Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Ούγο Φώσκολος


Νικολός Ούγο Φώσκολος

Ο Ζακυνθινός διανοούμενος, ποιητής και λογοτέχνης, που έγινε  εθνικός  ποιητής της  Ιταλίας.

Ο Νικολός-Ούγο Φώσκολος
Όπως ο Λευκάδιος Χερν ταυτοποιήθηκε σαν εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας, το ίδιο συνέβη και με τον Ούγο Φώσκολο. Από Ζακυνθινός έγινε εθνικός ποιητής της Ιταλίας. Ίσως η κατάρα της πατρίδας μας να είναι η αιτία που αδιαφορεί εγκληματικά για τα πνευματικά της παιδιά.


Στη Ζάκυνθο γεννήθηκε το 1778 και το όνομά του ήταν Νικολός. Η οικογένειά του ήταν από την Κρήτη, η οποία μετά την κατάληψη της νήσου από τους Τούρκος το 1669 κατέφυγε αρχικά στην Κέρκυρα και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Ζάκυνθο. Τα πρώτα του μαθήματα διδάχτηκε από τον μεγάλο δάσκαλο και επαναστάτη Αντώνιο Μαρτελάο. Σε ηλικία δέκα χρόνων χάνει τον πατέρα του που ήταν γιατρός στην Βενετία. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει την Ζακυνθινή  μητέρα του Διαμαντίνα Σπαθή να πάρει τους δύο μεγαλύτερους γιούς της και αφήνοντας στην Ζάκυνθο τον Νικολό να φύγει για την Βενετία. Μετά από λίγο καιρό θα ακολουθήσει και ο μικρός Νικολός ο οποίος με την εγκατάστασή του στην Iταλία αλλάζει το όνομά του σε Ούγο.

Στην Ιταλία θα συνεχίσει τις σπουδές του.

Είναι γεγονός ότι η ζωή του σημαδεύτηκε από τους ναπολεόντειους πολέμους, ενώ παράλληλα η Γαλλική Επανάσταση του είχε δώσει πάρα πολλά μηνύματα.


Πίνακας από τη Γαλλική Επανάσταση
 
Θα καταταχτεί στο στρατό το 1799 και θα λάβει μέρος σε πολλές μάχες. Δύο φορές τραυματίστηκε, χωρίς όμως όλα αυτά να τον εμποδίζουν να γράφει. Γράφει σονέτα αλλά και μεγάλα έργα όλα εμπνευσμένα από την Γαλλική Επανάσταση.

Ο Θυέστηςείναι το πρώτο δράμα που γράφει και μάλιστα σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ χρόνων. Όταν ανέβηκε το δράμα αυτό στο θέατρο ο Φώσκολο καταχειροκροτείται από τους θεατές οι οποίοι φώναζαν: “Viva il giovane  Greco”

Τα πιό γνωστά από τα έργα του είναι “Οι Χάριτες”, “Οι τελευταίες επιστολές στον Ιάκωβο Όρτις” και “Οι Τάφοι”.
Μάλιστα για το έργο του αυτό ο Αντώνης Μαρτελάος,, πατριώτης και επαναστάτης που υπήρξε και δάσκαλός του στα παιδικά του χρόνια στην Ζάκυνθο, έγραψε:
“Του κάκου Φράγκο θέλουν να σε κάμουνε

Που είσαι Έλληνας τα μνημεία το φωνάζουνε”.


Η κεφαλή του αγάλματος του Φώσκολου
Σε γενικές γραμμές μπορεί να πει κανείς ότι ο Φώσκολος πέρασε από το χώρο της λογοτεχνίας σαν ανεμοστρόβιλος.

Στην πολυτάραχη ζωή του Ούγο Φώσκολου οι πολυάριθμες ερωτικές του σχέσεις είχαν σημαντική θέση. Εραστής του ωραίου φύλλου αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ. Ο πρώτος έρωτάς του ήταν στα δεκαέξη του χρόνια με την κοντέσσα Ισαβέλλα Θεοτόκη-Αλμπρίτσι. Ήταν μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς και καλλιεργημένη, που τον βοήθησε πνευματικά και συνέβαλε στην πρόοδο του έργου του.

Το 1805 απέκτησε το μοναδικό του παιδί, τη Φλωριάνα. Ήταν καρπός μιας σύντομης σχέσης με την Αγγλίδα Σοφία Χάμιλτον. 

Το 1809 διορίζεται καθηγητής της ρητορικής στο πανεπιστήμιο της Παβίας. Όμως η στροφή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη προς την απολυταρχία θα αλλάξουν τις ιδέες του Φώσκολου γι’ αυτόν. Σε κάθε ευκαιρία επιτίθεται κατά των Γάλλων και του λογοτεχνικού κατεστημένου. Έτσι χάνει την εμπιστοσύνη του καθεστώτος και μαζί χάνει και την έδρα που είχε στο πανεπιστήμιο.

Το 1812 εξορίζεται από το Μιλάνο. Καταφεύγει στην Φλωρεντία όπου εκείνη την εποχή ήταν υπό την κατοχή των Γάλλων. Οι διανοούμενοι και οι Δημοκρατικοί της πόλης θα τον υποδεχτούν με ενθουσιασμό. Εκεί, στην Φλωρεντία, θα γνωρίσει και τον ομοϊδεάτη του Ανδρέα Κάλβο ο οποίος θα γίνει γραμματέας του και αντιγραφέας των έργων του.

Δυο χρόνια αργότερα γράφει την τραγωδία Αίας που ανεβαίνει στη Σκάλα του Μιλάνου και καταχειροκροτείται και πάλι. Όμως οι εχθροί του τον κατηγορούν ότι στρέφεται κατά του Ναπολέοντα και καταφέρνουν να απαγορεύσουν τις παραστάσεις.

Θα ακολουθήσει η πτώση του. Θα βιοπορίζεται δύσκολα, θα σύρεται στην ανέχεια, θα φτάσει στο αδιέξοδο της δυστυχίας, Θα γνωρίσει την απόλυτη φτώχια και εξαθλίωση. Λίγο πριν συμπληρώσει τα πενήντα του χρόνια ο θάνατος θα τον βρει σ’ ένα προάστιο του Λονδίνου. Θα πεθάνει πάμφτωχος ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ζάκυνθο. Η κόρη του Φλωριάνα θα καταφέρει να σώσει όλο το έργο του πριν και η ίδια φύγει από τη ζωή μόλις λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα της.
 
Το άγαλμα του Φώσκολου
 
Όταν έγινε γνωστός ο θάνατός του τελέστηκε μνημόσυνο στον ναό του Αγίου Μάρκου, στην Ζάκυνθο, όπου ο Διονύσιος Σολωμός εκφώνησε επιτάφιο λόγο.

Το έργο του Φώσκολου εκδόθηκε σε επίσημη ιταλική έκδοση και γεμίζει είκοσι τρείς τόμους με πολλές χιλιάδες σελίδες. Ο 13ος τόμος περιέχει όλα τα κείμενα που έγραψε ο Φώσκολος για τα Εφτάνησα και την Πάργα. Ένα κατηγορώ κατά του Μέτερνιχ ο οποίος είχε πουλήσει την όμορφη πόλη της Ηπείρου στους Τούρκους. 

Η μετακομιδή των οστών του, σε μνημείο στην Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας, στο ιταλικό Πάνθεον, δίπλα στο κενοτάφιο του Δάντη έγινε το 1871 και από εκεί το 1994 μεταφέρθηκαν στο αίθριο του πανεπιστημίου της Παβίας.
 
Το μνημείο Θλίψης

Το Δημοτικό θέατρο, στην προσεισμική Ζάκυνθο, έφερε το όνομά του ενώ το πατρικό του σπίτι το 1885 φιλοξένησε την Φωσκολιανή βιβλιοθήκη η οποία το 1935 συγχωνεύτηκε με την Δημόσια βιβλιοθήκη. Το 1940 το οίκημα αυτό καταστράφηκε από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Ιταλών.
 
 Είναι προς τιμή της Ελληνικής Βουλής ότι την 9η Ιουλίου του 2011 τον αναγόρευσε σε Εθνικό Ποιητή.

Ο Ιταλός Υπουργός εκφωνεί λόγο στα αποκαλυπτήρια του αγάλματος
 
Η ιδιαιτέρα του πατρίδα, η Ζάκυνθος τον τίμησε αναγείροντας ανδριάντα του, τον οποίον εφιλοτέχνισε ο γλύπτης Κωνσταντίνος Δημητριάδης  και  ο οποίος είναι τοποθετημένος στο κηπάριο, παραπλεύρως από την πλατεία Σολωμού και κοιτάζει προς τον ναό του Αγίου Διονυσίου. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν το 1927 παρουσία του Υπουργού Παιδείας της Ιταλίας Εμίλο Μποντρέρο. Επίσης στην οικία του έχει τοποθετηθεί κενοτάφιο, στο οποίο έχει δοθεί η ονομασία “Μνημείο Θλίψης”.

 
Κάτω από αυτό το κανδήλι διάβαζε ο μικρός Ούγος Φώσκολος
 
Ένα εικόνισμα στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου στην περιοχή της Ανάληψης. Πάνω στην πλάκα είναι γραμμένα τα λόγια της λεζάντας της φωτογραφίας.
 
Ένας ακόμα μεγάλος Έλληνας που εμείς τον αγνοούμε όμως οι Ιταλοί είναι περήφανοι γι’ αυτόν.

eftanhsa.blogspot.gr
................................................................................................................................................................

Ύμνος στη Ζάκυνθο (Ούγκο Φόσκολο).Μετάφραση: Μαρίνος Σιγούρος

 

Από μικρός στους μητρικούς μου λόφους
ελάτρεψα την θείαν Αφροδίτη.


Ζάκυνθος, χαίρε. Στις ακτές του Αδρία,
στη στερνή κατοικία των Εφεστίων
θεών και των προγόνων μου, θ’ αφήσω
τα τραγούδια μου και τα κόκαλα μου,
και σ’ εσέ μοναχά τους στοχασμούς μου,
γιατί όποιος την πατρίδα του ξεχάσει
μήτε στα θεία δεν ομιλεί με σέβας,


Ζάκυνθος, ιερή χώρα. Στους λόφους
ήσαν ναοί, και στα ισκιερά της δάση
η λατρεία της Άρτεμης και οι ύμνοι
στον ένοχο Λαομέδοντα, πριν μάθει
ο Ποσειδώνας στο Ίλιο πώς να στήσει
τους φημισμένους πύργους του πολέμου.


Η Ζάκυνθος είν’ όμορφη. Της δίνουν
θησαυρούς μύριους τ’ αγγλικά καράβια,
κι από ψηλά της στέλνει ο αιώνιος ήλιος
τις ζωογόνες αχτίδες του. Κι ο Δίας
τα διάφανα σύγνεφα της χαρίζει.


Κι έχει τους πυκνοφύτευτους ελαιώνες,
τους αμπελόφυτους του Βάκχου κάμπους,
και την υγεία τη ρόδινη σκορπίζει
αύρα γλυκιά που μυρωμένη πνέει
από κήπους ανθών κι αιώνιων κέδρων.

 

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Κάλβος-'Ωδὴ Δεκάτη. Ὁ Ὠκεανός




'Ωδὴ Δεκάτη. Ὁ Ὠκεανός

στροφὴ α´.

Γῆ τῶν θεῶν φροντίδα,
Ἑλλὰς ἡρῴων μητέρα,
φίλη, γλυκεῖα πατρίδα μου
νύκτα δουλείας σ᾿ ἐσκέπασε,
νύκτα αἰώνων. 5

β´.

Οὕτω εἰς τὸ χάος ἀμέτρητον
τῶν οὐρανίων ἐρήμων,
νυκτερινὸς ἐξάπλωσεν
ἔρεβος τὰ πλατέα
πένθιμα ἐμβόλια. 10

γ´.

Καὶ εἰς τὴν σκοτιὰν βαθεῖαν,
εἰς τὸ ἀπέραντον διάστημα,
τὰ φῶτα σιγαλέα
κινῶνται τῶν ἀστέρων
λελυπημένα. 15

δ´.

Ἐχάθηκαν ἡ πόλεις,
ἐχάθηκαν τὰ δάση,
κ᾿ ἡ θάλασσα κοιμᾶται
καὶ τὰ βουνά· καὶ ὁ θόρυβος
παύει τῶν ζώντων. 20

ε´.

Εἰς τὰ φρικτὰ βασίλεια
ὁμοιάζει τοῦ θανάτου
ἡ φύσις ὅλη· ἐκεῖθεν
ἦχος ποτὲ δὲν ἔρχεται
ὕμνων ἢ θρήνων. 25

ς´.

Ἀλλὰ τῶν μακαρίων
σταύλων ἰδοὺ τὰ ἠώα
κάγκελλα ἡ Ὥραι ἀνοίγουσιν,
ἰδοὺ τὰ ἀκάμαντα ἄλογα
τοῦ Ἡλίου ἐκβαίνουν. 30

ζ´.

Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
τοὺς δρόμους τοῦ ἀέρος
τὰ ἀμιλλητήρια πέταλα·
τοὺς οὐρανοὺς φωτίζουσι
λάμπουσαι ἡ χαίται. 35

η´.

Τώρα ἐξανοίγει τ᾿ ἄνθη
εἰς τὸν δροσώδη κόλπον
τῆς γῆς ἡ αὐγή· καὶ φαίνονται
τώρα τῶν φιλοπόνων
ἀνδρῶν τὰ ἔργα. 40

θ´.

Τὰ μυρισμένα χείλη
τῆς ἡμέρας φιλούσι
τὸ ἀναπαυμένον μέτωπον
τῆς οἰκουμένης· φεύγουσιν
ὄνειρα, σκότος, 45

ι´.

Ὕπνος, σιγῇ· καὶ πάλιν
τὰ χωράφια, τὴν θάλασσαν,
τὸν ἀέρα γεμίζουσι
καὶ τὰς πόλεις μὲ᾿ κρότον,
ποίμνια καὶ λύραι. 50

ια´.

Εἰς τοῦ σπηλαίου τὸ στόμα
ἰδοὺ προβαίνει ὁ μέγας
λέων, τὸν φοβερὸν
λαιμὸν τετριχωμένον
βρέμων τινάζει. 55

ιβ´.

Ὁ ἀετὸς ἀφίνει
τοὺς κρημνοὺς ὑψηλούς·
κτυπάουσιν ἡ πτέρυγες
τὰ νέφη, καὶ τὸν ὄλυμπον
ἡ κλαγγὴ σχίζει. 60

ιγ´.

Ἔθλιψε τὴν Ἑλλάδα
νύκτα πολλῶν αἰώνων,
νύκτα μακρᾶς δουλείας,
αἰσχύνη ἀνδρῶν, ἢ θέλημα
τῶν ἀθανάτων. 65

ιδ´.

Ἡ χώρα τότε ἐφαίνετο
ναὸς ἠριπομένος,
ὅπου οἱ ψαλμοὶ σιγάουσι
καὶ τοῦ κισσοῦ τὰ ἀτρέμητα
φύλλα κοιμῶνται. 70

ιε´.

Ὡσὰν ἐπὶ τὴν ἄπειρον
θάλασσαν τῶν ὀνείρων,
ὀλίγαι, ἀπηλπισμέναι
ψυχαὶ νεκρῶν διαβαίνουσι
μὲ᾿ δίχως βίαν· 75

ις´.

Οὕτως ἀπὸ τοῦ Ἄθωνος
τὰ δένδρα, ἕως τοὺς βράχους
τῆς Κυθήρας, κυλίουσα
τὴν ἅμαξαν βραδεῖαν,
οὐρανοδρόμον· 80

ιζ´.

Ἡ τρίμορφος Ἑκάτη
ἐθεώρει τὰ πλοῖα,
εἰς τοῦ Αἰγαίου τους κόλπους
λάμνοντα ἀδόξως, φεύγοντα
διασκορπισμένα. 85

ιη´.

Σὺ τότε, ὦ λαμπροτάτη
κόρη Διός, τοῦ κόσμου
μόνη παρηγορία,
τὴν γῆν μου σὺ ἐνθυμήθηκες
ὦ Ἐλευθερία. 90

ιθ´.

Ἦλθ᾿ ἡ θεά· κατέβη
εἰς τὰ παραθαλάσσια
κλειτὰ τῆς Χίου· τὰς χεῖρας
ἄπλωσ᾿ ὀρθή, καὶ κλαίουσα
λέγει τοιάδε· 95

κ´.

Ὠκεανέ, πατέρα
τῶν χορῶν ἀθανάτων,
ἄκουσον τὴν φωνήν μου,
καὶ τῆς ψυχῆς μου τέλεσον
τὸν μέγαν πόθον. 100

κα´.

Ἔνδοξον θρόνον εἶχον
εἰς τὴν Ἑλλάδα· τύραννοι
πρὸ πολλοῦ τὸν κρατούσι,
σήμερον σὺ βοήθησον,
δός μου τὸν θρόνον. 105

κβ´.

Ὅταν τοὺς ἀνοήτους
φεύγω θνητούς, μὲ δέχονται
ἡ πατρικαί σου ἀγκάλαι·
ἡ ἐλπίς μου εἰς τὴν ἀγάπην σου
στηρίζεται ὅλη. 110

κγ´.

Εἶπε· κ᾿ εὐθὺς ἐπάνω
εἰς τὰς ροᾶς ἐχύθη
τοῦ Ὠκεανοῦ, φωτίζουσα
τὰ νῶτα ὑγρὰ καὶ θεία,
πρόφαντος λάμψις. 115

κδ´.

Ἀστράπτουσι τὰ κύματα
ὡς οἱ οὐρανοί, καὶ ἀνέφελος,
ξάστερος φέγγει ὁ ἥλιος
καὶ τὰ πολλὰ νησία
δείχνει τοῦ Αἰγαίου. 120

κε´.

Πρόσεχε τώρα· ὡς ἄνεμος
σφοδρὸς μέσα εἰς τὰ δάση,
ὁ ἀλαλαγμὸς σηκώνεται·
ἄκουε τῶν πλεόντων
τὸ ἔια μάλα. 125

κς´.

Σχισμένη ὑπὸ μυρίας
πρῴρας ἀφρίζει ἡ θάλασσα,
τὰ πτερωμένα ἀδράχτια
ἐλεύθερα ἐξαπλώνονται
εἰς τὸν ἀέρα. 130

κζ´.

Ἐπὶ τὴν λίμνην οὕτως
αὐγερινὰ πετάουσι
τὰ πλήθη τῶν μελίσσων
ὅταν γλυκὺ τοῦ ἔαρος
φυσάῃ τὸ πνεῦμα· 135

κη´.

Ἐπὶ τὴν ἄμμον οὕτω
περιπατοῦν οἱ λέοντες
ζητοῦντες τὰ κοπάδια,
τὴν θέρμην τῶν ὀνύχων
ἔαν αἰσθανθώσιν· 140

κθ´.

Οὕτως ἐὰν τὴν δύναμιν
ἀκούσουν τῶν πτερύγων
οἱ ἀετοί, τὸ κτύπημα
τῶν βροντῶν ὑπερήφανοι
καταφρονούσι. 145

λ´.

Πεφιλημένα θρέμματα
Ὠκεανοῦ, γενναία
καὶ τῆς Ἑλλάδος γνήσια
τέκνα, καὶ πρωτοστᾶται
Ἐλευθερίας· 150

λα´.

Χαίρετε σεῖς καυχήματα
τῶν θαυμασίων (Σπετζίας,
Ὕδρας, Ψαρῶν,) σκοπέλων,
ὅπου ποτὲ δὲν ἄραξε
φόβος κινδύνου. 155

λβ´.

Κατευοδοῖτε! - Ὁρμήσατε
τὰ συναγμένα πλοῖα
ὦ ἀνδρεῖοι· σκορπίσατε
τὸν στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων. 160

λγ´.

Τὰ δειλὰ τῶν ἐχθρῶν σας
πλήθη καταφρονήσατε·
τὴν κόμην πάντα ὁ θρίαμβος
στέφει τῶν ὑπὲρ πάτρης
κινδυνευόντων. 165

λδ´.

Ὦ ἐπουράνιος χεῖρα!
σὲ βλέπω κυβερνοῦσαν
τὰ τρομερὰ πηδάλια,
καὶ τῶν ἡρῴων ἡ πρώραι
ἰδοὺ πετάουν. 170

λε´.

Ἰδοὺ κροτοῦν, συντρίβουσι
τοὺς πύργους θαλασσίους
ἐχθρῶν ἀπείρων· σκάφη,
ναύτας, ἱστία, κατάρτια
ἡ φλόγα τρώγει· 175

λς´.

Καὶ καταπίνει ἡ θάλασσα
τὰ λείψανα· τὴν νίκην
ὕψωσ῾, ὦ λύρα· ἂν ἥρωες
δοξάζονται, τὸ θεῖον
φιλεῖ τοὺς ὕμνους. 180

λζ´.

Ὠθωμανὲ ὑπερήφανε
ποῦ εἶσαι; νέον στόλον
φέρε, ὦ μωρέ, καὶ σύναξε·
νέαν δάφνην οἱ Ἕλληνες
θέλουν ἁρπάξειν. 185



                                                            ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ 1792-1869
 

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Κάλβος- 'Ωδὴ Τρίτη. Τὰ Ἠφαίστεια



 
              ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΙΣ                      
Οἱ στίχοι τοὺς ὁποίους ἐμεταχειρίσθην εἰς τὴν κατασκευὴν τῶν ᾠδῶν μου συνίστανται ἐκ συνιζήσεων καὶ τόνων, καὶ λέγονται ἑπτασύλλαβοι με᾿ πρόσθεσιν πεντασυλλάβου.

                                          ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ.

Ὡς/ μέ/ σα εἰς/ τὰ/ πο/ λύ/ δένδρα
δά/ ση/ τὸ/ βρά/ δυ εἰσ/ πνέ/ ει
τό/ τε/ θλιμ/ μέ/ νον φύ/ σημα
με/ σημ/ βρι/ νὸν/ καὶ/ φαί/ νεται
θρῆ/ νος/ ἀν/ θρώ/ πων.
 

'Ωδὴ Τρίτη. Τὰ Ἠφαίστεια

στροφὴ πρώτη.

Χλωρά, μοσχοβολοῦντα
νησία τοῦ Αἰγαίου πελάγους,
εὐτυχισμένα χώματα
ὅπου ἡ χαρὰ κ᾿ ἡ εἰρήνη
πάντα ἐκατοίκουν. 5

β´.

Τί τὰ θαυμάσια ἐγίνηκαν
κοράσιά σας ὁπ᾿ εἶχαν
ψυχὴν ῾σὰν φλόγα, χείλη
῾σὰν δροσισμένα ρόδα,
λαιμὸν ῾σὰν γάλα; 10

γ´.

Στὰ πλούσια περιβόλια σας
βασιλικὸς καὶ κρίνοι
ματαίως ἀνθίζουν· ἔρημα,
οὔτ᾿ ἕνα χέρι εὑρίσκεται
῾νὰ τὰ ποτίζῃ. 15

δ´.

Τὰ δάση, τὰ λαγγάδια σας,
ὅπου ἡ φωναὶ ἀντιβόουν
τῶν κυνηγῶν, σιωπῶσι·
σκύλοι ἐκεῖ τώρα ἀδέσποτοι
μόνον βαϋίζουν. 20

ε´.

Ἐλεύθερα, ἀχαλίνωτα
μέσα εἰς τ᾿ ἀμπέλια τρέχουν
τ᾿ ἄλογα, καὶ εἰς τὴν ράχην τους
τὸ πνεῦμα τῶν ἀνέμων
κάθεται μόνον. 25

ς´.

Εἰς τὸν αἰγιαλὸν
Ἀπὸ τὰ οὐράνια σύγνεφα
ἀφόβως καταβαίνουν
κραυγάζοντες οἱ γλάροι
καὶ τὰ γεράκια. 30

ζ´.

Βαθυὰ εἰς τὸν ἄμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιῶν καὶ ἀνθρώπων·
ὅμως ποὺ εἶναι οἱ ἄνθρωποι,
ποῦ τὰ παιδία; 35

η´.

Φρικτὸν θλιβερὸν θέαμα
τριγύρω μου ἐξανοίγω·
ποίων εἶναι τὰ σώματα
ποὺ πλέουσ᾿ εἰς τὸ κῦμα;
ποίων τὰ κεφάλια; 40

θ´.

Αὐγεριναὶ τοῦ ἡλίου
ἀκτῖνες τί προβαίνετε;
τάχα ἀγαπάει ῾νὰ βλέπῃ
ἔργα λῃστῶν τὸ μάτι
τῶν οὐρανίων; 45

ι´.

Δημιουργὲ τοῦ κόσμου,
πατέρα τῶν ἀθλίων
θνητῶν, ἂν σὺ τοῦ γένους μας
ὅλου ζητῇς τὸν θάνατον,
ἂν σὺ τὸ θέλης· 50

ια´.

Τὰ γόνατά μου ἐμπρός σου,
νά, πέφτουν· τὸ ὑπερήφανον
κεφάλι μου, ποὺ ἀντίκρυ
τῶν βασιλέων ὑψόνετο,
τὴν γῆν ἐγγίζει. 55

ιβ´.

Ἰδοὺ εὐλαβεῖς οἱ Ἕλληνες
σκύπτουσιν ὅλοι· πρόσταξε,
κ᾿ ἐπάνω μας ἂς πέσωσιν
ἡ φλόγες τῆς ὀργῆς σου
ἂν σὺ τὸ θέλῃς. 60

ιγ´.

Πλὴν πολυέλεος εἶσαι,
καὶ βοηθὸν σὲ κράζω.....
Βλέπω, βλέπω εἰς τὴν θάλασσαν
πετώμενον τὸν στόλον
ἀγρίων βαρβάρων. 65

ιδ´.

Κύτταξε πὼς ὁ ἥλιος
χρυσόνει τὰ πανιά των·
κύτταξε πὼς τὸ πέλαγος
ἀπὸ σπαθιῶν ἀκτῖνας
τρέμον ἀστράπτει. 70

ιε´.

Ἀπὸ τὰς πρύμνας χύνεται
γεμίζων τὸν ἀέρα
κρότος μυρίων κυμβάλων,
καὶ μέσα ἀπὸ τὸν θόρυβον
ψάλματα ἐκβαίνουν· 75

ις´.

«-Στάζουσι τὰ μαχαίρια μας
»ἀπὸ τὸ αἷμα ἀκάθαρτον
»τῶν χριστιανών· πρὶν πήξη,
»ἐλᾶτε, ἐλάτε εἰς νέον
»αἷμα ἂς τὰ πλύνωμεν. 80

ιζ´.

»Ἐλᾶτε ῾νὰ ζεστάσωμεν
»τὰ χέρια μας ῾ς τὰ σπλάγχνα
»ὅσων θυσίας προσφέρουσιν
»εἰς τὸν σταυρὸν καὶ σέβονται
»ἁγίων εἰκόνας. 85

ιη´.

»Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, ὁ κόπος
»ἂν μᾶς καταδαμάσῃ,
»ἐπὶ σοροὺς σφαγμένων
»καθίζοντας, ἀνάπαυσιν
»θέλομεν εὕρει. 90

ιθ´.

»Τὰ ρόδα τῆς Ἑλλάδος
»εἰς τ᾿ αἷμα τῆς βαμμένα
»θέλει φανοῦν τερπνότατον
»δῶρον τῶν γυναικῶν μας,
»κ᾿ ἔργον ἡρῴων.» 95

κ´.

Σκληρά, δειλὰ ἀναθρέμματα
τῆς ποταπῆς Ἀσίας,
ἔργον ἡρῴων, ναί, βέβαια,
ποῖος τὸ ἀμφιβάλει, ὑπάρχει
τὸ τρόπαιόν σας. 100

κα´.

Ἔργον ἡρῴων, ἂν σφάξητε
ἀδύνατα παιδία·
ἔργον ἡρῴων, ἂν πνίξητε
τὰς τρυφερὰς γυναίκας
καὶ τὰ γερόντια. 105

κβ´.

Ἰδοὺ κ᾿ ἄλλα νησία
τὴν λύσσαν σας προσμένουσι·
πόλεις ἰδοὺ καὶ ἁλίκτυπος
ξηρὰ κατοικημένη
ἀπ᾿ ἔθνη ἀθῷα. 110

κγ´.

Διὰ σᾶς ἡρώων κοπάδια,
δὲν φθάνει ἡ Χίος, ἡ Κύπρος·
τῶν Κυδωνίων δὲν φθάνουσιν
τῆς Κάσσου καὶ τῆς Κρήτης
ἡ κατοικίαι. 115

κδ´.

Ἄμμετε, μὴν ἀφήσετε
ζῶντα κανένα· ἀπ᾿ αἷμα
τὰ αἰγαῖα νερὰ βαμμένα
κύματ᾿ ἂς ἔχουν γέμοντα
ἀπὸ σφαγάδια. 120

κε´.

Ὦ Ἕλληνες, ὦ θεῖαι
ψυχαί, ῾ποὺ εἰς τοὺς μεγάλους
κινδύνους φανερόνετε
ἀκάμαντον ἐνέργειαν
καὶ ὑψηλὴν φύσιν! 125

κς´.

Πῶς ἀπὸ σᾶς καμμία
δὲν τρέχει τώρα; πῶς
῾κεῖ μέσα εἰς τὰ πλεόμενα
δὲν ρίχνεσθε καράβια
τῶν πολεμίων; 130

κζ´.

Πῶς, πῶς τῆς ταλαιπώρου
πατρίδος δὲν πασχίζετε
῾νὰ σώσητε τὸν στέφανον
ἀπὸ τὰ χέρια ἀνόσια
λῃστῶν τοσούτων; 135

κη´.

Εἶναι πολλὰ τὰ πλήθη τῶν
καὶ φοβερὰ εἰς τὴν ὄψιν,
ἀλλ᾿ ἕνας ἕλλην δύναται,
ἕνας ἄνδρας γενναῖος
῾νὰ τὰ σκορπίσῃ. 140

κθ´.

Ὅποιος τὴν δάφνην θέλει
ἀθάνατόν της δόξης,
ὅποιος δάκρυα διὰ τ᾿ ἔθνος του
ἔχει, διὰ δὲ τὴν μάχην
νοῦν καὶ καρδίαν· 145

λ´.

ἂς ἔκβῃ αὐτός. - Νά, βλέπω
ταχεῖαι, ὡς τ᾿ ἁπλωμένα
πτερὰ τῶν γερανῶν,
ἔρχονται δυὸ κατάμαυροι
τρομεραὶ πρῶραι. 150

λα´.

Παύει ὡς τόσον ὁ κρότος
τῶν μουσικῶν ὀργάνων·
τ᾿ ἀγαρηνὰ τραγούδια
παύουν καὶ τὰ ὑπερήφανα
βλάσφημα μέτρα. 155

λβ´.

Μόνον ἀκούω τὸ φύσημα
τοῦ ἀνέμου ὁποὺ περνώντας
εἰς τὰ κατάρτια ἀνάμεσα
καὶ εἰς τὰ σχοινία σχισμένος
βιαίως σφυρίζει. 160

λγ´.

Μόνον ἀκούω τὴν θάλασσαν
῾ποὺ ὡσὰν μέγα ποτάμι
ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους
κτυπόντας μυρμυρίζει
γύρω εἰς τὰ σκάφη. 165

λδ´.

Νὰ ἡ κραυγαὶ καὶ ὁ φόβος,
νὰ ἡ ταραχὴ καὶ ἡ σύγχυσις
ἀπὸ παντοῦ σηκόνονται,
καὶ ἁπλόνουν πολυάριθμα
πανία ῾νὰ φύγουν. 170

λε´.

Στενόν, στενὸν τὸ πέλαγος
ὁ τρόμος κάμνει· πέφτει
ἕνα καράβι ἐπάνω
εἰς τ᾿ ἄλλο καὶ συντρίβονται·
πνίγονται οἱ ναῦται. 175

λς´.

Ὤ! πὼς ἀπὸ τὰ μάτια μου
ταχέως ἐχάθη ὁ στόλος·
πλέον δὲν ξανοίγω τώρα
παρὰ καπνοὺς καὶ φλόγας
οὐρανομήκεις. 180

λζ´.

Ἔξω ἀπὸ τὴν θαλάσσιον
πυρκαϊὰν νικήτριαι
ἰδοὺ πάλιν ἐκβαίνουν
σωσμέναι ἡ δυὸ κατάμαυροι
θαυμάσιαι πρῶραι. 185

λη´.

Πετάουν, ἀπομακρύνονται·
῾ς τὸ διάστημα τοῦ ἀέρος
χωσμέναι γίνονται ἄφαντοι· -
διαβαίνουσαι ἐπαιάνιζον,
κ᾿ ἤκουεν ὁ κόσμος. 190

λθ´.

Κανάρι! - καὶ τὰ σπήλαια
τῆς γῆς ἐβόουν, Κανάρι. -
Καὶ τῶν αἰώνων τὰ ὄργανα
ἴσως θέλει ἀντηχήσουν
πάντα Κανάρι. 195

 

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Κάλβος-Ώδὴ ἔκτη, Αἱ εὐχαί

                                                      
     
Η έκτη ωδή, οι ευχές, γράφτηκε το 1825, το έτος που η Ελλάδα με μια συμφωνία δέχθηκε επίσημα την αγγλική προστασία, και η οποία έμεινε έπειτα  γνωστή ως «Πράξις Υποταγής»...

Ώδὴ ἔκτη, Αἱ εὐχαί
α´
Τῆς θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τὰ κύματα
῾νὰ πνίξουν τὴν πατρίδα μου
ὡσὰν ἀπελπισμένην,
ἔρημον βάρκαν. 
β´
῾Στὴν στεριάν, ῾ς τὰ νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
῾νὰ ἰδῶ παντοῦ χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαοὺς καὶ ἐλπίδας. 
γ´
Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες
῾νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον,
μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα
ψωμοζητοῦντες· 
δ´
Παρὰ προστάτας ῾νἄχωμεν.
Μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
πλούτη ἢ μεγάλα ὀνόματα,
μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
σκήπτρων ἀκτῖνες. 
ε´
Ἂν ὁπόταν πεθαίνῃ
πονηρὸς βασιλεὺς
ἔσβυν᾿ ἡ νύκτα ἕν᾿ ἄστρον,
ἤθελον μείνει ὀλίγα
οὐράνια φῶτα. 
ς´
Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε
ὡς προστασίας σημεῖον
εἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξε
καὶ πνίγει τοὺς λαούς σας,
πάλαι, καὶ ἀκόμα. 
ζ´
Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
ὄχι ψωμί, φιλήματα
῾ς τὰ πεινασμένα τέκνα τους,
ἐν ᾧ λάμπουν ῾ς τὰ χείλη σας
χρυσὰ ποτήρια! 
η´
Ὅταν ὑπὸ τὰ σκῆπτρά σας
νέους λαοὺς καλεῖτε,
νέους ἱδρῶτας θέλετε
ἐσεῖς διὰ ῾νὰ πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως, 
θ´
Τὰ ξίφη ὁποὺ φυλάγουσι
τὰ τρέμοντα βασίλειά σας,
τὰ ξίφη ὁποὺ τρομάζουσι
τὴν ἀρετήν, καὶ σφάζουσι
τοὺς λειτουργούς της. 
ι´
Θέλετε θησαυροὺς
πολλοὺς διὰ ῾ναγοράσητε
κρότους χειρῶν καὶ ἐπαίνους,
καὶ τ᾿ ἄπιστον θυμίαμα
τῆς κολακείας. 
ια´
Ἡμεῖς διὰ τὸν σταυρὸν
ἀνδρείως ὑπερμαχόμεθα
καὶ σεῖς ἐβοηθήσατε
κρυφὰ τοὺς πολεμοῦντας
σταυρὸν καὶ ἀλήθειαν. 
ιβ´
Διὰ ῾νὰ θεμελιώσητε
τὴν τυραννίαν τιμᾶτε
τὸν σταυρὸν εἰς τὰς πόλεις σας,
καὶ αὐτὸν ἐπολεμήσατε
εἰς τὴν Ἑλλάδα. 
ιγ´
Καὶ τώρα εἰς προστασίαν μας
τὰ χέρια σας ἁπλόνετε!
τραβήξετέ τα ὀπίσω·
βλέπει ὁ θεὸς καὶ ἀστράπτει
διὰ τοὺς πανούργους. 
ιδ´
Ὅταν τὸ δένδρον νέον
ἐβασάνιζον οἱ ἄνεμοι,
τότε βοήθειαν ἤθελεν,
ἐνδυναμώθη τώρα
φθάνει ἡ ἰσχύς του. 
ιε´
Τὸ ξίφος σφίγξατ᾿ Ἕλληνες -
τὰ ὀμμάτιά σας σηκώσατε -
ἰδού - εἰς τους οὐρανοὺς
προστάτης ὁ θεὸς
μόνος σας εἶναι. 
ις´
Καὶ ἂν ὁ θεὸς καὶ τ᾿ ἄρματα
μᾶς λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ῾νὰ χρεμετήσωσι
῾ς τὸν Κιθαιρῶνα Τούρκων
ἄγριαι φορᾶδες. 
ιζ´
Παρά.... Αἴ, ὅσον εἶναι
τυφλὴ καὶ σκληροτέρα
ἡ τυραννίς, τοσοῦτον
ταχυτέρως ἀνοίγονται
σωτήριοι θύραι. 
ιη´
Δὲν μὲ θαμβόνει πάθος
κανένα· ἐγὼ τὴν λύραν
κτυπάω, καὶ ὁλόρθος στέκομαι
σιμὰ εἰς τοῦ μνήματός μου
τ᾿ ἀνοικτὸν στόμα.
Ο ποιητής, χωρίς πάθος κανένα, λέγει κάτι που ίσως σήμερα ακούγεται παράλογο και ακραίο, ότι δηλαδή, καλλίτερα η Ελλάδα να καταστραφεί ή να υποδουλωθεί πάλι με την σκληρή τυραννίδα των Τούρκων παρά να υποταχθεί σε «προστάτες», σε βασιλιάδες πονηρούς και υποκριτές, που εκμεταλλεύονται τα πεινασμένα τέκνα τους και τους λαούς, διότι...: «Ὅταν ὑπὸ τὰ σκῆπτρά σας νέους λαοὺς καλεῖτε, νέους ἱδρῶτας θέλετε ἐσεῖς διὰ ῾νὰ πληρώσητε πλουσιοπαρόχως, τὰ ξίφη ὁποὺ φυλάγουσι τὰ τρέμοντα βασίλειά σας»,  ξίφη που σφάζουν τους δικαίους και τους λειτουργούς της αρετής. 

Λόγια σκληρά, αλλά ο Κάλβος δεν φοβάται ούτε τον θάνατο που μπορεί να του φέρουν, διότι δεν αντέχει να βλέπει την Ελλάδα να γίνεται παιχνίδι στα χέρια ηγεμόνων που διατείνονται ότι θέλουν να βοηθήσουν  και να  την προστατέψουν ( και μπορεί να την «προστατεύουν» ως ένα σημείο) αλλά στο τέλος την εκμεταλλεύονται για να εξασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα... Γιατί γνωρίζει ότι όταν ο εχθρός φανερώνεται ως εχθρός, και όσο σκληρή είναι η τυραννία του,  τοσοῦτον ταχυτέρως ἀνοίγονται σωτήριοι θύραι....ενώ όταν ο εκμεταλλευτής φαίνεται ως φίλος και προστάτης η υποταγή θα είναι σχεδόν αδύνατον να ανατραπεί.
        
                                             ΚΑΛΒΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΦΑΝΤΟΥΡΗ ΑΙ ΕΥΧΑΙ