“Ήταν όμορφος, μιας ομορφιάς όχι αγγελικής αλλά αρχαγγελικής… Το πρόσωπό του ήταν συμπαγές, καλοσχηματισμένο… τα μαλλιά του αρκετά μακριά και ριγμένα πίσω με τρόπο αριστοκρατικό. Το βλέμμα του παρέμενε απόκοσμο, ξένο ακόμα και στον εαυτό του, ελάχιστα ζωηρό, στο χρώμα του νεφρίτη”. 

ADRIENNE MONNIER
Εψόφαγα να τον γνωρίσω. Πήγαμε την μεθεπομένην. Συναντήθηκα με ένθεον πλάσμα. Αισθανόμουνα όπως θα αισθάνετο ένας αρχαίος Ελλην, αν συναντούσε τον Απόλλωνα. Ηταν ένας άλλος κόσμος. Επικοινωνούσα πέραν του ορίζοντος, με την καθολικότητα του σύμπαντος.
Επραγματοποιείτο ανυπαρξία των οριζόντων σαν φράγμα, που δημιουργεί η κυκλικότητα της Γης και, σα να μετείχαμε όλων αυτών, εις βάθος, ύψος και πλάτος. Καθημερινώς εις την Πλας Μπλανς, ο Τανγκύ, ο Περέ, ο Ελυάρ. Προσωπικώς είχα ιδιαίτερην επικοινωνία και σύνδεσμον ειδικά με τον Μπρετόν. Στην Πλας Μπλανς συναντώμεθα και συζητούσαμε για την υπερρεαλιστική κίνηση, για τις απόψεις της ομάδας, για την εξάπλωσή τους, για τα μέσα απελευθέρωσης του καθενός από μας και του ανθρώπου γενικώς από την κοινωνική ψευτιά και την αδικία. Συζητούσαμε για τον Χαίγκελ, τον Μαρξ, τον Εγκελς, τον Φρόυντ”.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ (1967)

“Ωστόσο το ατσάλινο βλέμμα του, το υπεροπτικό του χείλος, πρόδιδαν ένα πρόσωπο πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι φανέρωνε η γαλήνια όψη και μια κάποια αδεξιότητα των χεριών του, αρκετά χωριάτικα για να μην κακοφαίνονται, όσο να ’ναι, στα κορίτσια. Από τη στιγμή όμως που πίσω από τον άχρωμο διαβάτη διέκρινες έναν άλλον άνθρωπο, σάστιζες με τη μιμική του: ένας μορφασμός, το παρατεταμένο τρεμόπαιγμα των βλεφάρων· κοιτώντας προσεκτικά, παρατηρούσες πώς πλησίαζε τις σφιγμένες γροθιές, ένα αδιόρατο χαμόγελο που πλανιόταν κι έκανε την κάτω οδοντοστοιχία να δαγκώνει την επάνω…”

LOUIS ARAGON (1920)
ANDRE BRETON 
(1896 – 1966)
Γεννήθηκε στη Νορμανδία. Σπούδασε Ιατρική και Ψυχιατρική στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μυείται στο έργο του Σίγκμουντ Φρόυντ, συναντά τον συγγραφέα Ζακ Βασσέ και τον Λουί Αραγκόν. Συνδέεται φιλικά με τον μεγάλο ποιητή Γκιγιόμ Απολλιναίρ και με τους νεαρούς ποιητές Πολ Ελιάρ και Φιλίπ Σουπώ, με τους οποίους συγκροτεί τον πυρήνα του Υπερρεαλισμού.
Το 1919 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή “Ενεχυροδανειστήριο”. Παράλληλα, ξεκινά μαζί με τους Λουί Αραγκόν και Φιλίπ Σουπώ, τη λογοτεχνική επιθεώρηση Litterature.
Σε συνεργασία με τον Σουπώ συνθέτει μια σειρά από κείμενα (πεζά, ποιήματα, αφορισμοί) χρησιμοποιώντας την μέθοδο της αυτόματης γραφής, τα οποία αποτέλεσαν το βιβλίο Champs Magnetiques (Τα Μαγνητικά Πεδία). 
Το έργο αυτό, αποτέλεσε ένα πρώτο δείγμα αυτού που αργότερα ονόμασε ο ίδιος “γνήσιος ψυχικός αυτοματισμός” αναφερόμενος στο κίνημα του Υπερρεαλισμού και προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις παρατηρήσεις του, ως ασκούμενος γιατρός, πάνω στη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι τρόφιμοι των ψυχιατρικών κλινικών.
“Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση” 
“Η λησμονιά είναι η πιο φλογερή λαχτάρα”
Τριστάν Τζαρά, Πολ Ελιάρ, Αντρέ Μπρετόν, Χανς Αρπ, Σαλβατόρ Νταλί, Ιβ Τανγκί, Μαξ Ερνστ, Ρενέ Κρεβέλ, Μαν Ρέι

Την περίοδο 1919-1921 συμμετέχει στις αρχικές εκδηλώσεις του κινήματος του ντανταϊσμού στο Παρίσι, τον οποίο όμως αποκηρύσσει δημόσια με δημοσίευση στο περιοδικό Litterature τον Απρίλιο του 1922.
Οργανώνει την πρώτη υπερρεαλιστική ομάδα και τον Οκτώβριο του 1924 κυκλοφορεί το Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του κινήματος, το οποίο σηματοδότησε την έναρξη του ως οργανωμένο καλλιτεχνικό κίνημα στη βάση συγκεκριμένων θεωρητικών αρχών.
“ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, όνομα ουσιαστικό. Γνήσιος ψυχικός αυτοματισμός, με τον οποίο εκφράζει κανείς γραπτά, είτε προφορικά, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, την αληθινή λειτουργία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης χωρίς κανένα λογικό έλεγχο, πέρα από κάθε αισθητική ή ηθική έννοια.”
(Ορισμός του υπερρεαλισμού από το Πρώτο Μανιφέστο του Breton σε μετάφραση Ανδρέα Εμπειρίκου)
Το Δεκέμβριο του 1924 ο Μπρετόν ιδρύει άλλο ένα λογοτεχνικό περιοδικό της υπερρεαλιστικής ομάδας, υπό τον τίτλο “La Revolution Surrealiste” (Η Υπερρεαλιστική Επανάσταση).
Μέλημα και αποστολή “η εδραίωση της αλήθειας στον κόσμο”. 
“Η επανάσταση μόνη δημιουργός του φωτός”, θα γράψει στο συγκλονιστικό του κείμενο Αρκάνα 17. “Κι αυτό το φως μπορεί να αναγνωρίσει μόνο τρεις δρόμους: την ποίηση, την ελευθερία, και τον έρωτα, και πρέπει να εμπνέουν τον ίδιο ζήλο και να συγκλίνουν, ώστε να συγκροτήσουν το ίδιο περίγραμμα της αιώνιας νεότητος, στο πιο μυστικό κι αφώτιστο σημείο της καρδιάς του ανθρώπου. […] Ναι, αυτό είναι το εγχείρημά μας. Το Όνειρο και η Επανάσταση είναι φτιαγμένα για να συμμαχήσουν, όχι για να αποκλείσουν το ένα το άλλο. Να ονειρεύεσαι την Επανάσταση δεν σημαίνει ‘ότι την αποποιείσαι, αλλά ότι την κάνεις διπλά και δίχως νοητικές επιφυλάξεις”.
Τον Ιανουάριο του 1927 προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, μία απόφαση που ταυτιζόταν με την γενικότερη ανάγκη σύνδεσης του υπερρεαλιστικού κινήματος με κοινωνική και πολιτική δράση.
Το 1928 κυκλοφόρησε το βιβλίο του “Ο Υπερρεαλισμός και η Ζωγραφική”, ένα από τα πιο σημαντικά θεωρητικά κείμενα για την υπερρεαλιστική ζωγραφική. Περιλάμβανε δοκίμια του Μπρετόν για τη ζωγραφική αλλά και κείμενα για πολλούς υπερρεαλιστές καλλιτέχνες, έργο που το εμπλούτιζε με πρόσθετα κείμενα μέχρι το 1965.
ο Αντρέ Μπρετόν στο εργαστήριο του το 1958
Τον Ιούλιο του 1930, ίδρυσε το νέο περιοδικό του υπερρεαλισμού “Ο Υπερρεαλισμός στην υπηρεσία της Επανάστασης”, με κύριο στόχο την σύνδεση του ποιητικού έργου με την πολιτική. Οι συνθήκες που οδήγησαν στη ρήξη του με το Κομμουνιστικό Κόμμα περιήλθαν και στο βιβλίο “Πολιτική θέση του Υπερρεαλισμού”, που εκδόθηκε το Νοέμβριο του 1935.
Τον Φεβρουάριο του 1934, υπέγραψε μαζί με άλλες προσωπικότητες, την διακήρυξη με τίτλο “Appel a la lutte” (Κάλεσμα σε Αγώνα), μέσα από την οποία καλούνταν όλοι οι διανοούμενοι σε ένα κοινό σχέδιο δράσης ενάντια στον ανερχόμενο φασισμό στην Ευρώπη.
“Πάνω απ’ όλα ήμασταν απασχολημένοι με μιαν εκστρατεία συστηματικής άρνησης, απελπισμένοι απ’ τις συνθήκες κάτω από τις οποίες σε μια τέτοια ηλικία έπρεπε να ζήσουμε. Η άρνησή μας ωστόσο δεν σταμάτησε εκεί. Ήταν αχόρταγη και δεν γνώριζε περιορισμούς. 
Εκτός από την απίστευτη ηλιθιότητα των επιχειρημάτων που προσπαθούσαν να νομιμοποιήσουν τη συμμετοχή μας σε μιαν υπόθεση όπως ο πόλεμος, που η εξέλιξή του μας άφηνε αδιάφορους, η άρνηση αυτή κατευθυνόταν – και έχοντας ανατραφεί σε ένα τέτοιο σχολείο, δεν είμαστε τώρα ικανοί να αλλάξουμε ώστε να μην κατευθύνεται πια – εναντίον όλων των διανοητικών, ηθικών και κοινωνικών υποχρεώσεων που συνεχώς και απ’ όλες τις μεριές συσσωρεύονται στον άνθρωπο και τον συντρίβουν. 
Από τη διανοητική άποψη ήταν ο χυδαίος ορθολογισμός και η ‘τετράγωνη’ λογική που πριν απ’ όλα προκαλούσαν τον τρόμο και την καταστροφική ορμή μας. 
Από την ηθική άποψη ήταν όλα τα καθήκοντα: θρησκευτικά, πολιτικά και οικογενειακά. Από την κοινωνική άποψη ήταν η εργασία. Όπως είπε ο Ρεμπώ, ‘Ποτέ δεν θα δουλέψω, ω χείμαρροι φλόγας!’ και επίσης, ‘Το χέρι που γράφει αξίζει όσο το χέρι που οργώνει! Τι αιώνας χεριών! Ποτέ δεν θα σηκώσω το χέρι μου!’.”
Το 1938 ιδρύει στο Παρίσι την γαλλική επιτροπή της F.I.A.R.I (Διεθνή Ομοσπονδία της Ανεξάρτητης Επαναστατικής Τέχνης).
Το Μάιο της ίδιας χρονιάς επισκέπτεται το Μεξικό, όπου συνάντησε τον Λέοντα Τρότσκι, με τον οποίο συνέταξε στις 25 Ιουλίου, ένα κείμενο με τον τίτλο “Για μία ανεξάρτητη επαναστατική τέχνη”. Το κείμενο υπογράφτηκε τελικά από τον Μπρετόν και τον Μεξικανό ζωγράφο Ντιέγκο Ριβέρα.
με τον Λέον Τρότσκι και τον Ντιέγκο Ριβέρα
Το 1940 ολοκληρώνει την “Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ“, η οποία όμως δεν δημοσιεύτηκε άμεσα λόγω λογοκρισίας. Την επόμενη χρονιά, επισκέπτεται την Αμερική όπου ιδρύει μαζί με τους Μαρσέλ Ντυσάν, Νταίηβιντ Χαιρ και Μαξ Ερνστ, το περιοδικό “VVV”.
Το διάστημα 1948-1949 υποστήριξε το διεθνιστικό και ειρηνιστικό κίνημα Πολίτες του Κόσμου (Citizens of the World) του Γκάρυ Νταίηβις, ενώ παράλληλα αντιτάχθηκε δημόσια με πλήθος κειμένων του, τόσο στον κομμουνισμό όσο και στον υπαρξισμό.
”Ελευθερία είναι να συντρίβεις ασταμάτητα τα δεσμά σου: ακόμα για να’ναι αυτή η συντριβή δυνατή, σταθερά δυνατή, πρέπει οι αλυσίδες να μη μας τσακίζουν,όπως κάνουν με πολλούς”.
Το 1957 εξέδωσε την μελέτη “Η Μαγική Τέχνη” σε συνεργασία με τον ποιητή και ιστορικό τέχνης Ζεράρ Λεγκράντ. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε και η τελευταία του ποιητική συλλογή με τον τίτλο “Constellations” (Αστερισμοί), αποτελούμενη από είκοσι δύο πεζά ποιήματα που συνοδεύονταν από ισάριθμα έργα του Χουάν Μιρό. 
Έφυγε από τη ζωή στις 28 Σεπτεμβρίου του 1966. Στον τάφο του, υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή “Αναζητώ το χρυσάφι του χρόνου”.
Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τους
Από καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες
Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως δεν είναι τόσο ωραίες
Όταν πλησιάζουν τα πουλιά που πρόκειται να καθίσουν στον ώμο τους
Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν τα μάτια
Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα
Μια αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ’ ένα άδειο πτώμα
Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα άλση
Ζητούν από τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών
Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη
Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα μικρό φανάρι που χαμηλώνει
Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες τρεις άσπρες κουκουβάγιες
Την ανάμνησιν των ερώτων της ώρας
Η άκρη των φτερών τους είναι χρυσωμένη σαν τις χάρτινες κορόνες
που πέφτουν στροβιλιζόμενες από τα νεκρά δένδρα
Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα χείλη
Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα γεράκια.
“Εγώ είμαι ανοίξετε” Andre Breton
μτφρ. Ανδρέας Εμπειρίκος