Ο Λιαντίνης για τον Καρυωτάκη
Λιαντίνης και Καρυωτάκης. Δυο άνθρωποι που δεν έζησαν στον ίδιο χρόνο. Τι μ' αυτό; Κατάφεραν να συναντηθούν και να συνομιλήσουν σε μια άλλη διάσταση, σε εκείνη που ορίζει η ποίηση, η αληθινή ποίηση, και ο ιδιαίτερος κόσμος που ζουν οι ποιητές.
Επί της ουσίας βέβαια ο Καρυωτάκης ως προγενέστερος δε γνώριζε το Λιαντίνη ούτε κατ΄όνομα ενώ ο Λιαντίνης και γνώριζε τον Καρυωτάκη και αρκετές αναφορές έκανε στο έργο του για εκείνον και φυσικά και για την αυτοκτονία του.
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από παλαιότερη συζήτηση στο forum HOMA EDUCANDUS με τίτλο: Λιαντίνης: "Κάθαρσις" - Καρυωτάκης
____________
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ (σελ. 62 - 63)
"Πέμπτο δείγμα πως η γνήσια ποίηση είναι καθαρά πολιτική, λαβαίνω ένα κείμενο του Καρυωτάκη. Είναι το Κάθαρσις.
Γραμμένη λίγο προτού πεθάνει ο ποιητής, η Κάθαρσις είναι καθαρή, όσο και η αυτοκτονία του. Που η αυτοκτονία του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα λειτούργησε σαν καθαρμός για όλους τους ποιητές και ολόκληρη την ποίηση της εποχής του.
Η Κάθαρσις είναι ένα σύντομο κείμενο, που γράφτηκε στα 1928 και περιγράφει την πολιτική ζωή της Ελλάδας εξήντα χρόνους αργότερα. Το κείμενο αυτό δίνει μια πρωθύστερη αναπαράσταση της πολιτικής αθλιότητας του σήμερα με πιστότητα ανατριχιαστική.
Ποιος Έλληνας στις μέρες μας από τα λυκόπουλα της Κυριακής ως τους κρονόληρους και τους τριγέροντες, δεν έχει ακούσει τη λέξη «κάθαρση» ;
Με αφορμή έναν αλήτη του σκοινιού και της φούρκας· ένα κάθαρμα της πολιτείας, όπως θα έλεγε ο Πλάτων, που αν αλλάξεις το πέμπτο γράμμα στο όνομά του θα διαβάσεις τη λέξη σκατάς· και με υπόδικους μία κυβέρνηση, μία αντιπολίτευση, μία δικαιοσύνη, και ολόκληρο τον ημερήσιο τύπο και το κύκλωμα ενημέρωσης, τρία χρόνια τώρα μέρα και νύχτα η λέξη κάθαρση λερώνει τα αυτιά και τα μάτια μας.
Όσο πιο πολύ την ακούμε, τόσο πιο βαθιά βεβαιώνεται μέσα μας το αληθινό της όνομα: ακαθαρσία, βορβορυγμός και βόρβορος.
Εξοδεύτηκαν μια Πρέσπα μελάνι και κορμοί δέντρα χαρτί ένα δάσος για τη λέξη αυτή. Και χαθήκανε εκατομμύρια ανθρωποώρες εργασίας. Τόσο, που αν είχε χρησιμοποιηθεί γόνιμα ο χρόνος αυτός από τους έλληνες, θα είχαμε σκάψει το μετρό της Αθήνας, και θα είχαμε διώξει το νέφος.
Εt tamen. Όσο γνωρίζω, αυτά τα τρία χρόνια ούτε μια φορά δεν ακούστηκε η Κάθαρσις του Καρυωτάκη. Το λιτό αυτό κείμενο, που πριν εξήντα χρόνια ζωγράφισε πιστά την απολίθωση και την ενανθράκωση της πολιτικής μας ζωής και συνείδησης σήμερα.
Διαβασμένο έγκαιρα και σωστά το Κάθαρσις του Καρυωτάκη, θα είχε προφτάσει να κάμει άχρηστες τα δύο εκατομμύρια σελίδες και βιντεοκασέτες που γράφτηκαν για την κάθαρση από το πήλινο μυαλό και το ξύλινο χέρι μας.
Τόσο δραστικό είναι το πολιτικό βεληνεκές της αληθινής ποίησης. Μια σελίδα ποίηση είναι ίσον ή μεγαλύτερο από μια βιβλιοθήκη φλυαρίες.
Ιδού το κείμενο :KAΘΑΡΣΙΣ
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ – παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ «κύριε Άλφα».
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα’χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά : «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα…»
Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω «Δούλος σας, κύριέ μου».
Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν από λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ…»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασαν τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα²…"
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα’χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά : «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα…»
Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω «Δούλος σας, κύριέ μου».
Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν από λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ…»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασαν τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα²…"
- Κτείνειν ως νόσον πόλεως = να τον σκοτώνουν σα να’τανε κάθαρμα της πολιτείας. Πλάτ., Πρωταγ. 322d
- Μετά το «Με ήβρε η νύχτα…» το χειρόγραφο του Καρυωτάκη είχε ακόμη τη φράση «κι ο θάνατος» Βλ. την έκδοση του Γ.Π.Σαββίδη 2, 231
___________
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ HOMO EDUCANDUS ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ (σελ. 24 - 26)
Η ΗΘΙΚΗ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ
Η ηθική υποκρισία είναι η συνέπεια της οντολογικής απάτης στο επίπεδο της πράξης. Εάν το σχήμα της θεωρίας μας δεν συμπίπτει με τους τύπους της αλήθειας, αναγκαία και ο τρόπος της συμπεριφοράς μας δεν θα συμφωνεί με τα αιτήματα της αρετής.
Όταν σήμερα μιλάμε για υποκρισία, η αναφορά μας γίνεται σε κάτι τόσο αυτονόητο, όσο και ο αέρας που αναπνέουμε. Το συνήθισε το αίμα μας το καυσαέριο.
Όλες οι σκέψεις μας, όλες οι λέξεις μας και οι πράξεις μας είναι κίβδηλες ως το τελευταίο τους κύτταρο.
Γεννιόμαστε μέσα στην υποκρισία, μεγαλώνουμε μαζί της, την σπουδάζουμε με ζήλο, την διδάσκουμε με φανατισμό. Και όταν πεθαίνουμε, την αφήνουμε τρίτη Διαθήκη στα παιδιά μας.
Η υποκρισία μας σκεπάζει, όπως τα περιζώματα τα κρυφά μας μέρη. Μας προστατεύει, όπως η νύχτα τις νυχτερίδες. Μας δυναστεύει και μας βολεύει, όπως οι πάγοι τις πολικές αρκούδες.
Αν ξεφύγουμε λίγο από την προστασία της, κινδυνεύουμε είτε να βρεθούμε κατεργαραίοι του νόμου, είτε αφορεσμένοι από τις εκκλησίες, είτε πελάτες των ψυχιατρείων. Ριντίκολα σαν το Θεόφιλο στην Πορταριά. Ή αυτόχειρες, σαν το Συκουτρή στον Ακροκόρινθο.
Συλλογίζομαι, συνειρμικά, ότι όλη εκείνη η ανθοδέσμη των γοερών θανάτων που συνταιριάζει ο Καρυωτάκης στην "Πρέβεζα", δεν είναι άλλο παρά μια ενδεικτική ονοματολογία της υποκρισίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι βάζει το νόμο να πηγαίνει χέρι χέρι με την αγωγή:
Θάνατος ο αστυνόμος πού διπλώνει,
για νά ζυγίσει, μιά «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τά ζουμπούλια στό μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος μέ τήν εφημερίδα.
για νά ζυγίσει, μιά «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τά ζουμπούλια στό μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος μέ τήν εφημερίδα.
Τον ίδιο θάνατο σε κύκλους πλατύτερους, όσο πιο πλατύς μπορεί να 'ναι ο απόηχος που άφησαν στην πανανθρώπινη συνείδηση τα κανόνια της Ευρώπης σε σύγκριση με τα ελληνικά λιανοντούφεκα, περιγράφει η τεφρή συνείδηση του Έλλιοτ:
Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που λάμπουν με τη δόξα του τροχίλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που κάθουνται στο στάβλο της ικανοποίησης, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση του ζώου, σημαίνοντας
Θάνατο.
Θάνατο
Αυτοί που λάμπουν με τη δόξα του τροχίλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που κάθουνται στο στάβλο της ικανοποίησης, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση του ζώου, σημαίνοντας
Θάνατο.
Αν μας γεννιέται η απορία ότι την υποκρισία, πανταχού παρούσα τριγύρω μας, δεν τη βλέπουμε πουθενά, είναι γιατί μας λείπει παντελώς το αντικείμενο της παραβολής και το μέτρο της σύγκρισης.
Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πώς να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;Εκείνος που δεν βγήκε ποτέ του από το γηροκομείο, είναι φυσικό να μη φαντάζεται ότι στους δρόμους κυκλοφορούς ωραίοι έφηβοι και τρυφερά κορίτσια.
Η κλασσική Ελλάδα που είχε μια σκέψη φωτεινή σαν το άστρο της αυγής δεν έφτασε να διανοηθεί ότι η γη κινείται. Γιατί την ταχύτητα του πλανήτη μας την έπαιρνε για ακινησία, επειδή ζούσε μέσα στην κίνηση. Παρόμοια ακριβώς, την ψευτιά μας την παίρνουμε για αλήθεια, επειδή ζούμε μέσα στην ψευτιά.
Στο μύθο των ελλήνων για τη διπλή μορφή της Ελένης δεν συμβολίζεται μόνο η οντολογική - η πλάνη -, αλλά και η ηθική - η υποκρισία - πλευρά του προβλήματος.
Αν οι έλληνες πολέμησαν δέκα χρόνους για κάτι που δεν υπήρχε εκεί που το ζητούσαν, κάποιος θεός ή ποιητής, τους έβγαλε από την πλάνη τους.
Εμείς όμως, οι σύγχρονοι πολυμήχανοι Σίσυφοι - και δεν εννοώ το Σίσυφο τιμωρούμενο στον Άδη, αλλά εκείνον το ζωντανό και τετραπέρατο πανούργο που κατάφερε να ρίξει στα δεσμά ακόμη και το Θάνατο - τόσους αιώνες τώρα γιατί αγωνιζόμαστε;
Το γεγονός ότι ο τελικός απολογισμός του αγώνα μας παίρνει τη συγκεκριμένη μορφή των πυρηνικών όπλων, που τα κυττάζουμε με την απάθεια του ματιού της δαμάλας, πολύ φοβάμαι ότι, από άλλο δρόμο έρχεται να βεβαιώσει τη φριχτή υποψία: πως ενώ νομίζουμε ότι αγωνιζόμαστε για τη ζωή, στην πραγματικότητα κατασκευάζουμε το μεγάλο μας θάνατο.
Τι λογής στηρίγματα έχουμε σήμερα να περιμένουμε από τα πήλινα πόδια μας; Τι λογής συνεννόηση από τη γλώσσα μας, που βατταρίζει με την πολυφωνία της Βαβέλ; Και ποιες καλές ελπίδες από τη σοφία του νου μας;
Κυττάζουμε προς την αλλοτινή θέση του ανθρώπινου μυαλού, και βλέπουμε μια μυθική λειχήνα. Ένας στιλπνός μηχανισμός ανεβοκατεβαίνει και βουρλίζεται. Με εκατομμύρια καλώδια, και τόνους τρινιτροανισόλη.
Είναι βέβαιο ότι η αγωγή θα υποχρεωθεί, προτού τα είδωλα της υποκρισίας μας μας οδηγήσουν στο Ω, να αρχίσει το έργο της από το Α.
Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πώς να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;Εκείνος που δεν βγήκε ποτέ του από το γηροκομείο, είναι φυσικό να μη φαντάζεται ότι στους δρόμους κυκλοφορούς ωραίοι έφηβοι και τρυφερά κορίτσια.
Η κλασσική Ελλάδα που είχε μια σκέψη φωτεινή σαν το άστρο της αυγής δεν έφτασε να διανοηθεί ότι η γη κινείται. Γιατί την ταχύτητα του πλανήτη μας την έπαιρνε για ακινησία, επειδή ζούσε μέσα στην κίνηση. Παρόμοια ακριβώς, την ψευτιά μας την παίρνουμε για αλήθεια, επειδή ζούμε μέσα στην ψευτιά.
Στο μύθο των ελλήνων για τη διπλή μορφή της Ελένης δεν συμβολίζεται μόνο η οντολογική - η πλάνη -, αλλά και η ηθική - η υποκρισία - πλευρά του προβλήματος.
Αν οι έλληνες πολέμησαν δέκα χρόνους για κάτι που δεν υπήρχε εκεί που το ζητούσαν, κάποιος θεός ή ποιητής, τους έβγαλε από την πλάνη τους.
Εμείς όμως, οι σύγχρονοι πολυμήχανοι Σίσυφοι - και δεν εννοώ το Σίσυφο τιμωρούμενο στον Άδη, αλλά εκείνον το ζωντανό και τετραπέρατο πανούργο που κατάφερε να ρίξει στα δεσμά ακόμη και το Θάνατο - τόσους αιώνες τώρα γιατί αγωνιζόμαστε;
Το γεγονός ότι ο τελικός απολογισμός του αγώνα μας παίρνει τη συγκεκριμένη μορφή των πυρηνικών όπλων, που τα κυττάζουμε με την απάθεια του ματιού της δαμάλας, πολύ φοβάμαι ότι, από άλλο δρόμο έρχεται να βεβαιώσει τη φριχτή υποψία: πως ενώ νομίζουμε ότι αγωνιζόμαστε για τη ζωή, στην πραγματικότητα κατασκευάζουμε το μεγάλο μας θάνατο.
Τι λογής στηρίγματα έχουμε σήμερα να περιμένουμε από τα πήλινα πόδια μας; Τι λογής συνεννόηση από τη γλώσσα μας, που βατταρίζει με την πολυφωνία της Βαβέλ; Και ποιες καλές ελπίδες από τη σοφία του νου μας;
Κυττάζουμε προς την αλλοτινή θέση του ανθρώπινου μυαλού, και βλέπουμε μια μυθική λειχήνα. Ένας στιλπνός μηχανισμός ανεβοκατεβαίνει και βουρλίζεται. Με εκατομμύρια καλώδια, και τόνους τρινιτροανισόλη.
Είναι βέβαιο ότι η αγωγή θα υποχρεωθεί, προτού τα είδωλα της υποκρισίας μας μας οδηγήσουν στο Ω, να αρχίσει το έργο της από το Α.
___________
Θυμίζουμε ότι ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ του Λιαντίνη είναι το προτελευταίο βιβλίο του. Γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του '90, στην εποχή της "κάθαρσης" από όσα βρώμικα ήρθαν στη δημοσιότητα εκείνη την εποχή. Ο Λιαντίνης, έχοντας ως θέση του πως η γνήσια ποίηση είναι καθαρά πολιτική, δεν μπορούσε φυσικά να αδιαφορήσει για όλο αυτό το βόρβορο που έπνιγε την ανάσα του τόπου και του λαού του. Όμως ο Λιαντίνης δεν ήταν ένας από τους πολλούς που ευκαιριακά και επίκαιρα μόνο έσκυψε στο πρόβλημα αναζητώντας την πολυπόθητη Κάθαρση. Αρκετά χρόνια νωρίτερα, στο HOMO EDUCANDUS, γραμμένο σχεδόν μια δεκαετία νωρίτερα και όταν ακόμη η χώρα γλεντούσε την αλλαγή, ο Δημήτρης Λιαντίνης καυτηρίαζε την ΗΘΙΚΗ μας ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ και πάλι εκεί δανειζόταν τον λόγο του Καρυωτάκη. Όπως συχνά τον δανειζόταν και στις διδασκαλίες προς τους σπουδαστές του.
Φυσικά δεν είναι ο μόνος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο Λιαντίνη και τον Καρυωτάκη η Κάθαρση. Όλων ο νους αυτόματα συνδέει και την αυτοκτονία του Καρυωτάκη με τον αυτοθέλητο θάνατο του Λιαντίνη. Πόσο όμως κοινά είναι τα δύο αυτά γεγονότα; Στη συζήτηση που το αρχικό απόσπασμα από ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ πυροδότησε στις σελίδες του φόρουμ HOMA EDUCANDUS, ακούστηκαν πολλές απόψεις. Μπορείτε να τις διαβάσετε κάνοντας κλικ εδώ. Εμείς εδώ θα περιοριστούμε να μεταφέρουμε ένα ακόμη απόσπασμα από τον ίδιο το Λιαντίνη: (Από το κύκνειο άσμα του, τη ΓΚΕΜΜΑ, σελ. 240)
Ερωτώ: πόσοι ποιητές καταστρέψανε το άτομό τους χάριν του έργου τους; Ο ίδιος ο Σεφέρης τόλμησε να καταστρέψει το άτομό του χάριν του έργου του; Ο Σολωμός όμως, ο Κάλβος, ο Παπαδιαμάντης, ο Καβάφης κατάστρεψαν το άτομό τους χάριν του έργου τους. Το ακαριαίον του Καρυωτάκη αυτοί το ζήσανε ολοζωής. Μπουκιά, μπουκιά, και στάλα στάλα τους κατάπιε η λύπη και ο θάνατος.
__________________
- Η φωτογραφία είναι του Καρυωτάκη. Όπως δόθηκε στη δημοσιότητα αμέσως μετά την αυτοκτονία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου