«Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης» Βιβλίο του ζωγράφου Ανδρέα Μαράτου για το έργο του Μίκη Θεοδωράκη
του Γιάννη Κύρκου Αικατερινάρη αρχιτέκτονα
Το μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη, τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του και οι «υπόγειες διαδρομές» που τα συνδέουν, προσεγγίζονται με ένα πρωτόγνωρο τρόπο από τον Ανδρέα Μαράτο στο βιβλίο του Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης. Στην πολυεπίπεδη έρευνά του διατρέχει μια σημαδιακή περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας, αλλά και της αριστεράς ειδικότερα. Αρχίζει από την απελευθέρωση του 1944 και το ματωμένο Δεκέμβρη και φτάνει μέχρι τις ημέρες μας. Σε δεύτερο επίπεδο προβάλλει τον ιστορικό χρόνο και τους τόπους που συνθέτουν το αστικό πλέγμα της Αθήνας.
Οι τόποι αυτοί είναι οι ανατολικές και δυτικές συνοικίες της, ιδιαίτερα, που κατοικούνταν κατά το πλείστον από πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής του ’22. Από εκεί ξεκίνησαν και αναπτύχθηκαν οι λαϊκοί αγώνες του πρώτου μέρους της ιστορούμενης περιόδου. Ήταν οι τόποι που δέχθηκαν στα χρόνια της Αντίστασης, του Εμφυλίου πολέμου και των δύσκολων χρόνων που ακολούθησαν, τα κύματα των κατατρεγμένων της εσωτερικής, αυτή τη φορά, μετανάστευσης. ...
Κοινωνικές ομάδες με κοινές αναφορές, συναισθηματικές φορτίσεις, βιώματα και ταξικά χαρακτηριστικά εγκατέλειπαν την ρημαγμένη ύπαιθρο και κατέφθαναν στην πόλη των «ευκαιριών» και των απατηλών ονείρων, στις φτωχικές συνοικίες της Αθήνας. Σ’ αυτές οι λαϊκοί άνθρωποι μετέφεραν τις συλλογικές μνήμες από την πρότερη πραγματική ζωή τους και στοιχεία από τον κατασκευασμένο χώρο των πατρογονικών τόπων, συγκροτώντας ομάδες με κοινούς στόχους και επιδιώξεις.
Η ταξική και γεωγραφική προέλευσή τους, οι παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, οι τεχνικές δόμησης και τα υλικά, αλλά και οι ωσμώσεις των νέων γεγονότων, διαμόρφωναν «το (νέο) πνεύμα του τόπου», για να κάνω χρήση με απόδοση στα ελληνικά, του γνωστού ιδιαίτερα στους αρχιτέκτονες, όρου genius loci του Christian Norberg – Schulz.
Τόπος, περιβάλλον και λαϊκοί άνθρωποι βρίσκονταν σε ένα διαρκή και νομοτελειακό διάλογο μεταξύ τους. Εκεί οι τελευταίοι ακούγοντας τα τραγούδια του Μίκη «Ρωμιοσύνη» και «Στα περβόλια», οδηγούνταν στην αυτογνωσία και στην ανάκληση της συλλογικής μνήμης, «που η εσωτερική μετανάστευση άφησε θαμμένη στα πατρογονικά της υπαίθρου πριν περικυκλώσει με τις παράγκες της, από ανάγκη επιβίωσης, την αδηφάγα πρωτεύουσα…».
Από τις ανατολικές συνοικίες, όπου βρίσκονταν καταχωνιασμένες οι παιδικές μνήμες του Μίκη Θεοδωράκη, άρχισαν τα Δεκεμβριανά του ’44 και ο αγώνας εναντίον των Εγγλέζων, που για άλλη μια φορά επέβαιναν στα εσωτερικά της χώρας προκαλώντας διχόνοιες, όπως άλλωστε τόσες άλλες φορές… Απ’ αυτές τις συνοικίες της ζωογόνας Ανατολής του ήλιου και της Αντίστασης λέγεται ότι εμπνεύστηκε το τραγούδι «Στην ανατολή» που ηχογραφήθηκε μετά την πτώση της χούντας, μαζί με τα άλλα του ομότιτλου κύκλου.
Μέσα στα οξυμένα πολιτικά πάθη και στις διώξεις, στην εκμετάλλευση και στον αθέμιτο πλουτισμό, στην άνιση κατανομή των δημόσιων αγαθών και στα εισοδηματικά χάσματα, οι διαχωρισμοί σε «εθνικόφρονες» και σε «ανθέλληνες» αποτελούσαν « εθνικό δίκαιο»… Διακρίσεις ακόμη και στη μουσική … Από την μια τα «ευρωπαϊκά ελαφρά» ή τα «ελαφρολαϊκά» τραγούδια, με τις ειδυλλιακές συνθήκες ζωής και τον επίπλαστο ρομαντισμό και από την άλλη τα λαϊκά, με τις σκληρές καταστάσεις που συχνά «καλλώπιζε» κι ακόμη συχνότερα σατίριζε ο ίδιος ο λαϊκός δημιουργός τους…
Ο Θεοδωράκης, μέσα σε αυτό το διχαστικό κλίμα, κατάλαβε ότι οι απλοί άνθρωποι δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν, αντιθέτως τους ενώνει ο κοινός αγώνας, τα κοινά ιδανικά! Κορύφωση αυτής της αντίληψης απετέλεσε «Το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», μια λαϊκή τραγωδία εμπνευσμένη από τον Εμφύλιο. Ο ίδιος είπε γι’ αυτό: «Πώς να μνημονεύσω και πώς να τιμήσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, τον ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με τη θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Το έδαφος ήταν έτοιμο για να γραφούν τα «μεγάλα ζεϊμπέκικα» όπως το «Ένα δειλινό», «Τον Παύλο και τον Νικολιό», «Τα περβόλια» «Το όνειρο»…».
Το σώμα της πόλης, όμως, μεταλλάχτηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μετά. Μαζί του άλλαξαν συμπεριφορές και οι ίδιοι οι χρήστες του, το ίδιο το περιεχόμενο της ζωής τους. Ήταν οι συνέπειες μιας υποτιθέμενης «πολεοδομικής ανάπτυξης», ενός μοντέλου ανασυγκρότησης της χώρας υποστηριγμένου από το ελληνικό εφεύρημα της αντιπαροχής και την σκόπιμη αλλαγή των όρων δόμησης…
Την θέση της συλλογικότητας και της εν κρυπτώ συντροφικότητας της «αυλής των θαυμάτων», που χαρακτήριζε την περίοδο της Αντίστασης και του Εμφυλίου πολέμου, πήρε τώρα η ιδιώτευση. Ο γείτονας έγινε ο «από κάτω», «αυτός του ρετιρέ», ο «δίπλα»… Το αμερικάνικο όνειρο στην ελληνική εκδοχή του πήρε τον χαρακτήρα της απόκτησης αστικών ακινήτων και οδήγησε στην υποβάθμιση της αισθητικής και της κοινωνικής ζωής όλων των ελληνικών πόλεων, σε μια θλιβερή «ομογενοποίησή» τους… Το οπτικό τοπίο, «το πνεύμα του τόπου» που χαρακτήριζε την μαγεία και την διαφορετικότητα των συνόλων στο οικιστικό και φυσικό περιβάλλον, σταδιακά εξαφανίστηκαν…
Από την οικονομική δυσπραγία και την τεχνολογική υστέρηση των μέσων του 20ου αιώνα, περάσαμε στις καινούργιες συνθήκες ενός συνεχώς διογκούμενου καταναλωτισμού. Το ραδιόφωνο από μέσο διαφώτισης του λαού στην περίοδο της αντίστασης, αλλά και της ταυτόχρονης προπαγάνδας των Γερμανών κατακτητών, μετεξελίχθηκε σε ένα αποκλειστικά ελεγχόμενο από την εξουσία προπαγανδιστικό μέσο, που χειραγωγούσε τους ακροατές και επέβαλε νέα ήθη, τρόπο ζωής και φυσικά πρότυπα μουσικής…
Η ραδιοφωνική προπαγάνδα κορυφώθηκε ιδιαίτερα στην περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών, χωρίς αυτή να λείπει φυσικά και κατά την προηγούμενη περίοδο. Ό, τι θεωρούνταν επιβλαβές για «το φρόνημα του Έλληνος» -και φυσικά η μουσική του Μίκη πολύ περισσότερο- απαγορεύονταν ή λογοκρίνονταν… Φωτεινή εξαίρεση αυτής της περιόδου το ξέφωτο του «τρίτου προγράμματος» του Μάνου Χατζηδάκη με τους μεγάλους μουσικούς δημιουργούς και το «νέο κύμα»…
Η προσπάθεια αυτή της χειραφέτησης σταμάτησε με τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, όπου λειτούργησε έστω και προσωρινά, «ο μόνος ραδιοφωνικός σταθμός που έκφραζε ελεύθερα, για πρώτη φορά το αδούλωτο πνεύμα των Ελλήνων». Τότε ξανακούστηκαν τα στερημένα από τον λαό τραγούδια του Μίκη και το εμβληματικό «Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες» σε στίχους του Αλέκου Παναγούλη.
Την προπαγάνδα του ραδιοφώνου ακολούθησε η τηλεόραση, που και σήμερα προσπαθεί να επιβάλλει μια άλλη θεσμική πραγματικότητα, στηρίζοντας επιτροπεία ξένων τεχνοκρατών για τον έλεγχο της δημόσιας διοίκησης και τη λειτουργία του κράτους… Οι κρατούντες προσπαθούν να καθιερώσουν δικά τους πρότυπα, ακόμη και στη μουσική, και γενικότερα απέναντι «στην Τέχνη, την πραγματική Τέχνη, που είναι ίσως ο μόνος κώδικας της ουτοπίας». Της ουτοπίας πουκαθιερώνει κώδικες αφύπνισης, αναστοχασμού και αντίστασης, που γεννά όνειρα και δίνει δύναμη νέων αγώνων, συμπληρώνω…
Σ’ αυτό λοιπόν το κλίμα των αλλαγών, μέσα στο χρόνο, στο σώμα της πόλης και στην ταυτότητα του κάθε τόπου, δημιουργούνται χώροι φαντασιακοί, «τόποι χειροπιαστής ουτοπίας, συλλογικής μέθεξης, χειραφέτησης και εξέγερσης…» σημειώνει ο Μαράτος.
Η «Ρωμιοσύνη» σε στίχους του Γιάννη Ρίτσου έγινε, ωστόσο, το κατεξοχήν τραγούδι της ουτοπίας.
«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο».
Το σκληρό τοπίο και κυρίως η επίκληση της «ελληνικής ψυχής», που θυμίζει τον«ελληνοκεντρισμό» προγενέστερων περιόδων, στέκονται εμπόδια στον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας και της ελευθερίας, στο στένεμα της ελπίδας…
Στον ίδιο κύκλο τραγουδιών, τους στίχους της ελεγειακής μελαγχολίας «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις/εκεί που πάει να σκύψει/ με το σουγιά στο κόκκαλο/ με το λουρί στο σβέρκο»ακολουθούν εκείνοι της εξέγερσης «νάτη πετιέται αποξαρχής/ κι αντρειεύει και θεριεύει/ και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου».
Η προσδοκώμενη δικαίωση καταγράφεται και στους εμβληματικούς τελευταίους στίχους από τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου «Γλυκέ μου, εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι/ Γιέ μου στις φλέβες ολουνών έμπα βαθειά και ζήσε».
Για όσους όμως επένδυσαν πολιτικά στο έργο του Θεοδωράκη είναι χαρακτηριστική η κριτική θεώρηση που καταγράφεται στο βιβλίο του Ανδρέα Μαράτου: «τα πλήθη των πρώτων μηνών της μεταπολίτευσης θα το τραγουδούν χωρίς τύψεις και ενοχές, χωρίς δεύτερη σκέψη για την πρότερη στάση τους ακόμα και οι καιροσκόποι, οι εξωνημένοι, οι σιωπηλοί, οι συμβιβασμένοι, τώρα που οι κραυγές ήταν εύκολες, για να γυρίσουν αργότερα επιτιμητικά την πλάτη τους στην ξεπερασμένη πια Ρωμιοσύνη. (…) Η αλληγορία της Ρωμιοσύνης μαδούσε αργά τα φτερά της, πριν απομείνει ένα ημιθανές σύμβολο και μπλεχτεί οριστικά στα γρανάζια της μυθικής χειραγώγησης…»
Ο Μίκης, ως ενεργός πολίτης και χαρισματικός δημιουργός, άλλοτε μελοποιούσε στίχους ψυχικής ανάτασης και νεανικού ενθουσιασμού, άλλοτε «σιωπούσε δημιουργικά» κι άλλοτε, στα ύστατα έργα του, έδινε την δική του ερμηνεία στα πολιτικά πράγματα, χωρίς φόβο συχνά και με περίσσεια πάθους. Δεν διστάζει ακόμη και σήμερα να εκφέρει απόψεις, αναθεωρώντας με την δική του οπτική, έννοιες και διατυπώσεις, που δημιουργούν φοβίες ακόμα και σ’ ένα «υποψιασμένο» από τις χρόνιες παθογένειες της αριστεράς.
Ήταν από τους λίγους που πρόβλεψε την επερχόμενη κρίση αξιών και την διάψευση των ελπίδων του λαού. Επανήλθε στο «Διόνυσο» με μια άλλη Ρωμιοσύνη, δηκτική, ειρωνική κι απέλπιδα, σε μουσική και στίχους δικούς του:
«… Τη ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις
να το συνηθίσεις να το λες»
Και ασφαλώς παρουσιάζει σημειολογικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτός ο δίσκος ηχογραφήθηκε, ως πρώτη παραγωγή, στην πρωτόγνωρη για την ελληνική πραγματικότητα ελληνική δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», που ίδρυσε ο άλλος μεγάλος δημιουργός, ο Μάνος Χατζιδάκις!
Με ανάλογο πνεύμα πολιτικού προβληματισμού ολοκλήρωσε ο Μίκης την μουσική διαδρομή του, το ωραίο της ζωής του ταξίδι, γράφοντας την λαϊκή, τρυφερή και μελωδική του«Οδύσεια», όπως άλλωστε ήταν κι όλα τα λυρικά του. Οι στίχοι είναι του Κώστα Καρτελιά και η ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη. Η δήλωσή του στην παρουσίαση του δίσκου «Όλοι αναζητούμε μια Ιθάκη» επιβεβαιώνει την αλήθεια των στίχων από «το τραγούδι των συντρόφων»:
«Μονάχοι/ θα ταξιδέψουμε στον κίνδυνο/
Η Θάλασσα η ανοιχτή μας περιμένει/
Είναι στη μοίρα μας/
να μη χωράμε πουθενά/
να μην υπάρχει μια στεριά/
ν’ αράξουμε…
Μέσα από την μουσική του, ανακαλώντας γεγονότα ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη -και η λήθη, κατά τους αρχαίους, ταιριάζει στους νεκρούς- ο Μίκης ωθούσε πάντα και θα ωθεί και στο μέλλον τους πολίτες να ανακτήσουν στοιχεία από το ουτοπικό αγωνιστικό απόθεμα των αλλοτινών ηρωικών περιόδων…
“Το βιβλίο του Ανδρέα Μαράτου υπήρξε για μένα αποκάλυψη και έκπληξη συγχρόνως. Γιατί καταστάσεις και γεγονότα που θεωρούσα πρόδηλα, δεδομένου ότι τα είχα ζήσει και μάλιστα εντατικά, έλαβαν ξαφνικά μια καινούρια μορφή και ένα διαφορετικό περιεχόμενο χάρη στην διαπεραστική και κάποτε ανατρεπτική ματιά του συγγραφέα… Η αρχαιολογική σκαπάνη του Ανδρέα Μαράτου με έβγαλε από τον ευδαιμονικό μου λήθαργο και ομολογώ ότι δεν ξέρω ακόμα αν αυτό υπήρξε καλό ή κακό για μένα, δεδομένου ότι είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου ότι οι σχέσεις μου με τη ζωή και τους ανθρώπους είχαν τακτοποιηθεί αφήνοντάς μου ένα περιθώριο γαλήνης χωρίς μάταιες ελπίδες και ουτοπικές προσμονές…” Με αυτά τα λόγια προλογίζει ο Μίκης Θεοδωράκης το βιβλίο για το έργο του, από τον ζωγράφο Ανδρέα Μαράτο, με τίτλο “Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης”, από τις Εκδόσεις Ιανός, με εικονογράφηση του συγγραφέα.
Αντικείμενό του αποτελεί η σχέση του έργου του Θεοδωράκη με εκείνα που ο συγγραφέας αποκαλεί “σώμα” και “ετεροτοπικό χαρακτήρα” της πόλης, συλλογικό φαντασιακό, κώδικες της ουτοπίας καθώς και τη μοναξιά. Ζωγράφος με σπουδές στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Σχεδιασμός-Χώρος-Πολιτισμός» της Αρχιτεκτονικής Ε.Μ.Π., στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας (Ζωγραφική και Τέχνη του βιβλίου) και στο Τμήμα Φυσικής Α.Π.Θ. και υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου, ο συγγραφέας έχει στο ενεργητικό του ακόμα τρία βιβλία, τρεις ατομικές εκθέσεις, συμμετοχές σε ομαδικές, εικονογραφήσεις κι εξώφυλλα βιβλίων.Το βιβλίο του για τον Μίκη Θεοδωράκη παρουσιάζεται την Τετάρτη 15 Ιανουαρίου στις 18.00 στον Ιανό, Σταδίου 24.
Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη. Ο βαθιά λυρικός αλλά και εξεγερσιακός, διονυσιακός χαρακτήρας του. Οι ισχυροί δεσμοί του με τις τραγικές και τις μεγαλειώδεις στιγμές της μεταπολεμικής ιστορίας. Κυρίως με το απελευθερωτικό και χειραφετητικό εγχείρημα που διαπέρασε σαν ρίγος και σφράγισε όλο τον εικοστό αιώνα. Η Ουτοπία δεν αφορά στον υποτιθέμενο απατηλό χαρακτήρα του εγχειρήματος ούτε θρηνεί εκ του ασφαλούς για τη ματαίωσή του. Αφορά στην κατάδειξη της έκτασης και της έντασης της δυναμικής του, στις υποθήκες του για το μέλλον. Στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται στην άρρηκτη, λυτρωτική και ανοιχτή στον ιστορικό χρόνο σχέση μιας τέχνης υψηλής και του διαρκούς αιτήματος απελευθέρωσης, προσωπικής και κοινωνικής. Ο θεοδωρακικός μουσικός κόσμος αποτελεί μια σύγχρονη ελεγεία ουτοπίας. Είναι η ελεγεία ενός Όχι ακόμη-τόπου…
Το έργο του Θεοδωράκη δεν προσφέρεται για μανιχαϊστικές αναγνώσεις και ταξινομήσεις. Εδώ συνυπάρχουν το εθνικό με το διεθνικό στοιχείο, το βίωμα με την ιστορία, ο λόγος με το μέλος, ο μύθος με την ουτοπία, η δύση με την ανατολή, η όπερα με την αρχαία τραγωδία, το Βυζάντιο με τον Μπαχ, το Μαουτχάουζεν με την Παλαιστίνη, τα λαϊκά έγχορδα με τη συμφωνική ορχήστρα, ο έρωτας με το θάνατο, η πόλη με το αρχιπέλαγος, η μελαγχολία με την ανάταση, η διαδήλωση με την απομόνωση, η ήττα με την επανάσταση, σε ένα αξεδιάλυτο διαλεκτικό πλέγμα διαρκών αλληλεπιδράσεων, εντάσεων κι υπερβάσεων, διατρέχοντας όλη την κλίμακα των συναισθημάτων. Ένα παρόν που διαρκώς αναπλάθει το παρελθόν κι αφουγκράζεται το μέλλον…
Αξιον Εστί και Ρωμιοσύνη
Με το Άξιον Εστί ο Θεοδωράκης αναδεικνύει στην πληρότητά της την πρόθεσή του -όπως διαφάνηκε αρχικά με τον Επιτάφιο- απευθυνόμενος στο κοινό με τη σύζευξη λόγου και μουσικής να ιδρύσει μια συνθήκη σύγχρονης τελετουργίας. Ανοικοδομεί νοερά μέσω της αρχιτεκτονικής των ήχων, των λόγων, της σκηνικής διάταξης έναν ημιτελή ναό, που αναζητά διαρκώς νέα ύλη για να επανατροφοδοτεί την τελετουργική σχέση. Ο ναός στεγάζει μια ιερότητα χωρίς θεό, την άθεη θεολογία της κοινωνικής λύτρωσης και απελευθέρωσης με δομική ύλη την καλλιτεχνική μέθεξη. Μια αίθουσα συναυλιών -που παύει να είναι χώρος που μονοπωλεί η αστική τάξη, τα σύμμαχά της εύπορα παρασιτικά στρώματα και το πολιτικό, ακαδημαϊκό και καλλιτεχνικό τους ιερατείο- , ένα στάδιο, ένα θέατρο μπορούν και οφείλουν να δώσουν υπόσταση σε αυτή την επανανοηματοδότηση του χώρου, να γίνουν ετεροτοπία συλλογικής μέθεξης, ουτοπικό κατώφλι…
Η Ρωμιοσύνη έγινε τραγούδι της Ουτοπίας. Σε αυτήν, η αριστερή, λαϊκή ελληνικότητα βρέθηκε στη συγκλονιστικότερη στιγμή της, ψηλάφησε το απόγειο της δυναμικής της και τα όριά της. Παρελθόν, παρόν και μέλλον, με τη δύναμη της διαλεκτικής εικόνας. Εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία για το δρόμο που διανοίγεται μέσα από το έργο, ούτε τι εννοεί ο ποιητής όταν μιλά για ανάσταση. Η αλληγορία του γυμνού, στεγνού τοπίου - ταυτόχρονα πεδίου θανάτου και κατάφασης ζωής ίδιου λες με τα Περιβόλια- λουσμένου από ένα φως αμείλικτης δικαιοσύνης, οι καμπάνες, τα κυπαρίσσια, οι δαφνώνες, ο δοξαστικός θρήνος και το προσκλητήριο των νεκρών για τη δικαίωση και τη λύτρωση, η ύβρις της προδοσίας και των ξένων βημάτων, η εκφρασμένη ιερότητα των σκοπών, το ανακάλεσμα της συλλογικής μνήμης που η εσωτερική μετανάστευση άφησε θαμμένη στα πατρογονικά της υπαίθρου πριν περικυκλώσει με τις παράγκες της από ανάγκη την αδηφάγα πρωτεύουσα, η ξεραΐλα που ζητά νερό, ο κλιμακούμενος ρυθμός, η δυναμική της εξέγερσης, το γήπεδο-ουτοπικό καράβι. Ένα οπλοστάσιο γεμάτο με όλα του τα όπλα, έτοιμο για μάχες δύσκολες μα και καταδικασμένο να χάσει στο μέλλον την αποτελεσματικότητά του. Αλλά αυτό θα αργήσει. Η Ρωμιοσύνη, θα τραγουδηθεί κρυφά στη δικτατορία περισσότερο από κάθε άλλο μουσικό έργο αψηφώντας τις απαγορεύσεις, θα παίζεται συστηματικά από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Μόσχας, κι επί τρία 24ωρα από τα μεγάφωνα στον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου. Το Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες θα ακούγεται την ώρα της εφόδου του τανκ στην πύλη. Μέσα στη Ρωμιοσύνη φωλιάζει η εξεγερσιακή μελαγχολία που «προλέγει» τη νέα στενωπό της επερχόμενης δικτατορίας. Τα πλήθη των πρώτων μηνών της μεταπολίτευσης θα ανατριχιάζουν στο άκουσμα αυτής της μουσικής κραυγής, που αντηχούσε στα στάδια της πόλης. Θα το τραγουδούν χωρίς τύψεις κι ενοχές, χωρίς δεύτερη σκέψη για την πρότερη στάση τους ακόμα κι οι καιροσκόποι, οι εξωνημένοι, οι σιωπηλοί, οι συμβιβασμένοι, οι τάχα μου σκεπτόμενα άπραγοι, τώρα που οι κραυγές ήταν εύκολες, για να γυρίσουν αργότερα επιτιμητικά την πλάτη τους στην ξεπερασμένη πια Ρωμιοσύνη. Η χρησιμότητα και του σουγιά στο κόκαλο και του λουριού στο σβέρκο μπορούσε να «αποδειχθεί» πια και με δημοκρατικοφανή επιχειρήματα. Η αλληγορία της Ρωμιοσύνης μαδούσε αργά και σταθερά τα φτερά της, πριν απομείνει ένα ημιθανές σύμβολο και μπλεχτεί οριστικά στα γρανάζια της μυθικής χειραγώγησης. Έτσι ο Θεοδωράκης στο Διόνυσο θα επανέλθει με την τελευταία Ρωμιοσύνη σε στίχους δικούς του, δηκτική, ειρωνική κι απέλπιδα. Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις/ να το συνηθίσεις να το λες...
Βεατρίκη, η φασματοποίηση της Ουτοπίας
Από πού αντλείς όμως δυνάμεις όταν η ιστορία σε καθιστά όμηρό της και σε κρατάει ακίνητο; Σε αυτό το αμείλικτο ερώτημα δίνει τη δική της απάντηση -σε όλο το εκφραστικό της εύρος- η μουσική τέχνη του Θεοδωράκη που διαισθάνθηκε κι αποτύπωσε τις ήττες που μέλλονταν για να ‘ρθουν ήδη από την αρχή της μεταπολίτευσης. Έτσι, έχοντας πιάσει το νήμα πάλι από την αρχή αναζητά διαρκώς, ανέστιος κατ’ ουσίαν, την πρώτη ύλη και τον προορισμό του[…] Τελικά θα αναμετρηθεί με τη φασματική μορφή των ονείρων του βίου του, τη Βεατρίκη, και θα αφεθεί στο αίσθημα ηδονικής ασάφειας που τη συγκροτεί. Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν, σε ποίηση Διονύση Καρατζά και δική του, έργο μόνο για φωνή και πιάνο –με τη Μαρία Φαραντούρη και τη Ντόρα Μπακοπούλου- μοιάζει με αποχαιρετισμό στην Ουτοπία. Η Βεατρίκη γίνεται σύμβολο απώλειας, το άυλο και αεί διαφεύγον ουτοπικό πνεύμα που ξεγλιστρά διαρκώς μέσα από τα χέρια του και το μυαλό του, που βασανίζει τις σκέψεις του, που χάνει το σχήμα του λες και τον περιπαίζει για την αφοσίωση του, το πείσμα και τις αυταπάτες του. Ο πυρετικός διάλογος μαζί της όμως μόνο αποχαιρετισμός δεν είναι. Μας εισάγει σε ένα σχεδόν μαλερικό ηχητικό τοπίο και σε έναν ομιχλώδη βισκοντικό ή αγγελοπουλικό ορίζοντα εκεί που θάλλει ο άλλος ωραίος κόσμος μιας, ρομαντικής υφής, τοπολογίας˙ εκεί που ο άνθρωπος έχει γίνει ένα με τη Φύση δίνοντάς της τα χαρακτηριστικά του. Αυτός ο όχι-ακόμη τόπος που, όπως και στην Έβδομη Συμφωνία, γίνεται -ως λυτρωτική δυνατότητα- καταφύγιο της σκέψης του.