Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Σαρλ Μποντλαίρ


Σαρλ Πιερ Μποντλαίρ - Ο «ποιητής των κολασμένων»

«Γενιά του Κάιν ανέβα στον ουρανό
και γκρεμοτσάκισε στη γη τον Θεό»

Αν μπορούσε κανείς να αποτυπώσει το μήνυμα του Μποντλαίρ σε λίγες λέξεις, ίσως αυτό το δίστιχο είναι το καταλληλότερο. ‘Οσοι από τους «κολασμένους» γνώρισαν τον Δυτικό πολιτισμό, έγιναν κι έμειναν πιστοί στην ποίηση ενός από τους πιο σημαντικούς ποιητές της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ο Σαρλ Πιερ Μποντλαίρ (Charles Pierre Baudelaire) γεννήθηκε στο Παρίσι στις 9 Απριλίου 1821. Πατέρας του ήταν ο Ζοζέφ-Φρανσουά Μποντλαίρ και μητέρα του η Καρολίν Αρσεμπό-Ντιφαΐς. Έχασε τον πατέρα του όταν ήταν μόλις έξι ετών, γεγονός που επέδρασε καταλυτικά στον ψυχισμό του. Ενα χρόνο αργότερα, η μητέρα του ξαναπαντρεύεται τον στρατηγό Οπίκ. Ο Μποντλαίρ αντιπάθησε αμέσως τον πατριό του και διέβλεψε στη συμπεριφορά του στρατιωτικού αντίστοιχη αντιπάθεια. «Αντιπάθησα αμέσως αυτόν τον υπέροχο ηλίθιο», έγραφε αργότερα ο Κάρολος, «που με το ύφος του προσπαθούσε να μου εμφυσήσει όλο το γαλλικό πνεύμα».

Το 1836, σε ηλικία 15 ετών, ο Μποντλαίρ γράφεται στο Κολλέγιο Λουί λε Γκραν, στο Παρίσι, αφού πέρασε προηγουμένως τέσσερα χρόνια στη Λυών. Τελειώνοντας το σχολείο, συχνάζει στο Καρτιέ Λατέν, ακολουθώντας μια ζωή που η οικογένειά του χαρακτήριζε «σκανδαλώδη». Σχεδόν πάντα γυρνούσε στο σπίτι…μεθυσμένος ή, αργότερα, ποτισμένος με ουσίες που τον έκαναν να «δραπετεύει» από την ανυπόφορη γι' αυτόν πραγματικότητα. «Η παιδική μου ηλικία», έγραφε αργότερα σε μια αυτοβιογραφία του, «σημαδεύτηκε από μια ακατάπαυστη θύελλα, την οποία έσπαζαν μικρά διαλείμματα ηλιοφάνειας. Αλλά στον κήπο της ψυχής μου, η θύελλα δεν άφησε παρά ελάχιστα φρούτα. Αχ! Δυστυχία... ο χρόνος τρώει τη ζωή μας. Είναι ο σκοτεινός εχθρός που μας ρουφά το αίμα...». 

Τον Ιούνιο του 1841, πιεσμένος από την οικογένειά του να αλλάξει τρόπο ζωής, ο Μποντλαίρ αποφασίζει να ταξιδέψει στις Ινδίες, όπου, όμως, δεν θα φτάσει ποτέ, καθώς σταμάτησε στον Μαυρίκιο. Εκεί θα γράψει μερικά από τα πρώτα ποιήματά του, όπως «Σε μια μιγάδα», «Το αλμπατρος», το «Εξωτικό άρωμα» κ.λπ.

Τον Φεβρουάριο του 1842 επιστρέφει στο Παρίσι και την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τη Ζαν Ντιβάλ, η οποία θα τον εμπνεύσει να γράψει πολλούς στίχους. Από τότε μέχρι το 1846 γράφει πολλά ποιήματα, μέσα από τα οποία απορρίπτει την κοινωνία της εποχής του. Λέγεται ότι μια μέρα που ο Μποντλαίρ βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, περνούσε έξω από το σπίτι του ένας τζαμάς, ο οποίος κουβαλούσε τζάμια που επρόκειτο να τοποθετήσει σε γειτονικό σπίτι. 

Ο Μποντλέρ βγήκε έξω από το σπίτι του και φωνάζοντας «γιατί δεν βλέπω μέσα από τα τζάμια σου τη ζωή στα ρόζ;» έσπασε όλα τα τζάμια του άτυχου μαγαζάτορα, θέτοντας τη ζωή και των δυο σε κίνδυνο. Αποτέλεσμα εκείνης της οργής του ήταν το ποίημα «Η ζωή στα ροζ» (La vie en rose). 

Το 1847 ο Μποντλαίρ ανακαλύπτει τον Εντγκαρ Αλαν Πόε, στα γραπτά του οποίου αναγνωρίζει έναν πνευματικό του αδελφό. Έλεγε ότι οι δυο τους συνδέθηκαν «χάρη στην κοινή αγάπη τους για τον πόνο». Εκείνη τη χρονιά, μια άλλη γυναίκα μπαίνει στη ζωή του: Τη λένε Μαρί Ντομπρέν και λέγεται ότι τα μάτια της ενέπνευσαν τον Κάρολο να γράψει το ποίημα «Το δηλητήριο του ουρανού». 

Ο Μποντλαίρ βλέπει στις εξεγέρσεις του Φεβρουαρίου 1848 την απόρριψη της κοινωνίας της εποχής του και λαμβάνει ενεργό μέρος σε αυτές. Η απόφασή του γκρεμίζει έναν μύθο που συνόδευε πολύ καιρό το όνομα του Σαρλ Μποντλαίρ, ότι δηλαδή ο εθισμός του σε ναρκωτικές ουσίες και στο αλκοόλ είχε εξουδετερώσει κάθε ενδιαφέρον του για τις κοινωνικές εξελίξεις και τον είχε κλείσει στον εαυτό του και τον «κόσμο του». 

Το 1852 στέλνει πολλά ποιήματά του στην πνευματική του αγαπημένη, την κυρία Σαμπατιέ. Ανάμεσά τους ήταν «Η αρμονία του απομεσήμερου» και «Η πνευματική αυγή». Λίγο αργότερα, ο Μποντλαίρ παίρνει την πρωτοβουλία να μεταφράσει στα γαλλικά τις «Ιστορίες» και τις «Νέες υπέροχες ιστορίες» του Εντγκαρ Αλαν Πόε. 

Τον Ιούνιο του 1857 ο Μποντλαίρ δημοσιεύει την πιο γνωστή ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Τα άνθη του κακού» (Les Fleurs du Mal), που ξεσηκώνει θύελλα κατηγοριών από την καλή κοινωνία της εποχής του. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς περνά από δίκη για «ανηθικότητα». 

Ο ποιητής και ο εκδότης του, ο Πουλέ Μαλασί, θα καταδικαστούν για έξι ποιήματα του Μποντλέρ, τα οποία από τότε αποτέλεσαν ειδική ομάδα υπό τον τίτλο «Καταδικασμένα κομμάτια». Η δεύτερη έκδοση του 1861 είναι εμπλουτισμένη, αναδομημένη αλλά και ακρωτηριασμένη κατά έξι ποιήματα (Les bijoux, Le Léthé, À celle qui est trop gaie, Lesbos, Femmes damnées (το πρώτο ποίημα της συλλογής), Les métamorphoses du vampire), την δημοσίευση των οποίων απαγόρευσε ο δικαστής Πινάρ.

Το 1860 ο Μποντλαίρ δημοσιεύει τους «Τεχνητούς παραδείσους», στους οποίους ο ποιητής αναφέρεται στον κόσμο των αισθήσεων και τη λατρεία του ατέλειωτου. 

Τον Απρίλιο του 1861 γράφει και δημοσιεύει ένα μακροσκελές άρθρο γύρω από τη μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ, ενώ αντιλαμβάνεται ότι ο αέρας του Παρισιού τον σηκώνει όλο και λιγότερο. 

Ο ποιητής πνίγεται και αποφασίζει το 1864 να εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες, όχι πολύ μακριά ούτε πολύ κοντά από τη γαλλική πρωτεύουσα. Εκεί δίνει μια σειρά διαλέξεων, αλλά γρήγορα συνειδητοποιεί ότι ούτε εκεί μπορεί να εγκατασταθεί, καθώς η βελγική καλή κοινωνία αντιδρά. Η υγεία του, όμως, είχε κλονιστεί από τη «σκανδαλώδη» ζωή, που από νεαρός είχε επιλέξει. Σε μια επίσκεψή του στον ναό του Σαν Λου ντε Ναμίρ, χάνει τις αισθήσεις του. Αργότερα τις ανακτά, αλλά από τότε είχε πολλά και αλλεπάλληλα προβλήματα υγείας. 

Το 1867 η απώλεια των αισθήσεών του είναι πλέον ο κανόνας. Ο μεγάλος ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι στις 31 Αυγούστου1867 και ετάφη στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς.

Η τρίτη έκδοση των «Ανθέων» (1868) δεν θα βρει τον Μποντλέρ εν ζωή. Μετά τον θάνατό του, η λογοτεχνική του κληρονομιά δημοπρατήθηκε και τελικά αγοράστηκε από τον εκδότη Μισέλ Λεβί για 750 φράγκα. Η δικαστική απόφαση του 1857 ανακλήθηκε το 1949, οπότε και έγινε αποκατάσταση του πλήρους έργου του Μποντλαίρ.



Το ταξίδι

Μα αληθινοί ταξιδευτές εκείνοι είναι που φεύγουν
μονάχα για να φύγουν•ελαφρές καρδιές καθώς
μπαλόνια, το μοιραίο τους ποτέ δεν τ’ αποφεύγουν•
Χωρίς να ξέρουν το γιατί, πάντοτε λένε «Εμπρός!»
Εκείνοι που σαν σύννεφα οι απροθυμιές τους μοιάζουν
και που σαν νεοσύλλεκτοι κανόνια λαχταρούν
κι άγνωστες ηδονές τρανές, που πάντοτε αλλάζουν
Και που τι όνομα έχουνε δεν μπόρεσαν να βρουν!
Φρίκη! Σαν σβούρα μοιάζουμε, σαν φούσκα που πηδάει•
Ακόμα και στον ύπνο μας, απάνω μας σιμώνει,
Μας δέρνει η Περιέργεια και μας κυλά στα χάη,
Σαν ένας Άγγελος σκληρός που ήλιους μαστιγώνει.

Μοίρα παράξενη! Ο σκοπός πάντα άλλη θέση παίρνει,
κι αφού δεν είναι πουθενά, μπορεί να’ναι παντού•
ο Άνθρωπος που ακούραστα η Ελπίδα τόνε σέρνει,
αιώνια ψάχνει αναπαμό με τρέξιμο τρελού.
Πλοίο τρικατάταρτο η ψυχή, ζητάει την Ικαρία•
Κάποια φωνή απ’ την γέφυρα φωνάζει: «Προσοχή!»
Κι από τη σκοπιά μια άλλη φωνή απαντά: « Ευτυχία…
’Έρωτας…Δόξα..» Διάολε! Σκόπελος είν’ εκεί!
Κάθε νησάκι που ο σκοπός του πλοίου μακριά κοιτάζει,
Είν’ Ελδοράδο που μας έχει η Μοίρα υποσχεθεί•
Κι η Φαντασία, που έξαλλη στην κεφαλή οργιάζει,
Βρίσκει μόνο έναν ύφαλο μόλις ο ήλιος βγει.
Ω των χιμαιρικών χωρών ο ποθοπλανταγμένος!
Στα σίδερα ή στη θάλασσα πρέπει να πεταχτεί
Ο οικτρός σκοπός, που Αμερικές βλέπει σαν μεθυσμένος
Κι η πλάνη του το βάραθρο το κάνει πιο βαθύ;
Κι ο γερο- αλήτης έτσι δα στις λάσπες που πατάει,
Χάσκοντας, παραδείσια ονειρεύεται παλάτια•
Σε κάθε τρώγλη που κερί μονάχα την φωτάει,
ανακαλύπτουν Κάπουες τα εκστατικά του μάτια.
(Από το ποιητικό του εργο «Τα άνθη του κακού» («les fleurs du mal») σε μετάφραση του Γεωργίου Σημηριώτη)
..................................................................................................................
                                                          "μέθα" Σαρλ Μποντλαίρ


Σαρλ Μπωντλαίρ
«Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής»


Ο Σαρλ Μπωντλαίρ γεννήθηκε το 1821, έκανε σπουδές στα λαμπρά κολέγια της Λυών και του Παρισιού, έφαγε τη πατρική του περιουσία, μπάρκαρε για τις Ινδίες και επέστρεψε λίγους μήνες μετά για να αφοσιωθεί στη ποίηση και να ζήσει μια αντισυμβατική ζωή απολαμβάνοντας κάθε είδους ηδονές και υποφέροντας από κάθε είδους εμμονές. Στις επαναστάσεις του 1848 βρέθηκε για λίγο στα οδοφράγματα, αλλά έπληξε γρήγορα στο ρόλο του επαναστάτη. Ως κριτικός πολέμησε την εκζήτηση του ρομαντισμού και αναζήτησε την αυθεντική ομορφιά τοποθετώντας την έξω από ηθικά, ιδεολογικά και αισθητικά κριτήρια. Δεν σταμάτησε να λέει πως ο Πόε ήταν εκείνος που του έμαθε να σκέφτεται. Πέθανε στο Βέλγιο, το οποίο θεωρούσε κάτι σαν γελοιογραφία της βολταιρικής Γαλλίας. Ήταν μόνο 46 ετών.
Κατά την διάρκεια της ζωής του, ο Μποντλαίρ υπέστη δριμεία κριτική για τις συγγραφές του και την θεματική του. Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του τον κατανόησαν. Η εφημερίδα Φιγκαρό της 5ης Ιουλίου 1857 έγραψε τα εξής σχετικά με την πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων του Κακού: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Μποντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».

Στις 25 Ιουλίου του 1857 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η συλλογή «Άνθη του κακού» του Σαρλ Μπωνταίρ σε 1.100μόλις αντίτυπα αφήνοντας άναυδους του μεγάλους συγγραφείς της εποχής . Με ταεγκώμια όμως των Φλομπέρ, του Γκωτιέ, του Ουγκώ δεν συμφωνήσαν όλοι. Η εφημερίδα «Φιγκαρό» υποδέχτηκε την έκδοση με τον λίβελο του Γκυστάβ Μπουρντέν ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο διανοητικά διασαλευμένος ποιητής έστησε με τη συλλογή του «ένα νοσοκομείο για κάθε παραφροσύνη του πνεύματος». Λίγο καιρό αργότερα δικαστήριο των Παρισίων καταδίκασε τους εκδότες και τον ποιητή με χρηματικά πρόστιμα διατάζοντας παράλληλα την απόσυρσηέξι ποιημάτων της συλλογής για προσβολή δημοσίας αιδούς. Φυσικά επρόκειτο για μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα που κατείχαν μια κρίσιμη θέση σε μια σύνθεση η οποία όχι μόνο ενσωμάτωνε αλλά και ανανέωνε ολόκληρη την ευρωπαϊκή παράδοση καθιστώντας τον Μπωντλαίρ μια για πάντα «προφήτη της νεωτερικότητας». Η απαγόρευση πλήγωσε βαθιά για τον ποιητή, τον κριτικό, τον μεταφραστή του Πόε, τον μεγάλο θαυμαστή του Βάγκνερ, τον φίλο των σημαντικών ρομαντικών ζωγράφων.

Ο Μποντλαίρ σήμερα αναγνωρίζεται ως μέγας ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας Λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών. Χαρακτηριστικά, ο Μπαρμπέ ντ' Ορεβιγί τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής».

Σε ολόκληρο το έργο του, ο Μποντλαίρ προσπάθησε να ενυφάνει την Ομορφιά με την Κακία, την βία με την ηδονή (Une martyre), καθώς και να καταδείξει την σχέση μεταξύ τους. Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων σοβαρών (Semper Eadem) και σκανδαλιστικών για την εποχή (Delphine et Hippolyte), κατόρθωσε επίσης να εκφράσει την μελαγχολία (Mœsta et errabunda) και την νοσταλγία (L' Invitation au voyage).

Τα άνθη του κακού- Απαγορευμένα Ποιήματα
 Η επιρροή που άσκησαν «Τα άνθη του κακού» σε κάθε γωνιά της Ευρώπης μπορεί να συγκριθεί μόνο με έργα όπως το «Μια εποχή στη Κόλαση» του Ρεμπώ. Η ρομαντικής εμπνεύσεως επιθυμία του Μπωντλαίρ να συνομιλήσει με το απόλυτο ποτίζεται από ένα αίσθημα βαθιάς μελαγχολίας όπου η αναζήτηση του ωραίου αποκτά μια διττή μορφή καθώς στόχος του ήταν να αναδείξει τη γοητεία που μπορεί να κρύβει το κακό, το σατανικό και το φρικώδες. Ο Έλιοτ εκτίμησε το έργο αυτό «ως το μέγιστο παράδειγμα νεωτερικής ποίησης όλων των γλωσσών». Στα έξι ποιήματα που κάποτε προκάλεσαν τον αποτροπιασμό του δικαστηρίου ανιχνεύονται όλα τα μοτίβα του ποιητή: δαιμονολογία, ερωτευμένες γυναίκες, καταραμένοι έρωτες, θανατοφιλία, λήθη πόνος, σαδισμός. Η ποίηση του Μπωντλαίρ παρά την εντυπωσιακή ρευστότητα της ως προς την απόδοση των συναισθημάτων και τις αλλεπάλληλες δονήσεις της ξεχωρίζει με την συγκεκριμένη αρχιτεκτονική της δομής της και την αυστηρότητα της φόρμα της. Τα έξι αυτά ποιήματα είναι τα «Λέσβος», «Κολασμένες γυναίκες», « η λήθη», «σε κάποια πολύ πρόσχαρη», «τα κοσμήματα», «οι μεταμορφώσεις της Λάμιας».

Το δύσκολο έργο της μετάφρασης ανέλαβε οΕρρίκος Σοφράς, μεταφραστής, μεταξύ άλλων καιτης Έμιλυ Ντίκινσον, επέτρεψε να εισχωρήσει μέσα στην ελληνική γλώσσα η απαράμιλλη μπωντλαιρική σαγήνη. Οι εκδόσεις Μεταίχμιο παρουσιάζουν τα θρυλικά αυτά ποιήματα σε μια φροντισμένη δίγλωσση έκδοση στην οποία σημαντική θέση κατέχει η εικονογράφηση του ολλανδού ζωγράφου Πατ Αντρέα. Από τους βασικούς εκπροσώπους την νεοπαραστατικής σχολής και του μαγικού ρεαλισμού ο Πατ Αντρεά επιχειρήσει να αποδώσει το σκοτεινό, ταραγμένο, τρομαγμένο αλλά και αισθησιακό κόσμο του Μπωντλαίρ.

Τα «Άνθη του κακού» ανήκουν σε εκείνες τις συλλογές που κάθε γενιά τις διαβάζει με το δικό της τρόπο. Τα έξι απαγορευμένα ποιήματα έχουν τώρα την ευκαιρία να βρουν νέους αναγνώστες και μάλιστα σε μια εποχή που την περιθωριοποιημένη πλέον ποίηση έχουμε ανάγκη ίσως περισσότερο από ποτέ.
................................................................................................................

                                                    Σαρλ Μπωντλαίρ - Η Φωνή

................................................................................................................
Spleen 
 (Μετάφραση: K. Γ. Καρυωτάκης)
Είμαι σάν κάποιο βασιλιά σέ μιά σκοτεινή χώρα, 
πλούσιον, αλλά, χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα 
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί, 
καί την ανία του νά διώξει ματαιοπονεί 
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δέ φαιδρύνει πιά το μέτωπο του αρρώστου, 
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, πού είν’ έτοιμες νά πουν, 
άν το θελήσει, πώς πολύ-πολύ τον αγαπούν, 
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι, 
ούτε ο λαός, προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει. 
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός, 
χωρίς ενα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν τού φτιάνουν οι σοφοί, δέ θά μπορέσουν 
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν’ αφαιρέσουν, 
καί μέ τά αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή, 
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική, 
νά δώσουνε θερμότητα σ’ αυτό το πτώμα που έχει 
μόνο τής Λήθης το νερό στίς φλέβες του καί τρέχει.
SPLEEN  Αγγλική λέξη, ελληνικής καταγωγής (σπλήν = σπλήνα), 
υιοθετημένη από τούς γάλλους ποιητές και ιδιαίτερα τόν Μπωντλαίρ σημαίνει: αναίτια μελαγχολία και ανία, αηδία γιά την ζωή.
.............................................................................................

                                     '' Ο Βρυκόλακας '' του Charles Baudelaire  

Σαρλ Μπωντλαίρ – Τα Άνθη του Κακού” (Les Fleurs du Mal)

Η ηλιθιότητα, το λάθος, το αμάρτημα, η τσιγγουνιά,
Απασχολούν το πνεύμά μας και βασανίζουν τα σώματά μας,
Και τροφοδοτούμε τις αγαπημένες μας τύψεις,
Όπως οι ζητιάνοι τρέφουν τα παράσιτά τους.

Τα αμαρτήματά μας είναι πεισματάρικα, οι μεταμέλειές μας χαλαρές,
Τα πληρώνουμε βαριά με τις εξομολογήσεις μας,
Και επιστρέφουμε χαρούμενοι πίσω στο βουρκώδη δρόμο,
Πιστεύοντας ότι τα ευτελή δάκρυα ξεπλένουν όλους τους λεκέδές μας.
Πάνω στο μαξιλάρι του κακού είναι ο Τρισμέγιστος Σατανάς
Που νανουρίζει μακρόσυρτα το μαγεμένο πνεύμα μας,
Και το σκληρό μέταλλο της θέλησής μας
Εξατμίζεται ολόκληρο από αυτόν τον λόγιο χημικό.
Είναι ο Διάβολος που βαστά τα σκοινιά τα οποία μας κινούν!
Για απεχθή αντικείμενα βρίσκουμε τα θέλγητρα.
Κάθε μέρα κατεβαίνουμε προς την Κόλαση μ’ένα βηματισμό,
Χωρίς τρόμο, διασχίζοντας το σκότος με την βρώμικη οσμή.
Όπως μια φτωχή ακολασία που φιλά και τρώει
Το βασανισμένο στήθος μιάς αρχαίας πόρνης,
Ξεκλέβουμε προχωρώντας μια παράνομη ευχαρίστηση
Η οποία μας πιέζει πολύ δυνατά όπως ένα ώριμο πορτοκάλι.
Σφίγγοντας, μυρμηγιάζοντας, σαν ένα εκατομμύριο ελμίνθες²,
Μέσα στο ξεφάντωμα του μυαλού μας ένα πλήθος από Δαίμονες,
Και, όταν αναπνέουμε, ο Θάνατος μέσα στα πνευμόνια μας
Κατέρχεται, αόρατο ποτάμι, με υπόκωφους στεναγμούς.
Αν ο βιασμός, το δηλητήριο, το στιλέτο, η φωτιά,
Δεν έχουν ακόμα υφανθεί από τα ευχάριστα σχέδια τους
Ο κοινότυπος καμβάς της ελεεινής μοίρας μας,
Είναι γιατί η ψυχή μας, δυστυχώς! δεν είναι ακόμα αρκετά τολμηρή.
Αλλά ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις σκύλες,
Τους πιθήκους, τους σκορπιούς, τα όρνεα, τα ερπετά,
Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται,
Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας,
Εκεί βρίσκεται ένα πιό άσχημο, πιο μοχθηρό, πιο βρώμικο!
Αν και δεν σπρώχνει ούτε σε μεγάλες χειρονομίες, ούτε σε μεγάλες κραυγές,
Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα
Και μέσα σ’ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο.
Είναι η πλήξη/ανία! – το μάτι φορτωμένο από ένα αθέλητο δάκρυ,
Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον αργιλέ του.
Το ξέρεις, αναγνώστη, το ντελικάτο τέρας,
- Υποκριτή αναγνώστη, – όμοιε μου, – αδελφέ μου!

                                           Σαρλ Μπωντλαίρ - Το δηλητήριο

Θάνος Ανεστόπουλος - Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας

                            Άλμπατρος -Σ.Μάλαμας(Ποίηση Charles Baudelaire)
                                                                              
                                                                                                                                           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου