Ο Ντανταϊσμός (dadaisme) είναι το πιο αντισυμβατικό κίνημα στην Ιστορία της Τέχνης και ιδρύθηκε επίσημα το 1916 στο «Καμπαρέ Βολταίρ» στη Ζυρίχη - έναν γνωστό τόπο συνάντησης ποιητών, καλλιτεχνών και διανοουμένων - από τους Τριστιάν Τζάρα, Ούγκο Μπαλ και Χανς Αρπ. Το όνομα Νταντά (dada) είναι αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως προέρχεται από μια λέξη διαλεγμένη τυχαία από το λεξικό ή από μια κοροϊδευτική επανάληψη της ρωσικής λέξης «ντα» (ναι), ή όπως γράφει ο ίδιος ο Τζάρα, «δεν σημαίνει τίποτα», είναι μόνο ένας ήχος (flatus vocis).
Πρόκειται για ένα κίνημα αντι-τέχνης, αναρχικό, μηδενιστικό και ανατρεπτικό, αφού επιδιώκει να αποδεσμεύσει τον άνθρωπο από τις καταστροφικές συμβάσεις του περιβάλλοντος, όλες τις παραδοσιακές αντιλήψεις για το καλό γούστο στη λογοτεχνία και τις καλές τέχνες, όλα τα πολιτικά πρότυπα και σύμβολα μιας κοινωνίας που τη θεωρούσαν ετοιμοθάνατη και μοιάζει πολύ με τη δική μας!
Το ενδιαφέρον τού κινήματος επικεντρώνεται στις πρωτόγονες τέχνες, ενώ αμφισβητεί και προσεγγίζει ειρωνικά τις αρχές της μοντέρνας κοινωνίας, αντιδρά στον πόλεμο και τις καταστροφές, ενώ σε όλα αυτά αντιπροτείνει το χιούμορ, τον παραλογισμό και τα σκάνδαλα. Οι Ντανταϊστές επιδίωκαν να σοκάρουν και να ενοχλήσουν το αστικό κατεστημένο, γι’ αυτό θεωρήθηκαν αναρχικοί και καταστροφικοί. Πρέσβευαν τον κυνισμό, την άρνηση των νόμων της ομορφιάς και της αισθητικής, καθώς και της κοινωνικής οργάνωσης. Οι θιασώτες οργάνωναν συχνά αυθόρμητες βραδιές, συνδυάζοντας τα γράμματα και τις τέχνες, συντάσσοντας άρθρα και διασκεδάζοντας με παιχνίδια λεξιλογίου και ποίησης. Η καλλιέργεια των απόψεων αυτών στην Ελβετία ήταν ιδανική, γιατί ήταν μια χώρα ουδέτερη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για το λόγο αυτό, προσέλκυε πολλούς ειρηνιστές καλλιτέχνες, οι οποίοι εξέφραζαν όσο πιο ηχηρά μπορούσαν την αντίδρασή τους στις πολιτικές επιλογές των ισχυρών.
Θρυλική μορφή του κινήματος και γενικότερα της μοντέρνας τέχνης είναι ο Γάλλος ζωγράφος Μαρσέλ Ντυσάν (1887-1968), ο οποίος ταράζει το χώρο των εικαστικών τεχνών με σειρά έργων που ονόμασε «ready-made», έναν όρο που σχεδόν κατά λέξη μεταφράζεται «ήδη έτοιμο, ήδη ολοκληρωμένο αντικείμενο». Η ρόδα ενός ποδηλάτου, ένα ουροδοχείο, μια σχάρα για μπουκάλια - για να αναφερθούμε στα τρία πιο διάσημα παραδείγματα - γίνονται έργα τέχνης από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης επιλέγει να τα εκθέσει, αντιτασσόμενος στην ιδέα της αυθεντικότητας. Στο αντικείμενο γίνονται ορισμένες τροποποιήσεις, τοποθετούνται επιγραφές, προστίθενται τίτλοι. Ακόμα και η υπογραφή στο έργο μπορεί να έχει χαρακτήρα ειρωνικό και περιπαιχτικό, όπως στην «Κρήνη» (1917), όπου ο Ντυσάν χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο R. Mutt , που προσφέρεται σε πολλές ερμηνείες και λογοπαίγνια (στα αγγλικά σημαίνει «χαζός», αλλά είναι και το όνομα γνωστού εργοστασίου ειδών υγιεινής εκείνης της εποχής).
Αδιαμφισβήτητα η Κρήνη είναι το πιο ανατρεπτικό και προκλητικό του έργο, αφού πρόκειται για ένα πορσελάνινο σκεύος προορισμένο για δημόσιο ουρητήριο! Η καλλιτεχνική του αξία δεν εντοπίζεται φυσικά στη σφαίρα της αισθητικής, αλλά στο ότι ο καλλιτέχνης επέλεξε και δημιούργησε ένα νέο τρόπο σκέψης για εκείνο το αντικείμενο, μια αισθητική μεταβολή που γίνεται μέσω της αλλαγής της λειτουργίας του - από ουροδοχείο σε κρήνη.
Το 1919 ο Ντυσάν φιλοτέχνησε το πιο διάσημο από τα ready-mades του, μια φωτογραφία της «Μόνα Λίζα» του Ντα Βίντσι, στην οποία προσέθεσε μουστάκι και μούσι . Η ενέργεια αυτή εξέφραζε το χλευασμό των Ντανταϊστών για την τέχνη του παρελθόντος, η οποία στα μάτια τους αποτελούσε ένα μέρος του αίσχους ενός πολιτισμού που είχε προξενήσει τις φρικαλεότητες του πολέμου που μόλις είχε τελειώσει. Το έργο συνόδευε μια άκρως υβριστική επιγραφή σεξιστικού περιεχομένου στη γαλλική γλώσσα.
Το κίνημα Νταντά είναι εμφανές ότι είχε πολιτικές προεκτάσεις κυρίως στο Βερολίνο. Χαρακτηριστική είναι η δράση του Γερμανού ζωγράφου Μαξ Έρνστ (1891-1976), ο οποίος, όταν διοργάνωσε το 1920 στην Κολονία μια έκθεση με έργα Σουρεαλιστών καλλιτεχνών, οι επισκέπτες για να εισέλθουν στο χώρο της έκθεσης έπρεπε να περάσουν πρώτα από δημόσιες τουαλέτες! Στην είσοδο της γκαλερί τούς υποδεχόταν ένα κοριτσάκι ντυμένο με τα ρούχα της πρώτης μετάληψης, το οποίο διαβάζοντας άσεμνα ποιήματα ερωτικού περιεχομένου και δίνοντας τσεκούρια προκαλούσε τους θεατές να καταστρέψουν όποιο από τα εκθέματα επιθυμούσαν μετά το τέλος της έκθεσης! Η ζωή του κινήματος ήταν βραχύβια, αφού οι εκφραστές του εισχώρησαν στο Σουρεαλισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου