Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Τέος Σαλαπασίδης


ΤΕΟΣ ΣΑΛΑΠΑΣΙΔΗΣ (1924 – 1983)

Ο Τέος (Ματθαίος) Σαλαπασίδης γεννήθηκε το 1924 στο Βατούμι της Γεωργίας (Ατζαρία). Το 1925 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το 1943 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Α.Π.Θ. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ανεβαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ και μένει εκεί ως την απελευθέρωση. Το 1946 κατέφυγε στην Αθήνα όπου συνέχισε, για λίγο, τις σπουδές του στην ιατρική. Υπήρξε για ένα διάστημα νυχτερινός ξενοδοχειακός υπάλληλος στο Παρίσι. Ασχολήθηκε με την ποίηση, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου τού 1983.
 

 
(H εφημερίδα “Βατούμι” εκδόθηκε από το Σύλλογο Ελληνοποντίων Ατζαρίας, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ).

…………………………………….

[Σχέδιο για προσευχή] του Τέο Σαλαπασίδη

 

tumblr_nb6epxeTzF1rfld6do2_1280
 
Εικοσιτετράωρα αιώνων σκυφτός – Θεέ,
στης πόρτας μου τα σιδερένια σκαλιά.
Της αλήθειας μου το κρύο πάγωσε στα γένια σου
και περιμένεις…
Περίμενε, έχω δουλειά!
Στρώνω με τον πυρετό μου ένα σχέδιο:
«Κατάληψη εξουσίας»
και χρειάζομαι τώρα διαβήτες, μπιστόλια, 
κι ανθρώπους.
 
Να ‘χουνε χέρια γερά, να δουλεύουν, να ιδρώνουν.
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα. 
Έλα αύριο, χαράματα που θα πιάσουμε μάχη,
έλα να γίνουμε φίλοι.
Με χοντροπάπουτσα παρτιζάνος-στρατιώτης
στην ίδια γραμμή πυρός. Έλα.
Σε περιμένω στην είσοδο του εργοστασίου
πάνω στ’ αυλάκια των χωραφιών
στα καμένα χωριά τής υπαίθρου
στο καμένο χώμα των πόλεων.
 
tumblr_nb6epxeTzF1rfld6do3_1280
 
Σε περιμένω στην αίθουσα Αναμονής
για την Επανάσταση,
πρώτη θέση.
Θα με βρεις τραγουδώντας
καβάλα σ’ ένα βουνό ανθρακίτη
σ’ ένα κύμα τής θάλασσας
στης Νορμανδίας* το ψηλότερο κατάρτι
σπήκερ στον πύργο τού Άιφελ
σε Μακεδονίσια θυμωνιά γλυκοφιλώντας ένα κορίτσι.
Εκεί που δεν κοίταξες ποτέ – δίπλα σου,
θα με βρεις υψώνοντας τη γροθιά σου
κοιτώντας αντρίκεια, σφυρίζοντας:
«ένας καινούργιος σύντροφος».
 
Θα σε γνωρίσω. Να κρατάς «Ριζοσπάστη»,
σύνθημα, παρασύνθημα, Χαρίλης-Θεσσαλονίκη.
Θα ‘χω στ’ αφτιά μου κόκκινους ήχους
στα μάτια μου συνωμοτική γαλήνη.
Θα φοράω αρβύλες μπαλωμένες με χιόνι,
πλεγμένο αντάρτικο σκουφί στον αργαλειό τής θύελλας
με νήματα βροχής.
Θα ‘χω το αμπέχωνο μ’ αγέρα κουμπωμένο – την άνεση
τυλιγμένη στο λαιμό μου
ένα τρύπιο κασκόλ. 
 
tumblr_nb6epxeTzF1rfld6do1_1280
 
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!
Στην ίδια διμοιρία θα σου δώσω
στο δίπλα χαράκωμα μια θέση βολής. 
Αν θέλεις, έλα. 
Είναι στη γη μας καλύτερα. 
 
 
* Αναφορά στη «Νορμανδία» που ήταν κάποτε
– πριν από τον τελευταίο πόλεμο –
το μεγαλύτερο υπερωκεάνιο του κόσμου.
 
 …………………………………….
 
[Μαύρη θάλασσα] του Τεό Σαλαπασίδη
 
«Είναι κι άλλα παιδιά στα παραγκάκια του Λονδίνου»
Νίκος Παππάς
 
Ατέλειωτη γύρους καβάλα στη νύχτα
Χάνω την αυγή σε κάθε μου χτύπημα
Χάνω τους φίλους σε κάποιο άλλο πρόσωπο
Χάνω τα ποτάμια στην ίδια θάλασσα
Και με βρίσκουν μόνο οι σπινθήρες
Που κερδίζουν οι οπλές της από τ’ άστρα
Σελήνη κτήνος των ιπποτών
Σμήνος πολικό πασιέντσα δυσανάγνωστη
Ρουμπίνι άρρωστο κατεβασμένο βλέφαρο φεγγαριού
Αφροί στο υγρό καπούλι της νύχτας πού με πάτε:
Και συ αγνή απλή κατάλευκη
Παρουσία που κράτησαν οι καθρέφτες
Αίμα των πιο ωχρών κι αναιμικών μου λογισμών
Βοήθα, Ιόλκη! Ω κυρά των λογισμών μου
Τα όπλα να κερδίσουν ένα βλέμμα μνήμης
Κι ας είναι μια ήττα μέσα στον άγριον άνεμο
Που γυρίζει τα φτερά των ολλαντέζικων μύλων.

Πού νάσαι μυστήριο παιδικό
Αγροίκε πατέρα του άλλου παππού μας
Παλιά περούδα ερωμένη του
Δαρμένη κάθε τόσο με φτερά παγονιού
Κι εσύ μοναδικέ μου ξάδερφε με το λαθραίο καπνό
Πίνεις ατέλειωτες λαβωματιές ρακί
Όταν έσπαγες το γυαλί στα χέρια σου
Στα ύποπτα υπόγεια του Ερζερούμ
Κι είχες τα μάτια σου γλυκόπικρα
Σαν τ’ άνθος του καπνού.

Πώς θέλεις κάποιος μια μέρα νάρθει να σας βρει
Τροχίζοντας το μαχαίρι του στον Καύκασο
Κάτω απ’ του γύπα τη σκιά να μετρηθεί
Μ’ ένα συκώτι ξεραμένο σ’ εύξεινο καιρό
Καθώς θα τραγουδά ο άνεμος με ράμφη σπασμένα
Ναρθεί να βρει την πετρωμένη Διμοιρία
Ή κάποιο σχηματισμό των τελευταίων Κομνηνών
Να κουβεντιάσει με το μικρό εθελοντή της Τραπεζούντος
Και παίζοντας ολίγα πορφυρά νομίσματα
Σε κύβους πολύτιμους των Λοχαγών
Να ξαναχάσει το μισθό μιας εκστρατείας
Με ύφος –όσο μπορεί– ακριτικό. Πάντα
Χειρονομίες που ζήλεψε ο χάρος. Πάντα
Χειρονομίες που κέρδισε ο χάρος. Ντόρτια!

Σα μάρμαρο που χάθηκε το πρόσωπο από συνήθεια.

Τώρα τι να κάνω εδώ που βρέθηκα τόσο νέος
Και να κάνω εκεί αν πάω τώρα τόσο αργά
Ας πάμε αλλού –σ’ ένα διαμέρισμα∙ γνήσια φτηνό
Θα είναι… Κάπου. Άραγε είναι;
Κι αν είναι, άραγε…

Πώς να ‘ναι κείνα τα παιδιά
Στα παραγκάκια του Λονδίνου.

                                                         
…………………………………….

Τέος Σαλαπασίδης, Οδομαχίες

Πολεμήσαμε –στα χιονισμένα θρανία των πάρκων
στις υπόγειες στοές των εργοστασίων
σε δάση ανοιξιάτικα με παπαρούνες
στη σκόνη και σε λίμνες παγωμένες.

Τον Αύγουστο δεν ήπιαμε νερό –με βλέφαρα
καμένα απ’ της αγρύπνιας το μπαρούτι∙
αφήναμε τον ήλιο να μας τρώει τα μάτια
και το Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές.
Ταμπουρωθήκαμε –στα κράσπεδα των λεωφόρων
στα παράθυρα, στις στέγες, στα μπαλκόνια
πίσ’ από ένα τζάμι, ένα λουλούδι, ένα φύλλο
πίσω απ’ τις πέντε αχτίνες τής καρδιάς μας.

Με πεδίο βολής, τα Διεθνή Ξενοδοχεία.
Απ’ τις αγαπημένες θυρίδες των πολυβολείων
μετρούσαμε τη λεφτεριά, με τους σταβρούς τής πτώσης τους
–θανατικά ρολόγια που δείχναν τη ζωή μας–
Τότε στήσαμε τα πολυβόλα και την τρέλα μας, πάνου
στα εκτροχιασμένα τραμ, σε ντουλάπες, σε πιάνα,
σε αξιοπρεπή πορτραίτα «Κυρίων» –με τις μπούκες
στραμμένες αντίκρα∙ στα μάτια των δειλών.

Με τη ζωή μας –μιαν υπέροχη ζωή, μετρήσαμε:
– Ορθοί: στις στέγες, στις πλατφόρμες, στα πάρκα–
τον ασήμαντο, χλιαρό τους θάνατο – Εμείς∙
που πεθάναμε τόσο, μα τόσο ωραία.

 


…………………………………….

Τέος Σαλαπασίδης, Εκείνος

Τον αγαπούσαμε γιατί ήταν παλικάρι.
Τον αγαπούσαμε για την περίφημη γροθιά του
για το σταθερό γαλάζιο του βλέμμα.
Τον αγαπούσαμε γιατί περίμενε σαν παιδί την Άνοιξη
ζωγραφίζοντας τραγούδια και φωτιές.
Τον αγαπούσαμε γιατί βάδιζε όρθιος
και γελούσε στα σκοτάδια πολεμώντας.
Τον αγαπούσαμε για την απλή προσταγή του
για το φαρδύ του στήθος –που αργότερα ματώθηκε.
Τον αγαπούσαμε για το βουνίσιο του τραγούδι.
Τον αγαπούσαμε πιότερα σα δεν τραγούδαγε
τότε γέμιζε το πιστόλι του σφυρίζοντας.
Τον αγαπούσαμε –νικούσε και τον ήλιο με γιουρούσι
γιατί μάτωνε τις νύχτες μ' ενέδρες.
Τον αγαπούσαμε και μας αγάπησε στήνοντας στη Σαλονίκη
την εφηβική σημαία του κεντημένη με δυο σφαίρες.
– Τότε που σκόρπισε ορμητικά στις τρικυμισμένες πλατείες
τα είκοσι τριαντάφυλλα που του χάρισε η μητέρα του.
Τον αγαπούσαμε και μας αγάπησε –ο Χάρης*.


* Για τον Χάρη (Τάλλαρο) υπάρχει ακόμη ένα πολύ γνωστό ποίημα. Εκείνο του Μανόλη Αναγνωστάκη.

…………………………………….

Τέος Σαλαπασίδης 0-24

0-24
Ένα σύννεφο κράτησε όσο το απόγευμα
Έπειτα ήρθε η νύκτα το σύννεφο έγινε βροχή
Στα μαλλιά σου πάνω μάχεται τον θάνατο τώρα
Που σε χαϊδεύει
 
Μπορεί να έρθει βαρύ σύννεφο κάποτε
Θα `ρθει σα σύννεφο νύκτα ολόκληρη
Ο θάνατος πάνω στα μαλλιά σου να πάρει το χέρι μου
Που σε χαϊδεύει
 
Έρπω σα σύννεφο όλος υποψία
Ανιχνέυω γύρω από το λαιμό σου το χρόνο που επιτίθεται
Σε χαϊδεύω και όταν με κτυπά πέφτω στα χέρια σου
Που με χαϊδεύουν
 
Πάντα η κάθε μέρα περνά με ατέλειωτες περιπολίες
Μπορεί να `ρθει αύριο μπορεί την άλλη νύχτα
Σκέψου την ώρα που θα `ρθει όλα θα υπάρχουν
Και μεις
Λίγο πριν έρθει.

Άνοιξη 1958 [Δημοσιεύτηκε στα Αθηναϊκά Γράμματα, τ.9, Μάρτιος-Απρίλιος 1958]
…………………………………….

