Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Albert Camus - Ο μύθος του Σίσυφου



Albert Camus - Ο μύθος του Σίσυφου

Ο μύθος του Σίσυφου – Αλμπέρ Καμύ - Albert Camus
Το παρακάτω δοκίμιο είναι μια κριτική απέναντι στις μονολιθικές αλήθειες της ζωής μας. Ο χρόνος,- το σήμερα, το χθες, το αύριο κάτω από την κριτική σκέψη του Καμύ πέρνουν μια διαφορετική όψη. Λέμε πως γνωρίζουμε τον κόσμο, πως γνωρίζουμε τον εαυτό μας, τα θέλω μας, τα πιστεύω μας όμως είναι αλήθεια ή μήπως καθημερινά αναθεωρούμε τα πάντα, ακόμη και την άποψη για τον ίδιο μας τον εαυτό; Η λογική του παραλόγου έχει εισχωρήσει στον σύγχρονο τρόπο ζωής μας και έχει γίνει δεύτερη φύση μας.

Μέσα από την καθημερινότητα μας ξεχνάμε τα σημαντικά και απασχολούμαστε με τα ασήμαντα και αδιάφορα της ζωής. Δίνουμε στους άλλους μα και στον εαυτό μας ψευδείς υποσχέσεις για το μέλλον- όπου μεταθέτουμε τις στιγμές ευτυχίας μας, τις στιγμές που πραγματικά αξίζουν για να τακτοποιήσουμε τα καθημερινά μας προβλήματα και αν ξαφνικά μας έδινε κάποιος ένα μέσο για να αντιληφθούμε τα πράγματα από την ρεαλιστική τους πλευρά κι όχι μέσα από τη συναισθηματική μας “όραση” θα γελούσαμε με την ασημαντότητά τους. Και τελικά έρχεται μια μέρα που δεν έχει επιστροφή, μια ημέρα που έχουμε ελάχιστους χτύπους στο ρολόι της ζωής μας και δεν έχουμε προλάβει καν να πούμε ένα σ’αγαπώ στους ανθρώπους που αγαπάμε, δεν έχουμε προλάβει να ζήσουμε ένα ηλιοβασίλεμα αγκαλιά με τον σύντροφό μας, πιασμένοι χέρι-χέρι σε μια άγνωστη παραλία, δεν έχουμε προλάβει να δώσουμε μα και να πάρουμε χαμόγελα από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε και αναπνέουμε..

Ακολουθούν τα αποσπάσματα :

Ο μύθος του Σίσυφου – Αλμπέρ Καμύ - Albert Camus | αυτογνωσία, κοινωνία, ανθρωπότητα
“… Όλες τις μέρες μιας άφεγγης ζωής ο χρόνος μας ανέχεται. Έρχεται όμως πάντα η στιγμή που πρέπει να τον ανεχτούμε και να τον υπομείνουμε εμείς. Ζούμε με το μέλλον: “αύριο”, “αργότερα”, “όταν σου δοθεί μια ευκαιρία”, “με τον καιρό θα καταλάβεις”. Αυτές οι ανακολουθίες είναι περίεργες αφού θα πεθάνουμε. Αλλά φτάνει η μέρα που ο άνθρωπος διαπιστώνει πως είναι τριάντα χρονών. Επιβεβαιώνει έτσι τη νιότη του. Την ίδια όμως στιγμή συγκρίνει τον εαυτό του με το χρόνο. Παίρνει θέση μέσα σ’ αυτόν. Αναγνωρίζει πως βρίσκεται σε μια κρίσιμη στιγμή και παραδέχεται πως έχει χρέος να την περάσει. Ανήκει στο χρόνο και τρομοκρατημένος βλέπει στο πρόσωπο του χρόνου το χειρότερο εχθρό του. Αύριο, επιθυμούσε το αύριο, τη στιγμή που έπρεπε να μην το ήθελε μ’ όλο του το είναι. Αυτή η επανάσταση της σάρκας αποτελεί το παράλογο [Όχι όμως κυριολεκτικά. Δε δίνω έναν ορισμό, απαριθμώ συναισθήματα, ανεκτά απ' το παράλογο. Αλλά το τέλος της απαρίθμησης δε σημαίνει κι εξάντληση του παράλογου].

Ένα βήμα πιο κάτω και να το παράλογο: βλέπουμε πως ο κόσμος είναι “αδιαπέραστος”, προαισθανόμαστε σε ποιο σημείο μας είναι ξένη μια πέτρα, διαπιστώνουμε πως είναι αδύνατο ν’ απλοποιήσουμε τα πράγματα, με πόσο πείσμα μπορεί να μας αντιστέκεται η φύση, ένα τοπίο. Στο βάθος κάθε ομορφιάς υπάρχει κάτι το απάνθρωπο και οι λόφοι, ο γλυκός ουρανός, τα δέντρα χάνουν την ίδια στιγμή το ψεύτικο νόημα που τους δίναμε, γίνονται πιο μακρινά κι από ένα χαμένο παράδεισο. Η πανάρχαιη σκληρότητα του κόσμου, περνώντας μέσα από χιλιάδες χρόνια, έρχεται να μας συναντήσει. Για μια στιγμή δεν τη νοιώθουμε, αφού για ένα σωρό αιώνες καταλαβαίναμε μονάχα τις μορφές και τα σχήματα που δίναμε στον κόσμο.

Αλλ’ από δω και στο εξής δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το τέχνασμα. Ο κόσμος ξαναπαίρνει την πραγματική του μορφή και μας ξεφεύγει. Αυτά, τα από συνήθεια κρυμμένα σκηνικά ξαναπαίρνουν το αληθινό τους πρόσωπο. Απομακρύνονται. Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν μέρες όπου στο πρόσωπο μιας γνωστής μας, ξαναβρίσκουμε σα μια ξένη, εκείνη που είχαμε αγαπήσει πριν μήνες ή χρόνια και ίσως επιθυμήσουμε αυτό που συχνά μας κάνει να νοιώθουμε τόσο μόνοι. Αλλά δεν ήρθε ακόμα η ώρα. Ένα μονάχα πράγμα πρέπει να έχουμε υπόψη μας: τη μυστικότητα κι ανομοιότητα του κόσμου που αποδεικνύουν το παράλογο…

“Το φθινόπωρο είναι μια δεύτερη άνοιξη, όταν κάθε φύλλο είναι ένα λουλούδι”-Αλμπέρ Καμύ

Ο μύθος του Σίσυφου – Αλμπέρ Καμύ - Albert Camus | αυτογνωσία, κοινωνία, ανθρωπότητα
…Έρχομαι, τέλος, στο θάνατο και στο συναίσθημα που νοιώθουμε γι’ αυτόν. Πάνω σ’ αυτό έχουν λεχθεί τα πάντα και πρέπει ν’ αποφύγουμε το πάθος. Ποτέ, πάντως, δε θα εκπλαγούμε αρκετά επειδή όλος ο κόσμος ζει έτσι, δηλαδή σα “να μην ήξερε κανείς”. Αυτό συμβαίνει γιατί η εμπειρία του θανάτου δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Πραγματικά, μια εμπειρία τη δοκιμάζουμε μονάχα όταν τη ζούμε και τη συνειδητοποιούμε. Εδώ, πρέπει να δούμε αν είναι δυνατό να μιλάμε για την εμπειρία του θανάτου των άλλων. Αυτή είναι μια πνευματική άποψη που ποτέ δε δεχτήκαμε. Αυτή η μελαγχολική στάση δεν μπορεί να είναι πειστική. Στην πραγματικότητα, η φρίκη είναι συνυφασμένη μ’ αυτό τούτο το γεγονός.

Αν μας τρομάζει ο χρόνος, μας τρομάζει γιατί αποδεικνύει το αποτέλεσμα που έρχεται. Σ’ αυτό το σημείο, για λίγο τουλάχιστον, όλες οι ωραίες συζητήσεις πάνω στην ψυχή παίρνουν ένα μάθημα απ’ τον αντίπαλό τους. Απ’ αυτό το ασάλευτο κορμί, η ψυχή λείπει. Αυτή η βασική κι οριστική πλευρά του γεγονότος αποτελεί το περιεχόμενο του παράλογου συναισθήματος. Κάτω απ’ το θνητό φως αυτού του πεπρωμένου, εμφανίζεται η ματαιότητα. Καμιά ηθική, καμιά προσπάθεια δε δικαιολογούνται a priori μπροστά στα ανάλγητα μαθηματικά που ρυθμίζουν την ύπαρξή μας.

Το πρώτο βήμα που κάνει το πνεύμα είναι να διακρίνει το αληθινό απ’ το ψεύτικο. Εν τούτοις, η πρώτη ανακάλυψη της σκέψης είναι η αντίφαση. Σ’ αυτό το σημείο, είναι ανώφελο να προσπαθήσω να γίνω πειστικός. Γιατί, εδώ κι αιώνες, κανείς δεν το απέδειξε πιο σωστά απ’ τον Αριστοτέλη: “Μ’ όλους τους ισχυρισμούς συμβαίνει ό,τι πολλές φορές τονίσαμε σαν αναπόδραστη συνέπεια, δηλαδή ότι αυτοί οι ίδιοι αναιρούν τους εαυτούς τους. Γιατί εκείνος που λέει ότι τα πάντα είναι αλήθεια δέχεται και τον αντίθετο του δικού του ισχυρισμό, κι έτσι ο δικός του δε θα είναι αληθινός (γιατί αυτός που παραδέχεται σαν αληθινό τον αντίθετο ισχυρισμό καθιστά ψεύτικο το δικό του).

Αντίθετα, εκείνος που λέει πως όλα είναι ψέμα, διαψεύδει αυτός ο ίδιος τον ισχυρισμό του. Εάν δε ο πρώτος ισχυρίζεται ότι ο αντίθετος του δικού του ισχυρισμός δεν είναι αληθινός, ο δε δεύτερος ότι δεν είναι ψεύτικος μόνο ο δικός του, θα δημιουργηθεί και για τους δυο η προϋπόθεση μιας ατέλειωτης σειράς αληθινών και ψεύτικων ισχυρισμών, γιατί εκείνος που λέει ότι κάποιος αληθινός ισχυρισμός είναι πραγματικά αληθινός, είναι μέσα στην αλήθεια κι αυτό συμβαίνει επ’ άπειρο” [Αριστοτέλη, Μετά τα Φυσικά, Γ8 1012β 13-22]…

..Τα ουσιαστικά στοιχεία του ανθρώπινου δράματος είναι η νοσταλγία της ενότητας, ο πόθος του απόλυτου. Το ότι όμως η νοσταλγία αυτή είναι ένα γεγονός δε σημαίνει πως πρέπει να επαναπαυόμαστε. Εάν, διαβαίνοντας το χάσμα που χωρίζει τον πόθο απ’ την κατάκτηση, διαπιστώσουμε όπως ο Παρμενίδης την ύπαρξη του Ενός (όποιο κι αν είναι), πέφτουμε στη γελοία αντίφαση ενός πνεύματος που διαπιστώνει την απόλυτη ενότητα και με την ίδια του τη διαπίστωση αποδεικνύει τη διαφοροποίησή του και την πολλαπλότητα που ισχυριζόταν πως θ’ απλοποιούσε. Σ’ αυτόν το φαύλο κύκλο οι ελπίδες μας σβήνουν. Όλα αυτά είναι αλήθειες. Θα επαναλάβω, για μια ακόμη φορά, πως το ενδιαφέρον δε βρίσκεται σ’ αυτές αλλά στα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε απ’ αυτές. Γνωρίζω κι άλλη μια αλήθεια: ο άνθρωπος είναι θνητός.

Ο μύθος του Σίσυφου – Αλμπέρ Καμύ - Albert Camus | αυτογνωσία, κοινωνία, ανθρωπότητα
Ωστόσο, πρέπει να έχουμε υπόψη τα πνεύματα που ξεκινώντας απ’ αυτή την αλήθεια κατέληξαν σ’ απόλυτα συμπεράσματα. Σ’ αυτό το δοκίμιο πρέπει να έχουμε αδιάκοπα στο μυαλό μας τη σταθερή διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνο που νομίζουμε πως ξέρουμε, στην πρακτική συγκατάθεση και την εικονική άγνοια η οποία μας κάνει να ζούμε με ιδέες που, αν αποδεικνυόντουσαν αληθινές, θα ‘πρεπε ν’ αναστατώσουν ολόκληρη τη ζωή μας…


…Για ποιόν και για ποιό μπορώ να πω ανεπιφύλακτα: “Αυτό το ξέρω!” Την καρδιά μου μπορώ να την καταλάβω και ξέρω πως υπάρχει. Τον κόσμο, μπορώ να τον αγγίξω και ξέρω, πάλι, πως υπάρχει. Εδώ σταματάει κάθε μου γνώση, τα υπόλοιπα είναι επινοήσεις. Γιατί, αν προσπαθώ να καταλάβω τον εαυτό μου για τον οποίο είμαι σίγουρος, αν προσπαθώ να τον καθορίσω και να τον συνοψίσω, αφήνω το νερό να κυλάει μέσ’ από τα δάκτυλά μου. Μπορώ να περιγράψω μία – μία όλες τις όψεις που ξέρει να παίρνει, ακόμα κι εκείνες που του έχουν αποδώσει, τη μόρφωση, την καταγωγή, την οργή ή τις σιωπές, την αξιοπρέπεια ή μικροπρέπεια.

Αλλά δεν προσθέτουμε πρόσωπα. Ακόμα κι αυτή, η δική μου καρδιά θα μου μείνει άγνωστη για πάντα. Ανάμεσα στη βεβαιότητα που έχω για την ύπαρξή μου και στο νόημα που προσπαθώ να δώσω σ’ αυτή τη βεβαιότητα, υπάρχει ένα κενό που δε θα γεμίσει ποτέ. Ο εαυτός μου θα μου μείνει για πάντα ξένος. Στην ψυχολογία και στη λογική υπάρχουν αλήθειες αλλά λείπει η αλήθεια. Το Σωκρατικό “γνώθι σ’ αυτόν” αξίζει τόσο όσο το “έσο ενάρετος” της εξομολόγησης. Σ” αυτά βλέπουμε πως υπάρχει νοσταλγία και άγνοια. Αποτελούν άσκοπα παιχνίδια επάνω σε σπουδαία θέματα.

Μονάχα μέσα στα πλαίσια που μπορεί κανείς να τα πλησιάσει παίρνουν κάποιο νόημα. Βλέπω ακόμα τα δέντρα που ξέρω τη σύστασή τους, το νερό που δοκιμάζω τη γεύση του. Πώς ν’ αρνηθώ αυτό τον κόσμο αφού υφίσταμαι την επίδρασή του, πώς ν’ αρνηθώ το άρωμα της χλόης και των άστρων, πώς ν’ αρνηθώ τη νύχτα και τις λίγες βραδιές που χαρίζουν στην καρδιά γαλήνη; Κι όμως ολόκληρη η επιστήμη αυτής της γης δε θα με πείσει ποτέ για το ότι αυτός ο κόσμος μου ανήκει…

…Οι απαλές γραμμές των λόφων και το χέρι της νύχτας πάνω σ’ αυτήν τη βασανισμένη καρδιά μου μαθαίνουν πιο πολλά. Ξαναγυρίζω εκεί που βρισκόμουν στην αρχή. Καταλαβαίνω πως η επιστήμη με βοηθάει στο να συλλάβω και ν’ απαριθμήσω τα φαινόμενα. Δε μπορεί όμως να με βοηθήσει στο να εννοήσω τον κόσμο. Ακόμα κι αν είχα αγγίζει ολόκληρο το πρόπλασμά του με το δάκτυλο, πάλι δε θα ‘ξερα τίποτε. Κι εσείς μ’ αναγκάζετε να διαλέξω ανάμεσα σε μια βέβαιη για τον εαυτό της περιγραφή που δε μου μαθαίνει τίποτα, και σ’ αβέβαιες υποθέσεις που ισχυρίζονται πως με διδάσκουν. Γι’ αυτό τον κόσμο και για τον εαυτό μου είμαι ένας ξένος, οπλισμένος σε κάθε περίπτωση με μια σκέψη που απ’ τη στιγμή που διαπιστώνει αρνιέται τον εαυτό της. Γιατί να βρίσκω τη γαλήνη μονάχα στην άγνοια και στο θάνατο, γιατί ο πόθος της κατάκτησης να προσκρούει πάνω σε τείχη που δε δίνουν καμία σημασία στις επιθέσεις του; Θέλω, σημαίνει προκαλώ το παράδοξο. Όλα τα πάντα κάνουν να γεννηθεί αυτή η δηλητηριασμένη γαλήνη, υποθάλπουν την αδιαφορία, τον ύπνο της καρδιάς και την παραίτηση.


*     *     *     *

Αλμπέρ Καμύ - Albert Camus

Ο Αλμπέρ Καμύ, γαλλοαλγερινός μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ το 1957.

Γεννήθηκε στις 07-11-1913 στο Μοντοβί της Αλγερίας και πέθανε στις 04-01-1960 στη Σανς της Γαλλίας στις 04-01-1960. Έζησε στην Αλγερία και στη Γαλλία. Ο Αλμπέρ κάνει τις σπουδές του έχοντας την υποστήριξη των καθηγητών του (μεταξύ των οποίων βρίσκουμε και τον Ζαν Γκρενιέ, που θα παρουσιάσει στο μαθητή του το έργο του Νίτσε). Ξεκινάει να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα φιλοξενούνται στο περιοδικό Sud το 1932. Μετά από το απολυτήριο λυκείου (bac), παίρνει πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία (lettres), της φιλοσοφικής σχολής, αλλά η φυματίωση τον εμποδίζει να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση (agrégation).

Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αλγερίας (1935). Ήταν ενταγμένος στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα όπως και στο Κόμμα των Πολιτών της Αλγερίας.

Ιδρυτής του Theatre du Travail (1935) για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής, ηθοποιός και θεωρητικός, χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά του (Ο Ξένος και Η Πανούκλα) όσο και στα θεατρικά του έργα (Καλιγούλας, Οι Δίκαιοι) αλλά και στα φιλοσοφικά του δοκίμια (Ο Μύθος του Σισσύφου, Ο Επαναστατημένος άνθρωπος).

“Μην περπατάς μπροστά μου, μπορεί να μην σε ακολουθήσω.. Μην περπατάς πίσω μου μπορεί να μην σε οδηγήσω.. Απλώς περπάτα δίπλα μου και γίνε φίλος μου“

Στο περιθώριο των κυριάρχων φιλοσοφικών ρευμάτων ο Καμύ επέμεινε στον στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Αρνούμενος να εκφράσει ομολογία πίστεως στο Θεό, στην ιστορία ή στη λογική, ήρθε σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, το Μαρξισμό και τον Υπαρξισμό. Δε σταμάτησε ποτέ την πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα και τις αφαιρέσεις που αποστρέφονται την ανθρώπινη φύση.
Οσοι ερευνούν τη ζωή του, κάποια στιγμή συμφωνούν σ’ ένα χαρακτηριστικό: στην πυρετώδη επιθυμία του για ζωή. Xωρίς να αποσιωπούν στη συνέχεια και την εντιμότητά του, που διακρίνεται στις θέσεις που υιοθέτησε σε διάφορα ζητήματα, με εξέχουσα περίπτωση τη στάση του ως κομμουνιστή: «Hταν από τους λίγους που καταδίκασαν τα σταλινικά εργατικά στρατοπέδα όταν αποκαλύφθηκαν». Σε αντίθεση με τον επίσης κομμουνιστή Σαρτρ, που όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα του «Γκάρντιαν» «η… ευέλικτη στάση του ευνόησε πολλαπλά τη θέση του ως διανοούμενου και όχι μόνο».

''Στα βάθη του χειμώνα, απέκτησα επίγνωση πως εντός μου υπάρχει ένα ακατανίκητο καλοκαίρι..''
“Από τη στιγμή που όλοι θα πεθάνουμε, είναι προφανές πως το πού και το πότε δεν έχει σημασία“
“Μου έχει μείνει λίγος χρόνος και δεν ήθελα να τον σπαταλήσω στο Θεό..” (Ο ξένος, 1942)
“Το φθινόπωρο είναι μια δεύτερη άνοιξη όταν κάθε φύλλο είναι ένα λουλούδι..” 

Έγραψε μάλιστα στην Ελένη Καζαντζάκη: «…Και ακόμα δεν ξεχνώ ποτέ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα…»

Αναδημοσιεύω ένα κομμάτι από το λόγο του κατά την τελετή απονομής του βραβείου που είχε ως θέμα την αποστολή του διανοούμενου, θέμα που πάντα είναι επίκαιρο (περισσότερο ίσως στις μέρες μας ):

«Ο ρόλος του συγγραφέα δεν διαχωρίζεται από τα δύσκολα καθήκοντα. Εξ ορισμού δεν μπορεί σήμερα να τεθεί στην υπηρεσία εκείνων που δημιουργούν την ιστορία, αλλά μόνο στην υπηρεσία εκείνων που την υφίστανται. Διαφορετικά, βρίσκεται μόνος και χωρίς την τέχνη του. Ούτε όλοι οι στρατοί των τυραννικών καθεστώτων δεν μπορούν να τον βγάλουν από τη μοναξιά του, ακόμη κι αν, και κυρίως αν, συμφωνήσει να τους ακολουθήσει. Ομως η σιωπή ενός αγνώστου φυλακισμένου, αφημένου στις ταπεινώσεις, στην άλλη άκρη του κόσμου, αρκεί για να επαναφέρει τον συγγραφέα από την εξορία, κάθε φορά τουλάχιστον που καταφέρνει, μέσα από τα προνόμια της ελευθερίας του, να μη λησμονεί αυτή τη σιωπή και να τη συγκρατεί μέσα από την τέχνη του.

Κανείς από εμάς δεν είναι αρκετά σημαντικός για κάτι τέτοιο. Αλλά σε κάθε περίσταση της ζωής του, σκοτεινής ή πρόσκαιρα λαμπερής, δεμένος χειροπόδαρα από την τυραννία ή ελεύθερος για κάποιο χρόνο να εκφραστεί, ο συγγραφέας μπορεί να ξαναβρεί την αίσθηση μιας ζωντανής κοινότητας η οποία θα τον δικαιώσει, με μόνη προϋπόθεση να αποδεχτεί , όσο μπορεί, τα δύο φορτία που διαμορφώνουν το μεγαλείο του επαγγέλματός του : την υπηρεσία της αλήθειας και της ελευθερίας. Αφού η φιλοδοξία του είναι να συνενώσει τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, δεν μπορεί να βολευτεί με το ψεύδος και την υποταγή, τα οποία, όπου βασιλεύουν, αυξάνουν τη μοναξιά. Οποιες κι αν είναι οι προσωπικές μας αδυναμίες, η ευγένεια του επαγγέλματός μας, θα ριζώνει πάντα σε δύο σκοπούς δύσκολους να υπηρετήσεις: την άρνηση να ψεύδεσαι για όσα γνωρίζεις και την αντίσταση στον καταναγκασμό. (…)

Κάθε γενιά, αναμφίβολα, πιστεύει ότι θα αλλάξει τον κόσμο. Η δική μου γνωρίζει όμως ότι δεν πρόκειται να το κάνει. Ωστόσο, ο ρόλος της είναι ίσως μεγαλύτερος. Πρέπει να εμποδίσει τον κόσμο να φθαρεί. Κληρονόμος μιας διεφθαρμένης ιστορίας όπου εμπλέκονται αποτυχημένες επαναστάσεις, τεχνικές που ξεστράτισαν, πεθαμένοι θεοί και παρωχημένες ιδεολογίες, όπου μέτρια καθεστώτα μπορούν σήμερα να καταστρέψουν τα πάντα, χωρίς να γνωρίζουν πώς να πείσουν, όπου το πνεύμα ταπεινώθηκε μέχρι που έγινε η υπηρέτρια του μίσους και του καταναγκασμού, αυτή η γενιά όφειλε, στην ίδια και γύρω της, να επανορθώσει, ξεκινώντας από τις δικές της αρνήσεις , κάτι από αυτό που κάνει να ζεις και να πεθαίνεις αξιοπρεπώς».

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Α. Καμύ




Ο μύθος του Σίσυφου :
Ο μύθος του Σίσυφου  Ο Όμηρος δεν αποκαλύπτει ποιο ήταν το παράπτωμα του Σισύφου, και στις αρχαίες πηγές βρίσκουμε διαφορετικές εκδοχές. Ωστόσο, για όλους τους αρχαίους, ο Σίσυφος ήταν αξιολύπητος. Για τον Καμύ, είναι αξιοθαύμαστος. Ο Σίσυφος, αντί να ενσαρκώνει τη μοίρα που περιμένει εκείνα τα λίγα ανθρώπινα όντα που τολμούν να αψηφούν τους θεούς, συμβολίζει τη μοίρα όλων των ανθρώπων που βρίσκονται καταδικασμένοι να ζουν σ’ ένα κόσμο χωρίς θεούς. Είναι αξιοθαύμαστος γιατί δείχνει τον παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, που είναι περισσότερο άσκοπη παρά άδικη.  Αντί να τα παρατήσει και να αυτοκτονήσει, εξακολουθεί να μοχθεί, μολονότι έχει πλήρη επίγνωση πως η κάθε προσπάθειά του θα αποβεί μάταια. Ο δικός του ηρωισμός είναι ο μόνος που επιτρέπει ένας κόσμος δίχως νόημα, χωρίς θεούς δηλαδή. Ο Καμύ χρησιμοποιεί το μύθο του Σισύφου για να δραματοποιήσει την ανθρώπινη κατάσταση.  Αντιμετωπίζει το μύθο ως κείμενο αυτόνομο, αποκομμένο από κάθε εφαρμοζόμενη, θεσμοθετημένη θρησκεία. Ο μύθος είναι ένα φιλοσοφικό παραμύθι γιατί στο κάτω κάτω, ο μύθος γι’ αυτόν είναι φιλοσοφία. Η αδιαφορία ταυτίζεται στον Camus με τη λιθοποίηση. Η έννοια δίνεται με την εικόνα της σισύφειας προσπάθειας. Ο αδιάφορος έχει ισοπεδώσει τις αξίες, λιθοποιήσει στο δεδομένο. Σαν την πέτρα, δεν διαβρώνεται εσωτερικά, αλλά εξωτερικά. Όπως ο ασθενής που προσαρμόζεται στην αρρώστια του, όπως ο οξυδερκής αλλ’ άφωνος εργάτης, ο Σίσυφος εξαντλείται στην προσπάθειά κρατώντας αδιάβρωτη την ψυχή του.  Για τον επαναστάτη όμως, που απο ανάγκη υποστασιακή πρέπει να κάνει το άλμα, παρ’ όλη τη γνώση πως η φωτιά θα γίνει στάχτη κι όλα θα μείνουν ανάλλαχτα μετά τη θυσία, η ελευθερία της αδιαφορίας είναι και χαμηλός βαθμός ελευθερίας και καταναγκασμός, και η ταύτιση της έννοιας της συνετής καρτερίας με την έννοια της ανταρσίας δεν είναι θεμιτή. Μπορεί το δυναμικό της μιας να μην είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο της άλλης, αφού είναι δυνατό να στασιάζει κάποιος με την ίδια ένσταση που υπομένει. Οι έννοιες όμως δεν είναι ταυτόσημες.


Η πανούκλα : 
Ένα μυθιστόρημα που μιλά για το χωρισμό , την απομόνωση και την ανασφάλεια σε ένα κόσμο δίχως μέλλον και σκοπό, σε ένα τόπο που οι κάτοικοί του πολεμούν για να ζήσουν. Το ύφος που χρησιμοποιεί άλλες φορές περιγραφικό, άλλες ειρωνικό και άλλες ποιητικό, μα πάντα με έμφαση στον άνθρωπο και τα βιώματά του. Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε το 1947.Η συγγραφή του συμπίπτει, με την απειλή του ναζισμού καθώς ο Καμύ κατακρίνει το σταλινικό και κάθε άλλο απολυταρχικό καθεστώς της εποχής, όπως και με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που καθορίζει τη συγγραφική του πορεία.  Όπως αναφέρει και ο ίδιος στα σημειωματάριά του, το έργο αυτό, μοιάζει με  «λίμνη ύστερα από κατακλυσμό». Στη Πανούκλα, ο Καμύ, θέλει να μεταδώσει τη φιλοσοφική του σκέψη αφήνοντας στο τέλος ένα ηθικό δίδαγμα.  


Ο επαναστατημένος άνθρωπος:
Σ αυτό το βιβλίο ο Καμύ  Αλμπέρ Καμύ  εξετάζει τα μεγάλα στάδια του επαναστατικού πνεύματος, από τη Γαλλική ώς τη Ρωσική Επανάσταση, από το Σαντ μέχρι τους σουρεαλιστές, περνώντας μέσ από τους αναρχικούς, τους μηδενιστές, το Μαρξ και το Νίτσε. “Επαναστατώ, άρα υπάρχουμε»”επιβεβαιώνει ο Αλμπέρ Καμύ. Η εξέγερση είναι ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσουμε το παράλογο. Αλλά το αληθινό θέμα του “Επαναστατημένου ανθρώπου” είναι τα ερωτήματα που θέτει το διεισδυτικό πνεύμα του Καμύ: Πώς ο άνθρωπος, στο όνομα της εξέγερσης, συμβιβάστηκε με το έγκλημα; Πώς η εξέγερση κατέληξε στα αυταρχικά κράτη του 20ου αιώνα που αντιγράφουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Πώς η ανθρώπινη περηφάνια αλλαξοδρόμησε; Ο “Επαναστατημένος άνθρωπος” είχε ευθύς εξαρχής τεράστιο αντίκτυπο, προκάλεσε όμως και πολλές αντιδράσεις από διάφορες πλευρές: κομουνιστές, σουρεαλιστές, υπαρξιστές, χριστιανούς… Οι σύγχρονοι του Καμύ δεν ήταν αρκετά ώριμοι για να παραδεχτούν αλήθειες που επιβλήθηκαν τα κατοπινά χρόνια, καθιστώντας τον “Επαναστατημένο άνθρωπο” έργο επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε.

Ο ξένος:  
Το βιβλίο αυτό είναι η μυθιστορηματική απεικόνιση του φιλοσοφικού συστήματος του παραλόγου, που διατύπωσε ο Καμύ στο βιβλίο του: «Ο μύθος του Σίσυφου». Στη θεωρία αυτή ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος τη στιγμή που πρόκειται να κάνει κάτι, παρατηρεί συχνά ότι μπορεί να κάνει το ένα ή το άλλο και ότι του είναι αδιάφορο ποιον τελικά δρόμο θα ακολουθήσει. Ο άνθρωπος δεν έχει  ψευδαισθήσεις για τις καθιερωμένες αξίες και φέρεται σαν να μην έχει η ζωή κανένα νόημα. Ο Μερσώ(ο πρωταγωνιστής του έργου)  είναι ξένος προς τον εαυτό του και ξένος προς την κοινωνία. Δεν έχει κάποιο ιδεολογικό σχήμα πάνω στο οποίο να κρατηθεί, δεν πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή και μόνο ο φόβος του θανάτου τον ταρακουνά. Το έργο είναι γραμμένο (1942) σε μία εποχή που οι συγγραφείς αισθάνονται ανίσχυροι μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου και στις φρικαλεότητες που μπορεί να προξενήσει ένας άνθρωπος. Ο Καμύ μαζί με τον Σάρτρ θέτουν τις βάσεις για τον υπαρξισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια ζωή που του προκαλεί ανασφάλεια, δεν αισθάνεται ότι μπορεί ν’ αλλάξει την γύρω του κατάσταση με την δική του επέμβαση και πρέπει να αντιπαρατεθεί με την ίδια του την ύπαρξη για να βρει έναν αυτόνομο τρόπο σωτηρίας. Το ρεύμα του υπαρξισμού άσκησε μεγάλη επιρροή στην εποχή του ψυχρού πολέμου, αλλά δεν θα πάψει ποτέ να είναι επίκαιρο. Ο  Καμύ θέλει να διακηρύξει μέσα από την αδράνεια του ήρωα του, την κατάφαση στη ζωή και την ανάγκη αναζήτησης της ευτυχίας μέσα από ένα απλό χάδι ή την ζεστή αγκαλιά της θάλασσας. Ο ξένος γυρίστηκε και σε ταινία με πρωταγωνιστή τον Μαρτσελο Μαστρογιαννι.
**********************************************************************************************************************************
Το 1952 έρχεται σε ρήξη με τον Ζάν Πώλ Σαρτρ με την δημοσίευση στο περιοδικό Μοντέρνοι καιροί (Les Temps modernes) του άρθρου από τον Ανρί Ζανσόν που προσάπτει στην εξέγερση του Καμύ ότι είναι «εκ προθέσεως στατική». Το 1956 εκδίδει την Πτώση και το 1957 τιμάται με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.

 Ο Καμύ ήταν ο πρώτος ο οποίος χαρακτήρισε τον 20ο αιώνα, αιώνα του άγχους και του στρες και τον 21ο αιώνα, αιώνα της κατάθλιψης και της μελαγχολίας.




Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Αλμπέρ Καμύ

Αλμπέρ Καμύ: Η Τέχνη δεν αντέχει τη λογική


 
Γάλλος φιλόσοφος, συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1913 στην Αλγερία. Ιδρυτής του Theatre du Travail (1935), χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά του «Ο Ξένος» και «Η Πανούκλα», στα θεατρικά του έργα «Καλλιγούλας» και «Οι δίκαιοι» αλλά και στα φιλοσοφικά του δοκίμια «Ο Μύθος του Σίσυφου» και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος». Έγραψε για την αναζήτηση του νοήματος στη ζωή και για την ανάγκη της εξέγερσης και τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957.
Για τον βιογράφο του, Ολιβιέ Τοντ, ήταν ένας «επικίνδυνος συγγραφέας» αμφισβητώντας το ιδεολογικό δόγμα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο Καμύ δεν αποδέχεται τον σουρεαλισμό, χαρακτηρίζοντάς τον παρωχημένο πνευματικό κίνημα, αλλά, αντιθέτως, αντιλαμβάνεται το παράλογο με την έννοια του αντιφατικού, του μη λογικού. Δεν θεωρεί λογικό εκείνον που σκέφτεται, αλλά εκείνον που αισθάνεται λογικά, αναφέροντας σ' ένα από τα πρώτα του άρθρα ότι «η Τέχνη δεν αντέχει τη λογική».

Από τα 47 χρόνια της ζωής του τα 27 τα έζησε στην Αλγερία και τα 20 στη Γαλλία. Ο ίδιος συστηνόταν ως «γιος ενός οιναποθηκάριου και μιας παραδουλεύτρας, ανιψιός βαρελοποιού». Ο πατέρας του, Λουσιάν, τραυματίστηκε στη μάχη της Μαρν κατά τη διάρκεια του ‘Α Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο αργότερα πέθανε. Με τη μητέρα του είχε μία πολύ ιδιαίτερη σχέση. Χαρακτηριστικό είναι ότι της αφιέρωνε τα βιβλία του με την επισήμανση «σ΄ αυτήν που δεν θα μπορέσει να το διαβάσει ποτέ», γιατί ήταν αγράμματη.

Ο Καμύ ξεκινάει να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα δημοσιεύονται στο περιοδικό Sud το 1932. Πήρε πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία αλλά εξαιτίας της φυματίωσης δεν κατάφερε να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση (agrégation). Δύο χρόνια μετά την εγγραφή του στο κομουνιστικό κόμμα, το εγκαταλείπει, προσάπτοντάς του «ιδεολογικό απολυταρχισμό». Εκείνη την εποχή γράφει στα σημειωματάριά του: «Όσοι έχουν κάποιο μεγαλείο μέσα τους δεν κάνουν πολιτική». Εργάζεται στην εφημερίδα Front populaire (Το λαϊκό μέτωπο), του Πασκάλ Πια, όμως η έρευνά του με τίτλο «Μιζέρια της Καμπυλίας», συναντά αντιδράσεις και το 1940 η κυβέρνηση της Αλγερίας θα απαγορεύσει την εφημερίδα και θα φροντίσει να μη ξαναβρεί δουλειά ο Καμύ.
 
Τότε είναι που εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir. Εκείνη την περίοδο θα δημοσιεύσει και τον «Ξένο» (1942) και τον «μύθο του Σίσυφου» (1942). «Ο Ξένος», η ιστορία ενός άντρα που δεν δείχνει κανένα συναίσθημα για το θάνατο της μητέρας του, που στη συνέχεια σκοτώνει έναν Άραβα, έγινε παγκόσμια εκδοτική επιτυχία. Σύμφωνα με την δική του άποψη περί ταξινόμησης του έργου του, αυτά τα έργα υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου», ο οποίος θα συμπληρωθεί με τα θεατρικά έργα «Η παρεξήγηση» και ο «Καλλιγούλας».

Το 1943 προσλαμβάνεται ως αναγνώστης από τον εκδοτικό οίκο Gallimard. Κατά την κατοχή της Γαλλίας από τους Ναζί, ο Καμύ υπήρξε ενεργός στην αντίσταση, γράφοντας και έχοντας την αρχισυνταξία για την παράνομη εφημερίδα Combat. Το λογοτεχνικό του έργο συνεχίζεται με τον «κύκλο της εξέγερσης», στον οποίο περιλαμβάνεται η «Πανούκλα» (1947) αλλά και άλλα έργα όπως «Οι δίκαιοι» (1949) και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (1951).

Ο βιογράφος του γράφει για τη σχέση του με τη δημοσιογραφία: «Πολλοί συγγραφείς γεννιούνται από τη δημοσιογραφία. Αλλοι τόσοι θάβονται απ΄ αυτήν. Ο Καμύ ξεκινάει μια αντίστροφη κίνηση. Ξέρει ήδη να στήνει το σκηνικό, να τοποθετεί τα πρόσωπα. Το δίπλωμα της φιλοσοφίας του είναι χρήσιμο: αναζητεί το νόημα κάτω από τα γεγονότα».

Πολιτική και δημοσιογραφία έχουν αξίες ασύμβατες κατά τον Καμύ, καθώς ο πολιτικός αποκρύπτει την αλήθεια, ενώ ο δημοσιογράφος οφείλει να την ξεσκεπάσει, χαρακτηρίζοντας τον δημοσιογράφο «ιστορικό τού άμεσου».
 
Επισκέφθηκε την Ελλάδα στις 28 Απριλίου 1955 και είχε δώσει διάλεξη στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Τη συζήτηση αποτύπωσε στο μαγνητόφωνο ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος.
Εκείνη την εποχή, οι μνήμες του Εμφυλίου στη χώρα μας ήταν ακόμα νωπές, ενώ ο Καμύ είχε ήδη συνυπογράψει επιστολή συμπαράστασης στους αριστερούς που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο (1949), ενώ αργότερα κράτησε την ίδια στάση και για τους αγωνιστές της Κύπρου. «Πράγματι», παραδεχόταν, «υπήρξε μια γαλλική εθνική αλληλεγγύη και υπήρξε και μια ελληνική εθνική αλληλεγγύη: η αλληλλεγγύη της οδύνης. Αυτή την αλληλεγγύη μπορούμε να την ξαναβρούμε κάθε στιγμή και όχι μόνο με το ένδυμα της οδύνης».

Κατά τη συζήτηση αυτή, απάντησε και στην ερώτηση «πού είναι η ελευθερία την οποία διεκδικείτε;», που του έθεσε μια μαθήτρια: «Η άνευ όρων ελευθερία είναι το αντίθετο της ελευθερίας. Την άνευ ορίων ελευθερία μόνον οι τύραννοι μπορούν να την ασκούν. Ο Χίτλερ ήταν ένας σχετικά ελεύθερος άνθρωπος, ο μόνος άλλωστε από όλη την Αυτοκρατορία του. Αλλά αν θέλουμε να ασκήσουμε μια αληθινή ελευθερία, αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί μόνο προς το συμφέρον τού ατόμου που την ασκεί. Η ελευθερία είχε πάντα ως όριο την ελευθερία των άλλων».

Ο συγγραφέας έφυγε από τη ζωή στις 4 Ιανουαρίου 1960 σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, όταν ο οδηγός, εκδότης Μισέλ Γκαλιμάρ, παρέκκλινε της πορείας του και χτύπησε σε ένα δέντρο. Ο Γκαλιμάρ τραυματίστηκε σοβαρά και πέθανε πέντε ημέρες αργότερα στο νοσοκομείο. Ο Καμύ σκοτώθηκε επί τόπου. Ο ίδιος έλεγε στους φίλους του ότι «δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα». Η σορός του ενταφιάστηκε στην Lourmarin, στη Νότια Γαλλία, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

                                                 H Facel-Vega διαλύθηκε μετά την πρόσκρουση στο δέντρο
 
                            Ο θάνατος του διάσημου συγγραφέα πρωτοσέλιδο στις γαλλικές εφημερίδες

********************************************************************************* 

Αλμπέρ Καμύ: Ενας επικίνδυνος κλασικός...

«Σαγηνευτικός και εύθικτος, ειλικρινής και θεατρικός, ταπεινός και αλαζόνας, ο Καμύ ήθελε να τον αγαπούν. Συχνά το κατάφερνε. Επιθυμούσε βεβαίως και να τον καταλαβαίνουν, αλλά δεν το κατάφερε ως το τέλος της ζωή του. 

   Ο Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Ολιβιέ Τοντ συνθέτει την πιο άρτια και πολυεπίπεδη βιογραφία του Αλμπέρ Καμύ.

Ο Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Ολιβιέ Τοντ συνθέτει την πιο άρτια και πολυεπίπεδη βιογραφία του Αλμπέρ Καμύ.
«Σαγηνευτικός και εύθικτος, ειλικρινής και θεατρικός, ταπεινός και αλαζόνας, ο Καμύ ήθελε να τον αγαπούν. Συχνά το κατάφερνε. Επιθυμούσε βεβαίως και να τον καταλαβαίνουν, αλλά δεν το κατάφερε ως το τέλος της ζωή του. Μιλούσε πολύ για την ευτυχία
Ο Καμύ ήταν δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, δραματουργός, σκηνοθέτης, ηθοποιός...
Μέσα από αυτή τη βιογραφία η προσωπικότητά του αναδεικνύεται σε όλη της την πολυπλοκότητα, χάρη σε πολλά ανέκδοτα κείμενα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά εδώ, μεταξύ των οποίων και η αλληλογραφία του. Ο Καμύ ήταν γητευτής και εύθικτος, σοβαρός και θεατρικός, γεμάτος αμφιβολίες και υπερόπτης.
Hθελε να τον αγαπούν και το κατάφερνε συχνά. Hθελε να τον καταλαβαίνουν, αλλά δεν το κατάφερνε πάντα. Μιλούσε πολύ για ευτυχία για να νιώθει ο ίδιος ευτυχής και γαλήνιος.
Πρέπει να τον φανταστούμε και δυστυχισμένο, όπως ο Σίσυφος. Βάσανα, σπαραγμοί και χωρισμοί τον σημάδεψαν. Χωρίς όμως αυτά θα είχαμε την "Πτώση";

Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη. Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 788, € 30.
Μπορούμε να αποδεχτούμε ή να απορρίψουμε τον αγιοποιημένο και συχνά αποστειρωμένο συγγραφέα Καμύ των εγχειριδίων.
Ο Αλμπέρ Καμύ είναι ένας επικίνδυνος κλασικός: τον διδάσκουν σε όλες τις ηπείρους και τον διαβάζουν όλα τα κοινωνικά στρώματα...»
Δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, δραματουργός, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ο Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στο Αλγέρι, και υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Γάλλους φιλοσόφους και συγγραφείς.
 
Αιώνας του άγχουςΗταν ο πρώτος που προφητικά χαρακτήρισε τον 20ό αιώνα «αιώνα τους άγχους και του στρες» και τον 21ο «αιώνα της κατάθλιψης και της μελαγχολίας», σφραγίζοντας με τον αιφνίδιο και αλλόκοτο θάνατό του ακριβώς τον παραλογισμό της ζωής (σκοτώθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1960, σε αυτοκινητιστικό όταν ο οδηγός, στενός συγγενής του εκδότη του Γκαλιμάρ, παρεξέκλινε της πορείας): «Στα 24 χιλιόμετρα έξω από το Σαν, στην εθνική οδό 5, μεταξύ Σαμπινύ-συρ-Υόν και Βιλνέβ-λα-Γκιγιάρ, το Facel- Vega παρεκκλίνει της πορείας του, φεύγει από το δρόμο, χτυπάει πάνω σ’ ένα πλάτανο, πέφτει πάνω σ’ ένα άλλο δέντρο, διαλύεται.
Ο Μισέλ τραυματίζεται σοβαρά, η Ζανίν δεν παθαίνει τίποτε και η Αν. Ο σκύλος χάνεται. Ο Καμύ σκοτώθηκε επί τόπου. Σ’ ένα χωράφι βρέθηκε το ρολόι του ταμπλό, σταματημένο στις 2 παρά 5 το μεσημέρι.
Ο Καμύ έλεγε συχνά στους φίλους του πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από το θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο ατύχημα». Ο Γάλλος δημοσιογράφος, αρθρογράφος και συγγραφέας Ολιβιέ Τοντ, συνθέτει, κατά γενική ομολογία, αποφεύγοντας την αγιογραφία, την πιο άρτια, πολυεπίπεδη βιογραφία για τον Καμύ.
Με λεπτομερείς αναφορές στη ζωή του, την πολιτική του δράση και στην εποχή, επιτυγχάνει ταυτόχρονα να σκιαγραφήσει την πολυσύνθετη φυσιογνωμία του καθώς και το συγγραφικό εργαστήρι πίσω από κάθε μεγάλο συγγραφικό έργο του.
«Ο μύθος του Σίσυφου» και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» δεν εκφράζουν μονάχα τον ίδιο τον συγγραφέα, αλλά και την εποχή. «Ο Ξένος», «Η πανούκλα», «Η πτώση», «Η παρεξήγηση» εγκαθιδρύουν σχεδόν στη λογοτεχνία το παράλογο της ζωής αλλά και ένα ιδιαίτερο, πυκνό, αυτοσαρκαστικό, ειρωνικό και πικρό, ελλειπτικό τρόπο γραφής.
Ο Καμύ, παρότι θεωρούσε τον εαυτό του τεμπέλη, φαινόταν να σκέφτεται διαρκώς τη δουλειά.
«Αισθάνεται πως ζει πραγματικά μόνον όταν ετοιμάζει ένα βιβλίο. Στο σπίτι του ή στα ξενοδοχεία γράφει με το χέρι...» Η ιδέα της εξέγερσης, διακατείχε όλη του τη ζωή: «Τι είναι ένας επαναστατημένος άνθρωπος;
Καταρχάς είναι ένας άνθρωπος που λέει όχι.
Αρνείται, αλλά δεν απαρνείται: είναι επίσης αυτός που λέει ναι. Ας εξετάσουμε λεπτομερώς τη στιγμή της εξέγερσης»...
Μια βιογραφία που ρίχνει φως σε έναν τεράστιο συγγραφέα αλλά με την πολυπλοκότητά του, και στην ίδια μας την εποχή.
*********************************************************************************
   O Αλμπέρ Καμύ στην πρώτη κάτω σειρά με κατάμαυρα ρούχα σε μια σπάνια φωτογραφία από τα μαθητικά του χρόνια.
Η επιστολή του Αλμπέρ Καμύ στον δάσκαλό
του.
Λίγο μετά την βράβευση του με Νόμπελ.

19 Νοεμβρίου 1957

  Αγαπητέ Κύριε Germain,

 Άφησα το θόρυβο γύρω μου να καταλαγιάσει λίγο, πριν σας απευθυνθώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Mόλις μου δόθηκε μια πολύ μεγάλη τιμή που ούτε περίμενα και ούτε επεδίωξα.

 Όταν άκουσα την είδηση, η πρώτη μου σκέψη μετά τη μητέρα μου ήσασταν εσείς.

 Χωρίς εσάς, χωρίς το χέρι που στοργικά απλώσατε στο φτωχό παιδί που ήμουν τότε,  χωρίς τη διδασκαλία και το παράδειγμά σας, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.

 Δεν πρόκειται να κερδίσω πολλά από αυτή την τιμή. Μου δίνει όμως τουλάχιστον την ευκαιρία να σας πω τι υπήρξατε και εξακολουθείτε να είστε για μένα και να σας διαβεβαιώσω ότι οι προσπάθειές σας, το έργο σας, και η γενναιόδωρη καρδιά σας εξακολουθούν να ζουν σε έναν από τα μικρά σχολιαρόπαιδά σας που παρά τα χρόνια, δεν έπαψε ποτέ να είναι ευγνώμων μαθητής σας.

 Θα σας εναγκαλίζομαι με όλη μου την καρδιά.

 Αλμπέρ Καμύ 

*********************************************************************************
Στην ηλικία των 27 χρονών επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα. Ήταν ο Αύγουστος του 1939 και ο νεαρός συγγραφέας ταξιδεύει στα νησιά του Αιγαίου μαζί με την αγαπημένη του Christiane Galindo. Διψασμένος για εμπειρίες, και με τα μάτια του πάντα άγρυπνα στις κοινωνικές μεταβολές που συνέβαιναν γύρω του, ο Καμύ μαζεύει όλα τα δώρα που του χαρίζει η ζωή. Στα 30 του δημοσιεύει τον «Μύθο του Σίσυφου», μέσω του οποίου μελετάει την λεγόμενη «θεωρία του παραλόγου», αποκτώντας έτσι μία θέση πλάι σε ονόματα όπως ο Κάφκα και ο Νίτσε, προσφέροντας μας μία από τις πιο ζωντανές αποτυπώσεις της πνευματικής κρίσης που περνούσε ο 20ος αιώνας. Κατά την διάρκεια αυτού του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα αρχίζει να διαβάζει Επίκουρο και γνωρίζει τους Στωικούς φιλοσόφους.

Ο Καμύ δεν παρέμεινε ποτέ ακίνητος. Η συγγραφική του παραγωγή είναι πολυδιάστατη, η πένα του τρέχει και αποτυπώνει δεκάδες άρθρα σε εφημερίδες, ασκεί κριτική σε θέματα τέχνης ενώ δεν λείπει και μία σειρά ποιημάτων τα οποία βάφτισε “Intuitions”. Το γεγονός της «διττής» ταυτότητας του, ως γάλλος της Αλγερίας, τον κάνει να αισθάνεται άπολις για όλο το διάστημα της ζωής του. Ακόμα και η παραμονή του στο Παρίσι θεωρείται από τον ίδιο ως μία μορφή εξορίας. Το 1955 αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση που δέχτηκε από το γαλλικό ινστιτούτο της Αθήνας. Ήταν 42 χρονών και του ζητήθηκε να πάρει μέρος ως κεντρικός ομιλητής σε ένα συνέδριο αφιερωμένο στο μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, ο Καμύ φιλοξενείται στο σπίτι του μεγάλου διανοούμενου και ψυχολόγου, Άγγελου Κατακουζηνού. Το σπίτι του Κατακουζηνού γίνεται το ιδανικό σκηνικό ενός «γαλλικού» κύκλου ελλήνων συγγραφέων, ποιητών και καλλιτεχνών οι οποίοι συγκεντρώνονται γύρω από τον Καμύ. Σε εκείνο το αθηναϊκό σπίτι της Λεωφόρου Αμαλίας 4, το γεμάτο αγάλματα και πίνακες ζωγραφικής, ο γάλλος συγγραφέας θα χτίσει στενές φιλίες, ενώ ολόκληρη η εμπειρία της συγκατοίκησης μαζί του θα αποτελέσει το υλικό ενός βιβλίου που θα εκδώσει η σύζυγος του Άγγελου Κατακουζηνού το 1960. Η Άννα Κατακουζηνού περιγράφει τον Καμύ σαν έναν άνθρωπο γεμάτο γοητεία, αναφέρει διαλόγους ανάμεσα σε διανοούμενος και καλλιτέχνες , μιλά για νύχτες γεμάτες τσιγάρα και λόγια. Μιλά για ένα σπίτι-μουσείο που χάρις στον Καμύ είχε μετατραπεί σε μία κυψέλη σκέψης.

Το 1957 είναι το έτος της αποθέωσης του Καμύ με την απονομή του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας. Κατά την διάρκεια της απονομής του βραβείου στην Στοκχόλμη, ο Καμύ εκφωνεί έναν λόγο αφιερωμένο στην δύναμη της τέχνης και του πολιτισμού. Υποστηρίζει πως η τέχνη είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να γίνουμε άνθρωποι. Η αξία του Καμύ αναγνωρίζεται ακόμη και από τον πνευματικό του αντίπαλο, τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο ποίος δηλώνει πως το βραβείο Νόμπελ στον Καμύ είναι ένα από τα πιο δίκαια βραβεία που δόθηκαν ποτέ. Ο Καμύ όμως δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος λογοτέχνης. Ο βιογράφος Olivier Todd σκιαγραφεί έναν άνθρωπο που ξέρει να χαίρεται την ζωή του. Κάνει λόγο για έναν άνδρα που απολαμβάνει το καλό κρασί, το καλό φαγητό και τις ωραίες γυναίκες. Τα γούστα του είναι απλά: λατρεύει τον Δον Ζουάν και τα κουαρτέτα του Μπετόβεν, ενώ όταν του αναφέρουν την Αλγερία τα πράσινα μάτια του σκοτεινιάζουν.

Το 1959 ο Καμύ επιστρέφει στην Ελλάδα για Τρίτη φορά. Αποφασίζει να ταξιδέψει στο ελληνικά νησιά με το σκάφος του φίλου του Michel Gallimard. Παίρνει μαζί του ένα νεαρό έλληνα ζωγράφο, τον Μάριο Πράσινο, στον οποίο ζητά να ζωγραφίζει κάθε ελληνικό νησί το οποίο επισκέπτονται, ενώ ο ίδιος γράφει συνεχώς κάτω από τον λευκό ήλιο του ελληνικού καλοκαιριού. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του. Ένα πρωί ο Καμύ φτάνει στην Λέσβο. Ερωτεύεται το νησί με την πρώτη ματιά και αποτυπώνει τα συναισθήματα του σε ένα γράμμα που στέλνει στον φίλο του Άγγελο Κατακουζηνό:«Άγγελε, φίλε μου. Ανακάλυψα το μέρος στο οποίο θέλω να ζήσω. Πρόκειται για ένα πανέμορφο νησί, σχεδόν αρσενικό θα έλεγα. Θέλω να ζήσω εκεί, δίπλα στην θάλασσα, ατενίζοντας τα κύματα του Αιγαίου, αυτά τα κύματα που κουβαλούν επάνω τους τα αρώματα της πατρίδας μου, της Αλγερίας. Έχω ήδη εντοπίσει ένα μικρό σπίτι κοντά στην θάλασσα από το ποίο θα μπορώ να αποχαιρετώ τον ήλιο που δύει πάνω από το Αιγαίο, και ίσως έτσι καταφέρω να συνηθίσω την ιδέα του αποχωρισμού. Μπορώ να με φανταστώ πάνω σε μία μικρή βάρκα, να ταξιδεύω σαν τρελός μέσα στα κύματα. Όμως αγαπητέ μου φίλε, δεν με μάγεψε μόνο η ομορφιά του νησιού, αλλά και η ομορφιά των κατοίκων του. Θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους που από μακριά φαίνονται στεγνοί, όπως τα δέντρα της ελιάς που καλλιεργούν, αλλά αν τους παρατηρήσεις από κοντά είναι γεμάτοι πλούσιους φυσικούς χυμούς, και λάμπουν, όπως λάμπει το ασήμι στα φύλλα των ελαιόδεντρων.»

Ο Καμύ δεν κατάφερε ποτέ να επιστρέψει στην Λέσβο. Πέντε μήνες μετά από αυτό το ταξίδι του στην Ελλάδα, στις 4 Ιανουαρίου του 1960, πεθαίνει σε τροχαίο στη νότιο Γαλλία. Στο αυτοκίνητο που οδηγούσε χάνει τη ζωή του και ο φίλος του Michel Gallimard, ο ιδιοκτήτης του σκάφους με το οποίο ο Καμύ είχε ανακαλύψει τον ουτοπικό του παράδεισο στην γη. Ήταν μόνο 46 χρονών.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Τσέζαρε Παβέζε





    Γέννηση9 Σεπτεμβρίου 1908
    Απεβίωσε27 Αυγούστου 1950, Τορίνο, Ιταλία

CESARE PAVESΕ (Σαν Στέφανο Μπέλμπο 1908 - Τορίνο 1950). Ιταλός πεζογράφος και ποιητής. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και στη συνέχεια εργάστηκε ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας σε διάφορα σχολεία. Το 1935 συνελήφθη, λόγω των αντιφασιστικών του αντιλήψεων, και εκτοπίστηκε για ένα χρόνο στην Καλαβρία. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, προσχώρησε στο κομμουνιστικό κόμμα. Παρά τη δημόσια προσφορά του, ο Παβέζε ζούσε μοναχικό βίο, με έντονες υπαρξιακές αγωνίες και προβλήματα στην επικοινωνία με τον κοινωνικό του περίγυρο. Αυτοκτόνησε, ενώ βρισκόταν στο αποκορύφωμα της λογοτεχνικής του φήμης.
Αντιπροσωπευτικά ποιητικά του έργα: Η δουλειά κουράζει (1936), Ο θάνατος θά 'ρθει (1951). Η καλύτερη ωστόσο λογοτεχνική του παραγωγή εντοπίζεται κυρίως στα μυθιστορήματα του: Στην παραλία (1941), Ο σύντροφος (1947), Ο διάβολος στους λόφους (1948), Κοπέλες μόνες (1949). Το φεγγάρι και η πυρά (1950), κ.ά



Ο Τσέζαρε Παβέζε , -ιταλικά: Cesare Pavese- (ποιητής, μυθιστοριογράφος, λογοτεχνικός κριτικός και μεταφραστής) γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1908 στο Σαν Στέφανο Μπέλμπο (επαρχία Κούνεο) κοντά στο Τορίνο. Ο πατέρας του ο Εουτζένιο, ήταν γραμματέας του δικαστηρίου της πόλης και μητέρα του η Κονσολίνα Μεστουρίνι. Είχε μια αδελφή τη Μαρία (μεγαλύτερή του κατά έξι χρόνια), ενώ άλλα τρία μωρά πέθαναν πριν ακόμη ο Τσεζάρε γεννηθεί.
 
Τον Ιανουάριο του 1914 ο πατέρας του πέθανε από καρκίνο στον εγκέφαλο, ενώ ο μικρός Παβέζε γράφεται στο Δημοτικό στο San Stefano Belbo, αλλά το υπόλοιπο της εκπαίδευσής του ήτανε στο Τορίνο. Νεαρός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αγγλική λογοτεχνία κι ανέλαβε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο (στη φιλοσοφική σχολή του οποίου φοιτούσε από το 1926-29) διατριβή για τη ποίηση του Walt Whitman και μετέφρασε Αμερικανούς και Βρετανούςσυγγραφείς, που 'ταν νεοεμφανιζόμενοι στο ιταλικό κοινό.
 Φανατικός αντιφασίστας, συνελήφθη το 1935 και καταδικάστηκε για κατοχή επιστολών από πολιτικό κρατούμενο. Μετά μερικούς μήνες στη φυλακή, εστάλη στοConfino, εξόριστος στη Nότια Ιταλία, συνήθης καταδίκη για ενόχους μικρών πολιτικών εγκλημάτων. Ο Carlo Levi, επίσης από το Τορίνο -συγγραφέας του "Ο Χριστός Σταμάτησε Στο Έμπολι"-, εστάλη ομοίως στο Confino. Ένα χρόνο μετά επέστρεψε στο Τορίνο κι εργάστηκε για τον αριστερό εκδότη Einaudi, ως συντάκτης και μεταφραστής. Ήτανε στηΡώμη όταν κλήθηκε από το φασιστικό στρατό, αλλά λόγω του άσθματός του πέρασε 6 μήνες σε στρατιωτικό νοσοκομείο.

Όταν επέστρεψε στο Τορίνο, τα γερμανικά στρατεύματα καταλάβανε τις οδούς κι οι περισσότεροι από τους φίλους του είχανε φύγει για ν' αντισταθούν ως αντάρτες. Φυγαδεύτηκε στους λόφους γύρω από το Serralunga Di Crea, κοντά στοCasale Monferrato και δε πήρε μέρος σε καμμιάν ένοπλη προσπάθεια που 'γινε σε κείνη τη περιοχή. Μετά τον πόλεμο προσχώρησε στο ΚΚΙ κι εργάστηκε στην εφημερίδα L' Unita. Προς το τέλος της ζωής του, επισκέφτηκε συχνά το Langhe, περιοχή που γεννήθηκε, όπου βρήκε μεγάλη παρηγοριά. Εντούτοις, ερωτική απογοήτευση (Constance Dowling) και πολιτική απομυθοποίηση, τον οδήγησανε στην αυτοκτονία, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών, στις 27 Αυγούστου 1950, έτος που κέρδισε το Βραβείο Strega για το "La Bella Estate", που περιλάμβανε 3 νουβέλες: "La Tenda" (1940), "Il Diavolo Sulle Colline" (1948) και "Tra Donne Sole" (1949).

Πρώτη δημοσιευμένη δουλειά του ήταν "Η Δουλειά Κουράζει" (Lavorare Stanca) το 1936. Το περιστατικό της αυτοκτονίας του, που 'γινε σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, περιγράφεται στη τελευταία σκηνή του "Tra Donne Sole", το προτελευταίο βιβλίο του. Τελευταίο ήτανε το: "La Luna Ε Ι Falο", που δημοσίευσε στην Ιταλία το 1950 και μετέφρασε στ' αγγλικά ως "Φεγγάρι & Φωτιά".

Χαρακτηριστικός πρωταγωνιστής στο έργο του, είναι ο μοναχικός άντρας, -είτε εξ επιλογής, είτε λόγω περιστάσεων. Οι σχέσεις του με τους άντρες και τις γυναίκες τείνουν να 'ναι προσωρινές κι επιφανειακές. Μπορεί να επιθυμήσει να 'χει περισσότερη αλληλεγγύη με τους άλλους ανθρώπους, αλλά καταλήγει συχνά προδομένος από ιδανικά κι από φίλους.

Το Langhe, η περιοχή που περνούσε τις καλοκαιρινές διακοπές του ως αγόρι, είχε μεγάλη επίδραση πάνω του. Είναι χωριό γεμάτο λόφους κι αμπελώνες, μια περιοχή που αισθάνθηκε κυριολεκτικά σα σπίτι του, αλλ' αναγνώριζε τις σκληρές και βασανιστικές συνθήκες διαβίωσης των φτωχών αγροτών, για να μπορέσουνε να βγάλουνε τα προς το ζειν, από τη γη. Πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις έλαβαν χώρα στη περιοχή, μεταξύ Γερμανών και παρτιζάνων. Αυτό ο τόπος έχει γίνει μέρος της προσωπικής μυθολογίας του.




Τσεζάρε Παβέζε Κόκκινη γη 


Κόκκινη γη 

Κόκκινη γη μαύρη γη,
εσύ έρχεσαι απ’ τη θάλασσα,
απ’ τη φρυγμένη βλάστηση,
όπου λέξεις αρχαίες
κι αιμάτινος μόχθος
και γεράνια στα βράχια-
δε γνωρίζεις τι φέρνεις
από θάλασσα λέξεις και μόχθο,
εσύ, πλούσια σαν μνήμη,
σαν τ’ άνυδρα χώματα,
συ σκληρή και γλυκύτατη
λέξη, αρχαία από αίμα
συσσωρευμένο στα μάτια˙
νεαρή, σαν καρπός
που εποχή είναι και μνήμη-
αναπαύεται η ανάσα σου
κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο τον ουρανό,
το βλέμμα σου ελιές
που γλυκαίνουν τη θάλασσα,
και συ ζει ξαναζείς
δίχως έκπληξη, σίγουρη
σαν τη γη σκοτεινή
σαν τη γη, πατητήρι
των ονείρων και των εποχών
που αναδύεται μες στο φεγγάρι
πανάρχαιο, όπως
τα χέρια της μάνας σου
η χύτρα της τζάκι.

Είσαι σαν κάποια γη

Είσαι σαν κάποια γη
που κανένας ποτέ δεν ονόμασε.
Δεν περιμένεις τίποτα
μόνο τη λέξη
που θ’ αναβλύσει απ’ το βάθος
σαν καρπός στα κλαριά.
Ένας άνεμος σε προλαβαίνει.
Στεγνά και μαραμένα πράγματα
σε κατακλύζανε και φεύγουν με τον άνεμο.
Μέλη και λόγια αρχαία. Τρέμεις
μέσα στο καλοκαίρι.


Το πρωί γυρίζεις πάντα 

Η πρώτη αχτίδα της αυγής 
ανασαίνει με το στόμα σου
στο βάθος των έρημων δρόμων . 
Γκρίζο φως τα μάτια σου 
γλυκές σταγόνες της αυγής 
πάνω στους σκοτεινούς λόφους . 
Το βήμα σου κι η αναπνοή σου 
πλημμυρίζουν τα σπίτια 
σαν τον άνεμο της αυγής .
Η πόλη ριγεί , 
ευωδιάζουν οι πέτρες - 
είσαι η ζωή , το ξύπνημα .


Άστρο χαμένο 
στο φως της αυγής 
ψίθυρος αύρας ,
θαλπωρή , ανάσα -
τελείωσε η νύχτα .


Είσαι το φως και το πρωί . 

Τη νύχτα που κοιμήθηκες 

Ακόμα κι η νύχτα σου μοιάζει ,
η μακρινή νύχτα που κλαίει 
βουβά , βαθιά στην καρδιά , 
και τ΄ άστρα περνούν κουρασμένα . 
Κάποιο μάγουλο αγγίζει άλλο μάγουλο -
είναι ένα παγωμένο ρίγος , κάποιος 
παλεύει , σ' ικετεύει , μόνος ,
χαμένος μέσα σου , μέσα στον πυρετό σου .

Η νύχτα υποφέρει , λαχταρά την αυγή ,
φτωχή καρδιά που τρέμεις . 
Ω , κλειστό πρόσωπο , σκοτεινή αγωνία ,
πυρετέ που πικραίνεις τ' αστέρια ,
υπάρχει κάποιος που σαν κι εσένα 
λαχταρά την αυγή
γυρεύοντας το πρόσωπο σου στη σιωπή . 
Απλώθηκες κάτω απ' τη νύχτα 
σαν ένας κλειστός , πεθαμένος ορίζοντας 
Φτωχή καρδιά που τρέμεις ,
κάποτε ήσουν η αυγή .

Εσύ δεν ξέρεις 

Εσύ δεν ξέρεις τους λόφους
εκεί που χύθηκε το αίμα.
Όλοι μας φεύγαμε
όλοι μας ρίξαμε
το όπλο και τ’ όνομά μας. Μια γυναίκα
μας κοιτούσε που φεύγαμε.
Ένας μονάχα από μας
στάθηκε εκεί με σφιγμένη γροθιά,
είδε τον άδεια ουρανό,
έσκυψε το κεφάλι και πέθανε
μπροστά στον τοίχο, σωπαίνοντας.
Τώρα, ένα αιμάτινο κουρέλι
και τ’ όνομά του. Μια γυναίκα
μας περιμένει στους λόφους.



Το θλιμμένο κρασί - Τσέζαρε Παβέζε


Το δύσκολο είναι να την αράξεις στη γωνίτσα σου δίχως να σε
προσέξουν.
Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους. Τρεις γουλίτσες
και σου ξανάρχεται η όρεξη να χάνεσαι στις σκέψεις σου.
Ορθώνεται ένα μακρινό κύμα με ξεχασμένους ψιθύρους,
τα πάντα θολώνουν, και είναι σαν θαύμα
να υπάρχεις για να χαζεύεις το ποτήρι. Η δουλειά
(γιατί οι άντρες δεν μπορούν να μη σκέφτονται τη δουλειά)
ξαναγίνεται το ανέκαθεν μοιραίο: ότι
είναι ωραίο να υποφέρεις
για να μπορείς να χάνεσαι στον πόνο. Μετά, τα μάτια
ατενίζουν το κενό, σαν πονεμένα μάτια τυφλού.

Αν αυτός ο άντρας σηκωθεί, τραβώντας σπίτι για ύπνο
θα μοιάζει μ’ έναν στραβό που ‘χασε το δρόμο. Ο καθένας
μπορεί να ξεμπουκάρει απ’ τη γωνιά και να τον αρχίσει στις γροθιές.
Μπορεί να εμφανιστεί μια γυναίκα, όμορφη και νέα,
αγκαζέ μ’ έναν άντρα, ανθίζοντας.
Όπως κάποτε μια γυναίκα άνθιζε μαζί του.
Μα δεν βλέπει. Δεν μπορεί να δει. Τραβάει σπίτι για ύπνο
και η ζωή του δεν είναι παρά ένας ψίθυρος σιγής.

