Κάντο  LΧXXΙ,   Λιμπρέττο


Ωστόσο
πριν πεθάνει από το κρύο η εποχή
που κουβάλησε ένας ζέφυρος στους ώμους
στον χρυσαφένιο υψώθηκα ουρανό
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε
ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,


Αυτός λείανε το ξύλο
της βιόλας για να δυναμώσει την χαμηλή και την ψηλή;


Αυτός στρογγύλεψε την σκάφη του λαγούτου;
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε
ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,
Επλασες κόσμο ευάερο να φέρεις
το φύλλο από την ρίζα;
Σύγνεφο βρήκες διάφανο, που ομίχλη
και ίσκιος δεν του έμοιασαν ποτέ;
Ε, τότε λύτρωσέ με, πες μου -αλήθεια-
αν τραγούδησε ο Ουώλερ κι αν έπαιξε ο Ντάουλαντ.

Τα δυο σου μάτια θα γενούν μαχαίρια να με σφάξουν
αφού πλέον δεν δύναμαι ν' αντέξω την μπωτέ τους
Κι επί 180 χρόνια τίποτε σχεδόν.
Εντ ασκολντάντο ιλεγκιέρ μορμόριo
μπήκε στην σκηνή μου μια καινούργια λεπτή ισορροπία ματιών, 
κι αν ήταν πνεύμα, 
υπόσταση κι αν ήταν- δεμένα μάτια τίποτε,
κρυμμένα μάτια, 
μάτια σε καρναβάλι πάντως
θυμό δεν είχανε ζευγάρι
κι εγώ δεν είδα παρά μάτια, κι ανάμεσα στα μάτια χρώμα
διάστημα,
αμέριμνο ή ανύποπτο πάντως δεν είχε
όλο τον χώρο της σκηνής
μήτε ήταν τόπος για πλήρη Ειδώς
διείσδυση, διάτρηση
μονάχα μια σκιά πέρα 
στα πέρα φώτα
γαλάζιο τ' ουρανού
θάλασσα μες στην νύχτα
πράσινη λίμνη απάνω στα βουνά
λάμψη από μάτια ακάλυπτα στην επικράτεια μιας μάσκας τόσης δα.

Ο,τι πολύ αγάπησες σου μένει,
τα υπόλοιπα σαβούρα

Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
κληρονομιά ενός κόσμου, δικού μου και δικού τους
ή μήπως κανενός;

Πρώτα ήρθαν τα ορατά, κι ακολούθησαν τ' απτά
Ηλύσια, έστω και στις αίθουσες του Αδη,
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
κένταυρος είναι το μυρμήγκι για τους δικούς του δράκοντές του.

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, δεν έπλασε ο άνθρωπος
την τόλμη και την δύναμη, δεν έπλασε την τάξη ο άνθρωπος την χάρη,

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, τέλειωνε λέω.
Μάθε απ' το πράσινο του κόσμου την θέση σου στην κλίμακα
της δημιουργίας ή της γνήσιας καλλιτεχνίας,

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε Πακίν!
Ο πράσινος ο σκούφος ξέκανε την κομψότητά σου.
κυβέρνησε τον εαυτό σου κι οι άλλοι θα σε αντέξουν

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
ένα σκυλί δαρμένο είσαι και πέφτει το χαλάζι,
μια κουρούνα που κορδώνεται και πάνω πότε βγαίνει πότε κρύβεται ο ήλιος,
Ασπρόμαυρη, μισή μισή,
δεν ξεχωρίζεις καν την φτερούγα απ' την ουρά σου

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
Βρώμα φρικτή το μίσος σου
και τρέφεται με ψέμα,

Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
Αμε, ταχιά και τέλειωνε, τσιγκούνης στην αγάπη, ναι
μα τέλειωνε μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε λέω.

Να πράξεις, άπρακτος μην μείνεις
αυτό δεν είναι δα ματαιοδοξία
Να χτυπήσεις μ' ευγένεια την πόρτα
που θ' ανοίξει ένας Μπλαντ να μυρίσεις στον αέρα
μια ζωντανή παράδοση ν' αδράξεις
σε μια ματιά σοφή γριά ματιά την φλόγα την αιώνια
όχι αυτό δεν είναι δα και ματαιοδοξία.
Το λάθος βρίσκεται σ' εκείνο,
που δεν πραγματοποίησες, 
το λάθος όλο σε μιαν απόφαση που δεν την πήρες
και τρέκλισε η απόφαση...
_____________________

μτφρ.: Γιώργος Μπλάνας

                              
Ανάλυση του Σεφέρη για τα "Κάντος" 


"Ο αναγνώστης γυρίζοντας τις σελίδες, ζαλίζεται παρατηρώντας ένα σωρό παρεμβολές ξένων κειμένων, περιστατικών ή στιχομυθιών - πολλές φορές σε ξένες γλώσσες - προσώπων γνωστών από την ιστορία ή ολότελα άγνωστων, που δεν μπορεί να εξηγήσει την απροσδόκητη παρουσία τους, τοπίων που μεταφέρουν την κλασσική εποχή στην Αναγέννηση, στους καιρούς μας ή το αντίθετο.

   Δυσκολεύεται να κάνει την ανάλυση του κειμένου που έχει μπροστά του και που είναι, νομίζω, άσκοπο να την επιχειρήσει προτού εξοικειωθεί με το κλίμα της ποίησης αυτής. Ίσως είναι καλύτερο να έχει υπόψη του, στην αρχή, ότι ο Pound μεταχειρίζεται την ποιητική μεταφορά, με την κυριολεκτική της σημασία, σαν μια μεταφορά που μεταφέρει στ' αλήθεια μέσα στο έργο του όλα όσα μπόρεσαν να μαζέψουν οι αντένες ενός πνεύματος αδηφάγου, που έχει προσεταιριστεί ένα μεγάλο πλήθος από τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την τωρινή ζωή μας, είτε είναι κείμενα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, είτε ο μεσαίωνας, είτε η Αναγέννηση, είτε η προδαντική ποίηση των προβηγκιανών.

   Και τα μεταφέρει με οδηγό, σχεδόν αποκλειστικά, το αίσθημα της ρηματικής λειτουργίας ανήσυχο, ατίθασο, δεσποτικό, που δεν παραδέχεται κανένα σχεδόν προδιαγραμμένο διάκοσμο, καμιά διάταξη και καμιά άλλη ιεραρχία, εκτός από την ιεραρχία, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, ενός ρυθμικού παλμού".
____________________________________________________
Πηγή: [Γεωργίου Σεφέρη, Νέα Γράμματα, Απρίλιος-Ιούνιος 1939].


 Ελπήνωρ   
       
Αλλά ήλθε πρώτος ο Ελπήνωρ, ο φίλος μας Ελπήνωρ,
Άθαφτος, απορριγμένος πάνω στη μεγάλη γης,
Κουφάρι που τ' αφήσαμε στο σπίτι της Κίρκης,
Άκλαυτο κι ασαβάνωτο, τα βάσανα μας κέντριζαν γι' αλλού.
Αξιολύπητο πνεύμα. Και φώναξα μιλώντας βιαστικά:
"Ελπήνωρ, πώς έφτασες στο σκοτεινό τούτο ακρογιάλι;
Πεζοδρόμος ήρθες ξεπερνώντας τους θαλασσινούς;"
Και αυτός βαριά μιλώντας:
"Τύχη κακιά και το πολύ κρασί. 
Γλίστρησα στο μέγαρο της Κίρκης.
Κατεβαίνοντας την αψηλή σκάλα αφύλαχτος
Έπεσα πάνω στον τοίχο,
Τσάκισα το κόκαλο του αυχένα, κ' η ψυχή γύρεψε τον Άδη.
Μα εσύ, Βασιλιά, παρακαλώ θυμήσου με,
άκλαυτον, άθαφτο,
Σώριασε τ' άρματά μου,
φτιάξε μου τάφο στην ακρογιαλιά, και γράψε:

"Ένας άμοιρος άνθρωπος και μ' όνομα μελλούμενο.
Και στήσε το κουπί μου που έλαμνα μαζί με τους συντρόφους".

__________________________________________________
μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης από "Αντιγραφές"


Έζρα Πάουντ – Εντολή.

Η “Εντολή” είναι ένα εξαιρετικό ποίημα του Έζρα Πάουντ, το οποίο βρίσκεται στη συλλογή Lustra. 

Διαβάζοντάς το, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν υπέρ των δυνάμεων του Άξονα. 

Πηγαίνετε, τραγούδια μου, στον ανικανοποίητο και στον μοναχικό,

Πηγαίνετε σ’ αυτόν με τα κουρελιασμένα νεύρα, σ’ αυτόν
που της συμβατικότητας έγινε σκλάβος,

Και δώστε τους την καταφρόνια μου για τους δυνάστες.

Πηγαίνετε σαν κύμα παγωμένο και πελώριο

Την καταφρόνια μου για τους δυνάστες.

Μιλήστε για την ασυνείδητη επιβολή,

Μιλήστε για όσους τυραννούν γιατί δεν έχουν φαντασία,

Μιλήστε ενάντια στους δεσμούς.

Πηγαίνετε σ’ εκείνη την αστή που από ανία πεθαίνει,

Πηγαίνετε στων προαστίων τις γυναίκες.

Πηγαίνετε στους κακοπαντρεμένους,

Πηγαίνετε στους άτυχα ζευγαρωμένους,

Στη σύζυγο που αγοράστηκε,

Σ’ αυτήν πηγαίνετε που έγινε κληρονόμος.

Πηγαίνετε σ’ εκείνους με τους εξευγενισμένους πόθους,

Πηγαίνετε σ’ αυτούς που οι λεπτές επιθυμίες τους ναυάγησαν,

Πηγαίνετε σαν καταλύτης στη νωθρότητα του κόσμου·

Πηγαίνετε με τις αιχμές σας εναντίον τους,

Δώστε τη δύναμη σε αδύναμες χορδές,

Δώστε κουράγιο στα πλοκάμια και τα φύκια της ψυχής.

Πηγαίνετε με τρόπο φιλικό,

Πηγαίνετε με λόγο θαρρετό.

Αναζητήστε πρόθυμα καινά δαιμόνια, καινούρια αγαθά,

Σταθείτε ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση.

Πηγαίνετε σ’ αυτούς που με τα χρόνια έχουν παχύνει,

Σ’ αυτούς που έχασαν πια τα ενδιαφέροντά τους.

Πηγαίνετε στους έφηβους που μέσ’ την οικογένεια πνίγονται –

Ώ, πόσο αποτρόπαιο είναι αυτό,

Να βλέπεις τρεις γενιές συνωστισμένες στο ίδιο σπίτι!

Κάτι σα δέντρο γέρικο με νέα βλαστάρια,

Και με κλαδιά που πέφτουν και ρημάζουν.

Βγείτε αψηφώντας την κοινή γνώμη,

Εναντιωθείτε στη χλιαρή δουλεία του αίματος,

Εναντιωθείτε σε κάθε είδους εξουσία.