Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Πέντε αυτοκτονικά ποιήματα


Πέντε αυτοκτονικά ποιήματα
Αν Σέξτον – Επιθυμώντας να πεθάνω [απόσπασμα] (μτφ. Δ. Σταυρίδου)
Δεν σκέφτηκα το σώμα μου να το τρυπούν βελόνες.
Ακόμα και οι κερατοειδείς χαθήκαν και τα υπολείμματα
των ούρων.
Οι απόπειρες έχουν ήδη προδώσει το σώμα.
Θνησιγενείς, δεν πεθαίνουν πάντα,
μα θαμπωμένες, να λησμονήσουν δεν μπορούν ένα
ναρκωτικό τόσο γλυκό
που ακόμα και παιδιά χαμογελώντας θα το θαύμαζαν.
Να χώνεις όλη τούτη τη ζωή κάτω από τη γλώσσα σου!
Αυτό γίνεται πάθος από μόνο του.
Ο θάνατος είναι ένα λυπημένο κοκκαλάκι. Μελανιασμένο
θα 'λεγες
κι όμως με περιμένει, χρόνο με το χρόνο,
για να γιατρέψει απαλά μία παλιά πληγή,
να αδειάσει την ανάσα μου από τη φυλακή της.
Σε ισορροπία εκεί, η απόπειρα συναντά καμιά φορά,
μαινόμενη ενάντια στους καρπούς, μία πρησμένη σελήνη
κι αφήνει το ψωμί που το μπερδέψαν με φιλί,
αφήνει τη σελίδα του βιβλίου απρόσεχτα ανοιχτή,
αφήνει κάτι ανείπωτο, το τηλέφωνο κατεβασμένο
και την αγάπη, ό,τι κι αν ήταν, ένα λοιμώδες νόσημα.
Κώστας Καρυωτάκης – Ιδανικοί Αυτόχειρες
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ηταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Oλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..
Γκρέγκορι Κόρσο – Αυτοκτονία στο Γκρίνουιτς Βίλατζ (μτφ. Γ. Λειβαδάς)
Τα χέρια τεντωμένα
Οι παλάμες πιέζουν τα πλευρά του παράθυρου
Κοιτάζει κάτω
Έχει στο μυαλό τον Μπάρτοκ, τον Βαν Γκογκ
Και τις γελοιογραφίες στο Νιου Υόρκερ
Πέφτει
Την παίρνουν μʼ ένα φύλλο της Ντέϊλυ Νιους ριγμένο στο πρόσωπο
Και ο μαγαζάτορας ρίχνει καυτό νερό στο πεζοδρόμιο
Αυτοκτονία - Λούις ΜακΝις (μτφ. Χ. Γούδης)
Αγωνίστηκε για τις λάθος υποθέσεις,
Παντρεύτηκε λάθος γυναίκα,
Επένδυσε βιαστικά, έχασε
Την υγεία του, χάλασε τ’ όνομά του,
Έχασε όλο του το βιός και την κορμοστασιά του.
Στα νειάτα του εδιάβηκε
Καταμεσής του δρόμου
Κάτω από δένδρα όμορφα
Μες στ’ άγρια βαλτοτόπια
Το τέλος του άπιαστου ονείρου προσπάθησε να πιάσει
Τώρα σαρανταεννιά χρονών,
Ζούσε σε μια καλύβα
Με μια ερωμένη πελιδνή
Και μερικά βιβλία:
Τον βίο του Ναπολέοντα κι άλλα κηπουρικής.
Όταν τον άφησε η μικρή πήρε
Το κλαδευτήρι, ψαλίδισε τον φράχτη του
Πήρε την καραμπίνα
Κι έφυγε σαν να πήγαινε πάπιες να κυνηγήσει
Ταξιδευτής απόμακρος καταμεσής του δρόμου
Ντόροθι Πάρκερ - Ανακεφαλαίωση (μτφ. Γ. Νίκας)
Tο ακουαφόρτε είναι πικρό,
σου καίει το λαρύγγι.
Το ξυραφάκι κοφτερό
και η θηλιά σε σφίγγει.
Τα όπλα είναι παράνομα
και τα χαπάκια επίσης.
Βρωμάει το γκάζι άσχημα.
Καλύτερα να ζήσεις. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου