Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

 
 
"Ότι είναι κόντρα στην Εκκλησία με γεμίζει χαρά.
Ότι βλάπτει την Τάξη συντείνει στην γαλήνη μου.
Ότι αντίκειται στην ηθική ωφελεί την υγεία μου.
Βεβαίως τυγχάνω υποχρεωτικώς έλλην, αλλά η χώρα μου με κουρελιάζει. Δεν θάθελα να ξαναπατήσω στην Αθήνα."
Ηλίας Πετρόπουλος
 
 
Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το
1928, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και εγκαταστάθηκε στο
Παρίσι το 1973. Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, πολέμιος των ακαδημαϊκών και
του κατεστημένου, ο Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που
ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα
από την επίσημη ιστορία της χώρας του. Έζησε από κοντά ρεμπέτες, αλήτες,
μάγκες, πόρνες και ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους και καταδιωκόμενους, που
έγιναν οι ήρωες των βιβλίων του. Ακάματος συγγραφέας και ερευνητής έγραφε
μέχρι το 2003 που πέθανε από καρκίνο. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, το πτώμα του
αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του πετάχτηκαν στον υπόνομο.


Ο Ηλίας Πετρόπουλος, το Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη, η κλοπή και το σύστημα!

  


Σκίτσο από το "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη" (εκδ.Νεφέλη-1979)
Σκίτσο από το “Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη”
Το  «εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη» είναι ίσως το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο του Πετρόπουλου. Θα λέγαμε ότι ήταν το βιβλίο που τον καταξίωσε ή, ακόμα πιο σωστά, που καταξίωσε την πετροπουλική αντίληψη της πραγματικότητας, η οποία είναι πάντα αντιστραμμένη σε σχέση μ’ αυτό που ορίζεται ως κοινώς αποδεκτό. Ως εκ τούτου η δεδομένη ειρωνεία δεν λειτουργεί ως φτηνός εξυπνακισμός που εκβιάζει τις εντυπώσεις, αλλά ως μηχανισμός επανεξέτασης των πραγμάτων. Η επανεξέταση αυτή δεν είναι ανατροπή, αλλά επαναπροσδιορισμός μέσα από μια άλλη ανάγνωση. Η ειρωνεία δεν είναι παρά τo κλειδί, ο κώδικας αυτής της άλλης ανάγνωσης. Γιατί ο Πετρόπουλος δεν αρνείται την πραγματικότητα. Αντίθετα τη γνωρίζει πολύ καλά. Γι’ αυτό και δεν πετάει ποτέ στα σύννεφα. Γι’ αυτό και βουτάει στα πιο βαθιά νερά της κοινωνίας. Στα κατακάθια της.
ΟΗλίας
 Ο χώρος του λούμπεν είναι ο αγαπημένος χώρος του Πετρόπουλου. Θα έλεγε κανείς ότι μέσα στο λούμπεν νιώθει σαν το σπίτι του. Κι αυτό ακριβώς είναι το «εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη», η χαρτογράφηση του υποκόσμου, που κινείται πάντα στο σκοτάδι, σε μια παράλληλη πορεία εκτός – κι όμως τόσο εντός – κοινωνίας ή αλλιώς η εκδίκηση του περιθωρίου που αναζητά κοινωνική υπόσταση ή τουλάχιστο το δικό του δίκιο μέσα σ’ αυτό τον κόσμο. Γι’ αυτό κι όλα αντιστρέφονται. Γι’ αυτό και το «εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη» παρουσιάζεται ως διδακτέα ύλη της σχολής εγκλήματος που υπάρχει στην Antigua, η οποία έχει για πρωτεύουσα την Adina και δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα. Γιατί ο υπόκοσμος, ως υπαρκτό κομμάτι της κοινωνίας, δικαιούται εκπαίδευση κι επαγγελματική κατάρτιση: «Αυτό το μικρό βιβλίο είναι γραμμένο διά τους σπουδαστάς του Βασιλικού Ινστιτούτου Τέχνης και Τεχνικής των Διαρρηκτών της Antigua».  (σελ. 9). Η κατηγοριοποίηση όλων των κλεφτών (πορτοφολάς, κλεφτοτσαντάς, γριλάκιας, ποντικός ξενοδοχείων, κασαδόρος, κλειδάς κλπ) και το επίσημο – σχεδόν επιστημονικό – ύφος (που αναμειγνύεται με την αργκό του υποκόσμου σαν σε νομοτελειακή αρμονία) της ανάλυσης των δραστηριοτήτων κάθε κατηγορίας δεν είναι μόνο η ειρωνεία που μετουσιώνει το κοινωνικά κατακριτέο σε επιστημονικό πεδίο, ούτε η κατάδειξη της αλήθειας που θέλει το έγκλημα να λειτουργεί με επαγγελματικούς όρους, αλλά η ίδια η απόδοση της λαογραφίας του περιθωρίου που του δίνει ταυτότητα, χαρακτηριστικά και ιστορική εξέλιξη. Γιατί η λαογραφία αφορά το σύνολο ενός λαού και το λούμπεν αποτελεί μέρος αυτού του συνόλου. Ο Πετρόπουλος δεν είναι παρά ο εκφραστής αυτής της ανείπωτης αλήθειας. Η καταγραφή των βασανιστηρίων στα αστυνομικά τμήματα (φάλαγγα, παλάγκο, γκλοπ στον κώλο, στρίψιμο αρχιδιών, μαστίγωμα με συρματόσκοινο, βραστά αυγά, ηλεκτρονικά βασανιστήρια κλπ) είναι η ανεπιθύμητη λαογραφία της κρατικής καταστολής που ξεδιπλώνεται στο πλαίσιο της ανακριτικής δραστηριότητας. Φυσικά ο καλός κλέφτης οφείλει να τα υποστεί στωικά. Είναι αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς του. Η σύλληψη, με όλες τις τραγικές συνέπειες που αυτή συνεπάγεται, καθιστά το επάγγελμα του κλέφτη ως ένα από τα σκληρότερα της αγοράς. Η αφόρητη γραφειοκρατία που ορθώνεται από τη στιγμή της σύλληψης – και κορυφώνεται κατά τη φυλάκιση – απέναντι σε οποιοδήποτε αίτημα του, οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης μέσα στη φυλακή, τα προβλήματα της συμβίωσης στα κελιά, το κακής ποιότητας φαγητό, η ερωτική έλλειψη, η κατακραυγή της κοινής γνώμης κτλ, δεν είναι παρά η κορυφή του δράματος του κλέφτη, το ορατό σημείο μιας απύθμενης δεξαμενής: «Ο γελοίος Αστυνομικός Συντάκτης χαίρεται όταν γελοιοποιεί τον συλληφθέντα κλέφτη……Είναι εξαιρετικώς μονότονη η τεχνική της γελοιοποιήσεως των κλεφτών. Μετά τη Σύλληψη, μετά τα Βασανιστήρια, μετά την Ομολογία, ο κλέφτης παρουσιάζεται από τις εφημερίδες σαν ένα θηρίον, που επιάστηκε χάρις στην άγρυπνη παρακολούθηση της Αστυνομίας. Το σχετικό ρεπορτάζ συνοδεύεται από μια φωτογραφία του Κλέφτη, όπου παρουσιάζεται αξύριστος, αχτένιστος, τσαλακωμένος, τσακισμένος, ανέκφραστος και, κάποτε – κάποτε, με μαυρισμένο το ένα μάτι (βέβαια, από μπουνιά Αστυνομικού). Δεν ενθυμούμαι ποτέ κάποιος αναγνώστης να έγραψε επιστολή στην εφημερίδα του, ρωτώντας γιατί ταλαιπωρούν και διασύρουν έτσι τον κλέφτη, και, ποιος του εμαύρισε το μάτι. Ο Μέσος Άνθρωπος είναι άτιμος και δειλός». (σελ. 88).      

Σκίτσο από το "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη" (εκδ.Νεφέλη-1979)
Σκίτσο από το “Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη”
Ο Πετρόπουλος δεν κάνει καμία αναφορά ούτε σε μαχαιροβγάλτες, ούτε σε δολοφόνους, ούτε σε ληστές, ούτε σε κανένα άλλο είδος εγκληματία. Εστιάζει αποκλειστικά στον κλέφτη. Οι αναφορές σε άλλους εγκληματικούς κλάδους γίνεται μόνο στο κεφάλαιο των φυλακών, τη φυσική κατάληξη του κλέφτη. Παρακολουθούμε δηλαδή την ολοκληρωμένη πορεία του κλέφτη: δράση, σύλληψη, ανάκριση, δίκη, φυλάκιση και μάλιστα περισσότερο από λαογραφική παρά από κοινωνιολογική σκοπιά, αφού ο Πετρόπουλος δεν αναφέρεται ούτε στα αίτια που οδηγούν κάποιον στην κλοπή ως συνειδητή επαγγελματική επιλογή, ούτε στην κοινωνική αδικία, το μορφωτικό επίπεδο κτλ. Αυτό που αναφέρεται είναι το ταξικό μίσος που υπάρχει και που εκφράζεται με πράξεις όπως αφόδευση στο τραπέζι ή το κρεβάτι του θύματος και αυνανισμός.
  Φυσικά οι κλέφτες του Πετρόπουλου δεν έχουν καμία σχέση με τους σύγχρονους αγριεμένους κλέφτες των μεγαλουπόλεων (και της επαρχίας). Οι σύγχρονοι αγριεμένοι κλέφτες ασκούν βία ακόμα και χωρίς αφορμή. Ξυλοκοπούν μέχρι αναισθησίας το θύμα ακόμη κι αν αποδειχθεί απολύτως συνεργάσιμο. Πολλές φορές οπλοφορούν. Παρακολουθούμε δολοφονίες ηλικιωμένων γυναικών για μικροποσά. Οι κλέφτες γίνονται διαρκώς και πιο σκληροί, διαρκώς και πιο επικίνδυνοι. Το ταξικό τους μίσος εκφράζεται με βία. Η ανθρώπινη ζωή κοστολογείται όλο και πιο φτηνά. Μπροστά σ’ αυτά οι αφοδεύσεις και οι εκσπερματώσεις των πετροπουλικών κλεφτών είναι αβροφροσύνες. Ο γριλάκιας και ο μπουγαδοκλέφτης γίνονται γραφικές φιγούρες ενός ανέμελου κι ακίνδυνου παρελθόντος. Γιατί ο κλέφτης του Πετρόπουλου δεν πυροβολούσε τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου αν απροόπτως εμφανιζόταν, ούτε σκότωνε για μια κάμερα. Κι αν τη στιγμή της μπούκας ερχόταν ο νοικοκύρης προσπαθούσε να φύγει κι όχι να επιτεθεί.          

Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και τουρκολογία στο Παρίσι όπου και εγκαταστάθηκε το 1975. Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, πολέμιος των ακαδημαϊκών και του κατεστημένου, ο Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το "περιθώριο" και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και τουρκολογία στο Παρίσι όπου και εγκαταστάθηκε το 1975. Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, πολέμιος των ακαδημαϊκών και του κατεστημένου, ο Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το “περιθώριο” και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του.
Παρά τις βασικές διαφορές της νέας γενιάς κλεφτών τα κίνητρα είναι πάντα τα ίδια, τα κλοπιμαία. Δηλαδή το αντικείμενο της ιδιοκτησίας που παρανόμως αλλάζει χέρια. Ο νόμος, φυσικά, είναι προστάτης της ιδιοκτησίας. Ο νόμος καθορίζεται από ανθρώπους που έχουν ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία των ανθρώπων που συμβάλλουν ενεργά στη διαμόρφωση των νόμων – άμεσα ή έμμεσα – δεν έχει καμία σχέση με τη μικροϊδιοκτησία των καθημερινών κι ανώνυμων ανθρώπων. Ο καθημερινός άνθρωπος περνάει μαρτύρια για να αποκτήσει την ελάχιστη περιουσία που τελικά κατέχει. Δουλεύει σκληρά και πληρώνει υπέρογκες δόσεις για το σπίτι και το αυτοκίνητό του. Η περιουσία του είναι το ελάχιστο δίκιο που του έχει απομείνει. Η ελίτ του χρήματος αποτελείται από ανθρώπους που έχουν τεράστια περιουσία. Οι άνθρωποι του χρήματος δεν γνωρίζουν την καθημερινή βιοπάλη. Οι άνθρωποι του χρήματος πλουτίζουν από τη δουλειά των άλλων. Οι άνθρωποι του χρήματος πληρώνουν καλά για την ασφάλεια του σπιτιού τους. Οι άνθρωποι του χρήματος δεν είναι τόσο ευάλωτοι στον κλέφτη. Ως εκ τούτου, δεν μισούν τον κλέφτη. Εξάλλου, ακόμη κι αν τους κλέψουν, έχουν λεφτά να αντικαταστήσουν τα κλοπιμαία. Ο βιοπαλαιστής μισεί τον κλέφτη. Ο βιοπαλαιστής είναι αυτός που κινδυνεύει από τον κλέφτη. Ο κλέφτης έχει πολύ συγκεχυμένη ταξική αντίληψη. Για τον κλέφτη σχεδόν όλοι είναι «μπουρζουάδες». Ο κλέφτης μισεί τους «μπουρζουάδες». Ο κλέφτης θέλει να εκδικηθεί τους «μπουρζουάδες». Ο κλέφτης δεν μπορεί να πλησιάσει τους ανθρώπους του χρήματος. Μοιραία χτυπάει σπίτια μικρομεσαίων βιοπαλαιστών τους οποίους θεωρεί «μπουρζουάδες». Και μόνο η ύπαρξη βιβλιοθήκης στο σπίτι είναι για τον κλέφτη ξεκάθαρη «μπουρζουάδικη» απόδειξη. Ο βιοπαλαιστής έχει δίκιο που μισεί τον κλέφτη. Οι βιοπαλαιστές και οι κλέφτες αλληλοσπαράσσονται μέχρι θανάτου. Οι άνθρωποι του χρήματος παρακολουθούν τον αλληλοσπαραγμό τους ανέπαφοι. Πρόκειται για ένα ξεκάθαρο παιχνίδι ιδιοκτησίας από το οποίο όμως απουσιάζουν οι αληθινοί ιδιοκτήτες. Ο λαός λέει ότι κανείς δεν γίνεται ζάμπλουτος με τον τίμιο ιδρώτα του. Όταν λέμε ανθρώπους του χρήματος εννοούμε τους ελάχιστους ανθρώπους που λυμαίνονται τον εθνικό ή τον παγκόσμιο πλούτο. Που διαπλέκονται ανάμεσα σε ακατανόητες χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, ΜΜΕ και πολιτικές διευκολύνσεις. Που συντηρούν ένα στρατό από μπράβους. Ο καθημερινός βιοπαλαιστής νιώθει απροστάτευτος από την αστυνομία. Ο καθημερινός βιοπαλαιστής αρχίζει σιγά – σιγά να θεωρεί ότι δεν είναι κακό να έχει ένα όπλο στο σπίτι του. Ακούστηκαν ειδήσεις ακόμα και για περίπολα πολιτοφυλακής σε γειτονιές της Αθήνας. Ο καθημερινός βιοπαλαιστής συνδέει το έγκλημα με τους μετανάστες. Σταδιακά γίνεται όλο και πιο πρόθυμος να ασπαστεί εθνικιστικά ιδεολογήματα. Ο καθημερινός βιοπαλαιστής βιώνει επώδυνα την αδιάκοπη έκθεσή του στο έγκλημα. Πολλές φορές φοβάται να βγει από το σπίτι του. Οι πολιτικοί παγκοσμίως δεν απορούν καθόλου γιατί υπάρχει έξαρση της εγκληματικότητας. Οι πολιτικοί παγκοσμίως προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το έγκλημα προσλαμβάνοντας όλο και περισσότερους αστυνομικούς. Οι αστυνομικοί ποτέ δεν επαρκούν. Οι αστυνομικοί προστατεύουν τη νομιμότητα. Η νομιμότητα στρέφεται ενάντια σε οτιδήποτε καταπατά τις νόμιμες πολιτικές αποφάσεις. Οι άνθρωποι του χρήματος στηρίζονται – συνήθως – σε νόμιμες πολιτικές αποφάσεις. Η εκμηδένιση των εργασιακών δικαιωμάτων, η εγκληματική καταστροφή του περιβάλλοντος, ο οικονομικό – χρηματιστηριακός γκανγκστερισμός κτλ στηρίζονται – συνήθως – σε νόμιμες πολιτικές αποφάσεις. Κάθε δυναμική αντιπαράθεση απέναντι σ’ αυτά είναι – συνήθως – έξω από τη νομιμότητα. Τα όρια και τα κίνητρα αυτών των αντιπαραθέσεων ο καθένας τα ερμηνεύει διαφορετικά. Αυτή η διαφορετικότητα στην ερμηνεία δεν είναι παρά η υποκειμενικότητα του δικαίου (από την ηθική κι όχι τη νομική του υπόσταση). Η υποκειμενικότητα του ηθικού δικαίου δεν νομιμοποιεί την κατάλυση του νόμου. Ο κλέφτης, αν και στερείται οποιουδήποτε κοινωνικού οράματος, θέλει να διεκδικήσει το δικό του ηθικό δίκαιο.
Σκίτσο από το "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη" (εκδ.Νεφέλη-1979)
Σκίτσο από το “Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη”
Το ηθικό δίκαιο που διεκδικεί ο κλέφτης, δεν έχει καμία σχέση με το ηθικό δίκαιο που διεκδικεί ο εργαζόμενος ή ο άνεργος. Η αστυνομία, εφόσον καταλύεται ο νόμος, δεν κάνει διακρίσεις στο ηθικό δίκαιο του καθενός.  Ο κλέφτης νομιμοποιεί τη διαρκή ενίσχυση της αστυνομίας. Ο κλέφτης νομιμοποιεί τα μέτρα καταστολής του συστήματος. Ο εργαζόμενος και ο άνεργος έρχονται συχνά σε σύγκρουση με τα μέτρα καταστολής του συστήματος. Ο κλέφτης είναι ο ψιλικατζής του εγκλήματος. Το οργανωμένο έγκλημα δεν έχει καμία σχέση με τον κλέφτη. Το οργανωμένο έγκλημα ασχολείται με μεγάλες δουλειές. Τα ναρκωτικά, η πορνεία, το παράνομο εμπόριο όπλων και το μεταναστευτικό δουλεμπόριο γνωρίζουν τζίρους χωρίς προηγούμενο. Το σύστημα στηρίζεται στο κέρδος. Το κέρδος είναι η καρδιά του συστήματος. Η παγκόσμια αστυνομία προσπαθεί δεκαετίες την εξάρθρωση των εμπόρων ναρκωτικών χωρίς αποτέλεσμα. Ο καθημερινός άνθρωπος αισθάνεται ότι πρέπει ο ίδιος να προστατέψει το παιδί του. Ο καθημερινός άνθρωπος είναι μετέωρος ανάμεσα στη νομιμότητα και το έγκλημα. Νιώθει οργή. Η οργή δεν είναι παρά ο καθρέφτης της σύγχυσης ενός συστήματος που ευαγγελίζεται τη νομιμότητα και ταυτόχρονα καθιστά την παρανομία ασύλληπτα κερδοφόρα.






 

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ-"ΑΜΟΡΓΟΣ"

                                                                    Νίκος Γκάτσος
Ο Νίκος Γκάτσος (8 Δεκεμβρίου 1911 - 12 Μαΐου 1992) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής, μεταφραστής και στιχουργός


Βιογραφία

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.
Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά "Νέα Εστία" (1931-32) και "Ρυθμός" (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά "Μακεδονικές Ημέρες", "Ρυθμός" και "Τα Νέα Γράμματα" (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα "Καλλιτεχνικά Νέα" και τα "Φιλολογικά χρονικά". Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.
Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση "Αμοργός" (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με τεράστια επίδραση στους νεότερους ποιητές. (Δες: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, Εκδ. Πατάκη,1995). Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το "Ελεγείο" (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το "Ο ιππότης κι ο θάνατος" (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο "Αμοργός", και το "Τραγούδι του παλιού καιρού" (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.
Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο "Ματωμένος γάμος" του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1945 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, "Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα" (1954) και "Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα" (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων "Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας" και "Παραλογή του μισούπνου" από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, "Θέατρο και ποίηση", απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη "Φουέντε Οβεχούνα" του Λόπε δε Βέγα (1959), τον "Ιώβ" του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον "Πατέρα" του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το "Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα" του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την "Αγγλοελληνική επιθεώρηση" ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.
Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες. Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το "Χάρτινο το φεγγαράκι", μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η "Μυθολογία" (1965), το "Ένα μεσημέρι" (1966), η "Επιστροφή" (1970), το "Σπίτι μου σπιτάκι μου" (1972), οι "Δροσουλίτες" 1975, η "Αθανασία" (1976), "Τα παράλογα" (1976), το "Ρεμπέτικο" (1983), η "Ενδεκάτη εντολή" (1985) ή οι "Αντικατοπτρισμοί" (1993). Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο "Όλα τα τραγούδια" (εκδ. Πατάκη, 1999).
Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.
Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.

Ο Νίκος Γκάτσος -σε τηλέφωνο- απαγγέλει και τραγουδά ο ίδιος "Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα" πολύ πριν την ενορχήστρωση, με συνοδεία Κώστα Φέρρη και στο πιάνο ο Σταύρος Ξαρχάκος







                                                   Νίκος Γκάτσος - Ἀμοργός


Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
HPAKΛEITOΣ
Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.
Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους
Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες
Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.
Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!
Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.
Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.
Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.
Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.
O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια
Τόσους αἰῶνες φευγάτο
Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.
Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα;
Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;
Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;
Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης
Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.
Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη
Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι
Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.
Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
 

K.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ-ΤΟ ΠΑΘΟΣ



Το «πάθος» του Κ.Π. Καβάφη

Ο Καβάφης είχε ένα μεγάλο «πάθος», μια παρεκτροπή από τα συνήθη που οι περισσότεροι μελετητές του έργου και της ζωής του θεωρούν ότι πρόκειται για την ομοφυλοφιλική ερωτική ζωή του ποιητή.
Χαρακτηριστικές του ψυχοπνευματικού βασανισμού του είναι οι βραχυγραφημένες σημειώσεις που κρατά:
«Πρέπει αλύγιστα να επιβάλω στον εαυτό μου ένα τέρμα εώς την 1η Απριλίου, διαφορετικά δεν θα μπορέσω να ταξιδέψω. Θ' αρρωστήσω και πώς θα περάσω τη θάλασσα, και πώς, αρρωστημένος θ' απολαύσω το ταξίδι μου;
16 Μαρτίου: Μεσάνυχτα. Υπέκυψα εκ νέου. Απελπισία, απελπισία, απελπισία. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει. Παρεκτός αν σταματήσω ως τις 15 Απριλίου. Ο θεός βοηθός.»

και κάπου αλλού:
«Υφίσταμαι μαρτύριο. Σηκώθηκα και γράφω τώρα. Τί θα κάμω και τι θα γίνει; Τί να κάνω; ...Βοήθεια. Είμαι χαμένος.» Απ' αυτές τις σημειώσεις ενός απελπισμένου ανθρώπου που ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια καθώς και από τα ερωτικά ποιήματά του, πολλοί μελετητές έβγαλαν αβίαστα το συμπέρασμα περί της ανώμαλης σεξουαλικής συμπεριφοράς του ποιητή. Και όμως ... Ο Ατανάζιο Κατράρο, πρώτος μεταφραστής στα ιταλικά των ποιημάτων του Καβάφη και προσωπικός του φίλος, γράφει:
«Την ομοφυλοφιλία του Καβάφη τη βαραίνει ένα μεγάλο ερωτηματικό, που χρειάζεται βαθιά συνετή και αντικειμενική μελέτη και δεν αποκλείεται η απόφαση να είναι απαλλακτική. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να προσκομίσει μια απόδειξη για το αμάρτημα που αποδίδεται στον ποιητή και ποτέ δεν βρέθηκε ανακατεμένος σ' ένα σκάνδαλο.»

Διπλής σημασίας η παραπάνω δήλωση. Πρόκειται για δήλωση προσωπικού φίλου του ποιητή που εννοείται ότι γνωρίζει καλά τον άνθρωπο και επιπλέον αναφέρεται η έλλειψη αποδείξεων και σκανδάλων στα οποία να είχε ανακατευτεί ο ποιητής.
Σε ανάλογες βάσεις (που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν) στηρίχτηκαν, ο Στρατής Τσίρκας και ο Ι.Μ. Χατζηφώτης για να εκφράσουν την πολύ ενδιαφέρουσα άποψη ότι το «πάθος» του Καβάφη δεν ήταν η ομοφυλοφιλία του αλλά ο αυνανισμός και ο αλκοολισμός. Ηταν πολύ ντροπαλός (όπως εξάλλου ομολογείται απ' όλους) ο ποιητής για να προχωρήσει σε κάτι περισσότερο από το «μοναχικό» πάθος του, υποστηρίζει ο Ι.Μ. Χατζηφώτης. Ετσι τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη κινούνται - σύμφωνα με τη γνώμη των δύο λογοτεχνών - στα όρια της φαντασίας και του απραγματοποίητου. Είχε τις προθέσεις ο Καβάφης αλλά δεν τις έκανε πράξη... Για περισσότερες, όμως, πληροφορίες πάνω στο ενδιαφέρον αυτό θέμα της ζωής του Καβάφη, θα σας προτείνω το βιβλίο «Καβαφικά» του Ι.Μ. Χατζηφώτη          

Το Εργο του Κ.Π. Καβάφη

Ο Καβάφης, όσο ζούσε, δεν εξέδωσε ποτέ ολόκληρο το ποιητικό του έργο, το οποίο, άλλωστε, συμπλήρωνε ως την τελευταία στιγμή της ζωής του. Ούτε, φυσικά, πραγματοποίησε ποτέ μια κανονικά εμπορική έκδοση. Ακολούθησε ένα δικό του, ιδιόρρυθμο σύστημα έκδοσης και κυκλοφορίας του έργου, το οποίο και προκάλεσε πολλές συζητήσεις στο χώρο των καβαφικών μελετών. Σύμφωνα με τη διδακτορική διατριβή του Γ.Π. Σαββίδη, υπήρξαν τρία διαφορετικά στάδια εκδοτικής τακτικής, σε «μονόφυλλα», «τεύχη» και «συλλογές», τα οποία αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές φάσεις στην ιστορία της καβαφικής ποίησης. Η μέθοδος των «μονόφυλλων» χρησιμοποιείται από το 1891 ως και το 1904, οπότε ο ποιητής τυπώνει το πρώτο «τεύχος» με 21 ποιήματα. Η πρώτη χρονολογική «συλλογή » του κυκλοφόρησε, ιδιωτικά πάντα κατά την πάγια τακτική του, το 1912 και η πρώτη θεματική «συλλογή» του το 1917. Για πρώτη φορά συγκεντρωμένο ολόκληρο το σώμα της αναγνωρισμένης καβαφικής ποίησης, κυκλοφόρησε το 1935 με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, ενώ σήμερα κυκλοφορούν έγκυρες εκδόσεις των «αναγνωρισμένων», των «ανέκδοτων», των «αποκηρυγμένων» ποιημάτων (φροντισμένες από το Γ.Π. Σαββίδη) και των «ατελών» ποιημάτων του (από τη Ρενάτα Λαβανίνι).
Ολα τα ποιήματά του ο Καβάφης τα έγραψε στην ελληνική, με την εξαίρεση ελαχίστων από τα μέχρι το 1968 ανεκδότων ποιημάτων του.
Συνολικά τα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης είναι 154. Επιπλέον θα πρέπει να υπολογιστούν άλλα 75 που παρέμειναν ανέκδοτα εώς το 1968 και τα οποία βρέθηκαν στο Αρχείο του ή σε χέρια φίλων του καθώς και 27 ποιήματα που δημοσίευσε μεν ο ίδιος μεταξύ 1886 και 1898 αλλά που αργότερα τα αποκήρυξε. Ο Καβάφης έγραψε και κάποια πεζά, δοκίμια, μελέτες, μεταξύ των οποίων: «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα», «Οι Βυζαντινοί ποιηταί», «Το Κυπριακόν ζήτημα», «Το Τέλος του Οδυσσέως», «Μία σελίς της Τρωϊκής Ιστορίας» κ.α. Σύμφωνα με διευκρινίσεις και υποδείξεις του ποιητή, τα ποιήματά του κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά. Αν και στην αρχή η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη συνάντησε την εχθρότητα και την επιφύλαξη του πνευματικού κόσμου, με τον καιρό επιβλήθηκε στη συνείδηση όλων σαν ένας ιδιόμορφος αλλά μεστός και γεμάτος με ουσιαστικό περιεχόμενο ποιητής που δεν ενδιαφερόταν για την εξωτερική εμφάνιση του στίχου του αλλά μονάχα για τον εσωτερικό στοχασμό, τη φιλοσοφική σκέψη και το στοχαστικό δίδαγμα. Μετά θάνατον, ο Καβάφης έγινε αντικείμενο μακρόχρονης μελέτης από ποιητές και μελετητές του έργου του σε όλο τον κόσμο. Τα ποιήματά του εκδόθηκαν και εκδίδονται σε συλλογές, ενώ πρόκειται και για τον πιο πολυμεταφρασμένο Νεοέλληνα λογοτέχνη. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ολλανδέζικα, αραβικά, γιαπωνέζικα, αρμένικα, ινδικά, σλαβικές γλώσσες και σε πάρα πολλές άλλες γλώσσες. Στην οδό Λέψιους στην Αλεξάνδρεια, το διαμέρισμα του Καβάφη έχει μετατραπεί σε μουσείο με εκδόσεις, χειρόγραφα, μεταφράσεις, δημοσιεύματα και έργα τέχνης εμπνευσμένα από το έργο του, πλούσιο φωτογραφικό, φιλολογικό και άλλο υλικό


K.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ : ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



                                                                    ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν με δάκρυα , σε μαυσωλείο λαμπρό ,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -
έτσ' η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν χωρίς ν' αξιωθεί καμιά
της ηδονής μιά νύχτα , ή ένα πρωί της φεγγερό .

( 1904 )

 

Ο ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ 1903

Τουλάχιστον με πλάναις ας γελιούμε τώρα
την άδεια την ζωή μου να μη νοιώθω .

Και ήμουνα τόσαις φοραίς τόσο κοντά .
Και πως παρέλυσα , και πως δεικίασα
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη
και μέσα μου να κλαίη η άδεια μου ζωή ,
και να μαυροφορούν η επιθυμίαις μου .

Τόσαις φοραίς τόσο κοντά  να είμαι
στα μάτια , και στα χείλη τα ερωτικά ,
στ' ονειρεμένο , το αγαπημένο σώμα .
Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι .

( 1904 )

Ο ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ 1903

Κι ' αν για τον έρωτα μου δεν μπορώ να πω -
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου , για τα χείλη , για τα μάτια
όμως το προσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου ,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου ,
η μέραις του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου ,
ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι ' αν περνώ , όποιαν ιδέαν κι' άν λέγω .

( 1904 )

ΣΤΑΙΣ ΣΚΑΛΑΙΣ

Την άτιμη τη σκάλα σαν κατέβαινα ,
από την πόρτα έμπαινες , και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες .
΄Επειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδής και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβωντας ,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θάβρες , καθώς δεν την βρήκα .

Κι ' όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να στον δώσω
τον έρωτα που ήθελα - τα μάτια σου με τώπαν
τα κουρασμένα και ύποπτα - είχες να με τον δώσης .
Τα σώματα μας αίσθανθήκαν και γυρεύονταν
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν .

Αλλά κρυφθήκαμε κ' οι δυό μας ταραγμένοι .

( 1904 )

ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Βαρέθηκα να βλέπω την σκηνή ,
και σήκωσα τα μάτια μου στα θεωρεία .
Και μέσα σ' ένα θεωρείο είδα σένα
με την παράξενη έμορφιά σου , και τα διεφθαρμένα νειάτα .
Κι' αμέσως γύρισαν στον νου μου πίσω
όσα με είπανε το απόγευμα για σένα  ,
κ' η σκέψις και το σώμα μου συγκινηθήκαν .
Κ' ενώ εκύτταζα γοητευμένος
την κουρασμένη σου εμορφιά , τα κουρασμέναα νειάτα ,
το ντύσιμό σου το εκλεκτικό ,
σε φαντα ζόμουν και σε είκόνιζα ,
καθώς με είπανε το απόγευμα για σένα .

( 1904 )

Ο ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ 1903

Απ' όσα έκαμα κι απ' όσα είπα
να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν .
Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε
τες πράξες και τον τρόπο της ζωής μου .
Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με
πολλές φορές που πήγαινα να πω .
Η πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψιμάτά μου τα πιο σκεπασμένα -
από εκεί μονάχα θα με νοιώσουν .
Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί
τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν .
Κατόπι - στη τελειωτέρα κοινωνία -
κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κ' ελεύθερα θα κάμει .

1908

ΕΡΩΤΟΣ ΑΚΟΥΣΜΑ

Στου δυνατού έρωτος το άκουσμα τρέμε και συγκινήσου
σαν αισθητής . ΄Ομως , ευτυχισμένος ,
θυμήσου πόσα η φαντασία σου σ' έπλασεν αυτά
πρώτα κ' έπειτα τ' άλλα -πιο μικρά- που στην ζωή σου
επέρασες κι ' απόλαυσες , τ' αληθινότερα κι' απτά-
Απ' τους τέτοιους έρωτας δεν ήσουν στερημένος .

1911
 
 

Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ. Π. Καβάφη

 
“Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά.”
 

Quantcast

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

Κων/νος Καβάφης - Βιογραφία



Καβάφης Κωνσταντίνος (1863-1933)



Η ζωή του

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1863. Ο πατέρας του ,
εύπορος έμπορος και η μητέρα του γόνος καλής οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη.
Υστερα από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του η οικογένεια έφυγε για την Αγγλία
το 1872 κι έμεινε ως το 1878. Εκεί ο Καβάφης έμαθε τέλεια την Αγγλική γλώσσα,
που χρησιμοποιούσε στις ατομικές του σημειώσεις. Οταν γύρισε στην Αλεξάνδρεια
συμπλήρωσε τις σπουδές του σ' ένα ελληνικό λύκειο. Η οικογένεια αναγκάστηκε
για δεύτερη φορά να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια το 1882 ως το 1885, εξαιτίας
των πολιτικών αναταραχών. Από την επιστροφή του και ύστερα ο ποιητής δε θα
εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια παρά μόνο για μερικά σύντομα ταξίδια στο Παρίσι,
στο Λονδίνο, στην Αθήνα. Η ζωή του κυλά ήσυχα, έχει μια μόνιμη δουλειά στη δημόσια
υπηρεσία, κατοικεί στην αρχή μ' έναν αδερφό του, ύστερα μόνος ως τα τελευταία χρόνια,
τριγυρισμένος από την συμπάθεια και την εκτίμηση των Αλεξανδρινών φίλων του.
Πέθανε το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του από καρκίνο του λάρυγγα.

Ενώ στην Αθήνα, μετά το 1880, μοναδικό σχεδόν πνευματικό κέντρο του ελληνισμού,
μεσουρανεί η ισχυρή ποιητική φυσιογνωμία του Παλαμά, σε μιαν απομονωμένη περιοχή
του ελληνισμού, στην Αλεξάνδρεια, με τις ιδιότυπες εμπειρίες που πρόσφερε η ζωή
της ελληνικής αυτής παροικίας, δημιουργεί το έργο του ένας ποιητής ο Κων/νος Καβάφης,
που έμελλε αργότερα να πάρει κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση και να επηρεάσει
αποφασιστικά όλη τη νεότερη εξέλιξή της.
Η ποιητική του Καβάφη ξάφνιασε με την ιδιοτυπία της, τόσο διαφορετική από ό,τι ήταν
ως τοτε καθιερωμένο. Ποιήματα σύντομα, ( σπάνια εκτείνονται σε δεύτερη σελίδα -μόνο
ένα φτάνει ως την τρίτη-), γραμμένα ούτε σε δημοτική γλώσσα ούτε σε καθαρεύουσα,
με στίχο χαλαρό κι ελεύθερο και κάποτε ομοιοκατάληκτο που ηχεί σαν παιχνίδι ή ειρωνεία.
Ποιήματα με πεζολογικό χαρακτήρα για να έχουν τη βαρύτητά τους οι ρεαλιστικές διαπιστώσεις.
Ποιήματα με έντονη τη φιλοσοφική και υπαινικτική διάθεση, που ωθούν στη συνειδητοποίηση
της δραματικής ουσίας της ζωής, που δεν είναι μόνο η αίσθηση της παρακμής και της ματαιότητας
αλλά αντίρροπα είναι το αίσθημα της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας.


Το έργο του

Σήμερα η ποίησή του όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες.
Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα), τα 37 Αποκηρυγμένα ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα Ανέκδοτα, δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 Ατελή, που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Τύπωσε ο ίδιος το 1904 μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα, στην οποία περιέλαβε τα ποιήματα: Φωνές, Επιθυμίες, Κεριά, Ένας γέρος, Δέησις, Οι ψυχές των γερόντων, Το πρώτο σκαλί, Διακοπή, Θερμοπύλες, Τα παράθυρα, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Απιστία και Τα άλογα του Αχιλλέως. Η συλλογή, σε 100-200 αντίτυπα, κυκλοφόρησε ιδιωτικά.
Το 1910 τύπωσε πάλι τη συλλογή του, προσθέτοντας αλλά επτά ποιήματα: Τρώες, Μονοτονία, Η κηδεία του Σαρπηδόνος, Η συνοδεία του Διονύσου, Ο Βασιλεύς Δημήτριος, Τα βήματα και Ούτος εκείνος. Και αυτή η συλλογή διακινήθηκε από τον ίδιο σε άτομα που εκτιμούσε.
Το 1935 κυκλοφόρησε στην Αθήνα, με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, η πρώτη πλήρης έκδοση των (154) Ποιημάτων του, που εξαντλήθηκε αμέσως. Δύο ακόμη ανατυπώσεις έγιναν μετά το 1948.
Ο ποιητής επεξεργαζόταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα.

Οι θεματικοί κύκλοι της καβαφικής ποίησης

Ο ίδιος είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.
  • Τα ιστορικά ποιήματα εμπνέονται κυρίως από την ελληνιστική περίοδο, και στα περισσότερα έχει εξέχουσα θέση η Αλεξάνδρεια. Αρκετά άλλα προέρχονται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο, χωρίς να λείπουν και ποιήματα με μυθολογικές αναφορές (πχ Τρώες). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Καβάφης δεν εμπνέεται καθόλου από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, δηλαδή την επανάσταση του ΄21, αλλά ούτε και από την κλασική αρχαιότητα. Οι περίοδοι που επιλέγει είναι περίοδοι παρακμής ή μεγάλων αλλαγών και οι περισσότεροι ήρωές του είναι "ηττημένοι".
  • Τα αισθησιακά ή ηδονικά ποιήματα, που είναι και τα πιο λυρικά, κυριαρχεί η ανάμνηση και η αναπόληση. Αυτό που προκαλεί τα συναισθήματα δεν είναι το παρόν, αλλά το παρελθόν, και πολύ συχνά ο οραματισμός
  • Τα φιλοσοφικά ποιήματα ονομάζονται από άλλους "διδακτικά". Ο Ε.Π.Παπανούτσος τα διαίρεσε στις εξής ομάδες: ποιήματα με "συμβουλές προς ομοτέχνους", δηλαδή ποιήματα για την ποίηση, και ποιήματα που πραγματεύονται άλλα θέματα, όπως το θέμα των Τειχών, την έννοια του χρέους (Θερμοπύλες), της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον), της μοίρας(Καισαρίων) κ.α.
Διαχωρίζοντας το ποιητικό του έργο σε φιλοσοφικό, ιστορικό και ηδονικό, στα ποιήματά του αποτυπώνονται το ερωτικό στοιχείο, τη φιλοσοφική του σκέψη και η ιστορική του γνώση. Όσον αφορά στα ιστορικά του ποιήματα ιδιαίτερα, οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι τα συνέθεσε βιώνοντας την ατμόσφαιρα μιας πόλης που έγινε κατά το ελληνιστικό της παρελθόν χωνευτήρι λαών και σταυροδρόμι πολιτισμών. Οι ήρωές του είναι γνωστά ιστορικά πρόσωπα ή γεννήματα της φαντασίας του και ο ποιητής αφηγείται στους χαρακτήρες που πλάθει ανθρώπινες συμπεριφορές σημαδεμένες από πρόσκαιρο της επιτυχίας και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση.
Πόλεις της ανατολικής Μεσογείου -ιδιαίτερα η Αλεξάνδρεια όπως προαναφέρθηκε- είναι ο τόπος που λαμβάνουν χώρα τα περιστατικά των ποιημάτων και σύμφωνα με το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται από τους σύγχρονους σχετικά ερευνητές της καβαφικής ποιητικής ως ψευδοϊστορικά, ιστορικοφανή και ιστοριογενή. Τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα ιστορικά του ποιήματα επισήμανε ο ίδιος ο ποιητής, χωρίς όμως να τους δώσει ιδιαίτερη ονομασία. Εισηγητής του όρου «ψευδοϊστορικό» είναι ο Σεφέρης για να διαχωρίσει με αυτόν τα ποιήματα που χρησιμοποιούν το ιστορικό υλικό μεταφορικά, αλληγορικά δημιουργώντας ψεύτικες ιστορίες. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος με τη σειρά του εισηγήθηκε τον όρο «ιστορικοφανή». Εκεί εντάσσει τα ιστορικά ποιήματα, των οποίων τα φανταστικά πρόσωπα εμπλέκονται σε ιστορικό πλαίσιο που επενδύει την πλοκή. Ο Μιχάλης Πιερής θεώρησε αναγκαίο τον όρο «ιστοριογενή» για τα ποιήματα που γεννήθηκαν από άμεσο ιστορικό υλικό.
Τέλος τα ερωτικά ή αισθησιακά ποιήματα του ηδονικού κύκλου του Καβάφη αποτελούν αναμνήσεις πραγματοποιημένων ή μη ερώτων εκφράζοντας τον ιδιότυπο ερωτισμό του, για τον οποίο έχουν τεθεί αρκετές αμφιβολίες.

Η μορφή

 
Η γλώσσα και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του Καβάφη ήταν ιδιόρρυθμες και πρωτοποριακές για την εποχή. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι:
  • ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης
  • εξαιρετικά λιτός λόγος, με ελάχιστα επίθετα (όσα υπάρχουν έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία, δεν είναι ποτέ συμβατικά, κοσμητικά επίθετα)
  • ουδέτερη γλώσσα, σχεδόν πεζολογική, μακριά από τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής. Η γλώσσα δεν αποκαλύπτει τα συναισθήματα
  • εξαιρετικά σύντομα ποιήματα
  • ιαμβικός ρυθμός αλλά τόσο επεξεργασμένος που συχνά είναι δύσκολο να διακριθεί
  • σχεδόν ολοκληρωτική απουσία ομοιοκαταληξίας
  • ιδιαίτερη σημασία στα σημεία στίξης: παίζουν ρόλο για το νόημα (πχ ειρωνεία) ή λειτουργούν ως οδηγίες απαγγελίας (πχ χαμήλωμα του τόνου της φωνής στις παρενθέσεις).
 


Ο ποιητής

Ο Καβάφης, όπως κάθε ποιητής, λειτουργεί κυρίως μέσω των συμβόλων. Η τέχνη του είναι η συγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν, και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για τα μελλούμενα. Είναι τέτοια η σχέση του με τη συλλογική ψυχή και τα περιεχόμενά της, που θεωρείται προδρομικός της σχέσης της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα με τη συλλογική συνείδηση.Ιδιαίτερο στοιχείο της τεχνικής του είναι μία σπάνιας υφής σκηνοθετική ικανότητα αντίστοιχη με αυτήν που συναντάει κανείς στον πεζογραφικό ή και θεατρικό λόγο. Άλλο ένα όμως χαρακτηριστικό του συμπληρωματικό του προαναφερόμενου είναι η τάση, μέσω του λόγου του, να υποδύεται περσόνες. Το εν λόγω χαρακτηριστικό δημιουργεί μια πολυεπίπεδη ποίηση αλλά και αινιγματικότητα μιας και είναι συχνά δυσδιάκριτο για τον αναγνώστη να αναγνωρίσει μέσω τίνος προσώπου μιλάει ο ίδιος ο ποιητής και με ποιο ταυτίζεται. Η συμβολιστική του τάση είναι έντονη και συνδυάζεται με λόγο λιτό αλλά διαχρονικά επίκαιρο. Η ειρωνική διάθεση, αυτό που αποκλήθηκε καβαφική ειρωνεία συνδυάζεται με την τραγικότητα της πραγματικότητας, για να καταστεί κοινωνικά διδακτική και οι ηδονιστικοί του προσανατολισμοί ανακατεύονται με κοινωνικές επισημάνσεις. Αναμφίβολα δεν είναι εύκολο να οριοθετήσει κανείς ξεκάθαρα σε θεματικούς κύκλους την ποιητική του Καβάφη. Η ιστορία ανακατεύεται με τις αισθήσεις και το στοχασμό σε μια ενιαία οντότητα, αυτήν πιθανώς που ο ίδιος ο Καβάφης προσδιορίζει ως «ενιαίο καβαφικό κύκλο», αλλά σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, στον αμέσως επόμενο στίχο, η εναλλαγή δικαιώνει όσους χαρακτήρισαν την καβαφική ποίηση πρωτεϊκή.


Στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό ο Kαβάφης έγινε γνωστός με το ιστορικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου στα Παναθήναια (1903), ενώ στο αγγλόφωνο κοινό τον πρωτοσύστησε (1919) ο Aγγλος μυθιστοριογράφος και φίλος του, E. M. Φόρστερ. Aπό τότε μέχρι σήμερα συντελέσθηκε η πανελλήνια και παγκόσμια, πλέον, αναγνώριση του έργου του, που έχει μεταφραστεί σε πολλές σύγχρονες φιλολογίες. Έμπρακτη εξάλλου αναγνώριση αποτελεί και το ότι ο μεγάλος ομότεχνός του, ο Μπέρτολτ Mπρεχτ, έγραψε και δημοσίευσε στα 1953 ένα ποίημα που ολοφάνερη πηγή του έχει τους καβαφικούς "Tρώες" (το παραθέτω στην "καβαφική" μετάφραση του Γ.Π. Σαββίδη):

ΔIABAZONTAΣ ENAN OΨIMO EΛΛHNA ΠOIHTH

Στες μέρες όπου η πτώσις των ήταν βεβαία
-στα τείχη επάνω είχεν ήδη αρχίσει ο θρήνος-
κομμάτι κατόρθωσαν οι Tρώες να μπαλώσουν, κομμάτι
τες τριπλές ξύλινες πύλες, κομμάτι.
Kαι άρχισαν να έχουν θάρρος και καλές ελπίδες.

Ώστε και οι Tρώες, λοιπόν.



Eντέλει δεν είναι υπερβολή, αν πούμε ότι ο άνθρωπος που αρχικά φιλοδόξησε να γίνει ο αναγνωρισμένος ή ο καλύτερος ποιητής της ελληνικής παροικίας στην Aλεξάνδρεια, μεταθανάτια έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς ευρωπαίους ποιητές του 20ού αιώνα.
                                               


Ποίημα του Κ.Π. Καβάφη σε τοίχο κτηρίου, στην πόλη Λέιντεν της Ολλανδίας




Κεριά
                                                         
 
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.



Η Πόλις
                                                      
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.




 Απ’τες   Eννιά
                                                                                                                                                                                      
Καβάφης Κ. Π.
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.



Τρώες
Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.—


Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.



Απολείπειν ο θεός Aντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.





Ο Σον Κόνερι απαγγέλει την Ιθάκη του Καβάφη  



 

 

 


 



Κων/νος Καβάφης

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ΙΑΝΝΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ

                                                                    Ιάννης Ξενάκης

 
Ο Ιάννης Ξενάκης (29 Μαΐου 19224 Φεβρουαρίου 2001) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες και αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα, διεθνώς γνωστός ως «Iannis Xenakis». Οι πρωτοποριακές συνθετικές μέθοδοι που ανέπτυξε συσχέτιζαν τη μουσική και την αρχιτεκτονική με τα μαθηματικά και τη φυσική, μέσω της χρήσης μοντέλων από τη θεωρία των συνόλων, τη θεωρία των πιθανοτήτων, τη θερμοδυναμική, τη Χρυσή Τομή, την ακολουθία Φιμπονάτσι κ.ά. Παράλληλα, οι φιλοσοφικές του ιδέες για τη μουσική έθεσαν καίρια το αίτημα για ενότητα φιλοσοφίας, επιστήμης και τέχνης, συμβάλλοντας στο γενικότερο προβληματισμό για την κρίση της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής των δεκαετιών του 1950 και 1960.
 
 
 
 
Το μουσικό του έργο
Ο Ξενάκης χρησιμοποίησε ως βάση για τις περισσότερες συνθέσεις του µαθηµατικά µοντέλα, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί «νεοπυθαγόρειος». Στο γενικότερο πλαίσιο της κρίσης της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής μουσικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επεδίωξε να ξεφύγει από το αδιέξοδο στο οποίο θεωρούσε ότι είχε οδηγήσει η σειραϊκή και μετασειραϊκή μουσική. Σε αντίθεση όμως με άλλους Ευρωπαίους και Αμερικανούς συνθέτες που απέρριψαν ολοκληρωτικά την μουσική πρωτοπορία και στράφηκαν σε έναν μουσικό μεταμοντερνισμό, επιστρέφοντας εν μέρει ή ολοκληρωτικά στην τονικότητα, αναμιγνύοντας παλιά και νέα ύφη, «σοβαρή» και «δημοφιλή» μουσική κ.ά, ο Ξενάκης παρέμεινε ουσιαστικά πρωτοπόρος, πιστός στους στόχους που έθεσε από την αρχή. Όμως, ακόμα και οι συνθέτες που συνέχισαν να γράφουν πρωτοποριακή μουσική μετά το 1960 (με κύριο πόλο τον Πιερ Μπουλέζ στη Γαλλία) τον απομόνωσαν αρχικά, στερώντας του ακόμα και κρατικές επιχορηγήσεις. Ο Ξενάκης απέκτησε φανατικούς θαυμαστές αλλά και επικριτές, με επιχειρήματα τον φορμαλισμό και την στασιμότητα της μουσικής του μετά το 1970, αλλά και την υπερβολική δεξιοτεχνία που απαιτούσε από τους εκτελεστές.
 
 
Στοχαστική μουσική και μαθηματικοί νόμοι
Ο όρος «στοχαστικός» γοήτευσε τον Ξενάκη λόγω της διττής σημασίας του, φιλοσοφικής και μαθηματικής. Από φιλοσοφική άποψη συνδέεται με τον φιλοσοφικό «στοχασμό», ενώ στα μαθηματικά συνδέεται με την θεωρία των πιθανοτήτων και τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ελβετός Ζακ Μπερνούλι, αναφερόμενος στη συμπεριφορά φαινομένων «μεγάλων αριθμών». Η θεωρία των «μεγάλων αριθμών», όπως αναπτύχθηκε από μεταγενέστερους επιστήμονες, εξηγεί – με απλά λόγια – ότι όσο πιο πολλά είναι κάποια φαινόμενα, τόσο περισσότερο τείνουν σε κάποιο συγκεκριμένο στόχο. Με αυτό το σκεπτικό, ο Ξενάκης κατευθύνθηκε σε μία «τυποποίηση» της μουσικής, με τη μαθηματική έννοια του όρου, εισάγοντας τον όρο «στοχαστική μουσική».
Με τον όρο αυτό εννοούσε σε γενικές γραμμές τη μεταφορά στη μουσική των μαθηματικών θεωριών που σχετίζονται με τους νόμους των πιθανοτήτων, αλλά και άλλων μαθηματικών «νόμων» που περιγράφουν μαζικά φαινόμενα. Έτσι το ηχητικό υλικό διαμορφώνεται με στατικούς μέσους όρους «προς ένα στόχο» και εισάγεται το τυχαίο στη μουσική, όχι όμως με τον τρόπο που το έκαναν άλλοι συνθέτες εκείνη την εποχή (όπως ο Αμερικανός Τζον Κέιτζ), αλλά με βάση τη θεωρία των πιθανοτήτων και τους νόμους της στατιστικής. Τις θεωρίες του αυτές αρχίζει να τις σχηματοποιεί δημοσιεύοντας σε συνέχειες το κείμενό του “Elements de musique stochastique”, τo οποίo συμπεριέλαβε τελικά μαζί με τη θεωρία του για την «μαρκοβιανή στοχαστική μουσική» στο βιβλίο του Musiques Formelles, το 1962, το οποίο κυκλοφόρησε και σε αναθεωρημένη αγγλική έκδοση το 1971. Έμπνευσή του, όπως αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του, ήταν τα μαζικά φαινόμενα όπως οι διαδηλώσεις που έζησε ως αντιστασιακός: «Ο καθένας μας έχει παρατηρήσει το ηχητικό φαινόμενο ενός πλήθους εκατοντάδων ή χιλιάδων ανθρώπων σε μια πολιτική διαδήλωση. Το ανθρώπινο ποτάμι φωνάζει ένα σύνθημα με έναν ομοιόμορφο ρυθμό. Τότε, ένα άλλο σύνθημα ξεκινά από την κεφαλή της διαδήλωσης και εξαπλώνεται προς την ουρά αντικαθιστώντας το πρώτο […] Τότε οι διαδηλωτές και ο εχθρός συγκρούονται. Ο τέλειος ρυθμός διασπάται σε ένα τεράστιο ορμαθό χαοτικών ήχων, ο οποίος επίσης εξαπλώνεται στην ουρά […] Οι στατιστικοί νόμοι των γεγονότων αυτών, απομονωμένοι από το πολιτικό και ηθικό τους πλαίσιο, είναι οι νόμοι της μετάβασης από την απόλυτη τάξη στην απόλυτη αταξία με έναν συνεχή ή εκρηκτικό τρόπο. Είναι στοχαστικοί νόμοι».
Με αυτή τη λογική, ο Ξενάκης κατασκευάζει συνολικά ηχητικά συμβάντα , τα οποία αποτελούνται από ένα μεγάλο πλήθος μεμονωμένων ήχων, με βάση τους στοχαστικούς νόμους. Συνθέτει έναν κύκλο έργων το 1962, τα οποία αριθμεί με τα αρχικά ST (ΣΤ, από το «Στοχαστικά»). Τα προηγούμενα έργα του τα κατέταξε στην κατηγορία της «ελεύθερης στοχαστικής μουσικής». Ως μεμονωμένα γεγονότα ενός μαζικού φαινομένου, που ορίζεται από στοχαστικούς νόμους, μπορούν να θεωρηθούν μοτίβα, ομάδες οργάνων, ηχοχρώματα, μορφολογικές δομές κ.ά. Για τους σχετικούς υπολογισμούς ο Ξενάκης άρχισε να χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό υπολογιστή, κάτι που εντυπωσίασε ως πρωτοποριακό γεγονός για την εποχή. Η «μαρκοβιανή στοχαστική μουσική» σχετίζεται με τη θεωρία περί «στοχαστικών διαδικασιών» του μαθηματικού Αντρέι Μαρκόφ, γνωστή με το όνομα «μαρκοβιανές αλυσίδες».
Ο Ξενάκης εφαρμόζει ακόμα ένα πλήθος από μαθηματικές θεωρίες στο έργο του, όπως:

  • Η θεωρία των συνόλων, όπως την εφάρμοσε στο έργο του Έρμα για πιάνο. Όλη η έκταση του πιάνου θεωρείται ως σύνολο Α με τρία υποσύνολα, με αποτέλεσμα να προκύπτει ποικιλία ακουσμάτων
  • Η θεωρία των παιγνίων. Στα έργα που εφαρμόζει τη θεωρία αυτή (Duel και Στρατηγική), υπάρχουν δύο μαέστροι που αντιδρούν ο ένας στις επιλογές του άλλου. Είναι τα μόνα έργα του Ξενάκη στα οποία υπάρχει το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού.
  • Η Άλγεβρα Μπουλ, σε συνδυασμό με τη θεωρία των συνόλων. Η θεωρία αυτή χρησιμοποιείται στα έργα Έρμα και Εόντα και ονομάζεται από τον Ξενάκη «Συμβολική μουσική».
  • Φόρμες οργανικής εξέλιξης - δενδροειδείς διακλαδώσεις, όπως αυτές εφαρμόστηκαν στα έργα Eυρυάλη (για πιάνο) και Eρίχθων (κοντσέρτο για πιάνο).
Ανάμεσα στις θεωρίες, τις οποίες χρησιμοποίησε ο Ξενάκης περιλαμβάνονται: Ο τύπος του Πουασόν (για τις πυκνότητες των ηχητικών στοιχείων), η κινητική θεωρία των αερίων και ο νόμος των Μάξγουελ-Μπόλτσμαν-Γκάους (για τις κλίσεις των glissandi), η έννοια της χρυσής τοµής και η ακολουθία Φιμπονάτσι (για τις μορφολογικές σχέσεις «εντός χρόνου»), οι νόμοι των συνεχών πιθανοτήτων (για διάρκειες, εντάσεις και άλλες μουσικές παραμέτρους «εκτός χρόνου»), αλγοριθµικές διαδικασίες, κίνηση Mπράουν κ.ά. Στο πλαίσιο αυτό ασχολήθηκε και με την ηλεκτρονική μουσική (συγκεκριμένη μουσική, musique concrète), αλλά σε ελάχιστα έργα του.



« Οι πόλεις είναι μονότονες, χωρίς ταυτότητα, δεν ανακλούν το θαύμα της ανθρώπινης ψυχής. Κάθε άλλο...» Μέσα στη μικρή θα έλεγε κανείς πορεία του Ξενάκη στην αρχιτεκτονική, πρόλαβε και μίλησε για μερικές ιδέες που αφορούν την πολεοδομία και τις σύγχρονες πόλεις. Οι προτάσεις του πάνω στο θέμα αυτό θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως ουτοπικές, οι σκέψεις όμως που τον οδήγησαν εκεί, κάθε άλλο παρά ουτοπικές δεν ήταν. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα καίρια για την εποχή του προβλήματα της πολεοδομίας είναι και πάλι αντισυμβατικός. Την εποχή όπου οι ασφυκτικές μεγαλουπόλεις έχουν οδηγήσει τους περισσότερους να μιλάνε για αποκέντρωση, ο Ξενάκης μιλάει για τον μύθο της αποκέντρωσης και την φυσική τάση του ανθρώπου για συγκέντρωση. Υποστηρίζει ότι η συγκέντρωση φέρνει την πρόοδο, κάτι το οποίο στηρίζει και μέσω των μαθηματικών με βάση τα οποία λέει ότι σύμφωνα με τον νόμο των μεγάλων αριθμών η εμφάνιση εξαιρετικών συμβάντων είναι απίθανη σε μικρότερους πληθυσμούς. Φτάνει να υποστηρίζει την ανάγκη μεγάλων πληθυσμιακών συγκεντρώσεων, την πλήρη ανεξαρτησία από το έδαφος και το τοπίο, πόλεις κατακόρυφες μέχρι του ύψους των τριών χιλιάδων μέτρων, μιλάει για ανεμπόδιστη θέα ακόμη και πάνω από τα σύννεφα, κατανομή των κατοίκων προς μια πλήρη ετερογένεια η οποία καθιστά την πόλη ζωντανή, μιλάει για τεχνολογικές καινοτομίες: κλιματικά ρυθμιζόμενες πόλεις, με υπερταχής κατακόρυφες επικοινωνίες που θα φτάνουν και τα 200 χλμ. την ώρα, με συστήματα ανακύκλωσης κλπ, αναφέρει όρους όπως εσωτερική νομαδικότητα και εναλλάξιμους χώρους...μια “κινητική αρχιτεκτονική”.