Τέος Σαλαπασίδης, Άλωσις

Abstract-Art-Expressionism-Images
Βγήκε η φώκια
Αλληλούια
Αιγαίο σκισμένο από τορπιλλακάτους
Η νηοπομπή άνθισε
Κύμα μεσίστιο
Πεινάμε
Έπειτα ήρθε η Σαλονίκη με καπνούς πετρελαίων
«Στην πόλη μας βασίλεψε μια ορφανή πειθαρχία»
Αρμένιζε η Σαλονίκη προς τα βουνά της
Ο Δεκανεύς πέταξε το όπλο του στη θάλασσα
Τον εχθρό έπρεπε να περιμένει εστία κενού
Όμως η θάλασσα επέστρεψε ο όπλο
Δεν επρόκειτο περί όπλου
Και γυρεύω τώρα τον πλοίαρχο
Ήταν αληθινός ο πλοίαρχος του τορπιλλοβόλου «Σφενδόνη»
Μόνο
Πέρασε ηρέμα
Σφύριξε
Αντίο
Βυθίστηκε μέσα στον καιρό

Αντίο.

*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Αθηναϊκά Γράμματα», τεύχος 10, Μάιος – Αύγουστος 1958.
…………………………………….
 
Τέος Σαλαπασίδης, Παιδικό τραίνο

Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο έδειξε.
Ζεις, πεθαίνεις: Έχεις μια στιγμή.
Ο καθένας είναι μια στιγμή κι όλα τ' άλλα είναι νύκτα.
Κι όταν έρθει το τέλος ανάβεις τσιγάρο (προς θεού! όχι γράμματα).

Αν όμως φοβάσαι διά την πολύτιμον υγείαν σου
Φεύγεις
Και υγείαν έχεις
Υγείαν ποθών και διά ημάς. (Ταύτα
και γράμματα γνωρίζω...) Τι κακό!

Έτυχε όλοι να είσθε εγγράμματοι.

(Αδημοσίευτο, Αρχείο Τ.Σ.)

…………………………………….

Τεό Σαλαπασίδης

Nothern Spiritual


Στη Δέσποινα των βρεγμένων
που μας έγραφε τακτικά τις Κυριακές
παρηγορώντας μας για τις βροχές
με γράμματα -ομπρελίτσες.
 
                                                       Το μεγάλο ταξίδι είναι ο άνεμος
Το μεγάλο ταξίδι είναι από δω ώς τα μάτια της;
Από δω ώς τα μάτια της έχει βροχή
Και μεγάλο ταξίδι

Από δω ως τα μάτια της είναι θάλασσα
Πνέει ο κακός αέρας
Το ταξίδι και ο θάνατος κουράστηκαν
Λίγα μίλια έξω από τη Σκιάθο
Από δω ώς τη Σκιάθο έχει σύννεφα
Από δω ώς τη Θεσσαλονίκη είναι Κυριακή
Τις Κυριακές είναι όλο σύννεφα
Είναι όλα κλειστά και δε σου ανοίγουν.
Τώρα ώς την άλλη βδομάδα θα πέσει φθινόπωρο
Το φθινόπωρο ρίχνει τα φύλλα
Και επειδή μέσα στις βροχές τα φύλλα είναι έρωτας
Γι' αυτό βρέχει.

Από δω ώς τα μάτια της.

Φθινόπωρο 1957



…………………………………….


Τεό Σαλαπασίδης, "Χωρίς τίτλο"


Έπειτα πέρασαν όλα.
Έπειτα τα ξεπούλησε όλα στη Γερμανία.
Υπάρχουν ακόμη δυό ή τρεις που τον θυμούνται.
Είναι οι επαγγελματίες της μνήμης και των άλλων συναναστροφών.

Σας έλεγα: προσοχή!
(Είναι αλήθεια πως είπατε να προσέχετε
και μένα τον ίδιο)
Το σπίτι του είναι ταριχευμένο - προσοχή!

Έπειτα πέρασαν όλα
Ο έρωτας τον κυνήγησε ακριβώς
Με ύφος αστυφύλακος που κυνηγά μικροπωλητές

Εσείς όμως κάνατε καριέρα τότε και δεν
αντιληφθήκατε τίποτε.
___
          

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Θωμάς Γκόρπας


Θωμάς Γκόρπας, Τα Ποιήματα



Αναπόληση

Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη
και θ' αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κ' εσύ
να περνάς απ' έξω.
…………………………………….
Οδύνη

Το πέραν του ποιήματος είναι μια δύσις φεγγαριού στην οδό
Ιουλιανού μετά το οδυνηρό σώσιμο των τσιγάρων ξημερώνοντας...
…………………………………….

Τα ίδια και τα ίδια (απόσπασμα)

Ο Σεφέρης επιτέλους πέθανε οριστικά
"στο φέρετρό του ακούμπησε" η Ελλάδα
αυτός πού ακούμπαγε κανείς δε λέει...
Στην κηδεία του πήγανε και πεθαμένοι
φίλοι γνωστών διευθύνσεων κ' εχθροί
φυλετικών και άλλων διακρίσεων...

…………………………………….

Οι θρησκευτικοί ποιηταί

Το γάλα το άγριο γάλα! Τελευταία συχνά
μ' επισκέπτονται παλιά αιμοστάζοντα αγριόσυκα
όνειρα σεξουαλικά ρεύσις κατάρρευσις των ιδεών
και των γούστων των παλιών μου φίλων...
Τα μεσημέρια παίζουν τάβλι με τις ώρες
παίζουν ξερή τα πενηντάρικα και τα τομάρια
τρώγονται χύνουνε χολή την πίνουνε οι έρημοι.
Εν συνεχεία επιστρέφουν στο καφέ-μπινέ
κι αράζουν περιμένοντας εκπλήξεις.
Εκπλήξεις βέβαια δεν έρχονται έρχεται
το σούρουπο και μέσα του ανεβαίνουν τη Σταδίου
καταλήγουνε σε κεντρικό εκκλησάκι
(όλα τα 'χει τελοσπάντων αυτή η Αθήνα
εξόν πράσινον και δημόσια ουρητήρια...)
κ' ενταφιάζονται εντός του εσπερινού περιττόν
ο ένας θάβει τον άλλο με μάτια κλειστά
ανταλλάσσουν εντυπώσεις κ' έτσι βελτιώνουν
τη φίρμα τους στη λαχαναγορά πού και πού
παριστάνουν και τον Κόντογλου πού Κόντογλου
είναι γελοίοι - αν το μάθουνε κι αυτό
πάει τετέλεσται...
…………………………………….

ΝΤΑΛΚΑΔΕΣ

Στον Ανδρέα Εμπειρίκο

Η τέντα του καλοκαιρινού κινηματογράφου είναι σαν μεγάλο ατλαζωτό φυσερό κάνει ήχο όταν ανοίγει ή κλείνει. Σαν το ήχο που κάνουν τα καράβια μπαίνοντας ή βγαίνοντας απ’ το λιμάνι.
Το ίδιο ήχο κάνουν και πάμπολλα ποιήματα του Εμπειρίκου οι βεντάλιες κάποτε των γυναικών.

Πηγαίνουμε στα δάση πηγαίνουμε στα έρημα λιμάνια πηγαίνουμε πηγαίνουμε σε καλοκάγαθα νοικοκυρεμένα μαγαζιά σε άκρα της πολέως για να κάνουμε επαφή με το μακρινό το μέλλον το μέλλον μας τα’ ανώνυμα σουραύλια του παρελθόντος τα επώνυμα προσκλητήρια.

Η μισή τραγουδάει η άλλη μισή μελαγχολεί περιμένοντας ολόκληρη. Από τα παιδικά μου χρόνια στη σημερινή καρδιά μου εισελαύνουν φράχτες νυχτερινή και της μέρας χαρμόσυνα κουδουνίσματα.

Η Ποίηση είναι ένας δρόμος σπαρμένος με καρφιά είναι μια στρατιά καρφιά όπου φιλοξενούν στο ρετιρέ τους ρόδα.
Εσύ δεν είσαι καμωμένη από ρόδα δεν είσαι καρφί αλλά μια απελπισμένη άγνωστη παραλία που έχασε για πάντα κολυμβητάς και βάρκες και ψαρέματα και τα ελάχιστα εκείνα μοναδικά ζευγάρια τα τόσο ευχαριστημένα και θλιμμένα.

Όταν με κυνήγαγε η πολιτική με κυνήγαγες κ’ εσύ. Τώρα που σε κυνηγάω εγώ έγινα σαν την πολιτική και ίσως πλέον αφόρητος και πλέον ανελέητος απ’ αυτήν.

Σ’ αγαπάω σημαίνει τρυπάω με καρφίτσα παλιά σύννεφα και πέφτει βροχή. Μαζεύω τη βροχή όπως μια κόρη μαζεύει παπαρούνες στον αγρό. Μεταξύ των σπλάχνων μου και των χειλιών μου συναντάω πάλι τη λέξη πλάγια αλλά αυτή από καιρό δεν είναι λέξη πια αλλά τα μαλλιά σου ή φωτιά συνθλιβομένη από φορμαρισμένα ερωτικά φύλλα χείλη δροσιάς.

Πλάγια διαλεγμένη από καουμπόυς μια κατακίτρινη από το κακό της αγκαλιά πλάγιά διαλεγμένη για το φετινό καλοκαίρι - που σε γέμισε άνθη δακρύων και πληγών κ’ επικίνδυνη νοσταλγία λυσσασμένη.
Έχουμε μιαν ακρογιαλιά μα δεν έχουμε καρδιά για πέταμα έχουμε γένια μα δεν έχουμε χτένια μας τα φέρνουν άλλοι.
Σ’ ορισμένες περιοχές της νύχτας μας ενοχλούσε ΙΧ φτωχοπουτάνες φυματικά μπαρ κομψοί και χαμογελαστοί ρουφιάνοι.

Έρημες ομορφιές έρημες γυναίκες έρημες ιδεολογίες στον τόπο τους πια δεν φυτρώνει τίποτε και μόνο ταινίες αστυνομικές μας ξεκουράζουν.

Χρειάζονται πια έργα μνημειακά για το καλό του μέλλοντος για το κακό και για το τίποτε.

Σκοροφαγωμένες ιστορίες βγαίνουν απ’ τις ντουλάπες τους και δίνουν στους σύγχρονους φουκαράδες λίγη χαρά:
Το παιδάκι μου… Οι καλοί συνάδελφοι… Ο κουμπάρος… Η κουμπάρα… Το αμάξι μου… Το διαβατήριο μου…
Τα κέρατά σας τα τράγια τα κρέατα σας το σάντουίτς σας στις 11 το πρωί το σήριάλ σας στις 11 το βράδι – τα περασμένα χρόνια τι γρήγορα που περνούν… Δε νομίζω… Δε νομίζω…

Τα’ αγιόκλημα ο δυόσμος και ο βασιλικός της εποχής είναι τα σκουπίδια σας σε σακούλες νάυλον αλλά δεν τα ζωγραφίζει κανείς…

Η πολιτική είναι βρόμικη καθορίζει με αναπόληση παιδικών ιστοριών ή μελλοντικών απορρυπαντικών και μετά χέσ’ την.
Η πραιτωριανοί συλλαμβάνουν για λογαριασμό κάποιου Χ που πρόκειται να συλληφθεί τον άλλο μήνα υποψήφιους ήρωες φαρμακωμένους φοιτητές και καμουφλαρισμένους πράκτορες.
Ύστερα από λίγες μέρες οι μεν ξεχνάν τα ποιήματα και τα ουίσκια της καρδιάς υποτίθεται οι Δε μένουν με ενάμισι πόδι ή τρώγονται στο σκοτάδι και οι άλλοι παρατάν τα προσχήματα.
Κάποτε τελειώνουν τα λόγια και το ξινισμένο σεξ και τα μασκοφόρα όνειρα γατί εμφανίζονται επιτέλους οι αναμενόμενοι πιστολάδες – ούτε άργησαν ούτε μας ξέχασαν ήρθαν στην ώρα τους που αποδείχθη η ώρα μας.

Προσοχή να μη σε κάνουν γεφύρι.
Όταν χάνονται όλα τα κλειδιά ασφαλείας γεμίζουμε Ασφάλειες.

Χόρτασα λεμονιές κατσίκια τα Χριστούγεννα στα χωριά. Οι χωριάτες έχουν τηλεοράσεις μοντέλα αλλά παλιά τσαπιά. Οι παλιοί χωματένιοι δάσκαλοι χάθηκαν. Οι καινούργιοι αδυνατίζουν με τη ρόδα.

Αυτοεξόριστοι Κενυάτες υποψήφιοι Πρόεδροι Δημοκρατίας στα τζουκ μποξ της Αθήνας βάζουν «Το 13 το κελλί» του Λαύκα. Στις ταβέρνες μπεκρήδες της αναμονής οι μαιτρ της παγκόσμιας απελπισίας κλείνουν το ξενύχτι με χαλβά του μπακάλη – με κανέλα και λεμόνι.

Αράπικο φιστίκι
Αράπικο λουλούδι
Αράπικο άλογο
Αράπικο πετρέλαιο…
…………………………………….

ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΦΙΛΩΝ

Μνήμη Νίκου Καρούζου

Ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά…
Πρόκειται περί αγάπης ή αναμνήσεως της αγάπης;
Παντού στην Αθήνα τραύματα νωχελικά
Μόνον η αδέσποτη νύχτα της μένει ακόμα δική μας
Σαν σκυλί σαν προδομένη αγάπη σαν διάχυτο λαϊκό τραγούδι
Γιομάτο ευγένεια.
Βέρα Βόδη μια αδάμαστη ακόμα γυναίκα ή ναυαγισμένη αδιάφορο
Στην άλλη μεριά ενός μεθυσμένου τηλεφώνου
Είναι γυμνή κ’ έχει στο σώμα της τόπους τόπους πληγές
Ή κρέμες νυκτός αδιάφορο αδιάφορο αδιάφορο
Γιατί τώρα αυτή τη στιγμή στην Πλατεία Κολωνακίου ώρα δύο
Μετά τα μεσάνυχτα
Εγώ και ο φίλος μου είμαστε δυό δίδυμες πηγές εξάρσεως
Ή δυό άνθη πεθαμένα στη γέννα τους
Ή δυό λαμπρά αυτοελεγχόμενα πέη
Οι πεθαμένοι φίλοι μας οι χαμένοι φίλοι μας οι καφέδες και τα
Τσιγάρα μας
Οι παπαγάλοι οι λεχρίτες οι σβηστοί.
Βέρα Βόδη ωραίο όνομα ποιητικό θαυμάσιες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις
Όπως οι ωραίες γυναίκες μπας και αγαπηθούν στο τέλος.
Οι χασάπηδες της χαράς είναι σαν άγριοι σεμνοί βασιλιάδες
Όταν πέφτουν δάκρυα στο ποτήρι το κρασί βάφεται
Όταν πέφτουν τραγούδια ματώνει
Άλλα με τίποτε Δε νερώνει
Ούτε με Βέρες Βόδη ούτε με Χρίστους ούτε με γλυκές κάμαρες.
Οι σύγχρονες κάμερες είναι συντριπτικές των αναμνήσεων.
Θα πάρω ταξί θα πάρω τσιγάρα θα πάρω λαχεία θα πάρω το
Δρόμο του γυρισμού
Και θα τον πάρω ακριβώς γιατί κανένας Δε με περιμένει
Τι Προμηθέας τι τραγουδιστής τι πρώτη αγάπη το ίδιο κάνει.
Από ένα σημείο και πέρα σβήνουν α φώτα
Δεν έχει φώτα δεν έχει λιμάνια δεν έχει φαρμακεία γενικώς
Διανυκτερεύοντα έχει
Την αθέατη πλευρά του θανάτου που ξεδιπλώνεται ανοίγει λίγο
Λίγο και τα μάτια
Γίνονται τεράστια στα μπαλκόνια τους
Έρχονται τα ΄φύλλα της καρδιάς ν’ αγναντέψουν
Καπνίζοντας το τσιγάρο τους να ονειροπολήσουν
Τα πήρε ο ύπνος κ’ έγειραν
Για πάντα.
Πριν και μετά τη Βέρα Βόδη σκοτάδι
Πριν και μετά το σκοτάδι
Πριν και μετά τα’ άνθη του αίματος σκοτάδι
Και μόνο το τραγούδι καταργεί τα άκρα
Τα φάρμακα τις υπερβολικές δόσεις χαράς
Τα’ άσπρα σπιτάκια και τα πράσινα άλογα.
Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
Τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
Υπάρχουμε ως υπογραφές κόκινες κατακόκινες της φωτιάς
Σ’ απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά
Τα κομμάτια μας
Και κάπου μακριά ακόμα άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα
Μουσικά όργανα.
…………………………………….

Το πατάρι

Στον Τέο Σαλαπασίδη

Ο Λουμίδης τω καρώ εκείνω ήταν ένας μόντζος. Εκεί καθόμαστε πρωιά μεσημέρια βράδια και χαζέυαμει ήλιους και φεγγάρια μέσα απ’ τα τζάμια του και τα μελλοντικά τραγούδια μέσα απ τα σπλάχνα μας. Χαμηλοτάβανο σκοτεινό βρόμικο πατάρι ραϊσμένα μάρμαρα ταπεζιών μαδημένες καρέκλες ξεκοιλιασμένοι καναπέδες απαίσιο ντεκόρ και μόνο ο Τάκης χαμογελούσε. Χαμογελούσε για όλους μας μας πίστωνε μας έφερνε στη ζούλα και καμιά σοκολάτα κανένα μπισκότο.

Αλήθεια τι απόγιναν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι; πως απεστατεύθη ο θρυλικός ιερός λόχος των ωραίων καταραμένων; Μαλλιά χαίτες μαύρες μπλούζες πανταλόνια φανέλα γρι ή μαύρη μαύρα ή καφέ μοκασέν κάλτσες γκρι γκρενά ή μαύρες λετιασμένα γοητευτικά τρενς κοτ… Οι ποιηταί και οι ζωγράφοι. Οι περισσότεροι κάτι έπαθαν λίγο πριν τα τριάντα λίγο πριν τα σαράντα. Ό, τι παθαίνουν τόσοι και τόσοι με το χωριό τους με το ξενύχτι με το φόβο της ζωής που το λένε φόβο του θανάτου με τα ποιήματα με το μαρξισμό – με την επανάσταση. Το πατάρι ήταν δικό μας κι όλα τα άλλα στην Αθήνα ξένα. Κι απ’ τους παλιούς μόνο ένας Βάρναλης ή ένας Εμπειρίκος άντεχαν ν’ ανεβαίνουν κάπου κάπου.

Περνούσαν τα χρόνια λιγόστευαν οι φωνές θόλωναν τα μάτια το Πατάρι και ο Τάκης του δεν πάθαιναν τίποτε. Άλλοι παντρεύονταν βλαχοπούλες άλλοι χάνονταν στα πέρατα άλλοι στις νευρολογικές κλινικές άλλοι επέστρεφαν στο κόμμα άλλοι άρχιζαν ν’ ασχολούνται με αμερικάνικες δουλειές άλλοι άρχιζαν να συχνάζουν στου κ. Ελύτη και στου κ. Ρίτσου άλλοι το γύριζαν στο πεζό άλλοι στο καλαματιανό άλλοι πήγαιναν να φάνε μαζί με το κ. Θεοδωράκη άλλοι πήγαιναν στο συσσίτιο της Χρήστου Λαδά άλλοι το’ ριχναν στο πιοτό άλλοι έπεφταν στα σκατά κι άλλοι την κοπάναγαν στα Παρίσια για σπουδές τάχα.

Ο προφήτης από δεύτερο χέρι Μιχάλης Κατσαρός όταν το ποίημα για τους για τους χαμένους ήταν κι αυτός ένας χαμένος ήδη.

Μετά τις φωτιές του 1965 μερικοί που απεδείχθησαν ατάλαντοι ή εξ επαγγέλματος πεινασμένοι και καλλοί με όλους άρχισαν να βάζουν χέρι και στο θρύλο του Παταριού. Κι όταν έφεξε η 21 Απριλίου για πρώην και νυν αριστερούς το Πατάρι του Λουμίδη ήταν προ πολλού ένα ακόμα κωλάδικο ένα ακόμα πουτανάδικο κι ο Τάκης τους είχε πάψει να πιστεύει να πιστώνει να φέρνει να χαμογελάει.

Που λέτε παιδιά ήταν μεγάλη υπόθεση τότε να φωτογραφίζεσαι με στο ομαδικό χνότο ωραίος μεγαλειώδης πεινασμένος πικρός – όχι πικραμένος – καταραμένος καταραμένος καταραμένος. Έξω απ’’ τα μαντριά μακριά απ΄τις γλυκές της εποχής μαθαίνουμε τη μοναξιά της επιστροφής εμείς είκοσι τριάντα ένδοξοι καταναλωταί μακεδονικών τσιγάρων και καφέ εσπρέσο.

Εγώ που ήμουνα ο πιο νέος και ο πιο χωριάτης απεδείχθη πως ήμουνα το πιο γέρο κόκαλο το πιο βαθύ μάτι. Ανάμεσα στο Μεσολόγγι των ιερών κοκάλων και του Παλαμά και στο Μεσολόγγι της ατελείωτης βροχής και των καημών είχα διαλέξει το δεύτερο. Ήμουν και λίγο πονηρός μίλαγα τελευταίος ή δεν μίλαγα καθόλου. Έτσι μπορώ σήμερα να θυμάμαι την αγαπημένη Σταδίου το Βυζάντιον του Μπάμπη και των εργατικών της αυγής τα πλακιώτικα κουτούκια τα κολωνακιώτικα καρβουνιάρικα τα διανυκερεύοντα της Ομόνοιας πανσελήνους επί της Ακροπόλεως κατουρήματα επί της Πλατείας Συντάγματος ολίγα μακαρόνια με σάλτσα και ένα ψωμί γωνιά ένα πακέτο Κιρέτσιλερ για όλη την παρέα αναμνήσεις ξερονησιών για όλη την παρέακαι τον Τέο Σαλαπασίδη τον καλύτερο όλων μας.

Θυμάμαι χωρίς να κατεβάζω τα μάτια χωρίς να μπερδεύω τα πράγματα. Εσύ Μεγάλη Μικρά μπορείς να χαμογελάς και να σκέφτεσαι τα δικά σου εγώ πάντως τώρα είμαι πάλι δεκαεννιά είκοσι και είκοσι πέντε χρονώ πάλι ονειρεύομαι τα ίδια και τα ίδια μόνο που έχω σταματήσει νισάφι να κουβαλάω νερό…

Χολερικά ανθρωπάκια στερημένα και λειψά πρώην σύντροφοί μου στη δίψα και στην πείνα στα όνειρα και στα φαρμάκια φαίνεται πως πριν είκοσι και πριν δέκα χρόνια επένδυαν σε ζωγραφιές και ποιήματα μιλώντας για τη ζωή και για το θάνατο για τη φιλία και για τον έρωτα για… και για… στη δική μου ποίηση δεν υπάρχει ούτε ένα για.. μέσα της έβαζα και βάζω όλα αυτά που οι άλλοι λένε χωρίς να το πιστεύουν ότι δεν μπαίνουν μέσα.

Η Ποίηση περ’ απ’ τα βιβλία και τις εποχές περ’ απ’ τους γαμπρίζοντες και τα βεγγαλικά μέρα μεσημέρι όπως όλα αυτού του Κόσμου κοιτάει πίσω για να βλέπει μπροστά. Και τα πατάρια και οι λεγόμενοι φιλολογικοί καφενέδες γίνονται το σπίτι των ποιητών κάποτε και το ταμπούρι της ελευθερίας κι όποιος το ρίξει πέφτει και τον πλακώνει.

Τα κόκαλα του θρύλου της παρέας μου τώρα τα γλείφουν σκυλιά και κοπρόσκυλα. Που λέτε παιδιά τα ράσα δεν κάνουν το παπά ο παπάς κάνει τα ράσα. Θυμάμαι πως λειτούργησα πριν τυπώσω στίχους μου. Τώρα μερικοί δεν ξέρουν που να με βάλουν άλλοι με ανακαλύπτουν με μαύρη ευχαρίστηση άλλοι με τρόμο άλλοι λένε πως και τότε μ’ αγαπούσαν άλλοι πως και τώρα μ’ αγαπάνε και ας μην τους αγαπάω εγώ πια άλλοι που το ‘ κοψαν το γράψιμο με ρωτούν αν γράφω ακόμα άλλοι που το ξανάρχισαν αποκαταστημένοι στην κοινωνία με ρωτάν γιατί δεν τυπώνω τα’ αριστουργήματά μου κι αυτοί που έκοψαν και το γράψιμο και τη γλώσσα τους και το πουλί τους Δε μου λένε τίποτε με νοήματα τα θέλουν πάλι.

Στο Λουμίδη τω καιρώ εκείνω δεν ονειρευόμασταν τίποτε για τον εαυτό μας. Τω καιρώ εκείνω που να φανταζόμαστε πως η Αθήνα μας θα γέμιζε κωλάδικα σκατοβραβεία συνταξιούχους ποιητάς του Δημοσίου και δηλωμένους ποιητάς κ’ αιτούντας. .. αν όντως θάβω ζωγράφους ποιητές και φίλους μου καθώς λένε καμπόσοι αποτυχημένοι ζωγράφοι ποιητές και φίλοι μου φαίνεται πως υπάρχουν πεθαμένοι

 Και
Σκατά στο λάκκο τους.

 Αθήνα 1972
…………………………………….

ΚΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ

Μνήμη Σταμάτη Μαράντου

Στα χείλη των ερυθρών χαραδρών ανθούν λευκά λουλούδια
Στα δροσερά υπόγεια των καλοκαιριών αιχμαλωτίζονται
Καρδίες
Παιδιών η απελπισία ηχεί και πέραν της Ποιήσεως ακόμη
Και των ενδόξων Ρεμπέτικων Τραγουδιών.
Όσο και αν εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
Όσο να εκποιήσουμε την τρυφερότητα
Μας πήραν σβάρνα τα χρόνια…
Μετράω τις τρύπες στο σκοτάδι
Φιλίες έρωτες απλήρωτες δουλειές
Απ’ όλν τούτο δοκιμάζω πυρετωδώς
Και το καινούριο μου χάδι…
Τόσοι τυχάρπαστοι καμπλεξαριμένοι
Απ’ τα καταπληκτικά μου πουκάμισα
Τα εξ’ ίσου καταπληκτικά μου λόγια
Και τα παραμύθια φίλων που μ’ αγάπησαν
Πέραν του δέοντος και πέραν της Ποιήσεώς μου
Είανι αδύνατον να με φανταστούν στα περασμένα χρόνια
Χαρμανιασμένο για τσιγάρο περισσότερο και από γυναίκα
Χαρμανιασμένο για γυναίκα περισσότερο κι από πρωτοφανή τοπία.
Εγώ τώρα πρέπει να είμαι ένας άλλος
Διάφορος σε πολλά του Θωμά παλαιοτέρων ημερών
Τώρα πρέπει να είμαι κάτι μεταξύ σοφού και αγρίας παρθένας
Τα δικά σου γυαλιά με τα οποία βλέπω κ’ εγώ καλά
Ένα αβασίλευτο ηλιοβασίλεμα…
Και βεβαίως η Ποίησις πια Δε με εκφράζει
Η Ποίησις σαν τη γυναίκα πιο πολύ σ’ αγάπησε κ’ εσύ
Τη διώχνεις Δε με εκφράζει καν η ελπίδα για την επόμενη μέρα
Ολόκληρος έχω γίνει ένα βάθος ένα χρώμα
Ένα κυρίαρχον χρώμα.
 …………………………………….

ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Μνήμη Γιώργη Ζάρκου

Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Εσύ που στο σχολείο σήκωνες το χέρι για να πεις
Όχι το μάθημα μα την αλήθεια
Σήκωνε πάντα αυτό το χέρι που το γέννησε
Της δικαιοσύνης ο καημός κ’ η σιγουριά του αύριο.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνάσιου
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε τραπέζια καφενείων
Καταχνιασμένων από την τσιγαρίλα
Και τις ανάσες πεινασμένων
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε μεγάλες πόρτες
Που Δε θ’ ανοίξουν ποτέ από μέσα.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία
Και θα κάψει τις σημαίες των αρχόντων.
Και αν το ψωμί κ’ η γνώση ανταλλάσσονται
Με τα’ άλλο χαρτί που εσύ δεν έχεις
Μην αρνηθείς γι’ αυτό το ρόλο που σου ανάθεσε ο καιρός.
Οι μέρες μας κυλούν σαν χειμωνιάτικα ποτάμια
Στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους
Στους δρόμους αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
Καθώς απ’ τις γωνιές οι μισθοφόροι
Με στιλέτα ξεμπουκάρουν και παγίδες.
Όμως τα δαγκωμένα λόγια ακολουθούν τραγούδια.

…………………………………….

Του Κώστα Βούλγαρη

Ο Γκόρπας ανήκε σε ό,τι ονομάστηκε ελληνικό μπητ, το οποίο, ταυτόχρονα με τις αντίστοιχες πρωτοπορίες του Σαν Φραντσίσκο και του Παρισιού, έδωσε κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα, όμως απελπιστικά ανολοκλήρωτα δείγματα των νέων αισθητικών προταγμάτων. Ο τίτλος της πρώτης του ποιητικής συλλογής, «Σπασμένος καιρός» (1957), σήμερα διαβάζεται ως υπαινιγμός του κατακερματισμένου μεταπολεμικού κοσμοειδώλου, επισημαίνει το ιστορικό όριο των συνεκτικών μορφών και αφηγήσεων του μοντερνισμού. Η ποίησή του συνιστά μια μετασεφερική τομή, που μόνο σ' έναν βαθμό αξιοποιήθηκε από τους ποιητές του '70.



Οντολογικό σημείο αναφοράς του το Πατάρι του Λουμίδη, το οποίο, φυσικά, ο ίδιος με τα κείμενά του το υπεραξίωσε και το εξιδανίκευσε ως σημείο κινηματικής αναφοράς, το κατέστησε πραγματική μήτρα ενός κινήματος που θα μπορούσε, πράγματι, να έχει υπάρξει ως πραγματικό κίνημα.
Μέντοράς του, εκεί στο Πατάρι, ο Τέος Σαλαπασίδης. Ο μόνος, σύγχρονός του, τον οποίο αποδεχόταν ανεπιφύλακτα, καθ' ολοκληρίαν. Που τον θαύμαζε και τον σεβόταν. Ηταν βέβαια ο δικός του Σαλαπασίδης, αυτός που είχε δημιουργήσει ο Γκόρπας.

Προεκτείνοντας, με τη χάρη του παραμυθά, την εικόνα της δεκαετίας του '20, εξιδανικεύοντας τους καταραμένους ελάσσονες της εποχής, τοποθετώντας τους, προκλητικά, αρκετά σκαλοπάτια πιο πάνω από τους καθιερωμένους, έδειχνε προς τα εκεί όπου οδηγείται η φιλολογική έρευνα των τελευταίων ετών, δηλαδή στην ανάδειξη των νεωτερικών στοιχείων της λογοτεχνίας αυτής της δεκαετίας, καθώς και στην επισήμανση του βίαιου εξοβελισμού της από τη γενιά του '30, που την παράχωσε στην «παράδοση».
…………………………………….

Η ποιητική μέθοδος του Θωμά Γκόρπα

Του Βαγγέλη Κάσσου

Σε ένα ποίημά του, ο Θωμάς Γκόρπας καταλήγει με τους εξής στίχους: «Οσοι νομίζουν πως αντιγράφω τον Πρεβέρ / ας συνεχίσουν να διαβάζουν άλλα ποιήματα / αρκούντως σοβαρά και προοδευτικά... / Αμήν».


Αλλά ποιο ήταν το αληθινό ποιητικό ίνδαλμα του Γκόρπα; Ο ίδιος υποστήριζε: «Εγώ έρχομαι από τον Κάλβο, τον Τριαντάφυλλο Σποντή, τον Στασινό Μικρούλη, τον Καρασούτσα, τον Βαλαβάνη, τον Παπαδιαμαντόπουλο, τον Καμπά, τον Μαλακάση, τον Λιμπεράκη, τον Βάρναλη, τον Φιλύρα, τον Καρυωτάκη. Γι' αυτό και συναντήθηκα με τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, την Πολυδούρη και τον Ζώτο».
…………………………………….

Θωμάς Γκόρπας, Ανάμνηση

 Στην πατρίδα
εσύ ξεκίναγες τη μέρα, εσύ ξεκίναγες τη νύχτα,
εσύ ξεκίναγες τ' όνειρο σε ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Τώρα χαθήκαμε μες στη μεγάλη πολιτεία που πίνει το αίμα μου
γιατί είναι μόνο κόκκαλα και θέλει να περπατήσει.
Τώρα χαθήκαμε μες στη μεγάλη πολιτεία που μου σπάει τα βήματα
για να με δοκιμάσει.
Πολύ απλό που χάθηκες, αγάπη μου,
όπως χάθηκαν τόσα καλοκαίρια
με τους καημούς και με τα σχέδια πεθαμένα
στα δύο μου χέρια.
Ήσουν το χέρι που άγγιζε την καρδιά μου δημιουργώντας φως,
πίκρα και μένα, χαμηλή μουσική.
Ήσουν γιασεμί μεθυσμένο μες στο φεγγάρι,
ήσουν το φεγγάρι ξαπλωμένο σε σκοτεινό σοκάκι,
ήσουν σκοτεινό σοκάκι, σφαγμένο μες στην καρδιά μου.
Κι εγώ πουλί να κελαηδεί καθισμένο
στο αριστερό σου στήθος.
Μα τώρα χαθήκαμε ο ένας για τον άλλο, αγάπη μου,
σάμπως ο ένας απ’ τους δυο μας νάναι πεθαμένος.

1957


 
(Ανέκδοτο κείμενο του Θωμά Γκόρπα)
Καφενεία της Αθήνας
Δύσκολο να βρεις τώρα καφενείο που να 'ναι ένας χώρος ζεστός, "δικός μας". Δύσκολο να βρεις την Αθήνα τώρα.
Ο Κάπταιν Μοντεσάντος τώρα είναι σε μιαν άκρη της μνήμης μας: ζαρωμένος, χλωμός, πεινασμένος και φοβισμένος...

Τότε, στο καφενείον "Η Ακρόπολις", στην πλατεία Καρύτση, μεσημέρι-βράδυ καλλιγραφούσε τους στίχους του σ' εκλεκτά χασαπόχαρτα, μας έλεγε ιστορίες παλιές απ' τα πέλαγα, μας έλεγε γι' αρχοντικά της οδού Νικοδήμου και για τις γυναίκες τους, μας έλεγε Μπωντλαίρ, Βερλαίν και Ρεμπώ στην δική του μετάφραση, μας έλεγε για μιαν ωραία ανηψιά του που ντρέπονταν γι' αυτόν επειδή ήταν ξέμπαρκος, μας έλεγε για το τελευταίο μεγάλο χαρτοπαικτικό παιγνίδι του στην Μαρσίλια, μας έλεγε...
Κι ο Φάνης κι ο Παναγής κ' εγώ γράφαμε "μοντέρνο" στίχο, αλλά τα έργα μας τα κρύβαμε απ' το γέρο. Αυτό μας έλειπε - να μην τα κρύβαμε... Θα χάναμε τις ιστορίες του και τ' άλλα και κυρίως αυτόν τον ίδιο το γέρο - καπετάνιο...

Ο Φάνης κι ο Παναγής από χρόνια και χρόνια έχουν ξεχάσει ότι κάποτε, τότε, έγραφαν στίχους.

Καφενείον "η Ακρόπολις", μέτριος βραστός, τσιγάρα "Τέλειον", παπούτσια μοκασέν, μαλλιά χαίτη, μουστάκι α λα Τσε, τότε.
Η βροχή της Αθήνας, η βροχή πίσω απ' την τζαμαρία του καφενείου, η Αθήνα μετά την βροχή, εμείς μες στην ψιλή αθηναϊκή βροχή.
Το εργένικο δωμάτιο είχε ένα ντιβάνι, ένα τραπεζάκι πτυσσόμενο, μια κρεμάστρα, μια βαλίτσα ξεκοιλιασμένη κι ανοιγμένη πάντα, το καλάθι "απ' το χωριό". Μήτε μια καρέκλα -για κάμποσο καιρό.

Το δωμάτιο τον χειμώνα ήταν κρύο, ήταν υγρό, έπιανε και μούχλα. Μόνο με το τσιγάρο το πολεμούσες. Και συχνά, όταν δεν υπήρχε ούτε τσιγάρο, με την ανάμνηση τοπίων απ' τη γενέθλια γη.

Έτσι εύκολα μαθαίνει κανείς το ξενύχτι. Η επιστροφή στο "σπίτι" παρετείνετο επ' αόριστον... Τα ταβερνάκια της Πλάκας, τα διανυκτερεύοντα καφενεία της πλατείας Συντάγματος, Ζαχαράτου και Αντωνιάδη, το Βυζάντιον, τα "γαλακτοτροφεία" της πλατείας Ομονοίας Γαλλία και Ολύμπια και Μέγας Αλέξανδρος ήταν πιο σπίτι απ' το "σπίτι".

Οι θρύλοι συνήθως γίνονται από πολύ καθημερινά πράγματα κι απ' ανθρώπους που τότε ούτε που υποψιάζονταν πως θα γίνουν θρύλοι κάποτε: το Βυζάντιον, το Ελληνικόν...

Τα βιβλία μας απ' το Μοναστηράκι κι απ' τα καρότσια: Αθηνάς, Αιόλου, Χαυτεία. Το φαΐ μας απ' τα υπόλοιπα των "...με κρέας".
Η Αθήνα τότε τέλειωνε στου Μαυρομάτη - στα σίδερα, στο Παγκράτι - στου Μπαμπέτα, στα Πετράλωνα, στην οδό Πανόρμου, στην Πλατεία Κυριακού...
Η Αθήνα κάποτε κάποτε άρχιζε και τέλειωνε στην οδό Σταδίου.
Δεν μπόρεσα να μάθω ακόμα τι αγαπάει κανείς τελικά στη ζωή του.
Αλλοι λένε για μας ότι αγαπήσαμε τόσα και τόσα. Οταν ο ίδιος λες πως αγάπησες κάτι το λες και το ξαναλές και καμαρώνεις αυτό το κάτι, σίγουρα δεν τ' αγάπησες πραγματικά.

Εμείς λέμε: Η Αθήνα μάς αγάπησε...
Την ευχαριστούμε για την αγάπη της. Είμαστε συγκινημένοι απ' την αγάπη της.
Τα παλιά καφενεία της Αθήνας κατεδαφίστηκαν μέσα μας. Και τα λίγα που μένουν κι αυτά όπου να 'ναι θα κατεδαφιστούν μέσα μας.
Είναι πάντα καινούργιο ό,τι δεν παλιώνει μέσα μας.

[Το αφιέρωμα αναδημοσιεύεται αυτούσιο -με τα βασικά όσο και τα επιμέρους κείμενα, τη μικρή ανθολόγηση και το ανέκδοτο κείμενο του Θωμά Γκόρπα- από το λογοτεχνικό ένθετο «Αναγνώσεις» της εφημερίδας «Κυριακάτικη Αυγή», τχ. 209, 24/12/2006]





Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Θ.ΓΚΟΡΠΑΣ

Θωμάς Γκόρπας (1935-2003)

Μαύρες αφηγήσεις

“…Πολλή η απελπισία.
Αλλά όσοι έχουμε αγωνιστεί
για μια καλύτερη Ελλάδα,
ελπίζουμε ακόμα…”
Θ.Γκ.
 



Ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας Ο Θωμάς Γκόρπας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1935. Από το 1954 έζησε στην Αθήνα, από το 1975 έως το 1980 στο Παρίσι, και από το 1990 μοίραζε τον καιρό του ανάμεσα στην Αθήνα και στην Αίγινα. Έκανε μια ντουζίνα επαγγέλματα: εργάτης, λογιστής, παλαιοβιβλιοπώλης, βιβλιοπώλης, επιμελητής εκδόσεων, εκδότης (εκδόσεις Πανόραμα και εκδόσεις Έξοδος), μεταφραστής, κ.α., πριν και μετά τη λεγόμενη δημοσιογραφία (συντάκτης στον Ημερήσιο Τύπο: Ανεξάρτητος Τύπος, Μεσημβρινή, Εξπρές, Νέα Πολιτεία). Ακόμα υπήρξε συντάκτης ή αρχισυντάκτης στα περιοδικά Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο, Ρουμελιώτικη Βίγλα, Ο Λογοτέχνης, Η Τέχνη στην Αθήνα, Η Καλλιτεχνική, Πολιτικά Θέματα, Μουσικά Θέματα.
Έγραψε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και δίδαξε σε θεατρική σχολή ιστορία λογοτεχνίας και αγωγή του λόγου. Στη δεκαετία του 1950 σύχναζε στο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας, στη Στοά Μαυρίδη, στο Πατάρι του Λουμίδη και στο Βυζάντιον.
Από το 1955 έως το 1967 συμμετείχε σε ομάδες που πρωτοστάτησαν για μια πρωτοπορία στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα εικαστικά, και για την υπεράσπιση του λαϊκού τραγουδιού. Από τους πρώτους που μίλησαν και έγραψαν για τον Καραγκιόζη και το ρεμπέτικο.

…………………………………….



«Ήρθα για πρώτη φορά στην Αθήνα σαν τουρίστας τον Ιούνιο του 1953 με τη μεγάλη εκδρομή των τελειοφοίτων της… Παλαμαϊκής: Μεσολόγγι, Ρίο, Ισθμός, Αγιοι Θεόδωροι, Αθήνα (Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Ακρόπολις, για έναν δεκάρικο του φασίστα γυμνασιάρχη), Ιερά Οδός, Ορχομενός, Δελφοί, Μεσολόγγι… Τον Σεπτέμβριο ξαναήρθα για ένα μήνα στα φροντιστήρια Χατζή, όπου οι φροντισταί ήταν λιγότερο καταρτισμένοι από μένα και όπου συνάντησα για πρώτη και τελευταία φορά τον μετέπειτα θρησκευτικό ποιητή Ματθαίο Μουντέ… Διημέρευα στο πατριωτικό – αιτωλοακαρνανικό καφενείον “Ελλάς” αρχές Αθηνάς (ναργιλέδες, σαράφηδες…) και διανυκτέρευσα στο Αιγάλεω, Λοιμωδών Νόσων, εντός δωματίου από τσιμεντόλιθους μαζί μ’ άλλους τέσσερες – απέναντι στου «Βλάχου» η Μπέλλου σ’ όλη την ομορφιά και τη δόξα της…».
«Πώς τυπώνεται και πώς κυκλοφορεί το βιβλίο ενός νεότερου συγγραφέα εκείνα τα χρόνια; Μιλάμε, φυσικά, για μια ποιητική συλλογή που σπάνια ξεπερνούσε τα τρία τυπογραφικά ή πεζογραφήματα έως 100 σελίδες. Ο συγγραφέας ήταν όλα: εκδότης και παραγωγός, διορθωτής κι επιμελητής, διαθέτης και διανομέας… Τα χαρτιά, η επιλογή και η αγορά τους από τον Διονυσόπουλο στην Πλατεία Αγίων Θεοδώρων…».

«Για πρώτη φορά μπαίνω σε τυπογραφείο όταν ο Βαγιάνος με στέλνει με μια λογοτεχνική έκδοση εντός κλειστού φακέλου στον ωραίο ποιητή και άνθρωπο Γεράσιμο Αμπάτη, αρχιδιορθωτή και φιλολογικό συνεργάτη της “Ακροπόλεως” – το τυπογραφείο της εφημερίδας πανάρχαιο, όπως και του Χρυσοβέργη στην ίδια στοά Πάππου, κάτω χώμα κι απάνω κεραμίδια, θυμάμαι, είχα φτάσει εκεί μετά ραγδαία βροχή και περπάτησα ως τον Γεράσιμο πάνω σε μαδέρια… επιπλέοντα… Το “Βυζάντιον” είχε κι αυτό πάτωμα εκ χώματος, έμπαζε από παντού, πλημμύριζε με τη βροχή κι ο Μπάμπης σταμάταγε τους καφέδες, τα τσάγια και τα χαμομήλια και… στέγνωνε το “πάτωμα” εξαπολύοντας τσουβάλια πριονίδι…».
«Με το τέλος του Εμφυλίου, εκεί στα 1951-52, δημιουργείται ένας πυρήνας από ποιητές κυρίως, αλλά και κάποιους πεζογράφους, ζωγράφους και ηθοποιούς, που θα κρυσταλλωθεί στα 1954-55. Ο ποιητής Τέος Σαλαπασίδης, είναι αυτός που για λίγο καιρό θ’ ανεβαίνει μόνος στο Πατάρι, ανάμεσα σε παλιότερους, πριν αρχίσουν να μαζεύονται γύρω του τα πρώτα στελέχη: Καρούζος και Χριστοδούλου, Πρωταίος και Κατσαρός…


«Ο Τάκης, το πρώτο γκαρσόνι, ο μετρ, ο φίλος μας, ευφυολόγος και χλευαστικός, πάντα… κουρασμένος και πάντα ανθρώπινος, γενναιόδωρος στις απενταρίες μας κι αυτός όπως ο Μπάμπης, είχε κι ένα χάρισμα παραπάνω: όταν δεν σερβίριζε ή δεν γούσταρε καθόταν στο τραπέζι μας… Στην πραγματικότητα το Πατάρι ήταν απαγορευμένος Παράδεισος για κάμποσους που τον ορέγονταν, “διασημότητες” της εποχής κι όσους δεν γουστάραμε, τους κάναμε άγριες φάρσες και κάποτε τους προπηλακίζαμε…
«Ο κόσμος της πρωτοπορίας έκανε περάσματα και στα καφέ- ζαχαροπλαστεία και στα μπαρ-ουζερί: Πικαντίλι και Ρωσικόν, Μπραζίλιαν, Απότσος κι Ορφανίδης, ακόμα Ζώναρς και Φλόκα, όπου τάραζε τα νερά, προκαλώντας συχνά επεισόδια, πιο σωστά συμβάντα…».

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιχνευτής» (Δεκέμβριος 1987), με τον τίτλο «Με το Θωμά Γκόρπα στην Αθήνα της αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’50»).
…………………………………….

Ποιοι μας αγαπάνε;


Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα το πάρει;
Ποιοι μας αγαπάνε;
Κλειστό μαγαζί
κλειστό μαγαζί της αγάπης.
Κι αυτό το καλοκαίρι φέρνει για μένα μπάνια
σ’ αχρησιμοποίητες ακρογιαλιές
θαλασσινά ναπολιτάνικα φαγιά, μπύρες, ουίσκια
άγρια εκμετάλλευση εχθρών και φίλων
αποκρουστικά ξενύχτια σε ντεκόρ ποιητικά κι ευχάριστα.
Είμαι κουρασμένος πολύ κουρασμένος μέσα
πώς θέλετε να το δείτε, ανοίξτε με να το δείτε
έχω όμως κουράγιο
αδυνατώ να επιχειρήσω με πνεύμα επιχειρησιακό την ηλικία μου
αδυνατώ να πιστέψω πως αγάπησε έστω κι ένας έως τώρα
αδυνατώ να βρω μια σκοπιμότητα στην τέχνη
εκτός της σκοπιμότητος πως πρέπει να ζήσει κι αυτή
όπως τόσα άλλα ωραία ή χαμερπή αδιάφορο…
Σου λέω: Θέλω να γείρω… να ξεκουραστώ… να γείρω…
να μάθω πάλι να μετράω τ’ άστρα χωρίς να χάνω και τον ουρανό
να ξαναγίνω θαυμαστής του ηλιοβασιλέματος
να λαχταράω το τσιγάρο ενώ δεν το έχω μάθει ακόμα.
Σου λέω: Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω
ν’ αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω.


Εμείς


 Πιθανόν εμείς να πέφτουμε έξω μ’ όλα αυτά τα φτηνά μας γούστα
που τα πληρώνουμε πανάκριβα για τα μπουζούκια
και τα παρεμφερή ωραία πράγματα…
Πιστεύω να υπάρξει ένας παράδεισος και για μας
γεμάτος ανυπολόγιστα φιλιά, τσιγάρα, καφέδες και κρασιά, κουτούκια
και ταξιά, έρημες μεταμεσονύχτιες πλατείες, κλειστά μαγαζιά
κλειστά παράθυρα κι από πίσω οι καλές γυναίκες μόνες
ή με τον άντρα τους και γι’ αυτό δυο φορές μόνες…


Αγάπες


 Φύσημα των δέντρων σβήσιμο του κύματος
άναμμα των φώτων σε πόλεις παραλιακές
ωραία πράγματα στον τοίχο, ωραία κι ανώνυμα
παρηκμασμένα μαγαζιά, έρημοι σιδηροδρομικοί σταθμοί
τυχαία ταξίδια μαγικά σ’ αγνοημένα μέρη επαρχιακά.


Η Ποίηση


Μνήμη Δημήτρη Χριστοδούλου
Το χειρότερο και το καλύτερο στη ζωή ποιητή
Να χτίζεις για τους άλλους πύργους και παλάτια
Παίρνοντας πέτρα απ’ το νταμάρι της καρδιάς σου

Σκαμμένης απ’ τα χαμόγελα τα πάρε και τα δάκρυα
Παίρνοντας χρώμα και γυαλί απ’ την μεγάλη σου αγάπη
Που γίνεται βράδι πρωί κομμάτια…  Πατάρι
Ανάμεσα από καφέ εσπρέσο και ντουμάνια
Οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
Για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια

Κάποτε τέλειωσε αυτή η ιστορία
κ’ οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
τόσοι πουλάν στην αγορά όσο τα τελευταία τους ρετάλια
τόσοι αγοράζουν γιατρικά πανάκριβα για μια ποίηση ξεγραμμένη πια
οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
κ’ οι φίλοι…


Φιλοδοξίες


 Θέλω να γράψω για το φασισμό στην άσφαλτο
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
σαγηνευτικά και ρουμελιώτικα κοκορετσάδικα!

Θέλω να γράψω για τον έρωτα του αυτοκινήτου
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
μεθυσμένα κάρα, μεθυσμένα κι αργοκίνητα.

Θέλω να γράψω για τους προοδευτικούς διανοούμενους
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
χρόνια πριν απ’ το ’20 όταν ο Βάρναλης
ήταν ωραίος μπεκρής τραμπούκος και βασιλόφρονας…


Βροχή Εικόνων


Στον Ζακ Πρεβέρ
Μου φεύγουν οι λέξεις σαν πρωινά πουλιά, ξαναγυρίζουν το βράδι
Κατεβαίνουν την πλαγιά αρνιά, το βέλασμά τους γίνεται χάδι για Την καρδιά.
Πουλιόνται φτερά στην αγορά μα εγώ μαραζώνω
δεν έχω λεφτά ούτε για τα τσιγάρα μου που λέμε ούτε ψεύτικα κατοχικά
Που τα έδιναν τότε στα παιδιά να παίζουν για να μην κλαίνε.
Παλιώνουν οι φίλοι παλιώνουν οι καημοί της μάνας μου τα μαγαζιά
Όλα παλιώνουν σ’ αυτόν τον ψεύτη ντουνιά έξον απ’ τα τραγούδια
και μερικές γυναίκες γυμνές μέσα τους.
Πέταλα καρδιές πουλιών ούζα και πρώτα φώτα με το σούρουπο
τα τελευταία λόγια στην αγάπη το μαχαίρι τα γιαχαρά και ή μαχαιριά.
Ένα χαμάλης κάνει το τελευταίο του θέλημα
εσύ χτυπάς το στήθος σου και εγώ Καπνίζω…


Νταλκάδες


Στον Ανδρέα Εμπειρίκο
Η Ποίηση είναι ένας δρόμος σπαρμένος με καρφιά
είναι μια στρατιά καρφιά όπου φιλοξενούν στο ρετιρέ τους ρόδα.
Εσύ δεν είσαι καμωμένη από ρόδα δεν είσαι καρφί
αλλά μια απελπισμένη άγνωστη παραλία που έχασε για πάντα
κολυμβητάς και βάρκες και ψαρέματα και τα ελάχιστα εκείνα μοναδικά ζευγάρια
τα τόσο ευχαριστημένα και θλιμμένα.
Όταν με κυνήγαγε η πολιτική με κυνήγαγες κ’ εσύ.
Τώρα που σε κυνηγάω εγώ έγινα σαν την πολιτική
και ίσως πλέον αφόρητος και πλέον ανελέητος απ’ αυτήν.
Σ’ αγαπάω σημαίνει τρυπάω με καρφίτσα παλιά σύννεφα και πέφτει βροχή.
Μαζεύω τη βροχή όπως μια κόρη μαζεύει παπαρούνες στον αγρό.
Μεταξύ των σπλάχνων μου και των χειλιών μου συναντάω πάλι τη λέξη πλάγια
αλλά αυτή από καιρό δεν είναι λέξη πια αλλά τα μαλλιά σου
ή φωτιά συνθλιβομένη από φορμαρισμένα ερωτικά φύλλα χείλη δροσιάς.
…………………………………….

Θωμάς Γκόρπας - Ἡ Μαίριλυν


Μαζὶ μὲ σὲ θυμᾶμαι καὶ τὸν Μπελογιάννη.

Τὸ σῶμα μου εἶχε τὴν παγκόσμια θέα

τὸ σῶμα σου φιλοξενοῦσε τὴν παγκόσμια ἀγωνία

τὸ σῶμα σου τὸ κάναμε γινάτι καὶ ταμπούρι

τὸ σῶμα σου ἀγαπημένη τῶν ἀγαπημένων

σὰν τὴ ζωὴ ὅταν βγαίνει στὸ παζάρι

σὰν τὴ ζωὴ ὅταν στὰ πόδια της κυλᾶνε ἄστρα

σὰν τὴ ζωὴ ὅταν μαζεύεται τὸ βράδι

σὰν τὴ ζωὴ ὅταν κυλάει ἀπὸ κρεβάτι σὲ κρεβάτι

σὰν τὴ ζωὴ ὅταν μαχαιρώνεται μὰ δὲν τὴν παίρνουνε τὰ δάκρυα.

Τὸ σῶμα σου τὸ φόρεσαν κονκάρδα

αὐτοὶ ποὺ πρόδωσαν αὐτοὶ ποὺ ξέχασαν αὐτοὶ ποὺ πᾶνε

αὐτοὶ ποὺ ἔχει στὸ στόμα τοὺς παγώσει

τὸ λίπος τῶν μελὸ ἐπιτάφιων λόγων

καὶ τῶν ἐπίκαιρων στίχων.

Οἱ βιρτουόζοι

τῶν γυναικείων λυγμῶν

καὶ τῶν ὡραίων ἀναστεναγμῶν

καὶ τῶν μισθῶν καὶ τῶν Σᾶς ἄρεσε;

Καλὸ δὲν ἦταν;… Εὐχαριστῶ!

Γλυκιά μου Μαίριλυν κι ἀκόμα πιὸ γλυκιὰ

ὅταν οἱ τίμιοι θολώνουν καὶ σὲ λὲν πουτάνα

γλυκιά μου Μαίριλύν μᾶς ἄφησες ἕνα στόμα

νὰ σεργιανάει στοῦ κόσμου τὶς πληγές.

…………………………………….
                                          Θωμάς Γκόρπας  




 ……………………………………. 
 
Αη-Συμιός_ Θωμας Γκορπας 
                 Τραγωδιαβιντεο-μουσικη,φωνη Βακαλιός Πετρος, στιχοι ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ
 

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

M.KAΤΣΑΡΟΣ



         

ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣΟ Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998) γεννήθηκε στην Κυπαρισσία. Σε νεαρή ηλικία πήρε μέρος σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε για πολλά χρόνια σε δύσκολες συνθήκες, ασκώντας διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Θεμέλιο" (1947), "Ποιητική Τέχνη", "Τα Νέα Ελληνικά", "Αθηναϊκά Γράμματα" και "Στόχος" (1950) και το 1975 εξέδωσε το περιοδικό "Σύστημα", όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος "Το Μπαρμπερίνικο καράβι" στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Tον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα "Βγενιώ" στο ίδιο περιοδικό. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Μεσολόγγι". Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Μεσολόγγι", 1949, "Κατά Σαδδουκαίων", 1953, "Οροπέδιο", 1956, "Σύγγραμμα", 1975, "Πρόβα και ωδές", 1975, "Ενδύματα", 1977, "Αλφαβητάριο - ποιήματα Α-Ω", 1978, "Ονόματα", 1980, "3Μ+3Μ=6Μ", 1981, "4 μαζινό", 1982, "Μείον ωά", 1985, "Ο πατέρας του ποιητή", 1987, "Κορέκτ, φόβος του ποιητή", 1996, "Εννέα το επτά", 1997, τα δοκίμια "Πας-Λακίς Michelet", 1973, "Σύγχρονες μπροσούρες", 1977-78, "Αυτοκρατορική πραγματικότητα", 1995, "Το κράτος εργοδότης", 1996, και το μυθιστόρημα "Οι συλλέκται της Μονόχρα", 1980. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από τους Μ. Θεοδωράκη, Γ. Μαρκόπουλο και Α. Κουνάδη. Το "Κατά Σαδδουκαίων" παρουσιάστηκε μελοποιημένο από γερμανό συνθέτη στο "Κουήν Ελίζαμπεθ Χωλ", στο Σάουθ Μπανκ του Λονδίνου (ο αγγλικός τύπος τον παρέβαλε με τους ποιητές Μπρεχτ, Χο Τσι Μινχ και Παντίλα). Πέθανε στην Αθήνα.




Με το Μίκη Θεοδωράκη στο Ηρώδειο, στη συναυλία του "Κατά Σαδδουκαίων".

Κατὰ Σαδδουκαίων

Πλῆθος Σαδδουκαίων
Ῥωμαίων ὑπαλλήλων
μάντεις καὶ ἀστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος ἐξ Ἐφέσου)
περιστοιχίζουν τὸν Αὐτοκράτορα.

Κραυγὲς ἀπ᾿ τὸν προνάρθηκα τοῦ Ναοῦ.
Ἀπ᾿ τὴ φατρία τῶν Ἐβιονιτῶν κραυγές:
Ὁ ψευδο-Μάρκελος νὰ παριστάνει τὸ Χριστό.
Διδάσκετε τὴν ἐπανάστασιν Κατὰ τοῦ πρίγκιπος
Οἱ Χριστιανοὶ νἄχουνε δούλους Χριστιανούς.

Ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Ναοῦ νὰ ἐκλείψει.
Ἐγὼ ἀπέναντί σας ἕνας μάρτυρας
ἡ θέλησή μου ποὺ καταπατήθηκε
τόσους αἰῶνες.

Τοὺς ὕπατους ἐγὼ ἀνάδειξα στὶς συνελεύσεις
κι αὐτοὶ κληρονομήσανε τὰ δικαιώματα
φορέσαν πορφυροῦν ἀτίθασον ἔνδυμα
σανδάλια μεταξωτὰ ἢ πανοπλία-
ἐξακοντίζουν τὰ βέλη τους ἐναντίον μου-
ἡ θέλησή μου ποὺ καταπατήθηκε
τόσους αἰῶνες.

Τοὺς ἄλλους ἀπ᾿ τὴν πέτρα καὶ τὸ τεῖχος μου
καθὼς νερὸ πηγῆς τοὺς εἶχα φέρει
ἡ θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ᾿ ἄλογά τους ἀπ᾿ τὸν κάμπο μου.
δὲ μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ δῶ τὸν Αὐτοκράτορα
τοὺς ὕπατους δὲν ἄφηναν νὰ πλησιάσω
σὲ μυστικὰ συμπόσια καὶ ἔνδοξα
τὴ θέλησή μου τὴν καταπατήσανε
τόσους αἰῶνες.

Τώρα κι ἐγὼ ὑποψιάζομαι
ὅλο τὸ πλῆθος τῶν αὐλοκολάκων
ὅλους τοὺς ταπεινοὺς γραμματικοὺς
τοὺς βραβευμένους μὲ χρυσὰ παράσημα
λεγεωνάριους καὶ στρατηλάτες
ὑποψιάζομαι τὶς αὐλητρίδες τὴ γιορτὴ
ὅλους τοὺς λόγους καὶ προπόσεις
αὐτοὺς ποὺ παριστάνουνε τοὺς ἐθνικοὺς
τὸν πορφυροῦν χιτώνα τοῦ πρίγκιπος
τοὺς συμβουλάτορες καὶ τοὺς αἱρετικοὺς
ὑποψιάζομαι συνωμοσία
νύκτα θὰ ρεύσει πολὺ αἷμα
νύχτα θὰ ἐγκαταστήσουν τὴ βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες μὲ νέους στεφάνους
οἱ πονηροὶ ρωμαῖοι ὑπάλληλοι τοῦ
*τοῦ αὐτοκράτορος
τοιμάζουνε κρυφὰ νὰ παραδώσουν
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ καὶ τὴν
ὑπόκλισή τους.

Ἐγὼ πάλι μέσα στὸ πλῆθος διακλαδίζομαι
ἡ θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στὸ πλῆθος
μαζεύω τοὺς σκόρπιους σπόρους μου
γιὰ τὴν καινούρια μακρινή μου ἀνάσταση
μαζεύω.


Ἡ διαθήκη μου

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι
καὶ λέει: καλὰ εἶμαι ἐδῶ.

Ἀντισταθεῖτε σ᾿ αὐτὸν ποὺ γύρισε πάλι στὸ σπίτι
καὶ λέει: Δόξα σοι ὁ Θεός.

Ἀντισταθεῖτε
στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πoλυκατοικιῶν
στὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ- ἐξαγωγαί
στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση
στὸ φόρο
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετάει ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὦρες
ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει
ἔντυπα ἁγίων λίβανον καὶ σμύρναν
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε πάλι σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται
μεγάλοι
στὸν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε
στὶς μουσικὲς τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες
σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ᾿ ὅλους ποὺ γράφουν λόγους γιὰ τὴν ἐποχὴ
δίπλα στὴ χειμωνιάτικη θερμάστρα
στὶς κολακεῖες τὶς εὐχὲς τὶς τόσες ὑποκλίσεις
ἀπὸ γραφιάδες καὶ δειλοὺς γιὰ τὸ σοφὸ
ἀρχηγό τους.

Ἀντισταθεῖτε στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν
καὶ διαβατηρίων
στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ
διπλωματία
στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια
στὰ θούρια
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους
στοὺς θεατὲς
στὸν ἄνεμο
σ᾿ ὅλους τοὺς ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς
στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο σας
ὡς καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ
ἀντισταθεῖτε.

Τότε μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν
Ἐλευθερία.





Θὰ σᾶς περιμένω

Θὰ σᾶς περιμένω μέχρι τὰ φοβερὰ μεσάνυχτα ἀδιάφορος-
Δὲν ἔχω πιὰ τί ἄλλο νὰ πιστοποιήσω.
Οἱ φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν τὸ τέλος μου
ἀνάμεσα σὲ θρυμματισμένα πουκάμισα καὶ λεγεῶνες.
Θὰ περιμένω τὴ νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας μὲ ψυχρότητα γιὰ τὶς ἔνδοξες μέρες.
Πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.
Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.

Τὸ σχῆμα μου

Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω τὸ σχῆμα μου
ὅπως συντρίβεται σὲ δυὸ λιθάρια
θὰ σκεφτῶ ὑπόχρεος ἀπέναντί σου
θὰ στήσω τὴ φοβερὴ ὀμπρέλα μου
μὲ τὶς μπαλένες ἀπ᾿ τὸ πρόσωπό μου
μαύρη ὑγρὴ ἀκατανόητη
ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε ἀσπίδα
ποὺ ἦταν ταπεινὸ κυκλάμινο
καὶ μιὰ ρομφαία.
Θέλω νὰ μιλήσω ἁπλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη
τῶν ἀνθρώπων
καὶ παρεμβαίνουν οἱ θύελλες
παρεμβαίνει τὸ πλῆθος
τὸ στῆθος μου
τὸ τρομερὸ ἡφαίστειο ποὺ λειτουργεῖ
κάτ᾿ ἀπὸ πέτρες.
Τὰ φριχτὰ ἐρωτήματα παραμένουν ἐπίμονα
μαῦρα ὑγρὰ ἀκατανόητα
παραμένουν ἐπίσημα
σὰν σαρτεβάλια.
Ὅσο ἀπ᾿ τὶς μικρὲς καλύβες νὰ γελοῦν
ὅσοι οἱ χωρικοὶ νὰ μπαίνουν στὰ ἐργοστάσια
ὁ πύργος μας καίγεται
θ᾿ ἀφήσουν ἐποχὴ οἱ ἔνδοξες μέρες
ὅλα τ᾿ ἀπόκρυφα χειρόγραφα θὰ ἐπιστραφοῦν
ἀπὸ σοφοὺς καὶ μάντεις.
Μετὰ τὸ θέμα μας χάθηκε.
Δὲν ἔχομε τίποτα νὰ σᾶς ποῦμε
ἔτσι ποὺ ὅλα προδοθήκανε
ἔτσι ποὺ ὅλα λύσαν τοὺς ἁρμοὺς
ἀπὸ πίστη σὲ πίστη
ἀπὸ ὑπόγειο σὲ ὑπόγειο
ἀπὸ πρόσωπο σὲ πρόσωπο
δὲν ἔχομε τίποτα νὰ σᾶς ποῦμε.
Βαθιὰ στὶς ρίζες τοῦ δέντρου σας
μαζὶ μὲ τοὺς τυφλοπόντικες
μαζὶ μὲ τοὺς καταποντισμένους πίθηκους
σὲ σκοτεινοὺς ὑποχθόνιους κρότους
ἀσθμαίνοντας μετατοπίζομαι
-ἀνακατωμένοι οἱ βρόγχοι-
βαθιὰ στὰ ξερὰ λιβάδια σας πέφτει καινούργια
ἀθόρυβη βροχὴ
ὅπου συντρίβει
ὅπου ἀνθίζει τὰ χέρια μας ἀπ᾿ τὶς δικές σας
πληγές
ὅπου γεμίζουν τ᾿ ἄδειά μας σταμνιὰ
κερὶ καὶ μέλι.
Κάποτε θ᾿ ἀνεβοῦμε καθὼς προζύμι
ὁ σιδερένιος κλοιὸς θὰ ραγιστεῖ
τὰ ὄρη σας ὅπως πυκνὰ σύννεφα θὰ χωριστοῦν
οἱ κόσμοι θὰ τρίξουν
στὶς ἔντρομες αἴθουσες οἱ ρήτορες θὰ
σωπάσουν
καὶ θ᾿ ἀκουστεῖ ἡ φωνή μου:
«Οἱ νέοι πρίγκιπες μὲ σάλπιγγες καὶ νέες
στολὲς
οἱ νέοι συμβουλάτορες οἱ νέοι παπάδες
οἱ πρόεδροι καὶ τὰ συμβούλια καὶ οἱ ἐπιτροπὲς
ὅλοι οἱ μάγοι προφεσόροι...»
Περιμένετε αὐτὴ τὴ φωνή.
Ἔτσι θ᾿ ἀρχίζει.


Ποίημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Κατὰ Σαδδουκαίων»


                                             Χειρόγραφο του Μ.Κατσαρού

                         


Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Στρατής Τσίρκας

Ο κορυφαίος λογοτέχνης Στρατής Τσίρκας



Στις 10 Ιουλίου του 1911 ήρθε στη ζωή ο Στρατής Τσίρκας, ο πλέον αντιπροσωπευτικός πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, σύμφωνα με πολλούς. Η τριλογία του «Ακυβέρνητες Πολιτείες», η οποία χαρακτηρίζεται περισσότερο έργο τέχνης παρά χρονικό, διέγραψε λαμπρή πορεία στα ελληνικά γράμματα και άφησε σε αυτά την ανεξίτηλη σφραγίδα της, συγχωνεύοντας τον μοντερνισμό με την παράδοση.

Ο Γιάννης Χατζηαντρέας, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Στρατή Τσίρκα, γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου και πέρασε τις πρώτες τρεις δεκαετίες της ζωής του. Η οικογένεια Χατζηαντρέα είχε καταφύγει στην Αίγυπτο για να μην υπηρετήσει ο πατέρας του ως στρατιώτης σε τουρκική επικράτεια. Μετά τους σεισμούς του 1881 η οικογένεια μετακόμισε στη Χάιφα, ενώ με τον πόλεμο του 1897 κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια. «Έτσι γινήκαμε εμείς αιγυπτιώτικο γένος, αλεξανδρινοί. Οι σχέσεις μου με το πνεύμα, τον κόσμο της προσφυγιάς είναι πολύ έντονες, υπάρχουνε ρίζες», θα πει ο συγγραφέας αργότερα.
Από μικρός επιδεικνύει εντυπωσιακή προδιάθεση για τη λογοτεχνία, δανείζεται από βιβλία από βιβλιοθήκες και φίλους, παρακολουθεί όλα τα θεατρικά έργα και τις ταινίες από την Ελλάδα ενώ σημειώνει στα σχολικά του σημειωματάρια οτιδήποτε διαβάζει ή τον ενδιαφέρει. Μέσα στον νεανικό δημιουργικό πυρετό της εποχής εκείνης γράφει και το πρώτο του μυθιστόρημα. «Όταν ήμουν είκοσι χρονών, έγραψα ένα μυθιστόρημα, από το οποίο σώθηκε ένα κεφάλαιο. Όλο το άλλο το έκαψα, γιατί σε κάποια στιγμή αυτογνωσίας είδα ότι λέω ψέματα. Και αυτή η εμπειρία μού κόστισε τόσο, ώστε έκανα 25 χρόνια να γράψω άλλο μυθιστόρημα», είπε ο ίδιος ο Τσίρκας σε συνέντευξή του. Tο 1927 δημοσιεύει το πρώτο του πεζό με τίτλο «Φεγγάρι».
Επαγγελματικά απασχολείται ως λογιστής στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου και στη συνέχεια σε βαμβακοβιομηχανία της Άνω Αιγύπτου για 10 χρόνια. Γύρω στο 1930 αναπτύσσει επαφές με το ελληνικό τμήμα του Κομουνιστικού Κόμματος Αιγύπτου, ενώ γίνεται και γενικός γραμματέας της Αντιφασιστικής Πρωτοπορίας στα θέματα της περιοχής της ΝΑ Μεσογείου. Το 1930 γίνεται και η γνωριμία του με τον κορυφαίο ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη, ο οποίος ασκεί μεγάλη επιρροή στον νεαρό συγγραφέα. Από 1927 έως το 1963, γράφει χωρίς διακοπή ποίηση, διηγήματα, δοκίμια ενώ συνεργάζεται σταθερά με περιοδικά και εφημερίδες.
Το 1937, ενώ διευθύνει πλέον ένα βυρσοδεψείο στην Αλεξάνδρεια, παντρεύεται την Αντιγόνη Κερασσώτη και ο μήνας του μέλιτος του ζευγαριού καταλήγει να γίνει να γίνει ακόμα μια πολιτική εμπειρία, αφού περνάνε από την υπό τη δικτατορία Μεταξά Ελλάδα, την Ιταλία του Μουσολίνι, την Αυστρία του αιμοσταγή Engelbert Dollfuss, την Τσεχοσλοβακία, τη Γαλλία του Λαϊκού Μετώπου. Στο μεταξύ μαίνεται ο Ισπανικός Εμφύλιος που ασκεί μεγάλη επίδραση στον συγγραφέα. Στο Παρίσι συμμετέχει στο Β’ Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας Εναντίον του Φασισμού, στο οποίο έλαβαν μέρος μεταξύ των οποίων και οι Pablo Neruda και Bertold Brecht, και εκεί συντάσσει μαζί με τον Langston Hughes τον «Όρκο» στον δολοφονημένο Ισπανό ποιητή και συγγραφέα Federico Garcia Lorca, κείμενο το οποίο προωθεί ο Louis Aragon και υπογράφεται από σαράντα συγγραφείς. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Φελλάχοι».
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κάνει ακόμα πιο ενεργό πολιτικά τον Τσίρκα, ο οποίος γίνεται καθοδηγητικό στέλεχος του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου και συντάσσει αντιστασιακά κείμενα. Το 1942, όταν τα Afrika Korps του Erwin Rommel απειλούν την Αλεξάνδρεια, ο Τσίρκας καταφεύγει με άλλους αριστερούς με στην Παλαιστίνη, μέχρι τη συμμαχική νίκη στο El Alamein τον Νοέμβριο του ιδίου έτους. «Βρίσκομαι στην Αλεξάνδρεια το 1942 και μαζί με φίλους βγάζουμε το αντιφασιστικό περιοδικό «Έλλην». Η κατάσταση των πολεμικών μετώπων είναι πολύ δύσκολη και αποφασίσαμε να προσπαθήσουμε με κάποιον τρόπο να φτάσουμε στον Ευφράτη, να περάσουμε στον Καύκασο και τη Σοβιετική Ένωση και να γλιτώσουμε από τα χέρια των χιτλερικών. Φτάσαμε στην Παλαιστίνη χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτε. Η μόνη ταυτότητα που είχα ήταν μια κάρτα διαρκείας του τραμ με μια φωτογραφία μικρή απάνω. Μ’ αυτό το χαρτί πέρασα τα σύνορα. Εκεί, λοιπόν, στην Παλαιστίνη, δεν μπορούσαμε να εμφανιστούμε σε κανένα ξενοδοχείο επίσημο, από αυτά που ζητάνε διαβατήρια. Κάναμε επαφή με αριστερούς Εβραίους, οι οποίοι μας έστειλαν σε μια πανσιόν όπου η κυρία που την διηύθυνε ήταν τόσο αριστοκράτισσα, ώστε νόμιζε πως ήταν ντροπή να ζητάς ταυτότητα, ότι έπρεπε να πιστεύεις τον κάθε άνθρωπο», είπε ο Τσίρκας για την φυγή εκείνη. Εκείνα τα χρόνια γίνεται και η γνωριμία του με τον Γιώργο Σεφέρη.
Το 1960 ξεκινά τη συγγραφή της μείζονος τριλογίας του «Ακυβέρνητες Πολιτείες», ένα φόρο τιμής στο κίνημα του Απρίλη του '44. Το 1961 δημοσιεύεται το πρώτο βιβλίο, «Η Λέσχη», και η οργάνωση του ΚΚΕ Αλεξάνδρειας του ζητά να αποκηρύξει το έργο του. Ο Τσίρκας αρνείται λέγοντας ότι «κατέγραψα τα γεγονότα όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο, να την πάρω απ' το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο», με αποτέλεσμα να διαγραφεί. Αυτή η εκδίωξη από το ίδιο του το κόμμα θα αποτελέσει ισχυρό πλήγμα για τον δημιουργό, ο οποίος το 1963 εγκαταλείπει την Αλεξάνδρεια για πάντα και εγκαθίσταται με τη γυναίκα του και τον εξάχρονο γιο τους στην Αθήνα, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στο μεταξύ, το 1962 και 1965 δημοσιεύονται τα άλλα δυο μέρη της τριλογίας, «Αριάγνη» και «η Νυχτερίδα».
Λόγω της τριλογίας αυτής αλλά και της μελέτης του για τον Κωνσταντίνο Καβάφη (η οποία μάλιστα απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου), το όνομα του γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό και το 1972 ο Στρατής Τσίρκας τιμάται από τη Γαλλία ως ο σημαντικότερος ξένος μυθιστοριογράφος. Στην Ελλάδα, με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, συμμετέχει στη «σιωπή» που τηρούν οι λογοτέχνες και δημοσιεύει μοναχά μεταφράσεις. Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού και στο Εθνικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο. Μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας πρωτοστατεί στην έκδοση των «Δεκαοχτώ Κειμένων» (1970), που εκφράζουν την αντίθεση του πνευματικού κόσμου στο καθεστώς.
Την ίδια εποχή αρχίζει να γράφει τη «Χαμένη Άνοιξη», το πρώτο μέρος μιας άλλης τριλογίας, η οποία με σημείο εκκίνησης το Ιουλιανό πραξικόπημα θα κατέληγε στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Η «Χαμένη Άνοιξη», όμως, η οποία ολοκληρώθηκε το 1976, έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του κορυφαίου Έλληνα δημιουργού.
Στις 27 Ιανουαρίου του 1980, ο σπουδαίος συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, αρθρογράφος και μεταφραστής Στρατής Τσίρκας έφυγε από τη ζωή.


Αριστ. : Σε νεανική ηλικία.
Δεξιά  : Αλεξάνδρεια. Έξω από το σπίτι του Καβάφη.


Μανάβικο στην Αλεξάνδρεια (1939).


Αριστ. : Αλεξάνδρεια, Mouski Bazaar, Egyptian shop, 1939.
Δεξιά  : Αλεξάνδρεια, Καρεκλοποιείο, 1939.


Ακυβέρνητες Πολιτείες (1985), τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Στρατή Τσίρκα. Σενάριο-σκηνοθεσία Ροβήρος Μανθούλης, σκηνικά: Ντένη Βαχλιώτη, μουσική: Ζορζ Μουστακί. Ηθοποιοί : Γιώργος Χωραφάς, Marina Vlady.





ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ, 1 - Η ΛΕΣΧΗΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ, 2 - ΑΡΙΑΓΝΗΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ, 3 - Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ

Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα καλύπτουν, κατά κύριο λόγο, τα γεγονότα της περιόδου 1942-1944, την πιο κρίσιμη, δηλαδή, περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ενώ, ταυτόχρονα, το έργο περιλαμβάνει σκηνές από την ιστορία της αποικιακής Αιγύπτου, τον 19ο αιώνα, καθώς επίσης και από την μετεμφυλιακή Ελλάδα του δεκαετίας του '50. Ο χρόνος και ο τόπος της αφήγησης εναλλάσσεται γύρω από τρεις πόλεις στις οποίες εξελίσσεται η μυθιστορηματική δράση. Στην Ιερουσαλήμ της Λέσχης, στο Κάιρο της Αριάγνης και στην Αλεξάνδρεια της Νυχτερίδας παρακολουθούμε τις μετακινήσεις των μυθιστορηματικών προσώπων, τα οποία παρασύρονται από τις "τύχες του πολέμου", την προσφυγική διασπορά και τον αντιφασιστικό αγώνα. Σταθμοί της αφήγησης, η επίθεση του Ρόμελ και η αναγκαστική προσφυγιά των πληθυσμών της Μέσης Ανατολής στην Ιερουσαλήμ, το καλοκαίρι του 1942 (Λέσχη), τα γεγονότα της διάλυσης της Β΄ Ταξιαρχίας των ενόπλων δυνάμεων τον Ιούλιο του 1943 (Αριάγνη), και το κίνημα του Απρίλη του 1944 (Νυχτερίδα). Ο συγγραφέας συντάσσει μια λογοτεχνική μαρτυρία με στόχο την αποκατάσταση της αντίστασης στη Μέση Ανατολή αλλά και την παράλληλη ανάδειξη των "κομμένων κεφαλών", των προσώπων και των μηχανισμών που συντέλεσαν στην περιθωριοποίηση και στο στιγματισμό των πρωταγωνιστών του Απρίλη του 1944. Ιστορία, έρωτας και πολιτική: ένα τρίγωνο, που ενώνει τα ανθρώπινα πάθη με τους κοινωνικούς αγώνες. Η περιπλάνηση των ηρώων στον καινούριο, κάθε φορά, χώρο των "ακυβέρνητων πολιτειών" φέρνει στο προσκήνιο την οπτική γωνία του ξένου, του πρόσφυγα, του εξόριστου, του κυνηγημένου. Ένας μικρόκοσμος, που αποτυπώνει όλη την παθολογία του πολέμου: το φόβο του θανάτου και την αγωνία της επιβίωσης, τις ψυχικές αντιστάσεις και το αγωνιστικό φρόνημα, τις ανθρώπινες αδυναμίες, τη συνάντηση και την αναμέτρηση με τον άλλο. Κεντρικός ήρωας της τριλογίας, ο Μάνος Σιμωνίδης· ένας τριαντάρης αριστερός διανοούμενος που έρχεται μετά το αλβανικό μέτωπο στη Μέση Ανατολή, και συνδέεται με τις παράνομες αντιφασιστικές οργανώσεις. Παντού "περαστικός και ξένος", θα ακολουθήσει τους δρόμους της καρδιάς και θα βαδίσει πάνω στα ίχνη της μνήμης. Εστιάζοντας το ιστορικό του βλέμμα στις ακυβέρνητες πολιτείες του 20ού αιώνα, ο Τσίρκας δεν μάς προσφέρει μόνο μια τοιχογραφία των ιστορικών περιπετειών που γνώρισε η μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά μάς προσφέρει κι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό διαβατήριο για να ταξιδέψουμε στο σήμερα. "Γεροσόλυμα, Κάιρο, Αλεξάνδρεια... Μεσ' στις μεγάλες πολιτείες της Ανατολής τριγυρνάμε, δίνουμε ραντεβού, ξαναχωρίζουμε, κι από πάνω μας το ίδιο φεγγάρι· μας κυνηγάει σα να μας μάχεται". Διάλογο με την Ιστορία χαρακτήρισε ο συγγραφέας το έργο του. Μέσα από τον σχολιασμό της νέας έκδοσης της τριλογίας, που φωτίζει τα ιστορικά δρώμενα, αναδεικνύεται επίσης και ο διάλογος του συγγραφέα με τη μεγάλη λογοτεχνική ευρωπαϊκή παράδοση και τον μοντερνισμό.
(Από την παρουσίαση της έκδοσης)

Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες απαρτίζονται από τρεις τόμους: Η Λέσχη (1961), Αριάγνη (1962), Η Νυχτερίδα (1965). Η δράση τοποθετείται αντίστοιχα στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια. Ένα μυθιστόρημα που τιθασεύει αριστοτεχνικά μια χειμαρρώδη ιστορική ύλη, δίνοντας ανθρώπινη φωνή στο έπος και στο δράμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, την ώρα που κρινόταν το μέλλον των λαών και παίχτηκε στα ζάρια η τύχη της Ελλάδας. Χάρη σε ποικίλες αναδρομές, η τριλογία ζωντανεύει και προγενέστερες περιόδους, από τον Μεσοπόλεμο, τον χλωρό παράδεισο της εφηβείας με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα κάποιων ηρώων, ως την παλιά Αίγυπτο ανακαλώντας μνήμες προγόνων. Το έργο κορυφώνεται με την εξέγερση του Στρατού και του Στόλου, το κίνημα του Απρίλη 1944 και τη δραματική καταστολή του, ενώ, με τον επίλογο του γ' τόμου, μεταφερόμαστε στη Θεσσαλονίκη μετά τον Εμφύλιο, το 1954, όπου ακούγεται ένα συγκλονιστικό ρέκβιεμ για τους χαμένους αγωνιστές. Ωστόσο, ο Τσίρκας δεν έγραψε χρονικό, αλλά έργο τέχνης. Ιστορική ακρίβεια και φαντασία σπάνια δένονται σ' ένα τόσο αρμονικό σύνολο.
Κινώντας στιβαρά μεγάλους όγκους, καταγράφει ευαίσθητα τις απηχήσεις των γεγονότων στη συνείδηση και στις σχέσεις των ανθρώπων, πλάθοντας ολοζώντανες μορφές που θα μείνουν στο πάνθεον των μυθιστορηματικών ηρώων. Πολιτικές μηχανορραφίες, αχαλίνωτες φιλοδοξίες μέσα στη δίνη του πολέμου, αλλά και ωραία όνειρα και περίσσευμα ανθρωπιάς και γενναιότητας δίνουν το στίγμα των "Ακυβέρνητων Πολιτειών", όπου ο έρωτας, κυρίαρχος, τυλίγει και ξετυλίγει το νήμα μιας συναρπαστικής πλοκής. Παράλληλα, με την πολυφωνία της αφήγησης και με άλλες νεωτερικές τεχνοτροπίες, ο συγγραφέας κατορθώνει να συγχωνεύσει τον μοντερνισμό με την παράδοση. Ένα μεταιχμιακό έργο, που σφράγισε τα ελληνικά γράμματα σ' αυτό τον "σύντομο 20ό αιώνα".
(Από την παρουσίαση της έκδοσης)