Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Ουίλιαμ Μπάροουζ


Ουίλιαμ Μπάροουζ: Ο επικηρυγμένος της λογοτεχνίας

(5 Φεβρουαρίου 1914 – 2 Αυγούστου 1997)
Η απόλυτη φιγούρα των Μπιτ

Παρανοϊκός είναι εκείνος που αρχίζει να καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του.
 Η γλώσσα είναι ένας εξωγήινος ιός από το διάστημα
  


             Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ  (5 Φεβρουαρίου 1914 – 2 Αυγούστου 1997) ήταν Aμερικανός νοβελίστας,δοκιμιογράφοςκοινωνικός κριτικόςζωγράφος και ομιλητής. Το περισσότερο έργο του είναι αυτοβιογραφικό, βασιζόμενο στις προσωπικές του εμπειρίες από τον εθισμό του στο όπιο, γεγονός που σημάδεψε τα τελευταία 50 χρόνια της ζωής του. Καθοριστική παρουσία της μπητ γενιάς, ήταν ένας αβάν-γκαρντ συγγραφέας που επηρέασε τη λαϊκή κουλτούρα αλλά και τη λογοτεχνία. Το 1984 εκλέχθηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών.
                                  
       Ο Γουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ γεννήθηκε το 1914 στο Σεντ Λούις του Μιζούρι, σε μία εύπορη οικογένεια. Σπούδασε φιλολογία και αρχαιολογία στο Χάρβαρντ, προτού σταδιακά παρασυρθεί σε μία πιο μποέμικη ζωή: ταξίδια στην Ευρώπη, ναρκωτικά, σχέσεις με γυναίκες αλλά και νεαρούς άνδρες. Περιπλανώμενος, ο Μπάροουζ έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, από ιδιωτικός ντετέκτιβ μέχρι απολυμαντής. Το 1943, γνωρίστηκε στη Νέα Υόρκη με τους νεαρούς Άλεν Γκίνσμπεργκ και Τζακ Κέρουακ. Οι τρεις τους έμελλε να αποτελέσουν τον βασικό πυρήνα της λεγόμενης «Γενιάς Μπητ» (Beat Generation), μία χούφτα λογοτεχνών που τάραξαν τα νερά της συντηρητικής αμερικανικής κοινωνίας των ‘50s με την προκλητική θεματολογία τους, τους εκφραστικούς πειραματισμούς τους, την αντισυμβατική ζωή τους. Βέβαια, εκείνη την περίοδο, ο Μπάροουζ έγραφε περισσότερο περιστασιακά. Η κύρια "ασχολία" του ήταν ο εθισμός του σε διάφορα ναρκωτικά, ιδίως ηρωίνη, και αργότερα η εναγώνια προσπάθειά του να εντοπίσει το «γιαγκέ», ένα παραισθησιογόνο που πίστευε πως θα του έδινε το χάρισμα της τηλεπάθειας.

Από αριστερά προς τα δεξιά: Λούσιεν Καρ, Τζακ Κέρουακ, Άλεν Γκίνσμπεργκ και Γουίλιαμ Μπάροουζ, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια (1945)                                 

Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, λαμπρός φοιτητής, ένας απ' τους γενάρχες του κινήματος των μπιτ, ακούσιος φονιάς της συζύγου του, ποιητής, περιπλανώμενος, ιδιωτικός ντετέκτιβ, απολυμαντής, αέναος πειραματιστής, ανατρεπτικός μελετητής της γλωσσικής λειτουργίας, εικαστικός καλλιτέχνης και τόσα άλλα. Σωστά, πολύ σωστά, η ιέρεια του αμερικανικού πανκ, η Πάτι Σμιθ, λέει: «Ήταν ο παππούς όλων μας». Χώθηκε στον λαβύρινθο των τεχνητών παραδείσων, αλλά δεν χάθηκε. Βρήκε την Αριάδνη του, το γράψιμο, και βγήκε από κει.

 
Όπως πολλοί συγγραφείς που σέβονται τον εαυτό τους, ο Μπάροουζ επέδειξε από μικρός αδιαφορία για τις αθλήσεις, τα ομαδικά παιχνίδια, τους εφηβικούς κομπασμούς. Του άρεσε να παίζει σκάκι, του άρεσε να απομονώνεται, του άρεσε να διαβάζει. Και πάνω απ' όλα, ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ο Αντρέ Ζιντ, θα είναι απ' τους πρώτους αγαπημένους του μάστορες του λόγου. Παρατηρούμε ότι κανένας δεν είναι Αμερικανός.



Η ζωή του Μπάροουζ άλλαξε δραματικά το1951, στο Μεξικό, όπου κατέφυγε για να αποφύγει τη σύλληψη από τις αρχές στη Λουιζιάνα για κατοχή μαριχουάνας. Ο Μπάροουζ έπαιξε ένα παιχνίδι «Γουλιέλμου Τέλλου» με την επίσης ναρκομανή σύζυγό του, Τζόαν Βόλμερ. Αντί να πετύχει το ποτήρι που είχε τοποθετήσει πάνω το κεφάλι της, πέτυχε το κεφάλι. Παραδόθηκε μόνος του στις αρχές. Τελικά όμως, το έσκασε στις ΗΠΑ και καταδικάστηκε ερήμην σε δύο χρόνια φυλάκιση για ανθρωποκτονία, ποινή από την οποία γλίτωσε με αναστολή.
 image
Άρθρο αμερικανικής εφημερίδας (1951) για τη δολοφονία της Τζόαν από τον Γουίλιαμ Μπάροουζ: "Πιστόλι κληρονόμου σκοτώνει τη γυναίκα του. Αυτός αρνείται πως έπαιζε τον Γουλιέλμο Τέλλο".
Ουσιαστικά από αυτό το σημείο ξεκινάει η συγγραφική καριέρα του Μπάροουζ. Το 1953, κυκλοφόρησε σε underground εκδόσεις το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Junky», που βασίστηκε στις εμπειρίες του με τα ναρκωτικά. Την ίδια χρονιά, απογοητευμένος που ο φίλος του, Άλεν Γκίνσμπεργκ, τον απέρριψε ερωτικά, μετακόμισε στην Ταγγέρη, την πιο κοσμοπολίτικη πόλη του Μαρόκου.
Την εποχή εκείνη, η Ταγγέρη είχε κηρυχθεί «διεθνής ζώνη» και ήταν παράδεισος για κάθε λογής τυχοδιώκτες, εμπόρους ναρκωτικών, κατασκόπους, συγγραφείς, καλλιτέχνες και άντρες που έψαχναν για σεξ με νεαρούς εκδιδόμενους Μαροκινούς. Κινούμενος σε αυτό το σουρεαλιστικό περιβάλλον, σε συχνή αλληλογραφία με τον Γκίνσμπεργκ και υπό την επήρεια ναρκωτικών, ο Μπάροουζ άρχισε να γράφει το «Γυμνό Γεύμα».
Ο Μπάροουζ στην παραλία της Ταγγέρης (1957)
Ο Μπάροουζ έγραψε και ξαναέγραψε κομμάτια του βιβλίου και χρησιμοποίησε πρωτοποριακές μεθόδους (η περίφημη cut-up τεχνική με την οποία μεταφέρει κανείς τμήματα ενός κειμένου σε άλλα σημεία, δημιουργώντας ένα καινούριο νόημα). Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, που δεν έχει πάντως μία συμβατική «πλοκή», εκτυλίσσεται στη «Διαζώνη» (Interzone) στην Ταγγέρη, μία εφιαλτική κοινότητα στην οποία κυριαρχεί η χρήση ναρκωτικών, αχαλίνωτου (κυρίως ομοφυλοφιλικού) σεξ, καθώς και φρικτών ακρωτηριασμών και φόνων. Με άλλα λόγια, μία διαστρεβλωμένη στο μυαλό του Μπάροουζ εκδοχή της Ταγγέρης, που αντλούσε και από τα δικά του βιώματα εκεί. Ο τίτλος του βιβλίου, «Γυμνό Γεύμα», ήταν έμπνευση του Κέρουακ. Οι Κέρουακ και Γκίνσμπεργκ επισκέφθηκαν τον Μπάροουζ στην Ταγγέρη το 1957 και έκαναν συστάσεις και διορθώσεις πάνω στο αενάως αναθεωρούμενο χειρόγραφο του «Γυμνού Γεύματος».
image
Μπάροουζ και Γκίνσμπεργκ στην Ταγγέρη, το 1957
Κάνοντας συνεχείς αλλαγές στο χειρόγραφό του ο Μπάροουζ έμοιαζε να είναι ανίκανος να τελειώσει το βιβλίο. Κάτω από τις πιέσεις και την παρότρυνση του Γκίνσμπεργκ, που στο μεταξύ είχε γίνει διάσημος με την ποιητική του συλλογή «Ουρλιαχτό και άλλα ποιήματα», ο Μπάροουζ άρχισε τελικά να προωθεί το «Γυμνό Γεύμα» για έκδοση. Πολλοί εκδοτικοί οίκοι, όμως, αντιμέτωποι με τη δύσκολη, ιδιότροπη, ιδιοσυγκρασιακή γραφή του Μπάροουζ, το απέρριψαν. Μεταξύ αυτών η City Light Press, που είχε εκδώσει το «Ουρλιαχτό», αλλά και η «Olympia Press», ένας εκδοτικός οίκος στο Παρίσι διαβόητος για τις προκλητικές, avant-garde και ενίοτε πορνογραφικές εκδόσεις του (βιβλία των Χένρι Μίλερ και Ζαν Ζενέ, το πορνογραφικό «Η ιστορία της Ο» αλλά και η «Λολίτα» του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ)

Το «Γυμνό Γεύμα»



Σπάνια ένα βιβλίο αγγίζει τις μυθικές διαστάσεις που άγγιξε το «Γυμνό Γεύμα» (Naked Lunch, 1959) του Γουίλιαμ Μπάροουζ. Ό,τι έχει να κάνει με το βιβλίο έχει περιβληθεί την αχλύ του μύθου: ο συγγραφέας του, ο τίτλος του, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε, οι διαφορετικές εκδοχές του, το σκανδαλώδες περιεχόμενό του. Και φυσικά οι δικαστικές μάχες στις οποίες ενεπλάκη – υπήρξε άλλωστε το τελευταίο βιβλίο που διώχθηκε δικαστικά στις ΗΠΑ για το «άσεμνο» περιεχόμενό του.

Το «Γυμνό Γεύμα» είναι ένα μυθιστόρημα παρανοϊκό, παραληρηματικό, σατιρικό, εφιαλτικό, ωμό, φρικώδες. Είναι επίσης ένα από τα κορυφαία, κλασικά βιβλία του 20ου αιώνα. Μία εξέλιξη που δεν θα περίμενε ούτε ο ίδιος ο Μπάροουζ, για ένα βιβλίο που δεν έχει συμβατική, γραμμική πλοκή, που δεν έχει αρχή, μέση και τέλος. Ένα βιβλίο που αντλεί από τα βιώματα του Μπάροουζ, τις εμπειρίες του με τα ναρκωτικά, το ομοφυλοφιλικό σεξ, το κοσμοπολίτικο, σουρεαλιστικό περιβάλλον της μαροκινής Ταγγέρης των '50s. Ένα βιβλίο που ο ίδιος ο Μπάροουζ επέμενε πως ο καθένας μπορεί να το «πιάσει» από το σημείο που προτιμά. Ένα βιβλίο που ξεκίνησε εν μέρει σαν σκέψεις-σημειώσεις του Μπάροουζ και εν μέρει σαν αλληλογραφία με τον ποιητή Άλεν Γκίνσμπεργκ. Αλλά για να καταλάβει κανείς το «Γυμνό Γεύμα», πρέπει πρώτα να καταλάβει τι εστί Γουίλιαμ Μπάροουζ.
Ζωή σαν βιβλίο
Τρομερό κλισέ, μα τόσο εύστοχο στην περίπτωση του Γουίλιαμ Μπάροουζ. Η ζωή του μοιάζει βγαλμένη από βιβλίο του – ή μήπως το αντίστροφο; Άλλωστε, στην (εν μέρει αυτοαναφορική) βιβλιογραφία του Μπάροουζ τα όρια ζωής και μυθοπλασίας αμβλύνονται καθώς πραγματικό και φανταστικό εισχωρούν το ένα στο άλλο.

                           Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ διαβάζει αποσπάσματα από το "Γυμνό Γεύμα"
Ένα κινηματογραφικό Γυμνό Γεύμα
Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, Γουίλιαμ Μπάροουζ και ο πρωταγωνιστής του κινηματογραφικού "Γυμνού Γεύματος", Πίτερ Γουέλερ (1991
Το «Γυμνό Γεύμα» θεωρείτο πολλά χρόνια μη κινηματογραφίσημο, λόγω της ανορθόδοξης δομής του. Ωστόσο, το 1991, ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ επιχείρησε το ασύλληπτο. Το δικό του, κινηματογραφικό «Γυμνό Γεύμα» δεν ήταν βέβαια μία κυριολεκτική, πιστή διασκευή του βιβλίου. Άλλωστε, όπως δήλωσε ο ίδιος ο Κρόνενμπεργκ, «Είναι αδύνατον να γυρίσει κανείς το Γυμνό Γεύμα. Μία κυριολεκτική διασκευή δεν θα λειτουργούσε. Θα κόστιζε 400 εκατ. δολάρια η δημιουργία της και θα απαγορευόταν σε κάθε χώρα του κόσμου». Αντ’ αυτού, ο Κρόνενμπεργκ γύρισε μία ταινία που συνδύαζε σκηνές, αποσπάσματα, πρόσωπα και θεματικές από το «Γυμνό Γεύμα», αναμειγνύοντάς τα με στοιχεία από τη ζωή του Μπάροουζ (π.χ. τον φόνο της γυναίκας του) και από το διήγημά του, «Ο Απολυμαντής». Το αποτέλεσμα, που επέβλεψε και ο ίδιος ο Μπάροουζ, διατήρησε στο έπακρο την εφιαλτική, παρανοϊκή ατμόσφαιρα και το πνεύμα του βιβλίου, αν όχι κατά γράμμα την «υπόθεσή» του. Αν και η ταινία είναι λιγότερο σκατολογική και σοκαριστική σε σχέση με το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε, εντούτοις έκανε τον νέο διευθυντή του στούντιο που την παρήγαγε να βάλει τους υφισταμένους του να ορκιστούν να μην ξαναγυρίσουν ποτέ μία τέτοια ταινία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου