Η απηγορευμένη φωτιά
ΙΧ
Η νύχτα φώτιζε τη νύχτα
τη νύχτα μες στις πυγολαμπίδες της
τα κύματα ζητούν ελεημοσύνη στα πουλιά
και το νερό σβήνει μόνο του
κι έκτοτες ήταν σιωπή
που κατεβρόχθιζε τις πόλεις μακριά απ’ τους νεκρούς
σιωπηλή φύλαξ της λάμπας
ροκάνιζε τους σκόρους του φωτός
δίχως άλλη πίκρα δίχως άλλη σιωπή πάρεξ φως
κι ένα μακρύ κρεβάτι γυναικείων μαλλιών
τα μαλλιά πλανώνται κιόλας η φωνή του μωρού
ούτε χαρά ούτε δάκρυ – τα νανουρισμένα νερά
κι οι αρκούδες ακόμη έχουν πόνο στη γη
κι είμαι πάντα εδώ και δεν κούνησα ποτές
απ’ τις πλούσιες σε θηράματα αργίες μας
ουτ’ ελπίς ούτε ψέμα
ανακάλυψαν μάγια
νέα σαν τον κόσμο
δεν είναι δυνατό ν’ αντιλεχθεί
μετάφραση: Ν. Εγγονόπουλος
Η τήξις των χρόνων
μια χαρά ένα μέλλον
όλα ειπώθηκαν πάνω στην κλάρα
ο σάλος του πλοίου θα το πάρει
το χαμόγελό σου κλεμμένο σαν τον άνεμο
τα μάτια τα πιο αγνά κι οι ματωμένες μέρες
όταν ανοίγω το στόμα μιλάς
κι η ίδια τραγουδιέται πολύ πιο ψηλά
εκεί που δε φτάνει πιεις
να γελάς μες στη γη
παιδιάστικα χρόνια να διασκεδάσουν τα δάση
κι οι βουβές εμπιστοσύνες
όπου πνίγηκε το στόμα σου για μένα.
μετάφραση: Ν. Εγγονόπουλος
1896-1963
Τριστὰν Τζαρά
Δύο ποιήματα
(ἀπὸ τὰ πρώτα του)
(ἀπὸ τὰ πρώτα του)
γραμμένα στὴν ρουμανική
Μετάφραση: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Σούρουπο
Γυρίζουν οἱ γλάροι μὲ τ’ ἀστέρια τῶν νερῶν
μοιράζουν κομμάτια τῶν φτωχῶν, μετρώντας τῶν τυφλῶν τὶς
προσευχὲς
καθὼς οἱ αὐτοκράτορες ἐξέρχονται στοὺς κήπους, τὴν ὥρα αὐτὴ
ποὺ μοιάζει μὲ τὶς γκραβούρες που παλιώνουν
τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ οἱ ὑπηρέτες μπανιαρίζουν τὰ σκυλιὰ τοῦ
κυνηγιοῦ
ὅταν τὸ φῶς τὰ γάντια του φοράει
ἄνοιξε τὸ παραθύρι σου λοιπὸν — μετὰ
θὰ ἐξέλθει ἡ νύχτα ἀπ’ τὴν καλύβα, σὰν τὸ κουκούτσι ἀπ’ τὸ
ροδάκινο
ὅπως ὁ ἱερέας ἀπὸ τὸν ναό,
ὁ Θεὸς : ξαίνει τὰ μαλλιὰ τῶν ἐρωτευμένων πιστῶν,
μὲ τὸ μελάνι βάφει τὰ πουλιά, κι ανανεώνει τις φρουρές του
φεγγαριού.
— Ἐμπρὸς νὰ πιάσουμε τοὺς σκαραβαίους
καὶ μέσα στὸ κουτὶ νὰ τοὺς κλείσουμε
— Πᾶμε στὸ ρυάκι
νὰ φτιάξουμε δοχεῖα μὲ τὸν πηλὸ
— Πᾶμε στὴν πηγὴ νὰ σὲ φιλήσω
— Πᾶμε στὸ κοινοτικό το πάρκο
μέχρι τὰ κοκόρια νὰ λαλήσουν
καὶ τὴν πόλη νὰ ξυπνήσουν
— Ἢ στὸ γεφυράκι νὰ πλαγιάσουμε ἔξω ἀπ’ τὸ μαντρὶ
καθὼς θὰ σὲ τσιμπᾶ τὸ ξερὸ χορτάρι ἀκούγοντας τὸν μηρυκασμὸ
τῶν ἀγελάδων
κάτι ποὺ στὰ μοσχαράκια φέρνει θλίψη
νὰ φύγουμε, νὰ φύγουμε.
1913, Mangalia
Contimporanul, an. III, nr. 45, mai 1924
Ἀμφιβολίες
—Ἔβγαλα τὸ παλιὸ ὄνειρο ἀπ’ τὸ κουτὶ ὅπως ἐσὺ βγάζεις ἀπ’ αὐτὸ
τὸ καπέλο σου
Ὅπως ἐσὺ στολίζεσαι φορώντας ἕνα φόρεμα μὲ πολλὰ κουμπιὰ
Ὅπως πιάνεις τοὺς λαγοὺς ἀπὸ τ’ αὐτιὰ
Καθὼς γυρνᾶς ἀπ’ τὸ κυνήγι
Ὅπως διαλέγεις τ’ ἄνθη ἀπ’ τ’ ἀγκάθια
Καὶ τὸν φίλο μέσα ἀπ’ τοὺς φρουροὺς
Κοίταξε τί μοῦ συνέβη
Τὴν νύχτα ποὺ ἔρχεσαι ἀθόρυβα σὰν κατσαρίδα
Σὰν τὸ καλύτερο γιατρικό, ὅταν οἱ στίχοι μου ἀνάβουν στὴν ψυχὴ
φωτιὰ
Κοιμᾶμαι. Ὁ ὕπνος εἶναι κῆπος χαρτογραφημένος μὲ τὴν
ἀμφιβολία
Δὲν γνωρίζεις τί εἶναι ἀληθινὸ καὶ τί ὄχι
Σοῦ φαίνεται ὅτι εἶσαι κλέφτης καὶ σκοτώνεις
Μετὰ σοῦ λένε ὅτι ἦταν ἕνας στρατιώτης
Μὲ ἐμένα, ἔτσι ἀκριβῶς σοῦ λένε
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο σὲ κάλεσα νὰ μοῦ πεῖς —χωρὶς νὰ λαθέψεις
Τί εἶναι ἀλήθεια — καὶ τί ὄχι
1914-1915
Primele Poeme, editura unu, 1934
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου