Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

'Αγγελος Σικελιανός


Sikelianos.jpg

Ο Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν το τελευταίο από τα επτά παιδιά του καθηγητή γαλλικών Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας Στεφανίτση. Οι ρίζες της οικογένειάς του εντοπίζονταν στην Κεφαλονιά και τη Βενετία. Αποφοίτησε από το τετρατάξιο γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Το 1902, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Διόνυσος και Παναθήναια.

Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού η γνωριμία του το 1905 με την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ - η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία - την οποία παντρεύτηκε το 1907 στο Μπαρ Χάρμπορ του Μέιν των ΗΠΑ. Το ζεύγος εγκαταστάθηκε το επόμενο έτος στην Αθήνα. Εκείνη την περίοδο ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά το 1909 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος, η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωριζόμενη ως έργο-σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων. Ταυτόχρονα, το ίδιο έτος γεννήθηκε και ο γιος του Γλαύκος. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ο Σικελιανός θα επιστρατευτεί και θα συμμετάσχει ως απλός στρατιώτης στο μέτωπο της Ηπείρου.

Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική αρωγή της γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μία παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά τον θάνατο του ποιητή.

Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας.

                                 Η οικία του Α. Σικελιανού στην ακτή Μ. Φανερωμένης, Σαλαμίνα.

Ἄγγελος Σικελιανός (1884-1951) - Ὁ φλογερὸς βάρδος τοῦ μυθώδους καὶ τοῦ ἱστορικοῦ


Ἡ εἰκόνα τοῦ παλιοῦ Γνωστικοῦ σφραγιδόλιθου μὲ τὸ σταυρωμένο Ὀρφέα ἀνταποκρίνεται στὴν τελευταία στροφὴ τοῦ ποιήματος «Πρόλογος στὴ Ζωή»:
Ὦ μυστικὰ κατορθωμένο σῶμα,
σῶμα τῆς Θυσίας,
ἀντίδωρο ἄμετρων ψυχῶν,
Ἐσταυρωμένε Βάκχε·
ὦ τσακισμένη ἀπὸ τὸ βάρος τῶν τσαμπιῶν
ἀθάνατη κληρονομιά
καὶ συμβολίζει πὼς τὸ σῶμα τῆς Ποίησης, ὅσο κι ἂν μεράζεται, δὲν μομματιάζεται οὐσιαστικά, ἀλλὰ ὑπάρχει πάντα ὁλόκληρο μέσα σὲ κάθε της κομμάτι, ὅπως ὁ διαμελισμένος Ὀρφέας ξαναβρίσκεται, κατόπι ἀπ᾿ τὸ διαμελισμό του, ὁλόκληρος, γιὰ τὰ μάτια τῶν μυημένων, πάνω στὸ Σταυρό.

Ἀπὸ τὸν Πρόλογο τῆς Συλλογῆς «Ἀντίδωρο», 1943.

Ἄγγελος Σικελιανός

Ἡ Αὐτοκτονία τοῦ Ἀτζεσιβάνο
Μαθητῆ τοῦ Βούδα

1937
Ἀνεπίληπτα ἐπῆρε τὸ μαχαίρι
ὁ Ἀτζεσιβάνο. K᾿ ἤτανε ἡ ψυχή του
τὴν ὥρα ἐκείνη ὁλάσπρο περιστέρι.
Κι ὅπως κυλᾶ, ἀπὸ τ᾿ ἄδυτα τοῦ ἀδύτου
τῶν οὐρανῶν, μὲς στὴ νυχτιὰ ἕν᾿ ἀστέρι,
ἤ, ὡς πέφτει ἀνθὸς μηλιᾶς μὲ πρᾷο ἀγέρι,
ἔτσι ἀπ᾿ τὰ στήθη πέταξε ἡ πνοή του.Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δὲν πᾶνε.
Γιατί μονάχα ἐκεῖνοι π᾿ ἀγαπᾶνε
τὴ ζωὴ στὴ μυστική της πρώτη ἀξία,
μποροῦν καὶ νὰ θερίσουνε μονάχοι
τῆς ὕπαρξής τους τὸ μεγάλο ἀστάχυ,
ποὺ γέρνει πιά, μὲ θείαν ἀταραξία!

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)

Ἀνεβαίνοντας στὸν Ὄλυμπο

(ἀποσπάσματα)
Γιὰ νὰ γνωρίσω τοὺς θεούς σου
ἄνοιξα μόνος μου τὸ δρόμο,
γιὰ ὅλο μου τὸ δρόμο
τὴν ἀπόφασή μου παίρνοντας
ὡσὰ μονάκριβο καρπὸ
γιὰ νὰ δροσίζω, στὶς ἀκρότατες στιγμὲς
τῆς δίψας μου, τὰ χείλια!
Ὄλυμπε, ἀνήφορε τοῦ Δία,
τὸ χῶμα σου εἶναι μαῦρο
ζυμωμένο μ᾿ ὅλα τὰ χινόπωρα
τῶν καστανιῶν καὶ τῶν πλατάνων,
καὶ τὸ πόδι χώνεται βαθύτερα ἀπὸ τὸ ῾στραγάλι
γιὰ νὰ σ᾿ ἀνεβεῖ!
Ἀδιάκοπα
μὲ τὸ μαχαῖρι
-δαφνοτόμος
κισσοτόμος-
πρέπει νὰ κόβει τὸ στενό του μονοπάτι
μὲς ἀπ᾿ τὰ παλιούρια
ὅποιος γυρέψει νὰ σὲ ἰδεῖ!
Κι ἀπάνωθέ του σὰ λυροχορδὲς
οἱ κληματίδες ἀμποδᾶνε νὰ διαβεῖ
Ὦ νήπιε Δία!
Καθὼς μιὰ μέρα
ταξιδεύοντας στὴν Ἤπειρον
ἄκουσα ξάφνου μιὰ βοὴ κρυφὴ
μιὰ μουσικὴ χλαλοὴ μικρῶν φτερῶν νὰ τρέμει μὲς στὸν ἀέρα
καὶ δὲν ἤξερα ἀπὸ ποῦ,
ἀλλὰ ψάχνοντας
ηὗρα ἕνα βράχο πιὸ γλιστερὸ ἀπὸ φίλντισι
σὰν αἰώνων καταρράκτες νὰ περάσανε ἀπὸ πάνω του
ποὺ ἀλλαξοδρόμησαν
ἀφήνοντας τὸν πίσωθέ τους στὴ γυμνὴ τελειότητα,
καὶ σκύβοντας στὴ μέση του
ποὺ ἀνοίγονταν βαθιὰ σὰν ἀργυρὸ λεβέτι
Εἶδα στὸ βάθος ἕν᾿ ἀγριομελίσσι νὰ σαλεύει ἀδιάκοπα ὡς πηγή·
ἔτσι κι ἡ κούνια σου στ᾿ ὡραῖο βουνὸ
ἐβούιζεν ὅλη
ἀπ᾿ τ᾿ ἀγριοπερίστερα ὅπου Σοῦ ᾿φερναν στὰ ράμφη τους
τὸ μέλι τῶν ἀνθῶν τῆς γῆς!
Πατέρα Δία·
ἂν οἱ ἱερεῖς σου κάθε χρόνο
στὴν κορφὴ τοῦ Ὀλύμπου
ὅπου ποτὲ δὲν πνέει ὁ ἄνεμος
γράφουνε στὴν ἁπλωμένη στάχτη τῶν θυσιῶν
τὴν ὑψηλή τους προσευχὴ
καὶ τήνε βρίσκουν ἄγγιχτη τὸν ἄλλο χρόνο
καθὼς τὴ στιγμὴ ποὺ μὲ τὸ δάκτυλο
ἐχαράξανε τὰ λόγια της
κι ἂν οἱ καρποί,
ποὺ ὁλόγυρα ἀπιθώνουν ἀφιερώματα,
κρατοῦνε ὁλοχρονὶς ὁλόδροσοι
καθὼς τὴν ὥρα ποὺ ἐκοπήκανε ἀπὸ τὸ κλαδὶ
πόσο περισσότερο ὁ καλός μου Λόγος
ποτισμένος τὴ δροσιά,
ποὺ ὡσὰ βαρὺ ροδάκινο μὲς στὸ νερὸ
ἀστράφτει ὅμοια ἀσημένια σφαῖρα,
δὲ θὰ μείνει αἰώνιος
ὅπου κι ὅπως
στὴν κορφὴ τοῦ Ὀλύμπου τὸν ἀπίθωσα!

Ὁ Γέρος

Ὁ γέρος ὁ ἑκατοχρονίτης,
ὁποῦ ἐγνώρισα στὸ ἴδιο νησί μου, τὴ Λευκάδα,
ἀφοῦ πέρασε βοσκὸς σαράντα χρόνια
στὴ βουνοκορφή, στὰ Σταυρωτά,
κατέβηκε νὰ παντρευτεῖ μία μέρα
στὸ γιαλό, στὸ Μεγανήσι
κι ἀπὸ τότε γίνηκε ψαρὰς
κι ἀπόχτησε τρεῖς θυγατέρες
κι ὅσο ἤτανε μικρές, κυβέρναε μονάχος
τὸ ψαροκάϊκο, τὸ πεζόβολο, τὰ παραγάδια καὶ τὰ δίχτυα
κι ἅμα ἡ πρώτη θυγατέρα ἦρθε στὸ χνούδι της
τὴ πῆρε στὰ κουπιὰ νὰ δέσει τὸ κορμί της,
ἔπειτα τὴ πάντρεψε καὶ πῆρε τὴ κατοπινὴ
κι ἀφοῦ ἔδεσε καὶ τούτη,
κράτησε λίγο καιρὸ τὴ τρίτη στὰ κουπιὰ
καὶ σὰ τὴ πάντρεψε κι αὐτήν,
ἔμεινε πάλι μὲς στὴ βάρκα μοναχός,
προσμένοντας τὸ θάνατο, ἥσυχα νὰ τὸν ῾γγίξει,
καθὼς σβεῖ στρωτὰ ὁ ἀγέρας
στὸ νερὸ τὰ δειλινά...

Ὁ ὕπνος τοῦ Μιστράλ

Τὰ λαμπρὰ βώδια, στριφτοπόδα, πᾶνε,
Ξεσέρνοντας ἀργὰ τὴ νεκροφόρα,
Μὲ τὸ ἅγιο λείψανό σου· κ᾿ ἔρμη ἡ χώρα
Ἀπ᾿ τοὺς πιστούς σου, ὁποῦ σκυφτοὶ ἀκλουθᾶνε,
Τὴ φωτεινὴ ν᾿ ἀποζητάει φωνή τους
Καθώς, σὰν τὰ κεντάει μὲ τὴ βουκέντρα,
Βαθιὰ ὁ ζευγᾶς—κι αὐτὰ δὲ μουκανιῶνται,
Μὲ πλέριο ἄχον, ἄναμιεσα στὰ δέντρα·
Ὅμως, τὰ γερατιά σου τ᾿ ἀνθοφόρα,
Ποῦ στῆς ζωῆς σου ἐρέψανε τὴ ρίζα,
Σὰ μυγδαλιᾶς, ἀπὸ προσήλια μπόρα,
Εἶδαν τὴ γῆ σου, ἀπάρθενη, ὀρθοβύζα,
Στοῦ ὕπνου σου τὸ ἄκουσμα, βαθιὰ νὰ νιώσει
Τῆς δόξας τὸν ἀθάνατον ἰχώρα.
Τί, ἂν ἀπ᾿ τοὺς βάλτους τῆς Καμάργας, ἴσια
Μὲ τῆς Ἄρλης τὰ ρείπια, ἀχολογᾶνε,
Οἱ καμπάνες, ἀργά, στὰ ἐρημοκκλήσια ;
Ρετσίνι ἁδρό, εὐωδᾶν τὰ κυπαρίσσια !
Καὶ ὁλόγυρα, βυζαίνοντας, βογγᾶνε
Τὰ χρυσὰ πρωτοξάνοιχτα μελίσσια.
Καὶ νά, οἱ παρθένες δὲ μοιρολογᾶνε,
Μὰ ἐκεῖ ποὺ εὐλογημένος φέρνει ὁ δρόμος,
Ὅπου ἄφοβο πατάει καὶ τὸ κοτσύφι,
Στὰ μονοπάτια ὁποῦ θρασεύει ὁ φλῶμος,
Τὸ «χαῖρε» λέοντας, πρὸς τὴν Ἁγία Νύφη,
Πρὸς ἐσένα τὸ «χαῖρε» προβοδᾶνε.
Ὢ πόσο εὐλογητὸ τὸ κοιμητήρι,
Ποὺ θὰ δεχτῆ τὴ μνήμη σου, ὡς τὸ μαῦρο
Τοῦ Βασιλόπουλου ποιητή, ποτήρι,
Τοῦ Κήτς, ποὺ στὰ κατάβαθα χωμένο
Τῆς γῆς, ἐπόθησε νὰ πιεῖ, ἀπ᾿ τὸ λαῦρο
Μύρο κι᾿ ἀπ᾿ τὸ τραγούδι σου ἀδρωμένο !
Τί, ἂν ἀγρυπνᾶν γιὰ σέ, τὰ μοναστήρια;
Τί, τὥνα—τἄλλο, στὰ χωριά, ἂν ξυπνᾶνε
Τοῦ πόνου οἱ ἐκκλησιές, τὰ σημαντήρια ;
Τί, ἂν ὁ ἀχός, λιγοθυμώντας φτάνει;
Τὸ Ἡλιοβασίλεμά σου, ὅπως τὰ μύρια
Πουλιά, ποὺ πᾶνε νὰ κουρνιάσουν, κάνει
Ἀπ᾿ τὸ κελάηδισμα, ἕνα συντριβάνι,
Τὰ κυπαρίσσια, θεῖα, ν᾿ ἀχολογᾶνε!
14 ΜΑΡΤΙΟΥ 1914 ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

Τὸ Πανανθρώπινο Ἐμβατήριο τῆς Ἑλλάδας

Ὀμπρός! Μὲ ὀρθή, μεσούρανη
τῆς Λευτεριᾶς τὴ δᾴδα,
ἀνοίγεις δρόμο, Ἑλλάδα,
στὸν Ἄνθρωπον ... Ὀμπρός!
Ὁρμᾶνε πρῶτοι οἱ Ἕλληνες
κι ὅλοι οἱ λαοὶ σιμά Σου
-μεγάλο τ᾿ ὄνομά Σου-
βροντοφωνᾶν: «Ὀμπρός,
» ὀμπρός, νὰ γίνουμε ὁ τρανὸς
στρατὸς ποὺ θὰ νικήσει,
σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση,
τὸ μαῦρο φίδι ὀμπρός,
» ὀμπρός, κ᾿ ἡ Ἑλλάδα σκώθηκε
καὶ διασκορπάει τὰ σκότη!
Ἀνάστα, ἡ Ἀνθρωπότη,
Κι ἀκλούθα την ... Ὀμπρός!»

Στον Παλαμά
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου...
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλει, τί κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
Μα συ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
ήρως τη πήρε και την ύψωσε στ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι επάνω από μας
που τον ύμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη!
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου...
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως μες στ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.
Τί πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτή την ώρα.
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την 'Αγια δέχονται ψυχή τη τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτή με μίαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεους για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!

Πορτραῖτο τοῦ Μαβίλη

Νὰ κατεβεῖς λαγκάδια, νὰ περάσεις
νερὰ τρεχάμενα, πλατάνια, πεῦκα νά ῾ναι
χάρισμα ἡ ζωὴ ἀπ᾿ ἀθάνατα στοιχεῖα·
μὲ τὸ χέρι κάθε καρπὸ νὰ φτάσεις,

κερασιές, μυγδαλιές, ὅσα περνᾶνε
σὲ μία βουνίσια ἀπάρθενη ἡσυχία,
κι ἀπό ῾να ξάγναντο ἀνηφόρι 
τῆς θάλασσας νὰ ἰδεῖς τὴν εὐτυχία!...

Καὶ νά ῾σαι ῾κειὸς ποὺ τόσον ἔχει ζήσει
ποὺ τὸ μέλι τὸ γεύεται ἀπ᾿ τὸ βάτο,
θυμό, βάρσαμο, ἀφάνα, ὡς μελίσσι...

Καί, μὲς στὸ μεσημέρι τὸ φλογάτο, 
νά ῾σαι σὰν ἥλιος νά ῾χει πάει νὰ δύσει 
-νά ῾ν᾿ ὁ μισὸς στὸ πέλαγο ἀπὸ κάτω...

Ο Σεφέρης τον αποκάλεσε «Άρχοντα της λαλιάς μας». ο Παλαμάς τον θεωρούσε περισσότερο φιλόσοφο παρά ποιητή. 


Προς το τέλος της ζωής του πάλευε με τη φτώχεια και τις αρρώστιες. Στις 4 Ιουνίου 1951 από λάθος της οικιακής βοηθού του αντί για το φάρμακό του ήπιε απολυμαντικό, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά εγκαύματα στα αναπνευστικά του όργανα. Στις 19 Ιουνίου 1951 άφησε την τελευταία του πνοή στην κλινική «Η Παμμακάριστος» της Αθήνας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου