτάσω, νὰ σταθῶ κοντά σου τόσο ποὺ φτάνει γιὰ νὰ ἰδῶ... νὰ ἰδῶ τὸ πρῶτο βλέμμα σου ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ᾿ριχνες σὰν ἔφτανα... τὶς μικροῦλες ὅλες ἐκεῖνες ρυτίδες στὸ πρόσωπό σου... νὰ ἰδῶ τὰ χέρια σου ν᾿ ἁπλώνονται σὲ μένανε νὰ μὲ ἀγκαλιάσουν... νὰ ἰδῶ... νὰ νοιώσω τὸ φίλημά σου... Εἶνε τόσο μεγάλος ὁ καϋμὸς καὶ εἴμεθα τόσο μικροὶ ἕνας-ἕνας ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἀποτελοῦμεν...

Τὰ λόγια αὐτὰ ἴσως νἀκούγονται σὰν παραλήρημα ἑνὸς ἑτοιμοθανάτου, μά, ἀλοί, δὲν μπορῶ νὰ πεθάνω ἀφοῦ εἶμαι ἀπὸ χρόνια πειὰ νεκρή. Ὅσο ζοῦσα, ὅσο ἔζησα, ἤμουνα παιδί. Ἤμουνα ἕνα παιδὶ ἄμυαλο, μπορῶ νὰ τὸ παραδέχωμαι ἀλλὰ καὶ ποιὸ παιδὶ δὲν εἶνε ἄμυαλο; Ἕνα παιδὶ εἶμαι ἀκόμη... Ἕνα παιδὶ ποὺ γράφει σὲ σᾶς, τοὺς ἄγνωστούς του φίλους, γιὰ νὰ τοὺς πεῖ: νὰ μείνετε πάντα παιδιά, κι᾿ ἂν εἶνε δυνατὸν ἄμυαλα παιδιά. Νὰ ζήσετε τὴ ζωή σας μὲ τρέλλα, νὰ ζήσετε παράλογα, νὰ σκοτώσετε τὴ λογικὴ ποὖνε ὁ φονιὰς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ζωῆς, νὰ τολμήσετε νὰ κάνετε τὰ δύσκολα, τὰ μεγάλα, τὰ σημαντικά, ν᾿ ἀκολουθήσετε τὰ δύσβατα μονοπάτια, ν᾿ ἀφήσετε νὰ θρονιαστεῖ στὴν καρδιά σας γιὰ πάντα ἡ ἄνοιξη καὶ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, ν᾿ ἀγαπήσετε μὲ πάθος καὶ νὰ καεῖτε ἀπ᾿ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης σας, νὰ κάνετε τὸν πόνο, τὴ χαρά, τὴν κάθε σας στιγμὴ τραγούδι, κι᾿ ὅταν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα ἡ στερνὴ νὰ πεθάνετε ὄχι ἀπὸ πλῆξι, ἀλλὰ ἀπὸ εἰλικρίνεια ὅπως ὁ φίλος τζίτζικας, ποὺ τόσο ὡραία τὰ ἔλεγε μὰ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια...

Τώρα, καθὼς γράφω τὶς τελευταῖες γραμμές, κυττῶ πίσω καὶ ἀντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: ἔζησα ἐλεύθερη ὅσο καμμιὰ ἄλλη γυναίκα τῆς ἐποχῆς μου, ἔκανα πράγματα ποὺ δὲν ἔκανε καμμιὰ ἄλλη, κι᾿ ἀγαπήθηκα ὅσο λίγες. Καί, δὲν τὸ ξεχνῶ, καθὼς τὸ βλέμμα μου ἔσβηνε, ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ αὐγούλα τ᾿ Ἀπρίλη, δὲν ἤμουν πειὰ μόνη. Νέοι ποὺ μ᾿ ἀγάπησαν ἦρθαν νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσουν καὶ φίλες γκαρδιακὲς στὸ προσκεφάλι μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι νὰ μοῦ χαρίσουν...

Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν ἔγραψε σὲ μένα, ὅπως λέει κι᾿ ἡ καλή μου φίλη.

Μὲ ἀγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη


Η Πολυδούρη επιχείρησε να γίνει και ηθοποιός; Σπούδασε θέατρο με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής της Βιργινίας. Οι πληροφορίες της αδελφής της για τη σχολή αυτή είναι συγκεχυμένες. Σώζονται λίγες φωτογραφίες από μια εκδρομή με τη Σχολή θεάτρου,αλλά Πηγή: www.lifo.gr
Σπούδασε θέατρο με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής της Βιργινίας. Πηγή: www.lifo.gr
Σπούδασε θέατρο με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής της Βιργινίας. Οι πληροφορίες της αδελφής της για τη σχολή αυτή είναι συγκεχυμένες. Πηγή: www.lifo.gr
Η Πολυδούρη επιχείρησε να γίνει και ηθοποιός; Σπούδασε θέατρο με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής της Βιργινίας. Οι πληροφορίες της αδελφής της για τη σχολή αυτή είναι συγκεχυμένες. Πηγή: www.lifo.gr
Η Πολυδούρη επιχείρησε να γίνει και ηθοποιός; Σπούδασε θέατρο με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής της Βιργινίας. Οι πληροφορίες της αδελφής της για τη σχολή αυτή είναι συγκεχυμένες. Σώζονται λίγες φωτογραφίες από μια εκδρομή με τη Σχολή θεάτρου,αλλά δεν έχω μπορέσει ακόμα να αναγνωρίσω κάποιον από την παρέα της. Και πάλι σύμφωνα με μαρτυρίες έπαιξε σε μια θεατρική παράσταση. Η Πολυδούρη είχε εντυπωσιακά ωραία φωνή και χόρευε καταπληκτικά. Ήταν μια φύση απόλυτα καλλιτεχνική και αυτό δείχνει η διάθεσή της να εκφραστεί με κάθε θυσία. Πηγή: www.lifo.gr
Η Πολυδούρη επιχείρησε να γίνει και ηθοποιός; Σπούδασε θέατρο με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής της Βιργινίας. Οι πληροφορίες της αδελφής της για τη σχολή αυτή είναι συγκεχυμένες. Σώζονται λίγες φωτογραφίες από μια εκδρομή με τη Σχολή θεάτρου,αλλά δεν έχω μπορέσει ακόμα να αναγνωρίσω κάποιον από την παρέα της. Και πάλι σύμφωνα με μαρτυρίες έπαιξε σε μια θεατρική παράσταση. Η Πολυδούρη είχε εντυπωσιακά ωραία φωνή και χόρευε καταπληκτικά. Ήταν μια φύση απόλυτα καλλιτεχνική και αυτό δείχνει η διάθεσή της να εκφραστεί με κάθε θυσία. Πηγή: www.lifo.gr

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ

Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.

Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.

Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.

*****

Σαν πεθάνω

 
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ' στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.

Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ' αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι
- φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.

 
Εκδρομή με τη σχολή θεάτρου Πηγή: www.lifo.gr
Εκδρομή με τη σχολή θεάτρου Πηγή: www.lifo.gr
Εκδρομή με τη σχολή θεάτρου Πηγή: www.lifo.g
Με τον Χριστόφορο Σπυρόπουλο Πηγή: www.lifo.gr
Με τον Χριστόφορο Σπυρόπουλο Πηγή: www.lifo.gr
Με τον Χριστόφορο Σπυρόπουλο Πηγή: www.lifo.gr
Με τον Χριστόφορο Σπυρόπουλο Πηγή: www.lifo.gr
Στην αρχή έγραφε κυρίως ποιήματα και κρατούσε ημερολόγιο. Μετά αποφασίζει να γίνει πεζογράφος. Ίσως νοιώθει ένα δέος απέναντι στον Καρυωτάκη, σίγουρα θέλει κάτι να του δείξει με αυτόν τον τρόπο. Και γράφει ένα μυθιστόρημα που στέλνει για έκδοση το Φθινόπωρο του 1926. Και όταν επιστρέφει από το Παρίσι φυματική στη «Σωτηρία» πάλι με πεζό καταπιάνεται. Ξεκινά ένα αυτοβιογράφημα που παραμένει μισοτελειωμένο. Ουσιαστικά οι δυο ποιητικές συλλογές της γράφηκαν μέσα σε ενάμισι χρόνο. Για να γίνεις μυθιστοριογράφος, θες να έχεις άνεση χρόνου. Αυτό που λείπει στη Πολυδούρη πιο πολύ και από τα χρήματα, είναι ο χρόνος. Γιαυτό τελικά αφιερώνεται αποκλειστικά στην ποίηση, γιατί μόνο με πύκνωση και αφαίρεση θα μπορούσε να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Ήξερε ότι δεν έχει χρόνο. Η δεν ήθελε να έχει χρόνο. Ειδικά μετά το θάνατο του Καρυωτάκη. Πηγή: www.lifo.gr
Στην αρχή έγραφε κυρίως ποιήματα και κρατούσε ημερολόγιο. Μετά αποφασίζει να γίνει πεζογράφος. Ίσως νοιώθει ένα δέος απέναντι στον Καρυωτάκη, σίγουρα θέλει κάτι να του δείξει με αυτόν τον τρόπο. Και γράφει ένα μυθιστόρημα που στέλνει για έκδοση το Φθινόπωρο του 1926. Και όταν επιστρέφει από το Παρίσι φυματική στη «Σωτηρία» πάλι με πεζό καταπιάνεται. Ξεκινά ένα αυτοβιογράφημα που παραμένει μισοτελειωμένο. Ουσιαστικά οι δυο ποιητικές συλλογές της γράφηκαν μέσα σε ενάμισι χρόνο. Για να γίνεις μυθιστοριογράφος, θες να έχεις άνεση χρόνου. Αυτό που λείπει στη Πολυδούρη πιο πολύ και από τα χρήματα, είναι ο χρόνος. Γιαυτό τελικά αφιερώνεται αποκλειστικά στην ποίηση, γιατί μόνο με πύκνωση και αφαίρεση θα μπορούσε να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Ήξερε ότι δεν έχει χρόνο. Η δεν ήθελε να έχει χρόνο. Ειδικά μετά το θάνατο του Καρυωτάκη. Πηγή: www.lifo.gr
Στην αρχή έγραφε κυρίως ποιήματα και κρατούσε ημερολόγιο. Μετά αποφασίζει να γίνει πεζογράφος. Ίσως νοιώθει ένα δέος απέναντι στον Καρυωτάκη, σίγουρα θέλει κάτι να του δείξει με αυτόν τον τρόπο. Και γράφει ένα μυθιστόρημα που στέλνει για έκδοση το Φθινόπωρο του 1926. Και όταν επιστρέφει από το Παρίσι φυματική στη «Σωτηρία» πάλι με πεζό καταπιάνεται. Ξεκινά ένα αυτοβιογράφημα που παραμένει μισοτελειωμένο. Ουσιαστικά οι δυο ποιητικές συλλογές της γράφηκαν μέσα σε ενάμισι χρόνο. Για να γίνεις μυθιστοριογράφος, θες να έχεις άνεση χρόνου. Αυτό που λείπει στη Πολυδούρη πιο πολύ και από τα χρήματα, είναι ο χρόνος. Γιαυτό τελικά αφιερώνεται αποκλειστικά στην ποίηση, γιατί μόνο με πύκνωση και αφαίρεση θα μπορούσε να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Ήξερε ότι δεν έχει χρόνο. Η δεν ήθελε να έχει χρόνο. Ειδικά μετά το θάνατο του Καρυωτάκη. Πηγή: www.lifo.gr
                                                                                                                                                 
 *****                                                                        

Ω, ΧΑΜΗΛΩΣΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΩΣ!

Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τί ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάη

κι αν του ανακόβεται η στιγμή
ναρθή, που τον προσμένω.
Έχω στο στόμα την ψυχή,
μου παρατήσαν οι λυγμοί
το στήθος κουρασμένο.

Πάρτε το φως! Είναι καιρός
να μείνω πια μονάχη.
Φτάνει η απάτη μιας ζωής.
Κάθε προσπάθεια ένας εχθρός
για τη στερνή μου μάχη.

Ας παύσουν πλέον οι σπαραγμοί.
Ας μου απομείνει κάτι
για να πλανέψω τη νυχτιά,
να σκύψη κάπως πιο θερμή
στο ανήσυχό μου μάτι.

Πάρτε το φως! Είναι η στιγμή!
Τη θέλω όλη δικιά μου.
Είναι η στιγμή να κοιμηθώ.
Πάρτε το φως! Με τυραννεί…
Μου αρνιέται την ψυχή μου…
 
                                            
*****

Μαρία Πολυδούρη ~ Προδοσία

Ζωή πως με παράδωσες μ' ένα φιλί στους δήμιους...

Οι δήμιοι σου, καλόγνωμοι, θάνατο δεν προστάζουν.
Είναι κι' αυτοί απ' τους τίμιους σου και τους ευγενικούς!
Χαμόγελο τα χείλη τους και γλυκό λόγο στάζουν
Κ' έχουν κι' αγάπη και σκοπούς ωραίους και ιπποτικούς...

Ω, εμένα το αίμα μου έλειψεν απ' τη φριχτή αγωνία
Στον ξέσαρκό μου τράχηλο να σέρνεται η θηλιά
Και να μη σφίγγει. Ω, ευγενική των δημίων μου μανία
Έχω μέσα στα στήθη μου σπασμένη την καρδιά...

Έχω σπασμένη την καρδιά. Μ' έχει η ζωή προδώσει
Και μου ζητάνε να γελάσω αθώα και τρυφερά
Και να 'ναι μες στα μάτια μου χαρά και λάμψη τόση
Που να γενεί στα ευγενικά σας όνειρα φτερά...

Εγώ πρέπει απ' τη λίγη μου σταγόνα να σας θρέψω
Του αίματος, που φαρμάκωσε κι' αυτή μες στην καρδιά
Τα φάσματα των πόθων μου λουλούδια να σας δρέψω
Και να δεχτώ σα μιαν αυγή την τελευταία βραδιά...

Κι' αν η σπασμένη μου καρδιά τρίξει στο σαρκασμό μου
Κι' αν αντί δάκρυ στάξουνε τα μάτια μου φωτιά
Θα μου ραβδίσετε το χυδαίο κι' άπρεπο στοχασμό μου
Ευγενικά στυλώνοντας την βλοσυρή ματιά...

Όμως η βαριά μοίρα μου δεν είναι ο θάνατός μου
Μες στην καρδιά βόσκουνε πληγές από φωτιά
Ποιος από σας, ανύποπτα, τίμιος θα γίνει εχθρός μου
Στον ξέσαρκό μου τράχηλο να σφίξη τη θηλιά!
.............................................................


    Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν  όλα.
   Να φύγουν κι οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου.
    Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι όλα μου λείψαν
        κι έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου