H αριστουργηματική "Persona" του Μπέργκμαν
"Η ταινία αυτή μου έσωσε τη ζωή. Και αποτελεί τα όρια στα οποία θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά μου..." είχε πει χαρακτηριστικά ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στο δισυπόστατο, την αναζήτηση της ταυτότητας αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στη σιωπή και τις λέξεις, τη θεραπεία και την ψυχοπάθεια.
Μια αριστουργηματική μινιμαλιστική σπουδή πάνω στη γυναικεία φύση, την ψυχολογία της χαμένης ταυτότητας και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σύνοψη
Η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Βόγκλερ, παντρεμένη και με ένα μικρό γιο, καταρρέει κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της Ηλέκτρας. Στη συνέχεια καταφεύγει στη σιωπή και την απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο. Η νοσοκόμα που την περιποιείται, η Άλμα, τη συνοδεύει στο παραθαλάσσιο σπίτι της γιατρού της, για να βελτιωθούν οι συνθήκες ανάρρωσης της.
Η Άλμα προσπαθεί συνεχώς να διαλευκάνει ποιος είναι ο λόγος που η Ελίζαμπεθ έχει επιλέξει τη σιωπή (η οποία μετατρέπεται σιγά σιγά σε κατατονία) μιας και πιστεύει ότι διαθέτει ένα είδος "εσωτερικής δύναμης" που την έχει ωθήσει σε τούτη της την επιλογή.
Παρότι εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες μια περίεργη όσμωση θα δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Επειδή ο γιατρός που παρακολουθούσε την Ελίζαμπεθ έχει απαγορεύσει τις επισκέψεις, η Άλμα μιλάει συνεχώς στην Άλμα προσπαθώντας να της εκμαιεύσει λεπτομέρειες της ζωής της. Οι μέρες περνούν και η Άλμα προκειμένου να κάνει την Ελίζαμπεθ να αντιδράσει, της μιλάει διαρκώς, χωρίς ποτέ να λαμβάνει απάντηση και σύντομα θα αρχίσει να της εξομολογείται όλα της τα μυστικά της και τις πιο μύχιες σκέψεις της.
Σ’ αυτό το διάστημα της συγκατοίκησης και της απομόνωσης, ανάμεσα στις δυο γυναίκες που μοιάζουν πολύ στην εξωτερική εμφάνιση, αναπτύσσεται μια παράξενη σχέση η οποία οδηγεί σταδιακά και με έναν παράξενο τρόπο, στην συγχώνευση των προσωπικοτήτων τους, της μίας μέσα στην άλλη...
Μινιμαλιστικό αριστούργημα
Η "Persona" (στην Ελλάδα έχει παιχθεί και ως "Έρωτας χωρίς φραγμούς") κρίνεται ως άκρως μινιμαλιστική, πλην αριστουργηματική, ταινία, με την εμφάνιση μόνο πέντε ηθοποιών από τους οποίους η Μπίμπι Άντερσον και η Λιβ Ούλμαν είναι οι μόνες που εμφανίζεται για περισσότερο από ένα λεπτό μπροστά στην κάμερα. Ο χαρακτήρας της Ούλμαν λέει μόνο δεκατέσσερις λέξεις καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, σε αντίθεση με την Άντερσον, η οποία μιλάει ακατάπαυστα. Μάλιστα, μεταξύ των άλλων έχει δύο εξαιρετικούς μονολόγους: αυτόν που περιγράφει το ερωτικό όργιο με τους αγνώστους στην παραλία και αυτόν που αναφέρεται στο μωρό της Ελίζαμπεθ.
Τα σκηνικά, τα κοστούμια και το μακιγιάζ είναι ελάχιστα, ενώ ο Μπέργκαμν κινηματογραφεί για άλλη μια φορά με εξαιρετικό τρόπο, χρησιμοποιώντας θαυμάσιες γωνίες λήψης, με μακρινά αλλά και πολύ κοντινά πλάνα πάνω στα πρόσωπα των δύο πανέμορφων πρωταγωνιστριών του. Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει και στο μοντάζ, ενώ η φωτογραφία είναι άψογη, με έντονη αντίθεση του άσπρου-μαύρου. Η μουσική επένδυση του Βέρλε είναι εξαιρετική και σε ορισμένες σκηνές στοιχειώνει.
Οι ερμηνείες των Άντερσον και Ούλμαν είναι αριστουργηματικές και τα γοητευτικά πρόσωπά τους κάνουν την οθόνη να ξεχειλίζει από ομορφιά.
"Το όριο της διάνοιάς μου"
Ο ίδιος ο Μπέργκμαν περιγράφει την ταινία αυτή σαν "τα όρια όπου θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά του", και που "... δεν θα μπορούσε ποτέ ο ίδιος να την ξεπεράσει με κάτι άλλο...".
Το 1967 η "Persona" είχε επιλεγεί από την Σουηδική Ακαδημία Κινηματογράφου για να εκπροσωπήσει την χώρα στην κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας στο 39ο διαγωνισμό των Όσκαρ, αλλά η υποψηφιότητά της δεν έγινε δεκτή (Μέχρι και το 2004 στην Αμερική κυκλοφορούσε μια λογοκριμένη έκδοση της ταινίας στην οποία είχε περικοπεί η σκηνή με το πέος και κάποια κομμάτια από τον μονόλογους της Μπίμπι Άντερσον που αναφέρονταν, στο ερωτικό όργιο και στην άμβλωση του παιδιού...).
Η ταινία σήμερα θεωρείται από τους κριτικούς και τους δοκιμιογράφους ένα από τα σημαντικότερα αριστουργήματα του 20ου αιώνα στον χώρο της 7ης τέχνης και βρίσκεται σε αρκετές λίστες με τις καλύτερες δημιουργίες όλων των εποχών.
Το 2010, βρέθηκε στη θέση Νο71 του Empire Magazine, στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, ενώ στην αντίστοιχη λίστα του Sight & Sound, βρίσκεται στην θέση Νο13.
Από τις πιο προχωρημένες και μοντέρνες δημιουργίες
Πρόκειται για την πιο αινιγματική-πειραματική δημιουργία του σπουδαίου Σουηδού σκηνοθέτη, η οποία αποτελεί μία από τις πιο προχωρημένες και μοντέρνες δημιουργίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Η "Περσόνα" πραγματεύεται τη γυναικεία φύση, την ψυχολογία της χαμένης ταυτότητας και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια αλληγορική σπουδή για την ουσία της τέχνης.
Οι δύο γυναικείοι χαρακτήρες της ταινίας κινούνται οριακά ανάμεσα στη νοητή γραμμή της λογικής και της τρέλας, μεταφέροντας στον θεατή παράξενα συναισθήματα, καθώς οι αλήθειες του υποσυνειδήτου που αναδύονται, άμεσα και ωμά στην επιφάνεια, φτάνουν σε σημείο να τρομάζουν.
Σίγουρα το να δει κάποιος για μια φορά την ταινία, όσο προσήλωση και να δείξει, δεν πρόκειται να καταφέρει να την αποκρυπτογραφήσει. Και πώς να γίνει αυτό άλλωστε όταν η ταινία ξεκινάει με μία σειρά από "δυσαρμονικές" εικόνες όπως, ένα εκτυφλωτικό φως, μια μηχανή προβολής που κάνει φασαρία και τρεμοσβήνει, ένα πέος σε στύση, την σφαγή ενός αρνιού και αρκετές ακόμη, οι οποίες είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να συσχετισθούν με την υπόλοιπη ταινία και το σενάριο.
Η ταινία έχει ερμηνευθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και έχει αποτελέσει αντικείμενο μακροχρόνιων συζητήσεων μεταξύ των οπαδών της καθώς και ανάμεσα στους κριτικούς. Τελικά, η ιστορία του Μπέργκμαν μιλάει για δυο γυναίκες που είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα που ταυτίζονται και γίνονται ένα ή μήπως το πρόσωπο εξ αρχής είναι ένα και έρχεται σε αντιπαράθεση με το υποσυνείδητό του;
Μπέργκμαν: "Η ταινία αυτή μου έσωσε τη ζωή..."
Πρόσωπα ή προσωπεία, αλήθειες ή κατασκευάσματα, ψέματα, σιωπές, εντάσεις, ψυχώσεις, διαταραχές, επιφανειακές ομοιότητες και ουσιαστικές διαφορές, νευρικός κλονισμός (ε, αλίμονο!), πραγματικότητα και ψευδαισθήσεις, γυναικεία φύση, ανθρώπινη ύπαρξη, σημειολογία, φως και σκιά, συνεχές και ασυνεχές, φόρμα και περιεχόμενο, μοντέρνα κινηματογράφηση. Το magnum opus ενός τεράστιου δημιουργού, όσο κι αν ακούγεται βαρύγδουπο, για έναν κορυφαίο, δάσκαλο και πρωτοπόρο του σινεμά, που μας έχει χαρίσει αμέτρητα αριστουργήματα.
Η "Περσόνα", σημειωτέον, είναι η ταινία που έσωσε τη ζωή του Μπέργκμαν. Ο πρώτος τίτλος ("A Bit of Cinematography") θύμιζε διαθήκη, ενώ το έργο αυτό έφερε την αναγέννηση του σκηνοθέτη. Και τούτο διότι Μπέργκμαν συνέλαβε τις πρώτες εικόνες της ταινίας του ενώ παραληρούσε καρφωμένος στο κρεβάτι νοσοκομείου του υποφέροντας από διπλή πνευμονία. Αρνούμενος κάθε επαφή με το εξωτερικό, ο σκηνοθέτης βούλιαζε μες στη σιωπή και στις ψυχικές εκτροπές του. Τα σώματα των ετοιμοθάνατων περνούσαν μπροστά του όπως σε ένα όνειρο...
Δύο νοσηλεύτριες συζητούσαν, δείχνοντας τα χέρια τους η μία στην άλλη, και μέσα απ’ τα μάτια του Μπέργκμαν, τα δύο πρόσωπα τους έγιναν ένα. Ύστερα από λίγο, φωτογραφίες των Μπίμπι Άντερσον και Λιβ Ούλμαν τον εξέπληξαν εξαιτίας του παράξενου φωτισμού που έπεφτε στα πρόσωπα τους...
Αυτό ήταν! Η ταινία "Περσόνα" είχε γεννηθεί...
Και λίγα χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο σκηνοθέτης δήλωνε: "Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η ταινία αυτή μου έσωσε τη ζωή. Εάν δεν είχα βρει τη δύναμη να την κάνω, θα είχα τελειώσει...".
Στις δέκα καλύτερες όλων των εποχών
Persona είναι η λατινική λέξη που όριζε τις μάσκες, πίσω από τις οποίες οι ηθοποιοί της αρχαιότητας έκρυβαν τα πρόσωπα τους, για βγουν στη σκηνή ταυτισμένοι έτσι με το ρόλο που υποδήλωνε το προσωπείο τους.
"Περσόνα" του Μπέργκμαν, λοιπόν· μια ταινία που ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος τοποθετεί στις δέκα καλύτερες όλων των εποχών.
Ξεκινώντας το φιλμ, δηλώνει ευθέως στο θεατή ότι πρόκειται για κινηματογραφική ταινία. Η αρχή αλλά και το τέλος της ταινίας γίνεται με την εμφάνιση του σπινθήρα (το περίφημο καρβουνάκι) μιας κινηματογραφικής μηχανής προβολής. Ακολουθούν κομμάτια φιλμ (βλέπουμε και το αρνητικό) και εικόνες σπαρμένες που μοιάζει να προέρχονται από σκόρπιες ταινίες, μερικές από αυτές, παλιές του ίδιου του Μπέργκμαν.
Κατά τη διάρκεια της προβολής μάλιστα, το φιλμ σχίζεται στα δύο δηλώνοντας με αυτό τον εντυπωσιακά περίτεχνο σκηνοθετικό τρόπο ότι, όπως τα πάντα στην ταινία είναι ευμετάβλητα, ρευστά και φαινομενικά, έτσι και η ίδια η ταινία αλλά και γενικότερα ο κινηματογράφος, αποτελούν ένα όνειρο, ένα είδωλο σε μία οθόνη, που συγχέεται με την πραγματικότητα και ιδιαίτερα με την ύπαρξη του καλλιτέχνη. Ο θεατής δεν ξέρει και δεν μαθαίνει ποτέ τι από όσα βλέπει είναι πραγματικότητα, τι φαντασία και τι κινηματογράφος. Άλλωστε, ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν "Κινηματογράφος".
Στη μορφή της ταινίας ό,τι είναι υποκείμενο γίνεται την άλλη στιγμή αντικείμενο: η Άλμα περιγράφει τα φρικτά συναισθήματα της Ελίζαμπεθ για το παιδί της σαν να είναι η ίδια, ενώ ο φακός εστιάζει στο πρόσωπο της Ελίζαμπεθ και στην επόμενη σκηνή ο διάλογος επαναλαμβάνεται αυτούσιος, με το φακό να εστιάζει στο πρόσωπο της Άλμα. Ό,τι είναι πραγματικό οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να διαψευσθεί. Ο χώρος και ο χρόνος συγχέονται.
Συγκλονιστικές ερμηνείες
Οι δύο ηρωίδες της ταινίας, που η μία μιλάει συνεχώς και η άλλη ακούει, η μία υποφέρει από κακή εγκυμοσύνη και η άλλη έχει κάνει άμβλωση, η μία είναι άρρωστη και η άλλη θεραπεύτρια συγκρούονται και αλληλοσυμπληρώνονται , για να καταλήξουν στην ονειρική, φωτογραφημένη με ξεχωριστή αγάπη από το Σβεν Νίκβιστ σκηνή, όπου ανταλλάσουν τις προσωπικότητες τους διασταυρώνοντας τα κεφάλια τους, με μια αέρινη κίνηση που μόνο ένας Μπέργκμαν θα μπορούσε να αποσπάσει από τους ηθοποιούς του. Ειδικά η Λιβ Ούλμαν, στην πρώτη της εμφάνιση σε ταινία του Μπέργκμαν, πραγματοποιεί μια συγκλονιστική εμφάνιση εκστομίζοντας μία και μόνη λέξη: "τίποτα".
Συνολικά η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στο δισυπόστατο, την αναζήτηση της ταυτότητας αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στη σιωπή και τις λέξεις, τη θεραπεία και την ψυχοπάθεια. Ταινία πάνω στα όρια της τέχνης ή του ίδιου του σινεμά όταν υποκαθιστά τη ζωή, ή χρησιμεύει εδώ, ως ψυχοθεραπεία του καλλιτέχνη με θαυμαστά αποτελέσματα και για το έργο και για τον ίδιο (ο Μπέργκμαν εμπνεύστηκε την ταινία κατά τη διάρκεια νοσηλείας του σε νοσοκομείο. Επειδή μάλιστα περνούσε μια μεγάλη προσωπική κρίση στήριξε πάνω της όλες του τις ελπίδες για ανάκαμψη, πιστεύοντας πως αν αποτύγχανε δεν θα μπορούσε να συνεχίσει το έργο του) και για το θεατή που το βιώνει μαζί του.
Στην αποτύπωση όλων αυτών των θεμάτων καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η εκθαμβωτική φωτογραφία του Νίκβιστ, ο οποίος με τα περάσματα του από το βαθύ μαύρο στο φωτεινό λευκό και ιδιαίτερα με τους φωτισμούς στα πρόσωπα, τονίζει τη θεματολογία του σκηνοθέτη. Άλλωστε τα πρωτογενή δομικά υλικά του κινηματογράφου είναι το φως και η σκιά. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν χρησιμοποιεί τις περισσότερες φορές παρτιτούρες του J.S.Bach, προκειμένου να επενδύσει μουσικά τις ταινίες του. Είναι απόλυτα σωστό ο κατεξοχήν εκφραστής του θεοκρατικού αγνωστικισμού στον κινηματογράφο να καταφεύγει σε μια μουσική με βαθιά θρησκευτικό χαρακτήρα, για να υποδηλώσει τα μεγάλα ερωτηματικά που θέτουν οι ταινίες του. Εδώ το adagio από το κονσέρτο για βιολί και έγχορδα σε μι μείζονα, BWV 1042, του Μπαχ συνταιριάζεται θαυμάσια με το κλίμα και την ατμόσφαιρα της ταινίας.
Η αυτοβιογραφία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του 20ού αιώνα και οξυδερκής ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν έπιασε να γράψει την αυτοβιογραφία του γύρω στα εβδομήντα, πάντα στοιχειωμένος από ερωτήματα. Τι τον έσπρωξε στο καταφύγιο της τέχνης; Γιατί δυσκολευόταν ν΄ αγαπήσει και να εμπιστευθεί; Γιατί αποξενώθηκε από τα ίδια του τα παιδιά;...
Γιος ενός λουθηρανού πάστορα και μιας φιλότεχνης γυναίκας που λαχταρούσε διαζύγιο αλλά έπαψε νωρίς να το διεκδικεί, ο Μπέργκμαν δέχτηκε μια ανατροφή βασισμένη σε έννοιες όπως αμαρτία, εξομολόγηση, τιμωρία, συγχώρεση: "Σε όλα αυτά ενυπήρχε μια λογική την οποία αποδεχόμασταν και νομίζαμε ότι καταλαβαίναμε. Πιθανώς αυτή η κατάσταση να συνετέλεσε και στην άνευ αντιρρήσεων αποδοχή του ναζισμού. Ποτέ δεν είχαμε ακούσει τη λέξη ελευθερία και, σίγουρα, δεν την είχαμε γευτεί ποτέ".
Ίσως γι΄ αυτό να πορεύτηκε σαν "πτυχιούχος ψεύτης", υιοθετώντας ένα προσωπείο "που ελάχιστη σχέση είχε με τον πραγματικό μου εαυτό". Το σίγουρο είναι ότι ο καταπιεσμένος, γεμάτος μπιμπίκια έφηβος που καταβρόχθιζε Νίτσε, Μπαλζάκ και Ντοστογέφσκι, έδωσε τη θέση του σ΄ έναν κυριευμένο από πόθο ενήλικα, καθ΄ έξιν μοιχό, με αυτοκτονικές τάσεις αλλά και με διαβολικό πείσμα, αφοσιωμένο ψυχή τε και σώματι στο επάγγελμά του, αυτήν τη "σχολαστική διαχείριση του ανείπωτου".
Διαβάζοντας το βιβλίο του γίνεται κανείς μάρτυρας του απόλυτου θαυμασμού του για τον Ταρκόφσκι, των αλλεπάλληλων αναμετρήσεών του τόσο με την κληρονομιά του Στρίντμπεργκ όσο και με τις συντρόφους του, παίρνει εξηγήσεις για το φορολογικό σκάνδαλο που τον οδήγησε ν΄ αυτοεξοριστεί κι αφουγκράζεται τις σκέψεις του για τα γηρατειά, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, τη θνητότητα αλλά και για τη στιγμή που οφείλει κανείς ν΄ "αποχωρεί".
Παγκοσμίως γνωστός για τις ταινίες του, ο Μπέργκμαν υπήρξε παράλληλα εμβληματική μορφή του σουηδικού θεάτρου. Οι θεατρικές αναφορές, μάλιστα, υπερτερούν των κινηματογραφικών στον "Μαγικό φανό".
Σκέψεις και λόγια του σκηνοθέτη
• "Υπάρχει πάντα μια διαρκής πάλη μέσα μου ανάμεσα στην ανάγκη μου να καταστρέψω και στη θέλησή μου να ζήσω. Kι αυτό δημιουργεί μία εσωτερική ένταση που κυριαρχεί και στον τρόπο που δημιουργώ και στην υλική μου ύπαρξη. Κάθε πρωί ξυπνώ με μια καινούρια οργή, μια καινούρια καχυποψία, μια καινούρια λαχτάρα για τη ζωή".
• "Προσπαθούμε να πετύχουμε δύο πράγματα ταυτόχρονα. Από την μία την επικοινωνία με τους άλλους, που είναι το βαθύτερο ένστικτό μας και από την άλλη την ασφάλεια. Με τη συνεχή επικοινωνία με τους άλλους ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να δεχτούμε το φρικτό γεγονός της ολοκληρωτικής μας ερημιάς. Ψάχνουμε αδιάκοπα για καινούρια σχέδια, καινούρια σχήματα, καινούρια συστήματα για να μπορέσουμε να αποσοβήσουμε μερικά ή ολοκληρωτικά την επίγνωση της δικής μας μοναξιάς".
• "Είναι καλό να είσαι διάσημος. Αλλά στην περίπτωσή μου έχω την εντύπωση ότι αφορά κάποιον μακρινό συγγενή μου. Η διασημότητα δεν μετράει καθόλου μπροστά στην τελευταία ταινία, μπροστά στο γύρισμα της τελευταίας σκηνής. Ειδικά εκείνη την ώρα πρέπει να έχεις την ισορροπία του ακροβάτη".
"Η ταινία αυτή μου έσωσε τη ζωή. Και αποτελεί τα όρια στα οποία θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά μου..." είχε πει χαρακτηριστικά ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στο δισυπόστατο, την αναζήτηση της ταυτότητας αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στη σιωπή και τις λέξεις, τη θεραπεία και την ψυχοπάθεια.
Μια αριστουργηματική μινιμαλιστική σπουδή πάνω στη γυναικεία φύση, την ψυχολογία της χαμένης ταυτότητας και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σύνοψη
Η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Βόγκλερ, παντρεμένη και με ένα μικρό γιο, καταρρέει κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της Ηλέκτρας. Στη συνέχεια καταφεύγει στη σιωπή και την απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο. Η νοσοκόμα που την περιποιείται, η Άλμα, τη συνοδεύει στο παραθαλάσσιο σπίτι της γιατρού της, για να βελτιωθούν οι συνθήκες ανάρρωσης της.
Η Άλμα προσπαθεί συνεχώς να διαλευκάνει ποιος είναι ο λόγος που η Ελίζαμπεθ έχει επιλέξει τη σιωπή (η οποία μετατρέπεται σιγά σιγά σε κατατονία) μιας και πιστεύει ότι διαθέτει ένα είδος "εσωτερικής δύναμης" που την έχει ωθήσει σε τούτη της την επιλογή.
Παρότι εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες μια περίεργη όσμωση θα δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Επειδή ο γιατρός που παρακολουθούσε την Ελίζαμπεθ έχει απαγορεύσει τις επισκέψεις, η Άλμα μιλάει συνεχώς στην Άλμα προσπαθώντας να της εκμαιεύσει λεπτομέρειες της ζωής της. Οι μέρες περνούν και η Άλμα προκειμένου να κάνει την Ελίζαμπεθ να αντιδράσει, της μιλάει διαρκώς, χωρίς ποτέ να λαμβάνει απάντηση και σύντομα θα αρχίσει να της εξομολογείται όλα της τα μυστικά της και τις πιο μύχιες σκέψεις της.
Σ’ αυτό το διάστημα της συγκατοίκησης και της απομόνωσης, ανάμεσα στις δυο γυναίκες που μοιάζουν πολύ στην εξωτερική εμφάνιση, αναπτύσσεται μια παράξενη σχέση η οποία οδηγεί σταδιακά και με έναν παράξενο τρόπο, στην συγχώνευση των προσωπικοτήτων τους, της μίας μέσα στην άλλη...
Μινιμαλιστικό αριστούργημα
Η "Persona" (στην Ελλάδα έχει παιχθεί και ως "Έρωτας χωρίς φραγμούς") κρίνεται ως άκρως μινιμαλιστική, πλην αριστουργηματική, ταινία, με την εμφάνιση μόνο πέντε ηθοποιών από τους οποίους η Μπίμπι Άντερσον και η Λιβ Ούλμαν είναι οι μόνες που εμφανίζεται για περισσότερο από ένα λεπτό μπροστά στην κάμερα. Ο χαρακτήρας της Ούλμαν λέει μόνο δεκατέσσερις λέξεις καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, σε αντίθεση με την Άντερσον, η οποία μιλάει ακατάπαυστα. Μάλιστα, μεταξύ των άλλων έχει δύο εξαιρετικούς μονολόγους: αυτόν που περιγράφει το ερωτικό όργιο με τους αγνώστους στην παραλία και αυτόν που αναφέρεται στο μωρό της Ελίζαμπεθ.
Τα σκηνικά, τα κοστούμια και το μακιγιάζ είναι ελάχιστα, ενώ ο Μπέργκαμν κινηματογραφεί για άλλη μια φορά με εξαιρετικό τρόπο, χρησιμοποιώντας θαυμάσιες γωνίες λήψης, με μακρινά αλλά και πολύ κοντινά πλάνα πάνω στα πρόσωπα των δύο πανέμορφων πρωταγωνιστριών του. Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει και στο μοντάζ, ενώ η φωτογραφία είναι άψογη, με έντονη αντίθεση του άσπρου-μαύρου. Η μουσική επένδυση του Βέρλε είναι εξαιρετική και σε ορισμένες σκηνές στοιχειώνει.
Οι ερμηνείες των Άντερσον και Ούλμαν είναι αριστουργηματικές και τα γοητευτικά πρόσωπά τους κάνουν την οθόνη να ξεχειλίζει από ομορφιά.
"Το όριο της διάνοιάς μου"
Ο ίδιος ο Μπέργκμαν περιγράφει την ταινία αυτή σαν "τα όρια όπου θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά του", και που "... δεν θα μπορούσε ποτέ ο ίδιος να την ξεπεράσει με κάτι άλλο...".
Το 1967 η "Persona" είχε επιλεγεί από την Σουηδική Ακαδημία Κινηματογράφου για να εκπροσωπήσει την χώρα στην κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας στο 39ο διαγωνισμό των Όσκαρ, αλλά η υποψηφιότητά της δεν έγινε δεκτή (Μέχρι και το 2004 στην Αμερική κυκλοφορούσε μια λογοκριμένη έκδοση της ταινίας στην οποία είχε περικοπεί η σκηνή με το πέος και κάποια κομμάτια από τον μονόλογους της Μπίμπι Άντερσον που αναφέρονταν, στο ερωτικό όργιο και στην άμβλωση του παιδιού...).
Η ταινία σήμερα θεωρείται από τους κριτικούς και τους δοκιμιογράφους ένα από τα σημαντικότερα αριστουργήματα του 20ου αιώνα στον χώρο της 7ης τέχνης και βρίσκεται σε αρκετές λίστες με τις καλύτερες δημιουργίες όλων των εποχών.
Το 2010, βρέθηκε στη θέση Νο71 του Empire Magazine, στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, ενώ στην αντίστοιχη λίστα του Sight & Sound, βρίσκεται στην θέση Νο13.
Από τις πιο προχωρημένες και μοντέρνες δημιουργίες
Πρόκειται για την πιο αινιγματική-πειραματική δημιουργία του σπουδαίου Σουηδού σκηνοθέτη, η οποία αποτελεί μία από τις πιο προχωρημένες και μοντέρνες δημιουργίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Η "Περσόνα" πραγματεύεται τη γυναικεία φύση, την ψυχολογία της χαμένης ταυτότητας και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια αλληγορική σπουδή για την ουσία της τέχνης.
Οι δύο γυναικείοι χαρακτήρες της ταινίας κινούνται οριακά ανάμεσα στη νοητή γραμμή της λογικής και της τρέλας, μεταφέροντας στον θεατή παράξενα συναισθήματα, καθώς οι αλήθειες του υποσυνειδήτου που αναδύονται, άμεσα και ωμά στην επιφάνεια, φτάνουν σε σημείο να τρομάζουν.
Σίγουρα το να δει κάποιος για μια φορά την ταινία, όσο προσήλωση και να δείξει, δεν πρόκειται να καταφέρει να την αποκρυπτογραφήσει. Και πώς να γίνει αυτό άλλωστε όταν η ταινία ξεκινάει με μία σειρά από "δυσαρμονικές" εικόνες όπως, ένα εκτυφλωτικό φως, μια μηχανή προβολής που κάνει φασαρία και τρεμοσβήνει, ένα πέος σε στύση, την σφαγή ενός αρνιού και αρκετές ακόμη, οι οποίες είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να συσχετισθούν με την υπόλοιπη ταινία και το σενάριο.
Η ταινία έχει ερμηνευθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και έχει αποτελέσει αντικείμενο μακροχρόνιων συζητήσεων μεταξύ των οπαδών της καθώς και ανάμεσα στους κριτικούς. Τελικά, η ιστορία του Μπέργκμαν μιλάει για δυο γυναίκες που είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα που ταυτίζονται και γίνονται ένα ή μήπως το πρόσωπο εξ αρχής είναι ένα και έρχεται σε αντιπαράθεση με το υποσυνείδητό του;
Μπέργκμαν: "Η ταινία αυτή μου έσωσε τη ζωή..."
Πρόσωπα ή προσωπεία, αλήθειες ή κατασκευάσματα, ψέματα, σιωπές, εντάσεις, ψυχώσεις, διαταραχές, επιφανειακές ομοιότητες και ουσιαστικές διαφορές, νευρικός κλονισμός (ε, αλίμονο!), πραγματικότητα και ψευδαισθήσεις, γυναικεία φύση, ανθρώπινη ύπαρξη, σημειολογία, φως και σκιά, συνεχές και ασυνεχές, φόρμα και περιεχόμενο, μοντέρνα κινηματογράφηση. Το magnum opus ενός τεράστιου δημιουργού, όσο κι αν ακούγεται βαρύγδουπο, για έναν κορυφαίο, δάσκαλο και πρωτοπόρο του σινεμά, που μας έχει χαρίσει αμέτρητα αριστουργήματα.
Η "Περσόνα", σημειωτέον, είναι η ταινία που έσωσε τη ζωή του Μπέργκμαν. Ο πρώτος τίτλος ("A Bit of Cinematography") θύμιζε διαθήκη, ενώ το έργο αυτό έφερε την αναγέννηση του σκηνοθέτη. Και τούτο διότι Μπέργκμαν συνέλαβε τις πρώτες εικόνες της ταινίας του ενώ παραληρούσε καρφωμένος στο κρεβάτι νοσοκομείου του υποφέροντας από διπλή πνευμονία. Αρνούμενος κάθε επαφή με το εξωτερικό, ο σκηνοθέτης βούλιαζε μες στη σιωπή και στις ψυχικές εκτροπές του. Τα σώματα των ετοιμοθάνατων περνούσαν μπροστά του όπως σε ένα όνειρο...
Δύο νοσηλεύτριες συζητούσαν, δείχνοντας τα χέρια τους η μία στην άλλη, και μέσα απ’ τα μάτια του Μπέργκμαν, τα δύο πρόσωπα τους έγιναν ένα. Ύστερα από λίγο, φωτογραφίες των Μπίμπι Άντερσον και Λιβ Ούλμαν τον εξέπληξαν εξαιτίας του παράξενου φωτισμού που έπεφτε στα πρόσωπα τους...
Αυτό ήταν! Η ταινία "Περσόνα" είχε γεννηθεί...
Και λίγα χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο σκηνοθέτης δήλωνε: "Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η ταινία αυτή μου έσωσε τη ζωή. Εάν δεν είχα βρει τη δύναμη να την κάνω, θα είχα τελειώσει...".
Στις δέκα καλύτερες όλων των εποχών
Persona είναι η λατινική λέξη που όριζε τις μάσκες, πίσω από τις οποίες οι ηθοποιοί της αρχαιότητας έκρυβαν τα πρόσωπα τους, για βγουν στη σκηνή ταυτισμένοι έτσι με το ρόλο που υποδήλωνε το προσωπείο τους.
"Περσόνα" του Μπέργκμαν, λοιπόν· μια ταινία που ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος τοποθετεί στις δέκα καλύτερες όλων των εποχών.
Ξεκινώντας το φιλμ, δηλώνει ευθέως στο θεατή ότι πρόκειται για κινηματογραφική ταινία. Η αρχή αλλά και το τέλος της ταινίας γίνεται με την εμφάνιση του σπινθήρα (το περίφημο καρβουνάκι) μιας κινηματογραφικής μηχανής προβολής. Ακολουθούν κομμάτια φιλμ (βλέπουμε και το αρνητικό) και εικόνες σπαρμένες που μοιάζει να προέρχονται από σκόρπιες ταινίες, μερικές από αυτές, παλιές του ίδιου του Μπέργκμαν.
Κατά τη διάρκεια της προβολής μάλιστα, το φιλμ σχίζεται στα δύο δηλώνοντας με αυτό τον εντυπωσιακά περίτεχνο σκηνοθετικό τρόπο ότι, όπως τα πάντα στην ταινία είναι ευμετάβλητα, ρευστά και φαινομενικά, έτσι και η ίδια η ταινία αλλά και γενικότερα ο κινηματογράφος, αποτελούν ένα όνειρο, ένα είδωλο σε μία οθόνη, που συγχέεται με την πραγματικότητα και ιδιαίτερα με την ύπαρξη του καλλιτέχνη. Ο θεατής δεν ξέρει και δεν μαθαίνει ποτέ τι από όσα βλέπει είναι πραγματικότητα, τι φαντασία και τι κινηματογράφος. Άλλωστε, ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν "Κινηματογράφος".
Στη μορφή της ταινίας ό,τι είναι υποκείμενο γίνεται την άλλη στιγμή αντικείμενο: η Άλμα περιγράφει τα φρικτά συναισθήματα της Ελίζαμπεθ για το παιδί της σαν να είναι η ίδια, ενώ ο φακός εστιάζει στο πρόσωπο της Ελίζαμπεθ και στην επόμενη σκηνή ο διάλογος επαναλαμβάνεται αυτούσιος, με το φακό να εστιάζει στο πρόσωπο της Άλμα. Ό,τι είναι πραγματικό οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να διαψευσθεί. Ο χώρος και ο χρόνος συγχέονται.
Συγκλονιστικές ερμηνείες
Οι δύο ηρωίδες της ταινίας, που η μία μιλάει συνεχώς και η άλλη ακούει, η μία υποφέρει από κακή εγκυμοσύνη και η άλλη έχει κάνει άμβλωση, η μία είναι άρρωστη και η άλλη θεραπεύτρια συγκρούονται και αλληλοσυμπληρώνονται , για να καταλήξουν στην ονειρική, φωτογραφημένη με ξεχωριστή αγάπη από το Σβεν Νίκβιστ σκηνή, όπου ανταλλάσουν τις προσωπικότητες τους διασταυρώνοντας τα κεφάλια τους, με μια αέρινη κίνηση που μόνο ένας Μπέργκμαν θα μπορούσε να αποσπάσει από τους ηθοποιούς του. Ειδικά η Λιβ Ούλμαν, στην πρώτη της εμφάνιση σε ταινία του Μπέργκμαν, πραγματοποιεί μια συγκλονιστική εμφάνιση εκστομίζοντας μία και μόνη λέξη: "τίποτα".
Συνολικά η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στο δισυπόστατο, την αναζήτηση της ταυτότητας αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στη σιωπή και τις λέξεις, τη θεραπεία και την ψυχοπάθεια. Ταινία πάνω στα όρια της τέχνης ή του ίδιου του σινεμά όταν υποκαθιστά τη ζωή, ή χρησιμεύει εδώ, ως ψυχοθεραπεία του καλλιτέχνη με θαυμαστά αποτελέσματα και για το έργο και για τον ίδιο (ο Μπέργκμαν εμπνεύστηκε την ταινία κατά τη διάρκεια νοσηλείας του σε νοσοκομείο. Επειδή μάλιστα περνούσε μια μεγάλη προσωπική κρίση στήριξε πάνω της όλες του τις ελπίδες για ανάκαμψη, πιστεύοντας πως αν αποτύγχανε δεν θα μπορούσε να συνεχίσει το έργο του) και για το θεατή που το βιώνει μαζί του.
Στην αποτύπωση όλων αυτών των θεμάτων καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η εκθαμβωτική φωτογραφία του Νίκβιστ, ο οποίος με τα περάσματα του από το βαθύ μαύρο στο φωτεινό λευκό και ιδιαίτερα με τους φωτισμούς στα πρόσωπα, τονίζει τη θεματολογία του σκηνοθέτη. Άλλωστε τα πρωτογενή δομικά υλικά του κινηματογράφου είναι το φως και η σκιά. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν χρησιμοποιεί τις περισσότερες φορές παρτιτούρες του J.S.Bach, προκειμένου να επενδύσει μουσικά τις ταινίες του. Είναι απόλυτα σωστό ο κατεξοχήν εκφραστής του θεοκρατικού αγνωστικισμού στον κινηματογράφο να καταφεύγει σε μια μουσική με βαθιά θρησκευτικό χαρακτήρα, για να υποδηλώσει τα μεγάλα ερωτηματικά που θέτουν οι ταινίες του. Εδώ το adagio από το κονσέρτο για βιολί και έγχορδα σε μι μείζονα, BWV 1042, του Μπαχ συνταιριάζεται θαυμάσια με το κλίμα και την ατμόσφαιρα της ταινίας.
Η αυτοβιογραφία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του 20ού αιώνα και οξυδερκής ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν έπιασε να γράψει την αυτοβιογραφία του γύρω στα εβδομήντα, πάντα στοιχειωμένος από ερωτήματα. Τι τον έσπρωξε στο καταφύγιο της τέχνης; Γιατί δυσκολευόταν ν΄ αγαπήσει και να εμπιστευθεί; Γιατί αποξενώθηκε από τα ίδια του τα παιδιά;...
Γιος ενός λουθηρανού πάστορα και μιας φιλότεχνης γυναίκας που λαχταρούσε διαζύγιο αλλά έπαψε νωρίς να το διεκδικεί, ο Μπέργκμαν δέχτηκε μια ανατροφή βασισμένη σε έννοιες όπως αμαρτία, εξομολόγηση, τιμωρία, συγχώρεση: "Σε όλα αυτά ενυπήρχε μια λογική την οποία αποδεχόμασταν και νομίζαμε ότι καταλαβαίναμε. Πιθανώς αυτή η κατάσταση να συνετέλεσε και στην άνευ αντιρρήσεων αποδοχή του ναζισμού. Ποτέ δεν είχαμε ακούσει τη λέξη ελευθερία και, σίγουρα, δεν την είχαμε γευτεί ποτέ".
Ίσως γι΄ αυτό να πορεύτηκε σαν "πτυχιούχος ψεύτης", υιοθετώντας ένα προσωπείο "που ελάχιστη σχέση είχε με τον πραγματικό μου εαυτό". Το σίγουρο είναι ότι ο καταπιεσμένος, γεμάτος μπιμπίκια έφηβος που καταβρόχθιζε Νίτσε, Μπαλζάκ και Ντοστογέφσκι, έδωσε τη θέση του σ΄ έναν κυριευμένο από πόθο ενήλικα, καθ΄ έξιν μοιχό, με αυτοκτονικές τάσεις αλλά και με διαβολικό πείσμα, αφοσιωμένο ψυχή τε και σώματι στο επάγγελμά του, αυτήν τη "σχολαστική διαχείριση του ανείπωτου".
Διαβάζοντας το βιβλίο του γίνεται κανείς μάρτυρας του απόλυτου θαυμασμού του για τον Ταρκόφσκι, των αλλεπάλληλων αναμετρήσεών του τόσο με την κληρονομιά του Στρίντμπεργκ όσο και με τις συντρόφους του, παίρνει εξηγήσεις για το φορολογικό σκάνδαλο που τον οδήγησε ν΄ αυτοεξοριστεί κι αφουγκράζεται τις σκέψεις του για τα γηρατειά, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, τη θνητότητα αλλά και για τη στιγμή που οφείλει κανείς ν΄ "αποχωρεί".
Παγκοσμίως γνωστός για τις ταινίες του, ο Μπέργκμαν υπήρξε παράλληλα εμβληματική μορφή του σουηδικού θεάτρου. Οι θεατρικές αναφορές, μάλιστα, υπερτερούν των κινηματογραφικών στον "Μαγικό φανό".
Σκέψεις και λόγια του σκηνοθέτη
• "Υπάρχει πάντα μια διαρκής πάλη μέσα μου ανάμεσα στην ανάγκη μου να καταστρέψω και στη θέλησή μου να ζήσω. Kι αυτό δημιουργεί μία εσωτερική ένταση που κυριαρχεί και στον τρόπο που δημιουργώ και στην υλική μου ύπαρξη. Κάθε πρωί ξυπνώ με μια καινούρια οργή, μια καινούρια καχυποψία, μια καινούρια λαχτάρα για τη ζωή".
• "Προσπαθούμε να πετύχουμε δύο πράγματα ταυτόχρονα. Από την μία την επικοινωνία με τους άλλους, που είναι το βαθύτερο ένστικτό μας και από την άλλη την ασφάλεια. Με τη συνεχή επικοινωνία με τους άλλους ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να δεχτούμε το φρικτό γεγονός της ολοκληρωτικής μας ερημιάς. Ψάχνουμε αδιάκοπα για καινούρια σχέδια, καινούρια σχήματα, καινούρια συστήματα για να μπορέσουμε να αποσοβήσουμε μερικά ή ολοκληρωτικά την επίγνωση της δικής μας μοναξιάς".
• "Είναι καλό να είσαι διάσημος. Αλλά στην περίπτωσή μου έχω την εντύπωση ότι αφορά κάποιον μακρινό συγγενή μου. Η διασημότητα δεν μετράει καθόλου μπροστά στην τελευταία ταινία, μπροστά στο γύρισμα της τελευταίας σκηνής. Ειδικά εκείνη την ώρα πρέπει να έχεις την ισορροπία του ακροβάτη".