Σαν τον γδύσεις, θα βρεις σαραβαλιασμένα μέλη
και την επιδερμίδα, καταφαγωμένη. Ποιος να έλεγε
ότι τον διατρέχουν άθερμες φλέβες
εκεί που άλλοτε ζεμάταγε η ζωή; Κανείς δεν θα πίστευε
πως κάποτε μια γυναίκα γέμιζε χάδια και φιλιά εκείνο το κορμί,
που, λουσμένο στα δάκρυα, τρέμει,
τώρα που έφτασε σπίτι για να κοιμηθεί,
μα δεν τα καταφέρνει, και αντί να κοιμάται, ανθίζει.

Την 27η Αυγούστου του 1950 διαλέγει ο μεγάλος δημιουργός για να τερματίσει τόσο πρόωρα τη ζωή του. Είναι μόλις σαράντα δύο χρονών και βρίσκεται στο απόγειο της συγγραφικής του δημιουργίας. Να ‘ναι άραγε συμβολικοί η προφητικοί οι στίχοι, που μόλις πέντε μήνες πριν από το τέλος του θα γράψει;


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑ ΕΡΘΕΙ

Ο θάνατος θα έρθει και θα έχει τα μάτια σου-
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ' το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου
θα 'ναι μια άδεια λέξη,
κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μοναχή σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή και είσαι το τίποτα.

Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θα έρθει και θα έχει τα μάτια σου.
Θα 'ναι σα ν' αφήνεις μια συνήθεια,
σαν να αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν' ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατεβούμε στην άβυσσο βουβοί.
Το «Ο θάνατος θα έρθει» -ένα από τα τελευταία ποιήματα του Παβέζε- είναι σχεδόν προαναγγελτικό του εθελούσιου πρόωρου θανάτου του. Η γυναίκα (ονειρεμένη, επιθυμητή, κατακτημένη) θα παραμείνει για τον Παβέζε κάτι το ανεξιχνίαστο. Πηγή λύτρωσης και ταυτόχρονα φορέας της καταστροφής, φαίνεται ν' απεικονίζεται στο ποίημα αυτό περισσότερο ως αντικείμενο ενός φυσικού βασάνου, από τον οποίο ο ποιητής δεν μπορεί ν' απαλλαγεί παρά μόνο με την καταβύθιση στο απόλυτο σκοτάδι. Το θέμα έρωτας-θάνατος εμφανίζεται εδώ με την πλέον άμεση διατύπωση, απογυμνωμένο από μυθικές ή ιστορικές επιστρωματώσεις.




Τη νύχτα που κοιμήθηκες

Ακόμα και η νύχτα σου μοιάζει,
η μακρινή νύχτα που θρηνεί
σιωπηλά, μέσα στα βάθη της καρδιάς,
και τ' άστρα περνάνε κουρασμένα.
Ένα μάγουλο ακουμπάει σ' ένα άλλο μάγουλο -
είναι μια παγερή ανατριχίλα, κάποιος
χτυπιέται και σε παρακαλεί, μονάχος,
σκορπισμένος μέσα σου, στον πυρετό σου.

Η νύχτα υποφέρει και θέλει την αυγή
φτωχή καρδιά που τρέμεις.
Ω πρόσωπο κλειστό, σκοτεινή αγωνία
πυρετέ που πικραίνεις τ' άστρα,
υπάρχει κάποιος που περιμένει την αυγή όπως και συ
ψάχνοντας το πρόσωπό σου στη σιωπή.
Είσαι ξαπλωμένη κάτω από τη νύχτα
σαν ένας κλειστός νεκρός ορίζοντας.
Φτωχή καρδιά που τρέμεις
κάποτε ήσουν η αυγή.

[4 Απριλίου 1950]

Οι γάτες θα το ξέρουν

Ακόμα θα πέφτει η βροχή
στα γλυκά σου λιθόστρωτα
μια σιγανή βροχή
σαν φύσημα ή σαν βήμα.
Ακόμα η αύρα και η αυγή
θ' ανθίζουν απαλά
σαν κάτω από το βήμα σου,
όταν εσύ θα ξαναγυρίζεις.
Ανάμεσα στα λουλούδια και στα πρεβάζια
οι γάτες θα το ξέρουν.

Θά 'ρθουν άλλες μέρες
θά 'ρθουν άλλες φωνές.
Θα χαμογελάς μονάχη σου.
Οι γάτες θα το ξέρουν.
Θ' ακούς λέξεις παλιές
λέξεις κουρασμένες και άδειες
όπως τα παρατημένα ρούχα
της χθεσινής γιορτής.
Θα κάνεις χειρονομίες
θ' απαντάς με λέξεις'
πρόσωπο της άνοιξης
θα κάνεις και συ χειρονομίες.

Οι γάτες θα το ξέρουν,
πρόσωπο της άνοιξης,
και η σιγανή βροχή,
η αυγή με τα χρώματα των υακίνθων
που κομματιάζουν την καρδιά
εκείνου που δεν ελπίζει πλέον σε σένα,
είναι το λυπημένο χαμόγελο
που χαμογελάς μονάχη σου.
Θά 'ρθουν άλλες μέρες,
άλλες φωνές και ξυπνήματα.
Την αυγή θα υποφέρουμε,
πρόσωπο της άνοιξης.

[10 Απριλίου 1950]

27 Ιουλίου 1940

Τα πράγματα αυτού του κόσμου (οι πράξεις, εξαιρουμένης βέβαια της φύσης) είναι σύμβολα της εσωτερικής πραγματικότητας, της δικής μας ή των άλλων.
Από αυτό προέρχεται ότι όσο περισσότερο καλλιεργημένοι είμαστε, τόσο λιγότερο είμαστε διατεθιμένοι να θυσιάσουμε την βασική παρόρμηση (την σαρκική ζωή) για ν' αποδώσουμε τιμές σ' ένα άυλο κα αυθαίρετο σύμβολο.
Ιδού μία περίπτωση, όπου ο έκδηλος ρεαλισμός της σκέψης, προβάλλει ελαττωματικός, και όπου η υπέρβαση γίνεται αντιθέτως εξ ολοκλήρου πειθαρχία, αποδίδοντας στο σύμβολο τρομερή σημασία: ο πιστός σκοτώνεται για να μην πραγματοποιήσει μία πράξη που είναι σύμβολο του κακού. Για την διάπυρη ψυχή όλα είναι σύμβολο, δες τον ερωτευμένο.
Ή μήπως δεν συμβαίνει ίσως στον ιδεαλισμό να είναι σύμβολο οι πράξεις, στην υπέρβαση τα φυσικά αντικείμενα; Θα ήταν σύμβολο αυτό μονάχα που τοποθετήθηκε στον κόσμο από το δημιουργικό πνεύμα.
Οι αναχωρητές βασανίζονταν κατ' εκείνο τον τρόπο για να δικαιολογήσουν μπροστά στους απλούς ανθρώπους την μακαριότητα που θ' απολάμβαναν στον ουρανό



25 Αυγούστου 1950

Αγαπητέ Τζιουζέππε,
τι είναι αυτοί οι υστερισμοί; Λυπάμαι που είχα μια απελπισμένη χροιά μιλώντας με τον Άντελε, αλλά είναι απλώς ότι η ψυχή μου είναι σημαδεμένη για δικούς μου λόγους, είμαι κομμάτια, δεν έχω διάθεση να δω κανέναν και θα πλήρωνα όλο το χρυσάφι του κόσμου έναν δολοφόνο για να με μαχαίρωνε στον ύπνο μου. Προφανώς όλα αυτά γίνονται αντιληπτά από τη φωνή.

Ούτε ψάχνω για παρηγοριά. Δεν έχω διάθεση ούτε ζωή. Τραβάω μπροστά, για λογαριασμό μου, ελπίζοντας ότι γρήγορα όλα θα έχουν τελειώσει.

Για σένα και για τις αδελφικές σου διαμαρτυρίες χρωστώ ευγνωμοσύνη και αναγνώριση.

Μη σκέπτεσαι τίποτ' άλλο. Αντίο.
Παβέζε
Cesare Pavese (1908-1950)
27 Αυγούστου, από ισχυρή δόση βαρβιτουρικών,
σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, στο Τορίνο.

Image and video hosting by TinyPic



"Πριν αλέκτορα φωνήσαι" του Τσέζαρε Παβέζε

Cesare_Pavese_Prima_che_il_gallo_canti_cover_Greece.jpg


Δύο λόγια: Πριν αλέκτορα φωνήσαι, είναι ένας τίτλος που υπαινίσσεται, την προδοσία του ίδιου μας του εαυτού και των ιδανικών μας.
Ο νεαρός εξόριστος σε κάποιο κακοτράχαλο χωριό του Νότου, και οι ανησυχίες του στο πρώτο διήγημα Η φυλακή, και ο διανοούμενος που μάταια προσπαθεί να ξεφύγει από το βίαιο χάος του πολέμου στο δεύτερο διήγημα Το σπίτι στο λόφο, αντανακλούν το χαρακτηριστικό δράμα μιας ιστορικής και ηθικής στιγμής που παρέμεινε άλυτη. Είναι, η κρίση όπου κάθε συνείδηση είναι καταδικασμένη να παλεύει μπροστά στην ανάγκη του καθήκοντος για τα κοινά.
Ένα καθήκον όμως που στο βάρος μιας σκληρής ανάλυσης αποκαλύπτετε σαν εξάρτηση περισσότερο του μύθου παρά της ίδιας της ιστορίας. Ενώ η βαθιά επιδίωξη της αθωότητας και της ανθρώπινης ζεστασιάς που αποτέλεσε τον κεντρικό πυρήνα του δράματος του Παβέζε, προδίδετε πάντοτε, επιβεβαιώνοντας έτσι την αυτοκαταδίκη του ανθρώπου στη μοναξιά.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου