Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Μ.ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ -Η Τριλογία της αλλοτρίωσης

"Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ"


L'avventura



Σκηνοθεσία: Michelangelo Antonioni
Παραγωγής: Italy / France / 1960
Διάρκεια: 141'


.

Μια εφταμελής παρέα μεγαλοαστών ξεκινά την πληρωμένη και ασφαλή περιπέτεια της, με μια mini κρουαζιέρα στα Ιταλικά ύδατα. H Anna, μέλος της παρέας, θα εξαφανιστεί σχεδόν ως δια μαγείας. Πυροκροτώντας συναισθηματικές αντιδράσεις στους υπόλοιπους. Οι οποίες εκτείνονται από την αδιαφορία και την ήπια ενόχληση των λιγότερο οικείων, ως την αγωνία της αδελφικής της φίλης Claudia(Monica Vitti), αλλά και την ενοχή του συντρόφου της Sandro(Gabriele Ferzetti). Η περιπέτεια του τίτλου δεν προϋποθέτει εξωτερική δράση. Προϋποθέτει κίνηση εσωτερική και ενδοπεριπλάνηση. Και η εξαφάνιση της Anna εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία για να σημασιοδοτήσει την εκκίνηση μιας τέτοιας εσωτερικής περιπέτειας.


Η Anna δεν θα ξαναεμφανιστεί στα κάδρα μας στο υπόλοιπο του φιλμικού χρόνου. Αυτή η απουσία της αναστατώνει τον ψυχισμό των ηρώων. Και ο Sandro, προσπερνώντας τις αρχικές ενοχές, γεύεται το κενό, κυρίως εκτός του. Το κενό στην στενά ορισμένη εικόνα της ευτυχίας. Αυτό το κενό σπεύδει να αναπληρώσει. Και δεν υπάρχει πιο ιδανική αναπληρώτρια από την όμορφη Monica Vitti. Η Monicca, αν και ενδίδει, δεν είναι το ίδιο. Για αυτήν η απουσία σημαίνει παρουσία, και αντίστροφα. Και η υποκατάσταση αντιστρέφει την ιδέα Anna στον εκκωφαντικό λόγο αγωνίας της, αυτόν του φινάλε.


Ο Antonioni είναι ένας ποιητής, και στην περίφημη αυτή τριλογία, που σημάδεψε την έβδομη των Τεχνών, καθιερώθηκε ως ποιητής της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης. Και εδώ φέρεται ομοίως κανιβαλιστικά τόσο στον μέσο άνθρωπο, όσο και στους θεσμούς της μεγαλοαστικής κοινωνίας. Παρατηρώντας τους ήρωες στις καθημερινές και αδιάφορες κοσμικές τους συναναστροφές. Η κάμερα του κεντράρει σε άρτια δουλεμένες εικόνες, χωρίς ίχνος δεικτισμού. Αφήνοντας τον απόλυτο αέρα στο θεατή του, και τα νοήματα να δημιουργηθούν αφαιρετικά μέσα από τις εικόνες.

Αρχικά θα απαξιώσει το θεσμό του γάμου. Σ' αυτόν, η επικοινωνία δεν είναι απλά ελλειπής. Είναι ακρωτηριασμένη! Η αποστροφή ορατή και διακριτή, ασφυκτιά κάτω από τη μάσκα της μακροχρόνιας οικειότητας. Όμως το πρόβλημα της επικοινωνίας δεν εντοπίζεται μόνο στον έγγαμο βίο. Το πρόβλημα είναι καθολικό. Το μοναδικό σημείο επαφής και προσέγγισης των ανθρώπων είναι το σεξ. Το σεξ δεν είναι όμως επικοινωνία. Το σεξ είναι απλά η συναλλαγή ετερόμορφων γεννητικών οργάνων με κοινό σκοπό την ηδονή. Και μόνο αυτό!


Ο μεγάλος Ιταλός auteur θα παρακολουθήσει σαρκαστικά τη σεξουαλική δίψα των χαρακτήρων του. Το σεξ, ή η σεξουαλικότητα καλύτερα, δεν είναι παρά ένα ιδίωμα της ύλης. Η απογυμνωμένη σάρκα και οι εκφράσεις, μόνο ως προς τη όψη τους, είναι αυτές που αποδίδουν τον χαρακτηρισμό της σεξουαλικότητας. Και μαρτυρούν συνάμα την οπτική του βλέμματος του δέκτη. Όπου το είδωλο για αυτόν (ξεκάθαρη η αναφορά στη σκηνή με τα μοντέλα ζωγραφικής) δεν είναι παρά το υλικό περίγραμμα του. Δίχως καμία διάθεση για μια ματιά κάτω από τη σάρκα. Έτσι το σεξ δε μπορεί να αποτελέσει σημείο εσωτερικής ένωσης-επικοινωνίας. Αλλά μόνο μια συναλλαγματική(με την απροσωπία που έχει το παραπάνω επίθετο) ηδονική πράξη.

Η Monicca Vitti -αυτή φέρει τεράστια ευθύνη για τα μεγαλουργήματα του Antonioni. Αν όχι τόσο για τις σπάνιες ερμηνευτικές τις ικανότητες, σίγουρα για το γεγονός πως αποτέλεσε τη δημιουργική μούσα του Ιταλού auteour- έχει διαφορετική θέση. Δεν απορρίπτει ούτε το σεξ, ούτε τον υλικό χώρο. Ωστόσο επιζητεί μια βαθύτερη επικοινωνία. Κάτι που είναι άγνωστο, και μάλλον απροσδιόριστο, στην κοινωνία που πραγματεύεται ο Antonioni. Αυτή η επιθυμία της είναι μάλλον έμφυτη και πηγάζει από μέσα της. Και η μη εκπλήρωση αυτής, συνεπάγεται με την κόλαση της Ψυχής. Ο Antonioni δείχνει να ταυτίζεται με την ερμηνεύτρια του. Κάτι που γίνεται ακόμα πιο φανερό στη σκηνή του τέλους, όπου, παραδόξως, της φυλάει μια θέση στο υψηλότερο σκαλί!


Το L' Avventura είναι μια διαφορετική ταινία από τις επόμενες τρεις(La notte, L' Eclisse, Il Deserto Rosso) που ακολούθησαν, παρ' ότι μοιράζονται σχεδόν την ίδια θεματολογία. Αυτό που την κάνει να διαφέρει είναι η όψη της. Ο Antonioni εδώ, είναι μάλλον πιο κοντά στο "κοινώς ορισμένο" κριτήριο του νεορεαλισμού, ενώ στις επόμενες ταινίες του επέλεξε μία ακόμα πιο προσωπική γραφή. Το διαλογικό κομμάτι είναι εμφανώς μεγαλύτερο, χωρίς ωστόσο να αποτελεί πατερίτσα για την αφήγηση. Ο Antonioni επίσης κινηματογραφεί περισσότερους χώρους, αλλά και περισσότερα πρόσωπα. Κάτι που δίνει μια μεγαλύτερη δυναμική στην ταινία του, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και ένα δυσκολότερο στοίχημα. Ενώ η εικόνα του Ιταλού auteour μας προϊδεάζει για τις σκηνοθετικές και εικονοκλαστικές ικανότητες του, τις οποίες θα απολαύσουμε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό στη μετ' έπειτα φιλμογραφία του.






"Η ΝΥΧΤΑ"

LA NOTTE
NotteCov«Μα κάθε φορά που ετοιμάζομαι να επικοινωνήσω με κάποιον, η αγάπη εξαφανίζεται.»
- Valentina (Monica Vitti)

Τίτλος: La Notte (Η Νύχτα)
Σκηνοθέτης: Michelangelo Antonioni
Παραγωγή: 1961
Τι σκέφτονται άραγε οι ήρωες του Αντονιόνι όταν παρατηρούν τους άλλους ανθρώπους; H Lidia (Jeanne Moreau) περπατά μόνη στους άδειους δρόμους του Μιλάνου. Δεν γνωρίζουμε αν έχει κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Ένας εργάτης φαίνεται να τρώει το κολατσιό του ακουμπώντας την πλάτη του σε έναν τοίχο. Η Lidia σταματά για λίγα δευτερόλεπτα, τον παρατηρεί. Όταν αυτός γυρίσει και την κοιτάξει αυτή τον προσπερνά, μόνο και μόνο για να ξαναγυρίσει το κεφάλι της και να τον περιεργαστεί γι άλλη μια φορά. Ο λόγος άγνωστος. Τι συμβαίνει στο μυαλό και την ψυχή της ηρωίδας; Γιατί περιεργάζεται τον κόσμο, ακόμα και τον ίδιο τον σύζυγό της λες και βλέπει για πρώτη φορά άνθρωπο; Τι προσπαθεί να «διαβάσει»; Την ίδια νύχτα σε ένα κοσμικό πάρτι, στον κήπο βρίσκεται μια γάτα ανάμεσα στο πλήθος, στέκεται σαν στήλη άλατος, κοιτάζοντας έντονα ένα μικρό άγαλμα απέναντι της. «Κοιτάζει αυτό το άγαλμα όλη τη νύχτα», θα πει η οικοδέσποινα στη Lidia κάποια στιγμή αναφερόμενη στη γάτα. «Ποιος ξέρει τι σκέφτεται; Ίσως και να το περιμένει να ζωντανέψει... Οι γάτες είναι παράξενες...» Οι παραπάνω δύο σκηνές δεν διαρκούν παρά μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα, σε σημείο που ο θεατής μπορεί καν να μην τις προσέξει, αφού πρόκειται για λεπτομέρειες. Είναι όμως ακριβώς αυτές οι λεπτομέρειες μιας καθημερινής μέρας που συνήθως περνούν απαρατήρητες, αλλά εν τέλει ίσως και να είναι άμεσα συνδεδεμένες, αποτελώντας μυστηριώδεις αλλεπάλληλους υπαινιγμούς για την ύπαρξή μας, μέσα σε ένα δαιδαλώδες σύμπαν, το οποίο μπορεί να είναι το ένα και το αυτό είτε διαρκεί μία ολόκληρη ζωή, είτε απλά 24 ώρες.
Το La Notte (που πράγματι διαδραματίζεται μέσα σε ένα 24ωρο) αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Αντονιόνι για την αποξένωση και έλλειψη επικοινωνίας στις ανθρώπινες σχέσεις: το L' Avventura (Η Περιπέτεια) είναι η πρώτη ταινία, ακολουθεί το La Notte (Η Νύχτα), και η τριλογία κλείνει με το L' Eclisse (H Έκλειψη), κριτική της οποίας μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Δύο είναι οι κεντρικοί ήρωες στην ταινία: Η προαναφερθείσα Lidia, τον ρόλο της οποίας υποδύεται εκφραστικότατα η Jeanne Moreau, και ο σύζυγός της, ο πετυχημένος συγγραφέας Giovanni Pontano (Marcello Mastroianni). Ταιριάζει γάντι στον Mastroianni ο ρόλος του γοητευτικού και μελαγχολικού, διανοούμενου γυναικοκατακτητή (!). Νομίζω ότι είναι από τις μεγαλύτερες ερμηνείες του, αφού κατά τη διάρκεια της ταινίας τα βάθη της προσωπικότητάς του ρόλου που υποδύεται παραμένουν ένα αίνιγμα: λατρεύει τις νυχτερινές εξορμήσεις και τις ωραίες γυναίκες, παρορμητικός, αλλά ταυτόχρονα βαθιά στοχαστικός, ενώ τα μάτια του προδίδουν μια κάποια μελαγχολία. Ο χαρακτήρας του συνοψίζεται με τα ίδια τα λόγια του σε μία μεταφορική ιστορία που διηγείται σε μία θαυμάστριά του: «Θα σου πω την ιστορία ενός ερημίτη, ενός διανοούμενου φυσικά, τρεφόταν μόνο με δροσοσταλίδες, μέχρι που έφτασε στην πόλη...όπου δοκίμασε κρασί και κατέληξε αλκοολικός.»
NotteFinale
Σε αντίθεση με τον Giovanni, η Lidia φαίνεται συνεχώς να αποφεύγει τον κόσμο. Και όταν έρχεται τελικά σε επαφή μαζί του προτιμά να τον παρατηρεί σιωπηλή. Η ταινία ξεκινά με το ζευγάρι να επισκέπτεται έναν ετοιμοθάνατο φίλο τους στο νοσοκομείο. Εκεί είναι η Lidia αυτή που δεν θα αντέξει την κατάσταση του ασθενούς και θα βγει έξω για να κλάψει. Ο σύζυγός της, αντιθέτως, όχι μόνο θα παραμείνει, αλλά αποχωρώντας από το νοσοκομείο δεν θα διστάσει να αφεθεί στα χάδια μιας ανεξέλεγκτης ασθενούς που θα τον παρασύρει στο δωμάτιό της. Με αυτή την μυστηριώδη και κάπως αρρωστημένη σκηνή ο Αντονιόνι μας προδιαθέτει για την συγκεχυμένη, παρορμητική προσωπικότητα του Giovanni και μας προετοιμάζει για τις επόμενες πράξεις του.

Καθώς η μέρα κυλά αργά, η Lidia θα περιπλανιέται στους δρόμους του Μιλάνου -αφού θα έχει πρώτα "δραπετεύσει" από μία αποπνικτική παρουσίαση του βιβλίου του Giovanni- παρατηρώντας αδιάκοπα σαν μικρό παιδί τα διάφορα μέρη και τον κόσμο που συναντά. Η φυγή της από την βιβλιοπαρουσίαση και η βόλτα που θα την οδηγήσει στο να διαλύσει τον καβγά μιας συμμορίας, τονίζουν τον τρόπο με την οποίο η ηρωίδα αρνείται να παραδεχθεί (ή να αποδεχθεί) την υποκρισία και την έλλειψη ανθρωπιάς γύρω της. Άραγε αποτελεί αφορμή για αυτή της την στάση η επίσκεψη στον ετοιμοθάνατο φίλο της ή την απασχολούσε κάτι βαθύτερο από πριν;

NotteDancer
Η μέρα θα φύγει και τους δυο πρωταγωνιστές θα τους βρει η νύχτα μαζί με την απότομη απόφαση της ηρωίδας να δεχτεί την πρόταση για ένα κοσμικό πάρτι (κάτι που αρχικά είχε αρνηθεί). Το κλίμα της αποξένωσης που κυριαρχούσε στο πρώτο μισό της ταινίας, δεν φαίνεται να υποχωρεί στο δεύτερο μισό που διαδραματίζεται ανάμεσα σε πολλούς καλεσμένους, στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, στο πάρτι της υπερπολυτελούς έπαυλης ενός εφοπλιστή. Οι δύο πρωταγωνιστές θα πάρουν διαφορετικούς δρόμους. Ο Giovanni θα επιχειρήσει να αναμειχθεί και να γνωρίσει νέο κόσμο. Η Lidia, από την άλλη, βρίσκεται την περισσότερη ώρα μόνη και αποφεύγει οποιαδήποτε γνωριμία. Ακόμα και όταν μία φίλη της της προτείνει να την συστήσει σε έναν γοητευτικό άνδρα, αυτή αρνείται πεισματικά και σηκώνεται να φύγει. Αν και η Lidia θα συναντήσει ξανά τυχαία τον ίδιο άνδρα, κι ενώ φαίνεται να της αρέσει, θα συνεχίσει να τρέχει μακριά του, σαν να θέλει να αποφύγει οποιαδήποτε έντονη σχέση, όχι μόνο μαζί του αλλά με οτιδήποτε ζωντανό. Ωστόσο, η ίδια η Lidia είναι αυτή που θα παροτρύνει τον Giovanni να γνωρίσει μία όμορφη καλλονή η οποία φαίνεται να πλήττει ολομόναχη μες στην έπαυλη όσο οι άλλοι διασκεδάζουν έξω στον κήπο. Αυτή η καλλονή που ακούει στο όνομα Valentina (Monica Vitti) θα υπάρξει το τρίτο σημαντικό πρόσωπο της ταινίας. Πολλά θα διαδραματιστούν σε αυτό το νυχτερινό πάρτι και δεν υπάρχει λόγος να αναφέρω εδώ, αφού η μαγεία στις ταινίες του Antonioni έγκειται ακριβώς στην έλλειψη μιας συγκεκριμένης πλοκής, όπου ο θεατής θα περίμενε με αγωνία να δει την εξέλιξή της.

NotteTrois
Συγκεκριμένα, ο σκηνοθέτης αφήνει τον θεατή να εντρυφήσει στην απλή καθημερινότητα των δύο ηρώων του χωρίς να ανοίγει τελείως τα χαρτιά του για τις εμμονές που απασχολούν τους χαρακτήρες τους. Μέσα από λήψεις και τοποθετήσεις της κάμερας με γεωμετρική αυστηρότητα και ακρίβεια (τεχνικές που θα βρούνε την ωρίμανση τους στην Έκλειψη), θα κάνει παραλληλισμούς ανάμεσα στη διαμόρφωση του χώρου -άλλοτε άδειου και κενού και άλλοτε μες στο χάος του πλήθους και των αυτοκινήτων- και του ψυχισμού των ηρώων του. Πολύ έξυπνη και η χρήση του ήχου: στο πρώτο μισό της ταινίας ακούμε απειλητική φασαρία από ελικόπτερα, ρουκέτες, αυτοκίνητα, και σταδιακά, καθώς πέφτει η νύχτα, jazz μελωδίες θα αρχίσουν να συνθέτουν τη φιλάρεσκη ατμόσφαιρα των νυχτερινών γνωριμιών που ως συνήθως μυρίζουν προσδοκία.

Από τις ταινίες της τριλογίας, το La Notte είναι κατά τη γνώμη μου αυτή όπου η προσπάθεια του σκηνοθέτη να επικοινωνήσει με τον θεατή και να τον κάνει να νιώσει τα αόρατα ρεύματα της αποξένωσης είναι πιο διακριτική και ειλικρινής: τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι ανεπαίσθητα ακόμα και στον μυημένο σινεφίλ. Επιπλέον, είναι πιστεύω η ταινία που περιέχει περισσότερο συναίσθημα σε σχέση με τις υπόλοιπες δύο, αν και αυτό φυσικά αφήνεται στην ιδιοσυγκρασία του καθενός. Οι δύο κεντρικοί ήρωες, που στην πορεία γίνονται τρεις, φαίνονται να δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με τα άτομα που πραγματικά τους ενδιαφέρουν και πέφτουν θύματα παρορμητικών αποφάσεων και

επιλογών: ο καθένας μοιάζει να βρίσκεται (ή να είχε βρεθεί) με το σωστό άτομο στο λάθος χώρο, τη λάθος στιγμή. Αυτό που αρχικά ξεκινά σαν μία συνάντηση όλο προσδοκία, συχνά καταλήγει να φαίνεται μάταιο και ρηχό. Πρόκειται για μία κατάσταση όχι πολύ διαφορετική από αυτήν που περιγράφει η όμορφη Valentina όταν εξομολογείται, «Ένιωθα δυστυχισμένη αυτή τη βραδιά, αλλά το παιχνίδι μας μου 'φτιαξε το κέφι, τώρα όμως η δυστυχία εισχωρεί πάλι μέσα μου σαν τη μελαγχολία ενός σκύλου.»





Η ΕΚΛΕΙΨΗ


L’ eclisse /  Σενάριο: Michelangelo Antonioni, Tonino Guerra, Elio Bartolini, Ottiero Ottieri. Πρωταγωνιστούν: Alain Delon, Monica Vitti, Francisco Rabal. Ιταλία 1962. Διάρκεια: 112′
Ένα ζευγάρι χωρίζει. Η γυναίκα περιπλανιέται στην πόλη και βρίσκει παρηγοριά στην αγκαλιά ενός νεαρού χρηματιστή.
Από πολλές απόψεις η Έκλειψη αποτελεί το ορόσημο μιας ολόκληρης δεκαετίας καθώς είναι η ταινία που ουσιαστικά καταρρίπτει όλες τις ως τότε καθιερωμένες κινηματογραφικές φόρμες. Σε μια εποχή (τέλη δεκαετίας του ’50 και αρχές του ‘60) που η καθεστηκυία τάξη απεχθάνεται οτιδήποτε νέο, που αναζητεί ξεπερασμένα ηθικά σύμβολα και ηθικές αξίες, η δημιουργία ενός τέτοιου καλλιτεχνήματος μπορεί να χαρακτηριστεί αιρετική. Και πραγματικά η Έκλειψη είναι μια δημιουργία αιρετική γιατί ξεφεύγει από τα καθιερωμένα , ξεφεύγει από τον ιταλικό νεορεαλισμό και δημιουργεί μια νέα τάση στον κινηματογράφο, το μοντερνισμό. Για την ακρίβεια εκτοξεύει το μοντερνισμό σε ύψη που καμιά άλλη ταινία δεν μπόρεσε μέχρι τις μέρες μας να φτάσει (η ταπεινή μου γνώμη).
Μέσα από μια ερωτική ιστορία, απλή στη σύλληψή της, ο Αντονιόνι καταφέρνει να αποτυπώσει με μοναδικό τρόπο το αστικό – βιομηχανικό τοπίο. Καταφέρνει με τον ιδιαίτερο τρόπο κινηματογράφησης να αποτυπώσει όσο καλύτερα γίνεται την ανθρώπινη μοναξιά της σύγχρονης κοινωνίας που κρύβεται καλά καμουφλαρισμένη πίσω από τις πολύβουες εικόνες της βιομηχανικής περιόδου που διανύουμε.
Η Έκλειψη αρχίζει όπως ακριβώς τελειώνει η Νύχτα, μ’ ένα χωρισμό. Η Βιτόρια (Monica Vitti) και ο κατά πολύ μεγαλύτερός της Ρικάρντο (Francisco Rabal) ύστερα από μια άυπνη νύχτα συζητήσεων (και όχι αναζητήσεων όπως στη Νύχτα) -αδιάψευστος μάρτυρας το γεμάτο αποτσίγαρα τασάκι- καταλαβαίνουν ότι η σχέση τους δεν οδηγεί πουθενά. Και με το πρώτο φως της μέρας που η Βιτόρια διστακτικά, είναι η αλήθεια, αφήνει να μπει μες στο δωμάτιο, έρχεται η ώρα των αποφάσεων. Το φως δίνει τη λύση, το φως ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Το παραδέχεται και ο Ρικάρντο: «Πρέπει ν’ αποφασίσουμε». Και χωρίζουν…
Από τη σημείο αυτό αρχίζει η περιπλάνηση της Βιτόρια, που τελικά οδηγείται στο χρηματιστήριο όπου και γνωρίζει το γοητευτικό χρηματιστή της μητέρας της, τον Πιέρο (Alain Delon). Ο Πιέρο είναι ένας υπερόπτης νέος ταγμένος στο κυνήγι του χρήματος. Τα υλικά αγαθά τον ενδιαφέρουν πάνω απ’ όλα και δεν ντρέπεται να το ομολογήσει στη Βιτόρια. Η έλξη μεταξύ των δύο νέων δίνει την αφορμή στον Αντονιόνι να δημιουργήσει ένα δοκίμιο πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις. Μη σας ξεγελά το γεγονός της κινηματογράφησης ενός έρωτα. Ο έρωτας είναι απλώς η αφορμή, όλα όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκειά του είναι και αυτά που μας ενδιαφέρουν. Η μανία δηλαδή για το χρήμα, ο θάνατος, η αδιαφορία για το συνάνθρωπο, η αποξένωση. Ο σύγχρονος άνθρωπος βαδίζει πλέον μόνος του χωρίς συνοδοιπόρους. Αρνούμενος να πραγματοποιήσει τα αυτονόητα και να αντικρύσει την αλήθεια κατάματα προτιμά να κρύβεται πίσω από μία υποκριτική υπόσχεση. Όλα τα παραπάνω συμπυκνώνονται στα τελευταία μοναδικά επτά λεπτά, στα επτά λεπτά που οι Αμερικάνοι θέλησαν να αφαιρέσουν από την ταινία γιατί δεν τα καταλάβαιναν, στα επτά λεπτά της αισθητικής τελειότητας, στο καλύτερο φινάλε ταινίας που έχω δει.
Ως φόρο τιμής στον μεγάλο Ιταλό δημιουργό και κυριότερο εκπρόσωπο του ρεύματος του μοντερνισμού στον κινηματογράφο, παραθέτω την απάντηση που έδωσε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος όταν ρωτήθηκε ποια ήταν η κορυφαία του στιγμή στο σινεμά: «…Αν σας απαντούσα ερωτικά, η στιγμή που συνάντησα τη γυναίκα μου κι αν σας απαντούσα κινηματογραφικά η στιγμή που συνάντησα τον Αντονιόνι». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου