Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
1893 – 1930

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Ρώσος ποιητής, με πληθωρική παρουσία τα πρώτα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Υπήρξε ο κορυφαίος εκπρόσωπος του ρωσικού φουτουρισμού.

Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (Vladimir Mayakovsky) γεννήθηκε στη Βαγδάτη της Γεωργίας στις 7 Ιουλίου 1893. Ο πατέρας του ήταν ευγενούς καταγωγής (Ρώσος με κοζάκικες ρίζες), δασοφύλακας το επάγγελμα. Η μητέρα του ήταν ουκρανικής καταγωγής. Από τα 14 χρόνια του ασπάσθηκε τις ιδέες του σοσιαλισμού και συμμετείχε ενεργά σε αντιτσαρικές διαδηλώσεις στη γενέτειρά του. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός Βλαντιμίρ, η μητέρα του και οι δύο αδελφές του, Όλγα και Λουντμίλα, μετακόμισαν στη Μόσχα.

Το 1908 ο Μαγιακόφσκι έγινε μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και φυλακίστηκε επανειλημμένα για την ανατρεπτική δράση του. Στο κελί της απομόνωσης άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Μετά την αποφυλάκισή του φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και προσχώρησε στο κίνημα των ρώσων φουτουριστών, όπου γρήγορα διακρίθηκε κι έγινε ο κύριος εκπρόσωπός τους.

Το 1912, ο κύκλος των ρώσων φουτουριστών εξέδωσε μανιφέστο με τίτλο «Χαστούκι στο γούστο του κοινού». Το κίνημα του φουτουρισμού ανήγαγε σε φετίχ του το μέλλον και ύμνησε την τεχνολογική εξέλιξη. «Ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο αγώνων είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης» υποστήριζε ο «γκουρού» του φουτουρισμού, ιταλός Τομάσο Μαρινέτι. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ρώσοι συνοδοιπόροι του: «Το παρελθόν είναι στενάχωρο. Η Ακαδημία, ο Πούσκιν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, είναι πιο ακατανόητοι κι από ιερογλυφικά» γραφόταν στο Μανιφέστο. Οι φουτουριστές συνήθιζαν να διαβάζουν ποιήματά τους καταμεσής του δρόμου, έριχναν τσάι στο ακροατήριό τους και γενικά έκαναν το παν για να ενοχλούν τον καθωσπρεπισμό των αστών.

Από την εποχή αυτή η ποίηση του Μαγιακόφσκι άρχισε να γίνεται επιθετική και προκλητική, με έντονα στοιχεία υπερβολής, υπεροψίας και αυτοαναφοράς. Το 1915 δημοσιεύει το πρώτο μεγάλο του ποίημα με τίτλο: «Σύννεφο με παντελόνια», από το οποίο πήρε και το όνομά του το γνωστό ελληνικό μουσικό σχήμα «Σύννεφα με παντελόνια». Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου γνωρίζει και ερωτεύεται τη Λιλλή Μπρικ, γυναίκα του εκδότη του Οσιπ Μπρικ. Τις αφιερώνει το επόμενο σπουδαίο ποίημά του «Σπονδυλωτό Φλάουτο» (1916). Και τα δύο αυτά έργα του καταγράφουν έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση κι εκφράζουν τη διάσταση του ποιητή με τον κόσμο που ζούσε.

Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι και η Λίλη Μπρικ
 
Με την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Μαγιακόφσι υπηρέτησε πολυποίκιλα με την πέννα του το νέο καθεστώς. Έγραφε στρατευμένα ποιήματα («Ωδή στην Επανάσταση», «Αριστερή Πορεία»), άρθρα, βιβλία για μικρά παιδιά και ζωγράφιζε αφίσες και σκίτσα, τα οποία συνόδευε με στίχους και συνθήματα, ενώ παράλληλα περιόδευε τη χώρα, κάνοντας διαλέξεις και απαγγελίες. Το 1924 έγραψε μία ελεγεία από 3.000 στίχους για τον θάνατο του Λένιν.

Μετά το 1925 ταξίδεψε στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Κούβα, το Μεξικό, εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις της ερωμένης του στη διαβόητη μυστική υπηρεσία «Τσε-Κα». Τις εντυπώσεις από το ταξίδι του στο Νέο Κόσμο τις αποτύπωσε στο βιβλίο του «Πώς ανακάλυψα την Αμερική».
Σε μια διάλεξή του στις ΗΠΑ γνωρίζεται με την Έλι Τζόουνς. Καρπός του κεραυνοβόλου και σύντομου έρωτά τους είναι μια κόρη, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε το 1929, όταν συναντήθηκε κρυφά με την Τζόουνς στη Γαλλία. Εκείνη την εποχή ο Μαγιακόφσκι ζούσε ένα παθιασμένο έρωτα με την Τατιάνα Γιακόβλεβα, μία συμπατριώτισσά του εμιγκρέ, που ζούσε στο Παρίσι. Επιθυμούσε να την παντρευτεί, αλλά αυτή αρνιόταν πεισματικά.

Στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του εξέδωσε δύο θεατρικά έργα («Κοριός» και «Λουτρό»), με κριτική διάθεση απέναντι στη σοβιετική γραφειοκρατία. Η αποτυχία της παράστασης του «Λουτρού» στο Λένινγκραντ το 1930, οι ερωτικές του απογοητεύσεις, οι διαδοχικές παρεξηγήσεις και συγκρούσεις με τον Ρωσικό Σύνδεσμο Προλεταρίων Συγγραφέων, οδήγησαν τον Μαγιακόφσκι στην απελπισία. Απογοητευμένος και από τη σοβιετική πραγματικότητα, μετά την άρνηση των αρχών να του δώσουν άδεια να ταξιδέψει στο εξωτερικό, έβαλε τέλος στη ζωή του στις 14 Απριλίου του 1930.
Το σημείωμα που βρέθηκε στον τόπο της αυτοκτονίας του έγραφε:
Σε όλους
Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα
και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά.
Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης.
Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με - αυτός δεν είναι τρόπος-
(δεν τον συμβουλεύω σε άλλους)
μα δεν έχω διέξοδο. Λίλια αγάπαμε.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι
η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλοτοβα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτή ζωή, ευχαριστώ.
Τ’ αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ.
Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν.
Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν” καθώς λεν
και εμείς ας πούμε
τη βάρκα του έρωτα
τη συνέτριψε η ζωή.
Είμαστε πάτσι τώρα οι δυό μας
και δεν έχει νόημα να καταγραφούνε κάθε αμοιβαίος πόνος, συμφορά και προσβολή.
Να ‘στε καλά.
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
 
Υστερόγραφο 12.IV.30
Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο.
Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Γειά σας.
Πέστε του Γιερμίλοφ, λυπάμαι που έβγαλα το σύνθημα,
έπρεπε να συνεχίσω τον καυγά ως το τέλος.
Στο τραπέζι μου είναι 2.000 ρούβλια - δώστε τα στην Εφορία.
Τα υπόλοιπα πάρτε τα απ’ τις Κρατικές Εκδόσεις.
Β.Μ.
Μετά την αυτοκτονία του, ο σοβιετικός τύπος επιτέθηκε στον ποιητή, χαρακτηρίζοντάς τον «φορμαλιστή» και «συνοδοιπόρο» και όχι «Καλλιτέχνη του Λαού», όπως συνηθιζόταν για τους στρατευμένους καλλιτέχνες. Η Λιλλή Μπρικ έγραψε, τότε, ένα γράμμα στο Στάλιν και του ζητούσε την αποκατάσταση του ονόματος του Μαγιακόφσκι. Ο Στάλιν ανταποκρίθηκε και τον χαρακτήρισε «Καλύτερο και πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής μας εποχής».

Αυτός ήταν και ο «δεύτερος θάνατος του Μαγιακόφσκι», σύμφωνα με τον φίλο του συγγραφέα Μπόρις Πάστερνακ («Δρ Ζιβάγκο»), αφού μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1991) χαρακτηρίστηκε «ένας από τους εκπροσώπους του ολοκληρωτισμού», ενώ μια μερίδα της κριτικής θεωρεί σήμερα το έργο του ξεπερασμένο. Ο Μαγιακόφσκι, με τον λυρισμό και τις τεχνικές καινοτομίες, βρήκε αξιόλογους συνεχιστές στην πατρίδα του (Οστρόφσκι, Έρενμπουργκ, Γεφτουσένκο) και στο εξωτερικό (Ελιάρ, Αραγκόν, Νερούντα, Ρίτσος, Πατρίκιος).
Μετά το θάνατο του Στάλιν κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Μαγιακόφσκι δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε κατ' εντολή του. Τη δεκαετία του '90, όταν άνοιξαν τα αρχεία της KGB, δεν βρέθηκε κάτι σχετικό κι έτσι οι φήμες παρέμειναν αναπόδεικτες.
 

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Περικλής Γιαννόπουλος – Σοφία Λασκαρίδου

Περικλής Γιαννόπουλος

Περικλής Γιαννόπουλος
Πορτραίτο του Περικλή Γιαννόπουλου (1899), έργο της ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου. 

Πριν από ένα αιώνα περίπου, ένας ξανθός Αθηναίος με γαλανά μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Καβάλα σ” ένα λευκό άλογο φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, μια από τις λαμπρότερες ελπίδες των ελληνικών γραμμάτων.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος (Πάτρα 1869 - Αθήνα 8 Απριλίου 1910), λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, υπήρξε ελληνολάτρης διανοητής.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα τον Φλεβάρη του 1869. Στα 17 του φεύγει για την Αθήνα να σπουδάσει ιατρική κι έναν χρόνο αργότερα, πάει στο Παρίσι, για να συνεχίσει τις σπουδές του. Πανέμορφος σαν αρχαίος Έλληνας θεός, με οικονομική άνεση, παρασυρόμενος από την ζωηρή του φύση, αφήνει τις σπουδές και ζει έντονα την νυχτερινή ζωή του Παρισιού. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, τα οικονομικά προβλήματα και τα προβλήματα υγείας τον αναγκάζουν να πάει στον μεγαλύτερο αδελφό του στο Λονδίνο και λίγο αργότερα να επιστρέψει στην Αθήνα.


.
 
Στις 10 Απριλίου του 1910, ντυμένος στα ολόλευκα καβαλάει ένα άλογο προχωράει προς την ακτή του Σκαραμαγκά, αλείφεται με αρώματα και μύρα, φοράει στεφάνι από λουλούδια της Αττικής γης που τόσο αγάπησε, προχωράει στα βαθειά, γυρίζει με το ένα του χέρι το άλογο προς την στεριά και με το άλλο πυροβολεί τον κρόταφό του και χάνεται στα κύματα.

Μετά ακριβώς δώδεκα ημέρες από την ημέρα της αυτοκτονίας του, το πτώμα του, που το έσπρωχναν τα κύματα ήλθε και πάλι στην ακτή. Το ρολόϊ του έδειχνε 11 και 3 λεπτά. Μέσα στην τσέπη της φανέλας του βρέθηκε ο οβολός που θα έδινε στον Χάροντα για να τον περάσει από την Αχερουσία στα Ηλύσια. Η ταφή του έγινε στο νεκροταφείο της Ελευσίνας, μεταξύ δύο γραφικών λόφων.
 …………………………………….

Χαρακτηριστικά είναι τα γραπτά του Γρηγορίου Ξενόπουλου

«Υπήρξεν ο μεγαλύτερος ως τώρα, ο ευγλωττότερος και ο φωτεινότερος απόστολος του κατά φύσιν Ελληνικήν ζην. Επίστευεν ακραδάντως εις το μεγαλείον και την αθανασίαν της Φυλής. Το έργον του είναι αφ' ενός η επίκρισις, η σάτιρα, το κουρέλιασμα, η κατάλυσις της συγχρόνου ελληνικής ζωής εις όλας της τας εκδηλώσεις -Τέχνη, φιλολογία, Γλώσσα, Θρησκεία, πολίτευμα, ενδυμασία, κλπ.- και αφετέρου αναδρομή εις τας γνησιωτέρας, τας καθαρωτέρας πηγάς του Ελληνισμού, προς υπόδειξιν των στοιχείων και κανόνων, δια των οποίων θα ηδυνάμεθα να δημιουργήσωμεν μίαν νέαν ζωήν, αληθινά ελληνικήν, εις όλας της επίσης τας εκδηλώσεις... για τούς ιδεολόγους του μέλλοντος κάθε φράσις τού Γιαννόπουλου είναι ικανή να γεννήσει ολόκληρον βιβλίον».
 
Ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει

«Μια πνοή πνέει μέσα του πλατειά, συνθετική. Ανοίγει παράθυρα, δείχνει ορίζοντες, σπέρνει στοχασμούς, υποβάλλει ιδέες, κυρύχνει αλήθειες, ξυπνάει την Ιστορία, γαργαλίζει την περιέργεια, τεντώνει τα μάτια της Κριτικής»,
ενώ του αφιερώνει τους στίχους του

«Πάει κι ο Αντίνοος έφηβος κι ο πιό λαμπρός που ζούσε
μέ τό όραμα ημερόφαντον ανάστασης ως πέρα
μιάς ομορφιάς Ελλήνισσας, απάνου από τά λόγια,
καί που γοργά τή ζήση του που ζούσε ανάμεσό μας,
καί ξαφνικά, τήν τράβηξε μέσ' από μάς καί φεύγει,
καθώς τραβάς τό χέρι σου νά μή σού τό μολέψη
τό χέρι κάποιου ανάξιου μέ τό χαιρετισμό του.»


Ο Άγγελος Σικελιανός γράφει

«το πορφυρό όραμά του, στην αισθητική του φύση, έγινε μοχλός για να σηκώσει τον Αγώνα, με μια ακράτητη ορμή, όταν πήρε το μαστίγιο του να διώξει τους εμπόρους μέσα από το ναό και να ανεβάσει, αν ήταν δυνατό, το χρώμα της ντροπής σε λίγα πρόσωπα»,
μαζί με λίγους στίχους

«..Κι έφερε η φήμη (ας ήταν μέ τού στίχου
μονάχα τήν ευγένεια νά σηκώση
τού θανάτου τόν πέπλο) πώς καταίβη
σέ άλογο απάνω, στό καθάριο κύμα
καί πώς τό στόλισε μ' ανθούς,
κι εκείνος πώς μ' αγριολούλουδα νεκροστολίστη.
Καί μπροστά στού πελάγου τά ζαφείρια
καί μπροστά στήν αρίθμητην ανάσα,
τού αρμυρού καί ηλιόλουστου αγέρα,
τό άλογο εκέντησε μπροστά στό κύμα,
σά μπρός σ' εμπόδιο, π' άλλαζε τού ανέμου
η πλήθια πνοή καί που όσο άν απλωνόταν
συντριμμένο στόν άμμο, ολόρτο πάλι,
φουσκωμένον ανέβαινεν ορμώντας.»

 


Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης γράφει τους στίχους
 
«..Τώρα σ' ευλάβεια μνήμης, ω Απολλώνιε ζήσε,
Νέος μαζί κι Αρχαίος - μιά λύπη, μιά χαρά -
Σάν απ' τόν Πραξιτέλη μαρμαρωμένος νά είσαι
Καί σάν ζωγραφισμένος απ' τό Λα-Γκανταρά.»


  …………………………………….

Σοφία Λασκαρίδου

 
Σοφία Λασκαρίδου

Ο Ξενόπουλος είχε πει ότι όταν έγραφε τη «Στέλλα Βιολάντη» είχε στο νού του το μελαχροινό κεφάλι της Σοφίας Λασκαρίδου.
Ο πατέρας της είχε γεννηθεί στο Λονδίνο και η μητέρα της στο Παρίσι. Η ίδια μεγάλωσε με ελεύθερες και μοντέρνες ιδέες. Το πάθος της ήταν η ζωγραφική. Μπορούσε να κάθεται ώρες απέναντι από τη θάλασσα του Φαλήρου, σχεδιάζοντας βάρκες και κύματα.
Μια μέρα ο πατέρας της, της έδωσε ένα περίστροφο:
«Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, αφού απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι». Η Σοφία πήρε το περίστροφο και το έκρυψε στην τσάντα της. Αυτό το ίδιο περίστροφο θα στερούσε ύστερα από μερικά χρόνια τη ζωή του Περικλή Γιαννόπουλου.

http://ithaque.gr/wp-content/uploads/2011/07/sofia-laskaridou-pinakas.jpg
Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου

«Αν δεν σε κερδίσω..»

ΜΟΝΑΧΟ. Κάποιο προαίσθημα είχε σπρώξει τον Γιαννόπουλο μερικά χρόνια πριν, να χαράξει αυτές τις γραμμές για την πόλη που θα έπαιρνε την αγαπημένη του.
«Εκεί στο Μόναχο ουρανός κλειστός. Η γη πένθος. Τα φώτα λύπη. Τα ζώα μελαγχολία. Ο αέρας πηκτή μαυρίλα. Όλος ο έξω κόσμος σπρώχνει τον άνθρωπο σε ένα καταφύγιο, ένα υπόγειο. Και εκεί ζει μια ζωή τεχνητή. Το πνεύμα και οι τέχνες είναι επιστήμες, μηχανήματα, εμπορεύματα.»
Και κάπου αλλού:
«Ξεκινάτε λοιπόν και πηγαίνετε για να διδαχθείτε τις τέχνες του φωτός, στα κέντρα του σκότους. Σε αυτό τον ομφαλό ερέβους, το Μόναχο. Ενώ όλοι οι μεγάλοι βόρειοι που είπαν και έγραψαν κάτι, κατεβαίνουν στην Ιταλία για να δουν το φως.»
Τι τραγική ειρωνία για τον ξανθό συγγραφέα, αυτή η μισητή πόλη να του στερήσει ότι αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο! Και εκείνη:
«Εργαζόμουν πολύ, αλλά η νοσταλγία βάραινε την ψυχή μου. Ζούσα δύο ζωές, την ημέρα με την τέχνη και τη νύχτα με την ανάμνηση εκείνου. Ένας αόρατος ασύρματος ένωνε τις ψυχές μας. Οι δέκτες δεν λάθευαν ποτέ. Μετέδιδαν και την πιο μικρή δόνηση του είναι μας».
Τα γράμματα του Γιαννόπουλου έφθαναν φλογερά και απελπισμένα. Της έγραφε πως την περίμενε, πως η Αθήνα ήταν άδεια χωρίς εκείνη και πως η Ακρόπολη αναζητούσε την ιέρειά της.
«Αν δεν σε κερδίσω θα συντριβώ, της έλεγε. Αλλά θα σε κερδίσω».

Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Η Σοφία Λασκαρίδου όπως την είδε ο ζωγράφος Παρθένης
  
Η προετοιμασία H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο. «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του. Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί.

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
 
http://ithaque.gr/wp-content/uploads/2011/07/epistoli-02.jpg
Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου Η προετοιμασία H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο. «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του. Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί.

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου 
Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου Η προετοιμασία H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο. «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του. Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί.

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου Η προετοιμασία H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο. «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του. Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί.

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Η προετοιμασία H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο. «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του. Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί.

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
 
Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Η προετοιμασία H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο. «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του. Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί.

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Η προετοιμασία H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοί

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
 
Η προετοιμασία H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοί

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου

Διαβάστε περισσότερα στο: http://ithaque.gr/periklis_giannopoulos/ | Ithaque
 
                                          Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου
 
 
                                          Λιαντίνης / Αναφορά στον Περικλή Γιαννόπουλο
 
Η αριστοκράτισσα ζωγράφος Σ. Λασκαρίδου, μια πρωτοποριακή προσωπικότητα της εποχής της, αποτελεί τη μοναδική γνωστή αισθηματική σχέση του Περικλή Γιαννόπουλου.
 
Σαν στωικός φιλόσοφος ο Περικλής Γιαννόπουλος επέλεξε τελικά την ευθανασία και σκηνοθέτησε πολύ προσεκτικά την έξοδό του: Κατέστρεψε το πλήθος των αδημοσίευτων γραπτών του και όλες τις φωτογραφίες του (ακόμα και αυτές που βρίσκονταν σε σπίτια φίλων ή συγγενών), ταχυδρόμησε στους φίλους του δελτάρια από τη ζωφόρο του Παρθενώνα που απεικόνιζαν έναν ακέφαλο ιππέα, και, Μεγάλη Εβδομάδα, εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας ξαπλωμένος μέσα σε ένα μόνιππο φορτωμένο με λουλούδια πασχαλιάς, εν είδει νεκροφόρας! Την Μ. Πέμπτη, 8 Απριλίου 1910, κατέβηκε στον Σκαραμαγκά με ένα νοικιασμένο αμάξι, έλυσε το άλογο, και έφιππος μπήκε στη θάλασσα, όπου αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι.

Ο θάνατός του, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε για μεγάλο διάστημα έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις και σε κάποιες στιγμές επισκίασε το ίδιο το έργο του. Ο Γ. Θεοτοκάς θα σημειώσει το 1938: «έκανε και έναν θάνατο από τον οποίο δεν έλειψε εντελώς η φροντίδα να καταπλήξει τη γαλαρία».
  …………………………………….
 

Ένα από τα σπανιότατα σωζόμενα αντίτυπα του δοκιμίου του Π. Γιαννόπουλου
«Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν» (1907). Φέρει την ιδιόχειρη αφιέρωση του συγγραφέα στον μετέπειτα κορυφαίο αρχιτέκτονα Δ. Πικιώνη.


Αν και ο Π. Γιαννόπουλος δεν άφησε ευρύ λογοτεχνικό έργο, αυτό που τον χαρακτήρισε είναι η επίδραση που άσκησε τόσο σε σύγχρονους με αυτόν ποιητές και συγγραφείς –των οποίων το έργο αποτέλεσε την πηγή από την οποία άντλησε η γενιά του ’30- όσο και, αμέσως ή εμμέσως, σε σημαντικούς λογοτέχνες των επόμενων γενιών: επηρέασε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, το έργο των Σικελιανού, Ελύτη, Σεφέρη, Ίωνος Δραγούμη, αλλά και πνευματικών ανθρώπων πέρα από τα όρια της λογοτεχνίας, όπως των αρχιτεκτόνων Δ. Πικιώνη και Ά. Κωνσταντινίδη, της λαογράφου Αγ. Χατζημιχάλη, ακόμα και του ζωγράφου Γ. Τσαρούχη. Ενδεικτικό της επιρροής που άσκησε είναι το γεγονός ότι το έτος 1938, είκοσι οκτώ χρόνια μετά τον θάνατό του και μεσούσης της περιόδου έκφρασης της γενιάς του ’30, θεωρήθηκε ατύπως ως «έτος Περικλή Γιαννόπουλου», καθώς δύο σημαντικά περιοδικά, Τα Νέα Γράμματα και τα Νεοελληνικά Γράμματα, αφιερώνουν ολόκληρα τεύχη τους στο έργο και την προσωπικότητά του και δημιουργείται ένας ευρύς και έντονος διάλογος των διανοούμενων για τον Περικλή Γιαννόπουλου.

Κάποιος φίλος, που παρέμεινε ανώνυμος, παραχώρησε στον Περικλή Γιαννόπουλο ένα δώμα απέναντι από το θέατρο του Διονύσου. Το σπίτι αυτό είναι το τελευταίο στη σειρά των οίκων της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, που αυτή τη στιγμή ανακαινίζεται. Από τον εξώστη του δώματος ατένιζε το θαύμα του ελληνικού πολιτισμού και τις ημέρες εκείνου του Απριλίου του 1910 κάνει πρόβες αυτοκτονίας. Ίσως γιατί τον έκαψε το ανελέητο φως των τριανταεννέα προηγουμένων καλοκαιριών, ίσως γιατί δεν είχε σχέδια για το καλοκαίρι του 1910 ή τέλος κατάλαβε πως η εποχή του είχε παρέλθει. Είχε κάνει άλμα στο παρελθόν προσβλέποντας σ’ ένα κοντινότερο μέλλον, απαλλαγμένο από τις ομίχλες της δύσης και την παρακμή της. Σεβόταν όμως την γη που τον γέννησε και δεν ήθελε να επιστρέψει σ’ αυτήν.Ήθελε να ταφεί στον βυθό.
 …………………………………….
Άφησε ένα σημείωμα στον ακριβό του φίλου Δημήτριο Καμπούρογλου, τον αθηναιογράφο, στο οποίο σημείωνε :
 
« Αθήναι Άνοιξης,

Δημητράκη

Δύο λέξεις βιαστικές. Έχω φύγει για Θεσσαλία και από ‘κει για ταξίδι άγνωστο και μακρινό, κάθε άλλη έκδοσις διαψευσθήτω και εμποδισθήτω κάθε εκδήλωσις ανθρωποειδής. (…) Μόνο στη φύσι θα με θυμάστε εμένα. Τίποτε άλλο δεν είναι για μένα. Και στον ύπνο μου – τι γλυκός και τι δροσερός – θέλω να ξέρω ότι είμαι μόνο με τα μυστικά μόνο με τα ωραία.

Έλα παιδί μου να σε φιλήσω πολύ πολύ.
Τρομερά βιαστικά
Περικλής»
  _A2Z8966
 Κάθε μέρα ανέβαινε στον Ιερό Βράχο, στόλιζε την κώμη του με ταπεινά λουλούδια και πήγαινε με άμαξα ως το Σκαραμαγκά. Έλεγε στον αμαξά να περιμένει. Έλυνε το άλογο και κάλπαζε προς την ακτή. Το άλογο έβρεχε τα πόδια του και πισωγύριζε, νομίζοντας πως ο αναβάτης του ήταν αφηρημένος και δεν είχε προσέξει πως όδευαν προς το νερό. Γνώριζε πόσο όμορφος και καλός ήταν εκείνος μαζί του και τον προστάτευε. Εκείνη όμως στις 7 εκείνου του Απριλίου, στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα – του αιώνα των άκρων, όπως τον αποκάλεσε ο Έρικ Χόμπσμπαουμ στο ομώνυμο βιβλίο του για τον προηγούμενο, πλέον, αιώνα – ένας ακραίος, ένας άσωτος, ένας για πολλούς, διαταραγμένος, ένας κατ’ άλλους «καταραμένος», ένας άνθρωπος που δεν πόθησε τίποτ’ άλλο τη ζωή του από το καλό των άλλων, βάδισε με το ίδιο εκείνο άλογο, που τον αγαπούσε τόσο, στην θάλασσα. «Ο Γιαννόπουλος έφθασεν εφ’ αμάξης υπό ραγδαίαν βροχήν. Παρά τι μικρόν φυλακείον εκεί εκάθησεν, έφαγεν, έπιε μπύραν (…) Ίππευσε στεφανωμένος με αγριολούλουδα, και, αφού ανήρτησεν επάνω του ένα κομψόν σάκκον πλήρης βαρών, όρμισε προς τα μαινόμενα κύματα και την ανοιξιάτικην μπόραν με απερίγραπτον τραγικήν ορμήν. Όταν έφθασε, καβάλα εις το άλογο που εκολυμβούσεν εις τα βαθειά, τότε επυροβόλησε κατά της κεφαλής του και εχάθει, ενώ το άλογο αγριεμένο και ρουθουνίζον, επανήλθε εις την ακτήν.» Ο συντάκτης της εφημερίδας «Πατρίς» αφηγήθηκε τη σκηνή αυτή στις 11 Απριλίου του 1910. Η άμαξα που τον μετέφερε στον Σκαραμαγκά ήταν στολισμένη με πασκαλιές, ίσως για να θυμίζει το στίχο του Έλιοτ «πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», καθώς και τον σκληρό εκείνο Απρίλη. Ο στίχος είναι από την «Έρημη Χώρα», που δημοσιεύτηκε δώδεκα χρόνια αργότερα. Ο συντάκτης της εφημερίδας «Πατρίς», επανέρχεται στις 22 Απριλίου με την ακόλουθη περιγραφή της ανεύρεσης του πτώματος του Περικλή Γιαννόπουλου : «οι οφθαλμοί έλειπον, αλλά μόλις εφαίνετο διότι τα βλέφαρα είχον συμπτυχθή, έφερε δε ουλήν επί του δεξιού κροτάφου και ετέραν παρά των κανθόν του δεξιού οφθαλμού, σημεία της χρήσεως του ρεβόλβερ κατά την αυτοκτονίαν και εκ της οποίας κατά την ιατροδικαστικήν αυτοψίαν επήλθε ακαραίως ο θάνατος, της σφαίρας διελθούσης δια του εγκεφάλου. (…) Το πτώμα παρουσίαζε κατάστασιν αγαλματώδη των σαρκών προσκολληθεισών επί των ενδυμάτων λόγω της δεκαπενθημέρου παραμονής του πτώματος εις τα ύδατα. (…) Ευρέθησαν δε επ’ αυτού εν ωρολόγιον με μπρελόκ, δώρον το οποίον τω έφερεν εκ Παρισίων ο κ. Κατσίμπαλης, και το οποίον έφερεν περιθώριον δια σημειώσεις επί του οποίου εφαίνετο κάτι γραφέν προσφάτως. Τω ωρολόγιον εσημείωνε ώραν 11 και 3 λεπτά , εκ του οποίου καταφαίνεται ότι ολίγον προ της ώρας αυτής έπεσεν εις την θάλασσαν, ο Γιαννόπουλος. Εντός του φυλακίου του ανευρέθει το πορτμονέ του φέρον μόνον εν οξειδωθέν εκ του ύδατος δεκάλεπτον. Το δεκάλεπτον το οποίον έλαβεν μόνον μεθ’ εαυτού ο αυτοκτονήσας ήτο, φαίνεται, κατά την αντίληψην του Γιαννοπούλου, όστις ήτο αρχαίος Έλλην μέχρι μυελού οστέων  το τίμημα των ελληνικών πορθμείων δια τον Χάρωνα, ο οποίος θα το έφερε δια της Αχερουσίας εις τα Ηλύσια, όπου μετέβαιναν κατά την ελληνικής πίστην αι ωραίαι και ευγενείς ελληνικαί ψυχαί». Δεν έγινε σεβαστή η επιθυμία του να παραμείνει στην απέραντη, γαλήνια, γλαυκή αγκαλιά της θάλασσας. Απερρίφθη και η ιδέα να επαναριφθεί η σωρός του στη θάλασσα – λέξη που μας έρχεται κατευθείαν από τον Όμηρο παραλλάσσοντας μόνον τα διπλά σίγμα στ ταυ. Αλλά δεν εναπετέθει σε κιλλίβαντα ή σε άρμα ή έστω στην άμαξα γιατί ο Πρωθυπουργός διέταξε να μην μεταφερθεί καν στην Αθήνα για να μην γίνει θόρυβος και αναστατωθεί το κλεινόν άστυ, κάτω από τον Ιερό Βράχο, που τόσο λάτρεψε ο Περικλής Γιαννόπουλος. Έτσι κηδεύτηκε στην Ελευσίνα. Τις τιμές απέδωσαν δύο μυστηριώδεις κυρίες. Μια εξ αυτών όπως αποκάλυψε η ίδια πενήντα χρόνια αργότερα, στο Γιάννη Χατζίνη και στις σελίδες του περιοδικού «Νέα Εστία», ήταν η γνωστή ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου. Ο Γιαννόπουλος της είχε στείλει ένα σημείωμα στο Παρίσι, όπου πήγε για να συνεχίσει τις σπουδές ζωγραφικής, τις οποίες είχε εκκινήσει στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και ήταν η πρώτη γυναίκα σπουδάστρια εκεί. Ο Γιαννόπουλος την αγάπησε σφοδρά και προς χάριν της τις γυναίκες που «έπεφταν στα πόδια του» ως τότε. Ο έρωτάς τους υπήρξε αμοιβαίος, παράφορος και παθιασμένος. Ωστόσο οι γονείς της Σοφίας εμπόδισαν την οποιαδήποτε συνέχεια αυτής της σχέσης για λόγους κοινωνικούς. Είχαν άλλα όνειρα για τη νεαρή ζωγράφο, την οποία ο Γιαννόπουλος θαύμαζε, και την είχε αναφέρει, ανάμεσα σε ελάχιστους συναδέλφους της, στα αισθητικά του κείμενα. Εντέλει η Σοφία Λασκαρίδου προτίμησε, στα 26 της χρόνια, να μην ακολουθήσει τον Περικλή και το όραμά του, αλλά την τέχνη της, γι αυτό κι έφυγε για το Παρίσι, αφήνοντάς τον απαρηγόρητο. Αλλά ούτε εκείνη μπόρεσε να τον ξεχάσει εκεί, αν και είχε κάποιες ερωτικές περιπέτειες, οι οποίες φάνταζαν, ακόμη και για τα μέτρα της εποχής, φανταστικές. Ο νόστος κατέτρωγε την καρδιά της. Τότε ο αγαπημένος της τής μήνυσε πως ήρθε η ώρα να βαδίσει προς τον Σκαραμαγκά. Εκείνη ταράχθηκε και πήρε αμέσως το τρένο για την Αθήνα, όταν έφθασε ήταν αργά. Πρόλαβε μόνο τον ενταφιασμό ενός πτώματος με σακατεμένο, από τη σφαίρα, εγκέφαλο, αλλά με την καρδιά ανέπαφη. Μετά την ταφή αποσύρθηκε στην ασφάλεια της οικογένειάς της. Στις ενοχές και τη σιωπή. Προηγουμένως αποπειράθηκε να κόψει την καρωτίδα της, αλλά σώθηκε την τελευταία στιγμή. Έζησε το υπόλοιπο του βίου της προσφέροντας μαθήματα και υπηρεσίες σε νεαρές κοπέλες. Έκλεισε το παράθυρο της ζωγραφικής και πέθανε όταν κουράστηκε να θυμάται και να μετανιώνει. Δεν άντεξε το μέγεθος του πάθους της. Ο Γιαννόπουλος, ο οποίος δεν ήθελε να τη ακολουθήσει στο Παρίσι, όπως εκείνη του είχε προτείνει, βιαζόταν να πεθάνει. Ο Ίων Δραγούμης, αλληλοπαθής και ηδονοθήρας, θρήνησε το Γιαννόπουλο, σαν να ήταν εραστής του : «είναι όμορφη η Αττική νύχτα μα δεν είναι ο Γιαννόπουλος εδώ να την ιδεί, λάμπουν μάταια τα άστρα, μάταια ευωδιάζουν οι πορτοκαλιές του κήπου, και το αηδόνι μάταια τραγουδεί. Μονάχα ο γκιόνης είναι σύμφωνος με την περίσταση, λέει το θλιβερό τραγούδι του ο γκιόνης και δεν είναι μάταιο το τραγούδι αυτό. Και τα δειλινά, η θλίψη της ομορφιάς των χρωμάτων με πιάνει στο λαιμό, με πνίγει (…) Τι όμορφος που είναι ο θάνατος! Πώς με τραβά! Αισθάνομαι αηδία για τα πράγματα της ζωής. Κι όμως την αηδία αυτή θέλω να τη νικήσω. Θέλω να ζήσω. (…)μου φαίνεται πως τώρα που έφυγε κείνος είναι ανάγκη να φορτωθώ όλα τα βάρη εκείνου. Και γι αυτό έχω πολύ δουλειά, πάρα πολύ δουλειά. Ούτε μια στιγμή της ζωής μου δεν πρέπει να χάσω.» Ο Δραγούμης δολοφονήθηκε από θερμοκέφαλους Βενιζελικούς δέκα χρόνια αργότερα. Ο Κώστα Αξελός το 1948 συνέταξε ένα διάγραμμα της νεότερης φιλοσοφικής σκέψης και των ανθρώπων που την ενσάρκωσαν, το οποίο είναι φτωχό, τόσο σε ονόματα, όσο και σε θεωρίες. Σε αυτό παρουσιάζει τον Περικλή Γιαννόπουλο σαν τον πρώτο Έλληνα που αυτοκτόνησε. Ο Δημήτριος Καπετανάκης, που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της σύντομης, αλλά της εξαιρετικά δημιουργικής ζωής του, στο Λονδίνο, όπου και πέθανε από λευχαιμία κι έγραψε , μεταξύ άλλων την «Μυθολογία του ωραίου» και το «Έρως και χρόνος», επέμενε το 1938, πως τον Γιαννόπουλο κανείς δεν τον κατάλαβε. Ο Γιαννόπουλος ούτε λόγιος ήθελε να είναι, ούτε καν αισθητικός συγγραφέας, άλλωστε δεν είχε προ τούτο, ούτε την απαραίτητη προετοιμασία, ούτε τη σκευή. Δεν ήταν εθνοκεντρικός, δεν ήταν αρχαιόπληκτος. Και αυτό το καταλαβαίνει θαυμάσια όποιος διαβάσει τα κείμενά του, ακόμη και σήμερα, προσπερνώντας τις γλωσσικές δυσκολίες που παρουσιάζουν γιατί, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, ήταν γραμμένα στην «πανσαλατικήν». Ένα πράγμα ήθελε ο Γιαννόπουλος, να μιλά. Κατά την προσφυή έκφραση του Φλωμπέρ στο πρώιμο έργο του «Νοέμβρης» (λαμπρό δείγμα του αισθητισμού του) ήταν «ένας μουγκός που ήθελε να μιλήσει». Όταν απογοητεύτηκε από την αποδοχή των πολιτικών του κειμένων, όταν αγανάκτησε από τις λοιδορίες και την χλεύη των συγκαιρινών του «λογίων τε και διδασκάλων», προτίμησε την ενάλια ζωή, από την παραλυσία του μεγάλου ρομαντικού ζωγράφου κι εθνικιστή Κάσμπαρ Ναβίντ Φρίντριχ (1774-1840), ο οποίος όταν ευτυχούσε το γερμανικό έθνος ήταν εξαιρετικά παραγωγικός, ενώ όταν έρχονταν χαλεποί καιροί για την πατρίδα του παρέλυε. Όμως το παράθυρο που άνοιξε στο φως, στη λιγηρότητα , προσβλέποντας σ’ ένα ολόκληρο κόσμο, προτιμώντας τον τόνο από την ατονία, το φως από τις ομίχλες του βορά, την «απαλή, σφριγηλή, ηδονική μουσική και φαεινή ελληνική γραμμή», την αβρότητα της ηδυπάθειας, την απλότητα και την ευγένεια της ελληνικής τέχνης, παρά τις λογής προπαγάνδες, που του αντέταξαν, είναι και θα παραμείνει, το παράθυρο αυτό, ορθάνοιχτο.
 
                                                                                                                   Κ. Ξ. Γιαννόπουλος

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Μυρτιώτισσα



Μυρτιώτισσα

1885 – 1968
 
Η Μυρτιώτισσα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) γεννήθηκε το 1885 σε προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της Θεώνης διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί, εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλλ της Πλάκας.

Η Θεώνη Δρακοπούλου (η Μυρτιώτισσα) σε ηλικία 16 ετών.
 
 Η Μυρτιώτισσα από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Σε ηλικία 16 ετών απήγγειλε για πρώτη φορά δημόσια στο λογοτεχνικό σύλλογο "Παρνασσό" ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά. Η παρουσία της έκανε μεγάλη εντύπωση. Πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. 
Η Μυρτιώτισσα στο "Όνειρο εαρινής πρωίας" του Ντ' Αννούντσιο σε σκηνοθεσία Χρηστομάνου στο Δημοτικό Θέατρο.
 
Η Μυρτιώτισσα ως Δυσδαιμόνα στον "Οθέλλο" στο Δημοτικό Θέατρο.
 
Η Μυρτιώτισσα ως Αντιγόνη στο Στάδιο (1904).
 
  Μετά από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι (Κρατική Δραματική Σχολή), όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με το Σπύρο Παππά, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο το Γιώργο, ο οποίος αργότερα σταδιοδρόμησε στο ελληνικό θέατρο. Ο άντρας της Σπύρος Παππάς ήταν μακρινός εξάδελφός της εγκατεστημένος στο Παρίσι. Η νεαρή Θεώνη φαίνεται ότι δεν τον ερωτεύτηκε αληθινά. Έζησε μαζί του κάποια χρόνια στο Παρίσι και μοιραζόταν μαζί του την αγάπη για το θέατρο, όμως δεν μπορούσε να γίνει ευτυχισμένη στο γάμο της που τελικά κατέληξε σε διαζύγιο.
Η Μυρτιώτισσα ως Θεώνη Παππά, όταν ζούσε με το σύζυγό της Σπύρο Παππά στο Παρίσι.

   Μετά το τέλος του βραχύβιου γάμου της, επέστρεψε με το γιο της στην Ελλάδα όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση αλλά και για την ίδια της τη ζωή στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον Επτανήσιο ποιητή Λορέντζο Μαβίλη.
Ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης με στολή Γαριβαλδινού. Σε ηλικία 52 ετών ο Μαβίλης κατατάχθηκε στο σώμα εθελοντών Γαριβαλδινών που πήγε να πολεμήσει στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο όπου και σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου της Ηπείρου το 1912.. Ο Μαβίλης ήταν γνωστός για τα πατριωτικά του αισθήματα. Στο παρελθόν είχε πολεμήσει στην Κρήτη και στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

  Μετά τον δραματικό θάνατο του αγαπημένου της, η Μυρτιώτισσα έπεσε σε βαθιά μελαγχολία και στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδια.
  Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, οποίος στάθηκε καθοδηγητής της. Τον επισκεπτόταν συχνά, έκαναν μαζί περιπάτους και συζητούσαν συχνά για ποίηση. Ο Παλαμάς προλόγισε τις ποιητικές συλλογές της, γεγονός που αποδεικνύει τη στενή σχέση που τον συνέδεε με τη Μυρτιώτισσα.
   Η Μυρτιώτισσα είχε επίσης συναντηθεί με τον Καβάφη κατά τη διάρκεια ταξιδιού της στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και γνώριζε και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Σώζονται κείμενα με τις εντυπώσεις της από τη γνωριμία και των δύο αυτών σημαντικών μορφών της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
  Η Μυρτιώτισσα τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης, το 1932 για την ποιητική της συλλογή Δώρα της αγάπης και το 1939 για τις Κραυγές. Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, του ηθοποιού Γιώργου Παππά,  εξέδωσε το βιβλίο Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια (1962). Πέθανε στην Αθήνα το 1968, δέκα χρόνια μετά το θάνατο του γιου της.


 Μυρτιώτισσα
 …………………………………….

Στο γιο της που "έφυγε" η Μυρτιώτισσα αφιέρωσε το ακραία συγκινητικό ποίημά της "Σ' αγαπώ" που μελοποίησε αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις.

Το τραγούδι αυτό έχει μια ιστορία. Ας την δούμε.

Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν αγαπημένος φίλος του πρωταγωνιστή του θεάτρου Γιώργου Παππά (1903-1958), γιου του δημοσιογράφου Σπύρου Παππά και της ηθοποιού και ποιήτριας Θεώνης Δρακοπούλου - Μυρτιώτισσας. Πήγαινε συχνά στο σπίτι τους, εκείνη έφτιαχνε καφέ και συζητούσαν. Μετά το θάνατο του Γιώργου Παππά (γεγονός που συγκλόνισε την ποιήτρια), ο Χατζιδάκις έχασε τα ίχνη της. Κάποτε, άρρωστη στο νοσοκομείο η Μυρτιώτισσα, στέλνει στο συνθέτη ένα γράμμα συγκινητικό, μαζί με το πασίγνωστο τότε ποίημά της "Σ' αγαπώ", προτρέποντάς τον να το μελοποιήσει. Να σημειώσουμε ότι το ποίημα αυτό είχε δημοσιευτεί το 1925 - έτος γέννησης του Χατζιδάκι - στη δεύτερη ποιητική συλλογή της, "Κίτρινες φλόγες".
Το γράμμα έμεινε καιρό στο συρτάρι. Ζώντας (από το 1967) στη Νέα Υόρκη, ο Χατζιδάκις, διαβάζει μια μέρα ότι πέθανε η Μυρτιώτισσα και νιώθει ένοχος που αμέλησε να πάει να τη δει. Δεν ξέχασε ποτέ το γράμμα της.  Χρειάστηκαν όμως άλλα τέσσερα χρόνια για να ξεπληρώσει το χρέος του - με μοναδικό, πραγματικά, τρόπο: Τον Ιούνιο του 1972, στη Νέα Υόρκη ακόμη, ανασύρει το παλιό της ποίημα κι αρχίζει να γράφει τη μουσική του "Μεγάλου Ερωτικού", που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς στην Αθήνα. Το τραγούδι "Σ' αγαπώ" - σφραγισμένο από τη μαγική ερμηνεία της Φλέρυ Νταντωνάκη - αφιερώθηκε από το συνθέτη "Στη μνήμη του Γιώργου Παππά".



Σ΄ΑΓΑΠΩ

Σ΄αγαπώ - δεν μπορώ τίποτ΄άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!
Μπρος στα πόδια σου εδώ με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό της ζωής μου.
Ώ μελίσσι μου, πιες απ΄αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές της ψυχής μου!
Τα δυο χέρια μου - νά! στα προσφέρω δετά,
για να γείρεις γλυκά το κεφάλι,
κ΄η καρδιά μου σκιρτά κι όλη ζήλεια ζητά
να σου γίνει ως αυτά προσκεφάλι!
Και για στρώμα, καλέ, πάρε όλην εμέ -
σβήσ΄τη φλόγα σε με της φωτιάς σου,
ενώ δίπλα σου εγώ τη ζωή θ΄αγροικώ
να κυλάει στο ρυθμό της καρδιάς σου!..
Σ΄αγαπώ - τι μπορώ ακριβέ, να σου πώ,
πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο;..


Οι πιο πάνω στίχοι και μόνο ίσως να είναι αρκετοί για να δώσουν στην κυρία Θεώνη Δρακοπούλου-Παππά, άλλως Μυρτιώτισσα(και μητέρα του ηθοποιού Γιώργου Παππά), μια περίοπτη θέση στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.Τη γνωρίσαμε μέσα από τους πιο πάνω στίχους, αλλά κι από την αγάπη της και τη φροντίδα της για την άλλη ιέρεια της ελληνικής αισθαντικής ποίησης, τη Μαρία Πολυδούρη. Στα τελευταία της μεγάλης ποιήτριας, η Μυρτιώτισσα στάθηκε δίπλα της σα φίλη και αδελφή.

 …………………………………….

  Μυρτιώτισσα: Ο γιος μου

alt
                                 Ω γιε μου εσύ! μοναχογιέ, που ίσαμε χτες ακόμα
                                   μου ζέσταινες τα γόνατα με μικρό σου σώμα.

τώρα μού ανοίγεις τα φτερά και φεύγεις μακριά μου
κι αφήνεις το σπιτάκι μας κι αφήνεις τα φιλιά μου.
Τι γρήγορα μεγάλωσες! και πως να το πιστέψω
πως ήρθε κιόλας ο καιρός για να σε ξενιτέψω,
εσέ, που λίγο να στραφεί στα πίσω ο λογισμός μου,
σε βλέπω να γοργοπερνάς αδιάκοπα από μπρος μου
με το αναμμένο, απ’ το τρεχιό, γλυκό σου προσωπάκι
και το κοντούλι, ναυτικό, λινό φορεματάκι.
Και τώρ’ ακόμα, ψάχνοντας με δακρυσμένα μάτια,
της παιδικής ζωούλας σου ξεθάβω τα κομμάτια.
Και βρίσκω βόλους με χαρτιά μαζί και με βιβλία,
και βρίσκω από το χέρι σου ζωγραφισμένα πλοία,
τα πλοία που ελαχτάριζες μακριά για να σε φέρουν
στις χώρες που είναι όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν
κάθε παιδιού τη νέα καρδιά, που όλο ποθεί και θέλει
να ιδεί, ν’ αγγίξει, να γευτεί της γης όλο το μέλι!
Την άγια θύρα της ζωής τρεμάμενη σου ανοίγω
και κρύβω τη λαχτάρα μου, και τον καημό μου πνίγω.
Μα είναι μεγάλος μου ο καημός, κι είναι πικρή η ψυχή μου…
Ω διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απ’ την πνοή μου,
μονάχα εσύ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου,
το νεκρωμένο εξύπναγες παλμό μες στην καρδιά μου.
Τώρα σε χάνω, αμίλητη, αδάκρυτη και μόνη,
βλέπω τη νύχτα να ’ρχεται βαριά και να με ζώνει
 
                                                         
Ο Γιώργος Παππάς (1909-1958), ένας από τους σπουδαιότερους θεατρικούς και κινηματογραφικούς ηθοποιούς της περιόδου 1930-1950,  ήταν ο μονάκριβος γιος της Μυρτιώτισσας. Η ποιήτρια δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τον πρόωρο θάνατο του γιου της.
                                                       

…………………………………….
 
   Μυρτιώτισσα 
(Θεώνη Δρακοπούλου-Παππά)

alt

Και λατρεύω τους ίσκιους! μες σ' αυτούς -ποιος το ξέρει-
κάποια νύχτα αν δε 'γγίξω του παιδιού μου το χνάρι,
κι όλο τότε το αίμα της καρδιάς να ξοδέψω
μες στην πλέρια σιωπή, κάτω απ' τ' άσπρο φεγγάρι!

Μυρτιώτισσα, Θέλω να ξέρεις...
 
Θέλω να ξέρεις πως δεν έσβησε,
μέσα μου η πύρινη ματιά σου 
κι αυτά τα χρόνια που δε μ’ έβλεπες,
εγώ τα πέρναγα σιμά σου!

Θέλω να ξέρεις πως το χέρι σου
στη μοναξιά μου μ’ οδηγούσε,
θέλω να ξέρεις πως η σκέψη σου
τα ονείρατά μου κυβερνούσε.
 
Κι όταν ο άγριος πόνος μ’ έπνιγεν,
εσέναν έκραζα βοήθεια,
και συ ερχόσουν, ω! τα λόγια σου
τι δροσολόγημα στα στήθια!
 
Θέλω να ξέρεις κι ότι πέρασα
πολλές νυχτιές μαζί μ’ εσένα,
ενώ η βροχή κυλούσε πένθιμα
κι ήσαν τα πάντα ησυχασμένα.

Κι εκεί σου ξεμυστηρευόμουνα
τα πάθια σου, τα μυστικά μου,
σου'δειχνα την ψυχή μου ολόγυμνη,
σου'λέγα: "Λαχταρά η καρδιά μου
να μπει μες στο κρυφό, βαθύσκιωτο
της θείας καρδιάς σου περιβόλι".

Κι εσύ τη δεχόσουν, της έδινες
ξεκούρασμα και αραξοβόλι!
Κι οπού κι αν βρέθηκα, μονάχη μου
ή μες στο βούισμα του κόσμου,
ήσουν εσύ παντού και πάντοτε
ο μυστικός σύντροφός μου.

Θέλω να ξέρεις πως θα φλέγεται
πάντοτε μέσα μου η ματιά σου
και όλα τα χρόνια που μου μέλλονται
εγώ θενά τα ζω κοντά σου!

Κι όταν ο Χάρος, που λαχτάρισμα
τέτοιο μας έδωσε μια μέρα,
τέλος, κινήσει κι έρθει να με βρει,
προτού μ’ αυτόνε φύγω πέρα,

θέλω να ξέρεις πως μ’ εσένανε
τα στενά λόγια θα μιλήσω,
κι αργά μ’ εσέ, για κάποιο ανέβασμα
σε κάποιο Βράχο θα κινήσω.
(από την ποιητική συλλογή Κίτρινες Φλόγες)
…………………………………….
 
Μυρτιώτισσα, Τα δώρα της αγάπης σου

Τα δώρα της αγάπης σου, Καλέ,
μ’ όλα τα μύρα,
κι αν δεν μου τά’ φερες, εγώ
πλούσια τα πήρα.
 
Τα πήρα και ταξίδεψα βαθιά
στους άυλους τόπους,
κι αγαπηθήκαμε έξω απ’ τον καιρό
και τους ανθρώπους.
 
Όλα, κι ακόμα τον παντοτινό
της καρδιάς πόνο,
που το βασιλικό του έχει σ’ αυτή
στημένο θρόνο,
 
τον ξέχασα, και δόθηκε μεμιάς,
ψυχή και σάρκα,
στο πέλαο της αγάπης, με το νου
πλατιά τη βάρκα.
 
Πλέρια μου τα ξανάδωκες εσύ
τα στερημένα,
κι όλο το καλοκαίρι έχω τραφεί
γλυκά από σένα.
 
Την κάθε αυγή με ξύπναγε απαλά
το χάιδεμά σου,
και τη βουνίσια γευόμουν δροσιά
στην αγκαλιά σου.
 
Κι ως έγερνεν ο ήλιος στο βουνό,
πως απ’ το χέρι
μ’ έσερνες κι ανεβαίναμε μαζί,
χρυσό μου ταίρι!
 
Κι οι νύχτες, ω! κι οι νύχτες σιωπηλές
κι αστροντυμένες,
και μόνο εμείς στο δάσος, δύο ψυχές
ερωτεμένες.
 
Τα δώρα της αγάπης σου, Καλέ,
μ’ όλα τα μύρα,
τι κι αν δεν τά’ φερες! Εγώ
πλούσια τα πήρα.

Και τώρα ζούνε πάνω απ' τον καιρό
και τους ανθρώπους,
στης φαντασίας μέσα τους βαθιούς,
τρισάγιους τόπους.
(από την ποιητική συλλογή Τα Δώρα της αγάπης)
 
……………………………………. 
 
Voluptas
 
Μουσική -Ερμηνεία: Νένα Βενετσάνου
 


Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ!
μες απ' τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου,
απ' τη ματιά κι' από τα δάχτυλά μου
της ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ.

Όμως αγάπη μη γυρεύετ' από μένα
Δε θα με ιδήτε μπρος σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα
 
 Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές!
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πως θα 'θελα να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου δόντια τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!
 
Δάκρυα δε θέλω, δάκρυα δε θέλω δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου,
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί
 
 Ω! τι με νοιάζει τότες κι' αν κοπεί
το νήμα απ' της Μοίρας μου τ' αδράχτι,
αφού θα νοιώθω πως από Ηδονή
θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη ....

 
……………………………………. 
 ENA KAΡΑΒΙ ΠΕΡΑΣΕ 
ΜΟΥΣΙΚΗ: Ηλίας Αριώτης (ΞΕΜΠΑΡΚΟΙ)
 
Αθόρυβα, σιγά, συρτά
σαν από κούραση βαριά
πάνω απ τ'ακύμαντα νερά
γλιστρά στη νύχτα ένα καράβι

Κάποτε σκίζει τη σιωπή
το μακρυσμένο σφύριγμα του
κι είναι ένα σφύριγμα ξερό
κι είναι σαν ένα μήνυμα θανάτου

Ωραίο καράβι του παραμυθιού
τα πέλαγα τα σπάζεις
πως της φυγής τον πόθο μου ξυπνάς
χιμαιρικό καράβι που μου μοιάζεις

Για να μπορέσω μαζί σου να σμιχτώ
να γίνω ένα κομμάτι απ την ψυχή σου
μπροστά σου εδώ το ανθρώπινο μου βήμα
το κουρελιάζω το πετώ στο κύμα

Πρόβαλε απ τα σύννεφα το ολόγιομο φεγγάρι
και τ'άρπαξε, το τύλιξε μες στα χρυσά του αρπάγια
το καραβίσιο του υλικό, το ξέφτισε, το διάλυσε
και κράτησε το σχήμα του μες στου φωτός τα μάγια
…………………………………….
Μυρτιώτισσα - Ερωφίλη

Έρωτας τάχα
 
Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;

Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;

Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;

Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.


…………………………………….
 
    ΧΕΙΡΟΓΡΑΦA ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑΣ