Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

'Αρης-70 χρόνια

Τα κομμένα κεφάλια του Αρη και του Τζαβέλα, κρεμασμένα στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων

16 Ιούνη 1945:  Πριν από 70 χρόνια, περνά από στόμα σε στόμα σε όλη την Ελλάδα η είδηση: Ο χιλιοτραγουδισμένος πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο Άρης Βελουχιώτης, είναι νεκρός.
    Το προηγούμενο βράδυ, έξω από τη Μεσούντα , κυκλωμένος από τους διώκτες του, ο Άρης θα ανοίξει την πόρτα της αιωνιότητας. Θα περάσει στην αθανασία, θα εγκατασταθεί αμετάκλητα στο θησαυροφυλάκιο της συλλογικής μνήμης και της λαϊκής συνείδησης, δίνοντας ο ίδιος το τέλος με το ατομικό του περίστροφο. Μαζί του στο θάνατο τον συντρόφεψε ο πιστός του αντάρτης, ο Τζαβέλας.
    Ακολούθησε ο κανιβαλισμός. Η θηριωδία του μεταβαρκιζιανού καθεστώτος. Οι δύο νεκροί σύντροφοι θα αποκεφαλιστούν και τα κεφάλια τους θα κρεμαστούν από τις 18 έως τις 20 Ιούνη, σ' ένα φανοστάτη στα Τρίκαλα.
                                                                                      
                                                        Άρης Βελουχιώτης ο αρχηγός των ατάκτων                      
                                  
Άρης Βελουχιώτης. (σπάνιο βίντεο)-Βάρκιζα

                                                       Ο Θίασος (Βελουχιώτης)-Αγγελοπουλος

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Πωλ Ελυάρ

           
Ο Πωλ Ελυάρ ήταν γάλλος ποιητής που δραστηριοποιήθηκε στα καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταισμού και του υπερρεαλισμού.(1895-1952).

Από τις πλέον προβεβλημένες του υπερρεαλιστικού κινήματος, όμως με τάσεις αποκλίνουσες από την υπερρεαλιστική γραμμή προς μιαν αισθητικότερη κατεύθυνση, η ποίηση του Ελυάρ, κατά βάθος μελαγχολική, παρά τις λυρικές της εξάρσεις, διακατέχεται από το αίσθημα ότι ο έρωτας είναι το κύριο αντιστάθμισμα της απελπισίας.O Ελυάρ συνδυάζει το άλογο στοιχείο με το συμβολιστικό, σε μιαν έκφραση που οφείλει τη δραστικότητά της στη λεπτή τους ισορροπία.



Το παν είναι να ειπωθούν όλα, και μου λείπουν οι λέξεις
Και μου λείπει ο καιρός, και μου λείπει το θάρρος
Ονειρεύομαι ξετυλίγω στην τύχη τις εικόνες μου
Εχω άσχημα ζήσει, κι έχω μάθει άσχημα να μιλώ καθαρά.

Να ειπωθούν όλα για τους βράχους, τη λεωφόρο και τα λιθόστρωτα
Τους δρόμους και τους διαβάτες τους τα λιβάδια και τους βοσκούς
Το χνούδι της άνοιξης και τη σκουριά του χειμώνα
Το κρύο και τη θέρμη συνθέτοντας ένα και μόνο καρπό

Θέλω να δείξω το πλήθος και κάθε άνθρωπο χώρια
Μαζί μ΄ ό,τι τον ζωντανεύει και ό,τι τον απελπίζει
Και κάτω από τις ανθρώπινες εποχές κάθε τι που φωτίζει
Την ελπίδα του και το αίμα του την ιστορία του και τη λύπη του

 Θέλω να δείξω το τεράστιο πλήθος διαιρεμένο
 Το πλήθος διαμοιρασμένο όπως σε κοιμητήριο
 Και το πλήθος πιο δυνατό απ΄ τη σκιά του την ακάθαρτη
 Έχοντας γκρεμίσει τους τοίχους του έχοντας νικήσει τ΄ αφεντικά του

Την οικογένεια των χεριών, την οικογένεια των φύλλων
Και το περιπλανώμενο ζώο χωρίς προσωπικότητα
Τον ποταμό και τη δροσιά γονιμοποιά και εύφορα
Τη δικαιοσύνη όρθια την εξουσία καλά φυτεμένη

(1951)

ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τους Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938. Κατά τη διάρκεια του Β’Παγκοσμίου πολέμου πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος.Πέθανε το 1952 από καρδιακή προσβολή. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του υπερρεαλισμού.

Ο Οδυσσέας Ελύτης, γράφει για την ποίηση του Ελυάρ ότι του «προκαλεί άμεσα τη συγκίνηση, καθώς συγκλονίζει ολόκληρο τον ανθρώπινο ψυχισμό».

Αθήνα

Έλληνα λαέ βασιλιά απελπισμένε
Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά
Τον έρωτα σου για τη λευτεριά και για τη δικαιοσύνη
Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου
Βασιλιά λαέ δε σ’ απειλεί ο θάνατοςΣτον έρωτά σου είσ’ όμοιος είσαι αγαθός
Και το κορμί σου κι η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα
Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί
Και πως σου δίναν τίμια τ’ άρματα να σηκώσεις
Τίμια δικιά σου σώζοντας βάζοντας το δικό σου νόμο
Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο τ’ άρματα εμπιστέψου
Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα
Και τη ελπίδα τούτη όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ
Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δεν βολεύεται
Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέ
Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας
Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του καιρού σου
Έλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου
Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας κι η σάρκα η ίδια
Η φυσική λαχτάρα το ψωμί κι η λευτεριά
Η λευτεριά όμοια με τη λιόλουστη θάλασσα
Το ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους
Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ’ όλα
Πιο δυνατό απ’ τον πόνο και τους εχθρούς μας όλους
...............................................................................................................................................................

Ο μεγάλος επαναστάτης ποιητής που επισκέφτηκε τον Γράμμο το 1949

           

               Paul_Eluard_1

«Άσκοπα ζείτε εσείς χωρίς να δείτε πως οι άνθρωποι
Έχουν ανάγκη την ενότητα να ελπίζουν ν” αγωνίζονται
Να μάθουνε τον κόσμο και να τον αλλάξουν»

[Η Ποίηση πρέπει να έχει στόχο την πραχτική αλήθεια]

14 Δεκεμβρίου του 1895, γεννιέται στο Παρίσι ο Πωλ Ελυάρ, ο μεγάλος επαναστάτης ποιητής, ο οποίος έζησε τη ζωή του με πάθος, ενώ έγραψε και αγωνίστηκε για την ελευθερία της σκέψης και των λαών. Πέθανε από ανακοπή το 1952.
Αυτό που περισσότερο γνωρίζουμε για τη ζωή και το έργο του μεγάλου αυτού Γάλλου, είναι η επαφή του Ελυάρ με τους «μεγάλους» του γαλλικού σουρεαλισμού, Λουί Αραγκόν, και Αντρέ Μπρετόν και τη «στράτευσή» του(ς) στην ιδέα του Ντανταϊσμού (μαζί με άλλους σπουδαίους δημιουργούς, όπως ο Μαξ Ερνστ, ο οποίος έγινε κάτι παραπάνω από επιστήθιος φίλος του Ελυάρ –συζούσε μαζί με τον ποιητή και την σύζυγό του, Γκαλά, τη μετέπειτα αγαπημένη του Σαλβαντόρ Νταλί). Γνωρίζουμε, επίσης ότι οι τρεις ποιητές οργανώθηκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και στήριξαν μάχιμα τα ιδεώδη του κομμουνισμού.
Ωστόσο, η στάση του ποιητή απέναντι στην Ιστορία που γραφόταν στις μέρες του δεν ήταν παθητική. Ο Ελυάρ υποστήριξε την Μαροκινή Επανάσταση (ενάντια στους Ισπανούς ως κατακτητές) το 1925 και αργότερα κράτησε μία μαχητική θέση απέναντι στον φρανκισμό. Εκείνη την περίοδο ο επιστήθιος φίλος του είναι ο Πάμπλο Πικάσο. Ο ποιητής γράφει το ποίημα «Νίκη για τη Γκερνίκα» και ο ζωγράφος ζωγραφίζει τον γνωστό πίνακα.
Ο Ελυάρ ανακηρύσσεται μεγάλος ποιητής της Αντίστασης (μαζί με τον Αραγκόν), καθώς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1943, συγκεντρώνει σε ένα τόμο τα έργα ποιητών που γράφουν υπέρ της Αντίστασης.
Ο Ελυάρ και ο Δημοκρατικός Στρατός
Κι εδώ θα θέλαμε να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία στη σχέση του Ελυάρ με τον δικό μας Δημοκρατικό Στρατό, κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Ο ποιητής συμμετέχει σε διάφορα συμβούλια και αποστολές για την Παγκόσμια Ειρήνη και επισκέπτεται αρκετές φορές την Ελλάδα. Στις 9 Δεκέμβρη του 1944 γράφει το ποίημα “Αθήνα”, το οποίο ξεκινάει ως εξής: Έλληνε λαέ βασιλιά απελπισμένε / Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις παρά τη λευτεριά / Τον έρωτά σου για την λευτεριά και την δικαιοσύνη / Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου…
Τον Ιούνιο του 1949 ανεβαίνει για κάποιες μέρες στον Γράμμο, θέλοντας να βρεθεί στο πλευρό των Ελλήνων ανταρτών. Παίρνει την ντουντούκα και αρχίζει να απαγγέλει ποιήματα στους αντάρτες. Βλέποντας τις τραγικές συνθήκες μέσα στις οποίες πολεμούσαν οι αγωνιστές τους Δημοκρατικού Στρατού και γνωρίζοντας από κοντά τον ηρωικό τους αγώνα γράφει ποιήματα για τις γυναίκες αγωνίστριες και τις μανάδες και ξαναπαίρνει την ντουντούκα για να απευθύνει έκκληση στους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού.

                                                       Ο Πωλ Ελυάρ μαζί με μαχητές του ΔΣΕ.                                          

Στις ελληνίδες αδελφές μου (Γράμμος, Ιούνης ’49)

Αδελφές μου της ελπίδας, ω, γυναίκες γενναίες,
Έχετε κλείσει συμφωνία ενάντια στο θάνατο
Ω, αθάνατες αγαπημένες μου,
Παίζετε τη ζωή σας
Για να θριαμβεύσει η ζωή
Είναι κοντά η μέρα, ω, αδελφές μου του μεγαλείου,
Που θα κοροϊδεύουμε τις λέξεις πόλεμος και μιζέρια
Γιατί θα έχετε νικήσει
 Προσεύχονται οι χήρες και οι μανάδες
….Με τα όπλα και με το αίμα
λυτρώστε μας από το φασισμό
Νανουρίζαμε ολάκερο το φως
και τα στήθη μας φούσκωναν γάλα
Αφήστε μας να πάρουμε τουφέκι
να βάλουμε σημάδι τους φασίστες…

[Συλλογή: «Ελλάδα, τριαντάφυλλο του λογισμού μου»]

 ελυαρ5
 Ο Πωλ Ελυάρ από την πρώτη γραμμή του μετώπου απευθύνει από το χωνί την περίφημη έκκληση του προς τους φαντάρους του μοναρχοφασιστικού στρατού

Έκκληση του Πωλ Ελυάρ στους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού στο μέτωπο του Γράμμου (Ιούνης 1949)

Γιοι της Ελλάδας,
Απευθύνομαι σ” εσάς τους αγρότες, τους εργάτες, τους διανοούμενους που υπηρετείτε αναγκαστικά στο στρατό μιας κυβέρνησης που δεν σας εκπροσωπεί. Και πρώτα απ” όλα θέλω να σας διαβεβαιώσω πως ήρθα για να διαπιστώσω με τα ίδια μου τα μάτια την εδώ κατάσταση και πως μοναδικός λόγος που με παρότρυνε σ” αυτό είναι το ζωηρό ενδιαφέρον μου για την αλήθεια αλλά και το πάθος μου για την ειρήνη. Ένας εμφύλιος πόλεμος όπως ο δικός σας είναι ο πιο φοβερός απ” τους πολέμους και οι μόνοι που ωφελούνται είναι εκείνοι που σας οδήγησαν σ” αυτόν.
Αυτό που είδα στην ελεύθερη Ελλάδα είναι ο ακατανίκητος Λαϊκός Στρατός του οποίου η αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία ενώνει αδελφικά τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του. Κανένας ξένος δεν υπάρχει στις γραμμές τους, εφόσον το όραμά τους είναι η ανεξαρτησία και το μεγαλείο, σε ευτυχία και ειρήνη, της χώρας τους. Είδα την αθώα καρδιά τους, τα τίμια μάτια τους και κάτω απ” τον γαλάζιο ουρανό τους να χορεύουν και να τραγουδάνε σαν παιδιά. Είδα όμως και το μέτωπό τους να σκοτεινιάζει με τη σκέψη ότι έχουν απέναντί τους τους αντιπάλους στη μάχη τα αδέλφια, τους γονείς και τους πατεράδες τους. Όμως πολλές περιοχές πρέπει ακόμα να ελευθερωθούν, πολλά ερείπια να ανορθωθούν, πολλή χέρσα γη να καλλιεργηθεί και κυρίως να επιτευχθεί η απελευθέρωση απ” τα μαρτύρια.
Σας ικετεύω όλους εσάς που βρίσκεστε απ” τη μεριά των δεσμοφυλάκων και των δήμιων να αναλογιστείτε τους αθώους που κάθε μέρα πληρώνουν το δικό σας μέλλον με το αίμα τους. Σας ικετεύω να αναλογιστείτε τη φρίκη της Μακρονήσου και των φυλακών της χώρας σας, όπου χιλιάδες πατριώτες, βέβαιοι για τη νίκη τους, περιμένουν κάθε μέρα τα βασανιστήρια και το θάνατο.
Όπου κι” αν πήγα είδα παντού εδώ στο μέτωπο, στην πρώτη γραμμή ή στα μετόπισθεν, τους αιχμαλώτους συναδέλφους σας να απολαμβάνουν τον πιο μεγάλο σεβασμό και την ανθρωπιά και να διατρέφονται ακριβώς όπως και οι αντάρτες, είδα να περιποιούνται τους τραυματίες σας με την ίδια φροντίδα όπως και εκείνους του Δημοκρατικού Στρατού. Αυτοί οι αιχμάλωτοι, που κάθε μέρα γίνονται περισσότεροι, είναι ελεύθεροι να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή να ενταχθούν στο Δημοκρατικό Στρατό. Οι πιο πολλοί διαλέγουν τη δεύτερη λύση.
Είναι η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία που ένα στρατός αισθάνεται τόσο δυνατός, τόσο βέβαιος για τη νίκη ώστε να είναι σε θέση να δείχνει τέτοια εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Είναι επίσης που ένας στρατός δείχνει τόσο πρόθυμος να προσφέρει την ειρήνη, όσο περισσότερο αυξάνουν οι δυνάμεις του. Η μόνη νίκη που εύχεται αυτός ο στρατός είναι η καθολική ενότητα του λαού και το τέλος των δεινών του πολέμου που έχουν επιβάλλει οι αγγλοσάξονες ιμπεριαλιστές.
Σ” ολόκληρο τον κόσμο οι απλοί άνθρωποι αγωνίζονται για την ειρήνη. Ο γενναίος ελληνικός λαός, γεμάτος δόξα βρίσκεται στην πρωτοπορία αυτού του αγώνα.

Ρίμα της δύναμης του έρωτα (13 Απρίλη 1947)

Μέσα από τα βάσανά μου όλα στο θάνατο ανάμεσα και μένα
Στην απελπισία μου ανάμεσα και τη δίψα της ζωής
Είναι το άδικο και των ανθρώπων η μιζέρια
Που αχώνευτα μου είναι είναι ο θυμός μου
Είναι τ” αντάρτικα που “χουν για χρώμα το αίμα της Ισπανίας
Είναι τ” αντάρτικα που “χουν για χρώμα της Ελλάδας τον ουρανό
Το ψωμί το αίμα ο ουρανός και το δικαίωμα στην ελπίδα
Για όλους όσους αθώους μισούν το Κακό
Το φως πάντα είναι έτοιμο να τρεμοσβήσει
Η ζωή πάντα ετοιμάζεται να γίνει κοπριά
Μα η άνοιξη ξανά γεννιέται κι ούτε αυτό ποτέ τελειώνει
Απ” τη μαυρίλα μπουμπούκι ένα αναπηδά κι έρχεται η ζέστη
Κι η ζέστη θα νικήσει τους εγωπαθείς
Δε θ” αντέξουν οι άτροφες αισθήσεις τους
Κι ακούω τη φωτιά γελώντας να μιλά για υποθερμία
Ακούω έναν άνδρα να λέει ότι δεν πόνεσε
Συ που της σάρκας μου υπήρξες αισθητή συνείδηση
Συ που πάντα μου αγαπώ συ που μ” έχει εφεύρει
Δεν άντεχες τον καταναγκασμό ούτε την ύβρη
Τραγουδούσες κι ονειρευόσουν τη γήινη ευτυχία
Λεύτερη να “σαι ονειρευόσουν εγώ σε συνεχίζω.

.........................................................................................................................................................



ΧΩΡΙΣ ΗΛΙΚΙΑ

Πλησιάζουμε
Μέσα στα δάση
Πάρε το δρόμο του πρωινού
Ανέβα τα σκαλιά της πάχνης

Πλησιάζουμε
Είναι η καρδιά της γης σφιγμένη

Να ’ρθει στον κόσμο μια μέρα ακόμη

Θα πλατύνει ο ουρανός
Είχαμε βαρεθεί
Να κατοικούμε στα ερείπια του ύπνου
Στη χαμηλή σκιά της ανάπαυσης
Της κούρασης και της εγκατάλειψης

Η γης θα ξαναπάρει τη μορφή των ζωντανών σωμάτων μας
Ο άνεμος θα μας υπομείνει
Ο ήλιος και η νύχτα θα περάσουν μες στα μάτια μας
Χωρίς ποτέ να τ’ αλλάξουν

Το σίγουρό μας διάστημα ο αγνός μας αέρας φτάνει
Για να γεμίσει την αργοπορία που έσκαψε η συνήθεια
Όλοι μαζί θ’ αράξουμε σε μια καινούρια μνήμη
Και θα μιλήσουμε μαζί μια ευαίσθητη λαλιά

Ω αδερφοί μου αντίμαχοι που κρατάτε στα μάτια
Τη νύχτα αναλυμένη και τη φρίκη της
Πού να σας έχω αφήσει
Με τα βαριά σας χέρια μες στο λάδι το νωθρό
Μες στις παλιές σας πράξεις
Με τόση λίγη ελπίδα που κι ο θάνατος
Φαίνεται να ’χει δίκιο
Χαμένοι μου αδερφοί
Εγώ πηγαίνω προς τη ζωή έχω την όψη ανθρώπου
Για ν’ αποδείξω πως ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μου

Και δεν είμαι μόνος
Χίλιες εικόνες από μένα πληθαίνουν το φως μου
Χίλιες ματιές πανόμοιες ισοπεδώνουν τη σάρκα
Να το πουλί το παιδί κι ο βράχος κι ο κάμπος
Σμίγουν μαζί μας
Γελά το χρυσάφι που έμεινε από την άβυσσο έξω
Γυμνό νερό γυμνή φωτιά για μια εποχή μονάχα
Έκλειψη δεν υπάρχει πια στο μέτωπο του κόσμου

Χέρια από τα χέρια μας αναγνωρισμένα
Χείλια με τα χείλια μας ενωμένα
Οι πρώτες ανθισμένες ζέστες
Παραστέκουνται το αίμα δροσερό
Το πρίσμα ανασαίνει μαζί μας

Εύφορη αυγή
Στην κορφή κάθε χόρτου βασίλισσα
Στην κορφή των μούσκλων στην αιχμή του χιονιού
Του κυμάτου της ταραγμένης άμμου
Της επίμονης παιδικής ζωής
Έξω από όλες τις σπηλιές μας
Έξω από τον εαυτό μας.


                                              Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης

ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΑ ΛΟΓΙΑ

Για να νιώσεις το παν
Ακόμη
Και το δέντρο με την πρωραία ματιά
Της σαύρας και της κληματίδας
Το δέντρο τ’ αξιολάτρευτο
Τη φωτιά τ’ αδιέξοδο

Για να σμίξεις δρόσο και φτερούγα
Σύννεφο και καρδιά νύχτα και μέρα
Παράθυρο κι όποια να ’ναι χώρα

Για να καταργήσεις
Του μηδενικού τον μορφασμό
Που θα κυλήσει μεθαύριο στο χρυσάφι

Για να ξεκόψεις
Με τις μικροπρέπειες
Των θρεμμένων απ’ τους ίδιους των εαυτούς γιγάντων

Για να δεις όλα τα μάτια έτσι ωραία
Όσο κι εκείνα που ατενίζουνε
Θάλασσα που τα πάντ’ αφομοιώνει

Για να δεις τα μάτια ν’ αντικαθρεφτίζουνε
Μέσα τους πάλι όλα τα μάτια

Για να γελάς που κάποτε
Ιδροκόπησες ξεπάγιασες
Και πείνασες και δίψασες

Για να ’ναι και το να μιλάς
Όσο και να φιλάς
Γενναιόδωρο

Για ν’ αναδέψεις κολυμβήτρια και ποτάμι
Κρύσταλλο και χορεύτρια θύελλας
Χαραυγή και καρδιάς άνοιξη
Φρονιμάδες και πόθους παιδιάστικους

Για να δώσεις στη γυναίκα
Τη μοναχική και τη συλλογισμένη
Τη μορφή των χαδιώνε
Που ονειρεύτηκε

Για να ’ναι η έρημος μες στη σκιά
Κι όχι διόλου μες στη σκιά
Μου

Όλα ορίστε
Δίνω
Τ’ αγαθά μου
Όλα
Τα
Δικαιώματά μου.

                                              Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης

 itunes pic

 Πωλ Ελυάρ, 1945

“Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω, για να σε ονομάσω Ελευθερία”

Πάνω στα τετράδια του σχολείου
Στα θρανία μου και τα δένδρα
Πάνω στην άμμο και το χιόνι
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες
Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες
Στ΄ άρματα των πολεμιστών
Στην κορώνα των βασιλιάδων
Γράφω τʼ όνομά σου
Στη ζούγκλα και την έρημο
Στις φωλιές και τα σπαρτά
Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλα τα γαλάζια κουρέλια μου
Στο μουχλιασμένο έλος του ήλιου
Στη ζωντανή λίμνη σελήνη
Γράφω τʼ όνομά σου
Στους αγρούς στον ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών
και στο μύλο των ίσκιων
Γράφω τʼ όνομά σου
Σε κάθε φύσημα της αυγής
Στη θάλασσα και τα πλοία
Πάνω στο τρελό βουνό
Γράφω τʼ όνομά σου
Στον αφρό απ΄ τα σύννεφα
Στους ιδρώτες της καταιγίδας
Στην βροχή την πυκνή και ανούσια
Γράφω τʼ όνομά σου
Πάνω στα σχήματα που σπιθίζουν
Στις καμπάνες των χρωμάτων
Πάνω στη φυσική αλήθεια
Γράφω τʼ όνομά σου
Στα μονοπάτια που ξύπνησαν
Στους δρόμους που ξεδιπλώθηκαν
Στις πλατείες που ξεχείλισαν
Γράφω τʼ όνομά σου
Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα ενωμένα μου σπίτια
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο φρούτο το κομμένο στα δύο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο σκαλοπάτι της πόρτας μου
Στα γνώριμά μου αντικείμενα
στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
Γράφω τʼ όνομά σου
Σε κάθε σάρκα σύμφωνη
Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που προσφέρεται
Γράφω τʼ όνομά σου
Στο κρύσταλλο των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πιο πάνω απ΄ τη σιωπή
Γράφω τʼ όνομά σου
Στα χαλασμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους μου φάρους
Στους τοίχους της ανίας μου
Γράφω τʼ όνομά σου
Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
Στα σκαλιά του θανάτου
Γράφω τʼ όνομά σου
Στην υγεία που ξανάρθε
Στον κίνδυνο που εξαφανίστηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τʼ όνομά σου
Και με τη δύναμη της λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω
Για να πω τ΄ όνομά σου
Ελευθερία!

Paul Elyard, Ελευθερία, (Μετάφραση: Χαρτογράφος)


Πωλ Ελυάρ, Να κοιμάσαι

Arnold Genthe-nudestudy-c1905

Να κοιμάσαι με τον ήλιο στο ένα μάτι και με το φεγγάρι στο άλλο
μ’ έναν έρωτα στο στόμα κι ένα ωραίο πουλί μες στα
μαλλιά
στολισμένη σαν τους κάμπους, σαν τα δάση, σαν τη θάλασσα στολισμένη και πεντάμορφη σαν το γύρο του κόσμου.
Να φεύγεις και να χάνεσαι
μεσ’  απ’ τους κλώνους των καπνών και τους καρπούς του
ανέμου
πόδια πέτρινα με κάλτσες άμμου γερά πιασμένη από του ποταμού τους μυώνες
και μιαν έγνοια, τη στερνή, στην καινούρια σου όψη επάνω.
Μτφρ.: Oδυσσέας Ελύτης



Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΗΤΤΟΠΑΘΕΙΑΣ ΩΣ ΜΟΧΛΟΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ

από:ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ ΣΠΥΡΟΣ s.politakis@hotmail.com

προς:
"ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΩΝΗ Ν. Φ." ,
ΕΛΛΗ ,
ΘΑΝΟΣ ,
ΘΕΟΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ,
ΘΟΔΩΡΗΣ ΛΟΓ ,
ΚΑΤΣΙΚΗΣ ,
ΚΟΜΝΗΝΟΥ ΜΑΙΡΗ ,
ΚΡΙΣΣΕΙΣ ΝΕΑΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ ,
ΛΟΝΤΟΡΦΟΣ ,
ΛΥΚΙΔΗΣ ,
ΜΑΓΑΛΙΟΥ ,
ΜΑΥΡΟΜΑΤΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ,
ΞΟΥΡΓΙΑΣ ,
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ,
ΡΑΝΙΑ ,
ΡΟΗ ΚΑΖΑΚΗΣ ,
ΧΩΝΙ ,
"info@alfavita.gr"
    

ημερομηνία:24 Μαΐου 2015 - 7:27 μ.μ.

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΗΤΤΟΠΑΘΕΙΑΣ ΩΣ ΜΟΧΛΟΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ

Είναι παραπάνω από βέβαιο , ότι το θέατρο του παραλόγου που ζει ολόκληρη η κοινωνία από τις εκλογές και μετά , θ΄ αποτελέσει στο κοντινό μέλλον αντικείμενο έρευνας ειδικών επιστημόνων που ασχολούνται με την ψυχολογία της μάζας .

Αν κάποιος έκλεινε την τηλεόρασή του στις 20 Φλεβάρη και την ξανάνοιγε 3 μήνες μετά , στις 20 Μάη , τι ακριβώς θα είχε χάσει από τις εξελίξεις σχετικά με την περίφημη διαπραγμάτευση με τους δανειστές ; Απολύτως τίποτα .Αντίθετα , πιστεύω ότι οι αρχισυντάκτες των ΜΜΕ  έχουν χάσει τον ύπνο τους προσπαθώντας να διατηρήσουν το ποσοστό τηλεθέασης , ανακυκλώνοντας διαρκώς το ίδιο πανομοιότυπο σενάριο , με τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες χιλιοδιατυπωμένες φράσεις : κόκκινες γραμμές-grexit-χρεοκοπία-κρίσιμες συναντήσεις-Brusselsgroup-θεσμοί-euroworkinggroup κτλ.

Είναι λοιπόν τόσο επίπονες και χρονοβόρες αυτές οι διαπραγματεύσεις; Την απάντηση έδωσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο ίδιος ο κύριος Βαρουφάκης στην εκπομπή της 18ης Μάη «στον ενικό»  (χρον. σημείο 1:10 ) « Δε γίνεται κανενός τύπου διαβούλευση ,οι αποφάσεις λαμβάνονται σε άλλα επίπεδα πιο σκοτεινά  , εμείς μιλάμε από δέκα λεπτά ο καθένας και στο τέλος , μετά από έξι ώρες βγαίνει μια κοινή ανακοίνωση».

Προς τι λοιπόν αυτή η παροιμιώδους διάρκειας καθυστέρηση; Ποιους σκοπούς εξυπηρετεί ; Ποιος έχει να κερδίσει κάτι ; Σίγουρα όχι ο ελληνικός λαός και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ειδικά  όποιος σχετίζεται με τον ιδιωτικό τομέα .

Την απάντηση μας δίνει ο Δημήτρης Γληνός σ΄ένα κείμενο που γράφτηκε το 1942 :

«Ο λαός που τσακίζεται από την υπέρτερη βία για μια στιγμή δεν είναι ακόμα σκλάβος. Σκλάβος γίνεται από τη στιγμή που ψυχικά δέχεται τη σκλαβιά. Κι αυτό κοιτάζουνε να πετύχουν οι εχθροί μας με τη φωνή των προδοτών»

     Οι πολίτες αυτής της χώρας έδωσαν την εντολή στο ΣΥΡΙΖΑ σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεφορτωθούν τους δημίους τους  ,ντόπιους και ξένους .Εμπιστεύθηκαν το κόμμα της αριστεράς επειδή τους υποσχέθηκε ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ,  θα εφάρμοζε πολιτική που θα βελτίωνε την καθημερινότητά τους και θ΄αποκαταστούσε ιδανικά και αξίες που ισοπεδώθηκαν από τις μνημονιακές κυβερνήσεις . Ξεχασμένες έννοιες όπως : δημοκρατία,κοινωνικό κράτος, δικαιώματα,  δικαιοσύνη ,ισονομία ,ισοπολιτεία , αξιοπρέπεια , εθνική κυριαρχία , έδωσαν έναν άλλο αέρα και τόνωσαν το ηθικό ,σε τέτοιο βαθμό που για πρώτη φορά στην Ελλάδα , είδαμε να γίνονται συγκεντρώσεις υπέρ της κυβέρνησης .


    Τώρα όμως  ήρθε η ώρα να γίνει αυτό που περιγράφει ο ποιητήςΓουίλιαμ Μπάροουζ ( William Burroughs) : « ο τρόπος για να σκοτώσεις έναν άνθρωπο ή ένα έθνος , είναι να σκοτώσεις τα όνειρά του » .

 Οι ατέρμονες συζητήσεις βαλτώνουν. Οι κορώνες και οι λεονταρισμοί που διατυπώνονταν αρχικά σιγά-σιγά ξεθωριάζουν. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επανατοποθετούνται λέγοντας πως μάλλον υπερβάλανε στις προσδοκίες τους . Η διαγραφή του χρέους στιγματίζεται ως κακή λέξη . Τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ εγκαλούν και απειλούν για τις συνέπειες της καθυστέρησης της συμφωνίας . Οι εθελόδουλοι των προηγούμενων κυβερνήσεων επανακάμπτουν και υπερασπίζονται τις επιλογές τους .Οι λαοί του νότου παρακολουθούν με κομμένη τη ανάσα.

Ο σκοπός είναι πια προφανής : η οριστική και αμετάκλητη επιβολή κλίματος ηττοπάθειας

  Όσοι πίστεψαν σε μια ανατροπή της κατάστασης προς όφελος του λαού ,πρέπει να σκύψουν οριστικά το κεφάλι .Πρέπει να τσακιστεί το ηθικό τους , πρέπει ν’ αποδεχτούν τη μία και μόνη λύση το συμβιβασμό (αμοιβαία επωφελής συμφωνία) .Μόνο ένας δρόμος υπάρχει , ο ευρωπαϊκός μονόδρομος .Το σύγχρονο κολαστήριο όπου θα  πληρώνουμε στο διηνεκές από τη σάρκα μας ,ένα χρέος που διαρκώς θ’ αυξάνεται . Κάθε άλλη σκέψη αποκηρύσσεται σαν κολάσιμη ,κάθε άλλη άποψη φιμώνεται .Ο δεσμοφύλακας αποθρασύνεται και σου δηλώνει ότι η προσπάθεια να κουνήσεις τις φτερούγες σου , ισοδυναμεί με την καταστροφή σου. 

   Έχει ευθύνη η κυβέρνηση γι’ αυτήν την κατάσταση ; Τεράστια , για μια σειρά από λόγους που δε θ’ αναφερθούν σ’ αυτό το σημείωμα . Εξακολουθεί όμως να κρατάει στα χέρια της ένα πανίσχυρο χαρτί . Βρίσκεται μπροστά στο ιστορικό δίλλημα : να γίνει ο φορέας ενός νέου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ή να μετατραπεί σ’ ένα σύγχρονο εφιάλτη και να βάλει τη σφραγίδα της στο οριστικό ξεπούλημα της πατρίδας .

Δεν έχει παρά να πει την  αλήθεια στον κόσμο που την ψήφισε , ότι εντός του πλαισίου της ΕΕ δεν υπάρχει δυνατότητα άσκησης διαφορετικής πολιτικής , και να προχωρήσει σε ρήξη . Και τότε να είναι σίγουρη ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού θα στρατευτεί στο κοινό πρόταγμα  . Θα ηχήσει και πάλι η φωνή του μεγάλου δάσκαλου και υμνητή της ελευθερίας Δημήτρη Γληνού , που σε ανάλογη συγκυρία έλεγε:

    « Δεν υπάρχει πια δικαιολογία και πρόφαση για κανέναν Έλληνα να μένει αργός , να σταυρώνει τα χέρια του, να περιμένει μοιρολατρικά την εξέλιξη, να σκύβει το κεφάλι μπροστά στην τυραννία και την προδοσία, να περιμένει από αλλού τη σωτηρία. Μην ελπίζεις να ξεφύγεις ό,τι κι αν σοφιστείς . Ο χειρότερος εχθρός σου είναι η δειλία και η μοιρολατρία. Ο καλύτερος φίλος σου η συμμετοχή στον αγώνα » . Κι αλλού :

     « Αυτός που αρνείται να οργανωθεί και να παλέψει όταν η χώρα του βρίσκεται υπό τέτοιες συνθήκες, έχει κάνει ήδη το πρώτο βήμα προς την προδοσία».


Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Κ.Βάρναλης





Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ


Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.


Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!


Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!


Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.


Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.


Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.


Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.


Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.


Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!


Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.
Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.


Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!
Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!


Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.


Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!


Τρεῖς θάνατοι

 
Ζηλεύω σου τὸ θάρρος, Καρυωτάκη,
νὰ σμπαραλιάσεις τὴν τρανὴ καρδιά,
καὶ τὴν κακοτυχιά σου, Ὀλύμπιε Τάκη,
νὰ σὲ πάρουν τὰ κύματα βαθιά.

Μὲ πάει γελώντας ὁ Χάρος στὰ ἑκατό μου,
σιχάθηκα τὸν ἄχαρο ἑαυτό μου.
Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε,
κι ἂν ὄχι ἐμέ, τὴ θύμησή μου πᾶρε.

Ὅσο τὰ περασμένα ἀνακαλῶ,
τόσο δὲ βρίσκω τίποτα καλό.
Πόνοι, ἀρρώστιες, μὲ κάναν μοιρασιά,
μὰ θὰ πάω μονάχα ἀπὸ σιχασιά.

29-7-73


Αὐτονεκρολογία

Μισὸν αἰῶνα πάλευα κι ἀπάνου
γιὰ λευτεριὰ δικιά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ὅλο πιότερο μ᾿ ἔπνιγεν ὁ βρόχος,
κι οἱ γενναῖοι, ποὺ μὲ πνίγανε, πιὸ δοῦλοι.

Μὲ μπουκῶναν μωρὸ «Μεγάλη Ἰδέα»
κρύβοντάς μου τὸν πιὸ αἱμοβόρο ὀχτρό μου:
νά ῾μαι τοῦ ξένου ὁ πάτος, νὰ μισῶ
καὶ νὰ καταφρονῶ τ᾿ ἀνόσιο πλῆθος.

Τὰ σκολειά μου τὰ κλείνανε τὰ μάτια.
Μοῦ τ᾿ ἄνοιγαν ἡ ζούγκλα τῶν Ὀλίγων
καὶ τὰ «καταραμένα» τὰ βιβλία.
Κι ὁλάνοιχτ᾿ ἀπομεῖναν ὡς τὸ τέλος.

Ὅσο τὰ χρόνια ἀσπρίζαν στὴν κορφή μου,
τόσο βαθιὰ μοῦ μάτωνεν ἡ ἐλπίδα.
Μάθαινα πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι δειλία
κι ἡ καλοσύνη ἀγιάτρευτο κακό.

Ἥρωας δὲν ἤμουν, μ᾿ ἔκαμνεν ὁ φόβος
(ἢ θὰ σκοτώσεις ἢ θὰ σκοτωθεῖς)
νὰ μεγαλώνω τὴ γλυκιὰ πατρίδα
καὶ νὰ μικραίνω τὸ φτωχὸ λαό.

Νὰ γελιέμαι πὼς ζῶ, ξεπόρτιζα ἔξω.
Κάθε πατημασιά μου καὶ πληγή.
Πιανόμουν ἀπὸ κάγκελα καὶ πόρτες
μὴν πέσω – τὸ κουφάρι μου κι ὄχι ἐγώ!

Μ᾿ ἄφησαν ὅλοι στὰ κακὰ ὑστερνά μου:
γυναῖκες, συγγενάδια, ἄσπονδοι φίλοι.
Κανεὶς νὰ μὲ βαστάει, νὰν τοῦ μιλάω.
Μιλοῦσα μοναχὸς δίχως ν᾿ ἀκούω.

Μὲ βρήκανε στὸ τέλος ξυλιασμένον
τρεῖς μέρες στὸ ντιβάνι μου ἀπομόναχο,
μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ καὶ στηλωμένα
κατὰ σένα, ὅπως πάντα, Ἀνατολή.

Οἱ πεθαμενατζῆδες μεθυσμένοι
βλαστημοῦσαν, ὅπως μὲ κατεβάζαν
τυλιγμένον σὲ μία παλιοκουβέρτα,
ὄροφοι πέντε καὶ σκαλιὰ ἐνενῆντα!

Κι ἢ ραχοκοκαλιὰ νὰ μὴ λυγάει
γιὰ νὰ τοὺς εὐκολύνει στὴ δουλειά τους.
Δὲν τό ῾μάθε κανένας. Τ᾿ ὄνομά μου
μήτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ λέω καὶ δὲν τὸ γράφω.

Τὰ μπουκωμένα στόματ᾿ ἀλυχτῆσαν:
–καλότυχοι, ἕνας Βούργαρος λιγότερο!
–κακότυχοι, ποὺ δὲν τόνε προλάβαμε!
–κόβουμ᾿ ἕναν, φυτρώνουνε σαράντα!

Εὐχαριστῶ σας, γερατειὰ καὶ πόνοι,
ποὺ ἐσεῖς μὲ ξαποστείλατε, ὄχι ὁ Νόμος
(δυὸ φορὲς «ἐπ᾿ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ»!).

Κι οὔτε μὲ πολτοποίησε στὴ λάσπη
ἕνα τρίκυκλο ἀθῷο («τροχαῖον ἀτύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στὰ βαθιὰ τῆς θάλασσας.
Τ᾿ ἀδούλωτα κορμιὰ δὲ βρίσκουν οὔτε
μιᾶς πιθαμῆς Ἑλλάδα νὰ ἡσυχάσουν!

Νοέμβρης 1968

Πρόλογος (Σκλάβοι Πολιορκημένοι)

Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.
Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς
μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»
«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»

Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.
Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.
Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-
ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.

Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;
Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!


Ἡ Μαγδαληνή

Μέσ᾿ σὲ παλάτια, ποὺ σὰ σπήλια ἀντήχαν ἀπ᾿ τὶς μουσικὲς
κι᾿ ἀστράβαν ἀπ᾿ τὰ μέταλλα καὶ τὰ δεμένα φῶτα,
στὰ μάγουλά μου, ποὺ κανεὶς δὲν τὰ εἶδεν ἥλιος, οἱ μοσκὲς
γλίστρααν μὲ λάγγεμα πολὺ καὶ τὰ δάγκωναν σὰν ὀχιὲς
στὴν κρουσταλλένια μου φωνὴ θαμπὴ ἐγλιστροῦσε νότα.

Στὴν τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία ἐγώ ῾μουν ἡ Πηγή:
τοῦ κόρφου μου τ᾿ ἀμάραντα καὶ μοσκοβόλᾳ κίτρα.
Ὡσὰν τὴ φλόγα τοῦ κορμιοῦ μου ἄλλη δὲ γνώρισεν ἡ Γῆ,
σὰν τῆς ἀγκάλης μου μεστὴ καμιὰ δὲν ὑπῆρχε σιγή.
Ὁ ἔρωτάς μου νίκαγε τὴ Ρώμη τὴ νικήτρα. . .

Σκοτάδια ἤτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι᾿ ἀμμουδιὰ
καὶ στὰ γλυκὰ τὰ χείλια μου πικρὰ πολὺ τὰ γέλια.
Καὶ μοῦ τινάζαν ἄξαφνα τ᾿ ἀγνώστου φόβοι τὴν καρδιὰ
καὶ μοῦ κοβόταν ἡ ἀναπνιὰ μέσ᾿ σὲ φορέματα φαρδιά-
ἀπ᾿ τοῦ θριάμβου τὴν κορφὴ μακριὰ ῾βλεπα συντέλεια.

Δὲν ἦταν ἄξαφνη ἀστραψιά. Τοῦτο συνέβη ἀργά, σιγά. . .
Ὡραῖος δὲν ἤσουν, τίποτα δὲν εἶχες πάνω σου ἄξο!
Κοίταγες χάμου τὰ χαλίκια, ὡς μίλαγες σιγὰ κι᾿ ἀργά.
Τὴν τρίτη ἢ τέταρτη φορὰν ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ ριγᾷ,
κι᾿ ὡς σήκωσες τὰ μάτια σου, δὲ βάσταα νὰ κοιτάξω.

Κι᾿ ἔνιωσα ὁρμὴ ἀσυγκράτητη στὰ πόδια σου νὰ κυλιστῶ.
Εἶδα νὰ σειέται μέσα μου ψυχὴ παρθένα ὡς τώρα.
Τὴν εὐτυχία τὴ γνώρισα στὸ δόσιμο χωρὶς μιστό,
τὴ λευτεριά-στὸ σκλάβωμα σὲ κάποιο ἰδανικὸ σωστὸ
καὶ τὴν ὑπέρτατ᾿ ἡδονὴ στὸν πόνον,-ἄξια γνώρα.

Καὶ στοὺς φτωχοὺς μοιράζοντας τὰ ὑπάρχοντά μου (ἀσημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες καὶ παλάτια)
τὰ βήματά σου ἀκλούθησα, ποὺ κι᾿ ἂν τὰ σβηοῦσε ταχτικὰ
στὸν ἄμμ᾿ ὁ ἀγέρας τοῦ βραδιοῦ, σὰ φῶτα μένανε γλυκὰ
γιὰ πάντα σ᾿ ἄμμο καὶ ψυχῇ καὶ σ᾿ ἀκοὲς καὶ μάτια.

Πράματα νέα δὲν ἔλεγες κι᾿ οὔτε, μὲ λόγια νέα, παλιά.
Ἀπὸ πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ καιροὺς ὅλα ἦταν εἰπωμένα.
Μά ῾χες τὴ δύναμη ν᾿ ἀκοῦς τῶν οὐρανῶν τὴ σιγαλιὰ
κι᾿ ὅλα γιὰ σένα (κι᾿ ἄψυχα κι᾿ ἄνθρωποι) διάφανα γιαλιὰ
καὶ διάφαν᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα - καὶ γιὰ μένα!

Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!

Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς

Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.

Σὺ θἄχεις μάτια γαλανά,θἄχεις κορμάκι τρυφερό,
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο -ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.

Τὴ νύχτα θὰ συκώνομαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν᾿ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστὸ
νὰ σοῦ ῾τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομήλι,
κ᾿ ὕστερα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
ποὺ θὰ πηγαίνεις στὸ σκολιό με πλάκα καὶ κοντύλι.

Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ᾿ ἀλήθεια, φῶς τῆς ἀστραπῆς,
χτυπήσει ὁ Κύρης τ᾿ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴ τὴν πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!

 

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Κώστας Βάρναλης





"Η Ποίηση του Βάρναλη, δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι. κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά "γυμνάσματα" και δοκιμές και περιπλανήσεις στους "λειμώνες των ασφοδελών" Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού"
 Μενέλαος Λουντέμης




"Δεν δίνω λέξεις παρηγόρια, δίνω μαχαίρι σ' ολουνούς. Καθώς το μπήγω μές στο χώμα, γίνεται Φως, γίνεται Νους" Κώστας Βάρναλης


Γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας, το σημερινό (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες — το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία και εκεί πήρε μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση, στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς), σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.

Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό, και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα «Προσκυνητής». Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη «Λευτεριά» στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύθηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας, που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 νυμφεύθηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ.

Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.


Αναμνηστική πλάκα στη βουλγαρική γλώσσα
για τον Κώστα Βάρναλη
στη γενέτειρα πόλη του Μπουργκάς



Κώστας Βάρναλης - Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου


 
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
 
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
 
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
 
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
 
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
 
Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
 
Kαι στον πόλεμ' όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
 
Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
 
Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
 
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
 
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
 
― Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
 
K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
 
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
 
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),
 
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
 
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
 
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
 
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
 
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
 
Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
 
― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
 
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
 
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
 
Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.
 
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γη.
 
Απαγγέλει ο Κώστας Βάρναλης: 
Τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης: 

«Οι μοιραίοι», χειρόγραφο του ποιητή
 
                          1911: Ο Κ. Βάρναλης δάσκαλος της Γ΄ Τάξης Ελληνικών στα Μέγαρα


Κώστας Βάρναλης-Γαλάτεια Καζαντζάκη στην Αίγινα 1932


 
1955. Σε ταβέρνα με τον Μ. Παπαϊωάννου (αριστερά) και τον Στρατή Τσίρκα
 
 

 Εξόριστοι στον 'Αι-Στράτη. Αναμεσά τους και ο Γιάννης Ρίτσος. Ο Κώστας Βάρναλης εξορίστηκε στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά στη  Μυτιλήνη και τον 'Αι Στράτη.