Ο «ποιητής των θαλασσών» Νίκος Καββαδίας
«Όλα τα πράγματα έχουν τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα.»
Ο ναυτικός και ποιητής Νίκος Καββαδίας
Ὁ Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μία μικρή επαρχιακή πόλη τις Μαντζουρίας, στην περιοχή το Χαρμπίν, κοντά στον ποταμό Ουσσούρ, που ήταν στρατιωτική βάση. Λεγόταν τότε Νικόλσκι Ουσουρίσκι. Η περιοχή ήταν κατειλημμένη από την Τσαρική Ρωσία με αφορμή την εξέγερση των κινέζων μπόξερς. Έτσι εξηγείται το ρώσικο παρατσούκλι του Καββαδία«Κόλλιας» αλλά και η παντοτινή του αγάπη για την Κίνα, όπως και η διάθεσή του να δηλώνει «μισοκινέζος» Ο πατέρας του ήταν επιχειρηματίας. Διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου -εισαγωγές / εξαγωγές / μεταφορές-, διακινούσε μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, τροφίμων και άλλων καταναλωτικών ειδών και συγχρόνως ήταν προμηθευτής του τσαρικού στρατού.
Το 1914, στην αρχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ο πατέρας του αποφάσισε να φέρει την οικογένεια στην Ελλάδα, με πρώτο σταθμό την Κωνσταντινούπολη, στ’ αδέρφια της μητέρας του που διέθεταν ναυτικές επιχειρήσεις. Περάσανε στην Ελλάδα μ’ένα πλοίο της οικογένιας. Καταλήξανε στην Κεφαλλονιά στα πατρικά σπίτια με τις γιαγιάδες και τους παππούδες, της μάνας στην Άσσο, του πατέρα στο Φισκάρδο. Δεν έμειναν πολύ. Εγκαταστάθηκαν στο Αργοστόλι όπου νοίκιασαν ένα μεγάλο σπίτι με περιβόλι στο δρόμο της Λάσσης.
Ο πατέρας του άφησε την οικογένεια στο ήσυχο -όπως εκτιμούσε- νησί του Ιονίου και γύρισε στην Ρωσία για να σώσει τις επιχειρήσεις του. Ωστόσο και η Κεφαλλονιά δεν άργησε να μυρίσει το άρωμα του πολέμου. Στις ακτές της και στα λιμάνια της κάναν την εμφάνισή τους υδροπλάνα, οπλιταγωγά, ατμάκατοι και βέβαια ο συμμαχικός στρατός. Στις βόλτες του, στην πλατεία του Αργοστολίου, με την νταντά και τα παιδιά της οικογένειας, ο μικρός Καββαδίας ξέφευγε και ήθελε να περιεργάζεται από κοντά τους ξένους στρατιώτες. Δεν του έκαναν εντύπωση οι Άγγλοι ή οι Γάλλοι, μα οι εξωτικοί και διαφορετικοί Σενεγαλέζοι. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι για του Σενεγαλέζους ο περίεργος μπόμπιρας έγινε σύντομα ο μικρός αγαπημένος φίλος. Τον σήκωναν ψηλά, του χάριζαν ταινίες από τα καπέλα τους και άλλα αντικείμενα.
Η οικογένεια αποκλείστηκε στην Κεφαλλονιά όσο ο πατέρας ξέμεινε πέρα από τα Ουράλια, στην Ρωσία των επαναστατικών γεγονότων. Επί εφτά χρόνια δεν είχαν κάποιο νέο του. Αυτό το διάστημα διώχθηκε ως συνεργάτης των τσαρικών από την νέα σοβιετική εξουσία, φυλακίστηκε και βέβαια έχασε όλη του την περιουσία. Τον ξαναντάμωσαν το 1921 όταν έφτασε στην Κεφαλοννιά, νευρασθενικός και άρρωστος.
Ο Καββαδίας είχε αποστροφή για την φιγούρα του πατέρα του. Στο αφήγημα-μυθιστόρημά του «Βάρδια», όπου τα αυτοβιογραφικά στοιχεία δεσπόζουν θα γράψει:
«Ο πατέρας μου… ο λαθρέμπορας του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίκτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα»
Λίγο μετά, μετακομίζουν στον Πειραιά, όπου ο Καββαδίας τελειώνει το Δημοτικό στη σχολή αδερφών Μπάρδη. Εκεί, μαζί με τον συμμαθητή και μετέπειτα γνωστό ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, εκδίδουν τρία τεύχη ενός σατυρικού φυλλαδίου.
Στο γυμνάσιο γνωρίζεται με τον Παύλο Νιρβάνα καθώς είναι συμμαθητής με τον γιο του. Η επιρροή που του ασκεί ο Νιρβάνας είναι έντονη και τον οδηγεί στα 18 του να αρχίσει να στέλνει ποιήματα στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμοΠέτρος Βαλχάλας (με εμφανή ομοιότητα στο ψευδώνυμο «Παύλος Νιρβάνας» του Πέτρου Αποστολίδη).
Όλο αυτό το διάστημα, ζει πλάι στους κατατρεγμένους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής ενώ απεχθάνεται τους ξεπεσμένους κύκλους του πατέρα του - εκδιωγμένους, ξεπεσμένους ευγενείς που σταμάτησαν να ρουφάνε το αίμα του ρώσικου λαού μετά την επανάσταση του ‘17. Το προσφυγικό ζήτημα εκείνη την εποχή είναι βασικό ζήτημα της ελληνικής κοινωνίας. Οι βασιλόφρονες και τα απομεινάρια της δικτατορίας του Πάγκαλου είναι αυτοί που τους στοχοποιούν κυρίαρχα, με το σύνθημα «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες» να είναι κεντρικό στον πολιτικό τους λόγο. Αντίθετα, το ΚΚΕ ανοίγει διάπλατα τις αγκάλες του στους πρόσφυγες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις εκλογές του Νοέμβρη του 1926, όταν το ΚΚΕ εξέλεξε για πρώτη φορά στην ιστορία του 10 βουλευτές συγκεντρώνοντας 4,38%, κατέβηκε ως «Ενιαίο Εκλογικό Μέτωπο Εργατών-Αγροτών-Προσφύγων».
Ξαναρίχνοντας μια ματιά στην πορεία του, μπορεί κανείς να πει με μια κάποια σιγουριά ότι η αγάπη του για τους κατατρεγμένους και η στάση της Αριστεράς απέναντί τους, είναι η βασική γέφυρα που τον συνέδεσε με το ελληνικό Κομμουνιστικό Κίνημα. Αυτός ο όμορφος ανθρωπισμός και η γλυκιά ευαισθησία του Καββαδία φαίνονται πιο καθαρά σ’ ένα εξαιρετικά πρώιμο ποίημα του που δημοσιεύεται στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας το 1929 όταν καλά καλά δεν είναι ακόμη 19 χρονών. Το ποίημα έχει τίτλο «Αγαπάω» και δεν έχει συμπεριληφθεί σε καμία από τις 3 ποιητικές συλλογές του:
Αγαπάω τ’ ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο
Τα θολά ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβοων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότην που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα ‘ρθουν πίσω
αγαπάω, και θάθελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω τις κλαμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτον τον κόσμο – ό, τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα.
Το πρώτο μπάρκο
Τον Οκτώβριο του 1929 πεθαίνει ο Χαρίλαος Καββαδίας, ο πατέρας του ποιητή. Ο Νίκος Καββαδίας αφήνει πίσω την λογιστική εργασία που είχε βρει σε ναυτιλιακό γραφείο στον Πειραιά, το ίδιο και τις ιατρικές σπουδές του. Ο θάνατος του πατέρα του, σε συνδυασμό με την τραγική οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, δεν του αφήνουν άλλη επιλογή. Βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και πραγματοποιεί το πρώτο του μπάρκο, στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος». Από το το 1930 και μετά ταξιδεύει σχεδόν αδιάκοπα. «Ζαλίζομαι στην στεριά.» γράφει αργότερα στην βάρδια.
Ταξιδεύει σχεδόν αποκλειστικά με φορτηγά πλοία- ιδιαίτερα την περίοδο μέχρι τον Β’ Π.Π. Σνομπάρει τα επιβατικά. Τα φορτηγά είναι βραδυκίνητα και τα ταξίδια τους μεγάλα κι έτσι η ζωή μέσα σε αυτά καταλήγει να έχει την μορφή μιας κοινότητας. Επίσης αυτά είναι που παραμένουν για πολύ καιρό στα λιμάνια για το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα των και το πλήρωμά τους αναπτύσσει ουσιαστικές σχέσεις με τα λιμάνια που επισκέπτεται. Όλα αυτά για τους ναυτικούς αποτελούσαν το βιωματικό τους πλαίσιο. Για τον Καββαδία όμως αποτέλεσαν και το ποιητικό του υλικό.
Αυτό ακριβώς το διάστημα, από το πρώτο του μπάρκο ως τον Ιούνιο του 1933 είναι το διάστημα όπου γεννιέται για πρώτη φορά αυτό που σήμερα όλοι αναγνωρίζουμε ως ποίηση του Καββαδία. Τότε είναι που ο ποιητής, που είχε ξεμπαρκάρει από το φορτηγό πλοίο Νίκη, εκδίδει με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή, το Μαραμπού, σε 245 αντίτυπα. Η συλλογή ήταν αφιερωμένη στον Κεφαλλονίτη φίλο του Μεμά Γαλιατσάτο. ΤοΜαραμπού – όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού των τροπικών χωρών- ήταν και το παρατσούκλι που ο Καββαδίας διάλεξε για τον εαυτό του και το κράτησε σε όλη του την ζωή.
Η ποιητική συλλογή αποτελείται από 22 ποιήματα και έναν μετριοπαθή πρόλογο του Καίσαρα Εμμανουήλ. Ο Καίσαρας Εμμανούηλ, σχετικά γνωστός την εποχή εκείνη στους καλλιτεχνικούς κύκλους εξαιτίας κάποιων ποιητικών συλλογών που έχει εκδώσει, κυρίως όμως λόγω της εξαιρετικής μετάφρασής του στο καθολικό έργο του Εντκαρ Άλαν Πόε «το Κοράκι», δέχεται να προλογίσει έναν παντελώς άγνωστο ποιητή προχωρώντας στην επικερδέστερη ίσως «ανταλλαγή» στην Ιστορία της ελληνικής ποίησης.
Ο 23χρονος Καββαδίας γράφει στην εποχή των τεράτων, στην εποχή που αυτοκτονούν οι ποιητές. Η ποιησή του είναι πράξη επαναστατική γιατί είναι μια μεγάλη κατάφαση της ζωής. Και γιατί η επανάσταση ευτυχώς είναι κάτι που υπερβαίνει την στενότητα της σημερινής έννοιας της πολιτικής για να την ολοκληρώσει.
Πόλεμος και κατοχή
Ο Καββαδίας ξεμπαρκάρει για να βρεθεί στο αλβανικό μέτωπο, όπου όπως κι άλλοι αριστεροί ναυτικοί αντί για το ναυτικό βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Μετά την κατάρρευση του Μετώπου βρίσκεται στην Αθήνα. Εντάσσεται στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Στο ΕΑΜ δραστηριοποιείται αρχικά στο ΕΑΜ ναυτικών κι αργότερα στο ΕΑΜ λογοτεχνών – ποιητών. Αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός στο παράνομο περιοδικό Πρωτοπόροι, όπου το 1943 δημοσιεύει το ποίημα «Αθήνα 1943». Με την απελευθέρωση κι ενώ αμέσως προσπαθεί να ξαναμπαρκάρει αρχίζει την συνεργασία του με το εβδομαδιαίο αριστερό περιοδικό Ελεύθερα γράμματα. Εκεί, στο τρίτο φύλλο του περιοδικού του, στην πρώτη του δημοσίευση, θα παρουσιάσει ίσως το πιο όμορφο ίσως ποίημα του, γραμμένο προφανώς την περίοδο της κατοχής: Το ποίημα Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Στο εκπληκτικό αυτό ποίημα, κάθε στίχος έχει πίσω του μια ογκωδέστατη δουλειά. Μ’ ένα χωροχρονικό άλμα, μπλέκονται ο ισπανικός εμφύλιος και η Ελλάδα της κατοχής, οι σταυροφόροι, δηλαδή η πρώτη ταξιαρχία των Ελλήνων εθελοντών που πήγαν να πολεμήσουν στην Ισπανία στο πλευρών των αντιφασιστών -που δεν ήταν άλλη από την ταξιαρχία Νίκος Ζαχαριάδης- με την Γκέρνικα του Πικάσο και το διαμελισμένο ταύρο του, το μαρτυρικό Δίστομο και η ηρωική Καισαριανή με τις ανδαλουσιανές ελιές και περιβόλια:
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’αχαμνά του
Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει
Κάτω απ” τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ” έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ” το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ” τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά.
Και η εκπληκτική τελευταία στροφή του ποιήματος δείχνει με σεμνότητα το βάθος της ανάγνωσης του Καββαδία πάνω στο έργο του Λόρκα:
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Ο Καββαδίας χαιρετάει τον Λόρκα με τον αριθμό εφτά, αριθμό που ο Ισπανός ποιητής χρησιμοποιεί τόσο συχνά. («Τραγουδούν οι εφτά κοπέλες…. Ψυχή μ’ εφτά φωνές οι εφτά κοπέλες….. Στον άσπρο ουρανό εφτά τρανά πουλιά….. Εφτά κραυγές, εφτά αίματα, εφτά διπλά φυτά νάρκης…….Εφτά καρδιές έχω… κοκ)
Το “Πούσι”
Φτάνοντας πια στο Σωτήριο έτος 1947 κι ενώ ο εμφύλιος βρίσκεται στις τραγικές στροφές του, ο Καββαδίας έχει μπαρκάρει με το πλοίο Κορίνθια που εκτελεί δρομολόγια εσωτερικού. Πληροφορίες που δεν εξακριβώνονται, τον φέρνουν στα δρομολόγια αυτά να μεταφέρει παράνομο υλικό για της ανάγκες του ΚΚΕ και του ΔΣΕ.
Τον Γενάρη ο προσωπικός φίλος του Καββαδία και γνωστός τροτσκιστής της εποχής, Θανάσης Καραβίας, εκδίδει την δευτερη ποιητική συλλογή του ποιητή, το Πούσι, που σημαίνει καταχνιά, όμοια με την καταχνιά της εποχής. Στο “Πούσι” ηγεμονεύει ο εξομολογητικός χαρακτήρας του ποιητή. Τα ποίηματα μοιάζουν σαν γράμματα ενός ναυτικού σε συγγενείς και φίλους, ή μάλλον σύντομες καρτ ποσταλ από λιμάνια. Όπως και το Μαραμπού, έτσι και εδώ τα ποιήματα είναι αφιερωμένα σε κάποιον, αλλά αυτή την φορά όχι τα μισά αλλά όλα!
Η βάρδια
Αυτή η αγάπη γεμάτη τύψεις, είναι και η βάση της «Βάρδιας», του βασικού πεζογραφήματος του Καββαδία. Στις ατέλειωτες βάρδιες, οι ναυτικοί καταπιάνονται συνεχώς με την κατάστασή τους. Ό,τι ζουν, ό,τι διαλέγουν και ότι αφήνουν πίσω, το κατανοούν ως κατάρα, μα δεν κάνουν τίποτα για να αλλάξουν τα πράγματα, μόνο αποδέχονται και επιζητούν την ομαλή ροή των πραγμάτων. Μεγάλη πια η απόσταση από το ταξίδι ως φάρμακο για τον Καίσαρα Εμμανουήλ!
Κι αν στα ποιήματα του Καββαδία υπονοείται τακτικά ο φόβος που προκαλεί της “ηδονής το αμάρτημα το προπατορικό” ολόκληρη η βάρδια διαπνέεται από το ρίγος ενός φιλήματος που στοίχισε ακριβά: Όπου ακριβά σημαίνει ωχρά σπειροχαίτη, ή αλλιώς σύφιλη, που μετέφεραν στην Ευρώπη οι ναύτες από τα μπουρδέλα του “Νέου Κόσμου”. Κυριαρχεί ένα θανάσιμο αμάρτημα για το οποίο ο εαυτός του τον δικάζει σαν δικαστής, στυγνός για μια ολόκληρη ζωή, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ποιο είναι αυτό, έτσι που μένει ανοικτό για τον αναγνώστη να διαλέξει: η προδοσία ενός έρωτα, η παραίτηση από ένα ιδανικό, η καταστροφή που προκλήθηκε από αμέλεια ή αδιαφορία. Ο καθένας διαλέγει ό,τι του κάνει περισσότερο και μέσα από τους στίχους του Καββαδία ζητά κατανόηση και όχι συγχώρεση.
Μετά την Βάρδια
Το 1957 ο μικρός του αδερφός. Αργυρης αυτοκτονεί με περίστροφο στην καμπίνα του στο Κόμπε της Ιαπωνίας. Έκτοτε ουσιαστικά ο Καββαδίας περνά σιγά-σιγά στην αφάνεια. Ο πόνος τον κάνει να μην γράφει, να μην δημοσιεύει. Και η Αριστερά δείχνει να ξεχνάει τον ποιητή της Αντίστασης, τον γραμματέα του ΕΑΜ λογοτεχνών-ποιητών, τον συνεργάτη των ελεύθερων γραμμάτων. Ίσως δεν τον υπολογίζει γιατί δεν γράφει “προλεταριακή ποίηση”, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Δεν θα βρει κανείς αναφορά στον Καββαδία ουτε στην «Αυγή» του ’50, ούτε στην “Δημοκρατική αλλαγή”, ούτε στην “Γενιά μας” των Λαμπράκηδων, ούτε στην“Επιθεώρηση Τέχνης”. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ίδιος, αδύναμος, διάλεξε να πάρει πρώτος αποστάσεις, κυρίως με την παρατεταμένη σιωπή του.
Ωστόσο, μπορεί να σιώπησε, αλλά δεν πουλήθηκε. Όταν λίγο πριν το πραξικόπημα του ’67, δυο πρωτοπόροι φοιτητές τον καταφέρνουν να δώσει συνέντευξη στην «Πανσπουδαστική», ο Καββαδίας τους χαρίζει στίχους, αλλά δίνει και το στίγμα του: Σχολιάζει την στάση του Στάινμπεκ υπέρ του πολέμου στο Βιετνάμ με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο: “Θα προτιμούσα”, λέει “να έχω στο κεφάλι μου, αντί για το μυαλό του Στάινμπεκ τα σκατά ενός μικρού Βιετναμέζου».
Πεθαίνει στις 10 Φλεβάρη του 1975 από εγκεφαλικό. Δεν προλαβαίνει να δει την τρίτη του ποιητική συλλογή, «Τραβέρσο» να εκδίδεται, για την οποία επιφυλλασόμαστε για μια μελλοντική ειδική συζήτηση.
Και κάπως έτσι, εδώ στην Ελλάδα του 2015, που μοιάζει συχνά να βρίσκεται σε πορεία τραβέρσο κόντρα στον άνεμο, χαιρετίζουμε τον Νίκο Καββαδία, 40 χρόνια από τη φυγή του. Τον Πέτρο Βαλχάλα, τον Α. Ταπεινό, τον Κόλλια, τον μαραμπού, το ναυτικό. Με τρεις στροφές από το Yara Yara:
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.